11 Σεπτεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

«Οὐ γάρ ἀπέστειλεν ὁ Θεός τόν Υἱόν αὐτοῦ εἰς τόν κόσμον ἵνα κρίνῃ τόν κόσμον, ἀλλ’  ἵνα σωθῆ ὁ κόσμος δι’  αὐτοῦ» (Ιωάν. 3, 17).

Ο σκοπός της αποστολής του Χριστού από τον Θεό στον κόσμο είναι εκείνο που κατεξοχήν προβάλλει το εκπληκτικής συμπύκνωσης απόσπασμα από το Ευαγγέλιο του αγίου Ιωάννου.

1. Το πρώτο που σημειώνει ο Ευαγγελιστής στον προκείμενο στίχο είναι ότι ο ερχομός του Ιησού Χριστού δεν αποτελεί μεμονωμένη ενέργεια ενός προσώπου της Αγίας Τριάδος, αλλά ενέργεια όλου του Τριαδικού Θεού: ο Υιός και Λόγος του Θεού έρχεται ως άνθρωπος στον κόσμο σταλμένος από τον Θεό Πατέρα και βεβαίως εν Αγίω Πνεύματι. Κι είναι τούτο μία κεντρική διδασκαλία της χριστιανικής πίστεως, κατά την οποία η ενέργεια του Θεού είναι κοινή στη Θεότητα. Ο Θεός μας, όπως αποκαλύπτει ο αιώνιος λόγος του Θεού, είναι τρισυπόστατος (Πατήρ, Υιός, Πνεύμα Άγιον), αλλά η ενέργειά Του, όπως και η φύση Του ασφαλώς, είναι μία και κοινή και για τα τρία πρόσωπα. «Ο Πατήρ δι’  Υιού εν αγίω Πνεύματι ποιεί τα πάντα».

2. Ο Ευαγγελιστής αναφέρεται στον σκοπό του ερχομού του Χριστού: τη σωτηρία και όχι την κρίση του κόσμου. Η άρνηση της κρίσης από τον Χριστό  δεν πρέπει να γίνεται τυχαία. Ο Χριστός έρχεται όχι ως ο αυστηρός κριτής που θα ελέγξει τον άνθρωπο για τις αμαρτίες του - μία εικόνα του Θεού, που εγείρει στον άνθρωπο τον φόβο και που υπήρχε κατά την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, τότε που ο άνθρωπος βρισκόταν ακόμη σ’  ένα νηπιακό πνευματικό επίπεδο, συνεπώς ο φόβος λειτουργούσε ως παιδαγωγία προς συνετισμό του ανθρώπου. Η μόνη κρίση που φέρνει ο Χριστός είναι η φανέρωση της αμαρτίας του ανθρώπου, λόγω της αλήθειας πια που βρίσκεται στον κόσμο. Μπροστά στην αλήθεια, η πλάνη και το ψεύδος αποκαλύπτονται. «Νῦν κρίσις ἐστίν τοῦ κόσμου. Νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου ἐκβληθήσεται ἔξω». Όχι ο άνθρωπος, αλλά η αμαρτία κρίνεται και ο υποκινητής αυτής διάβολος.

3. Ο άγιος Ιωάννης λοιπόν αρνείται κατηγορηματικά αυτήν την εικόνα του Θεού ως κριτή του ανθρώπου στον κόσμο τούτο. Η περίοδος της σκιάς παρήλθε. Ο Ουρανός δεν είναι απειλητικός. Δεν κρυβόμαστε για να σωθούμε από μία άγνωστη δύναμη. Διότι  ο Θεός φανερώνεται με το αληθινό πρόσωπό Του: το πρόσωπο του φίλου, του αδελφού, του γεμάτου αγάπη προς τα πλάσματά Του Πατέρα. «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» και «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν». Είναι Εκείνος μπροστά στον Οποίο νιώθουμε ασφαλείς και ήσυχοι, όπως το μικρό παιδί στην αγκαλιά του πατέρα του. Ό,τι πριν ήταν απειλή και βίωμα τραγικό: η αμαρτία, ο θάνατος, ο διάβολος, τα στοιχεία του κόσμου τούτου, αίρονται από Εκείνον. Τα πήρε και τα εξαφάνισε μέσα στη φλόγα της αγάπης Του προσφέροντάς μας την ίαση. Γιατί αυτά αποτελούσαν την πληγή μας. Όπως στην έρημο οι Ισραηλίτες, που  κοιτάζοντας το χάλκινο φίδι (τύπο του Σταυρού) θεραπεύονταν από τα θανατηφόρα δήγματα των φιδιών, έτσι και με τον ερχομό του Χριστού: πάνω στον Σταυρό σηκώνει τις αμαρτίες μας και μας σώζει από την αμαρτία, τον θάνατο, τον ίδιο τον διάβολο.

4. Η σωτηρία αυτή που μας έφερε ο Χριστός δεν πρέπει να κατανοηθεί μονοδιάστατα, ως μία απλή απαλλαγή και απελευθέρωση. Μας έσωσε, διότι κυρίως μας γέμισε με την παρουσία Του, εντάσσοντάς μας μέσα στον εαυτό Του. Και η ένταξη αυτή συνιστά την  προσφορά της αιώνιας ζωής, ως ζωής του Θεού μέσα στην ύπαρξή μας, ήδη από τον κόσμο αυτό: «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’  ἔχῃ  ζωήν αἰώνιον». Έτσι η σωτηρία είναι γεγονός που βιώνεται από τη ζωή αυτή, αρκεί βεβαίως κανείς να αποδεχτεί καί νά πιστέψει στον Χριστό: «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν».  Αν μάλιστα δεν ζήσει εν πίστει στον κόσμο τούτο τη ζωή του Θεού, συνεπώς τη σωτηρία του, δεν υπάρχει περίπτωση να τη ζήσει μετά, στην άλλη ζωή που λέμε. Ό,τι ζει και θα ζήσει τότε θα είναι μία ζωή εν θανάτω, μία κόλαση.

