07 Αυγούστου 2021

ΜΗ ΞΕΧΝΑΜΕ: Ο ΠΟΝΗΡΟΣ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ!

Οἱ διακοπές, μέσα στό πλαίσιο τοῦ δυνατοῦ πιά πού ζοῦμε σήμερα οἱ ἄνθρωποι μέ τά τόσα προβλήματα, κατανοοῦνται δικαιολογημένα ὡς εὐκαιρία χαλάρωσης σωματικῆς καί ψυχικῆς, ἀλλά δέν πρέπει νά γίνεται τό ἴδιο καί ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς. Καί τοῦτο γιατί ἡ πνευματική χαλάρωση συνιστᾶ στήν πραγματικότητα ὀπισθοχώρηση καί πτώση τοῦ ἀνθρώπου, κατά τό «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι» τοῦ Κυρίου (Ματθ. 12, 30), ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος – καί μιλᾶμε πάντοτε γιά τόν πιστό καί «ὑποψιασμένο» πιστό Χριστιανό – καλεῖται νά σχετίζεται μέ τόν Θεό ἀδιάκοπα καί νά βρίσκεται διαρκῶς στήν ὁδό τηρήσεως τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν. Τυχόν παραθεώρηση τῆς πίστεως στόν Θεό καί τῆς ὑπακοῆς στούς λόγους Του ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ πνευματική ἀδυναμία, πού τόν κάνει νά χάνει τήν ἀνθρωπιά του, νά αὐξάνει τόν ἐγωισμό του καί συνεπῶς νά μένει ἔκθετος στίς ἐπιθέσεις τῶν πονηρῶν δυνάμεων, οἱ ὁποῖες καραδοκοῦν πότε ὁ ἄνθρωπος θά λησμονήσει τόν Θεό γιά νά γίνει εὔκολη λεία στίς ἴδιες.

Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε αὐτό πού διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, ὅτι ὁ Θεός δέν πρόκειται νά μᾶς κρίνει γιατί χαλαρώσαμε τή σχέση μας μαζί Του, ἀλλά γιατί χαλαρώνοντας τή σχέση μας αὐτή γινήκαμε ἕρμαια στά χέρια τοῦ διαβόλου. Ὅπως τό λέει καί ἕνα σύγχρονο στιχούργημα, ἀποδίδοντας τήν ἴδια ἀλήθεια: «Δέν θά μᾶς κρίνει ὁ Θεός γιά προσευχές π’ ἀφήσαμε, μά πού αὐτές ἀφήνοντας στό πονηρό γλιστρήσαμε. Γιατί ‘ναι νόμος μυστικός ὁ νοῦς πού ’ναι ἀλήτης, ἄν δέν δεθεῖ μέ τόν Θεό νά ’ναι δαιμόνων θύτης». Ἡ ἐπιμονή στή σχέση μέ τόν Θεό, ἡ χωρίς διακοπές μνήμη τοῦ ὀνόματός Του, ἡ προτεραιότητα τοῦ λόγου Του στή ζωή μας γίνονται γιά νά εἴμαστε ἐμεῖς θωρακισμένοι καί δυνατοί, ὥστε νά ζοῦμε τή ζωή μας μέ φυσιολογικό τρόπο, δηλαδή τόν τρόπο πού μᾶς δημιούργησε ὁ Θεός ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ πλάσματά Του. Τά παραπάνω βεβαίως  καθίστανται αὐτονόητα μέ τήν ἁπλή ἐπισήμανση ὅτι ὁ διάβολος καί τά ὄργανά του οὐδέποτε πηγαίνουν διακοπές, οὐδέποτε χαλαρώνουν τόν ἐναντίον μας πόλεμο, σύμφωνα καί μέ τήν εἰκόνα πού μᾶς δίνει ὁ ἀπόστολος Πέτρος: «ὁ διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέτρ. 5, 8).

