16 Σεπτεμβρίου 2021

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΣ ΕΥΦΗΜΙΑ


«Η αγία αυτή και ένδοξη μεγαλομάρτυς Ευφημία, διέλαμψε κατά τους καιρούς του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και του Πρίσκου, ανθυπάτου της Ευρώπης. Υπήρξε γέννημα και θρέμμα της πόλης της Χαλκηδόνας, καταγόμενη από ευγενείς και θεοσεβείς γονείς. Κατηγορήθηκε όμως στον ηγεμόνα ως χριστιανή, και γι’ αυτό την έρριξαν πρώτα στη φωτιά, έπειτα στα θηρία, και στη συνέχεια μηχανεύτηκαν και άλλα βασανιστήρια, τα οποία τα υπέμεινε όλα η αγία με γενναιότητα και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου. Το ιερό λείψανό της διασωζόταν από τους ευσεβείς χριστιανούς στην πόλη της Χαλκηδόνας, όπου και είχε οικοδομηθεί εις τιμήν της περικαλλής ναός. Στα χρόνια των ευσεβεστάτων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας, συγκροτήθηκε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος των εξακοσίων δέκα πατέρων στη Χαλκηδόνα (451 μ.Χ.), η οποία αναθεμάτισε τους αιρετικούς μονοφυσίτες Ευτυχή και Διόσκορο και διατύπωσε την αληθινή πίστη περί του Κυρίου μας Ιησού Χριστού – δύο τέλειες φύσεις, ανθρώπινη και θεϊκή, ενωμένες στη μία Του θεϊκή υπόσταση «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως». Επειδή όμως δεν πείθονταν οι αιρετικοί, γι’ αυτό και σκέφτηκαν οι θεοφώτιστοι Πατέρες το εξής: να γράψουν την ορθόδοξη πίστη σε τόμο και αντιστοίχως να κάνουν και οι αιρετικοί, τους δε δύο αυτούς τόμους να τους εναποθέσουν σφραγισμένους στο στήθος της αγίας, μέσα στη λάρνακά της, κάτι που έγινε. Αργότερα, όταν άνοιξαν τη λάρνακα, τον μεν τόμο των αιρετικών τον βρήκαν ριγμένο υπό τους πόδας της αγίας, τον δε των ορθοδόξων να κρατείται από τη μεγαλομάρτυρα στα τίμια χέρια της. Αυτό βλέποντας όλοι, οι μεν αιρετικοί γέμισαν από ντροπή, οι δε ορθόδοξοι από χαρά. Το χαριτόβρυτο αυτό λείψανό της, ακέραιο, μετακομίστηκε, πριν από την άλωση, από τη Χαλκηδόνα στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ανηγέρθη ναός εις τιμήν της αγίας, και μετά την άλωση (1453), μετά από διάφορες αναγκαίες μετακομίσεις, τοποθετήθηκε οριστικά στον ναό του αγίου Γεωργίου του τροπαιοφόρου στο Φανάρι, εκεί που μέχρι σήμερα ευρίσκεται, τιμώμενο και σεβόμενο έκτοτε όχι μόνο από τους ορθοδόξους χριστιανούς, αλλά και από τους ετεροδόξους. Τελείται δε η μνήμη και πανήγυρη της αγίας, κατά την 11η Ιουλίου, (όπως και κατά τη σημερινή ημέρα),  κατά την οποία συρρέουν πλήθη πιστών, για ν’  ασπαστούν το ιερό λείψανό της και ν’  αξιωθούν πολλών ιαμάτων».

