03 Σεπτεμβρίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΘΙΜΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ

«Ο άγιος Άνθιμος οδηγήθηκε δέσμιος για εξέταση προς τον αυτοκράτορα Μαξιμιανό, ενώ είχαν φέρει εκεί όλα τα όργανα των βασανιστηρίων. Κι όταν ρωτήθηκε και με παρρησία κήρυξε τον Χριστόν, του σπάσανε τον τένοντα, τον πλήγωσαν με πυρωμένα σίδερα και τον άπλωσαν γυμνό πάνω σε όστρακο, οπότε και τον κτύπησαν με ραβδιά. Στη συνέχεια του βάλανε ως υποδήματα χαλκά στηρίγματα πυρακτωμένα και τον έδεσαν σε τροχό, ενώ στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι. Κι ενώ κόπηκε το κεφάλι, συνέχισε να φυτρώνει τρίχες».

Ο άγιος Άνθιμος ανήκει στη χορεία των αγίων ιερομαρτύρων, οι οποίοι έχουν διπλή τη χάρη του Θεού: της ιερωσύνης και του μαρτυρίου. Και στα δύο διέπρεψε τόσο, ώστε να χαίρονται και να δοξολογούν τη μνήμη του και οι πιστοί στον κόσμο τούτο, αλλά και οι άγγελοι και οι προγενέστεροι αυτού μάρτυρες, άρα σύμπασα η Εκκλησία, η στρατευόμενη και η θριαμβεύουσα ονομαζομένη. Διότι «θυσίαν το πρότερον Θεώ φέρων την αναίμακτον, ως ιερεύς εννομώτατος, ως ολοκάρπωμα και δεκτήν θυσίαν σεαυτόν δι’  αίματος, ως Μάρτυς αληθέστατος ύστερον, Χριστώ προσήγαγες», δηλαδή ως ιερεύς που ζούσε απολύτως σύμφωνα με το θέλημα του Θεού πρόσφερε πρώτα την αναίμακτη θυσία σ’  Εκείνον, έπειτα δε, ως μάρτυς αληθέστατος πρόσφερε τον εαυτό του δεκτή θυσία στον Χριστό με το αίμα του. Κι όχι μόνο αυτό: υπήρξε, όπως έχει σημειωθεί και άλλοτε, αλείπτης πολλών μαρτύρων, δηλαδή με τον λόγο του,  τις παραινέσεις του και τις προσευχές του, κυρίως όμως με τη ζωή του,  καθοδήγησε και άλλους στο να μείνουν σταθεροί στην πίστη τους και να γίνουν και αυτοί μάρτυρες του Κυρίου. «Μαρτύρων στρατεύματα Χριστώ, Πάτερ, προσενήνοχας, ταις υποθήκαις σου, Άνθιμε, και παραινέσεσι, νουθετών, διδάσκων, και σαφές υπόδειγμα, θεόφρον, σεαυτόν παρεχόμενος» (Πάτερ θεόφρον, πρόσφερες στον Χριστό στρατεύματα μαρτύρων, καθώς τους νουθετούσες με τις διδασκαλίες σου και τις παραινέσεις σου και τους παρείχες τον εαυτό σου ως σαφές υπόδειγμα).

Η υπέρ άνθρωπον πορεία του αγίου Ανθίμου, και όσο ζούσε εν ειρήνη και την ώρα του μαρτυρίου, είναι βεβαίως καρπός και της θείας χάρης που τον ενίσχυε – κανείς δεν μπορεί από μόνος του να γίνει μάρτυρας Χριστού, με την έννοια όχι μόνον της υπομονής στα βασανιστήρια, κάτι που το συναντάμε και στα μαρτύρια εκτός της χριστιανικής πίστεως, αλλά και της επιμονής στην αγάπη προς τους εχθρούς: ο μάρτυρας του Χριστού πεθαίνει προσευχόμενος για τους διώκτες του – αλλά και της δικής του θέλησης, την οποία ολοκάρδια είχε καταθέσει στον Κύριό του. Αν μάλιστα δεν υπάρχει αυτή η θέληση από πλευράς του ανθρώπου, η χάρη του Θεού μένει ανενέργητη, όσο κι αν επιθυμεί ο Θεός να σώσει τον άνθρωπο. Η θέληση του αγίου Ανθίμου να είναι με τον Θεό, η οποία ενεργοποιούσε και τη χάρη του Θεού, φάνηκε από την επίμονη προσπάθειά του να κρατάει στο νου και την καρδιά του τη μνήμη του Θεού. Ο άγιος ζούσε την εντολή του Κυρίου «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη ψυχή σου, εν όλη τη καρδία σου, εν όλη τη διανοία σου, εν όλη τη ισχύι σου και τον πλησίον σου ως σεαυτόν», γεγονός που προκαλούσε τον διάβολο, που δεν εύρισκε δίοδο πειρασμού στην καρδιά του. Το αποτέλεσμα βεβαίως σ’  αυτές τις περιπτώσεις είναι γνωστό: ο μεν διάβολος εκνευρίζεται, ενώ ο πιστός άνθρωπος ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τη χάρη του Θεού, διά της οποίας και κατατροπώνει τον αντίπαλο. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας περιγράφει την εσωτερική αυτή κατάσταση με εξαίσιο τρόπο: «Νευρώσας την ψυχήν, επιμόνοις μελέταις, εξενεύρισας εχθρόν, ανδρείαις συμπλοκαίς, και ανίσχυρον έδειξας». Δυνάμωσες την ψυχή σου με επίμονες μελέτες (του Θεού), γι’  αυτό και εκνεύρισες τον εχθρό, τον οποίο και απέδειξες ανίσχυρο, συμπλεκόμενος με αυτόν με ανδρειότητα.

