31 Ιανουαρίου 2025

ΦΟΒΑΤΑΙ ΚΑΙ ΤΗ… ΣΚΙΑ ΤΟΥ!

«Εκείνος που έγινε δούλος του Κυρίου, θα φοβηθεί μόνο τον δικό του Δεσπότη. Και εκείνος που δεν φοβάται ακόμη Αυτόν, φοβάται πολλές φορές τη σκιά του» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κ΄ 10).

Ο φόβος είναι αγαπημένο θέμα των ασκητικών δασκάλων της Εκκλησίας μας. Γιατί γνωρίζουν καλά και τον ίδιο τον άνθρωπο και τις πολυποίκιλες μεθοδείες του Πονηρού διαβόλου. Γνωρίζουν καλά δηλαδή ότι  αφ’ ης στιγμής ο άνθρωπος αμάρτησε, ο φόβος εισήλθε μέσα στον ψυχισμό του: ο φόβος ακολουθεί σαν σκιά την αμαρτία· κι επίσης ότι ακριβώς για τον λόγο αυτόν, ο Πονηρός προσπαθεί αδιάκοπα να δημιουργεί κλίμα φόβου στον άνθρωπο, γιατί έτσι μπορεί πολύ εύκολα να τον κάνει δούλο και υποχείριό του. Μελέτησε λίγο επ’ αυτού ιδίως τον βίο του μεγάλου οσίου Αντωνίου.

Οπότε είναι αυτονόητο: όσο ο άνθρωπος ζει υπό το απόλυτο καθεστώς της αμαρτίας, όσο δηλαδή δεν μετανοεί και δεν αγωνίζεται να ζει κατά Θεόν, που θα πει ότι άγεται και φέρεται από τα πάθη του εγωισμού του – τη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία του – τόσο θα ζει αντιστοίχως και υπό το καθεστώς του φόβου. Κι ο φόβος αυτός περαιτέρω δημιουργεί κλίμα ανελευθερίας και κλίμα κόλασης στην ψυχή  του ανθρώπου, συνεπώς και στο συνδεδεμένο άρρηκτα με αυτήν σώμα.

Δεν θέλουμε να το ομολογούμε, αλλά είναι η αλήθεια: ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας – πόσο άραγε; - το περνάμε σε κατάσταση φόβου κι ίσως… πανικού. Διότι κάποιες φορές, λίγες ή πολλές, δεν βρισκόμαστε στη συχνότητα του Θεού, δεν βρισκόμαστε δηλαδή πάνω στις άγιες εντολές Του. Με αποτέλεσμα, κάθε που αμαρτάνουμε, άρα έχουμε διαγράψει τον φόβο του Θεού, να φοβόμαστε και τη… σκιά μας!

Ο Χριστός όμως ήλθε  να καταργήσει την αμαρτία και «ίνα λύση τα έργα του διαβόλου». Συνεπώς να διαγράψει και τον φόβο. Τον φόβο τον διαλυτικό που απορρυθμίζει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Μπορεί να υφίσταται ακόμη το φυσικό ιδίωμα της δειλίας ως απόηχος της αμαρτίας, όμως ο φόβος τελικώς καταργήθηκε. Και το ξέρουν και το βιώνουν αυτό οι συνεπείς πιστοί, οι άγιοι, γιατί ζουν την παρουσία του Χριστού με την τήρηση των αγίων Του εντολών, κυρίως δε της αγάπης. Όπου αγάπη, εκεί δεν υφίσταται πια φόβος, γιατί έχει ανατείλει η παρουσία της παντοδυναμίας Του. «Φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη, αλλ’ η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Και τι διαπιστώνουν οι άγιοι; Στη χαρισματική αυτή κατάσταση αναπτύσσεται ένα άλλο είδος φόβου: ο φόβος του Θεού· ο οποίος όμως όχι μόνο δεν διαλύει τον άνθρωπο, αλλά τον εξυψώνει σε υιό Εκείνου και τον κάνει να δρα ως άλλος… Θεός!

Η γενναιότητα και η ανδρεία είναι το χαρακτηριστικό των αγίων!

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΥΡΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ

«Οι άγιοι μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης ζούσαν επί Διοκλητιανού του βασιλιά. Ο μεν Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ο δε Ιωάννης από την Έδεσσα. Λόγω του επικρατούντος τότε λοιπόν διωγμού, ο οποίος κατέστρεφε τους χριστιανούς, ο Κύρος προχώρησε προς την Αραβία, σε έναν παραθαλάσσιο τόπο, έγινε μοναχός και κατοίκησε εκεί. Ο δε Ιωάννης που έφθασε στα Ιεροσόλυμα, άκουσε για τις θαυματουργίες του αγίου Κύρου (διότι θεράπευε κάθε νόσο και αρρώστια), πήγε στην Αλεξάνδρεια, και από εκεί, από ό,τι φημολογείτο για τον άγιο ως προς τον τόπο διαμονής του, έφθασε εκεί που έμενε και έζησε μαζί του. Όταν συνελήφθη κάποια γυναίκα, που λεγόταν Αθανασία, μαζί με τις τρεις θυγατέρες της, την Θεοδότη, την Θεοκτίστη και την Ευδοξία, για την πίστη τους στον Χριστό, και επρόκειτο να παρασταθούν στο δικαστικό βήμα, φοβήθηκαν οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης μήπως πάθουν κάτι που είναι φυσικό να συμβαίνει και μάλιστα στις γυναίκες, δηλαδή να  τρομάξουν από το μέγεθος των μαρτυρικών βασάνων, γι’ αυτό και πήγαν εκεί που τις κρατούσαν, τις έδιναν θάρρος και τις προετοίμαζαν για τα μαρτύρια. Επειδή συνελήφθησαν και αυτοί όμως και ομολόγησαν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ότι είναι αληθινός Θεός, υποβλήθηκαν σε πολλές τιμωρίες, οπότε στο τέλος τούς έκοψαν τα κεφάλια, μαζί με τις γυναίκες που αναφέραμε. Τελείται δε η σύναξή τους στο Μαρτύριό τους, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου».

Οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης ανήκουν στη μεγάλη χορεία των αναργύρων αγίων, όπως οι Κοσμάς και Δαμιανός, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλαιος και Τρύφων. Η υμνολογία τους μάλιστα τους χαρακτηρίζει και ως «εξάρχους των Αναργύρων», πλην των άλλων εγκωμιασμών τους. Είναι ευνόητο δε να επικεντρώνει σ’ ένα μεγάλο βαθμό στη θαυματουργία των αγίων και στη χάρη που πηγάζει από τα τίμια λείψανά τους, χάρη που ιάται «άπαντα ημών τα πάθη» και όλους «τους εν ποικίλαις νόσοις υπάρχοντας», είτε σωματικά είτε και ψυχικά, διότι ακριβώς «θείοι ιατροί υπάρχουσιν». Ιατροί λοιπόν των ψυχών και των σωμάτων και αυτοί οι ανάργυροι άγιοι. Ενώ όμως οι ύμνοι αναφέρονται στην θεραπευτική εκ Θεού χάρη των αγίων για τον όλο άνθρωπο, την ψυχή και το σώμα του, τονίζουν ιδιαιτέρως την ιατρεία που παρέχουν ως προς τα ψυχικά πάθη των ανθρώπων, καλύτερα: ο υμνογράφος στρέφει εκεί περισσότερο την προσοχή μας. «Συντρίψατε τις αμαρτωλές εκτροπές του νου μου που με τυραννούν, και γιατρέψτε τα πάθη της ψυχής μου»∙ «Ανέτειλε για εμάς σήμερα η δυάδα των μαρτύρων, που θεραπεύει τα ψυχικά τραύματά μας, ο Κύρος και ο Ιωάννης, οι θαυματουργοί».

Δεν πρόκειται ασφαλώς περί υποβάθμισης της σημασίας των σωματικών πόνων και ασθενειών: το σώμα μας είναι και αυτό δημιούργημα του Θεού, αξιότιμο και ισοστάσιο με την ψυχή μας, γι’ αυτό και ο Κύριος θεράπευε και τις σωματικές αρρώστιες των ανθρώπων. Ο άγιος υμνογράφος όμως θέλει να τονίσει την προτεραιότητα της ψυχής, διότι όταν πάσχει η ψυχή, το αντίκτυπο είναι αιώνιο, κάτι που δεν συμβαίνει με τις σωματικές αρρώστιες, οι οποίες μάλιστα πολλές φορές γίνονται μέσον αγιασμού των ανθρώπων με την υπομονή που μπορεί αυτοί να επιδείξουν. «Καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου» (θα καυχηθώ για τις ασθένειές μου) όπως λέει και ο απόστολος, διότι «όταν ασθενώ, τότε δυνατός ειμι», αφού ο ίδιος ο Κύριος βεβαιώνει: «η δύναμίς μου εν ασθενείαις τελειούται» (η δύναμή μου φθάνει στην τελείωσή της μέσα από τις αρρώστιες). Και βλέπουμε μάλιστα ότι ο υμνογράφος θεωρεί ως αρρώστια, ως «τυραννία» κυριολεκτικά της ψυχής, «τις εκτροπές του νοός». Γιατί άραγε; Διότι ο νους του ανθρώπου, ο ηγεμόνας της ψυχής, θα έπρεπε πάντοτε να είναι στραμμένος προς τον Θεό, με όλη την αγάπη και την έντασή του. Η εντολή του Θεού είναι σαφής: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος». Με το σκεπτικό βεβαίως ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού». Ό,τι πιο φυσιολογικό λοιπόν είναι να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο ο ηγεμόνας νους, ώστε και όλες οι άλλες δυνάμεις της ψυχής: τα συναισθήματα και οι επιθυμίες, να τον ακολουθούν, κάνοντας βεβαίως και το σώμα να βρίσκεται σε υπακοή προς την αγάπη του Θεού.  Λόγω της πτώσεως όμως στην αμαρτία και της επιρροής του αρχεκάκου εχθρού διαβόλου, ο νους γοητεύεται από τον κόσμο και τις προκλήσεις του μέσω των αισθήσεων του σώματος, οπότε από τη φυσιολογική πορεία του προς τον Θεό οδηγείται στην ανώμαλη πορεία του προς τον κόσμο, με αποτέλεσμα να τυραννείται από τις εκτροπές των παθών και ο άνθρωπος ψυχοσωματικά να διαστρέφεται.

 Η κατεξοχήν ιατρεία λοιπόν που παρέχουν οι άγιοι, εν προκειμένω οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης, είναι σε αυτό το επίπεδο˙ να βοηθήσουν με τη χάρη του Θεού ο νους μας να σταθεροποιηθεί στην κανονική του πορεία: την αγάπη προς τον Θεό, η οποία βεβαίως εκφράζεται ως αγάπη προς τον συνάνθρωπο.  Τη φυσιολογία αυτή την έζησαν πρώτα από όλα στον εαυτό τους οι άγιοι, γι’ αυτό και χαριτώθηκαν από τον Θεό να την δωρίζουν και σε εμάς, όπως άλλωστε έκαναν και με τις συναθλήσασες με αυτούς άγιες Αθανασία με τις κόρες της. «Εσένα, Σωτήρα Κύριε, η δυάδα των μαρτύρων πόθησε». «Καταγοητεύθηκαν από τον έρωτα της αγίας Τριάδος ο Κύρος και ο Ιωάννης, και αφού πήραν τεράστια δύναμη  από αυτήν οι μάρτυρες, με την πιο ανώτερη και καλύτερη ένωση που υπάρχει, αναδείχτηκαν όργανα του Θεού». Και από την άλλη: «Καθοδήγησαν τις παρθένους με τη μητέρα τους βεβαίως, ο Ιωάννης και ο Κύρος, με άφοβο φρόνημα, και τις έκαναν να είναι ανδρείες».