Μεγαλειώδης η ζωή του Χριστιανού. Στην πραγματικότητα, προέκταση της ζωής του ίδιου του Χριστού. Ο Χριστός μέσα από εμάς. «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Αυτό σημαίνει βεβαίως αφενός  εκκλησιαστική μυστηριακή ζωή, που δίνει τη δυνατότητα ενεργοποίησης σ’ εμάς της ζωής του Χριστού, αφετέρου και δική μας άρνηση κρίσης ως κατάκρισης των συνανθρώπων μας. Αν ο Χριστός ήλθε στον κόσμο αρνούμενος την κρίση των ανθρώπων, δεν μπορούμε εμείς στο όνομα του Χριστού, να κρίνουμε τους ανθρώπους. Και δυστυχώς, είναι αυτό που κυρίως κάνουμε. Οι πάντες, ή έστω πάρα πολλοί, λειτουργούμε ως  «εισαγγελέας» του κόσμου: κρίνουμε, κατακρίνουμε, μη συνειδητοποιώντας ότι έτσι αρνούμαστε τον Χριστό. Ο λόγος του Θεού είναι σαφής: η παρουσία του Χριστιανού στον κόσμο, εφόσον προεκτείνει τη ζωή του Χριστού, είναι παρουσία σωτηριώδης: «κλαίειν μετά κλαιόντων καί χαίρειν μετά χαιρόντων». Φίλοι και αδελφοί προς τους άλλους. Καθόλου απειλητικοί, παρά μόνον στην αμαρτία. Και κυρίως: απειλητικοί απέναντι στη δική μας αμαρτία.

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

Δεν πρόκειται να ασχοληθούμε με τις ενστάσεις που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί για την αγιότητα του εθνο-ιερομάρτυρα αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης. Για εμάς και για τους περισσοτέρους χριστιανούς, και μάλιστα τους έχοντες σχέση με τα ματωμένα χώματα της Μικρασιατικής γης, δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Για εμάς ο άγιος Χρυσόστομος αποτελεί σύμβολο αγάπης προς τον Θεό και χρέους προς την πατρίδα, δεδομένου μάλιστα ότι εκπροσωπεί όλους τους πεσόντες και αναιρεθέντες ποικιλοτρόπως κατά τη Μικρασιατική καταστροφή, κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα από την ιδιαίτερη αγάπη που τρέφουν προς αυτόν όλοι οι  Μικρασιάτες, έκφραση της οποίας αποτελούν τα διαρκώς πυκνούμενα γι’  αυτόν βιβλία που εκδίδονται, τα ποιήματα που γράφονται, τα αφιερώματα που γίνονται κάθε χρόνο στη μνήμη του, οι προτομές που φιλοτεχνούνται σε περιοχές που υπάρχουν και ζουν Μικρασιάτες, οι ναοί που κτίζονται στη μνήμη του.

Κι είναι ευκαιρία, με το αφιέρωμα τούτο, να τονίσουμε για μία ακόμη φορά την αγιότητα του μαρτυρικού ιεράρχη, γιατί αποδεικνυόμενη αυτή ιδίως από τις τελευταίες στιγμές της ζωής του γίνεται φάρος και οδοδείκτης για όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς. Είναι όντως συγκλονιστικές οι περιγραφές του τέλους του κι είναι σαν να διαβάζουμε και πάλι από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων τις τελευταίες στιγμές του πρωτομάρτυρα και αρχιδιακόνου Στεφάνου. Τις περιγραφές αυτές κάνει όχι ένας απλός άνθρωπος, του οποίου ίσως μπορούμε να αμφισβητήσουμε την ακρίβεια των λόγων του, ούτε κι ένας ραψωδός που μεγεθύνει τα γεγονότα στην εξιστόρησή τους, αλλά ένας επιστήμονας, αυτόπτης συγκλονιστικού γεγονότος, ο μακαριστός ακαδημαϊκός καθηγητής Γεώργιος Μυλωνάς, και μάλιστα σε ομιλία του επίσημη, στις 14 Δεκεμβρίου 1982, στην Ακαδημία Αθηνών. Παραθέτουμε αυτούσια τα λόγια της ομιλίας αυτής:

«Θα μου επιτρέψετε να τελειώσω την ομιλία μου με μία προσωπική μαρτυρία, που για πρώτη φορά εξομολογούμαι. Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μία ομάδα φοιτητών του International college της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ’  ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ’  αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδυνές ώρες φύλακες μ’  επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβαναν θύματα που ετυφεκίζοντο. Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή. «Είσαι δάσκαλος;» με ρωτά. «Αυτή την τιμή είχα», του απαντώ. «Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;» «Ναι», του λέγω. «Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ». «Ελάτε μαζί μου έξω», λέγω στους συντρόφους μου. «Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος». Ποια ήταν η έκπληξή μας, όταν ακούσαμε τον Τουρκοκρητικό να λέει: «Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μία τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος». Και συνέχισε: «Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ’  εκείνους που τον τύφλωσαν, που του ’βγαζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθειά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες.

Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε στραμμένο προς τον ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε, που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε;» «Ναι, ξέρω», του απάντησα. « Έλεγε, «Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». «Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει τη χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δύο χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε, που με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα, ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι’  αυτό σας χάρισα τη ζωή». «Και πού τον έθαψαν;» ρώτησα με αγωνία. «Κανείς δεν ξέρει πού έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί».