Ο άγιος Άνθιμος είναι παράδειγμα όχι μόνον για τους πιστούς της εποχής του, αλλά και κάθε εποχής. Μας υπενθυμίζει ότι τον Θεό δεν μπορούμε να Τον έχουμε στο περιθώριο της ζωής μας, αλλά στο κέντρο της, που σημαίνει πως ό,τι λέμε, κάνουμε, σκεπτόμαστε πρέπει να αποπνέουν το άρωμα της θεϊκής παρουσίας. Κι αυτό πραγματοποιείται αν αρχίσουμε να συνειδητοποιούμε ότι το όλο μυστικό της πνευματικής ζωής, που ενεργοποιεί, όπως είπαμε, τη χάρη του Θεού, είναι το θέμα των λογισμών. Ο νους και η καρδιά μας πρέπει να είναι στραμμένα προς τον Θεό. Η επίμονη μελέτη μας στην παρουσία του Θεού, στις άγιες εντολές Του, στις προσευχές μας, κυρίως με τη σύντομη ευχή «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», είναι εκείνη που ζωντανεύει την πίστη μας και μας κάνει πραγματικά μέλη του Χριστού, κυριολεκτικά κατοικητήρια Εκείνου. Ο άγιος Άνθιμος είναι και ο δικός μας αλείπτης στην εύρεση της Βασιλείας του Θεού.

02 Σεπτεμβρίου 2021

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΝΗΣΤΕΥΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

 «Δι’ ἐγκρατείας, Πάτερ, καί προσευχῆς ἀκλινοῦς εἰσῆλθες πρός τήν ἀκρόπολιν τῆς ἀρετῆς, θεοφόρε, ἔνθα τῆς τρυφῆς τόν χειμάρρουν τρυφᾷς» (ωδή γ΄ κανόνος αγίου).

(Με την εγκράτεια, Πάτερ θεοφόρε, και τη σταθερή και ακλόνητη προσευχή σου εισήλθες στην ακρόπολη της αρετής, δηλαδή την αγάπη, όπου απολαμβάνεις τον χείμαρρο της τρυφής του Παραδείσου).

Α. «Ο άγιος Ιωάννης από παιδί διακρίθηκε για τη σπάνια εγκράτεια του και για τον από φυσικού έρωτα προς τη νηστεία, πράγμα που του έδωσε και την προσωνυμία του Νηστευτή. Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και όταν έγινε έφηβος έκανε το επάγγελμα του χαράκτη. Η καρδιά του όμως, ήταν δοσμένη στα θεία και κάθε μέρα διάβαζε την Αγία Γραφή και άλλα θρησκευτικά βιβλία, πλουτίζοντας έτσι τις γνώσεις του. Τα πλεονεκτήματα του αυτά, εκτίμησε ο Πατριάρχης Ιωάννης ο Γ' και τον χειροτόνησε διάκονο. Από τη θέση αυτή ανέπτυξε ιδιαίτερα την ελεημοσύνη, βοηθώντας πλήθος φτωχών και άλλων απόρων. Αργότερα έγινε πρεσβύτερος, και μετά το θάνατο του Πατριάρχη Ευτυχίου, με κοινή υπόδειξη αρχόντων και λαού, εκλέχτηκε διάδοχος του ο Ιωάννης ο Νηστευτής σαν Ιωάννης Δ' (582 επί βασιλέως Μαυρικίου). Το πόσο έλαμψε και σαν Πατριάρχης ο Ιωάννης, έχουμε πολύ εύγλωττες μαρτυρίες: Ο επίσκοπος Σενιλλίας Ισίδωρος τον παριστάνει σαν Άγιο και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος τον αποκάλεσε «σκήνωμα πάσης ἀρετῆς». Στον Ιωάννη επίσης Σύνοδος των Πατριαρχών που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 587, του απένειμε τον τίτλο «Οἰκουμενικός». Σχετικά με τις εκκλησιαστικές ποινές ο Ιωάννης θέσπισε σοφό κανονικό, που βρίσκεται στο Πηδάλιο. Κοιμήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου του 595 μ.Χ. και το λείψανό του τάφηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων» (Από ιστολόγιο: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).

Β. Ο παραπάνω ύμνος του αγίου υμνογράφου Γερμανού καταγράφει τον δρόμο που ακολούθησε ο όσιος προκειμένου να εισέλθει στην αγκαλιά του Κυρίου και να απολαμβάνει έκτοτε την τρυφή της Βασιλείας Του. Η μόνη διαφορά είναι ότι επιλέγει αντί του όρου «Βασιλεία του Θεού» τη φράση «ακρόπολη της αρετής», διότι και τα δύο ταυτίζονται: ακρόπολη της αρετής είναι η αγάπη και αγάπη είναι ο ίδιος ο Θεός. Λοιπόν, ο άγιος Ιωάννης έφτασε στο άκρο της αρετής αυτής, που θα πει η καρδιά του και όλη η ύπαρξή του έγινε κατοικητήριο της αγίας Τριάδος, ήδη από τη ζωή αυτή στον κόσμο τούτο, πολύ περισσότερο όμως μετά την οσιακή κοίμησή του.

Δεν είναι απροϋπόθετη όμως η πορεία αυτή και η ένταξη στη Βασιλεία του Θεού. Απαιτείται η συνέργεια του ανθρώπου κι αυτή εκφράζεται με το ασκητικό φρόνημα της εγκράτειας και την εν αγάπη προσκόλληση του ανθρώπου στον Κύριο κατεξοχήν μέσω του αγώνα της προσευχής. Εγκράτεια και προσευχή θεωρούνται κατά την ορθόδοξη πίστη μας τα πιο «βαριά» όπλα της πνευματικής ζωής, τα οποία συνδέονται ουσιωδώς και οργανικώς μεταξύ τους. Κι αυτό διότι κανείς δεν μπορεί να προσευχηθεί ορθά, που θα πει με αταλάντευτη και «ακλινή» προσήλωση προς τον Κύριο, αν δεν έχει καταστήσει και δεν καθιστά τον εαυτό του ελεύθερο από τα πάθη του μέσω της εγκρατείας του. Άνθρωπος με άλλα λόγια που είναι έκδοτος στις ηδονές και τα πάθη του λόγω της ακρασίας του, δηλαδή άγεται και φέρεται από την προσκόλλησή του σ’ αυτά, δεν μπορεί να αναφερθεί σωστά στον Κύριο, η όποια προσευχή του ρυπαίνεται από την βρωμιά των παθών του.