06 Αυγούστου 2021

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ! (5)

«Ικετεύω, Παρθένε,…της αθυμίας την ζάλην, διασκεδάσαι μου…» 

(ωδή γ΄ Μικρού Παρακλ. Κανόνος)

Προχωρώντας προς την αποκορύφωση των θεομητορικών εορτών, την Κοίμηση της Θεοτόκου, επιμένουμε οι πιστοί να απευθυνόμαστε παρακλητικά στην Παναγία Μητέρα του Κυρίου μας. Διότι, όπως λέει και ο ποιητής, «δεν έχουν τέλος τα πάθια του κόσμου». Κι αυτά τα «πάθια» μας καταθέτουμε σε Εκείνην, που αφενός τα πέρασε και ξέρει τι σημαίνουν, και αφετέρου μπορεί να μας ενισχύσει και να μας παρηγορήσει. Στο προκείμενο τροπάριο ο υμνογράφος επισημαίνει κάτι πολύ σημαντικό που συχνά, ενώ το βιώνουμε ως κάτι το αρνητικό, δεν το κατανοούμε, αγνοώντας επομένως την αιτία του και τη δυνατότητα υπέρβασής του: την αθυμία. Η αθυμία είναι εκείνη η αρνητική πνευματική κατάσταση, η οποία δημιουργεί μία έλλειψη διάθεσης για οτιδήποτε πνευματικό, μία «ακεφιά» που λέμε, γεγονός που κάνει τον άνθρωπο που τον διακατέχει να μη θέλει να προσευχηθεί, να μη θέλει τον εκκλησιασμό, να μη θέλει να μελετήσει τον λόγο του Θεού, να «σέρνεται» κυριολεκτικά σε ό,τι συνιστά βίωση της πνευματικής ζωής. Και δεν είναι τυχαίο που ο ποιητής την κατάσταση αυτή την περιγράφει ως κατάσταση ζάλης: ο άνθρωπος παραπατάει, βρίσκεται σε μία σύγχυση, αδυνατεί να δει καθαρά τον εαυτό του και τον γύρω του κόσμο.

Ποια η αιτία για τη δυσάρεστη πνευματική αυτή κατάσταση; Και οι άγιοί μας, αλλά και η ίδια η εμπειρία μας το επισημαίνουν: η χαλάρωση στην πνευματική μας ζωή, δηλαδή η εμπλοκή μας στα πράγματα του κόσμου τούτου, που μας κάνουν να χάνουμε την προτεραιότητα της ζωής: τη βασιλεία του Θεού, κατά τον λόγο του Κυρίου: «ζητείτε πρώτον την βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού…». Κι είναι μία πραγματικότητα που πρέπει να την έχουμε πάντοτε κατά νου: όταν χάνω τη στενή σχέση με τον Χριστό, όταν δηλαδή τα λόγια Του δεν αποτελούν τον βασικό άξονα της ζωής μου, θα πρέπει να γνωρίζω ότι θα έρθει το αποτέλεσμα: η ακηδία, η αθυμία, η θλίψη και η στενοχώρια. «Θλίψις και στενοχωρία παντί τω εργαζομένω το κακόν». Διότι βεβαίως η ανατροπή των προτεραιοτήτων, δηλαδή να θέτω ως πρώτα αυτά που πρέπει να είναι δεύτερα: τα πράγματα και οι επιδιώξεις αυτού του κόσμου, πιστοποιούν την αμαρτία μου και δεν είναι χωρίς πληρωμή. Ό,τι επιλέγω στη ζωή μου, το αντίστοιχο και θα εισπράξω. Κι ίσως αυτό θα πρέπει να επισημαίνουμε και στους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρεφόμαστε και πιθανόν η ζωή τους να μην είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού: όχι να τους ελέγχουμε αυστηρά, όχι να δυσανασχετούμε και να οργιζόμαστε, αλλά με ταπεινό και ησύχιο τρόπο, και βεβαίως πάντοτε με αγάπη και σεβασμό, να τους λέμε: Πρόσεξε, αδελφέ, μην οδηγηθείς σε αθυμία. Σαν τον όσιο Ποιμένα που λέει το Γεροντικό, που όταν είδε κάποιο αδελφό να αμαρτάνει, ενώ είχε την εξουσία να τον ελέγξει, εκείνος το μόνο που του είπε, ήταν ακριβώς αυτό. Κι αυτό συνέτισε τον αδελφό.