Την αγία μεγαλομάρτυρα Ευφημία την ξαναείδαμε στις 11 Ιουλίου. Και πάλι σήμερα η Εκκλησία την προβάλλει ενώπιόν μας προς παραδειγματισμό, και  για τη μεγάλη της άθληση και για το ορθόδοξο φρόνημά της, τόσο που ο Θεός θέλησε στο ναό της και με τις ευλογίες της, ιδίως διά του τιμίου της λειψάνου, να δώσει απάντηση στον προβληματισμό της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, όπως αναφέρει και το ιερό συναξάρι της. Η άθλησή της ήταν τέτοια που φανέρωσε ότι κάτω από το «χαύνον του θήλεος», όπως σημειώνει ο υμνογράφος, κρυβόταν μία ανδρεία και γενναία καρδιά, μπροστά στην οποία – για να δανειστούμε μία φράση του ιστορικού Ιωάννου Φιλήμονος, την οποία έγραψε για την ηρωίδα του 21 Μπουμπουλίνα – «οι μεν άνανδροι ντροπιάζονταν, οι δε γενναίοι υποχωρούσαν». Πράγματι, ακόμη και ο μεγάλος ασκητής όσιος Παΐσιος, όταν εν οράματι του εμφανίστηκε η αγία στο Άγιον Όρος το 1987, θαύμασε πώς μία νεαρή κόρη άντεξε τόσο μεγάλα βασανιστήρια και μάλιστα παρότρυνε και τους άλλους μάρτυρες ως αρχηγός τους να τα υπομείνουν και αυτοί.

Ο υμνογράφος μάλιστα προχωρεί ακόμη περισσότερο και μας υπενθυμίζει ότι η άθληση της αγίας ήταν τελικώς η «προίκα» της ενώπιον του Κυρίου Ιησού Χριστού. «Ανέδραμες, νοητούς προς θαλάμους ώσπερ προίκα, τω νυμφίω σου, Παρθένε, προσαγαγούσα την άθλησιν». Έτρεξες προς τους νοητούς θαλάμους (της Βασιλείας του Θεού), φέροντας σαν προίκα στον νυμφίο σου Χριστό, Παρθένε, την άθλησή σου. Κι είναι τούτο μία υπενθύμιση, η οποία πρέπει ιδιαιτέρως να μας ελέγχει, διότι αποδυόμαστε στον κόσμο τούτο, είτε κατορθώνοντάς το είτε όχι, να μαζέψουμε υλικά αγαθά, να αποκτήσουμε χρήματα, να έχουμε πράγματα για να περνάμε, και για τη νεότητά μας και για τα γηρατειά μας. Κάνουμε δηλαδή την προίκα μας, σαν να είναι αυτή ο μοναδικός θησαυρός μας,  μεγάλη ή μικρή,  η οποία όμως τελικώς θα παραμείνει στον κόσμο τούτο, χωρίς κάτι από αυτήν να μας συνοδεύσει στα μετέπειτα. Εκείνο που πράγματι θα μας συνοδεύσει, εκείνο που όντως συνιστά την αληθινή προίκα μας, θα είναι οι αγώνες που κάναμε για να αποκτήσουμε τις αρετές, για να αποκτήσουμε με άλλα λόγια το Πνεύμα του Θεού, καρπός του Οποίου είναι οι αρετές. Χωρίς αυτό το Πνεύμα και το αποτέλεσμα της παρουσίας Του στη ζωή μας θα είμαστε γυμνοί και ντροπιασμένοι ενώπιον του Θεού μας, και ιδίως την ώρα της κρίσεως. Η αγία λοιπόν μας υπενθυμίζει αυτό που ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης…Θησαυρίζετε θησαυρούς εν ουρανώ, όπου κλέπται ου διορύσσουσι ουδέ κλέπτουσι».

