01 Αυγούστου 2021

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ

Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη μας, ἡ Παναγία ἐνῶ παραμένει ἕνας κοινός ἄνθρωπος ὅπως ὅλοι μας, εἶναι ἡ  «κεχαριτωμένη» καί ἡ  «εὐλογημένη ἐν γυναιξί» (Πρβλ. Λουκ. 1,28). Καί δέν πρόκειται γιά ἀνθρώπινη ἀξιολόγηση. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός μας μέσω τοῦ ἀπεσταλμένου Του ἀρχαγγέλου Γαβριήλ μᾶς ἔμαθε νά τήν προσφωνοῦμε ἔτσι. Καί χαριτώθηκε ἡ Παναγία μας ἀπό τόν Θεό καί πρό τῆς συλλήψεως τοῦ Κυρίου  ̓Ιησοῦ, μά κυρίως μετά, λόγω τοῦ βαπτίσματός της στό ῞Αγιον Πνεῦμα κατά τό γεγονός τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί ἔτι πλέον κατά τήν Πεντηκοστή.

  ̓Εκεῖνο πού ἔφερε στήν Παναγία τήν ἰδιαίτερη γι ̓ αὐτήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ ἡσυχαστικός τρόπος ζωῆς της. Ἡ νηστεία της, ἡ διαρκής προσευχή της, ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ σιωπή της. Συνεργάστηκε ἡ ἄδολη αὐτή παιδούλα ἀπό πολύ μικρή μέ τόν Θεό. Ἡ θέλησή της ἦταν διαρκῶς κατατεθειμένη στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ. Κι ἐκεῖ πού φανέρωσε τήν ἀπόλυτη ὑπακοή της σ ̓  ̓Εκεῖνον ἦταν ὅταν κλήθηκε νά γίνει ἡ μητέρα τοῦ Υἱοῦ Του. Τό  «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου» (Λουκ. 1,38) συνιστᾶ τή μαρτυρική ἐπιλογή της, προκειμένου νά μείνει πιστή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μήν ξεχνᾶμε ὅτι τό τίμημα τῆς γέννας γιά μιά ἀνύπαντρη κοπέλα στά χρόνια ἐκεῖνα ἦταν ὁ θάνατος!

 Ἡ ὑπακοή της μέχρι θανάτου δείχνει καί τό μέγεθος τῆς ἁγιότητάς της. Ὑπακοή σημαίνει ταπείνωση καί ἡ ταπείνωση εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ Κύριος ταπεινώθηκε - «ἐκένωσεν ἑαυτόν μορφήν δούλου λαβών» (Φιλ. 2,7) - γιά νά ἔρθει στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος, ὅπως πορεύτηκε μέ τήν ταπείνωση καί τή φανέρωσε μαζί μέ τήν ἀγάπη Του πάνω στόν Σταυρό, ἔτσι καί ἡ Παναγία. Ἡ ταπείνωσή της φανερώνει τό πνευματικό ὕψος στό ὁποῖο βρίσκεται, ὕψος τέτοιο πού εἶναι παραπάνω ἀπό τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ. Εἶναι «ἡ τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἡ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ».

  ̔Ως ἐκ τούτου ἡ Παναγία ἔχει μέσα της καί τή μεγαλύτερη χάρη, ἄρα καί τή μεγαλύτερη ἀγάπη καί τή μεγαλύτερη παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Εἶναι κοντά μας καί κοντά στόν Υἱό της περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἁγίους. «Γέφυρα μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν».  Ὅ,τι λοιπόν ἐν πίστει τῆς ζητοῦμε μᾶς τό δίδει καί μάλιστα ἐκ περισσοῦ. Μᾶς τό δίδει δηλαδή ὁ Υἱός της πρός χάρη τῆς Παναγίας Μητέρας πού παρακαλεῖ γιά ἐμᾶς. «Πολύ ἰσχύει δέησις Μητρός πρός εὐμένειαν Δεσπότου». Γι ̓ αὐτό καί εἶναι ἄπειρα τά θαύματά της πού τά βλέπει ἡ πιστεύουσα καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.

 Ἡ ἀποδοχή ὅμως τῆς Παναγίας μ’ ἕναν τέτοιο τρόπο καί ἡ ἐπισήμανση τῆς χάρης πού ἔχει ἀπαιτεῖ καί τή δική μας συμμετοχή στή χάρη τοῦ Θεοῦ. Μόνον ὁ ἔχων χάρη Θεοῦ ἀποδέχεται τήν Παναγία. Βλέπει κανείς ὅ,τι ὁ ἴδιος ἔχει. Κι εἶναι τοῦτο ἀπόδειξη τῆς ἔλλειψης τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ σέ ὅλους τούς αἱρετικούς πού ἀμφισβητοῦν τήν ἐξαίρετη θέση της μέσα στήν  ̓Εκκλησία. Πόσο τοῦτο φαίνεται ἄμεσα ἀπό τό περιστατικό τῆς συνάντησης τῆς Παναγίας μέ τήν ἐξαδέλφη της  ̓Ελισάβετ, μητέρα τοῦ  ̓Ιωάννου τοῦ Προδρόμου! Μόλις ἄκουσε τό χαιρετισμό τῆς Μαρίας ἡ  ̓Ελισάβετ, «ἐπλήσθη πνεύματος ἁγίου καί ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καί εἶπε: Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί» (Λουκ. 1,41). Τήν προσφωνεῖ «εὐλογημένη»,  γιατί γέμισε ἀπό Πνεῦμα Θεοῦ. Εἶναι κάτι παρόμοιο μέ ὅ,τι συμβαίνει καί μέ τόν Κύριο. Τόν ἀποδέχεται κανείς ὡς Θεό, μόνον ὅταν ἔχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. «Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον  ̓Ιησοῦν, εἰ μή ἐν Πνεύματι  ̔Αγίῳ» (Α´ Κορ. 12,3).