Η υπέρβαση της αθυμίας λοιπόν είναι μονόδρομος: η τήρηση του θελήματος του Θεού, η προσπάθεια να βάζουμε τον εαυτό μας στις άγιες εντολές του Κυρίου, κατεξοχήν δε στην εντολή της αγάπης. Δεν υπάρχει άνθρωπος που προσπάθησε να ζήσει την αγάπη και να μην ένιωσε αυτό που την ακολουθεί: τη χαρά και την ευτυχία. Όπως το σημειώνει ο απόστολος Παύλος, όταν καταγράφει τον καρπό της παρουσίας του αγίου Πνεύματος στη ζωή του ανθρώπου: «Ο δε καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη…». Από την άποψη αυτή, όταν στρέφομαι στην Παναγία μας για να της ζητήσω να μου διασκορπίσει τη ζάλη της αθυμίας, στην πραγματικότητα της ζητώ τη δύναμη να μπορώ να συγχωρώ τον συνάνθρωπό μου, να μπορώ να τον αγαπώ με όλη την ένταση της καρδιάς μου.

05 Αυγούστου 2021

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Στη Μεταμόρφωση συμπυκνώνεται η θεολογία της Εκκλησίας, την οποία εξέφρασε ιδιαιτέρως τον 14ο αι. ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν προκλήθηκε  από αιρετικούς που την διέστρεφαν. Μερικές όψεις του θαυμαστού γεγονότος βοηθούν στην εμβάθυνση της θεολογίας αυτής.

1. Η Μεταμόρφωση του Χριστού στην πραγματικότητα είναι Μεταμόρφωση των μαθητών: ο Χριστός, ων Θεός και άνθρωπος, με ενωμένες τις δύο Του φύσεις «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» στη μία Του θεϊκή υπόσταση-προσωπικότητα, δεν αλλάζει ποτέ. Παραμένει πάντοτε ο Ίδιος. Στο γεγονός της Μεταμορφώσεως λοιπόν δεν προσλαμβάνει κάτι που δεν είχε, αλλά αυτό που ήταν, το αποκαλύπτει «κατά μέρος» για να το δουν και να το νιώσουν οι τρεις μαθητές που Τον συνόδευαν. Κι αυτό ήταν η θεϊκή Του δόξα – «μετασκευάστηκαν» οι οφθαλμοί τους εν Πνεύματι να δουν το «άκτιστον φως» Του.

2. Είδαν ό,τι μπορούσαν να αντέξουν. Κατά το κοντάκιο της εορτής, «ως εχώρουν οι μαθηταί Σου, την δόξαν Σου, Χριστέ ο Θεός, εθεάσαντο». Κι είναι ευνόητο: Ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος και ο Θεός είναι άπειρος. Ο άνθρωπος, όπως και όλη η δημιουργία, ακόμη και οι άγγελοι, όχι μόνον δεν μπορεί να δει και να μετάσχει στην ουσία του Θεού – αυτό είναι μόνο για την αγία Τριάδα – αλλά μπορεί να δει και να μετάσχει σ’ αυτό που λέμε ενέργεια (αλλιώς χάρη, δόξα, φως) του Θεού, μόνον εκ μέρους, όσο αντέχει. Αυτό που λαμβάνει όμως είναι ό,τι ανώτερο για εκείνον. Κάτι παραπάνω θα τον «διέλυε». «Κανείς δεν μπορεί να δει τον Θεό και να ζήσει».

3. Γιατί συνέβη αυτό; Διότι μετά ακολουθούν τα γεγονότα του Πάθους, άρα έπρεπε οι μαθητές να κατανοήσουν ότι το Πάθος ήταν εκούσιο -  η επιλογή του ενανθρωπήσαντος Θεού για να σώσει το ανθρώπινο γένος, αίροντας την αμαρτία του επί του Σταυρού. Κατά  το κοντάκιο και πάλι: «ίνα όταν Σε ίδωσι σταυρούμενον, το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον, τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα».