Η προτεραιότητα αυτή στη ζωή του Χριστιανού, όπως το βλέπουμε στην αγία Ευφημία, όχι μόνο κάνει τον άνθρωπο να κερδίσει τελικώς τον Παράδεισο, αλλά τον κάνει και στον κόσμο αυτόν να είναι ευλογία για όλους τους ανθρώπους. ´Αλλωστε το ένα αποτελεί ποιητικό αίτιο του άλλου: αν δεν είσαι ευλογία για τους άλλους, Παράδεισο δεν βλέπεις. Ο εκκλησιαστικός ποιητής επισημαίνει και αυτήν τη διάσταση  με μία πολύ όμορφη εικόνα: «η διηνθισμένη ταις αρεταίς, και πεφωτισμένη τον λογισμόν, η μύρα προχέουσα εν ταις καρδίαις των πιστών» γράφει. Η αγία ήταν διανθισμένη με τις αρετές, είχε φωτισμένο (από το Πνεύμα του Θεού) λογισμό, ήταν αυτή που πρόσφερε στις καρδιές των πιστών μύρα. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα ο Χριστιανός να αποτελεί για τον κάθε συνάνθρωπό του άρωμα Χριστού. Να μας βλέπουν οι άλλοι και να μας «εισπράττουν» ως ευλογία δηλαδή στη ζωή τους. Διότι αυτό τελικώς είναι ο Χριστιανός: άρωμα, ευωδία Χριστού, όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος. Χωρίς όμως φωτισμένο λογισμό από την πίστη του Χριστού και ενάρετη ζωή από την τήρηση των εντολών Του, τούτο δεν είναι κατορθωτό. Η αγία Ευφημία, νεαρή κόρη αλλά με μεγάλη καρδιά το πέτυχε.  

15 Σεπτεμβρίου 2021

«Η ΔΕ ΓΥΝΗ ΙΝΑ ΦΟΒΗΤΑΙ ΤΟΝ ΑΝΔΡΑ;»

Συχνά τίθεται το ερώτημα, μολονότι χιλιοαπαντημένο, για ό,τι λέει «προκαλώντας» ο απόστολος Παύλος από την προς Εφεσίους επιστολή του στο ανάγνωσμα της ακολουθίας του γάμου «η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα», τον οποίο μάλιστα πρέπει να κατανοεί και ως «κεφαλή» της. Είναι δυνατόν στην εποχή μας οι σχέσεις του ζευγαριού να κατανοούνται φοβικά ή και δουλικά; Και η απάντηση βεβαίως είναι απλή, την οποία νομίζουμε κανείς καλοπροαίρετος άνθρωπος δεν μπορεί να αμφισβητήσει, όταν μάλιστα το ίδιο ανάγνωσμα του αποστόλου προβάλλει τη σχέση του ζεύγους ως ισότιμη και αμοιβαία.   

Ο φόβος καταρχάς για τον οποίο γίνεται λόγος, δεν κατανοείται με τη σημερινή έννοια του όρου, ως τρόμος ή ταραχή λόγω του αγνώστου και του κινδυνώδους. Πρόκειται για τον σεβασμό που οφείλει να έχει η γυναίκα προς τον άνδρα της (φοβούμαι σημαίνει σέβομαι πρωτίστως), σεβασμό που προκαλείται από την απέραντη, κατά τον απόστολο, αγάπη του άνδρα προς τη γυναίκα του. Μία έστω και επιπόλαιη ματιά στο ανάγνωσμα δείχνει ότι το μεγαλύτερο τμήμα του εξαντλείται στη στάση του άνδρα κυρίως απέναντι στη γυναίκα του, την οποία καλείται να βλέπει όχι ως κάτι άλλο και ανεξάρτητο από τον ίδιο, αλλά ως δικό του «κομμάτι», ως τον ίδιο του τον εαυτό και το δικό του σώμα -  ό,τι με θάμβος εξέφρασε ο Αδάμ όταν ο Δημιουργός τού έφερε τη γυναίκα του: «αυτό είναι σάρκα από τη σάρκα μου και οστό από τα οστά μου»! Ο ίδιος ο Κύριος ερμήνευσε έπειτα την πραγματικότητα αυτή με τον λόγο Του: «δεν είναι δύο άνθρωποι, αλλά ένας», «ώστε ουκέτι εισί δύο, αλλά μια σαρξ». Μπροστά λοιπόν σ’ αυτήν τη γεμάτη θάμβος και αγάπη στάση του άνδρα προς τη γυναίκα, η γυναίκα, λέει ο απόστολος, καλείται να σταθεί με σεβασμό, με δέος!