Πάει για παράδειγμα να προσευχηθεί ένας μνησίκακος και αντί του προσώπου του Κυρίου «βλέπει» διαρκώς ενώπιόν του το πρόσωπο εκείνου που μισεί γιατί ενδεχομένως κάτι του έκανε. Και μπορεί να λέει λόγια προσευχής με το στόμα, η καρδιά του όμως «ζωγραφίζει» εικόνες εκδίκησης για τον υποτιθέμενο εχθρό του – μία «προσευχή» έτσι που στρέφεται εναντίον του ίδιου του εαυτού του και αυξάνει το πλήθος των αμαρτιών του! Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας, στηριγμένη στον Κύριο και στους αγίους Πατέρες της που εμπειρικά έζησαν τα της πνευματικής ζωής, μας παροτρύνουν πάντοτε στη νηστεία, στον περιορισμό κάθε ανεξέλεγκτης τάσης για απόλαυση των ηδονών του βίου, στη μετριοπάθεια – είναι ο δρόμος για να μπορούν οι οφθαλμοί μας να είναι στραμμένοι, όπως είπαμε, προς τον Κύριο. «Μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό», όπως απεκάλυψε το αψευδές στόμα του Κυρίου μας.

ΤΟ ΑΠΤΟΗΤΟ ΦΡΟΝΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΜΑ

«Αὐτοθελῶς πρός τούς ἀγῶνας ἐχώρησας, ἀπτοήτῳ, ἔνδοξε, φρονήματι∙ τόν γάρ Χριστόν εἶχες συνεργόν, θείᾳ δυναστείᾳ τό ἀσθενές σου ρωννύοντα, καί μάρτυρα δεικνύντα τῶν αὐτῶν παθημάτων, καί τῆς ἄνω λαμπρότητος μέτοχον» (ὠδή δ΄).

(Προχώρησες, ένδοξε, με τη θέλησή σου προς τους (μαρτυρικούς) αγώνες, με άφοβο φρόνημα. Διότι είχες συνεργό τον Χριστό, ο Οποίος ενίσχυε την ασθένεια (της ανθρώπινης φύσης σου) και σε φανέρωνε μάρτυρα των δικών Του παθημάτων και μέτοχο της ουράνιας λαμπρότητας).

Ο άγιος υμνογράφος προβαίνει σε μία γενική θα λέγαμε εκτίμηση του μαρτυρίου του αγίου Μάμα. Δεκαπεντάχρονο παιδί αυτός, γιος αγίων μαρτύρων του Χριστού, βρίσκεται πάνω στην οδό των γονέων του, με το ίδιο μ’ αυτούς μαρτυρικό φρόνημα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το φρόνημα του Ίδιου του Κυρίου Ιησού, διότι Αυτός υπήρξε ο πρώτος Μάρτυς, στο μαρτύριο του Οποίου μετέχει έκτοτε κάθε ένας που με πίστη αληθινή Τον έχει αποδεχθεί στη ζωή του. Θέλουμε να πούμε ότι κανείς δεν είναι χριστιανός αν δεν βρίσκεται σε ετοιμότητα να δώσει και την ίδια τη ζωή του για χάρη του αρχηγού της πίστης του – το μαρτύριο συνιστά το καίριο στοιχείο του πιστού ως συνέχεια του μαρτυρίου του Κυρίου,  ανεξάρτητα από το αν τελικώς θα καταλήξει σε μαρτύριο του αίματος ή θα υπάρχει μόνο ως μαρτύριο της συνειδήσεως. Κι αυτό συμβαίνει βεβαίως διότι η σχέση του Χριστού με τον πιστό άνθρωπο καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από την αγάπη, η οποία χριστιανικά έχει θυσιαστικό χαρακτήρα. Ο Θεός μάς αγάπησε και μας αγαπά θυσιαζόμενος για εμάς, εμείς ανταποκρινόμαστε με τον ίδιο τρόπο. Όπως το λέει και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος: «ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» - ας δούμε και τη συνέχεια της σάρκωσης του Κυρίου μέσα από τη Θεία Ευχαριστία: αδιάκοπα μας προσφέρεται «μελιζόμενος καί διαμεριζόμενος» προς χάρη μας, οπότε το δικό Του φρόνημα κατ’ ανάγκη γίνεται φρόνημα και των μελών Του χριστιανών.  

Αυτό σημειώνει λοιπόν ως κεντρική θεολογική θέση και ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης για το μαρτύριο του αγίου Μάμα: ο ίδιος ο Κύριος τον φανέρωσε μάρτυρα του δικού Του Πάθους, που θα πει ότι ο άγιος, όπως και κάθε άγιος μάρτυρας, δεν αγωνιζόταν μόνος του. Και πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, όταν ο Χριστός έχει αποκαλύψει ότι «χωρίς Αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν»; Μόνον με τη δική Του δύναμη μπορεί κανείς να Τον ακολουθήσει στη ζωή του, πολύ περισσότερο στο μαρτύριο του αίματος. Κι έρχεται ο άγιος Θεοφάνης όμως για να συμπληρώσει ότι αφενός η συμμετοχή αυτή στο Πάθος του Χριστού συνιστά μετοχή στη λαμπρότητα της Βασιλείας του Θεού – το μαρτύριο οδηγεί αμέσως στη δόξα του Ουρανού – αφετέρου απαιτείται η θέληση του ανθρώπου. Και δεν μιλάμε για μία θέληση που «σέρνεται» φοβικά και πάει «αλλοιθωρίζοντας» προς τον κόσμο, αλλά για μία θέληση που διακρίνεται για την αποφασιστικότητα της «κόλλησης» της ψυχής και της καρδιάς προς την εικόνα και τη μορφή του Χριστού λόγω αγάπης προς Αυτόν. «Προχώρησες προς τους αγώνες με απτόητο και άφοβο φρόνημα». Η αγάπη του Μάμα προς τον Χριστό, καρπός της χάρης στην καλοπροαίρετη καρδιά του, τον έκανε να ξεπερνά το στοιχείο του φόβου. «Η τέλεια αγάπη, μας θυμίζει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, εξορίζει τον φόβο από την καρδιά».