Αυτή είναι η μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα, που φανερώνει, όπως είπαμε, το μέγεθος της αγιότητας του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, αφού στην ορθόδοξη πίστη μας εκείνο που αποτελεί αποδεικτικό μεγάλης αγιότητας είναι η αγάπη που απλώνεται και προς τον εχθρό. Και τίποτε να μη ξέραμε για τον άγιο Χρυσόστομο, και μύρια όσα να του έχουν καταλογιστεί, το τέλος του είναι εκείνο που φανερώνει την εσωτερική, της καρδιάς του, ποιότητα. Κι ο άγιος Χρυσόστομος σαν τον Χριστό, σαν τον άγιο Στέφανο, σαν τους αποστόλους και όλους τους αγίους μάρτυρες ευλογεί τους διώκτες του και προσεύχεται γι’  αυτούς. Μόνον όποιος διακατέχεται πλούσια από αυτό το πνεύμα του Χριστού ξέρουμε ότι ανήκει σ’  Εκείνον και προεκτείνει την αγιότητα Εκείνου.

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΡΟΚΟΒΟΥΜΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ

«Εκείνοι που αλλάζουν εύκολα Μοναστήρι είναι τελείως απρόκοφτοι. Διότι τίποτε δεν συντελεί τόσο στην ακαρπία, όσο η έλλειψη υπομονής» (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, λόγ. δ΄, 90).

Μη νομίσουμε ότι αυτό που λέει ο άγιος ισχύει μόνο για τους καλογέρους. Στη θέση «Μοναστήρι» ας βάλουμε ενορία, πνευματικό, τόπο ίσως, εργασία, ακόμη και… σύζυγο. Υπάρχουν άνθρωποι που κάθονται κάπου για ένα διάστημα, κι έπειτα… βαριούνται. Οι δυσκολίες που υπάρχουν σε κάθε τι στον κόσμο τούτο – δεν υπάρχει τίποτε εύκολο σ’ αυτήν τη ζωή: οι θλίψεις είναι το βασικό γνώρισμά της – οι διάφοροι πειρασμοί που παρουσιάζονται, τα αγκάθια στην όποια σχέση πάει να αναπτυχθεί, η ρουτίνα της καθημερινότητας, τους κάνουν να θέλουν να αλλάζουν. Να μη μένουν κάπου σταθερά. Έστω κι αν αυτό το κάπου είναι ιδιαίτερα σοβαρό. Τυχαία άραγε ο απόστολος επισημαίνει ότι «έκαστος εφ’ ω ετάχθη, εκεί μενέτω»; Τάχθηκες κάπου; Εκεί μείνε. Γιατί; Διότι αν με ευκολία επιθυμείς την όποια εξωτερική αλλαγή στη ζωή σου, τότε είσαι «τελείως απρόκοφτος». Όχι απλώς απρόκοφτος, αλλά «τελείως».

Πώς το εξηγεί ο άγιος; Τι βλέπει πίσω από αυτήν την ετοιμότητα μετάθεσης; Την έλλειψη υπομονής. Και η υπομονή γι’ αυτόν και για όλους τους αγίους μας δεν είναι μία απλή αρετή, αλλά το θεμέλιο των αρετών – αποκαλύπτει την ταπείνωση του ανθρώπου. Ο ίδιος ο Κύριος το τόνισε: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών». Και ο απόστολος σημειώνει ότι η υπομονή διατρέχει όλη την πνευματική ζωή: «Δι’ υπομονής τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα». Λοιπόν «η υπομονή είναι το υλικό με το οποίο κτίζεται το πνευματικό οικοδόμημα του ανθρώπου» (όσιος Πέτρος Δαμασκηνός).

Οπότε χωρίς υπομονή μην περιμένουμε καρπούς πνευματικούς. Οι πνευματικοί καρποί έρχονται εκεί που επιμένει και υπομένει κανείς. Που σημαίνει ότι δεν πρέπει να βιαζόμαστε. Όποιος βιάστηκε για να αποκτήσει κάτι καλό, εκείνος εξαπατήθηκε και απέτυχε. Το ίδιο δεν συμβαίνει άλλωστε και με τα πράγματα του κόσμου τούτου; Εκεί που δεν φαίνεται καμία προοπτική σε μία εργασία για παράδειγμα, εκεί που πάμε να απελπιστούμε από τη σχέση μας με το έφηβο αντιδραστικό παιδί μας, αλλά υπομένουμε και επιμένουμε, εκεί δειλά δειλά αρχίζει να έρχεται η επιτυχία και η αποκατάσταση. Ας θυμηθούμε και τον Γέροντα που θέλησε να διδάξει τον νεαρό υποτακτικό του την αξία ακριβώς της υπομονής! Τον έβαζε καθημερινά να κάνει δρόμο πολύ, για να ποτίζει ένα σπόρο σε έρημη γη. Και μετά από αρκετό πράγματι διάστημα, ήλθε και η καρποφορία. Και το διατράνωνε: «ελάτε να δείτε τον καρπό της υπομονής»!

Λοιπόν η υπομονή παρότι συνυπάρχει με την οδύνη, εμπερικλείει την ελπίδα. Μας κάνει να προσβλέπουμε στη χαρά της καρποφορίας! 

