Τον είδε να βγαίνει «φουριόζος» από το Άγιο Βήμα,
προσπαθώντας να ανοίξει δρόμο μέσα στο πλήθος του κόσμου που είχε κατακλύσει
τον καθεδρικό Ναό της μεγάλης πόλεως του Πειραιά.
Μεγάλη Παρασκευή πρωί! Είχαν τελειώσει οι μακρές
ακολουθίες της ημέρας – των Μεγάλων Ωρών και του Εσπερινού της Αποκαθηλώσεως –
και ο κόσμος σπρωχνόταν κυριολεκτικά να περάσει να προσκυνήσει τον Επιτάφιο.
Ημέρα πραγματικά Μεγάλη, φορτισμένη στο έπακρο από τη Χάρη του «νεκρωθέντος»
για χάρη μας Θεού αλλά και από τα ανάμεικτα συναισθήματα των διαφόρων πιστών: ο
καθένας και μία ιστορία, «κουβαλώντας» την παράδοση της οικογένειάς του, του
ιδιαίτερου τόπου του, τον πόνο από τα προβλήματά του. Κανείς μάλλον πέραν από
τον Κύριο και Θεό δεν μπορούσε να γνωρίζει αν
«κέντρο βάρους» για τους περισσοτέρους ήταν το Πάθος του Χριστού ή τα
δικά τους πάθη και βάσανα!
«Παρακαλώ, λίγο χώρο να περάσω», έλεγε με σεμνό αλλά και
αγωνιώδη τρόπο ο ιερέας, αγκομαχώντας να
φτάσει προς την είσοδο του Ναού, για να βοηθήσει την καλύτερη οργάνωση της
παρουσίας τόσου κόσμου.
Άπλωσε το χέρι του ο νεαρός Νίκος – ήταν δεν ήταν είκοσι
ετών – κι έπιασε κι αυτός λίγο το χέρι του ιερέα. «Πάτερ, μήπως θα μπορούσατε
να με εξομολογήσετε;» ψιθύρισε. Ο ιερέας, ξαφνιασμένος, στράφηκε προς το μέρος
του και τον κοίταξε ερωτηματικά. «Πάτερ, θα ήθελα να εξομολογηθώ! Γίνεται;»
ξαναείπε το νεαρό παλληκάρι.
«Παιδί μου, δεν βλέπεις τι γίνεται; Σήμερα είναι πολύ
δύσκολο αυτό που ζητάς. Ίσως αν έρθεις το απόγευμα πριν ξεκινήσουμε τη βραδινή
ακολουθία. Με συγχωρείς τώρα!» Προχώρησε ο ιερέας.
Τραβήχτηκε ο Νίκος και κάθισε σε μία άδεια καρέκλα σε μία
γωνιά του ναού. Τα αισθήματά του ένιωσε να τον κατακλύζουν. Λίγο θόλωσε. Έσκυψε
το κεφάλι στο δάπεδο. Είχε τελειώσει το Λύκειο, αλλά δεν θέλησε να σπουδάσει
κάτι συγκεκριμένο – δεν είχε ξεκαθαρίσει μέσα του τι ήθελε να ακολουθήσει. «Θα
δουλέψω με σένα» είπε στον πατέρα του κάποια μέρα, ο οποίος διατηρούσε μία
μικρή βιοτεχνία με δερμάτινες τσάντες. «Δεν είναι αυτό που θα κάνω στη ζωή μου,
αλλά για τώρα είναι ο μόνος δρόμος που βλέπω μπροστά μου».
Ο πατέρας του τον κοίταξε ερευνητικά, αλλά δεν θέλησε να
του πει άλλο διαφορετικό. Ήταν κάτι, άλλωστε, που το ήθελε και ο ίδιος – ένα
χέρι της οικογένειας επί πλέον σε μία οικογενειακή επιχείρηση! Αλλά ήξερε τον
γιο του. Καταλάβαινε ότι μέσα στην καρδιά του πρέπει να υπήρχε ένταση, να
γινόταν μάχη για το τι τελικά θα επικρατήσει. Και το ήξερε αυτό, γιατί συχνά
έβλεπε τον Νίκο του να απομονώνεται, να διαβάζει κάποια «θεωτικά» βιβλία της
πεθεράς του που ήταν άνθρωπος πολύ της Εκκλησίας και όλο σύχναζε στις
Εκκλησιές, να αρνείται να δώσει εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο! Όσες φορές
επιχείρησε να τον κουβεντιάσει, αυτός και η γυναίκα του, δεν κατάφεραν να
ξεκαθαρίσουν τι ακριβώς ήθελε ο γιος τους. Κι ήταν ο μεγάλος τους. Με τα
μικρότερα δεν υπήρχε θέμα. Όμως ο μεγάλος είχε κάτι στα μάτια του που φαινόταν
να τους ανησυχεί! Δεν είχαν την πολυτέλεια να προβληματιστούν περισσότερο – το
«αγώι» της βιοτεχνίας τους τραβούσε σχεδόν ολοκληρωτικά!