Αλλά ο Θεοφάνης ο υμνογράφος γίνεται πολύ ανθρώπινος, γιατί είναι κι αυτός άγιος με εμπειρία του πνευματικού αγώνα και με απόλυτη γνώση του τι είναι ο άνθρωπος στον κόσμο τούτο, έστω κι αν είναι χριστιανός. Τι μας λέει και μας «προσγειώνει»; Ναι, ο μάρτυρας έτρεχε εκούσια προς το μαρτύριό του∙ ναι, αγαπούσε πολύ τον Χριστό∙ αλλά δεν έπαυε να είναι άνθρωπος που μόνος του, όπως είπαμε, δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Κι ήταν ο Χριστός που βλέποντας τη δική του διάθεση τον ενίσχυε στην ασθένειά του – «ρωννύων τό ἀσθενές (τοῦ Μάμαντος) θείᾳ δυναστείᾳ». Μπροστά στο φάσμα του θανάτου, και μάλιστα με βάσανα, μπορεί το δεκαπεντάχρονο παιδί να δείλιασε – τίποτε πιο ανθρώπινο και «φυσικό»! Κι ο Χριστός τον ενισχύει και του δυναμώνει τη θέληση. Κι αυτός, ενισχυμένος πια, τρέχει προς το μαρτύριο και δίνει τη ζωή του για χάρη του Χριστού. Πόσες ανάλογες καταγραφές δεν έχουμε από τα μαρτύρια των χριστιανών! Δεν θυμόμαστε την αγία Μαρίνα για παράδειγμα που μπροστά σ’ έναν τεράστιο δράκοντα πανικοβλήθηκε! Και παρακάλεσε τον Κύριο, γιατί  σ’ Εκείνον στράφηκε η φοβισμένη θέλησή της, κι ο Κύριος τον δράκοντα τον μεταποίησε στα μάτια της σ’ ένα μικρό και θεωρούμενο ανίσχυρο μαύρο σκυλί, το οποίο και το εξολόθρευσε εύκολα.

Ο Κύριος ενισχύει την αδύνατη θέλησή μας σε ό,τι ανθρωπίνως μας υπερβαίνει, όταν πιστέψουμε στην παντοδυναμία Εκείνου. Το δικό μας συνήθως πρόβλημα όμως είναι ότι τη δική μας αδυναμία την κάνουμε και αδυναμία του παντοδύναμου Θεού! Κι αυτόν τον παραλογισμό τον θεωρούμε πολύ συχνά ως τετράγωνη λογική και έκφραση της «εξυπνάδας» μας!

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΜΑΜΑΣ

«Ο άγιος Μάμας ήταν από τη Γάγγρα, πόλη των Παφλαγόνων. Οι γονείς του ήταν Χριστιανοί, οι οποίοι συνελήφθησαν για την πίστη τους στον Χριστό και ρίχτηκαν στη φυλακή. Εκεί, στα δεσμά της φυλακής, γεννήθηκε και ο άγιος. Επειδή οι γονείς του πέθαναν στη φυλακή, ανέλαβε το βρέφος κάποια Χριστιανή γυναίκα, ονόματι Αμμία, η οποία και τον ανέθρεψε. Τη θετή αυτή μητέρα του ο άγιος φώναζε διαρκώς «μαμά», γι’  αυτό και Μάμα τον ονόμασαν. Όταν έγινε δεκαπέντε ετών, συνελήφθη ως Χριστιανός και κτυπήθηκε με ραβδιά, ενώ στη συνέχεια του κρέμασαν βαρύ μολύβι στον τράχηλο και τον έριξαν στη θάλασσα. Σώθηκε όμως με τη δύναμη του Θεού από τον κίνδυνο και κρύφτηκε σ’  ένα σπήλαιο, τρεφόμενος από το γάλα ελαφιών. Και πάλι όμως τον συνέλαβαν, τον έριξαν σε καμίνι και τον πέταξαν στα θηρία. Τέλος τον τρύπησαν με σιδερένια τρίαινα, οπότε και έφυγε από τη ζωή αυτή».

Τριπλή η χάρη την οποία έχει ο άγιος Μάμας: Πρώτον, υπήρξε παιδί μαρτύρων, από τους οποίους, έστω κι αν δεν τους γνώρισε, δεχόταν ασφαλώς τη διαρκή ευλογία των εν παρρησία προσευχών τους ενώπιον του Κυρίου. Δεύτερον, ανατράφηκε χριστιανικά, από ευσεβή γυναίκα, η οποία του μετάγγισε τα νάματα της χριστιανικής πίστεως και δεν έπαυσε ασφαλώς να του μιλά για τους αγιασμένους γονείς του. Τρίτον, και σημαντικότερο, ο ίδιος υπήρξε, παιδί ακόμα, ομολογητής και μάρτυρας της χριστιανικής πίστεως, ανήκοντας στην περίοπτη ομάδα των αγίων παιδομαρτύρων. Την ιδιαίτερη αυτή χάρη του αγίου Μάμα προβάλλει η  Εκκλησία μας, μέσα ιδίως από την ακολουθία του, καθώς τον παραλληλίζει, λόγω της αντιστοιχίας των μαρτυρίων τους, και με τους αγίους τρεις παίδες στη Βαβυλώνα, οι οποίοι ρίχτηκαν στη φωτιά λόγω της συνέπειας στην πίστη τους, και με τον προφήτη Δανιήλ, ο οποίος  υπέστη το μαρτύριο του εγκλεισμού του σε λάκκο με λιοντάρια. Κι ακόμη, τον βλέπει ο άγιος υμνογράφος ως συνέχεια του δικαίου Άβελ: όπως εκείνος, ως ποιμήν προβάτων που προσέφερε  θυσία στον Θεό ό,τι καλύτερο είχε από το ποίμνιό του, δέχτηκε και το στεφάνι της αθλήσεως, έτσι και ο άγιος Μάμας: ζώντας ανάμεσα σε ζώα, όταν κλείστηκε στο σπήλαιο, τελικώς «εαυτόν θύμα ευπρόσδεκτον τω Χριστώ προσήγαγε διά του μαρτυρίου» (πρόσφερε τον εαυτό του διά του μαρτυρίου θύμα ευπρόσδεκτο στον Χριστό).