 Είναι γνωστό για την Εκκλησία μας: όσο ο άνθρωπος είναι στραμμένος προς τον Θεό και Αυτόν έχει ως προτεραιότητα της ζωής του, όσο δηλαδή βρίσκεται στη φυσιολογική του κατάσταση, τόσο και υπερβαίνει όλα τα προβλήματα της ζωής αυτής, ιδίως μάλιστα τα ψυχολογικά λεγόμενα, τα οποία ταλαιπωρούν πλήθος συνανθρώπων μας και τους κάνουν τη ζωή «κόλαση» που λέμε. Οι άγιοι ανάργυροι δίνουν σήμερα με τη μνήμη τους και την πρόκληση αυτή: να θυμηθούμε ότι η ιατρεία του ανθρώπου είναι πρώτιστα ιατρεία ψυχής, και μάλιστα ρύθμισης του νου.

30 Ιανουαρίου 2025

ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

 

Μήνυμα της Ιεράς Συνόδου προς τους μαθητές και τις μαθήτριες εν όψει της εορτής των Τριών Ιεραρχών

29 Ιανουαρίου 2025

Α­γα­πη­τά μας παι­δι­ά,

Η Ι­ε­ρά Σύ­νο­δος της Εκ­κλη­σί­ας μας ε­πι­κοι­νω­νεί σή­με­ρα μα­ζί σας γι­α να σας εκ­φρά­σει τις πλέ­ον εγ­κάρ­δι­ες ευ­χές Της με την ευ­και­ρί­α της ε­ορ­τής των Τρι­ών Ι­ε­ραρ­χών, οι ο­ποί­οι εί­ναι προ­στά­τες της Παι­δεί­ας και των Γραμ­μά­των.

Ι­ε­ράρ­χης, ό­πως γνω­ρί­ζε­τε, ση­μαί­νει Ε­πί­σκο­πος. Ε­πο­μέ­νως, οι Τρεις Ι­ε­ράρ­χες, Βα­σί­λει­ος ο Μέ­γας, Γρη­γό­ρι­ος ο Θε­ο­λό­γος και Ι­ω­άν­νης ο Χρυ­σό­στο­μος, ή­ταν Ε­πί­σκο­ποι της Εκ­κλη­σί­ας, δη­λα­δή Πα­τέ­ρες πνευ­μα­τι­κοί των πι­στών και Δι­δά­σκα­λοι της Εκ­κλη­σί­ας, φο­ρείς του χα­ρί­σμα­τος της Ι­ε­ρω­σύ­νης του Χρι­στού και συ­νε­χι­στές του έρ­γου Του.

Η Ι­ε­ρω­σύ­νη έ­χει δο­θεί στην Εκ­κλη­σί­α γι­α να τε­λούν­ται τα ά­γι­α Μυ­στή­ρι­α, το Βά­πτι­σμα, το Χρί­σμα, η Θεί­α Ευ­χα­ρι­στί­α κ.λπ., ώ­στε να α­γι­ά­ζον­ται οι πι­στοί και να ε­νώ­νον­ται με τον Χρι­στό και με­τα­ξύ τους. Γι’ αυ­τό οι Τρεις Ι­ε­ράρ­χες με ό­λη την δύ­να­μη της ψυ­χής τους καλ­λι­έρ­γη­σαν το πνεύ­μα της ε­νό­τη­τας τό­σο στον χώ­ρο της Εκ­κλη­σί­ας, ό­σο και γε­νι­κό­τε­ρα στο κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον ό­που έ­ζη­σαν. Θε­ω­ρού­με ό­τι δεν χρει­ά­ζε­ται καν να α­να­φέ­ρου­με ό­τι η ε­νό­τη­τα εί­ναι μί­α κα­τά­στα­ση, έ­νας τρό­πος ζω­ής, που χρει­ά­ζε­ται πο­λύ μό­χθο και κό­πο γι­α να ε­πι­τευ­χθεί και να δι­α­τη­ρη­θεί σε ι­κα­νο­ποι­η­τι­κό ε­πί­πε­δο.

Και τού­το συμ­βαί­νει γι­α­τί, δυ­στυ­χώς, δεν ε­πι­κρα­τεί πάν­το­τε στις σχέ­σεις μας με τους άλ­λους αν­θρώ­πους η δύ­να­μη της α­λη­θι­νής α­γά­πης, της ει­ρή­νης, της συ­ναλ­λη­λί­ας. Αν­τι­θέ­τως, ό­χι σπά­νι­α, κυ­ρι­αρ­χεί η ι­δι­ο­τέ­λει­α, δη­λα­δή η πέ­ραν του δέ­ον­τος προ­σή­λω­ση του αν­θρώ­που στο α­το­μι­κό του συμ­φέ­ρον, η φι­λαυ­τί­α, η αλ­λοί­ω­ση της α­γά­πης και έτ­σι δι­α­σπά­ται η ε­νό­τη­τα και ε­πέρ­χε­ται ο δι­χα­σμός, η δι­αί­ρε­ση, η σχά­ση. Γι’ αυ­τό η Εκ­κλη­σί­α δεν παύ­ει να προ­βάλ­λει με κά­θε τρό­πο τις φω­τει­νές Μορ­φές των Τρι­ών Ιε­ραρ­χών· κα­θό­τι, οι Πα­τέ­ρες αυ­τοί έ­ζη­σαν ό­σο πι­ο έν­το­να γί­νε­ται την Α­λή­θει­α και την Ζω­ή του Ευ­αγ­γε­λί­ου του Χρι­στού. Τοι­ου­το­τρό­πως, α­να­δει­κνύ­ον­ται πρό­τυ­πα και γι­α την δι­κή μας πο­ρεί­α σε αυ­τόν τον κό­σμο· πρό­τυ­πα ζω­ής, α­γω­νι­στι­κό­τη­τας, θάρ­ρους, προ­ση­λώ­σε­ως στις αρ­χές, τις α­ξί­ες, τα ι­δα­νι­κά με τα ο­ποί­α εί­χαν δι­α­μορ­φώ­σει την προ­σω­πι­κό­τη­τά τους και εί­χαν νο­η­μα­το­δο­τή­σει την ζω­ή τους.

Ε­πί πα­ρα­δείγ­μα­τι, ο Μέ­γας Βα­σί­λει­ος και ο Γρη­γό­ρι­ος ο Θε­ο­λό­γος α­γω­νί­σθη­καν να δι­α­φυ­λά­ξουν την ε­νό­τη­τα της Εκ­κλη­σί­ας, δι­ό­τι κα­τά τον 4ο αι­ώ­να, ο­πό­τε έ­ζη­σαν, κιν­δύ­νευ­σε σε με­γά­λο βαθ­μό η α­κε­ραι­ό­τη­τα, η αυ­θεν­τι­κό­τη­τα της πί­στε­ως από μί­α φο­βε­ρή αί­ρε­ση που ο­νο­μά­σθη­κε «Α­ρει­α­νι­σμός» και αρ­νι­ό­ταν την θε­ό­τη­τα του Χρι­στού. Ό­μως, οι Α­πό­στο­λοι, οι Πα­τέ­ρες, οι Μάρ­τυ­ρες έ­δω­σαν και την ί­δι­α τους την ζω­ή, προ­κει­μέ­νου να δι­α­κη­ρύ­ξουν ό­τι ο Ι­η­σούς Χρι­στός εί­ναι ο Α­λη­θι­νός Θε­ός, μα­ζί με τον Πα­τέ­ρα και το Ά­γι­ο Πνεύ­μα, και έτ­σι κά­θε έ­νας που πι­στεύ­ει ορ­θά σε Αυ­τόν γί­νε­ται υι­ός του Θε­ού, σύμ­φω­να με την δω­ρε­ά του Θε­ού.

Έ­πει­τα, οι Τρεις Ι­ε­ράρ­χες μό­χθη­σαν με ό­λες τους τις δυ­νά­μεις γι­α να βο­η­θή­σουν τους αν­θρώ­πους να εν­νο­ή­σουν ό­τι χω­ρίς την α­λη­θι­νή α­γά­πη κα­τα­στρέ­φε­ται εύ­κο­λα η ε­νό­τη­τα με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων. Γι’ αυ­τό οι ί­δι­οι έ­γι­ναν έμ­ψυ­χες ει­κό­νες αγά­πης και μά­λι­στα υ­πέ­στη­σαν πολ­λές θλί­ψεις και κα­κου­χί­ες ε­ξαι­τί­ας της προ­ση­λώ­σε­ώς τους σε έρ­γα α­λη­θι­νής α­γά­πης. Λό­γου χά­ριν, α­να­φέ­ρε­ται ό­τι έ­νας α­πό τους λό­γους γι­α τους ο­ποί­ους ε­ξο­ρί­σθη­κε στα βά­θη της Α­σί­ας α­πό την τό­τε πο­λι­τι­κή εξου­σί­α ο Ά­γι­ος Ι­ω­άν­νης ο Χρυ­σό­στο­μος ή­ταν ό­τι ί­δρυ­σε λε­προ­κο­μεί­α κον­τά σε ε­κτά­σεις πλου­σί­ων γαι­ο­κτη­μό­νων, οι ο­ποί­οι ζη­μι­ώ­θη­καν οι­κο­νο­μι­κά. Βλέ­πε­τε, σε κά­θε ε­πο­χή, η ε­νό­τη­τα, η α­γά­πη, η φι­λί­α α­πει­λούν­ται α­πό τα οι­κο­νο­μι­κά συμ­φέ­ρον­τα, α­πό τον ε­γω­ι­σμό, α­πό τους πο­λέ­μους και τις δι­α­μά­χες.

Ό­μως, οι άν­θρω­ποι λη­σμο­νούν ό­τι δι­α­σπών­τας την ε­νό­τη­τα, κα­ταρ­γών­τας την ει­ρή­νη και την α­γά­πη, βλά­πτουν α­νε­πα­νόρ­θω­τα τον ί­δι­ο τον ε­αυ­τό τους. Γι­α­τί κα­νείς δεν μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει μό­νος του. Υ­πάρ­χου­με σε σχέ­ση και α­να­φο­ρά με τον Θε­ό και τον συ­νάν­θρω­πο. Και γι’ αυ­τό η ζω­ή μας έ­χει μο­να­δι­κή α­ξί­α, νό­η­μα και πε­ρι­ε­χό­με­νο. Το δώ­ρο της ζω­ής μάς δό­θη­κε γι­α να μά­θου­με ό­τι χω­ρίς τον α­γώ­να γι­α συ­νύ­παρ­ξη, αυ­το­κα­ταρ­γεί­ται η ύ­παρ­ξη· χω­ρίς την ε­νό­τη­τα ε­πέρ­χε­ται ο μα­ρα­σμός και ο ξε­πε­σμός του αν­θρώ­που.