Από την άλλη, η προτεραιότητα που φαίνεται να δίνει στον άνδρα ο απόστολος, αφού λέει ότι είναι κεφαλή της γυναίκας, κατανοείται ως προτεραιότητα στη διακονία και την αγάπη και όχι ως προτεραιότητα εξουσίας. Κι αυτό γιατί τονίζει ο απόστολος ότι το σύμβολο της σχέσεως άνδρα και γυναίκας είναι ο Χριστός και η Εκκλησία – «το μυστήριο αυτό είναι μεγάλο, εγώ μάλιστα λέω ότι αναφέρεται στη σχέση του Χριστού προς την Εκκλησία». Όπως ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, επειδή θυσιάζεται γι’  αυτήν, έτσι και ο άνδρας είναι – καλείται να γίνει – κεφαλή της γυναίκας, επειδή κι αυτός πρώτος πρέπει να θυσιάζεται για χάρη εκείνης. «Θέλεις να υπακούει σε σένα, άνδρα, η γυναίκα σου όπως η Εκκλησία στον Χριστό;» εξηγεί επ’  αυτού ο άγιος Χρυσόστομος. «Φρόντισε κι εσύ αυτήν, όπως ο Χριστός φροντίζει την Εκκλησία. Είτε πρέπει να δώσεις την ψυχή σου υπέρ της γυναίκας σου είτε πρέπει να πληγωθείς μύριες φορές είτε να υπομείνεις και να πάθεις οτιδήποτε, να μην αποφύγεις. Κι αν ακόμη πάθεις αυτά, τίποτα ακόμη δεν κατόρθωσες όπως ο Χριστός» (Κ΄ ομιλία στην προς Εφεσίους επιστολή, μετάφρ. Κ. Γ. Παπαδημητρακόπουλος).  

Χωρίς μία τέτοια κατανόηση τα πράγματα διαστρεβλώνονται και παρεξηγοῦνται, συνήθως δε, αποδέχονται αυτές τις παρεξηγήσεις εκείνοι που θέλουν για άλλους λόγους να δημιουργούν σύγχυση.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΝΙΚΗΤΑΣ

«Ο άγιος Νικήτας έζησε επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Γεννήθηκε και ανατράφηκε στη χώρα των βαρβάρων Γότθων, πέραν του Ίστρου ποταμού. Είχε επικοινωνία με τους βαρβάρους, αλλά ήταν χριστιανός, καταγόμενος από  καλή και πλούσια γενιά. Συνελήφθη από τον άρχοντα των Γότθων Αθηνάριχο, λόγω της πίστεώς του στον Χριστό, και αφού τον βασάνισαν σκληρά κτυπώντας τον, τον έριξαν στη φωτιά, οπότε και τελειώθηκε».

Ο άγιος Νικήτας ανήκει σ’  εκείνους τους μάρτυρες που μπορούν να χαρακτηριστούν «πυρφόροι νικηφόροι», δεδομένου ότι τελειώθηκε, όπως λέει το συναξάρι του, μέσα από τη φωτιά. Είχε την ίδια εμπειρία με τους αγίους τρεις παίδες της Παλαιάς Διαθήκης, την ίδια εμπειρία με τον άγιο Πολύκαρπο Σμύρνης και με πλήθος άλλων αγίων μαρτύρων, με τη διαφορά ότι ο Θεός μέσα στις ανεξερεύνητες βουλές Του δεν τον έσωσε από αυτήν, αλλά επέτρεψε η φωτιά να γίνει το μέσον της τελειώσεώς του και δι’  αυτής να οδηγηθεί στον δροσισμό  του Παραδείσου. Και γι’  αυτόν γράφηκε το «διήλθομεν διά πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν». Τώρα χαίρει στεφανωμένος, ευρισκόμενος στη θριαμβεύουσα Εκκλησία μαζί με τους άλλους μάρτυρες του Κυρίου, αναπαυμένος σαν σε γαλήνιο όρμο, πρεσβεύοντας πια εν αγάπη για εμάς που χειμαζόμαστε ακόμα στην τρικυμιώδη θάλασσα της εδώ ζωής. «Όλμω γαληνώ προσωρμίσθης, αναπαυσάμενος των πόνων, και στεφανηφόρος χορεύεις εν Παραδείσω, μετά Μαρτύρων Χριστού». Ο υμνογράφος μάλιστα λαμβάνει και πάλι την αφορμή να υπενθυμίσει ότι η λαμπρότητα των ενδυμάτων  του, κατά συμβολικό βεβαίως τρόπο, οφείλεται στο ερυθρό χρώμα των αιμάτων του. Το αίμα του ύφανε τον έντιμο χιτώνα του. «Τους αικισμούς υπέμεινας στερρώς, και χιτώνα τον έντιμον, μαρτυρικώς ενδέδυσαι, εκ σων αιμάτων υφαινόμενον».