Δέν θά ἤμασταν λοιπόν ὑπερβολικοί ἄν λέγαμε ὅτι βασικό κριτήριο τῆς ὀρθοδοξίας μας εἶναι ἡ στάση μας ἔναντι τῆς Θεοτόκου.  ̓Ορθή ἀποδοχή της σημαίνει ὀρθή ἀποδοχή καί τοῦ Χριστοῦ. Καί ὀρθή ἀποδοχή τοῦ Χριστοῦ σημαίνει ταυτοχρόνως ὀρθή ἀποδοχή καί τῆς Παναγίας. Χριστός καί Παναγία πηγαίνουν πάντοτε μαζί. Τυχόν διάσπαση τῆς ἑνότητάς τους σημαίνει ἀλλοίωση καί τῆς ὀρθῆς πίστης. Γι ̓ αὐτό καί ἡ Γ´ Οἰκουμενική Σύνοδος γιά νά ὁριοθετήσει τήν πίστη στόν Χριστό ὡς Θεό καί ἄνθρωπο προσδιόρισε τήν πίστη καί στήν Παναγία: εἶναι ἡ Θεοτόκος.

Ἡ Παναγία εἶναι πολύ κοντά μας. Τό ὁμολογοῦμε διαρκῶς στό ἀπολυτίκιο τῆς κοιμήσεώς της: «ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε», ὅπως καί ἐπανειλημμένως στούς χαιρετισμούς: «χαῖρε ἡ τούς πιστούς ἀπαύστως ἐπισκιάζουσα».  ῎Αν ὁ μεγάλος σύγχρονος ὅσιος Πορφύριος ἔλεγε ὅτι μετά τό θάνατό του θά εἶναι πιό κοντά στούς πιστούς, πόσο μᾶλλον ἰσχύει τοῦτο γιά τήν Παναγία, πού πιστεύουμε ὅτι μεταστάθηκε καί σωματικά καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή προτυπώνει καί τά μέλλοντα («ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα»). Ἡ εὐκαιρία πού μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλησία μας ἐπ’ εὐκαιρία τοῦ Δεκαπενταύγουστου μέ τίς Παρακλήσεις της γιά νά τήν ἐπικαλούμαστε εἶναι μοναδική.

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ!

«Καταιγίς με χειμάζει τῶν συμφορῶν, Δέσποινα, καί τῶν λυπηρῶν τρικυμίαι καταποντίζουσιν∙ ἀλλά προφθάσασα, χεῖρά μοι δός βοηθείας, ἡ θερμή ἀντίληψις καί προστασία μου» (ὠδή γ΄ Μεγ. Παρακλητ. Κανόνος).

(Ἡ καταιγίδα τῶν συμφορῶν μοῦ φέρνει δυστυχία, Δέσποινα, καί οἱ τρικυμίες τῶν λυπηρῶν τοῦ βίου μέ καταποντίζουν. Ὅμως, πρόφθασέ με καί δῶσε μου χέρι βοήθειας, Σύ πού εἶσαι ἡ θερμή βοήθεια καί προστασία μου).

Ὁ βίος τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς δέν εἶναι σπαρμένος μέ ροδοπέταλα, καθώς λέμε. Τό συνοδευτικό τῆς ζωῆς αὐτῆς, μέσα στόν κόσμο τοῦτο πού «κεῖται ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ», εἶναι ἡ θλίψη καί ἡ στενοχώρια, ὅπως τό βεβαίωσε καί τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου. «Ἐν τῷ κόσμῳ θλίψιν ἕξετε». «Διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ὑμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Κι οἱ θλίψεις καί οἱ στενοχώριες εἶναι καί ἐσωτερικές, προερχόμενες ἀπό τά πάθη τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά καί τίς ἐπιρροές τοῦ Πονηροῦ διαβόλου πού δέν χάνει τήν εὐκαιρία νά ταλαιπωρεῖ τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἐξωτερικές, προερχόμενες ἀπό τίς ἀρρώστιες, τούς πόνους καί τά ἀτυχήματα τῆς ζωῆς, τίς διάφορες δυσκολίες πού δημιουργεῖ ἡ ἐπί γῆς πορεία.

Τί μᾶς λέει λοιπόν ὁ ὑμνογράφος; Μπορεῖ νά κινδυνεύουμε ἀπό τίς συμφορές καί τίς θλίψεις τῶν δυσκολιῶν τῆς ζωῆς∙ μπορεῖ πράγματι τά κακά συναπαντήματα στήν πορεία μας νά ὀρθώνονται ἐνώπιόν μας ὡς τεράστια κύματα πού ἀπειλοῦν νά μᾶς «ρουφήξουν», ὅμως δέν χάνουμε τήν ἐλπίδα μας. Σάν τόν ἀπόστολο Πέτρο πού κάλεσε ἐναγώνια τόν Κύριο νά τόν σώσει - ὅταν εἶδε νά κινδυνεύει καθώς θέλησε νά περπατήσει κι αὐτός πάνω στά κύματα - κι Ἐκεῖνος ἀνταποκρίθηκε πιάνοντάς του τό χέρι, ἔτσι κι ἐμεῖς: καλοῦμε σέ βοήθεια τόν Κύριο, μέσα ὅμως ἀπό Ἐκείνην πού μπορεῖ νά ἐπηρεάσει ἄμεσα καί δραστικά Αὐτόν, τήν Παναγία Μητέρα Του. Γιατί ἡ Παναγία λειτουργεῖ μέ τόν τρόπο τοῦ Κυρίου: γεμάτη θερμή ἀγάπη πρός τά παιδιά καί τά ἀδύναμα ἀδέλφια της∙ κι ἔχει προπάντων αὐτό πού λείπει τίς περισσότερες φορές ἀπό ἐμᾶς τούς ὀλιγόπιστους χριστιανούς: τήν παρρησία, τό θάρρος ἐνώπιον τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της.

