Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΑΚΩΒΟ (ΤΣΑΛΙΚΗ)
«Μία ημέρα που ήμασταν στην
Αθήνα σ’ ένα μοναστήρι γυναικείο, εκεί η Γερόντισσα της Μονής, πάνω στην
κουβέντα με τον Γέροντά μας (Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό),
μας ανάφερε τον άγιο Ιάκωβο και θαυμαστά γεγονότα από τον βίο του οσίου
Δαυίδ του εν Ευβοία. Ο Γέροντας (Ιάκωβος) ζούσε τότε και ήταν ηγούμενος στη
Μονή του οσίου Δαυίδ. Τότε και εμείς, επειδή είχαμε πολλούς πειρασμούς στο
Βατοπαίδι, λόγω και της δικής μας απειρίας και λόγω του ιδιορρύθμου της Μονής,
κι επειδή είχαμε κι έναν οδηγό που οδηγούσε το αυτοκίνητο και θα μας οδηγούσε
στη Θεσσαλονίκη, επείσαμε τον Γέροντα να πάμε στη Μονή του οσίου Δαυίδ και να
πάρουμε την ευχή του πατρός Ιακώβου και να μας βοηθήσει στον αγώνα που είχαμε
στο Βατοπαίδι. Έτσι κι έγινε. Έδωσε ευλογία ο Γέροντας και πήγαμε στη Μονή του
Οσίου Δαυίδ. Ακούγαμε πάρα πολλά για τον πατέρα Ιάκωβο, πολλά τα οποία ήταν και
λίγο, έτσι, κωμικά. Ήταν πολύ απλός κι εγώ είχα στη φαντασία μου ότι θα δούμε
ένα γεροντάκι, που θα είναι εύθυμος, θα λέει αστεία και θα είναι κάπως πιο
χαλαρή η ατμόσφαιρα.
Όταν φτάσαμε στο Μοναστήρι και
ζητήσαμε να δούμε τον Γέροντα, τότε μας οδήγησαν σ’ ένα παρεκκλήσι, του αγίου
Χαραλάμπους, που εκεί εξομολογούσε ο πατήρ Ιάκωβος. Πρώτη φορά τον βλέπαμε,
μπήκαμε μέσα, είδαμε έναν μεγαλοπρεπή Γέροντα,
με μεγάλη γενειάδα, το πετραχήλιό του φορεμένο έτσι όπως εξομολογούσε, ασκεπής,
σαν Πατριάρχης ήτανε, πολύ επιβλητικός. Εγώ τον κοιτούσα έτσι, με πολύ δέος, και
λέω, δεν είναι έτσι όπως τον περίμενα. Αλλά σε λίγο, μόλις άρχισε να μας μιλάει,
κατάλαβα ότι ήταν πράγματι από τους απλούς και άκακος και νηπιόφρων κατά την
καρδία.
Και ήταν πραγματικά σαν ένα
μικρό παιδί. Άρχισε να μας ρωτά διάφορα πράγματα, μ’ έναν ωραίο τρόπο, και μας είπε
τον λόγο για τον οποίο πήγαμε εκεί. Του λέει ο Γέροντας ότι είμαστε στη Μονή
Βατοπαιδίου και έχουμε δυσκολίες, τα παιδιά είναι νέοι, είναι μικροί, και
ασυνήθιστοι μ’ αυτήν την ατμόσφαιρα. Κι είναι ιδόρρυθμο το Μοναστήρι και μας κατάλαβε
πολύ, γιατί είχε ζήσει κι αυτός σε ιδιόρρυθμο Μοναστήρι και ήξερε από τις δυσκολίες
αυτές.
«Και, πάτερ Ιωσήφ, να πάμε στον
όσιο Δαυίδ, να του πούμε και να τον παρακαλέσουμε να σας βοηθήσει». Εμείς
νομίσαμε ότι θα πάει να κάνει κάποια παράκληση. Κατεβήκαμε κάτω στην Εκκλησία,
πήγαμε μπροστά στην εικόνα του αγίου και περιμέναμε να αρχίσει η παράκληση. Και
λέει ο πατήρ Ιάκωβος: «Άγιε Δαυίδ, εδώ είναι ο πατήρ Ιωσήφ και ο πατήρ
Αθανάσιος από το Βατοπαίδι. Ήλθαν να τους βοηθήσεις. Έχουν προβλήματα οι
άνθρωποι. Σε παρακαλώ μη μας κάνεις ρεζίλι».