Η μακαριότητα αυτή του Παραδείσου, την οποία  από την ώρα της τελειώσεώς του και μετέπειτα απολαμβάνει ο άγιος μεγαλομάρτυς, υπήρξε και η δύναμη που τον έκανε, μαζί με τη χάρη του Θεού, να υπομείνει όλα τα μαρτύρια επιτυχώς. Θέλουμε να πούμε ότι αν ο άγιος μπόρεσε να κρατηθεί, και μάλιστα «χαίρων», στα τόσα σκληρά βάσανα που υπέστη, ήταν διότι ο νους του ήταν προσηλωμένος στη θεωρία του Κυρίου Του και της ομορφιάς των χαρίτων που προσφέρει στους νικητές των εχθρών. Όπως το επισημαίνει με γλαφυρότητα ο εκκλησιαστικός μας ποιητής: «Ενηδόμενος Κυρίου τη θεωρία, και ταις αυτού λαμπρότησιν, εντρυφών ο Μάρτυς, πάσχων ουκ ησθάνετο, και χαίρων εκραύγαζε: Δόξα τη δυνάμει σου, Κύριε». Αγαλλιώμενος από τη θεωρία του Κυρίου ο Μάρτυς, και εντρυφώντας στις λαμπρότητες αυτού, δεν αισθανόταν ότι έπασχε και με χαρά εκραύγαζε: Δόξα στη δύναμή Σου, Κύριε.

Πολλές φορές έχει εξαγγελθεί ότι η μετάθεση αυτή του νου από τα βάσανα στο αποτέλεσμα, που είναι το στεφάνωμα από τον Κύριο, συνιστά τη σπουδαιότερη μέθοδο αντιμετωπίσεως όλων των οδυνηρών του βίου. Ήταν κάτι που το ετόνιζε και ο μέγιστος των αγίων, όσιος Αντώνιος, ο οποίος έλεγε, όπως αυτό καταγράφεται στον Βίο του από τον Μεγάλο Αθανάσιο, ότι πρέπει κανείς να μην παγιδεύεται στο πρόβλημα, αλλά στη λύση. Να ζει μέσα στα προβλήματα, αλλά «σαν να έχει ήδη  νικήσει». Κι είναι η μέθοδος αυτή κάτι που επισημαίνουν και νεώτεροι ψυχολόγοι, ότι δηλαδή για να απεμπλακεί κανείς από τις δυσκολίες της ζωής, από την ταλαιπωρία των λογισμών που στριφογυρίζουν τον άνθρωπο μονίμως στο πρόβλημα, θα πρέπει να μεταθέσει ακριβώς τον λογισμό του σε κάτι πέρα από το πρόβλημα. Για τον χριστιανό αυτό συνιστά μία πραγματικότητα, που την επιβεβαιώνει καθημερινά από τον πνευματικό του αγώνα. Διότι αυτό είναι και το μυστικό της πνευματικής ζωής: με τη χάρη του Θεού να ελέγχει κανείς τους λογισμούς του, ώστε να καλλιεργεί τους σωστούς λογισμούς. Και σωστοί λογισμοί είναι κυρίως αυτοί που έχουν ως κέντρο τον Κύριο Ιησού Χριστό και τη χάρη που Εκείνος πάντοτε δίνει. Είναι η πρόταση της Εκκλησίας μας για να αντιμετωπίσουμε όχι μόνο τα προβλήματα της πνευματικής ζωής, αλλά και τα προβλήματα της καθημερινότητας, ιδίως αυτά που σχετίζονται με την κρίση της εποχής. Δηλαδή: μη μένουμε μόνο στα προβλήματα, διότι αυτό μπορεί να μας καταβάλει και να μας διαλύσει. Ο νους μας να προσβλέπει στον Κύριο, στη λύση που Εκείνος δίνει στον κάθε πιστό Του, κι αυτό θα μας δώσει τη δύναμη και την υπομονή να αντιμετωπίσουμε τα πάντα.