4. Στη μετοχή της λαμπρής θέας του προσώπου του Χριστού, οι μαθητές συνειδητοποιούν και την προοπτική τη δική τους. Ό,τι δόξα είδαν δηλαδή στον Χριστό, την ίδια θα ζήσει και ο πιστός άνθρωπος. Γιατί Εκείνος ήλθε να κάνει τον άνθρωπο ένα μαζί Του. Το μυστήριο του βαπτίσματος, όπως και τα άλλα μυστήρια, σ’  αυτό στοχεύουν: η ζωή Του να γίνει και δική μας ζωή. «Άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα Θεόν τον άνθρωπον απεργάσηται». Αυτό τόνισαν οι Πατέρες των (Οικουμενικού χαρακτήρα) Συνόδων του 14ου αι., αποδεχόμενοι τη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά: το φως της Μεταμορφώσεως γίνεται όριο για τους πιστούς στον κόσμο αυτόν («θέωση»), με προοπτική άπειρη μετά τον ερχομό του Χριστού στη Δευτέρα Του Παρουσία. «Τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος».

5. Έτσι ανακαινίζεται και η φύση. Πώς; Τα ενδύματα του Χριστού   έλαμψαν και έγιναν λευκά σαν το χιόνι. Δηλαδή, η χάρη του Χριστού μεταγγίστηκε και στα υλικά πράγματα, σημείο μετοχής της φύσεως στη δόξα του Θεού. Διότι η φύση δεν είναι κάτι κακό ή κατώτερο και συνεπώς αποβλητέο, αλλά αναβαθμίζεται και αυτή βρίσκοντας τη θέση της: να είναι βοηθός του ανθρώπου στη σωτηρία του. «Η προσμονή της φύσεως   είναι να σωθεί ο άνθρωπος, ώστε με τη σωτηρία αυτού να σωθεί και εκείνη» (απόστολος Παύλος). Έτσι η Μεταμόρφωση είναι μία ισχυρή απάντηση σε όσους θέλουν να βλέπουν τον χριστιανισμό ως μία πνευματοκρατία ή ένα ιδεαλισμό, με υποτίμηση και άρνηση της ύλης.

6. Τι σημαίνει όμως η παρουσία του Μωυσή και του Ηλία από την Παλαιά Διαθήκη στη Μεταμόρφωση;  Πρώτον, ότι ο Χριστός είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου (ο Μωυσής πέθανε, ο Ηλίας αναλήφθηκε). Ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος εναποθέτει το σώμα του στη γη, αλλά η ψυχή του, με τη χάρη του Θεού, συνεχίζει να ζει. Κι αυτό το σώμα, όπως έδειξε η Ανάσταση του Κυρίου, θα αναστηθεί για να ενωθεί και πάλι με την ψυχή. Ο θάνατος λοιπόν έγινε μία απλή δίοδος, που οδηγεί στην αγκαλιά του Χριστού, πιο έντονα και άμεσα όμως: «πρόσωπον προς πρόσωπον». Και προεικόνιση αυτού είναι η παρουσία των Πατριαρχών στο Θαβώρ. Κι ακόμη∙ ο Κύριος φανερώνεται ως κέντρο και της Παλαιάς Διαθήκης: του Νόμου (Μωυσή) και των προφητών (Ηλία), συνεπώς και η Παλαιά Διαθήκη έχει χριστοκεντρικό χαρακτήρα.

Η Μεταμόρφωση συγκεφαλαιώνει την πνευματική ζωή της Εκκλησίας.  Η γεύση της απαιτεί την ετοιμότητα του ανθρώπου να αποδεχτεί τον πλούτο αυτό. Ένας ύμνος της εορτής μάς καθοδηγεί: «Ας αστράψουμε κι εμείς από τις θείες αλλοιώσεις (της Μεταμορφώσεως), καταφιλώντας την. Έχοντας την καρδιά μας ως υψηλότατο όρος, καθαρισμένη από τα πάθη, θα δούμε τη Μεταμόρφωση του Χριστού να φωτίζει τον νου μας».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΕΥΣΙΓΝΙΟΣ

«Ο άγιος Ευσίγνιος γεννήθηκε στην Αντιόχεια και ήταν στρατιωτικός για εξήντα ολόκληρα χρόνια. Στρατεύθηκε όταν βασίλευε ο Κωνστάντιος ο Χλωρός, πατέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έζησε πολλά χρόνια και πρόφτασε μέχρι και τη βασιλεία του Ιουλιανού του Παραβάτου. Όταν κάποτε ο βασιλιάς αυτός έφτασε στην Αντιόχεια, ζήτησε να τον δει κάποιος γέροντας στρατιώτης 110 χρονών! Ο Ιουλιανός από περιέργεια τον δέχτηκε και έμεινε έκπληκτος όταν είδε τον γέροντα στρατιώτη τόσων χρόνων να διατηρεί αλύγιστο το σώμα του. Διέταξε και τον περιποιήθηκαν όσο το δυνατόν καλύτερα. Αλλά ο Ευσίγνιος δεν ικανοποιήθηκε απ’  αυτές τις περιποιήσεις του Ιουλιανού και του δήλωσε ότι είναι χριστιανός και ότι μάταια προσπαθεί να ζωντανέψει ένα πτώμα, όπως είναι η ειδωλολατρία. Και επί τέλους, να πάψει να διώκει τον Χριστό. Όταν άκουσε αυτά ο Ιουλιανός, εξαγριώθηκε και διέταξε αμέσως να τον αποκεφαλίσουν. Τότε ο Ευσίγνιος, γεμάτος από χαρά, είπε:  «Ευχαριστώ, βασιλιά. Ο θάνατος με σεβάστηκε στο πεδίο των μαχών, για να με εύρει τώρα και να μου δώσει το κτύπημα χάριν του Χριστού. Τέτοιο τέλος είναι άξιο χριστιανού στρατιώτη, και δοξολογώ τον Ύψιστο που ευδόκησε να με φυλάξει για ένα τέτοιο τέλος. Έτσι ο Ευσίγνιος έλαβε τον τίμιο θάνατο του μαρτυρίου με αποκεφαλισμό το 362 μ. Χ.» (Από το ιστολόγιο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).

Είναι συγκλονιστική η περίπτωση του γέροντα Ευσιγνίου, του μεγαλομάρτυρα αυτού αγίου (εξαποστειλάριο), αγνώστου στους περισσοτέρους χριστιανούς, γνωστότατου όμως στον Θεό και τους αγίους Του. Έλαβε μέρος σε πολλούς πολέμους, κατά τη δήλωσή του, υπηρέτησε πολλούς επίγειους βασιλείς με κίνδυνο της ζωής του, γέμισε το σώμα του πληγές και αίματα από τις μάχες, όμως ο Θεός θέλησε να φύγει με τον ενδοξότερο τρόπο για τα δεδομένα της πίστεώς μας: να δώσει τελικά το αίμα του για χάρη του Χριστού, να φτάσει δηλαδή στο ανώτερο δυνατό σημείο που αποκαλύπτεται η πίστη σ’  Εκείνον, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου: «σε μας χαρίστηκε όχι μόνο να πιστεύουμε στον Χριστό αλλά και να πάσχουμε για Εκείνον». Ήδη ο άγιος υμνογράφος του, Ιωσήφ, επανειλημμένως το επισημαίνει: «Ντύθηκες, ένδοξε, με τη θεία χάρη την πορφύρα που κοκκίνισε από το αίμα της σάρκας σου... Και συμβασιλεύεις με τον Χριστό πάντοτε γεμάτος ευφροσύνη» (στιχ. εσπ.).

Σε τέτοια προχωρημένη ηλικία βεβαίως, εκατόν δέκα χρονών!, εκείνο που υφίσταται είναι η ραθυμία – το ίδιο το σώμα έχει καμφθεί, δεν έχει δύναμη ούτε να βαδίσει! Κι όμως, στον άγιο Ευσίγνιο βλέπουμε έναν ευσταλή γέροντα που προξένησε κατάπληξη και στον ίδιο τον βασιλιά, που η καρδιά του χαρακτηριζόταν από νεανικό σφρίγος και δύναμη: το σφρίγος της πίστεως του Χριστού. Διότι σ’  αυτό οδηγεί η αληθινή πίστη, που θα πει η αγάπη προς τον Χριστό: να δυναμώνει και να νευρώνει την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. «Ιδού καινά ποιώ πάντα» όπως δηλώνει ο ίδιος ο Κύριος, ή όπως αλλιώς το ομολογεί ο απόστολος: «Γίνομαι πανίσχυρος με τον Χριστό που με δυναμώνει». «Θωρακίστηκες, Ευσίγνιε, από την πανοπλία του Χριστού και νίκησες τις παρατάξεις των αθέων τυράννων κι απέκτησες βραβεία νίκης, καθώς αθλήθηκε με ανδρείο φρόνημα» (εξαποστειλάριο). Κι ακόμη πιο καίρια: «Σε εγρήγορση ευρισκόμενος, απώθησες τη νύστα της ραθυμίας, μάρτυς Ευσίγνιε, κι έτρεξες εκούσια με αδίστακτη πίστη προς την άθληση» (ωδή δ΄).