Σέ κάθε δυσκολία μας λοιπόν, σέ κάθε πρόβλημα πού φαντάζει τεράστιο ἐνώπιόν μας, ψυχικό ἤ σωματικό, δέν πρέπει νά χάνουμε τήν ἐλπίδα μας. Ἔχουμε τόν ἴδιο τόν Κύριο, στόν Ὁποῖο εἴμαστε ἐνσωματωμένοι ὡς μέλη Του, ἀλλ’ ἔχουμε καί τό πιό ἀγαπημένο καί ἐξαίρετο μέλος Του, τήν Παναγία μας, πού στέκεται ἀδιάκοπα μέ θερμότητα ἀγάπης ἀπέναντί μας καί μέ ἁπλωμένο τό χέρι Της νά μᾶς πιάσει στό κάθε πιθανόν πέσιμό μας. Τά ἄπειρα καταγεγραμμένα ἤ μή θαύματα ἐπεμβάσεως τῆς Θεοτόκου, στό παρελθόν καί στό παρόν, ἐπιβεβαιώνουν τήν πραγματικότητα αὐτή.

ΣΤ’ ΟΛΟΓΙΟΜΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

«Μάθε μου απ’ τη σοφία σου» είπε

μικρό παιδί στ’ ολόγιομο φεγγάρι.

«Μην ψάχνεις λόγια, μόνο κοίτα με»

τ’ απάντησε αυτό με γέροντα τη χάρη.

Και το παιδί μαθήτευσε παρέα στ’ ασημόφως.

«Διάβασε» την υπομονή – σιγά σιγά χωρίς

βιάση καμιά φτάνει στο γέμισμά του.

«Διάβασε» την ταπείνωση – δεν επαναστατεί

που ήλιο αντιδωρίζει πάντα στο πέρασμά του.

«Διάβασε» την ελπίδα – ακόμα και στη χάση του

φλουδίτσα τόση δα λιόφωτο διηγιέται.

(Από την ποιητική συλλογή του π. Γ.Δ. "Κλαίει ο Θεός")


Μία μουσική προσέγγιση του φεγγαριού μάς προσφέρει ο Στέφανος Δορμπαράκης από τον δίσκο του "Λευκό Γράμμα" στην παρακάτω διεύθυνση στο youtube. Τίτλος της σύνθεσης: "LUNA". 

Luna - Στέφανος Δορμπαράκης (Official Video) - YouTube

31 Ιουλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Και ιδών ο Ιησούς την πίστιν αυτών, είπε τω παραλυτικώ: Θάρσει, τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» (Ματθ. 9, 2)

Ο Κύριος, ως ο ενσαρκωθείς Θεός μας, έρχεται στον κόσμο προς σωτηρία του κόσμου, ανατρέποντας όμως όλες τις θεωρούμενες λογικές παραμέτρους. Ο ερχομός Του συνιστά αν όχι την κατάργηση της λογικής, σίγουρα όμως την υπέρβασή της. Με τον Χριστό, βρισκόμαστε σε άλλο επίπεδο ζωής, που ναι μεν «πατάει» στο έδαφος, αλλά κινείται στο χώρο του ουρανού. Όλα με τον Χριστό δηλαδή λειτουργούν θεανθρώπινα. Αυτή είναι η αίσθηση που αποκομίζει κανείς και από το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα: ο Κύριος θεραπεύει έναν παράλυτο, τον οποίο φέρνουν ενώπιόν Του κάποιοι φίλοι του παραλύτου. Κι ο Κύριος αποκαθιστώντας τον σώο, του θεραπεύει ταυτόχρονα και την ψυχή. Πριν δηλαδή δώσει την εντολήν «άρον σου την κλίνην και ύπαγε εις τον οίκον σου», τον βεβαιώνει: «τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Τι θέλουμε να πούμε πιο συγκεκριμένα;

1. Δύο είναι στο περιστατικό οι «ανατροπές» της ανθρώπινης λογικής. Ο Κύριος, με το δεδομένο της θέλησής Του να θεραπεύσει τον παράλυτο, πρώτον˙ θα έπρεπε να απευθυνθεί  σε αυτόν δίνοντας εντολή για την αποκατάσταση του προβλήματός του: να γίνει υγιής σωματικά, να σηκωθεί από το κρεβάτι του και να περπατήσει, κάτι που γίνεται, αλλά δευτερογενώς, δεύτερον˙ θα έπρεπε να απευθυνθεί σε αυτόν αποκλειστικά, αφού αυτός μόνος είχε το πρόβλημα. Του παραλύτου μόνον η πίστη θα έπρεπε να ήταν η προϋπόθεση για να ενεργοποιηθεί η δύναμη του Χριστού, όπως το συναντούμε σε άλλες περιπτώσεις, π.χ. του παραλύτου της κολυμβήθρας της Βηθσαϊδά.