Α­γα­πη­τά μας παι­δι­ά,

Σε μί­α ε­πο­χή σαν την δι­κή μας, στην ο­ποί­α με θλί­ψη βλέ­που­με τις τρα­γι­κές συ­νέ­πει­ες της α­πο­μα­κρύν­σε­ως του αν­θρώ­που α­πό την πί­στη, την Εκ­κλη­σί­α και τον Θε­ό· σε μί­α ε­πο­χή στην ο­ποί­α οι άν­θρω­ποι θέ­τουν το Ευ­αγ­γέ­λι­ο της ει­ρή­νης, της ε­νό­τη­τας, της α­γά­πης στο πε­ρι­θώ­ρι­ο της ζω­ής τους, γι­α­τί α­γνο­ούν την ευ­ερ­γε­τι­κή του ε­πί­δρα­ση και δύ­να­μη στην δι­α­μόρ­φω­ση της αν­θρώ­πι­νης συ­νει­δή­σε­ως, ε­μείς ας πα­ρα­μεί­νου­με ε­νω­μέ­νοι με τον Χρι­στό και με­τα­ξύ μας, ό­πως οι Τρεις Ι­ε­ράρ­χες. Ας δι­α­τη­ρή­σου­με ζων­τα­νή την φλό­γα της πί­στε­ως και ας την με­τα­δί­δου­με και στους άλ­λους με τα έρ­γα και τον λό­γο μας· με την ζω­ή και το ή­θος μας· με την α­γά­πη και την ε­νό­τη­τά μας. Αυ­τό δεν έ­πρα­ξαν και οι Τρεις Ι­ε­ράρ­χες; Υ­πήρ­ξαν κά­πο­τε και αυ­τοί παι­δι­ά. Αν­τι­με­τώ­πι­σαν τις δυ­σκο­λί­ες κά­θε πε­ρι­ό­δου της αν­θρώ­πι­νης ζω­ής. Τα­λαι­πω­ρή­θη­καν α­φάν­τα­στα α­πό αυ­τό που ονο­μά­ζου­με «κα­τε­στη­μέ­νο». Ό­μως στά­θη­καν όρ­θι­οι, ε­νω­μέ­νοι, δυ­να­τοί· κα­θό­τι η ζω­ή τους στη­ρι­ζό­ταν στην Πέ­τρα, στον Βρά­χο της πί­στε­ως, που ο­νο­μά­ζε­ται Ι­η­σούς Χρι­στός.

Σας ευ­χό­μα­στε στον Χρι­στό να θε­με­λι­ώ­νε­ται και η δι­κή σας ζω­ή. Να έ­χε­τε α­γά­πη, ε­πι­θυ­μί­α γι­α ε­νό­τη­τα και συ­ναλ­λη­λί­α· γι­α να κυ­ρι­αρ­χή­σει κά­πο­τε στον κό­σμο μας η πο­λυ­πό­θη­τη ει­ρή­νη, η κα­ταλ­λα­γή, η συμ­φι­λί­ω­ση.

Σας ευ­χό­μα­στε ε­πί­σης, να προ­ο­δεύ­σε­τε στις σπου­δές σας και, εν γέ­νει, στην ζω­ή σας και να γί­νε­τε φά­ροι φω­τει­νοί, άν­θρω­ποι α­λη­θι­νοί, ό­πως έ­λε­γε και ο αρ­χαί­ος ποι­η­τής Μέ­ναν­δρος· «Ὡς χαρίεν ἐστ΄ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ!» (Πό­σο χα­ρι­τω­μέ­νος, πό­σο ό­μορ­φος εί­ναι ο άν­θρω­πος, ό­ταν εί­ναι άν­θρω­πος!­). Και ας μη λη­σμο­νού­με ό­τι πραγ­μα­τι­κά ά­δει­ος εί­ναι ο άν­θρω­πος ε­κεί­νος, που εί­ναι γε­μά­τος μό­νον α­πό τον ί­δι­ο τον ε­αυ­τό του.

Εκ της Ιε­ράς Συνόδου

της Εκκλησίας της Ελλάδος

ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

«Η αιτία της σημερινής εορτής είναι αυτή: Επί της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού, ο οποίος πήρε τα σκήπτρα της βασιλείας μετά τον Βοτανειάτη, υπήρξε διαφωνία στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των λογίων και εναρέτων ανδρών:  Άλλοι εκθείαζαν τον μέγα Βασίλειο, λέγοντας ότι είναι μεγαλοπρεπής στον λόγο, αφού ερεύνησε με αυτόν  τη φύση των όντων και συναγωνιζόταν ως προς τις αρετές σχεδόν και τους αγγέλους, κι επίσης ότι δεν συγχωρούσε τις αμαρτίες των ανθρώπων με πρόχειρο τρόπο, κι ήταν σπουδαίος στο ήθος του, χωρίς να έχει κάτι το γήινο, από την άλλη δε υποβίβαζαν τον θείο Χρυσόστομο, διότι τάχα ήταν αντίθετος προς τον Βασίλειο λόγω της προχειρότητάς του να συγχωρεί εύκολα και να γίνεται ευχάριστος στους ανθρώπους. Άλλοι πάλι υπερύψωναν τον θεϊκό Χρυσόστομο και έλεγαν ότι προηγείται του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου του Θεολόγου, διότι στεκόταν πιο κοντά στον άνθρωπο με τις διδασκαλίες του, καθοδηγώντας και προσκαλώντας όλους με την πιο απλή γλώσσα του στη μετάνοια, όπως και με το πλήθος των γλυκών σαν μέλι λόγων του και την ερμηνευτική του δεινότητα. Άλλοι τέλος έπαιρναν το μέρος του Θεολόγου Γρηγορίου, λόγω της κομψότητας και της φροντισμένης φράσης του, της διεισδυτικότητας των λόγων του και της ζωντάνιας των λέξεων, ο οποίος υπερέβαινε όλους τους φημισμένους για την ελληνική παιδεία τους, αλλά και τους δικούς μας της Εκκλησίας, και έδιναν σ’ αυτόν την ψήφο της νίκης και βεβαίως τον έθεταν υπεράνω των άλλων. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να διαιρεθούν τα πλήθη και άλλοι να ονομάζονται Ιωαννίτες, άλλοι Βασιλείτες και οι υπόλοιποι Γρηγορίτες.

Επειδή λοιπόν διαφωνούσαν έντονα και ήταν χωρισμένοι οι λόγιοι, λίγα χρόνια αργότερα φανερώνονται σε όραμα οι μέγιστοι αυτοί Πατέρες, ο καθένας χωριστά κι έπειτα όλοι μαζί, όχι σε όνειρο αλλά όταν ήταν ξύπνιος,  στον Επίσκοπο Ιωάννη τον μεγάλο, τον δάσκαλο των ιερών γραμμάτων της πόλεως των Ευχαΐτων, άνδρα λόγιο μεν κατά τα άλλα, με παιδεία ελληνική όχι ευκαταφρόνητη (όπως δείχνουν τα κείμενά του), ενάρετο δε σε μέγιστο βαθμό. Και με μια γλώσσα λένε προς αυτόν: Εμείς είμαστε ένα, όπως βλέπεις, ενώπιον του Θεού, και δεν υπάρχει τίποτε ενάντιο και εχθρικό μεταξύ μας, αλλά ο καθένας μας στον δικό του καιρό, με φωτισμό του θείου Πνεύματος, συγγράψαμε τις διδασκαλίες που οδηγούν στη σωτηρία των ανθρώπων, και τους δώσαμε όσα είχαμε μυηθεί από τον Θεό. Πρώτος μεταξύ μας δεν υπάρχει, γι’ αυτό βεβαίως και ούτε δεύτερος. Αλλά αν θα πεις για τον ένα, είναι σαν να λες και για τους άλλους. Γι’ αυτό σήκω και διάταξε αυτούς που μαλώνουν να μη χωρίζονται εξ αιτίας μας. Διότι η έγνοια και η φροντίδα μας, και όσο ζούσαμε και τώρα στη μετάστασή μας στους ουρανούς, ήταν και είναι  να ειρηνεύουν οι πάντες και να είναι μονοιασμένοι μεταξύ τους. Κι ακόμη: σε μία ημέρα βάλε τη μνήμη μας και, όπως εσύ ξέρεις, φτιάξε τα σχετικά με την εορτή μας και κάνε το τούτο παράδοση για τους μεταγενεστέρους, διότι εμείς είμαστε ένα στον Θεό. Οπωσδήποτε δε και εμείς θα βοηθήσουμε στη σωτηρία αυτών  που θα εκτελούν τη μνήμη μας, αφού νομίζουμε ότι έχουμε κάποια δύναμη μπροστά στον Θεό. Αυτά είπαν και φάνηκαν πάλι να ανεβαίνουν προς τον ουρανό, μέσα σε άπειρο φως λάμψης, προσφωνώντας ο ένας τον άλλον με τα ονόματά τους.

Ο δε θεϊκός εκείνος άνδρας σηκώθηκε, ο Ιωάννης Ευχαΐτων δηλαδή, και έκανε όπως τον προέτρεψαν οι άγιοι: και το πλήθος και τους διαφωνούντες ησύχασε (διότι ο άνδρας θεωρείτο φημισμένος για την αρετή του), και την εορτή αυτή παρέδωσε στην Εκκλησία, ώστε να την εορτάζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Και πρόσεξε το φρόνημα του άνδρα: Επειδή βρήκε τον μήνα Ιανουάριο να έχει και τους τρεις αυτούς, δηλαδή κατά την πρώτη του μηνός, τον μέγα Βασίλειο, κατά την εικοστή Πέμπτη, τον θείο Γρηγόριο, και κατά την εικοστή έβδομη, τον θείο Χρυσόστομο, τους μάζεψε πάλι κατά την τριακοστή, στέφοντάς τους με κανόνες και τροπάρια και εγκώμια, όπως τους αρμόζει. Κι όλα αυτά -  που έγιναν, όπως νομίζω, και με τη σύμφωνη γνώμη τους - δεν υπολείπονται διόλου από τίποτε που  είναι άξιο επαίνου, ώστε να ξεπερνούν και όλα όσα από εκείνον και έγιναν και θα γίνουν».

Ο άγιος Ιωάννης ο Ευχαῒτων είναι όχι μόνον αυτός που δέχτηκε την κατά χάρη Θεού εμφάνιση των αγίων τριών Ιεραρχών, ώστε να επιλυθεί η διαφωνία των λογίων της Κωνσταντινουπόλεως περί του ποιος είναι ο μεγαλύτερος από τους τρεις, αλλά και αυτός που εμπνεύστηκε να γράψει «κανόνες και τροπάρια και εγκώμια» κατά το συναξάρι. Και πράγματι, η σημερινή υμνολογία αποτελεί εν πρώτοις έναν εγκωμιασμό από τον άγιο Ευχαΐτων του πνευματικού ύψους και των τριών Ιεραρχών, οι οποίοι υπήρξαν μεταξύ άλλων «άλλοι άγγελοι μετά σαρκός», «κατά μέθεξιν θεοί, διότι είχαν μέσα τους ζωντανό και λαλούντα τον από τη φύση Του μόνο αληθινό Θεό», «οι διορθωτές των ηθών και οι φροντιστές των ψυχών, οι κοινοί σωτήρες όλων, αυτοί που έδειξαν σε εμάς τα παραδείγματα των πράξεων και των λόγων, οι εκπαιδευτές του βίου μας, όπως και «οι μεγάλοι φωστήρες, οι αρραγείς πύργοι της Εκκλησίας», «οι λαβόντες σοφίαν παρά Θεού, ως άλλοι τρεις απόστολοι του Χριστού». Δεν υπάρχει εγκώμιο που δεν χρησιμοποιεί ο άγιος υμνογράφος, για να αποδώσει πρώτον, αυτό που οραματικά και θεοπτικά έζησε: την παρουσία των αγίων στη ζωή του, δεύτερον, την τεράστια θεολογική συμβολή τους στη ζωή της Εκκλησίας.