Τι είναι εκείνο που αποτελεί την προϋπόθεση της πίστεως και της γνήσιας αγάπης προς Κύριο τον Θεό; Διότι είναι ευνόητο ότι η πίστη και η αγάπη δεν αναπτύσσονται σε οποιοδήποτε έδαφος, δηλαδή σε βρώμικη λόγω αμαρτίας καρδιά, παρά μόνον εκεί που υπάρχει καλή διάθεση και βαθειά αναζήτηση της αλήθειας. Ο άγιος Ιωσήφ, ο σπουδαίος υμνογράφος της Εκκλησίας μας, εξηγεί με τον δικό του τρόπο: «Η αγιασμένη σου διάνοια, αθλοφόρε, αναδείχτηκε οίκος του Παρακλήτου Πνεύματος, γι’  αυτό και σε δοξολογούμε με πίστη» (ωδή α΄).  Πρόκειται για τον μακαρισμό, και όχι μόνο, του ίδιου του Κυρίου, που αποκαλύπτει ότι τον Θεό μπορεί να Τον δει μόνον αυτός που έχει καθαρή καρδιά: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ότι ο άγιος Ευσίγνιος, σε όλη τη ζωή του, πολύ περισσότερο στα τέλη του, αγωνιζόταν  από αγάπη προς τον Θεό για την καθαρότητα αυτή, ακολουθώντας με συνέπεια τις άγιες εντολές Του. Η οδός των εντολών του Κυρίου συνιστά τον μονόδρομο της καθάρσεως της καρδιάς και της διάνοιας του ανθρώπου, οπότε ανοίγεται χώρος για τη «σκήνωση» του Πνεύματος του Θεού σ’  αυτήν – ο πιστός άνθρωπος ζει με επίγνωση μέσα στην παρουσία του Κυρίου. Ο άγιος Ιωσήφ και πάλι το επισημαίνει: «Επειδή ήσουν προσκολλημένος στον Δεσπότη Χριστό με γνησιότητα, απομάκρυνες τον εαυτό σου από την πονηρία, Ευσίγνιε» (ωδή ε΄).  

ΝΑ ΓΙΝΟΜΑΣΤΕ Η ΕΙΚΟΝΑ ΜΑΣ!

Εφόσον «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» και ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από Εκείνον «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσίν» Του, ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να αγαπά. Δεν μπορεί ως εκ της φύσεώς του να είναι κάτι διαφορετικό από το «αρχέτυπό» του, τον ίδιο τον Θεό, συνεπώς κάθε έκπτωση από την αγάπη συνιστά διαστροφή και ανωμαλία. Κι η αλήθεια αυτή επιτείνεται από την εξήγηση που δίνουν οι άγιοι Πατέρες μας, ότι ο εικονισμός του ανθρώπου ανάγεται στο δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον Ιησού Χριστό, διότι «Αὐτός ἐστιν ἡ εἰκών του Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολ. 1, 15). Με άλλα λόγια στη δημιουργία του ανθρώπου υπήρχε η προοπτική της ενσαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού – ο άνθρωπος δημιουργείται κατά τον τύπο του ερχομένου στον κόσμο Θεού -, γι’ αυτό και ο άνθρωπος δεν μπορεί να δει την αλήθεια του εαυτού του πέρα και έξω από τον Ιησού Χριστό, ιδιαιτέρως δε πέρα και έξω από ό,τι συνιστούσε τη ζωή Εκείνου, τη θυσιαστική αγάπη.

Ο άνθρωπος λοιπόν είναι φυσιολογικός, είναι normal, όταν ζει κατά τον λόγο και τη ζωή του Χριστού. Όταν ο ίδιος ο Κύριος καλούσε και καλεί τον άνθρωπο «ὀπίσω Αὐτοῦ ἀκολουθεῖν» (Ματθ. 8, 22. 9,9 κ.π.ά.), δεν το έκανε και δεν το κάνει για να έχει οπαδούς ως αρχηγός μίας κάστας ή ενός κόμματος – «ἄπαγε τῆς βλασφημίας!» -, αλλά για να δώσει στον άνθρωπο τον ορθό του προσανατολισμό, προκειμένου να βρει τον κανονικό ρυθμό και το νόημα της ζωής του. Αγάπη έτσι για τον άνθρωπο σημαίνει φως και ζωή και αλήθεια. Σημαίνει εύρεση της χαράς και του Παραδείσου.