Το παλληκάρι σκέφτηκε να φύγει. Να προσκυνήσει και να
φύγει. Μα τα λόγια που είχε ακούσει από τον Δεσπότη στο κήρυγμα λίγο πριν την
Αποκαθήλωση χαράχτηκαν μέσα του – σαν να του έδιναν απάντηση στο θολό τοπίο που
ζούσε.
«Ο Θεός μας στο πρόσωπο του Χριστού μας ήλθε σε εμάς.
Έγινε άνθρωπος κινούμενος από την άπειρη αγάπη Του προς το δημιούργημά Του. Κι
όχι απλώς έγινε άνθρωπος, αλλά σήκωσε πάνω Του όλες τις αμαρτίες μας. Είναι «ο
αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Κανείς πια, μετά τον ερχομό και το Πάθος του
Χριστού, δεν μπορεί να πει ότι είναι ξένος του Θεού ή ότι οι πολλές και βαριές
αμαρτίες του μπορούν να τον κρατήσουν μακριά από Εκείνον. Ο Χριστός είναι η
απάντηση για όλα τα προβλήματά μας, για όλες τις ανάγκες μας. Είναι η λύση της
ταραγμένης ύπαρξής μας. Χωρίς Χριστό η ζωή δεν αντέχεται. Δεν έχει νόημα».
Αυτά και άλλα που είπε ο Δεσπότης ένιωσε να του τρυπούν
την καρδιά και να γαληνεύουν τη συνείδησή του. Δάκρυα του ήλθαν στα μάτια, που
δεν έκανε τον κόπο να τα κρύψει. Η παρηγοριά που ένιωσε από όλη την ατμόσφαιρα
της Εκκλησίας και από τα εμπνευσμένα λόγια του Δεσπότη τον έκαναν να δει τον
εαυτό του μ’ ένα τρόπο που ποτέ άλλοτε δεν είχε δει.
«Θέλω να εξομολογηθώ» αποφάσισε. «Τώρα. Δεν αντέχω άλλο!»
Η απάντηση του πιεσμένου από τον χρόνο ιερέα τον…
προσγείωσε! Αλλά η καρδιά του είχε άλλες απαιτήσεις. Έστρεψε το βλέμμα του πάνω
στον Παντοκράτορα. Ο Κύριος έβλεπε τον κόσμο όλο κρατώντας τον μέσα στην
αγκαλιά Του. Σαν να φωτίστηκε. Σηκώθηκε αποφασιστικά και προχώρησε προς τη
μικρή θύρα που είδε προηγουμένως να βγαίνει ο ιερέας. Στο Άγιο Βήμα. Δεν του
ήταν άγνωστος χώρος, γιατί η γιαγιά του στα μικράτα του τον έπαιρνε μαζί της
και τον προωθούσε στο Ιερό της ενορίας τους. Είχε γίνει αρκετές φορές παλιότερα
«παπαδάκι». Αλλά με τα χρόνια κι αυτό ξεχάστηκε. Τώρα όμως το ένιωσε μ’ έναν
παράξενο τρόπο δικό του.
Το μεγαλοπρεπές Ιερό του Καθεδρικού Ναού τον εντυπωσίασε.
Εντελώς προσωρινά όμως, γιατί όλα: ιερείς, διάκονοι, παπαδάκια «σβήστηκαν»
μπρος στον κτύπο της καρδιάς του να βρει διέξοδο σε ό,τι τον είχε κατακλύσει. Το
βλέμμα του προσανατολίστηκε σ’ αυτό που έψαχνε: τον Δεσπότη που καθόταν σε μία
πολυθρόνα εξαντλημένος από την πολύωρη ακολουθία κι ακούγοντας κάποιον κύριο με
κουστούμι να του διηγείται κάτι. Πλησίασε κι αυτός. Πρέπει το βλέμμα του να
αποτύπωνε όλη την ένταση της ψυχής του, ώστε «μαγνήτισε» τον Επίσκοπο. Ίσως η
χάρη της Αρχιερωσύνης του να τον έκανε να καταλάβει ότι κάτι ξεχωριστό
συμβαίνει με το παλληκάρι που στεκόταν μπροστά του ολόρθο εκζητώντας την
ευλογία του.