Κι ως προς το πρώτο. Η υπέρ φύσιν εμπειρία του να δει οραματικά τους αγίους προβάλλεται δεόντως από τον άγιο. Προκειμένου μάλιστα να προβάλει την ισότητά τους, όπως ήταν και ο κύριος σκοπός του οράματος, χρησιμοποιεί φράσεις που αναφέρονται στη συζυγία του άνδρα με τη γυναίκα. «Ους ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω», λέει ο λόγος του Θεού, «αυτούς που ο Θεός συνένωσε σε ομότιμη ένωση, άνθρωπος εγκωμιαστής ας μη τους χωρίζει», λέει ο υμνογράφος. Για να συνεχίσει: «θεωρώντας τους ίσους στα χαρίσματά τους,  ας τους καθιστά με τους ύμνους του άξιους και ίσων ύμνων».   Μπορεί να φαίνεται υπερβολική η σύγκριση, αλλά ο υμνογράφος στηρίζεται στην προσωπική του εμπειρία και κάνει υπακοή: εξαγγέλλει ό,τι οι άγιοι, συνεπώς και ο Κύριος, του είπαν. Και προχωρεί και σε άλλη εικόνα για να αποδώσει και πάλι την ίδια αλήθεια: «Από τον Ουρανό δύο μεγάλα λυχνάρια φωτίζουν όλον τον κόσμο με διαδοχή του ενός προς το άλλο: ο ήλιος και η σελήνη. Από τη γη με πολύ φανερό τρόπο φωτίζουν όλη την οικουμένη τρεις ίδιοι υπερμεγέθεις ήλιοι, που λάμπουν μαζί: ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος».

Και ως προς το δεύτερο: η τεράστια θεολογική συμβολή τους στην Εκκλησία. Ο υμνογράφος βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τον αγώνα των αγίων υπέρ της αληθούς πίστεως: τη διακράτηση της αλήθειας για την αγία Τριάδα. Και οι τρεις αγωνίστηκαν να φανερώσουν ανόθευτη την αποκάλυψη του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων περί του Θεού. Για παράδειγμα: «Διδαχθήκαμε να θεολογούμε την Μοναδική Τριάδα και παραλάβαμε να υμνούμε την Τριαδική Μονάδα. Μάθαμε να προσκυνούμε από τους Πατέρες μία τρισυπόστατη Φύση». «Ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν από την αρχή συνάναρχος με τον Πατέρα. Συνυπήρχε το άγιον Πνεύμα με τον Λόγο του Θεού, αλλά προερχόμενο από τον Γεννήτορα Πατέρα. Απλή, ομοούσια, συμφυής Θεότητα, όπως κηρύσσουν οι θείοι Κήρυκες, οι τρεις Ιεράρχες».

Ο άγιος υμνογράφος όμως εν προκειμένω προβαίνει σε μία σημαντική επισήμανση: Βεβαίως οι άγιοι Πατέρες αυτοί εξήγγελλαν  ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε και οι Απόστολοι κήρυσσαν, αλλά με τη σοφία που τους δόθηκε από τον Θεό και τη βοήθεια βεβαίως των ανθρωπίνων γνώσεών τους, αυτό που οι απόστολοι κήρυσσαν με απλό τρόπο, εκείνοι το στερέωσαν και το περιχαράκωσαν, ώστε να είναι απρόσβλητο από τις φιλοσοφικές ενστάσεις της εποχή τους. Με άλλα λόγια την αλήθεια που αποκαλύφθηκε εν Χριστώ, οι άγιοι Πατέρες προσπάθησαν να  την διατυπώσουν με τέτοιον ισχυρό ανθρώπινο λόγο, ώστε να μην μπορούν οι διάφοροι αιρετικοί να την αλλοιώσουν με τα φληναφήματά τους – κάτι που έγινε δεκτό από την Εκκλησία μας, διά του στόματός της, της Οικουμενικής Συνόδου, και της συνειδήσεως της Εκκλησίας, του φρονήματος των πιστών.  Κι είναι αυτοί συνεπώς που προέβησαν στη σύνθεση αυτού που λέμε «ελληνορθοδοξία». Ελληνορθοδοξία δηλαδή είναι η αποκαλυμμένη από τον Χριστό πίστη, δοσμένη όμως με κατηγορίες ελληνικές και με όρους φιλοσοφικούς. Περιεχόμενο ο χριστιανισμός, ένδυμα ο ελληνισμός. Κι αυτό το έκαναν, διότι αυτή τότε ήταν η πρόκληση της εποχής: να δοθεί η πίστη μέσω του ελληνισμού. Δεν ήταν σκοπός τους η διάσωση του ελληνισμού. Αυτό που τους ενδιέφερε ήταν η προβολή της αληθινής πίστεως, της ίδιας της αλήθειας, δηλαδή ο Χριστός. Στην εποχή τους όμως το ένδυμα για να διατυπωθεί αυτή η αλήθεια ήταν ο ελληνισμός. Κι από την άποψη αυτή ο ελληνισμός αναβαπτίστηκε και εσαεί παραμένει λαμπρυσμένος, λόγω ακριβώς της σύνδεσής του με τη χριστιανική πίστη. Σ’ ένα από τα καθίσματα του όρθρου λοιπόν λέει ο υμνογράφος: «Λάβατε τη σοφία από τον Θεό, σαν άλλοι τρεις Απόστολοι του Χριστού, και με τον λόγο της γνώσεως στερεώνετε τα δόγματα με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος, τα οποία προηγουμένως με απλά λόγια αλλά και με γνώση έδωσαν οι αλιείς απόστολοι του Χριστού. Διότι έπρεπε και με αυτόν τον τρόπο ο απλός σεβασμός μας να γίνει στέρεος και να αποκτήσει σύσταση, μέσα από σας, πανσεβάσμιοι Πατέρες».

29 Ιανουαρίου 2025

«ΣΩΜΑ ΜΟΥ, ΠΛΑΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΠΗΛΟ…»

«Μην εμπιστευθείς στη ζωή σου το πήλινο σώμα, και μη ξεθαρρέψεις μαζί του, μέχρις ότου συναντήσεις τον Χριστό» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. ιε΄ 13).

Μην τυχόν σκεφτείς ότι ο όσιος έχει κάτι κατά του… σώματος – αυτό συνιστά αιρετικό δυαλισμό και φιλοσοφική πνευματοκρατία! Ο όσιος απλώς έχει πλήρη γνώση του τι είναι ο άνθρωπος, μετά την πτώση στην αμαρτία: ο «βραχύ τι παρ’ αγγέλους ηλαττωμένος» που ακριβώς ξέπεσε· ο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργημένος, ως ενιαία ψυχοσωματική οντότητα, που η αμαρτία όμως ζόφωσε το κατ’ εικόνα, τον έχασε να χάσει την προοπτική του καθ’ ομοίωσιν και διέσπασε την ενότητα της ύπαρξής του. Ο άνθρωπος της πτώσης: μία ταλαίπωρη ύπαρξη. «Ποιος θα με σώσει από το σώμα του θανάτου αυτού»;

Κι ο Χριστός βεβαίως ήλθε και μας αποκατέστησε. Μας ενέταξε στον εαυτό Του και μας έδωσε τη δυνατότητα να ζήσουμε όχι μόνο και πάλι το αρχικό μεγαλείο, αλλά πολύ περισσότερο: να είμαστε πια στον κόσμο μία δική Του προέκταση - Εκείνος μέσω ημών! «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα»! Τα ξέρει αυτά ο άγιος, γι’ αυτό και στέκεται με μεγάλο δέος και σεβασμό μπροστά στο μυστήριο του ανθρώπου: μιλάει διαρκώς για τον ηγεμόνα νου που βρήκε και πάλι τη θέση του εν Χριστώ, μιλάει για το σώμα που μπορεί να γίνει δοχείο του αγίου Πνεύματος. Η μυροβολία και η αφθαρσία των λειψάνων αποτελούν στοιχεία γι’ αυτόν που επιβεβαιώνουν την παραπάνω αλήθεια.

Ξέρει όμως καλά και το μυστήριο της ανομίας που ενεργείται στον κόσμο και μετά Χριστόν. Ξέρει δηλαδή ότι ναι μεν σωθήκαμε, αλλά ακόμη, στον κόσμο τούτο, εξακολουθούμε και παλεύουμε για τη σωτηρία μας: ο απόηχος της πτώσης δεν μας έχει αφήσει. Ο ήχος της αμαρτίας ακούγεται στον καθένα, αλλά στον βαθμό που ο ίδιος πια επιτρέπει το άκουσμά του. Κι αυτή είναι η δεύτερη και συνεχιζόμενη τραγωδία του ανθρώπου μετά την πρώτη της πτώσης: να έχει σωθεί, να έχει γκρεμιστεί η φυλακή, κι αυτός να στρέφεται και πάλι στην ανύπαρκτη κατ’ ουσίαν φυλακή του! Κι εδώ αναλαμβάνει και τον ρόλο του ο Πονηρός, τον οποίο ο Χριστός ενώ κατήργησε, τον άφησε – ελεγχόμενο εννοείται – να μας πειράζει. Και μάλιστα: να επικάθηται πολλές φορές στο σώμα του ανθρώπου, όπως και στα μέλη της ψυχής του ασφαλώς, και να του υποβάλλει λογισμούς ανταρσίας απέναντι στον Θεό, να τον σπρώχνει διαρκώς προς την απώλεια. Κι είναι η απορία του οσίου: «Ποιο είναι το μυστήριο που με περιβάλλει; Πώς εξηγείται η μείξη που παρατηρείται σ’ εμένα; Πώς στον εαυτό μου είμαι και φίλος και εχθρός;» «Σύζυγος το σώμα με την ψυχή, η ίδια η φύση του ανθρώπου» (83).

Λοιπόν, πώς μπορείς να εμπιστευτείς το πήλινο σώμα σου; Πώς να ξεθαρρέψεις απέναντί του; Λειτουργούν ακόμη τα πάθη, παραμονεύει χωρίς σταματημό ο Πονηρός… Γι’ αυτό και η εγκράτεια είναι κεντρική αρετή στον πιστό. Γι’ αυτό και «ο υποπιασμός και η δουλαγώγησις» του σώματος θεωρούνται δεδομένα στοιχεία της πνευματικής ζωής – φέρνουν μαζί με την ταπείνωση την παρουσία της χάρης του Θεού, που μόνη αυτή τελικώς γαληνεύει τον άνθρωπο.  Θυμήσου και πάλι τον λόγο του αγίου Γέροντα Επιφανίου: «το θέμα σαρξ, τελειώνει με το θέμα πλαξ». Μέχρι να συναντήσεις τον Χριστό, πρόσωπο με πρόσωπο, να 'σαι σ’ επιφυλακή!

Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΑΝΔΡΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ

«Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν διάδοχος των αγίων Αποστόλων και  χρημάτισε επίσκοπος Αντιοχείας. Μαζί με τον άγιο Πολύκαρπο, τον Πρόεδρο της Εκκλησίας των Σμυρναίων, υπήρξε μαθητής του ευαγγελιστή Ιωάννου του Θεολόγου. Οδηγήθηκε λοιπόν ενώπιον του βασιλιά Τραϊανού κι αφού υπέστη όλα τα είδη των βασανιστηρίων, δεν κάμφθηκε, γι’ αυτό και εστάλη στη Ρώμη, προκειμένου να ριχτεί στα θηρία. Όταν έγινε αυτό, κάποιοι άνδρες Χριστιανοί μάζεψαν και έφεραν τα άγια λείψανά του από τη Ρώμη στην Αντιόχεια και τα δώρισαν στους αδελφούς Αντιοχείς που τα ήθελαν με μεγάλο πόθο. Αυτοί λοιπόν τα έβαλαν κάτω από τη γη  με κάθε τιμή και σεβασμό. Χάριν τούτου η Εκκλησία πανηγυρίζει εορτή χαρμόσυνη».

Τον άγιο Ιγνάτιο τον θεοφόρο τον εορτάζει η Εκκλησία μας κατεξοχήν την ημέρα του μαρτυρίου του, την 20ή Δεκεμβρίου. Και γίνεται αφορμή η εορτή να τονίζονται αφενός το θεολογικό ύψος των επιστολών που μας άφησε – σημαντική συμβολή πράγματι στην υπέρβαση εκκλησιαστικών διαστρεβλώσεων – αφετέρου ο βαθύς έρωτας και η αγάπη του προς τον Κύριο Ιησού Χριστό.  Κι είναι αυτή η αγάπη του που και σήμερα προβάλλουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας εξ αφορμής της ανακομιδής των τιμίων λειψάνων του. Δεν είναι άλλωστε δυνατόν να μιλάει κανείς, με οποιαδήποτε αφορμή,  για τον άγιο Ιγνάτιο και να μη συγκινείται με το καμίνι της καρδιάς του -  τον έρωτα που έτρεφε για τον Χριστό μέσα στο στήθος του! Όπως το λέει ο άγιος υμνογράφος: «Θεοφόρε Ιγνάτιε, είχες στο στήθος σου τον έρωτά σου, τον Χριστό» (δοξ. εσπ.). Κι αλλού: «Αξιομακάριστε Ιγνάτιε! Εσύ λοιπόν έχοντας σταθερή την έφεσή σου προς τον αληθινό εραστή σου έλεγες: Δεν υπάρχει μέσα μου φλόγα που να με σπρώχνει στα υλικά, αλλά μάλλον ζωντανό νερό που μιλάει μέσα μου και μου λέει: Πήγαινε στον Πατέρα» (δοξ. εσπ). Και από τον κανόνα του όρθρου: Αγάπησες την ωραιότητα του Δεσπότου Χριστού και Αυτόν ανυποχώρητα επιθυμούσες»∙ «Ο θειότατος έρωτας, μακάριε, κυριάρχησε στην ψυχή σου».

Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος σχετίζει την αγάπη του αγίου προς τον Χριστό με το ίδιο το μαρτύριό του. Θεωρεί ότι η επιθυμία του για το μαρτύριο ήταν ο μισθός που έλαβε από τον Θεό λόγω ακριβώς της αγάπης του αυτής και της διακονίας του στην Εκκλησία να ιερουργεί το ευαγγέλιο Εκείνου. «Έβαλες στο στήθος σου τον έρωτά σου, τον Χριστό, και πήρες σαν μισθό της ιερουργίας του Ευαγγελίου Του το να φτάσεις στην τελείωση με το μαρτύριο του αίματος». Με άλλα λόγια το μαρτύριο – ό,τι χειρότερο για έναν άνθρωπο που κινείται με κοσμικά και όχι χριστιανικά κριτήρια – είναι η χάρη που δίνει ο Θεός για να ανέβει στην τελείωσή του ο άνθρωπος, όπως το διατυπώνει μάλιστα και ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν», δηλαδή, δόθηκε σε εμάς ως χάρη όχι μόνον να πιστεύουμε στον Χριστό, αλλά και να πάσχουμε γι’ Αυτόν. Κι αυτό συμβαίνει, διότι το μαρτύριο στη ζωή αυτή – κι όχι μόνον του αίματος, αλλά και οι διάφορες θλίψεις και δοκιμασίες που με πίστη αντιμετωπίζονται από τον χριστιανό -αποτελεί συμμετοχή στο μαρτύριο του πρώτου Μάρτυρα, του ίδιου του Κυρίου: Σταυρός η ζωή Εκείνου, σταυρός και η ζωή του Χριστιανού, εφόσον «επακολουθεί τοις ίχνεσιν Αυτού». Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι «μιμητήν του πάθους του Χριστού» τον χαρακτηρίζει η Εκκλησία μας.

Δεν μπορούμε να μη μνημονεύσουμε και έναν παραλληλισμό που κάνει ο άγιος Θεοφάνης για τον ιερομάρτυρα του Χριστού. Τον παραλληλίζει, στον οίκο του κοντακίου, με τον προφήτη Ιερεμία, τον οποίο ο Θεός αγίασε εκ μήτρας, προκειμένου να αναγγείλει τον ερχομό Του στον κόσμο. Κι όταν ήλθε στον κόσμο βρήκε το βρέφος Ιγνάτιο άξιο της χάρης Του – και μάλλον εννοεί ο υμνογράφος αυτό που διασώζει η παράδοση της Εκκλησίας, ότι δηλαδή το νήπιο που κράτησε ο Κύριος στην αγκαλιά Του και είπε ότι σαν κι αυτό πρέπει να γίνουν οι άνθρωποι για να εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού, ήταν ο άγιος Ιγνάτιος – προκειμένου να γίνει αργότερα ο κήρυκας του Ευαγγελίου Του. «Ο Θεός που αγίασε από την κοιλιά της μάνας του τον προφήτη Ιερεμία, και πριν ακόμη γεννηθεί σαν προγνώστης που είναι γνώριζε ότι αυτός θα είναι δοχείο του αγίου Πνεύματος, τον γεμίζει αμέσως με το Πνεύμα αυτό ήδη από νεαρή ηλικία, και τον στέλνει προφήτη και κήρυκά Του σε όλους, για να προαναγγείλει την αγία στη γη παρουσία Του. Όταν γεννήθηκε λοιπόν ο ίδιος ο Θεός από την Παρθένο Μαρία και ήλθε στο κήρυγμα, βρήκε από τη βρεφική ηλικία άξιο κήρυκα της χάρης Του τον θεοφόρο και θείο Ιγνάτιο» Κι αλλού εμφανέστερα: «Έλκυσες το φως από την πηγή του φωτός, Ιγνάτιε. Διότι ο Χριστός αφού σε κράτησε στα άχραντα χέρια Του σε άγιασε» (ε΄ωδή). 

Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι στα πρόσωπα τέτοιων αγίων σαν τον άγιο Ιγνάτιο βλέπουμε τη συνέχεια των μεγάλων αναστημάτων της Παλαιάς Διαθήκης, των Πατριαρχών και των Προφητών. Ό,τι διαβάζουμε στην Παλαιά Διαθήκη γι’ αυτούς, για την πνευματοφορία και τη χάρη τους, το έχουμε άμεσα μπροστά μας με τους αγίους μας, ίσως δε και περισσότερο, αφού οι άγιοί μας ευτύχησαν να ζήσουν την οντολογική αμεσότητά τους με τον Χριστό, ως ηγιασμένα από Εκείνον μέλη Του.

28 Ιανουαρίου 2025

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗ... ΣΥΝΗΘΕΙΑ!

«Μη συνηθίζεις να ηττάσαι στον πνευματικό πόλεμο, γιατί η συνήθεια γίνεται δεύτερη φύση στον άνθρωπο» (όσιος Εφραίμ ο Σύρος).

Μία βαθειά ψυχολογική αλλά και πνευματική παρατήρηση κάνει με τη φράση του ο μέγας όσιος Πατήρ Εφραίμ ο Σύρος. Μία παρατήρηση που την αλήθεια της τη διαπιστώνουμε όλοι στην καθημερινότητά μας: ποιος αμφιβάλλει για τη δύναμη της συνήθειας; Ό,τι κάναμε μία φορά και το επαναλάβαμε έπειτα, είναι δύσκολο να το σταματήσουμε. Τόσο που η επανάληψή του που μας έγινε συνήθεια καταστάθηκε τελικώς δεύτερη φύση μας – η προσπάθεια να σταματήσουμε μία συνήθειά μας βιώνεται συχνά ως... ξεριζωμός! Κι εδώ αναδεικνύεται η σημασία της συνήθειας στον πνευματικό πόλεμο, τον αγώνα δηλαδή του πιστού ανθρώπου να πορεύεται κατά το θέλημα του Θεού και όχι κατά το δικό του αμαρτωλό θέλημα: αν ο πιστός είναι χαλαρωμένος πνευματικά και ηττάται διαρκώς ή πολύ συχνά στη χριστιανική του πορεία – δεν μιλάμε για μία ήττα περιστασιακή που υφίσταται σε όλους και έχει γρήγορη μετάνοια -, τότε δυστυχώς η συνήθεια της ήττας του τον κάνει να βρίσκεται σχεδόν μόνιμα σε αντίθεση προς τον Θεό, που θα πει ότι τα πάθη και οι αδυναμίες του τον έχουν υποδουλώσει, όπως το δηλώνει και ο λόγος του αποστόλου: «σε ό,τι κανείς έχει ηττηθεί, σ’ αυτό και έχει υποδουλωθεί». Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με το ξερίζωμα ενός φυτού: όσο είναι μικρό εύκολα ξεριζώνεται, όσο βγάζει ρίζες βαθειές και μεγαλώνει, τα πράγματα δυσκολεύουν μέχρι πλήρους αδυναμίας. Οπότε καταλαβαίνει κανείς την αξία του λόγου του οσίου Εφραίμ: μη συνηθίζεις την πτώση στην αμαρτία σου, γιατί όταν θελήσεις να την ξεπεράσεις θα δυσκολευτείς απεριόριστα – είναι σαν να πολεμάς πια τον βαθύτερο εαυτό σου!

Από την άλλη όμως υπάρχει το θετικό στοιχείο: όταν κανείς επιμένει στο θέλημα του Θεού, έστω και διά της βίας, τότε η συνήθεια της επιμονής και της υπομονής του αυτής τον κάνει να νικά τον εαυτό του, οπότε η πνευματική του ζωή γίνεται διαρκώς και ευκολότερη. Μπορεί ο πονηρός διάβολος, κατά θεία παραχώρηση, να πολεμά περισσότερο έναν τέτοιο χριστιανό, όμως και η χάρη του Θεού τον ενισχύει αντιστοίχως, συνεπικουρούμενη από την αυτοκυριαρχία πια του χριστιανού – η συνήθεια της θετικής προς τον Θεό πορείας του καθιστά τη χριστιανοσύνη του πορεία από δόξης εις δόξαν, μία άνοδο δηλαδή χωρίς σταματημό.