2. Όμως ο Κύριος συμπεριφέρεται διαφορετικά από το ανθρωπίνως προβλεπόμενο. Κ α ι  η προτεραιότητά του είναι όχι η παραλυσία του ανθρώπου, αλλά οι αμαρτίες του, η ψυχική του δηλαδή κατάσταση, κ α ι  η «όρασή» Του είναι ευρύτερη, αφού κοιτά την πίστη όλων, και του παραλύτου και των φίλων του, προκειμένου να τον θεραπεύσει. Γιατί λοιπόν αυτές οι «ανατροπές»; Η απάντηση δεν φαίνεται να είναι ιδιαιτέρως δύσκολη. Στην πρώτη «ανατροπή», ο Κύριος, μέσα από τη συγκεκριμένη περίπτωση, μάς επισημαίνει την αλήθεια ότι το κεντρικό και ουσιαστικό πρόβλημα του ανθρώπου δεν είναι τόσο η σωματική του κατάσταση, όσο η πνευματική. Η αμαρτία δηλαδή είναι εκείνο που αρρωσταίνει τον άνθρωπο, τον παραλύει ψυχικά και τον κάνει να καταστρέφεται και να οδηγείται στον θάνατο, αφού αυτή τον χωρίζει από τον Θεό, την πηγή της ζωής. Ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος να ζει φυσιολογικά με τον Θεό, γι’  αυτό και κάθε αμαρτία αποτελεί διαστροφή, τραύμα και πληγή στην ύπαρξή του. «Τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» - ψωνίζεις θάνατο με την αμαρτία! Η σωματική παραλυσία, η σωματική ασθένεια, αποτελεί αντανάκλαση της πνευματικής παραλυσίας, συνεπώς η πραγματική θεραπεία ξεκινάει από την ψυχή. Πολλές φορές βέβαια υφίσταται η υγεία της ψυχής χωρίς να είναι υγιές και το σώμα, όπως συμβαίνει και το αντίθετο, κάτι που ανάγεται στις ανεξερεύνητες βουλές του Θεού που έχει συγκεκριμένο σχέδιο για τον κάθε άνθρωπο. Στην προκειμένη περίπτωση του σημερινού ευαγγελίου όμως, η αμαρτία του παραλύτου ήταν και η αιτία της σωματικής του παραλυσίας, γι’ αυτό και ο Κύριος «κτυπάει» τη ρίζα του κακού.

Στη δεύτερη «ανατροπή», ο Κύριος μάς προσανατολίζει σε μία βαθειά αλήθεια: κοιτώντας όχι μόνον την πίστη του παραλύτου αλλά και των φίλων του, που φαίνεται να τη λαμβάνει σοβαρότατα υπ’  όψιν, είναι σαν να μας αποκαλύπτει τη δύναμη της κοινωνίας των ανθρώπων μεταξύ τους, το πόσο δηλαδή συγκινεί τον Θεό να μας βλέπει ενωμένους για την πραγμάτωση ενός καλού, ώστε αυτό που οι πολλοί ή οι περισσότεροι του ενός επιθυμούν και το ζητούν από Εκείνον, να γίνεται αμέσως ενέργεια και πράξη. Και βεβαίως γνωρίζουμε  ως χριστιανοί ότι αυτό συνιστά και τον σκοπό του ερχομού του Χριστού στον κόσμο: «ίνα τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγάγη εις εν». Αυτό ήταν και το βασικό αίτημα του Χριστού στην αρχιερατική προσευχή Του, λίγο πριν από το Πάθος Του. Ζητούσε από τον Ουράνιο Πατέρα «ίνα ώσιν (οι άνθρωποι) εν, καθώς και ημείς εν εσμέν». Κι αιτία για την «ευαισθησία», θα λέγαμε, του Θεού μας στο θέμα της ενότητας προφανώς δεν είναι κάτι άλλο, από το ότι η ενότητα αποτελεί το σημάδι της ύπαρξης της αγάπης, η οποία πάντοτε συνιστά και το κύριο θέλημα του Θεού. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Στη σημερινή περίπτωση λοιπόν οι φίλοι του παραλύτου φανερώνουν την αγάπη τους προς τον φίλο τους και η ενότητά τους αυτή δίνει ώθηση και στην αγάπη του Χριστού να εκφραστεί με αμεσότητα.

3. Η αντίδραση του Χριστού όμως να θεραπεύσει ψυχοσωματικά τον παράλυτο, με τη συνέργεια βεβαίως της πίστεως και των φίλων του, αποκαλύπτει, εκτός από τη δύναμη της αγάπης και της ενότητας, όπως είπαμε, τη θεότητα και από την άποψη αυτή του Ιησού Χριστού. Ο Χριστός ως Κύριος ο Θεός είναι ο μόνος που μπορεί να συγχωρεί τις αμαρτίες των ανθρώπων, κάτι που ναι μεν προκαλεί τους Φαρισαίους, επιβεβαιώνεται όμως από το θαύμα που ακολουθεί. Κι είναι η μόνη πραγματικότητα που οδηγεί τον άνθρωπο σε ψυχοσωματική ισορροπία. Διότι είναι αποδεδειγμένο ότι εκείνο που προκαλεί ταραχή στον άνθρωπο, επιθετικότητα και θλίψη, είναι η ενοχή που δημιουργεί πάντοτε η αμαρτία. Επομένως, μόνον όταν ο άνθρωπος απαλλαγεί από τις ενοχές του, δηλαδή όταν εν μετανοία στραφεί προς τον Χριστό, θα μπορέσει να γαληνέψει και να σταθεί με καλό τρόπο απέναντι και στον κάθε συνάνθρωπό του.

Η δύναμη της κοινής πίστεως, η βίωση της αφέσεως των αμαρτιών. Πνευματικές καταστάσεις, που τις ζούμε στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, και μάλιστα εκεί που κατεξοχήν φανερώνεται αυτή, στη Θεία Λειτουργία. Μέσα στις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής και στη «θολούρα» των παθών του κόσμου, η λύση είναι πέραν των ανθρωπίνων «λογικών». Είναι εκεί που υπάρχει ο ίδιος ο Χριστός, ο μόνος ικανός να θεραπεύσει την όποια παραλυσία.

Ο ΠΡΟΚΟΜΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΑΝΤΟΥ ΠΡΟΚΟΒΕΙ!