Η ΟΣΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ Η ΕΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙᾼ

«Όπως η βασιλεία των Ουρανών ομοιώθηκε με δέκα παρθένες, όπως λέγει το στόμα του Χριστού στην Καινή Διαθήκη, έτσι και δέκα γυναίκες ομοιώθηκαν με σχήμα ανδρικό και σύντριψαν τα κέντρα του ανθρωποκτόνου διαβόλου. Μία δε από αυτές τις δέκα ήταν και η σήμερα εορταζομένη Θεοδώρα, που το όνομά της σημαίνει δώρο Θεού. Αυτή λοιπόν καταγόταν από την πόλη της Αλεξανδρείας κατά τους χρόνους Ζήνωνος του βασιλιά, κατά το έτος 472. Είχε συζευχθεί νόμιμα με άνδρα και ζούσε ζωή πολύ καλή και ακατηγόρητη. Επειδή όμως από φθόνο του μισόκαλου διαβόλου έπεσε κρυφά σε μοιχεία, αποφάσισε να ζητήσει και να βρει τη σωτηρία της. Γι’ αυτό όταν άκουσε τα ευαγγελικά λόγια, με τα οποία διδάσκει ο Κύριος ότι δεν υπάρχει τίποτε κρυφό που να μη γίνει φανερό αργότερα («οὐκ ἔστιν κρυπτόν, ὅ οὐ φανερόν γενήσεται»: Λουκ. 8, 17), χάριν τούτου, καθώς στοχάστηκε το βάρος της αμαρτίας που έκανε, βδελύχθηκε αυτήν την αμαρτία σαν ένα σίχαμα και μία ακαθαρσία, οπότε απορρίπτει τη γυναικεία ενδυμασία και ντύνεται το αγγελικό σχήμα των (ανδρών) μοναχών και μετονομάζεται από Θεοδώρα σε Θεόδωρο. Πήγε λοιπόν σε ανδρικό μοναστήρι, μετανοώντας και κλαίοντας την αμαρτία της.

Αφού πέρασε η μακάρια δύο ολόκληρα χρόνια, κοπιάζοντας με βαριές δουλειές και με αγώνα να σηκώνει τα πράγματα που χρειάζονταν για το μοναστήρι, από φθόνο του ψυχοφθόρου διαβόλου συκοφαντήθηκε από κάποιους κακότροπους ανθρώπους ότι πόρνεψε με μία γυναίκα. Γι’ αυτό οι συκοφάντες έφεραν ένα βρέφος και το έριξαν έξω στη θύρα του μοναστηριού, κατηγορώντας την ψεύτικα ότι ήταν δικό της. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος η αοίδιμη Θεοδώρα δέχθηκε τη συκοφαντία σαν αληθινή και πήρε το βρέφος, ανατρέφοντάς το κανονικά σαν να ήταν δικό της. Διότι προσπαθούσε η τρισμακάρια να κρύψει τον εαυτό της, ότι ήταν δηλαδή γυναίκα κατά τη φύση. Αφού έκανε υπομονή έξω από το μοναστήρι για την αγάπη του Θεού και για κανόνα της αμαρτίας της επτά ολόκληρα χρόνια, παλεύοντας με την ψύχρα του χειμώνα, με το καύμα του καλοκαιριού και με χαμαικοιτίες, μόλις και μετά βίας μετέπειτα μπήκε μέσα στο μοναστήρι.

Από τότε λοιπόν αφού καταξήρανε το σώμα της με συχνές προσευχές, με κόπους, με ολονύκτιες στάσεις και αγρυπνίες, κι αφού απέκτησε επίγνωση βαθιά το τι σημαίνει να κληρονομήσει κανείς τη βασιλεία των ουρανών, έφθασε σ’ εκείνον τον σκοπό και το τέλος που αγαπούσε. Διότι πραγματικά ακολούθησε φοβερό θαύμα στην αγία αυτή, το οποίο ποιος να μη θαυμάσει; Κι αυτό γιατί ενώ ήταν γυναίκα, έζησε μαζί με άνδρες χωρίς να το καταλάβει κανείς. Κι ακόμη γιατί ενώ βρισκόταν στο μέσο του σταδίου της ασκήσεως, αγωνιζόταν ως ένας από τους άνδρες, λάμποντας ασκητικά ως μέγας ήλιος. Οπότε φορτωμένη από τους άξιους μισθούς των κόπων της, ανέβηκε με χαρά στον ποθητό της νυμφίο Χριστό, ενώ οι μοναχοί βλέποντας αυτό το παράδοξο θαύμα, βρέθηκαν σε έκσταση και δόξασαν τον Θεό».

(Για την οσία αυτή Θεοδώρα γράφεται στο βιβλίο «Παράδεισος των Πατέρων» ότι είπε το αξιόλογο αυτό απόφθεγμα. Δηλαδή ότι δεν σώζει τον άνθρωπο ούτε η άσκηση ούτε η αγρυπνία ούτε κανείς άλλος ασκητικός κόπος, παρά μόνον η γνήσια ταπεινοφροσύνη. Διότι ήταν ένας αναχωρητής και εξεδίωκε τα δαιμόνια. Τα ρωτούσε δε αυτός με ποια αρετή βγαίνουν από τον άνθρωπο:

 - Με τη νηστεία βγαίνετε; Κι αποκρίνονταν τα δαιμόνια: Εμείς ποτέ δεν τρώμε ούτε πίνουμε.

- Τότε με την αγρυπνία βγαίνετε; Κι αποκρίνονταν: Εμείς ποτέ δεν κοιμόμαστε.

– Με την αναχώρηση και την καταφυγή σε έρημους τόπους βγαίνετε; Κι εκείνα αποκρίνονταν: Εμείς στην αναχώρηση και στην ερημιά βρισκόμαστε.

- Με ποια λοιπόν, τους είπε, αρετή βγαίνετε; Κι αποκρίθηκαν: Εμάς καμία αρετή δεν μας νικά, παρά μόνον η ταπεινοφροσύνη. Γιατί αυτή είναι ο νικητής των δαιμόνων.