Κι ένα στοιχείο που συντελεί στην αδιάκοπη καλή συνήθεια του «γενηθήτω το θέλημά Σου» και όχι στην επιπόλαιη χαλαρή αντιμετώπιση της πνευματικής ζωής είναι η υπενθύμιση ότι στην πνευματική αυτή ζωή διαλείμματα και στάσεις δεν υπάρχουν – ή προχωρεί κανείς μαζί με τον Χριστό ή Τον εγκαταλείπει και αρχινά την κατακρύλα ως δέσμιος του πονηρού. Ο λόγος του Ίδιου ακούγεται με τον πιο ηχηρό τρόπο και επιβεβαιώνεται καθημερινά από κάθε πιστό: «όποιος δεν είναι μαζί Μου είναι εναντίον Μου και όποιος δεν μαζεύει μαζί Μου σκορπίζει».

 Και το παρήγορο βεβαίως στοιχείο: ακόμη και στη μεγαλύτερη κακή συνήθεια υπάρχει ελπίδα, όταν ο άνθρωπος μετανοήσει με την καρδιά του. Τότε αν ζητήσει τη βοήθεια του Θεού με πόνο και πόθο, τότε η δύναμη Εκείνου θα επιτελέσει το ακατόρθωτο: ο άνθρωπος θα απεμπλακεί από το κακό στρεφόμενος προς το Αγαθό. Διότι «τα αδύνατα στους ανθρώπους είναι δυνατά στον Θεό».

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ

«Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ἦταν ἀπό τήν Ἀνατολή, Σύρος στήν καταγωγή. Διδάχτηκε τήν εὐσέβεια καί τήν κατά Χριστόν πίστη ἀπό τούς προγόνους του κι ἔζησε στούς χρόνους τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου. Ἀσπάστηκε ἀπό τά παιδικά του χρόνια τόν μοναχικό βίο, καί λέγεται ὅτι ἐκχύθηκε χάρη ἀπό τόν Θεό πάνω του, διά τῆς ὁποίας, ἀφοῦ ἔγραψε πάρα πολλά κατανυκτικά συγγράμματα, καθοδήγησε πολλούς πρός τήν ἀρετή κι ἔγινε παράδειγμα ἀσκητικῆς ἀρετῆς στίς ἑπόμενες γενιές. Τελεῖται δέ ἡ σύναξή του στό Μαρτύριο τῆς ἁγίας Ἀκυλίνας, στόν τόπο τοῦ Φιλόξενου, πλησίον τοῦ φόρου».

Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος εἶναι ἀπό τούς γνωστότερους ὁσίους καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ τήν ἔννοια ὅτι τόν γνωρίζουν καί ἐκεῖνοι πού δέν τόν γνωρίζουν. Τί θέλουμε νά ποῦμε; Μπορεῖ κανείς νά μήν ἔχει ὑπ’ ὄψιν του ὅτι ἡ κατεξοχήν προσευχή τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, τό «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου», εἶναι δική του προσευχή, σίγουρα ὅμως τήν ἔχει ἀκούσει, τήν ἔχει καί αὐτός ψιθυρίσει, μπορεῖ νά τήν ἔχει ἐντάξει καί στίς δικές του προσευχές. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχει προκληθεῖ καί προκαλεῖται κάθε φορά μέ τήν προσευχή αὐτή νά ζήσει τή μετάνοια, ὡς ἀγώνα ἀποφυγῆς τῶν κακῶν παθῶν: τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας, τῆς ἀργολογίας, καί ἀποκτήσεως τῶν ἀρετῶν: τῆς σωφροσύνης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀγάπης, διά τῶν ὁποίων ζεῖ κανείς τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν πού ὁ ὑμνογράφος του ἅγιος Θεοφάνης ἀφενός τόν προβάλλει ὡς κήρυκα τῆς μετανοίας, ἀφετέρου ὡς «θεῖον κρατῆρα τῆς κατανύξεως». Ὅπως τονίζει τό κοντάκιο καί ὁ οἶκος τοῦ κοντακίου μάλιστα «ἐν τοῖς λόγοις καί ἔργοις σου ραθύμους ἐγείρεις πρός μετάνοιαν» (μέ τά λόγια καί μέ τά ἔργα σου ξυπνᾶς ὅλους γιά νά μετανοήσουν).  

Τά δάκρυα τῆς κατανύξεως ἀποτελοῦσαν τό κύριο στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου, ὅπως καί δάκρυα κατανύξεως προκαλοῦσαν καί προκαλοῦν τά συγγράμματα πού ἔγραψε. Κατά τόν ἅγιο Θεοφάνη «ἀμέμπτως ἤνυσας τόν βίον δάκρυσι σεαυτόν ἀποπλύνας» (Πέρασες τή ζωή σου μέ ἄμεμπτο τρόπο, ἀφοῦ ξέπλυνες τόν ἑαυτό σου μέ τά δάκρυά σου). Ἐκεῖνο πού ἔκανε τόν ὅσιο νά ζεῖ μέ δάκρυα καί νά ἔχει τήν κατάνυξη κυριολεκτικά σύνοικο τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ διαρκής μνήμη τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως πού τόν ἀκολουθεῖ. Πράγματι, ὅποιος ἐνθυμεῖται τόν θάνατό του μέ ἐπίγνωση, ὅποιος ἔχει τή μνήμη ὅτι ἀκολουθεῖ ἡ κρίση, ἐκεῖνος εἶναι πού φτάνει σέ μεγάλα ὕψη ἁγιότητας, διότι ἔχει διαρκή ἀφορμή στό νά μή ἁμαρτάνει. Ὅπως τό λέει καί ἡ Γραφή: «Μιμνῄσκου τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα» (Θυμήσου τό τέλος τῆς ζωῆς σου καί δέν θά ἁμαρτήσεις ποτέ).

Κι ἀσφαλῶς ὁ ὅσιος δέν ζοῦσε σέ μία φοβική, δηλαδή ἀρρωστημένη, ἀτμόσφαιρα. Ὁ φόβος τῆς κρίσεως δέν λειτουργοῦσε γι’ αὐτόν ὡς μία πνευματική τρομοκρατία, ἡ ὁποία ἀλλοιώνει ἀρνητικά τήν ψυχή, ἀλλά καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ φόβος αὐτός ἦταν καρπός τῆς ἀγάπης του πρός τόν Κύριο, μή τυχόν δηλαδή ἐκπέσει ἀπό τήν ἀγκαλιά Του, μήπως χάσει τή χάρη Του. «Πληγώθηκες ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Παντοκράτορος Κυρίου, γι’ αὐτό καί πέρασες ὅλη τή ζωή σου μέ θρήνους, ὅσιε, φωνάζοντας μέ ἔκπληξη: πάρε μου πίσω, Σωτήρα, τά κύματα τῆς χάρης Σου, κρατώντας την γιά μένα πλούσια, κατά τή μέλλουσα ζωή». Ζητοῦσε ὁ ὅσιος νά μήν ἔχει τόσο μεγάλη χάρη στή ζωή αὐτή, μή τυχόν συμβεῖ καί μειωθεῖ αὐτή κατά τή μέλλουσα ζωή. Τό κύριο γνώρισμα τῆς ζωῆς του δηλαδή ἦταν ὁ βαθύς ἔρωτάς του πρός τόν Κύριο. Αὐτός ὁ ἔρωτας τόν ἔκανε νά δακρυρροεῖ διαρκῶς καί νά ζεῖ πάντοτε μέ τήν προσμονή τῆς συναντήσεώς του μέ τόν Κύριο.

Καί δέν πρέπει νά ἀφήσουμε κατά μέρος ἐκεῖνο πού ἔκανε τόν ὅσιο νά ζεῖ μέ καρδιακό πένθος καί μετάνοια, προκειμένου νά εἶναι στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου∙ τήν ἐγκράτεια. Ὁ ὅσιος ζοῦσε μέ ἀδιάκοπη ἐγκράτεια – τήν προϋπόθεση τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τῆς χαρισματικῆς κατανύξεως – κάτι πού ὁ ὑμνογράφος ἐπισημαίνει στόν οἶκο τοῦ κοντακίου καί πάλι, μέ ἕνα συγκεκριμένο περιστατικό. «Θέλοντας νά ἀκολουθεῖς τά ἴχνη τοῦ δρόμου τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ἔφυγες ἐσύ μόνος σου ἀπό τόν κόσμο καί κατοίκησες στήν ἔρημο. Βλέποντας λοιπόν ὁ ἐχθρός διάβολος ἐσένα τόν δίκαιο νά ζεῖς ἔτσι, ξεσήκωσε μία πολύ ἀναιδή γυναίκα τοῦ δρόμου, νομίζοντας ὅτι θά καταβάλει τήν ἀνδρεία σου μέ τό ἀρχαῖο ὅπλο, δηλαδή τή λαγνεία, καί θά μολύνει τήν ἁγνότητά σου». Τό περιστατικό δηλαδή εἶναι γνωστό: ὁ ἐχθρός διάβολος ἔβαλε στή σκέψη μίας πόρνης γυναίκας νά παρασύρει τόν ὅσιο. Πῆγε λοιπόν καί τοῦ ἔκανε ἀνήθικες προτάσεις. Κι ἐκεῖνος, μή πτοούμενος, μᾶλλον λυπούμενος βαθιά γιά τήν κατάντια της, τήν πῆρε καί τήν ὁδήγησε στό μέσο μίας πλατείας, κι ἐκεῖ τήν προέτρεψε νά τοῦ πεῖ τί ἀκριβῶς θέλει νά κάνει. Κι ἐκείνη ἐκφράζοντας τήν ἀπορία της ὅτι αὐτά δέν γίνονται στό μέσο τοῦ δρόμου, ἄκουσε τόν λόγο του: Πῶς λοιπόν νά κάνω κάτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐσύ ντρέπεσαι νά τό κάνεις μπροστά στούς ἀνθρώπους; Ἀμέσως τό μυαλό μας πηγαίνει ἐδῶ στόν ἅγιο Ἰωσήφ τόν πάγκαλο, τόν γιό τοῦ Ἰακώβ, πού προκαλούμενος παρομοίως ἀπό τή γυναίκα τοῦ ἀφεντικοῦ του στήν Αἴγυπτο, εἶπε τά ἴδια λόγια: «Πῶς ποιήσω τό ρῆμα τοῦτο τό γεγονός καί ἁμαρτήσομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου;»

26 Ιανουαρίου 2025

Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΣ ΠΑΤΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«Αυτός ο μακάριος και θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επειδή δεν καταφρονούσε το δίκαιο ανάλογα με τα πρόσωπα, αλλά έλεγχε και την ίδια τη βασίλισσα Ευδοξία για τις παρανομίες και τις αδικίες που γίνονταν από αυτήν, δύο φορές εξορίζεται και πάλι ανακαλείται. Για τρίτη και τελευταία φορά στέλνεται στην Κουκουσό της Αρμενίας. Από εκεί οδηγείται στην Αραβισσό, έπειτα στην Πιτυούντα, περιοχές όχι μόνον έρημες και με έλλειψη των αναγκαίων, αλλά που πολιορκούνταν πάντοτε και από τους γειτονεύοντες Ίσαυρους. Εκεί λοιπόν στην Πιτυούντα ο ένσαρκος άγγελος Ιωάννης καλείται από τον Δεσπότη όλων Χριστό μέσω του Πέτρου και του Ιωάννου, των ιερών αποστόλων, και μεταβαίνει προς τις αιώνιες σκηνές, ενώ το άγιο λείψανό του κατατίθεται στα Κόμανα του Πόντου μαζί με τους αγίους μάρτυρες Βασιλίσκο και Λουκιανό, όπως του το φανέρωσαν οι ίδιοι σε νυκτερινό όνειρο. Επειδή δε μετά από λίγο και ο βασιλιάς Αρκάδιος, όπως και η γυναίκα του Ευδοξία πέθαναν, έγινε δε βασιλιάς ο υιός τους Θεοδόσιος, ενώ και ο Πρόκλος ο μαθητής και υπηρέτης του αγίου Χρυσοστόμου με κοινή ψήφο έγινε Πατριάρχης, κατά το τέταρτο έτος της ιεραρχίας του πείθει ο μακάριος Πρόκλος τον βασιλιά Θεοδόσιο και στέλνει εκείνος στρατιώτες για την ανακομιδή του ιερού λειψάνου. Ο άγιος όμως δεν έδινε τον εαυτό του και έμενε ακίνητος, γι’ αυτό και ο βασιλιάς τον παρακαλεί με επιστολή, η οποία περιείχε τα εξής:

Επιστολή Βασιλέως Θεοδοσίου, Προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Διδάσκαλο και Πνευματικό Πατέρα, Ιωάννη τον Χρυσόστομο.