Το σημαντικό μεταξύ των άλλων που επισημαίνουμε στον άγιο Μάμα, είναι το γεγονός ότι δεν απέρριψε, αλλ’  αντιθέτως αξιοποίησε πλήρως τη χάρη που του προσφέρθηκε. Θέλουμε να πούμε ότι ο νεαρός άγιος, γόνος μαρτύρων και αναθρεμμένος χριστιανικά, δεν αντιδρά στην ιδιαίτερη αυτή χάρη που του δίνεται, δεν λειτουργεί δηλαδή σ’  αυτόν, θα λέγαμε, η «φυσική» θεωρούμενη σήμερα αντιδραστικότητα της εφηβικής ηλικίας. Διότι πολύ συχνά διαπιστώνουμε ότι παιδιά ευσεβών γονέων, όταν εισέρχονται στην εφηβική ηλικία, αρχίζουν και αντιδρούν στις αρχές και τις αξίες των γονέων τους, γιατί θέλουν  να διαμορφώσουν τη δική τους ξεχωριστή ζωή μέσα σε πλαίσια ελευθερίας, άρα έξω, κατ’  αυτούς από την «καταπίεση» της παραδεδομένης πίστης. Και βεβαίως, ως ένα σημείο, τα πράγματα είναι φυσικό να εξελίσσονται έτσι, όπως είναι φυσικό να βλέπουμε τελικώς την επάνοδο των «επαναστατημένων» νέων στις παραδόσεις της οικογένειας, ευθύς ως ισορροπήσουν από τη λαίλαπα της εφηβικής ηλικίας. Στον άγιο Μάμα δεν βλέπουμε όμως αυτή τη «φυσική» πορεία και εξέλιξη. Παρουσιάζει τέτοια εξέχουσα ωριμότητα ήδη από παιδί, που γίνεται πρότυπο όχι μόνο για τους νέους, αλλά και όλους τους ανθρώπους κάθε ηλικίας.

Ο υμνογράφος μάλιστα, αδυνατώντας προφανώς να κατανοήσει λογικά την εκπληκτική για τα δεδομένα της ηλικίας σύνεση και  ωριμότητα του παιδιού Μάμα,  επιχειρεί να την αιτιολογήσει, ανάγοντας  αυτήν σε μία ξεχωριστή χάρη, την οποία ο Θεός του έδωσε, επειδή προείδε την αγαθή διάθεση της ψυχής του και την όλη αγιασμένη εξέλιξη της ζωής του. «Το ευγενές και κατά πάντα τέλειον, της διανοίας σου, ο προειδώς Λόγος, Μάμα εκ σπαργάνων σε, συνέσεως επλήρωσε, και καλών ταις ιδέαις, πολυειδώς κατεκόσμησε, μάρτυς αθλοφόρε πανεύφημε» (Ο Λόγος του Θεού, ο Χριστός, μάρτυς αθλοφόρε πανεύφημε Μάμα, επειδή προείδε την ευγένεια και την κατά πάντα τελειότητα της διάνοιάς σου, από τα σπάργανα σε γέμισε με σύνεση,  και σε καταστόλισε ποικιλόμορφα με τις ιδέες των καλών). Δεν μπορούμε να σχολιάσουμε τον τρόπο δράσεως αυτόν του Θεού – ποιος μπορεί να γίνει σύμβουλός Του; - μπορούμε όμως να παραδειγματιστούμε όλοι από τον άγιο Μάμα, προσπαθώντας, όσο είναι δυνατόν, να μη γινόμαστε αντιδραστικοί στα καλά που μας παραδίδονται από τις προηγούμενες γενιές. Κάποτε, θα πρέπει όλοι, ως πρόσωπα, ως κοινωνία, ως κράτος να σοβαρευτούμε, επιλέγοντας την ωριμότητα της αποδοχής των καλών και όχι διαρκώς την ανωριμότητα της απόρριψης. Κάποτε θα πρέπει να αφήσουμε την αντιδραστικότητα της εφηβείας και να ενηλικιωθούμε.

01 Σεπτεμβρίου 2021

ΑΥΤΙ ΕΤΟΙΜΟ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΙ!

«Ὑπέκλινας χαίρων τήν πειθήνιον ἀκοήν σου, Παμμακάριστε, τῷ Δεσπότῃ μακαρίζοντι, καί μακαριζομένην εὗρες πολιτείαν» (γ΄ ωδή κανόνος οσίου Συμεών).

(Με χαρά υπέκλινες την πειθήνια ακοή σου, παμμακάριστε όσιε, στον Κύριο που δίδαξε τους μακαρισμούς και βρήκες έτσι τον τρόπο ζωής που μακαρίζεται από Εκείνον).