14 Σεπτεμβρίου 2021

ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ: "ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΝΑ ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ!"

Όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης: «Εδώ στο Άγιον Όρος ήρθα στις 14 Σεπτεμβρίου. Ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Ημέρα που ξαναγεννήθηκα. Κάθε μέρα να εορτάζουμε την ύψωση του σταυρού μας. Όταν σηκώνουμε τον σταυρό, πεθαίνουμε και ξαναγεννιόμαστε. Η άρση του σταυρού θάνατος και ανάσταση είναι» (Από το βιβλίο του π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου, "Έλα φως...", εκδ. Θεσβίτης, σελ, 75).

Ο μέγας Γέρων, ο όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, εόρταζε ιδιαιτέρως την ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Γιατί; Διότι ήταν η ημέρα εισόδου του στο Άγιον Όρος – «Του Σταυρού ήρθα στο Άγιον Όρος, Σεπτέμβριος του 1933» ήταν η διαρκής επανάληψή του. Δεν την εόρταζε όμως ως γεγονός απλής ανάμνησης που άλλαζε έστω τον ρου της ζωής του – από κοσμικός έγινε καλόγερος – αλλά ως γεγονός που στιγμάτισε την εσωτερική πνευματική του ζωή. Ο άγιος Γέρων με τα μεγάλα ολοφώτεινα μάτια που αντιφέγγιζαν το φως του Ουρανού που ζούσε στην καρδιά και σ’ όλη την ύπαρξή του ένιωσε εισερχόμενος νεαρός στο Όρος τη μυστική αξία του αγιασμένου αυτού τόπου – τη χάρη που τον διαπερνά ως εσωτερικό ρεύμα ζωής. Τότε ήταν «που ξαναγεννήθηκα» ομολογεί. Ξαναγεννιέται πνευματικά εκείνος που βαπτίζεται στην άγια κολυμβήθρα της Εκκλησίας κι εκείνος που βρίσκει το αληθινό μονοπάτι της μετάνοιας, στο οποίο λούζεται με τα δάκρυά του. Ο Θεός έδωσε τη χάρη στον νεαρό (μετέπειτα Εφραίμ) Ευάγγελο να κατανοήσει ότι καλόγερος σημαίνει άνθρωπος που αγωνίζεται στη μετάνοια. Ότι πήρε τη δύναμη της μετανοίας από την «κοιλιά» της Εκκλησίας την αγία κολυμβήθρα – γι’ αυτό και πολύ αργότερα θα την αναζητήσει στο χωριό του και θα την ασπαστεί με πολλά δάκρυα – κι αυτή η μετάνοια αποτελεί το έργο κάθε βεβαίως χριστιανού, πολύ περισσότερο όμως του «τύπου» του χριστιανού, του ορθόδοξου μοναχού.