Ἡ ἐπιλογή τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς εἶναι ἀσφαλῶς σημαντικό πράγμα καί πρέπει μέ σοβαρότητα νά τήν ἀντιμετωπίσει κανείς. Δέν εἶναι ὅμως τό πᾶν. Γιατί  εἴτε ἐπιλέξει κανείς νά κάνει οἰκογένεια εἴτε ἐπιλέξει τήν ἀφιερωμένη ζωή τοῦ καλόγερου κάνει ἐπιλογή ἑνός δρόμου. Τό ζητούμενο δέν εἶναι ὁ δρόμος, ἀλλά ὁ Χριστός. ᾽Εκεῖνος εἶναι καί ὁ δρόμος καί τό τέρμα τοῦ δρόμου. “Τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός” πού λέει καί ὁ μεγάλος ἀπόστολος. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἄν ἔχουμε ᾽Εκεῖνον ἐνώπιόν μας πάντοτε, δηλαδή ἄν ἡ καθημερινή προτεραιότητά μας εἶναι πῶς νά σταθοῦμε στίς ἅγιες ἐντολές Του ὥστε μέ ἀγάπη πρός Αὐτόν νά Τόν κοινωνοῦμε στά ἅγια μυστήρια τῆς ᾽Εκκλησίας μας, δέν ἔχει καί τόση σημασία τό εἶδος τοῦ δρόμου πού ἀκολουθοῦμε. Μπορεῖ λοιπόν κάποιος νά γίνει καλόγερος, μπορεῖ νά κάνει οἰκογένεια, μπορεῖ κι ἁπλῶς νά μένει, πού λέει ὁ λόγος, στό σπίτι του: ἄν κρατάει τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ θά σωθεῖ.

Ὁπότε δέν πρέπει κανείς νά ἀπολυτοποιήσει τήν ἐπιλογή τοῦ δρόμου. ᾽Ακόμη καί λάθος ἐπιλογή νά κάνει, ἐνῶ δηλαδή εἶναι φτιαγμένος γιά οἰκογένεια νά γίνει καλόγερος, ἤ ἐνῶ τοῦ ταιριάζει πιό πολύ ἡ μοναχική ἀφιέρωση ἐκεῖνος νά  κάνει οἰκογένεια, δέν σημαίνει ὅτι θά χάσει, ἄν πράγματι τό ἐπιθυμεῖ, τόν στόχο του. Πού θά πεῖ: ῾Ο προκομμένος ἄνθρωπος, αὐτός πού μέ φιλότιμο ἀγωνίζεται, ὅπου καί νά βρεθεῖ θά προκόψει. Ὅπως τό ἔλεγε ἀκριβῶς ὁ ὅσιος  τῆς ἐποχῆς μας Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης: «Ὁ προκομμένος ἄνθρωπος, σέ ὅποια ζωή καί ἄν βρεθεῖ, εἴτε μοναχός εἴτε λαϊκός, θά κάνει προκοπή πνευματική, γιατί θά ἐργαστεῖ φιλότιμα. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος πού δέν καλλιεργεῖ τό φιλότιμο πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός, ἀνεπρόκοπος θά εἶναι καί στή μία ζωή καί στήν ἄλλη».

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ ΕΥΔΟΚΙΜΟΣ

«Αυτός ο μακάριος έζησε επί της βασιλείας του Θεόφιλου του μισόχριστου (9ος μ.Χ. αι.). Οι γονείς του ήταν πατρίκιοι, καταγόταν δηλαδή ο άγιος από αρχοντική οικογένεια,  κι ήταν γνωστοί ορθόδοξοι, Βασίλειος και Ευδοκία στο όνομα και Καππαδόκες στο γένος. Γι’  αυτό και ο Ευδόκιμος ανατράφηκε με πολύ ενάρετο τρόπο, παίρνοντας το τιμητικό αξίωμα του κανδιδάτου, (τιτλούχου της αυτοκρατορικης φρουράς), από τον Θεόφιλο, γενόμενος στρατοπεδάρχης πρώτα της γης των Καππαδοκών, κι έπειτα ολόκληρης της γης των Ρωμαίων. Ήταν εξαιρετικά δίκαιος, διαφυλάττοντας την ισότητα απέναντι σε όλους και  κάνοντας πολλές ελεημοσύνες καθημερινά. Ζούσε  έντονα την εκκλησιαστική ζωή, φροντίζοντας τις χήρες και τα ορφανά και ενεργοποιώντας κάθε είδος αρετής. Μ’  αυτόν τον τρόπο ο μακάριος πολιτεύτηκε κατά Θεόν, μέχρις ότου αρρώστησε βαριά και παρέθεσε έτσι το πνεύμα του σ’  Εκείνον. Μετά την τελευτή του, κατόπιν εντολής που είχε δώσει όσο ζούσε, έθαψαν το τίμιο σώμα του με τα ενδύματα και τα υποδήματά του, το οποίο σώμα του δοξάσθηκε από τον Θεό με θαύματα πολλά, τα οποία τώρα αδυνατούμε να τα διηγηθούμε λεπτομερώς. Η μετακομιδή του λειψάνου του προς το Βυζάντιο έγινε στις 6  Ιουνίου, η δε αγία κοίμησή του, στις 31 Ιουλίου».

Το τέλος του μηνός Ιουλίου καταυγάζεται από τη φωτεινή μνήμη, όπως λάμπει ο ήλιος που ανατέλλει, του αγίου και δικαίου Ευδοκίμου. «Ως όρθρος, ως ήλιος ανέτειλε η μνήμη σου», διατρανώνει ο υμνογράφος της εορτής του. Ο ίδιος διαρκώς τονίζει το πόσο ο άγιος ευδοκίμησε πνευματικά στη ζωή του, τόσο που τον θεωρεί ως τύπο του ορθοδόξου πιστού. Στο πρόσωπο και τη ζωή δηλαδή του αγίου Ευδοκίμου κατανοούμε το τι σημαίνει να είναι κανείς αληθινά ορθόδοξος, κάτι που μας δίνει το δικαίωμα να κρίνουμε με ορθά κριτήρια τις διάφορες «εκδόσεις» ορθοδοξίας που προβάλλονται σήμερα, με την απαίτηση μάλιστα από ορισμένες  να θεωρούνται και οι μοναδικά αυθεντικές. Τι τονίζει λοιπόν εν προκειμένω ο υμνογράφος; «Τα δόγματα των Πατέρων φυλάττων αλώβητα, ορθόδοξον φρόνημα συ εκ νεότητος έσχηκας, βίον ακηλίδωτον και ευσυμπάθητον γνώμην, αξιάγαστε». Δηλαδή: Φύλαξες τα δόγματα (την πίστη) των Πατέρων καθαρά και ανόθευτα, αξιοθαύμαστε Ευδόκιμε, γι’ αυτό και απέκτησες από τη νεότητά σου ορθόδοξο φρόνημα, βίο αγνό και ακηλίδωτο και διάθεση γεμάτη αγάπη στους συνανθρώπους σου.