«Ο όσιος Συμεών έζησε στα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ., επί αυτοκράτορας Λέοντος του Μεγάλου και Πατριάρχου Αντιοχείας Μαρτυρίου. Ο Συμεών γεννήθηκε στο χωριό Σισάν της Κιλικίας το 389 μ.Χ., από γονείς βοσκούς. Βοσκός ήταν και αυτός στα νεανικά του χρόνια. Από μικρός ήταν αφοσιωμένος με όλη του την ψυχή στα θεία. Τόσο θερμές ήταν οι προσευχές του προς το Θεό, ώστε πολλές φορές λουζόταν από δάκρυα. Κάποια μέρα, του έκαναν μεγάλη εντύπωση τα λόγια του Χριστού, «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθαίου, ε' 4,8). Δηλαδή, μακάριοι είναι εκείνοι που πενθούν για τις αμαρτίες τους και για το κακό που επικρατεί στον κόσμο, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν από το Θεό. Μακάριοι, επίσης, είναι εκείνοι που έχουν την καρδιά τους καθαρή από κάθε μολυσμό αμαρτίας, διότι αυτοί θα δουν το Θεό. Ποθώντας, λοιπόν, και ο Συμεών να κάνει τέτοια ζωή, πήγε κοντά στον όσιο Ηλιόδωρο, όπου έμεινε 10 χρόνια, και έγινε μοναχός. Επιθυμώντας, όμως, περισσότερη ησυχαστική ζωή, αποσύρθηκε σε ένα κελί στο χωριό Τελανισό, όπου ασκήτεψε τρία χρόνια. Η φήμη της αγίας του ζωής έκανε να συρρέουν πλήθη λαού κοντά του. Αλλά ο Συμεών, αποφεύγοντας την ακατάπαυστη εκείνη κοινωνικότητα και θέλοντας ακόμα περισσότερη ασκητική ζωή, εγκαταστάθηκε επάνω σ' ένα στυλό 36 πήχεων! Με τον ιδιόρρυθμο αυτό τρόπο ασκήτεψε 37 χρόνια. Αλλά και με τη χάρη του Θεού έκανε τελικά τη ζωή που επιθυμούσε και που μακαρίζει ο Κύριος. Κοιμήθηκε το 459 μ.Χ. και κηδεύτηκε από τον πατριάρχη Αντιόχειας Μαρτύριο στη μεγάλη εκκλησία της Αντιόχειας» (Από ιστολόγιο, Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Ο όσιος Συμεών αποτελεί μία από τις γνωστότερες περιπτώσεις των στυλιτών αγίων, εκείνων που αγίασαν ανεβασμένοι πάνω σε στύλο, ώστε να αποφεύγουν τα πλήθη των ανθρώπων που τους αναζητούσαν όπου και αν επήγαιναν. Στον παραπάνω ύμνο από την γ΄ ωδή του κανόνα του ο άγιος υμνογράφος εξηγεί με λιτότατο τρόπο το βασικό στοιχείο της ζωής του Συμεών που τον έκανε να φθάσει στα μεγάλη ύψη της αγιότητας. Κι αυτό δεν είναι άλλο από ό,τι αποτελεί την οδό του ίδιου του Κυρίου, της Παναγίας Μητέρας, όλων των αγίων: την υπακοή στο θέλημα του Θεού. Εν προκειμένω ο όσιος Συμεών θέλησε να ακολουθήσει με απόλυτη πιστότητα τους μακαρισμούς του Κυρίου που καταγράφει ιδίως ο ευαγγελιστής Ματθαίος στην επί του Όρους ομιλία (5 κεφ.), οπότε και βίωσε από την εμπειρία του τις υποσχέσεις Εκείνου για τον υπήκοό Του: το άνοιγμα της καρδιάς του και την εγκατοίκηση σ’ αυτήν της χάρης του Θεού. Διότι αυτό συνιστά μακαριότητα για την πίστη μας. Όχι η απόκτηση χρημάτων και υλικών αγαθών, όχι η απόκτηση κοσμικής εξουσίας, όχι η θήρευση της ανθρώπινης δόξας, αλλά η προσαρμογή εν υπακοή στην οδό του Κυρίου, στις άγιες εντολές και στο θέλημά Του. Ο άνθρωπος υπακούοντας στον Θεό, έχοντας πειθήνια, κατά την έκφραση του υμνογράφου, ακοή σε ό,τι Εκείνος ευλόγησε και μακάρισε, εντάσσεται στην ευλογημένη Βασιλεία Του – κοινωνεί τον ίδιο τον Κύριο μέσα στην ύπαρξή του.

Θυμίζει η έκφραση του υμνογράφου αυτό που συνέβη με τον άγιο προφήτη και κριτή Σαμουήλ στην Παλαιά Διαθήκη, ο οποίος ακούοντας τη φωνή του Κυρίου, καθ’ υπόδειξη του ιερέα του ναού, απάντησε: «λάλει Κύριε ότι ο δούλος σου ακούει» - έτοιμο αυτί για υπακοή ο άγιος Σαμουήλ παιδιόθεν, γι’ αυτό και αναδείχτηκε σε μεγάλο προφήτη. Κι ακόμη θυμίζει τον μακαρισμό της αγίας Ελισάβετ, ξαδέλφης της Παναγίας, όταν η μικρή Μαριάμ βρέθηκε στο σπίτι της. Την μακάρισε η Ελισάβετ λέγοντας ότι «είναι μακάρια, γιατί πίστεψε ότι θα πραγματοποιηθούν σ’ αυτήν τα λόγια του Κυρίου», ότι δηλαδή θα γεννήσει τον Υιό του Θεού ως άνθρωπο. Κι έγινε η Μαριάμ η μεγαλύτερη εξ όλων των αγίων σε όλους τους τόπους και σε όλες τις εποχές.

Λοιπόν, η ετοιμότητα για υπακοή στο θέλημα του Θεού οδηγεί τον άνθρωπο σε τρόπο ζωής που μακαρίζει ο ίδιος ο Θεός. Με την παρατήρηση που με σοφό τρόπο κάνει όμως ο υμνογράφος: υπήκουσε στον Θεό ο Συμεών, αλλά «χαίρων». Υπακοή δηλαδή, αλλά χαρούμενη υπακοή, γιατί υπήκουε στον Δημιουργό του, σ’ Αυτόν που ήξερε ότι τον αγαπά υπερκπερισσού, σ’ Αυτόν που η αγκαλιά Του ήταν ό,τι στοργικότερο και θελτικότερο υπήρχε στον κόσμο. Και μας συγκινεί ιδιαίτερα η μικρή αυτή λέξη, γιατί ακριβώς την ίδια χρησιμοποιούσε αδιάκοπα και ο μεγάλος της εποχής μας όσιος Γέρων Πορφύριος. «Έκανα», σημείωνε πάντοτε για τότε που νεαρός βρισκόταν στο άγιον Όρος, «χαρούμενη υπακοή στους Γεροντάδες μου». Γι’ αυτό και εκείνος αναδείχτηκε σε τόσο μεγάλο άγιο με τόσο σπουδαία χαρίσματα που βοήθησαν και βοηθούν τον κόσμο όλο.   