Θεοδόσιος βασιλεύς. «Επειδή νομίσαμε, τίμιε Πάτερ, ότι το σώμα σου είναι νεκρό, όπως συμβαίνει και με τους άλλους ανθρώπους, θελήσαμε με απλότητα να το μετακομίσουμε και να το φέρουμε προς εμάς. Γι’ αυτό δικαίως  και λαθέψαμε στον σκοπό μας. Αλλά συ όμως, τιμιώτατε Πάτερ, συγχώρησέ μας τώρα που καταλάβαμε το λάθος μας, συ που δίδαξες σε όλους τη μετάνοια. Και σαν σε παιδιά που αγαπούν τους πατέρες τους δώσε μας πίσω τον εαυτό σου και εύφρανε αυτούς που σε ποθούν με την παρουσία σου». Όταν πήγαν λοιπόν την επιστολή στον άγιο και την έθεσαν πάνω στη σορό του, αμέσως εκείνος άφησε να τον πάρουν, οπότε οι απεσταλμένοι σήκωσαν τη σορό χωρίς κόπο. Μόλις έφτασαν αντίπερα από την Πόλη, φθάνει μεν ο βασιλιάς και όλη η σύγκλητος και ο πατριάρχης μαζί με τον κλήρο, ενώ βάζουν τη σορό, που είχε το σώμα του αγίου,  μέσα στο βασιλικό πλοίο. Έπεσε όμως καταιγίδα και τα μεν υπόλοιπα πλοία διασκορπίστηκαν σε άλλα μέρη, εκείνο δε στο οποίο ήταν το σώμα του αγίου, πήγε και άραξε στον αγρό της χήρας. Εκείνης της χήρας, την οποία αδίκησε η Ευδοξία, όταν άρπαξε τον αμπελώνα της. Κι επειδή ελέγχθηκε τότε από τον άγιο τον εξόρισε. Όταν αποδόθηκε λοιπόν ο αγρός στη χήρα, αμέσως έγινε γαλήνη στη θάλασσα, και πρώτα μεν το πλοίο οδηγείται στον ναό του αποστόλου Θωμά, στην περιοχή του Αμαντίου, έπειτα στον ναό της αγίας Ειρήνης, όπου και τον έβαλαν πάνω στο σύνθρονο, οπότε όλοι φώναξαν δυνατά: «Πάρε πίσω τον θρόνο σου, άγιε». Ύστερα, αφού εναποτέθηκε η σορός σε βασιλικό όχημα, φέρεται προς τον περιώνυμο ναό των Αποστόλων. Εκεί μόλις τοποθετήθηκε στην ιερά καθέδρα, φώναξε στο Ποίμνιο το «Ειρήνη πάσι». Έπειτα τον έθεσαν κάτω από τη γη, μέσα στο άγιο Βήμα, όπου τώρα βρίσκεται. Καθώς τελείτο δε η θεία Λειτουργία, γίνονταν θαυμάσια μεγάλα , μεταξύ των οποίων και αυτό: Κάποιος άνδρας δηλαδή, που έπασχε από αρθρίτιδα και δεν μπορούσε να εργαστεί, σχεδόν παντελώς ακίνητος, όταν άγγιξε τη σορό, αμέσως θεραπεύτηκε εντελώς από την αρρώστια του. Έτσι γνωρίζει ο Θεός να δοξάζει αυτούς που σε όλη τη ζωή τους δοξάζουν Αυτόν. Τελείται δε η Σύναξή του στον πάνσεπτο Ναό των αγίων Αποστόλων, όπου βρίσκεται και το ιερό του σώμα, κάτω από το Θυσιαστήριο».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας με αφορμή την ανακομιδή του ιερού λειψάνου του μεγάλου Πατρός Ιωάννου του Χρυσοστόμου μας υπενθυμίζουν αυτό που προβάλλει πάντοτε η Εκκλησία εξ αφορμής οποιασδήποτε αναφοράς της στον μεγάλο αυτόν άγιο: το κήρυγμα της μετανοίας. Διότι έτσι κυρίως χαρακτηρίζεται ο ιερός Χρυσόστομος: «κήρυξ της μετανοίας». Ο άγιος κηρύσσει εκείνη τη μετάνοια στον πιστό λαό, η οποία προϋποθέτοντας την άπειρη αγάπη του Θεού προς αυτόν, γίνεται η μεγαλύτερη παρηγοριά του, εκείνη που του «σφουγγίζει οποιαδήποτε υγρότητα  της φοβερής απόγνωσης και δροσίζει τις καρδιές που έχουν καεί από την αμαρτία». «Ας τιμήσουμε με επάξιο τρόπο τον χρυσό στους λόγους Ιωάννη, τον κήρυκα της μετάνοιας, το πάγχρυσο σφουγγάρι που παίρνει την υγρότητα της φοβερής απόγνωσης και δροσίζει τις καμένες από τις αμαρτίες καρδιές». Και πρέπει να προσέξουμε: ο άγιος δεν αμνηστεύει τις αμαρτίες ούτε υποβαθμίζει τις κακές της συνέπειες στο να αλλοιώνουν την ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να κάνει τούτο εκείνος που υπήρξε «ο ποιμήν ο καλός και του αρχιποίμενος Χριστού μαθητής», δηλαδή εκείνος που τόνιζε ότι «διά της αμαρτίας ο θάνατος» και «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν»;

Εκείνο όμως που τονίζει και διαπρυσίως κηρύσσει είναι ότι μπορεί κάποιος να έχει αμαρτήσει με πολλά και μεγάλα αμαρτήματα, όμως τα αμαρτήματα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθούν ισοστάσια της αγάπης του Θεού. Τίποτε δεν είναι σαν εκείνην, διότι η Αυτοαγάπη, ο ίδιος ο Θεός,  τόσο μας αγάπησε, ώστε έπαθε και θυσιάστηκε για εμάς τους ανθρώπους, παρέχοντάς μας τη συγχώρηση. Αρκεί βεβαίως να θέλουμε κι εμείς τη συγχώρηση αυτή, δηλαδή να μετανοούμε - η όλη προσφορά του Θεού υπάρχει άπειρη και αιώνια, μένει όμως ανενέργητη χωρίς και τη δική μας θέληση. Αυτό τόνιζε λοιπόν ο άγιος Χρυσόστομος ενόσω ζούσε, αλλά και το ίδιο κηρύσσει και μετά θάνατον, γινόμενος έτσι ο μεγαλύτερος παρηγορητής των ανθρώπων.  Ο άγιος Θεοφάνης με πολλή ενάργεια και σαφήνεια μας το επισημαίνει: «Αν και είσαι νεκρός μέσα στον τάφο, όμως  ως ζωντανός μέσα στον κόσμο, Χρυσόστομε, κηρύσσεις και γράφεις τη μετάνοια, δίνοντας την εγγύηση της συγχώρησης γι’ αυτούς που μετανοούν με θερμό τρόπο».

Και οι δύο υμνογράφοι – διότι εκτός του Θεοφάνη και ο άγιος Ιωσήφ έγραψε για τον μεγάλο Πατέρα - εμμένουν σε ό,τι εξίσου  προβάλλει η σημερινή εορτή: τη ζωντάνια του και μετά θάνατον. Δεν είναι μόνον το παραπάνω τροπάριο που τονίζει την αλήθεια αυτή, αλλά και όλη η υμνογραφία τους κινείται πάνω στη γραμμή αυτή, όπως άλλωστε φάνηκε και από το συναξάρι. Για παράδειγμα: «Ο Χρυσόστομος δίδαξε και πάλι με σαφήνεια τους βασιλείς ότι μολονότι νεκρός δεν υπέστη νέκρωση. Διότι αφού απείθησε την πρώτη φορά στα προστάγματά τους, δηλαδή να  φέρουν το λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη, τη δεύτερη φορά, με τις δεήσεις τους επανήλθε».  Για μία ακόμη φορά η Εκκλησία μας σήμερα κηρύσσει τη νίκη του Χριστού πάνω στον θάνατο. Νίκησε ο Χριστός, συνεπώς κάθε άνθρωπος, όταν είναι αληθινά πιστός, νικά και αυτός. Ο θάνατος θεωρείται μετά τον ερχομό του Χριστού ως απλό επεισόδιο στη ζωή ενός ανθρώπου. Ουσιαστικά δεν υφίσταται. Και τα άγια λείψανα στην Εκκλησία μας είναι μία ισχυρή κραυγή της αλήθειας αυτής, την οποία ζούμε οι πιστοί και την χαιρόμαστε ιδίως σε εορτές ανακομιδής λειψάνων, σαν του αγίου Χρυσοστόμου σήμερα.

Η ΕΓΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΞΑΓΡΥΠΝΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ

«Ἐντολαῖς τοῦ Δεσπότου ἐπαγρυπνῶν, ἐφ’ ὁμοίοις τε τρόποις παῖδας τούς σούς ρυθμίζων, μακάριε Ξενοφῶν, καί τήν σύζυγον, σύν αὐτοῖς τά ἄνω κληροῦσαι βασίλεια, πειρασμῶν παντοίων λιπών τό κλυδώνιον˙ ὅθεν εὐφημοῦμεν εὐσεβῶς ὑμᾶς πάντας καί πόθῳ γεραίρομεν καί πιστῶς ἀνακράζομεν˙ Θεοφόροι πανόλβιοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τήν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν» (κάθισμα όρθρου).

(Ξαγρυπνώντας στις εντολές του Δεσπότου Χριστού και ρυθμίζοντας τα παιδιά σου και τη σύζυγό σου στον ίδιο τρόπο ζωής, μακάριε Ξενοφών, μαζί μ’ αυτούς απέκτησες κλήρο στη Βασιλεία του Θεού, αφού άφησες πίσω σου τα κύματα των διαφόρων πειρασμών. Γι’ αυτό και σας υμνολογούμε ευσεβώς όλους σας και σας δοξολογούμε με πόθο και με πίστη φωνάζουμε δυνατά: Θεοφόροι μακάριοι, πρεσβεύσατε στον Χριστό τον Θεό μας, να δωρίσει σ’ εμάς που εορτάζουμε με πόθο την αγία μνήμη σας την άφεση των αμαρτιών μας).