Εγώ σφιγγόμουνα μη γελάσω, γιατί
αντί της παρακλήσεως έγινε αυτή η σύσταση. Ο Γέροντας (Ιωσήφ) με αγριοκοίταξε,
έτσι μια στιγμή, για να μη χάσουμε την ατμόσφαιρα που ήτανε εκεί. Μας λέει: «Κι
εδώ, πάτερ Ιωσήφ, που είμαστε, κάποια παιδάκια ήλθαν προχθές και παίζανε μπίλιες
μέσα στην Εκκλησία. Κι εγώ τα μάλωσα. Τους είπα «δεν κάνει να παίζετε μπίλιες
μέσα στην Εκκλησία». Και του είπαν «γιατί δεν κάνει;» Λέει «θυμώνει ο άγιος». «Όχι,
δεν θυμώνει». «Θυμώνει. Να τον ρωτήσουμε». Και τα έφερα μπροστά στην εικόνα του
Αγίου και του είπα: «Σου αρέσει που παίζουνε τα παιδάκια μπίλιες μέσα στην
Εκκλησία;» Κι έφερε το χέρι του (ο όσιος) στο στόμα του κι έκανε «Σσστ, σιωπή!»
στα παιδάκια αυστηρά. Τα παιδάκια μπήγανε σε λογαριασμό, μπήκαμε σε σειρά». Μας
το διηγήθηκε αυτό το γεγονός με τόση φυσικότητα.
Μετά πήγαμε να βγούμε έξω από
το Ναό, μας έβγαλε τα λείψανα να προσκυνήσουμε. Ήτανε έκδηλη η χάρις πάνω του.
Καταλάβαμε ότι ήταν ένας άνθρωπος άκακος σαν μικρό παιδάκι, απλούς και αγαθός
τη καρδία, αλλά και χαριτωμένος. Όταν ήταν να βγούμε έξω, με τράβηξε πίσω εμένα
και μου λέει: «έλα να σε ευλογήσω». Έβγαλα τον σκούφο μου κι έσκυψα να με
ευλογήσει και μου είπε διάφορα πράγματα, και πνευματικά και ας πούμε και
προφητικά.
Πήγαμε έξω στην αυλή και λέει του Γέροντα: «Πάτερ
Ιωσήφ, να σου πω και κάτι που μου συνέβη εδώ που στεκόμαστε τώρα. Πριν μερικές μέρες
εξομολογούσα και ήμουν πολύ κουρασμένος. Και βγήκα εδώ έξω στην αυλή να πάρω
λίγο αέρα, να ξεκουραστώ λίγο. Και μόλις βγήκα έξω ήρθαν δύο πούλμαν γεμάτα
προσκυνητές. Κι εγώ δεν μπορούσα να τους δω, ήμουν πολύ κουρασμένος. Και
παρεκάλεσα τον άγιο Δαυίδ να με σκεπάσει να μη με δουν. Κι ενώ ήμουνα εδώ - του
λέει - κι ήμουνα στη μέση της αυλής και καθόμουνα στον πάγκο, όλοι μ’ έψαχναν
και δεν με έβρισκαν. Κι εγώ γελούσα. Κι ο π. Κύριλλος που ήταν κι αυτός εκεί, μ’
έψαχνε κι έλεγε: «εδώ ήτανε τώρα, πού πήγε;» Δεν μ’ έβλεπαν», του λέει. «Αυτό
δεν ήταν από τον άγιο Δαυίδ»; Λέει ο Γέροντας: «Βέβαια, Γέροντα, αλλοίμονο».
Τέλος πάντων. Λέω, «Γέροντα, να βγάλουμε μία φωτογραφία;» - του είπα εγώ του
Γέροντα, του αγίου Ιακώβου. Λέει: «ευχαρίστως». Σταθήκαμε να βγάλουμε μία
φωτογραφία. Μας είπε πολύ ωραία πράγματα εκεί, πνευματικά, χαριτωμένα, γεμίσαμε
χαρά κι ελπίδα και φύγαμε για το Άγιον Όρος».
.jpg)