Είπε πάλι η οσία, ότι ήταν ένας μοναχός που καθόταν στην έρημο στο κελλί του. Από το πλήθος δε των πειρασμών που του προξενούσε ο διάβολος, απέκαμε και είπε: ας φύγω από δω για να γλιτώσω. Την ώρα που ετοίμαζε τα υποδήματά του για να φύγει, βλέπει έναν άλλον άνθρωπο που έβαζε κι εκείνος τα υποδήματά του (κι ήταν ο άλλος, ο διάβολος) και λέγει στον μοναχό: εσύ φεύγεις από δω εξαιτίας μου, αλλά να κι εγώ ότι σε προλαβαίνω κι ετοιμάζομαι να πάω πιο μπροστά από εσένα εκεί που θα πας).

(Από τον Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)

Θαυμαστός ο βίος της οσίας Θεοδώρας της εν Αλεξανδρείᾳ. Διότι ενώ δεν είναι η μόνη στην εκκλησιαστική ιστορία που ασκήθηκε μεταμφιεσμένη σε άνδρα σε μοναστήρι ανδρών, είναι η μόνη που ακολουθεί αυτήν την παράδοξη άσκηση με δύο ξεχωριστά δεδομένα: πρώτον, επιλέγει το σκληρό μαρτύριο της πλήρους ξενιτείας για να «εξιλεωθεί» από το αμάρτημα της μοιχείας που το γνωρίζει όμως μόνο αυτή∙ δεύτερον, αποδέχεται τη συκοφαντία της σαρκικής σχέσεως με γυναίκα(!), από την οποία προήλθε και ένα βρέφος(!), πάλι ερμηνεύοντας μόνον αυτή το γεγονός ως «ξεπλήρωμα» της μοιχείας που επιτέλεσε έναντι του νόμιμου συζύγου της. Πρόκειται για πραγματικότητα που αναδεικνύει την αγιότητα της Θεοδώρας, γιατί φανερώνει ότι η πορεία της, κι όχι μόνον η ασκητική όταν ντύθηκε το μοναχικό σχήμα αλλά και πρωτύτερα, ήταν αδιάκοπα ενώνιον των οφθαλμών του Κυρίου. Πράγματι, συνέβη η μεγάλη σαρκική πτώση της, «φθόνῳ διαβόλου» κατά τον συναξαριστή, όμως έκτοτε δεν μπορούσε να αντέξει το τραγικό γι’ αυτήν γεγονός, (ενώ θα μπορούσε να το «ξεπεράσει», ακολουθώντας και τον κανόνα της μετανοίας διά του μυστηρίου της εξομολογήσεως).

 Όμως είναι τόσο λεπτή η συνείδησή της που δεν της αρκεί αυτό. Αισθάνεται ότι η εξολοκλήρου αφιέρωσή της στον Θεό, και μάλιστα με τον απόλυτο τρόπο της ξενιτείας που είπαμε, μπορεί να επιφέρει τη συγχώρεση και την ανάπαυση της καρδιάς της. Την αίσθηση αυτή σημειώνει και ο άγιος υμνογράφος της. Ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού αναφέρει πως «ο ήλιος μέχρι τη δύση του (όχι μετέπειτα συνεπώς) δεν σε είδε να αμαρτάνεις, σε είδε όμως και σε γνώρισε ο καρδιογνώστης Κύριος που δεν δύει ποτέ. Γιατί είναι Αυτός που βλέπει όλα τα κρυφά γενόμενα, οπότε σου φώτισε έντονα με το φως της μετάνοιας και τα μάτια της καρδιάς σου, με αποτέλεσμα να σπεύσεις να τον λατρεύσεις με την επίμονη εγκράτεια και την τελειότητα των αρετών».  

Ο δρόμος της ξενιτείας της οσίας, όπως και η αναδοχή ευχαρίστως της συκοφαντίας φανερώνουν από την άλλη τη σπουδαιότερη εξ όλων των αρετών που χαρακτήριζε τη Θεοδώρα, την αγία ταπείνωση. Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μαρτυρούν ότι αν θέλουμε αληθινά να γνωρίζουμε το πνευματικό ύψος ενός χριστιανού, πρέπει να δούμε τα σημάδια της αληθινής ταπεινοφροσύνης του. Κι αυτό γιατί ο αποκαλυφθείς Θεός μας είναι τα δύο αυτά: αγάπη και ταπείνωση. Η οσία Θεοδώρα λοιπόν αποκαλύπτει το υπέρμετρο ύψος της, γιατί διαπνεόταν από την ταπείνωση αυτή, και βεβαίως από την αγάπη της προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό της. «Φρονήματι τεταπεινωμένῳ» μάς λέει ο υμνογράφος ότι υπηρετούσε στο μοναστήρι η αγία (ωδή γ΄), «τρωθεῖσα θείῳ ἕρωτι» (εξαποστειλάριον),  ενώ μ’ αυτό το φρόνημα εξέχεε τη φλογισμένη αγάπη της προς τον Κύριο με τις προσευχές της: «Δες την ταπείνωση και τον κλαυθμό μου. Δες τη θλίψη μου και ανακούφισέ την... έκραζε η Θεοδώρα πρός τόν μόνον  δυνάμενον σώζειν» (ωδή δ΄). Κι ήταν η ταπείνωσή της αυτή πια που σαν ξίφος στα χέρια της οσίας έκοβε τις κεφαλές των δαιμόνων: «Τῷ ξίφει τοῦτον (τόν ἐχθρόν) τῆς ταπεινώσεως ἔτρωσας, συντρίψασα αὐτοῦ κάραν πολυμήχανον» (ωδή ε΄).