Πλούσιος με μεγάλη περιουσία ο όσιος Ξενοφών ζούσε με πίστη στον Θεό μαζί με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη. Κι είναι από τους ανθρώπους που έδειξαν ότι ναι μεν είναι πολύ δύσκολη η είσοδος στη Βασιλεία του Θεού όταν κανείς έχει μεγάλη περιουσία, κατά τον λόγο του Κυρίου: «πόσο δύσκολα οι πλούσιοι θα εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού. Πιο εύκολο είναι ένα καραβόσχοινο να περάσει από την τρύπα μιας βελόνας, παρά ένας πλούσιος να μπει στη Βασιλεία του Θεού», δεν είναι όμως τούτο τελικώς ακατόρθωτο. Διότι το θέμα δεν είναι το έχειν και το βιος του ανθρώπου, αλλά ο τρόπος που διαχειρίζεται αυτό. Κι ο όσιός μας διαχειρίστηκε την περιουσία του κατά τρόπο όντως θεάρεστο: κάλυπτε βεβαίως τις ανάγκες της οικογενείας του, αλλά παράλληλα με πόθο καρδιάς κάλυπτε και τις ανάγκες των φτωχών συνανθρώπων του, όπως και εκείνων που έβλεπε πλούσια τη χάρη του Θεού σ’ αυτούς: των πτωχών καλογέρων που έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη. Ο κάθε καλόγερος έβρισκε κατάλυμα στη φιλόξενη κατοικία του, όπως και ο οποιοσδήποτε αναγκεμένος, δείχνοντας έτσι ο Ξενοφών ότι βρίσκεται στον κόσμο ως ένας δεύτερος Αβραάμ.

Κι ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης μάς επισημαίνει με τον πιο καθαρό τρόπο τι συνιστούσε αγία βιοτή του Ξενοφώντα και κατ’ επέκταση και όλης της οικογενείας του: ο αγώνας του να βρίσκεται πάνω στις εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι είναι σημαντική η παρατήρηση του υμνογράφου: όχι απλώς είχε την έγνοια να πορεύεται κατά τις εντολές, αλλά ξαγρυπνούσε πάνω σ’ αυτές, που σημαίνει ότι αυτή ήταν η προτεραιότητά του νυχθημερόν. Ξεκινώντας η ημέρα του αλλά και κλείνοντας το βράδυ του ο νους του ήταν προσκολλημένος στον λόγο του Κυρίου, ώστε να τον κάνει πράξη. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές φορές ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος το εξαγγέλλει: «η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία», δηλαδή στην κίνηση του ανθρώπου να εφαρμόζει τον λόγο του Θεού ανοίγονται τα μάτια του για να θεάται, να βλέπει την παρουσία Εκείνου στη ζωή του.

Κι ο υμνογράφος προσθέτει: στον τρόπο της ζωής αυτής προσπαθούσε να συντονίσει, να ρυθμίσει και τη σύζυγό του και τα παιδιά του. Όχι ασφαλώς με τρόπο «στανικό», με το ζόρι. Γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε αυτόματα ότι ξεφεύγει και ο ίδιος από τις εντολές του Κυρίου που επιτάσσουν την ταπείνωση και την αγάπη – η ταπείνωση και η αγάπη τοποθετούν τον άνθρωπο με απόλυτο σεβασμό έναντι του όποιου συνανθρώπου του, ιδίως δε των οικείων και συγγενών του. Αλλά με το παράδειγμά του, χωρίς πολλά ή περιττά λόγια. Φανταζόμαστε τον δίκαιο Ξενοφώντα να ομιλεί με τη σύζυγό του γεμάτος ευγένεια, να παίζει με τα παιδιά του και να τα διαπαιδαγωγεί γεμάτος υπομονή και χιούμορ, να υπηρετεί μαζί τους τους φτωχούς και τους δυσκολεμένους αδελφούς. Γι’ αυτό και γνωρίζουμε ότι λειτουργούσε για την οικογένεια ως μαγνήτης – ήταν το «κεφάλι» που όλοι ήταν στραμμένοι προς αυτό. Γιατί; Διότι έβλεπαν ό,τι πιο καλό και ευχάριστο, όπως όταν βλέπει κανείς τον ίδιο Χριστό παρόντα στη ζωή του. Έτσι δεν γίνεται «αρχηγός» ο πατέρας στην οικογένεια; Αυτή δεν είναι και η ερμηνεία της «κεφαλής» για τη γυναίκα του άνδρα, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου; Όπως κεφαλή για το σώμα Του την Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Κύριος: με τη θυσιαστική αγάπη Του απέναντι σ’ αυτήν!

Ο όσιος Ξενοφών είναι το άμεσο παράδειγμα για το πώς λειτουργεί η χριστιανική οικογένεια και τι σημαίνει «κατ’ οίκον Εκκλησία». Μας δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τι ήθελε να πει και στις ημέρες μας ο άγιος μέγας Πορφύριος, όταν διαρκώς επεσήμαινε ότι τα προβλήματα των παιδιών στην οικογένεια και στην κοινωνία μας είναι κυρίως προβλήματα των γονέων. Γονιός, έλεγε, που έχει ως προτεραιότητα τον αγιασμό του είναι αυτός που θα έχει και μία ευλογημένη οικογένεια, που τα παιδιά του – ακόμη κι αν αποκλίνουν κάποια στιγμή – θα μεγαλώσουν χωρίς ψυχολογικά προβλήματα και πάντα θα έχουν μπροστά στα μάτια τους ως πολικό αστέρι τον Κύριο!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΞΕΝΟΦΩΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΟΔΙΑ ΑΥΤΟΥ

«Ο όσιος Ξενοφών ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας μεγάλη υλική περιουσία, αλλά και μεγάλη κατά Θεόν ευσέβεια. Απέστειλε λοιπόν τους δύο υιούς του στην πόλη της Βηρυτού, μία από τις πόλεις της Φοινίκης, για να μελετήσουν και να μάθουν νομικά. Επειδή όμως το πλοίο που τους μετέφερε ναυάγησε, βγήκε αυτός μαζί με τη γυναίκα του σε αναζήτησή τους. Πράγματι βρήκε τα παιδιά του στα Ιεροσόλυμα, αλλά τα βρήκε ντυμένα το μοναχικό σχήμα, οπότε παρακινήθηκε και ο ίδιος με τη γυναίκα του να ακολουθήσουν και αυτοί τον μοναχικό βίο. Και τόσο πολύ πρόκοψαν στην αρετή, ο Ξενοφών, η γυναίκα του και τα παιδιά του, ώστε να αξιωθούν να κάνουν και θαύματα. Ευαρέστησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους τον Θεό και εξεδήμησαν προς Αυτόν».

Οι όσιοι Ξενοφών, Μαρία η σύζυγός του και τα παιδιά τους Αρκάδιος και Ιωάννης αγωνίστηκαν ολοκάρδια να τηρήσουν τις εντολές του Κυρίου, γι’ αυτό και κέρδισαν τη Βασιλεία του Θεού – μία αλήθεια που τονίζει πολλές φορές η Εκκλησία μας σήμερα, διά γραφίδος του αγίου υμνογράφου Θεοφάνη. «Βαδίζοντας με ζήλο την οδό των εντολών σου ο δούλος σου, Δέσποτα, κατάκτησε τις μονές εκείνες που υποσχέθηκες, επειδή αγωνίστηκε με πόθο για την αιώνια ζωή». «Αγρυπνούσες στις εντολές του Κυρίου, μακάριε Ξενοφών». Κι αυτός ο αγώνας του ήταν εκείνος που τον έκανε (όπως βεβαίως και την οικογένειά του) να τιμηθεί με τις πιο λαμπρές αξίες που οδηγούν από την πράξη στη θεωρία. «Τιμημένος με τις πιο λαμπρές αξίες, διέπρεψες στον γεμάτο φως τρόπο ζωής σου. Διότι την πράξη την ανέδειξες σε σκαλοπάτι για τη θεωρία».

Είναι γνωστό: η πίστη και η αγάπη ως εντολές του Κυρίου είναι ο δρόμος του χριστιανού, ο δρόμος της αγιότητας. Ο άγιος υμνογράφος  αυτό μας θυμίζει για τον όσιο Ξενοφώντα και τη συνοδεία του: πορεύτηκαν πάνω στην εν πίστει  αγάπη, που φανερωνόταν κυρίως με την ελεημοσύνη τους. «Λάμποντας, λάμπρυνες τον εαυτό σου από τα αξιώματα της ψυχής, την ελεημοσύνη και την πίστη». Η φράση «αξιώματα ψυχής» δεν πρέπει να παρέλθει ασχολίαστη. Ο υμνογράφος εδώ μας αποκαλύπτει ότι τηρώντας κανείς την πίστη και την ελεημοσύνη, δηλαδή την αγάπη, αποκτά αξιώματα, γίνεται αξιωματούχος. Η πίστη και η ελεημοσύνη είναι, μας λέει, τα πραγματικά αξιώματα του ανθρώπου. Όχι αυτά που θαυμάζουν οι πολλοί, τα επίγεια και κοσμικά αξιώματα, αλλά τα ψυχικά και πνευματικά, συνεπώς αυτά που μπορεί να αποκτήσει ο οποιοσδήποτε, αρκεί να θελήσει και να προσπαθήσει.

Ο άγιος Θεοφάνης όμως διατυπώνει και κάτι σ’ αυτό που γράφει για την τήρηση των εντολών του Χριστού από τον όσιο Ξενοφώντα, το οποίο είναι εξόχως ενδιαφέρον και επίκαιρο για κάθε εποχή, κυρίως όμως την δική μας. «Ξαγρυπνούσες στις εντολές του Κυρίου, όπως και ρύθμιζες στους όμοιους με σένα τρόπους τα παιδιά σου, μακάριε Ξενοφών». Ο άγιος δηλαδή ένιωθε την ευθύνη του και ως γονιός. Δεν έλεγε ότι  αγωνίζεται μόνον για τον εαυτό του ή, ακόμη χειρότερα, δεν πίστευε ότι η ευθύνη του εξαντλείται στο να καλύψει τις σωματικές, βιοτικές και μορφωτικές  ανάγκες των παιδιών του. Χωρίς να υποβαθμίζει και αυτήν την προσφορά του – είδαμε και στο συναξάρι ότι έστειλε τα παιδιά του στη Βηρυτό για να σπουδάσουν νομικά – η έγνοια και η πρώτιστη φροντίδα του ήταν η ρύθμιση των παιδιών του στις εντολές του Κυρίου: να πιστεύουν σωστά στον Θεό και να αγαπούν τον συνάνθρωπό τους. Πώς όμως; Όχι τόσο με τα λόγια, όσο με το προσωπικό του παράδειγμα. «Επαγρυπνών ο ίδιος στις εντολές». Είναι άλλωστε γνωστό: λόγια χωρίς παράδειγμα είναι λόγια κενά, άσαρκα και ανούσια.  Είναι μία υποκρισία, που το μόνο που καρποφορούν είναι η αντίδραση και η ανυπακοή.