Ο άγιος Ευδόκιμος λοιπόν από τη νεότητά του είχε ορθόδοξο φρόνημα. Σπεύδει αμέσως όμως ο ποιητής να μας πει ότι η ορθοδοξία του δεν ήταν ένα είδος ιδεολογίας: μία αποδοχή προτάσεων πίστεως, έστω και αληθινών, αλλά εμψυχωνόταν από την ίδια τη ζωή του, την οποία ζούσε καθημερινώς με αγνότητα και αγάπη. Με άλλα λόγια, η ορθοδοξία του αγίου ναι μεν είχε όλα τα στοιχεία της ορθής στον Χριστό πίστεως – ό,τι τελικώς ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως – αλλά την πίστη αυτή τη ζούσε στο εκάστοτε παρόν με έλεγχο των επιθυμιών του, ώστε η εγκράτεια και η σωφροσύνη να τον καθοδηγούν, και με πλήρωση της καρδιάς του από αγάπη. Διότι μία πίστη που δεν ζωντανεύει με την αγάπη, μέσα στα πλαίσια της εγκρατείας, σταματάει να είναι χριστιανική και μπορεί μάλιστα να θεωρείται και δαιμονική: Διότι «και τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίττουσι».

Ο υμνογράφος όμως με τον λιτό κι επιγραμματικό του τρόπο, μας λέει το πώς ο άνθρωπος, όπως το βλέπουμε στον άγιο Ευδόκιμο, μπορεί να λειτουργεί έτσι ορθόδοξα: «τα δόγματα των Πατέρων φυλάττων αλώβητα». Μόνον εκείνος που βρίσκεται στον ίδιο δρόμο με τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, δηλαδή κρατάει καθαρή τη δική τους παράδοση, συνεπώς και τη δική τους αγιασμένη ζωή, μπορεί τελικώς να είναι ορθόδοξος. Εκείνος που θα πιστέψει ότι είναι ορθόδοξος, διαγράφοντας την Πατερική παράδοση και στήνοντας μία δική του κατανόηση της χριστιανικής πίστεως, πλανάται πλάνην οικτράν. Και τούτο γιατί η ακολουθία των Πατέρων συνιστά ακολουθία του ίδιου του Χριστού, δεδομένου ότι αυτοί έζησαν με τον πιο δυνατό και αυθεντικό τρόπο, και μάλιστα τις περισσότερες φορές δίνοντας και την ίδια τη ζωή τους, τη ζωή Εκείνου. Γι’  αυτό και τονίζεται ποικιλοτρόπως ότι η Εκκλησία μας είναι μεταξύ των άλλων Πατερική, άρα και ορθά αποστολική. Ο άγιος Ευδόκιμος λοιπόν αναδείχθηκε άγιος και δίκαιος, γιατί έζησε σωστά ως ορθόδοξος: πατερικά και εκκλησιαστικά. Κι αυτό μας προτρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν επιθυμούμε τον αγιασμό μας.

30 Ιουλίου 2021

«ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΡΩ ΔΙΑΖΥΓΙΟ…»

«Πάτερ, είμαι παντρεμένη αρκετά χρόνια», είπε η νέα ακόμη γυναίκα στον ιερέα που τον είχε παρακαλέσει να την ακούσει για λίγο, «έχω και δύο παιδιά, μεγάλα πια, φοιτητές είναι. Αγόρια και τα δύο. Με τον σύζυγό μου παντρευτήκαμε από αγάπη και έρωτα που λένε, περάσαμε καλά, αλλά  μέχρι… εκεί. Δύο δεκαετίες πια, έχει επέλθει κούραση στη σχέση μας, κι ένα χρόνο τώρα παλεύω με τον λογισμό… - δυσκολεύτηκε να το ξεστομίσει  - του διαζυγίου. Θέλω να τον χωρίσω, πάτερ, τον άντρα μου. Βλέπω ότι δεν τον αγαπώ όπως παλιά. Ο έρωτας έχει ξεθωριάσει μέσα μου, κι αιτία απ’ ό, τι βλέπω είναι η… ατημελησιά του». Σταμάτησε.  

«Μπορείτε να γίνετε λίγο πιο σαφής;»  ρώτησε ο ιερέας. Του φάνηκε ότι είχε ακούσει κι άλλες φορές την ίδια ή και παρόμοια ιστορία. Ζευγάρια που μετά παρέλευση κάποιων χρόνων ή και δεκαετιών ακόμη, ζητούν να χωρίσουν. Γιατί κουράστηκαν. Γιατί αποξενώθηκαν μεταξύ τους. Γιατί διαπίστωσαν ότι η σχέση τους κρατήθηκε αρκετά χρόνια λόγω των παιδιών τους και μόνο. Όταν τα παιδιά άρχισαν να μεγαλώνουν και να φεύγουν, είδαν το… κενό μεταξύ τους και τρόμαξαν! Πολλοί δυστυχώς βρήκαν τη λύση της εξωσυζυγικής σχέσης: νόμισαν ότι θα ανανέωναν τη ζωή τους. Αλλά μάλλον εις μάτην…

«Ναι, πάτερ. Όπως σας είπα ξεκινήσαμε με έρωτα και μάλιστα μεγάλο. Αλλά το ξέρω ότι αυτό δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα. Είχα ακούσει και σε ένα κήρυγμά σας ότι ο ανθρώπινος έρωτας είναι σαν την μπαταρία˙ έχει ημερομηνία λήξεως».