Η οσία χαριτώθηκε ιδιαιτέρως από τον Κύριο λόγω της μεγάλης της ταπείνωσης και της βαθιάς μετάνοιάς της, γι’ αυτό αφενός πάμπολλα ήταν και είναι τα θαύματά της («χάριν ἰαμάτων δεδωκώς σοι, Θεός»: ωδή ε΄), αφετέρου αποτελεί μέγα παράδειγμα μετανοίας για κάθε άνθρωπο που περιπίπτει στις αμαρτίες, όσες μεγάλες και βαριές κι αν είναι  («υπογραμμός ἀναδέδεικται πεπτωκόσιν ὁ βίος σου καί βουλομένοις προσέρχεσθαι διά μετανοίας τῷ εἰδότι τά πταίσματα συγχωρεῖν καθώς γέγραπται» (οίκος συναξαρίου) (αναδείχτηκε παράδειγμα η ζωή σου γι’ αυτούς που έπεσαν στην αμαρτία και θέλουν να προσέρχονται με μετάνοια σ’ Αυτόν που γνωρίζει να συγχωρεί τις αμαρτίες, όπως έχει γραφεί).  

 

10 Σεπτεμβρίου 2021

ΦΕΥΓΕΙ Ο ΝΟΥΣ ΜΟΥ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ!

«Πάλευε συνεχώς να συγκεντρώνεις τον νου σου που σκορπίζεται σε ρεμβασμούς. Ο Θεός δεν ζητεί από τους υποτακτικούς του Κοινοβίου (όπως από τους ησυχαστές) προσευχή αρρέμβαστη. Γι’ αυτό να μην αθυμείς, επειδή κλέπτεται ο νους σου. Αντίθετα να ευθυμείς που πάντοτε τον επαναφέρεις. Άλλωστε μόνο στους αγγέλους παρατηρείται το «άσυλον», το να μην κλέπτεται δηλαδή ο νους τους» (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, λόγ. δ΄, 88).

Παραπονιέσαι συχνά ότι είτε στις ακολουθίες του ναού είτε και στην προσωπική σου προσευχή το μυαλό σου φεύγει. Φαίνεσαι προσηλωμένος, μπορεί και να κρατάς στα χέρια σου βιβλίο προσευχών που να τις ψελλίζεις μάλιστα, και όμως με πόνο διαπιστώνεις ότι πολλές φορές μόνο το σώμα σου είναι εκεί. Ο νους σου έχει πάει σε οτιδήποτε άλλο πέρα από την προσευχή: σε εργασίες ανολοκλήρωτες, σε προβλήματα οικογενειακά, σε κάτι προσωπικό που σε ταλαιπωρεί, στη συμπεριφορά και την ενδυμασία κάποιου ακόμη και μέσα στον ναό. Και θορυβείσαι, και μελαγχολείς κι ίσως και απελπίζεσαι. Γιατί υπάρχουν φορές που έχεις συλλάβει τον εαυτό σου να σκέπτεται ακόμη και αμαρτίες.

Ο άγιος Ιωάννης σε παρηγορεί και σε στηρίζει φιλάνθρωπα. Δεν συμβαίνει μόνο σε σένα ο ρεμβασμός αυτός, το κλέψιμο του νου. Η εμπειρία και ο φωτισμός του τού έχουν δείξει ότι όχι μόνο και στους καλόγερους συμβαίνει ο διασκορπισμός του νου, αλλά και στους μεγάλους και προχωρημένους στην αγιότητα. Στους ίδιους τους αγίους. Σπάνια, αν μη ποτέ, θα υπάρξει άνθρωπος που θα έχει προσηλωμένο τον νου του στον Κύριο εκατό τοις εκατό, ακόμη και την ώρα της προσευχής. Κάποιος λογισμός, ίσως και καλός, θα κλέψει τη διάνοιά του και θα τον αποπροσανατολίσει. Και σου λέει: «μόνο στους αγγέλους παρατηρείται το άσυλο».

Μην επαναπαυτείς όμως με τη διαπίστωση αυτή.  Ο ρεμβασμός  αποκαλύπτει πόσο δρόμο έχουμε ακόμη μπροστά μας. Πόσο ελλειμματικοί στην πνευματική ζωή είμαστε. Γι’ αυτό και αφενός πάλευε να επαναφέρεις τον νου σου στα λόγια της προσευχής κάθε φορά που χάνεται - είναι ο καθημερινός πνευματικός σου αγώνας. Και αφετέρου, να χαίρεσαι, να ευθυμείς, γιατί ακριβώς κάνοντας τον αγώνα αυτόν χαίρεται ο Κύριος και Θεός σου. Μη ξεχνάς∙ άγιος τελικά δεν είναι ο (ανύπαρκτος ανθρωπίνως) αναμάρτητος, αλλά ο αγωνιστής. Δεν χρειάζεται λοιπόν στενοχώρια, εκεί που υπάρχει εσωτερική πάλη και χαρά του Θεού. Κι ακόμη∙ γνώριζε ότι με τον αγώνα αυτό που επισύρει τη χάρη του Θεού θα φτάσεις στο πιο χαρισματικό σημείο: να μην κλέπτεται ο νους σου σ’ έναν βαθμό και πέρα από τις ώρες της προσευχής.