ΠΑΤΕΡΑ ΜΑΣ ΟΥΡΑΝΙΕ...

«Τῆς αὐτολέκτου καί θείας διδασκαλίας Χριστοῦ, τήν προσευχήν μαθόντες, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, βοήσωμεν τῷ Κτίστῃ∙ Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς κατοικῶν, τόν ἐπιούσιον ἄρτον δίδου ἡμῖν, παρορῶν ἡμῶν τά πταίσματα» (στιχηρό εσπερινού 1ης Σεπτεμβρίου).

(Αφού μάθαμε την προσευχή της θείας διδασκαλίας που είπε ο Ίδιος ο Χριστός, ας φωνάξουμε στον Δημιουργό καθημερινά: Πατέρα μας που κατοικείς στους ουρανούς, δίνε μας τον καθημερινό άρτο, παραβλέποντας τα πταίσματά μας).

Την πρώτη ημέρα της νέας εκκλησιαστικής χρονιάς, που ξεκινά βεβαίως με τον εσπερινό της προηγουμένης, δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος υμνογράφος θέτει ως πρώτο ύμνο της ακολουθίας την κλήση να προσευχόμαστε με τα λόγια που δίδαξε ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός: «Πάτερ ἡμῶν». Κι αυτό βεβαίως διότι για την Εκκλησία μας δεν υπάρχει σπουδαιότερη προσευχή από αυτήν – είναι η Κυριακή προσευχή, η προσευχή του Κυρίου. Ποιος άλλος θα μπορούσε να μας μάθει πώς να προσευχόμαστε παρά ο Ίδιος ο Δημιουργός μας; Αυτός είναι που στο αίτημα των μαθητών Του για το πώς να προσεύχονται απάντησε με τα συγκεκριμένα λόγια της προσευχής. Γι’ αυτό και έκτοτε κάθε προσευχή της Εκκλησίας μας στην ουσία αποτελεί επανάληψη ή προέκταση και ανάλυση της πιο βαθειάς αυτής προσευχής, που σημαίνει ότι εκκλησιαστικά προσευχόμαστε αδιάκοπα με τον τρόπο του Θεού μας.

Να προσφωνούμε τον Θεό «Πατέρα», συνεπώς να νιώθουμε ως παιδιά Του αγαπημένα, είναι μία χαρισματική πραγματικότητα – δεν μπορεί να Τον πει έτσι κανείς άνθρωπος εκτός της χάρης του Θεού, εκτός δηλαδή της Εκκλησίας. Είναι η δωρεά που δίνει ο Χριστός στον βαπτισμένο στο όνομά Του άνθρωπο, γεγονός που φανερώνεται κατεξοχήν στη Θεία Λειτουργία. «Καί καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, μετά παρρησίας, ἀκατακρίτως, τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Σέ, τόν ἐπουράνιον Θεόν, Πατέρα, καί λέγειν: Πάτερ ἡμῶν...». Πρόκειται για την αλήθεια που διακηρύσσει ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής ήδη από το πρώτο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του. «Ὅσοι έλαβον Αὐτόν (δηλαδή πίστεψαν στόν Χριστό), ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι». Ποια μεγαλύτερη εξουσία στον κόσμο υπάρχει από εκείνην που δίνει ο Παντοδύναμος Θεός στον άνθρωπο, γιατί ακριβώς τον έχει κάνει παιδί Του; Οι άγιοί μας που βίωναν στο απόλυτο δυνατό την κάθε λέξη των προσευχών και των λόγων του Χριστού έχουν εκφράσει συγκλονιστικές αλήθειες ειδικά για την Κυριακή προσευχή.

Ο όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ για παράδειγμα, για να αναφερθούμε σε σύγχρονο άγιο, πολλές φορές έχει γράψει πάνω στο θέμα αυτό. Ο ίδιος καταρχάς έχει αποκαλύψει ότι υπήρχαν εποχές που ξεκινούσε το «Πάτερ ἡμῶν» το πρωί για να το ολοκληρώσει το βράδυ: την κάθε λέξη την περνούσε βιωματικά μέσα από ολόκληρη την ύπαρξή του. Γι’ αυτό και δεν δίσταζε να πει στις ομιλίες του στο τέλος της ζωής του: «Και μόνη η προφορά του Ονόματος του Θεού μάς φλέγει πραγματικά σαν φωτιά. Έτσι θα έπρεπε να προφέρουμε και το «Πάτερ ἡμῶν». Ουσιαστικά, αν προφέραμε μόνο μία φορά σε ολη τη ζωή μας τις λέξεις αυτές του «Πάτερ ἡμῶν» με το αυθεντικό νόημά τους, που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα του Ίδιου του είναι, θα ήταν αρκετό. Σε αυτό έγκειται το μυστήριο της αναγεννήσεώς μας από την αμαρτωλή κατάστασή μας σε εκείνην που αναμένει από εμάς ο Κύριος».

Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν, για να επανέλθουμε στον πρώτο εκκλησιαστικό ύμνο του νέου έτους, μας θυμίζει την αλήθεια αυτή. Να παρακαλούμε τον Θεό ως Πατέρα μας με την αίσθηση της υιϊκότητάς μας, με επίγνωση βεβαίως της αμαρτωλότητάς μας. «Δίνε μας τον επιούσιο άρτο μας (και το επίγειο αλλά και τον αιώνιο μέσα από τη Θεία Ευχαριστία) και συγχώρα τα πταίσματά μας». Γιατί είναι ο Μόνος που μπορεί να μας καθαρίσει από την όποια πνευματική και ψυχική ακαθαρσία μας. Αρκεί να Τον παρακαλούμε, όπως είπαμε, εκκλησιαστικά: ως μέλη του αγίου Σώματός Του εν μετανοία και ταπεινώσει, που θα πει εν αγάπη και ανεξίκακα. 