«Γι’ αυτό και πρέπει να είμαστε συνδεδεμένοι με την πηγή της αγάπης, τον Κύριο, για να παραμένει πάντοτε ζωντανός», έσπευσε να προσθέσει ο ιερέας. «Κι αυτό είχα πει».

«Το θυμάμαι. Αλλά είναι αρκετά χρόνια τώρα, που εκείνο που μου προκαλεί σχεδόν απέχθεια απέναντι στον άνδρα μου είναι το… πάχος του. Ήταν καλοκαμωμένος, αλλά μετά αφέθηκε. Πήρε αρκετά κιλά, αλλοιώθηκε η σιλουέτα του, έγινε δυσκίνητος. Προσπάθησα πολλές φορές να τον πείσω να κάνει δίαιτα, να προσέξει και την υγεία του μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά μου δηλώνει ότι δεν βρίσκεται στην κατάλληλη ψυχολογία, για να ξεκινήσει κάτι τέτοιο. Κι αυτό μου το λέει χρόνια τώρα. Νιώθω σαν να έχω έναν ξένο δίπλα μου. Δεν τον θέλω πια…». Η γυναίκα έσκυψε το κεφάλι και δύο σταγόνες βρήκαν την ευκαιρία να ξεστρατίσουν από τα βλέφαρά της.

«Να σας ρωτήσω κάτι;» είπε ο ιερέας, ο οποίος συμπάθησε πολύ τη γυναίκα, γιατί είδε ότι ο Πονηρός την πολεμάει με πλάγιους και δόλιους λογισμούς.

«Ασφαλώς, πάτερ», είπε και σκούπισε μ’ ένα μαντηλάκι τα δάκρυά της.

«Σαν άνθρωπος πώς είναι; Είναι βάναυσος απέναντί σας ή απέναντι στα παιδιά σας; Και δεν εννοώ τώρα που είναι μεγάλα τα παιδιά, αλλά και όταν ήταν μικρά. Μήπως είναι μέθυσος; Μήπως τεμπέλης ή γυναικάς; Μήπως χαρτοπαίκτης;»

Δεν δίστασε η γυναίκα. «Όχι, πάτερ. Δεν έχω να του προσάψω κάποια τέτοια κατηγορία. Μπορεί να μην είναι … «θεούσος», αλλά κι αυτός έρχεται κατά καιρούς στην εκκλησία. Και μάλιστα χαίρεται όταν με βλέπει να έρχομαι εγώ συχνότερα από αυτόν. Σας είπα όμως ότι ο βασικός λόγος είναι η έλλειψη φροντίδας για τον εαυτό του. Κι αυτό είναι που με… «δαιμονίζει»: για μένα η έλλειψη αυτή σημαίνει αδιαφορία απέναντί μου. Σημαίνει ότι δεν είμαι γι’ αυτόν κάτι που έχει σημασία. Είναι η απόδειξη ότι απλώς… συνυπάρχει μαζί μου. Ίσως γιατί με θεωρεί απολύτως δεδομένη πια».

Σταμάτησε για λίγο. Για να συνεχίσει πιο σταθερά: «Πάτερ, μπορεί να σταθεί ένας τέτοιος γάμος κάτω από αυτές τις συνθήκες; Δεν είναι πια σαν να παίζουμε θέατρο; Άρχιζα να σκέπτομαι τον χωρισμό, γιατί μεγάλωσαν τα παιδιά και θα μας καταλάβουν καλύτερα. Άλλωστε, νομίζω ότι κι αυτά βλέπουν την κατάσταση. Μας αγαπούν, νομίζω, και τους δύο, αλλά διαπιστώνουν ότι μεταξύ μας τα πράγματα δεν είναι και τόσο… ρόδινα».

Ο ιερέας προσευχόταν. Είχε προσηλώσει το βλέμμα του στο τέμπλο, στο πρόσωπο του Κυρίου, και Τον παρακαλούσε να φωτίσει κι αυτόν και κυρίως τη γυναίκα. Έβλεπε το δίκιο της, αλλά δεν μπορούσε να έχει σφαιρική άποψη για τη σχέση του ανδρογύνου. Άκουγε μονομερώς τα πράγματα.

«Να σας πω», έκανε κάποια στιγμή. «Νομίζετε ότι – το λέω επειδή είστε πιστή γυναίκα –  αν βρεθείτε στην κρίση του Θεού, ο Θεός θα σας δικαιώσει; Θέλω να πω, πιστεύετε αληθινά ότι το πρόβλημα αυτό συνιστά πραγματικό λόγο διαζυγίου; Ο ίδιος ο Κύριος τον μόνο λόγο διαζυγίου που αναγνώρισε ήταν η πορνεία και η μοιχεία. Και μου λέτε ότι κάτι τέτοιο δεν συντρέχει στην περίπτωση του συζύγου σας. Η ατημελησιά του μάλιστα έρχεται προς επίρρωση αυτού. Συνήθως ένας που… ξενοκοιτάει, φροντίζει τον εαυτό του ιδιαίτερα. Δεν ξενοκοιτάει λοιπόν, δεν είναι πότης, δεν είναι χαρτοπαίκτης, δεν είναι τεμπέλης, δεν είναι βάναυσος. Δεν είναι καν άπιστος. Χαίρεται μάλιστα που εσείς πηγαίνετε και στην Εκκλησία, την οποία και αυτός κάποιες φορές την επισκέπτεται».

Η γυναίκα σαν να άκουγε πρώτη φορά τα… προτερήματα του άνδρα της. Ο ιερέας… ζωγράφιζε το πορτρέτο του, με βάση τα στοιχεία που η ίδια του είχε δώσει. Μάλλον έβλεπε ότι ήταν υπερβολική στις εκτιμήσεις της και στις αποφάσεις της.