ΑΙ ΑΓΙΑΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΗΝΟΔΩΡΑ, ΜΗΤΡΟΔΩΡΑ, ΝΥΜΦΟΔΩΡΑ

 «Οι άγιες αυτές ήταν αδελφές και κατάγονταν από τη Βιθυνία. Από μικρές αγάπησαν τον Κύριο Ιησού, τον Οποίο είχαν διαρκές εντρύφημα των ψυχών τους. Έτσι μόνη φροντίδα τους ήταν πώς θα στολίσουν τον εαυτό τους με τις αρετές. Για μεγαλύτερη άσκηση και αφιέρωση στον Θεό, έφυγαν από την πατρίδα τους και αποσύρθηκαν σ’ ένα λόφο, κοντά στα Πύθια θερμά λουτρά. Με τη διαρκή προσευχή τους και την εν Χριστώ άσκησή τους έφτασαν σε μεγάλα ύψη αρετής, τόσο που θεράπευαν διάφορες ασθένειες των ανθρώπων που προσέτρεχαν σ’  αυτές. Ο έπαρχος Φρόντων όμως, που έμαθε γι’ αυτές, έστειλε και  τις συνέλαβε, κι επειδή αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την πίστη στον Χριστό, άρχισε να τις υποβάλλει σε σκληρά βασανιστήρια: τη στρέβλωση των μελών, το ρίξιμο στη φωτιά, το γδάρσιμο με σιδερένια νύχια, το κρέμασμα σε ξύλο, τέλος δε τον δια ξίφους θάνατο. Σε όλα αυτά οι άγιες υπέμεναν καρτερικά, έχοντας τον νου τους στην αγάπη του Χριστού και ενισχυόμενες από τη χάρη Εκείνου. Με την παράδοση των πνευμάτων τους στον Θεό, ο έπαρχος θέλησε να κάψει τα άγια σώματά τους, αλλά οι φλόγες στράφηκαν εναντίον του, ενώ καταρρακτώδης βροχή έσβησε αμέσως τη φωτιά. Οι χριστιανοί περισυνέλεξαν τα λείψανά τους, τα οποία και τα ενταφίασαν με μεγάλο σεβασμό».

Δύο πράγματα είναι αξιοθαύμαστα στις τρεις αυτές αδελφές που εορτάζει η Εκκλησία μας σήμερα: Πρώτον, ότι απαρχής μέχρι τέλους της ζωής τους υπήρξαν αγαπημένες, τόσο που ήταν σαν μία ψυχή σε τρία σώματα. Και στο πατρικό τους στη Βιθυνία και στην αναχώρησή τους στον τόπο της άσκησής τους, αλλά και στο μαρτύριό τους δρούσαν σαν ένας άνθρωπος. Είναι πολύ όμορφη η εικόνα που χρησιμοποιεί ο εκκλησιαστικός ποιητής για να δηλώσει την ενότητά τους αυτή. Τις ονομάζει «τρίφωτον λαμπάδα, τριώροφον οίκημα, σκήνωμα της αγίας Τριάδος». Κι είναι αξιοθαύμαστο τούτο, διότι δυστυχώς όχι σπάνια τα αδέλφια μεταξύ τους δεν διαπνέονται από τη φυσική αγάπη που θα έπρεπε να διακρίνει τις σχέσεις τους. Πολλές φορές μάλιστα όχι μόνο δεν υπάρχει αγάπη, αλλά αναπτύσσεται και μίσος, το οποίο φτάνει, όταν προκύπτουν ιδίως θέματα κληρονομιάς, και σε ακραίες καταστάσεις. Στα θήλεα αδέλφια δε, το ιδιάζον που αναπτύσσεται και συχνά δηλητηριάζει τις σχέσεις τους είναι η ζήλεια. Είναι μία τραγική πραγματικότητα, μέτοχοι της οποίας συχνά γινόμαστε οι πνευματικοί εξομολόγοι. Η αγάπη λοιπόν μεταξύ των τριών αυτών αγίων αδελφών αποτελεί παράδειγμα και έλεγχο. Αυτή είναι η κανονική και φυσιολογική κατάσταση, την οποία βεβαίως και μόνον ευλογεί ο Θεός.

Το δεύτερο αξιοθαύμαστο είναι η ανδρεία την οποία επέδειξαν και στη σκληρή άσκηση που ανέλαβαν στο λόφο που αποσύρθηκαν, αλλά κυρίως στην ώρα των μαρτυρίων τους. Η γυναικεία φύση πάντοτε θεωρήθηκε ως πιο απαλή και συνεπώς ευάλωτη στις σκληρές καταστάσεις, κάτι που οι σημερινές άγιες, όπως και όλες οι άγιες της Εκκλησίας μας το απέδειξαν ανίσχυρο. Ο έπαρχος Φρόντων καταρχάς προσέκρουσε σε «νταμάρι», όταν επεχείρησε να τις μεταπείσει, ώστε να φύγουν από την πίστη του Χριστού. Κι εκεί που αποδείχτηκε γρανιτένια η θέλησή τους ήταν ακριβώς την ώρα των μαρτυρίων τους. Ο υμνογράφος, έκθαμβος μπροστά στο ένθεο φρόνημά τους, σημειώνει: «Ατελεί εν τω σώματι, και τελείω φρονήματι, παλαμναίον δράκοντα, τον αρχέκακον, κατεπαλαίσατε ένδοξοι, δυνάμει του Πνεύματος, και ανίσχυρον αυτού την ισχύν απεδείξατε». Δηλαδή: Καταπαλαίψατε, ένδοξοι μάρτυρες, τον αρχέκακον δολοφόνο δράκοντα, τον αρχέκακο διάβολο (και τα όργανά του), με το ατελές και αδύναμο σώμα σας, αλλά με το τέλειο φρόνημά σας, και με τη Δύναμη του αγίου Πνεύματος αποδείξατε ανίσχυρη τη δύναμή του.