04 Αυγούστου 2021

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ! (4)

«Τῇ Θεοτόκῳ ἐκτενῶς νῦν προσδράμωμεν... ἐν μετανοίᾳ... κράζοντες ἐκ βάθους ψυχῆς...».

Το τροπάριο είναι από τα γνωστότερα θεοτοκία που ψέλνει η Εκκλησία μας, το οποίο  με λιτό, αλλά ανάγλυφο τρόπο, προβάλλει τη στάση του πιστού ανθρώπου έναντι της Παναγίας Θεοτόκου. Δύο είναι τα στοιχεία που συνιστούν τη στάση αυτή: (1) η Παναγία έχει αφενός την εξουσία να βοηθήσει εμάς που ταλανιζόμαστε από τα θλιβερά του βίου και «χανόμαστε» από το πλήθος των πταισμάτων μας, λόγω της παρρησίας της έναντι του Υιού και Θεού της, αφετέρου την αγάπη για να έχει στραμμένο το ενδιαφέρον της σ’ εμάς και να θέλει να μας βοηθήσει. Τυχόν αμφισβήτηση της δύναμης και της αγάπης της θα ακύρωνε και τη θέση της στην Εκκλησία και την ίδια την ύπαρξη βεβαίως των προσευχών μας σε αυτήν. Η Παναγία όμως είναι «των θλιβομένων η χαρά και των χριστιανών η προστάτις», κι ακόμη «ο γλυκασμός των αγγέλων». Όλη η δημιουργία αναπνέει τον αέρα της αγιασμένης παρουσίας της και τρέφεται με το όνομά της, πλην βεβαίως των αγγέλων του σκότους και των συν αυτοίς, για τους οποίους και μόνη η αναφορά της είναι φωτιά που τους κατακαίει.

(2) Εμείς που την προσεγγίζουμε και την επικαλούμαστε, πρέπει να την προσεγγίζουμε και με τον σωστό τρόπο. Και ο υμνογράφος κυρίως σ’ αυτό επικεντρώνει την προσοχή μας.

Δηλαδή, πρώτον: «προσδράμωμεν ἐκτενῶς». Στην Παναγία πηγαίνουμε με σπουδή, τρέχοντας. Όχι ράθυμα, όχι «σέρνοντας», σαν να κάνουμε μία αγγαρεία. Ένας τέτοιος τρόπος φανερώνει την έλλειψη της αγάπης μας προς αυτήν, άρα και προς τον Χριστό, γεγονός που σημαίνει ότι θέτουμε οι ίδιοι εμπόδιο στην παροχή της χάρης που είναι έτοιμη να μας δώσει. Με άλλα λόγια, όπως το μικρό παιδί τρέχει στην αγκαλιά της μάνας του, για να βρει ασφάλεια και καταφύγιο, έτσι και ο πιστός: η προσφυγή στην Παναγία είναι κάτι το φυσικό και ό,τι πιο αγαπητό μπορεί να υπάρξει σ’ αυτόν. Κι «ἐκτενῶς»: όχι μία λέξη και να φύγουμε, αλλά να μείνουμε στην αγκαλιά της, να της πούμε τον πόνο μας, τις ταλαιπωρίες μας. Γιατί το νιώθουμε ως ανάγκη και εκείνη χαίρεται για τα παιδιά της που την αγαπούν.