«Μα, δεν είναι σοβαρό πρόβλημα αυτό που συμβαίνει;» είπε, κι έκανε μία προσπάθεια να ζωντανέψει το… κλονισμένο της ηθικό.

«Βεβαίως και είναι», συμφώνησε ο ιερέας. «Το ζευγάρι πρέπει να προσέχει πάρα πολύ τη μεταξύ τους σχέση. Γι’ αυτό και σας υπενθύμισα ότι χρειάζεται σύνδεση με την πηγή της αγάπης, τον Κύριο» - Τον έδειξε στο τέμπλο και φαινόταν να παρακολουθεί φιλάνθρωπα τη συζήτηση. «Κανονικά, η σχέση του ζευγαριού πρέπει να είναι το αντικείμενο της καθημερινής φροντίδας του κάθε μέλους. Κάθε μέρα δηλαδή πρέπει ο καθένας: ο άντρας, η γυναίκα, να έχει την έγνοια πώς να αρέσει στον άλλον. Μας το λέει τόσο ωραία ο απόστολος Παύλος: «ο άντρας πρέπει να φροντίζει πώς να αρέσει στη γυναίκα του. Η γυναίκα πρέπει να φροντίζει πώς να αρέσει στον άνδρα της». Κι αυτό γιατί η σχέση τους δεν είναι απλώς μία συνύπαρξη. Αποτελεί μυστήριο που εικονίζει τη σχέση του Χριστού με την Εκκλησία. Υπάρχει περίπτωση ο Χριστός να μην ενδιαφέρεται για την Εκκλησία Του; Καθημερινά θυσιάζεται γι’ Αυτήν. Μπορεί η Εκκλησία να μην ενδιαφέρεται για τον Κύριο; Μα είναι η ζωή και το κεφάλι της. Το ίδιο συμβαίνει και με το ανδρόγυνο. Η ετοιμασία έτσι για τον γάμο δεν τελειώνει με τον… γάμο. Συνεχίζεται και μετά από αυτόν. Όπως σας είπα, καθημερινά. Και για πάντα. Μέχρι το τέλος. Κι όταν έτσι πορεύεται το ζευγάρι, η σχέση τους αυτή προεκτείνεται και στην αιωνιότητα. Μαζί και μετά τον θάνατο, όταν βεβαίως έλθει η ώρα του καθενός. Να σας υπενθυμίσω και μάλιστα κάτι επ’ αυτού για τον όσιο της εποχής μας, τον μεγάλο Γέροντα Πορφύριο. Είδε κάποια φορά την πρεσβυτέρα ενός ιερέα να φεύγει από τη ζωή αυτή και να συναντάται η ψυχή της με την ψυχή του συζύγου της στα Ουράνια. Και δάκρυσε γιατί έβλεπε να την υποδέχεται ο ιερέας με άρρητη χαρά και να λάμπουν και οι δύο μέσα στη χάρη του Θεού. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι μιλάμε για μία σχέση, την έγγαμη, που υπερβαίνει ακόμη και τον θάνατο». Δάκρυσε κι ο ιερέας.

«Τι μου προτείνετε, πάτερ;» είπε η γυναίκα, εμφανώς συγκινημένη κι αυτή.

«Εφόσον εσείς είστε εδώ – μακάρι να ερχόσασταν κάποια φορά μαζί με τον σύζυγό σας, θα ήταν το καλύτερο – θα σας πρότεινα δύο πράγματα: πρώτον, όσο μπορείτε να βαθύνετε τη σχέση σας με την Εκκλησία μας, δηλαδή με τον ίδιο τον Κύριο. Εκείνος θα σας ενισχύει σε κάθε δυσκολία και σε κάθε σας πρόβλημα. Η αγάπη Του είναι η μόνη απόλυτη, πιστή και δεδομένη».

«Και δεύτερον;» ρώτησε η γυναίκα.

«Δεύτερον, πάρτε μία σελίδα και χωρίστε την κάθετα στη μέση. Από τη μία γράψτε σαν τίτλο «Θετικά». Από την άλλη γράψτε «Αρνητικά». Στα Θετικά λοιπόν σημειώστε ό,τι καλό επισημαίνετε για τον άνδρα σας, όπως μερικά μου απαριθμήσατε προηγουμένως. Στα Αρνητικά γράψτε ό,τι σας ενοχλεί και σας πειράζει. Θα διαπιστώσετε, με ευχάριστη έκπληξη νομίζω, ότι τα Θετικά θα υπερτερήσουν συντριπτικά. Και μείνετε σ’ αυτά. Μη ξεχνάτε άλλωστε ότι τέλειος άνθρωπος δεν υπάρχει. Κι ο πιο τέλειος θεωρούμενος έχει πολλές παραξενιές και πολλές αδυναμίες. Προσαρμοστείτε λοιπόν στις αδυναμίες του άνδρα σας, όπως ασφαλώς κι εκείνος στις δικές σας. Και… κάτι ακόμη».

Ανασήκωσε το κεφάλι της η γυναίκα περιμένοντας.

«Αν αρχίσετε να βλέπετε τον άνδρα σας και πάλι με ενδιαφέρον, αν ζωντανέψετε λίγο την αγάπη σας γι’ αυτόν, θα δείτε και την αναθέρμανση του δικού του ενδιαφέροντος και της δικής του αγάπης. Και τότε, να είστε βέβαιη, ότι και τα κιλά του θα ρίξει, και θα γίνει και πάλι κομψός. Γιατί θα έχει λόγο να το κάνει».

Η κυρία, μάλλον ανακουφισμένη και συγκινημένη, ευχαρίστησε τον ιερέα, του φίλησε το χέρι και απομακρύνθηκε.

«Πάτερ», είπε γυρίζοντας ελαφρά προς τα πίσω, «θα σας δω σύντομα. Αλλά στο εξομολογητάρι αυτήν τη φορά…».