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ

Αρχή της νέας εκκλησιαστικής χρονιάς η 1ηΣεπτεμβρίου, γι’  αυτό και όλη η εκκλησιαστική ακολουθία, πέραν βεβαίως εκείνης που αναφέρεται και στους άλλους αγίους που εορτάζουμε σήμερα, όπως τον όσιο Συμεών τον στυλίτη, τις άγιες σαράντα γυναίκες μάρτυρες, αποτελεί στην πραγματικότητα μία ευχή: να ευλογήσει ο Κύριος τη χρονιά αυτή – «ευλόγησον τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός Σου, Κύριε» - που σημαίνει να δώσει τη χάρη Του, ώστε να ζήσουμε οι άνθρωποι με ειρήνη και ομόνοια, ακολουθώντας τις άγιες εντολές Εκείνου. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η Εκκλησία μας μόνο με τον τρόπο αυτό θεωρεί ότι υπάρχει ευλογία στον κόσμο: όχι αν οι άνθρωποι απλώς ευημερούν οικονομικά, όχι αν όλα τους έρχονται βολικά, όπως λέμε, αλλά  αν βρισκόμαστε «εν ομονοία και ειρήνη», κυρίως όμως αν τηρούμε τις άγιες εντολές του Θεού. Η προτεραιότητα του συντονισμού μας με το θέλημα του Θεού, η πραγματοποίηση, όπως σημειώνουν οι ύμνοι της ημέρας, των αιτημάτων του «Πάτερ ημών», για να έχουμε την ευλογία του Θεού, δεν σημαίνει βεβαίως υποτίμηση και υποβάθμιση και των οικονομικών μεγεθών: χωρίς αυτά δεν μπορεί ο άνθρωπος να επιβιώσει σ’  αυτόν τον κόσμο. Σημαίνει ότι τα οικονομικά δεν έχουν την προτεραιότητα. Το πρώτο στη ζωή μας είναι το «ελθέτω η βασιλεία Σου», όπως άλλωστε δίδαξε την ορθή ιεράρχηση των πραγμάτων ο ίδιος ο Κύριος: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα (όλα τα υλικά και επίγεια) προστεθήσεται υμίν».

Δυστυχώς, στην εποχή μας, η ιεράρχηση αυτή σ’  ένα μεγάλο ποσοστό έχει ανατραπεί. Ο Θεός και το άγιο θέλημά Του έχει μπει στο περιθώριο, αν δεν έχει διαγραφεί πλήρως, και προτεραιότητα ως αποκλειστικός σχεδόν σκοπός του ανθρώπου έχει γίνει το οικονομικό στοιχείο. Ίνδαλμα για τους πολλούς φαντάζει ο άφρων πλούσιος της γνωστής παραβολής, ο οποίος ναι μεν ευφραινόταν καθ’  ημέραν λαμπρώς, ο θάνατος όμως ήλθε αδυσώπητος και απροειδοποίητα στη ζωή του και του…ανέτρεψε τα σχέδια, βυθίζοντάς τον στην άφατη οδύνη. Από την άποψη αυτή, η εποχή μας είναι εποχή αφροσύνης, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνον πολλούς πλουσίους, αλλά και ένα πολύ μεγάλο μέρος των πτωχών. Γιατί και οι πτωχοί, αν επιθυμούν ως προτεραιότητα της ζωής τους τα χρήματα και τα υλικά αγαθά, έστω κι αν δεν τα έχουν, ως άφρονες πλούσιοι αντιμετωπίζονται από τον λόγο του Θεού. Το περιεχόμενο της καρδιάς μας είναι εκείνο που έχει πάντοτε προ οφθαλμών Του ο Θεός, κατά την αποκάλυψη του ίδιου του Θεού.

Η Εκκλησία μας σήμερα, με την πρωτοχρονιά που εορτάζει, υπενθυμίζοντάς μας και την έναρξη της δημόσιας δράσης του Κυρίου με το κήρυγμά Του στη Ναζαρέτ για μία καινούργια εποχή δεκτή και ευάρεστη στον Θεό, μας φέρνει σε ισορροπία, διότι μας προτείνει αυτό που συνιστά το αιώνιο θέλημα του Θεού: πάνω από όλα να θέτουμε ακριβώς Εκείνον και τον λόγο Του. Μας ανοίγει και πάλι τα μάτια, σε μία εποχή σύγχυσης και θόλωσης της διάνοιας, για να συνειδητοποιούμε ότι στη ζωή βρισκόμαστε κατά χάριν Θεού, ότι Εκείνος παρατείνει τον χρόνο της διαμονής μας σ’ αυτόν, ως «καιρούς και χρόνους εν τη ιδία εξουσία θέμενος», προκειμένου να ζούμε κατά το θέλημά Του.

Με άλλα λόγια, η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει ότι ο χρόνος αποτελεί δωρεά του Θεού, όχι για να τη σπαταλάμε σε ανοησίες και αμαρτίες, αλλά να την αξιοποιούμε προς ανοδική πορεία πάντοτε προς Αυτόν, δηλαδή σε πορεία αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Και τότε, μας λέει, θα δούμε ό,τι υποσχέθηκε ο Κύριος: την ώρα που θα θέτουμε αυτό το θέλημά Του ως βάση της ζωής μας, την ίδια ώρα θα ενεργοποιούνται και οι δυνάμεις Εκείνου, προς υπέρβαση αφενός των όποιων προβλημάτων μας, προς αποκατάσταση αφετέρου και όλης της δημιουργίας. Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και αρκετά χρόνια, το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο έχει προβάλει την αρχή του εκκλησιαστικού έτους ως ημέρα προστασίας του περιβάλλοντος. Και εύλογα: το θέλημα του Θεού, όπως είπαμε, βιούμενο από τον «βασιλιά» της κτίσεως, τον άνθρωπο, έχει άμεση αντανάκλαση και σε όλη τη φύση και σε όλη τη δημιουργία. Έχει κατά κόρον τονιστεί: η λύση στη σημερινή οικονομική κρίση, και κάθε κρίση βεβαίως,  θα έλθει, μόλις αρχίσουμε να ζούμε ως πραγματικοί άνθρωποι, με βάση τον νόμο του Θεού. Με απλά λόγια, η κρίση οποιασδήποτε διάστασης είναι κατ’  ουσίαν πνευματική.