Είναι περιττό βεβαίως να υπενθυμίσουμε ότι και στα δύο αξιοθαύμαστα στοιχεία των αγίων αυτών μαρτύρων υπάρχει ως προϋπόθεση και βάση η ένθερμη πίστη στον Χριστό και η τελεία αγάπη Του. Η πίστη και η αγάπη σ’  Εκείνον δίνει αφενός την ενότητα στους ανθρώπους, πολύ περισσότερο δε την υπομονή στα μαρτύρια. Κι είναι η απάντηση της Εκκλησίας σε κάθε παρόμοια κατάσταση∙ όπου υπάρχει διχόνοια, ζήλεια, μίσος και έχθρα, όπου υπάρχουν δυσκολίες και αντιξοότητες στη ζωή, η  λύση είναι μία: ο άνθρωπος να στραφεί προς τον Χριστό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο υμνογράφος ερμηνεύει και τα δύο αξιοθαύμαστα ακριβώς με τον τρόπο τούτο: την αδελφική αγάπη τους τη χαρακτηρίζει πνευματική. «Αδελφικώς τω πνεύματι συνδούμεναι» (έχοντας αδελφικό σύνδεσμο κατά το πνεύμα), ενώ το μαρτύριό τους το ερμηνεύει ως αποτέλεσμα ενίσχυσής τους από την αγάπη του Χριστού: «τον δεδοξασμένον Λόγον ολικώς αγαπήσασαι, ου τετρωμέναι τω πόθω υπεμείνατε, παθημάτων τας επαγωγάς καρτερώτατα» (Επειδή αγαπήσατε τον δοξασμένο Λόγο του Θεού ολοκληρωτικά, πληγωμένες από τον πόθο Του, υπομείνατε καρτερικότατα όλα τα βασανιστήρια).

09 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΕΝ ΒΛΕΠΩ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ...

Ο αγώνας για αυτογνωσία, για κατανόηση αυτού που έχω ακριβώς μπροστά μου, δηλαδή τον ίδιο μου τον εαυτό, αποτελεί την προτεραιότητα του ορθοφρονούντος ανθρώπου. Διότι δυστυχώς το θεωρούμενο προφανές γίνεται τρομακτικά δύσκολο και αφανές:  ό,τι είναι ενώπιόν μας μάς διαφεύγει, ενώ το θεωρούμενο μακρινό ως το άλλο μάς φαντάζει οικείο και εύκολο - βλέπουμε ή νομίζουμε πως βλέπουμε ό,τι συμβαίνει στον... συνάνθρωπό μας! Πρόκειται για πραγματικότητα που είχαν διαπιστώσει και οι αρχαίοι Έλληνες, όταν έλεγαν ότι κάθε άνθρωπος έχει δύο σάκκους πάνω του: έναν μπροστά και έναν πίσω. Ο πίσω σάκκος είναι ό,τι σχετίζεται με τον εαυτό του. Ο μπροστινός είναι ό,τι σχετίζεται με τον συνάνθρωπό του. Γι’ αυτό και παρουσιάζεται με ανοικτούς οφθαλμούς στα σφάλματα συνήθως και τις ενέργειες του συνανθρώπου, ενώ παρουσιάζεται τυφλός με αυτό που ο ίδιος κάνει και πολύ περισσότερο στα λάθη του. Γιατί συμβαίνει το παράδοξο αυτό; Κατά την πίστη μας, διότι υπήρξε η πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος αμάρτησε, δηλαδή αρνήθηκε να υποταχθεί στο θέλημα του Δημιουργού Του επιλέγοντας το δικό του θέλημα, τα πράγματα διαστρεβλώθηκαν, ο νους του ως οφθαλμός της ψυχής έχασε το φως του, με αποτέλεσμα αντί της όρασης της αγάπης ως αποδοχής και ανοίγματος προς τον συνάνθρωπο να έχουμε την τύφλωση της κατάκρισης και της καταδίκης του άλλου – τα μάτια του γέμισαν από έρωτα για τον εαυτό του και για φθόνο κατά του συνανθρώπου του -  συνεπώς κι αυτό που βλέπει στον άλλο τις περισσότερες φορές είναι η χαλασμένη πραγματικότητα του ίδιου του  εαυτού του, προβάλλει δηλαδή στον άλλον τη δική του διαστροφή και εμπάθεια.   

Λοιπόν, μας λέει η Εκκλησία μας βασισμένη στον αρχηγό της τον Κύριο Ιησού Χριστό, για να έχουμε αυτογνωσία και να αποκτήσουμε και πάλι υγιείς οφθαλμούς βλέποντας όπως πρέπει την πραγματικότητα, απαιτείται να ακολουθούμε τον Χριστό, δεχόμενοι μέσα στο ζωντανό σώμα Του τη χάρη Εκείνου. Η χάρη Του μάς ανοίγει τα μάτια ώστε να βλέπουμε όχι μόνο τις χάρες που ο Θεός μάς έχει δώσει και μας δίνει, αλλά κυρίως τα δικά μας σφάλματα, οπότε να μπορούμε να μετανοούμε γι’ αυτά και να ρίχνουμε τον εαυτό μας στο έλεος Εκείνου – η πορεία μετανοίας που βλέπουμε στην επιστροφή του ασώτου υιού. Είναι αυτονόητο βεβαίως ότι τα μάτια μας στην περίπτωση αυτή, καθαρμένα από τα δάκρυα της μετανοίας, μπορούν και βλέπουν την εικόνα του Κυρίου στα πρόσωπα των αδελφών μας και την αγαθή ενέργειά Του σε όλη τη δημιουργία. Ο πιστός δηλαδή αρχίζει και βλέπει λίγο καθαρά τι γίνεται ενώπιόν του!