Και δεύτερον: «ἐν μετανοίᾳ» και «ἐκ βάθους ψυχῆς». Δεν είναι δυνατόν να τρέχω με σπουδή σ’  Εκείνην που δείχνει αδιάκοπα τον Χριστό και να είμαι αμετανόητος. Όπως η μόνη στάση έναντι του Χριστού είναι η μετάνοια, το ίδιο και έναντι της Παναγίας. Διότι η μετάνοια φανερώνει την αληθινή διάθεση του πιστού να συντονιστεί με τη ζωή του Χριστού. Χωρίς μετάνοια είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος ζει μόνο τον εγωισμό του και αποτελεί ενεργούμενο των πονηρών δυνάμεων. Παναγία λοιπόν και αμετανοησία από πλευράς μας είναι μείγμα ανύπαρκτο και αδιανόητο. Πώς φαίνεται η γνησιότητα της μετανοίας μας; Από το γεγονός ότι θέλουμε να αλλάξουμε ριζικά: «ἐκ βάθους ψυχῆς». Η επιφανειακότητα στη σχέση μας με την Παναγία κατανοείται ως ένα είδος παιχνιδιού του εγωισμού μας. Αλλά ο «Θεός – όπως και οι άγιοι – οὐ μυκτηρίζεται». Δεν κοροϊδεύουμε τον Θεό και τους αγίους. Μία στροφή μας στην Παναγία, δηλαδή τελικώς στον Χριστό και Θεό μας, όπως έχουμε ξαναπεί, απλώς και μόνο σε κάποια δύσκολη στιγμή μας, για να «γλιτώσουμε», ώστε να επανέλθουμε στον ίδιο αμαρτωλό ρυθμό μας, μάλλον θα μας έκανε να πέσουμε στην «οργή» του Θεού. Και «φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος».

Να παρακαλούμε την Παναγία, ναι. Αλλά με τον τρόπο  που πρέπει. Διότι «αἰτεῖτε, καί οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε» (άγιος Ιάκωβος).

ΦΩΣ ΑΠΟ ΤΟ... ΜΕΛΛΟΝ!

Τό ἐσχατολογικό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ διαρκής προσανατολισμός της δηλαδή πρός τόν καί πάλιν «ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς» Ἰησοῦ Χριστό καί τή Βασιλεία Του τήν αἰώνια, (πού θά πεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία φωτίζεται από τό μέλλον),  διαφυλάσσει τούς πιστούς ἀπό τόν μεγαλύτερο κίνδυνο πού διατρέχουν πάντοτε καί παντοῦ: τόν συσχηματισμό τους μέ τόν κόσμο, τήν ἔκπτωσή τους ἀπό τό «καινόν» πού ἔφερε ὁ Χριστός στό «κοινόν» τοῦ κόσμου – νά ζοῦν ὅπως οἱ ἀποκομμένοι ἀπό τόν Θεό ἄνθρωποι μέ τό ρυπαρό στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας νά τούς διακατέχει. Πρόκειται γιά τόν κίνδυνο τῆς ἐκκοσμικεύσεως πού ἐλλοχεύει στή ζωή ὅλων μας, εὐθύς ὡς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό αὐτό τό ἦθος, τό ὁποῖο μᾶς θέτει ἀδιάκοπα πάνω στήν ἐγρήγορση πού ζήτησε καί ζητᾶ ὁ Χριστός ἀπό τούς πιστούς. Ἡ αἴσθηση ὅτι ὁ κόσμος δέν εἶναι ἡ τελική ἀναφορά μας, διότι «παράγει», παρέρχεται, ἡ βαθειά πεποίθηση ὅτι ὡς μέλη τοῦ Χριστοῦ δέν μποροῦμε παρά νά προσβλέπουμε στόν μόνο καί αἰωνίως Ὄντα, τόν Τριαδικό Θεό καί τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, δίνει τήν ἀποφασιστική ὤθηση ὥστε νά ζοῦμε σύμφωνα μ’ αὐτό πού ἐπισημαίνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ὡς τέκνα ὄχι πιά τοῦ σκότους, ἀλλά τοῦ φωτός, διότι ἡ νύκτα ἔχει παρέλθει  καί τό φῶς ἤδη ἔχει φανεῖ (πρβλ. Ρωμ. 13, 11 ἑξ.).  Μόνον ὅταν ἡ λήθη, πού συνιστᾶ τή μεγαλύτερη τυραννίδα κατά τούς Πατέρες, μᾶς καταλάβει, τότε πράγματι μποροῦμε νά χάσουμε αὐτό πού εἶναι ἡ προτεραιότητά μας, δηλαδή ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ» (Ματθ. 6, 33) προτρέπει συνεχῶς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.