Ο κύριος με το κουστούμι φίλησε το χέρι του Δεσπότη και
έφυγε. Ο νεαρός έμεινε μόνος. Γονάτισε μπροστά στον σεβάσμιο Αρχιερέα, του
οποίου η φήμη για τη δύναμη των κηρυγμάτων του, προφορικών και γραπτών, αλλά
και για την τρυφερότητα της καρδιάς του είχε απλωθεί πολύ πέραν της δικής του
Μητροπόλεως, του φίλησε με σεβασμό το χέρι και με σπασμένη φωνή προσπάθησε να
του δώσει να καταλάβει όσα συνέβαιναν μέσα του.
«Ο λόγος σας με συγκλόνισε, Σεβασμιώτατε» ψέλλισε.
«Ένιωσα πως ό,τι λέγατε τα λέγατε για μένα. Σαν να βρέθηκα μόνος μπροστά στον
Χριστό που με την αγάπη Του με έκλεινε στην αγκαλιά Του. Δεν σας κρύβω ότι με
κάνατε να δακρύσω».
Ο Δεσπότης άκουγε σιωπηλά. Έβλεπε τη χάρη του Θεού να έχει
διεισδύσει στην ψυχή του νεαρού αυτού παλληκαριού και να τον αλλοιώνει. «Τα
θαύματα του Θεού» συλλογίστηκε. «Το πρόβατό Του που είναι χαμένο και το βρίσκει.
Δόξα Σοι, Κύριε». Ευλόγησε το κεφάλι του νεαρού και τον έβαλε να καθίσει δίπλα
του.
«Τι θέλεις; Τι ζητάς;» του είπε χαμηλόφωνα.
«Θα ήθελα να εξομολογηθώ. Το νιώθω ανάγκη. Φοβάμαι όταν
φύγω από εδώ».
Ο σοφός αρχιερέας έδρασε αστραπιαία. «Πάτερ!» στράφηκε σ’
έναν από τους ιερείς που έστεκε λίγο μακρύτερά του. Πλησίασε εκείνος. «Ορίστε,
Σεβασμιώτατε!» «Σε παρακαλώ, πάρε αμέσως το νεαρό αυτό παλληκάρι και πηγαίνετε
στο γραφείο για εξομολόγηση. Βρισκόμαστε μπροστά σε ανοικτούς ουρανούς».
Ο Νίκος εξομολογήθηκε την ίδια εκείνη ημέρα. Μεγάλη
Παρασκευή. Με αφορμή το κήρυγμα του αρχιερέα που μίλησε στα τρίσβαθα της
καρδιάς του. Η μετέπειτα πορεία του υπήρξε θαυμαστή. Επέστρεψε προς ώρας στην
εργασία του με τον πατέρα του έχοντας όμως αποφασίσει τι θα κάνει στη ζωή του.
Ετοιμάστηκε να δώσει εξετάσεις για τη Θεολογική Σχολή. Πέρασε και την τελείωσε.
Πήγε αργότερα στον στρατό. Με το απολυτήριο στο χέρι ανακοίνωσε μετά από
προσευχή και μετά από συνεννόηση πια με τον πνευματικό του, στον οποίο πήγαινε
τακτικά, την οριστική απόφασή του: θα γινόταν καλόγερος σε ένα μοναστήρι που
του υπέδειξε ο Γέροντάς του.
Αρκετά χρόνια αργότερα, μετά και την ιερωσύνη που
καταξιώθηκε, έγινε ηγούμενος στη Μονή του με παράλληλη δράση κηρυκτική και
ιεραποστολική στην επαρχία που βρέθηκε. Η όλη αγία βιοτή του και η θεολογική
του κατάρτιση άρχισαν να προσελκύουν και άλλους νέους ανθρώπους, ώστε το
Μοναστήρι του τελικώς να γίνει κέντρο που οι άνθρωποι ξεδιψούσαν και συνεχίζουν
να ξεδιψούν από τη δίψα για αληθινή ζωή. Κι αυτό γιατί ο Γέροντας Π., ο
ηγούμενος, με αφορμή ένα κήρυγμα, είχε γίνει ο ίδιος, κατά τον λόγο του Κυρίου,
«πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» - πηγή ύδατος που αναβλύζει την αιώνια
ζωή.