Κι ακόμη. Για τον όσιο Γέροντα η καλογερική αυτή μετάνοια με την οποία ο άνθρωπος αναγεννάται γιατί είναι γνήσια ταυτίζεται με την άρση του σταυρού. Μοναχός δηλαδή για τον όσιο είναι ο εσταυρωμένος άνθρωπος (πόσο ωραία φανερώνεται τούτο με τη συγκεκριμένη εικόνα του εσταυρωμένου μοναχού!) κατά τον τύπο που λέει ο απόστολος Παύλος: «Χριστώ συνεσταύρωμαι», που σημαίνει ότι τον Σταυρό του Κυρίου Τον ζούσε βιωματικά ο άγιος Γέροντας ως θάνατό του, συνεπώς και ως ανάστασή του. Τα απλοϊκά φαινομενικά λόγια του περικλείουν τα αποκαλυπτικά λόγια του Ίδιου του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού: «όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώνει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί», αλλά και τη μεγαλειώδη θεολογία περί του βαπτίσματος του αποστόλου Παύλου: «όσοι βαπτιστήκαμε, στον θάνατο του Χριστού βαπτιστήκαμε και την ανάσταση Εκείνου ομολογούμε».  Οπότε ο όσιος Εφραίμ με δύο λέξεις αφήνει να φανεί η ένταση του εσωτερικού του κόσμου, η οδύνη που ζούσε από τον πόλεμο κατά των παθών και του πονηρού διαβόλου, αλλά και η πνευματική ηδονή από τα αναστάσιμα και χαρμόσυνα στοιχεία που του πρόσφερε αφειδώλευτα η χάρη του Θεού.

Κι η επισήμανσή του είναι συγκλονιστική και μοναδική: «κάθε μέρα να εορτάζουμε την ύψωση του σταυρού μας». Ο ατόφιος, αληθινός και αταλάντευτα προσανατολισμένος στον σκοπό του καλόγερος: όχι απλώς να γιορτάζουμε την ύψωση του Σταυρού τη συγκεκριμένη ημέρα, αλλά την κάθε ημέρα ως προσωπικό γεγονός. Η πορεία της μετάνοιας δηλαδή ως πορεία άρσης του σταυρού πάνω στις εντολές του Χριστού δεν γνωρίζει διαλείμματα. Το διάλειμμα είναι για τους αρχάριους και τους «τυφλούς» ακόμη πνευματικά ανθρώπους που λειτουργεί ως οπισθοδρόμηση και κατακρύλα. Η ακολουθία του Χριστού είναι «κόλλησις» στον Χριστό που κάνει τον άνθρωπο να γίνει κι εκείνος Χριστός. Όπως έγινε και ο όσιος Εφραίμ και έγιναν όλοι οι άγιοι.

Δεν ξέρουμε πόσοι αντέχουμε το πυρ των λόγων του οσίου. Απλώς να παρακαλούμε η φωτιά του Πνεύματος που έκαιγε την καρδιά του να καύσει λίγο και τις δικές μας καρδιές, ώστε να καθαριστεί το έδαφος και να φωτιστεί ο χώρος.

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Η μεγάλη Δεσποτική εορτή της υψώσεως του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δεν αποτελεί εορτή μίας μόνο ημέρας ή έστω μερικών μόνο ημερών με κέντρο αυτήν αλλά χαρακτηρίζει ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας. Κι αυτό γιατί ο Σταυρός αποτελεί το κατεξοχήν σύμβολο της χριστιανικής πίστεως, την «καθέδραν της ορθοδόξου θεολογίας» κατά πιο πατερική έκφραση, που σημαίνει πως οτιδήποτε στην Εκκλησία κατανοείται σε σχέση με τη Σταυρική θυσία Εκείνου που απεστάλη από τον Θεό Πατέρα ακριβώς για να υψωθεί στον Σταυρό και να ελκύσει με τον τρόπο αυτόν κοντά Του όλα τα έθνη. «Καγώ εάν υψωθώ από της γης πάντας ελκύσω προς εμαυτόν». Θείος μαγνήτης ο Σταυρός, δηλαδή ο επ’ αυτού ανυψωθείς ως άνθρωπος Υιός και Λόγος του Θεού, από την ελκτική δύναμη του Οποίου δεν μπορεί να αντιδράσει κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος όπου γης.

Τρεις είναι οι κύριες διαστάσεις της μεγάλης αυτής εορτής: η ιστορική, η θεολογική, η πνευματική.

Η ιστορική διάσταση πρώτον, διότι την αφορμή ώστε να καθιερωθεί η συγκεκριμένη εορτή την έδωσε και το όραμα του Μ. Κωνσταντίνου με το «εν τούτω νίκα» πριν από τη μάχη με τον συνάρχοντά του Μαξέντιο, οπότε πιστεύοντας στο όραμα του Σταυρού οπλίστηκε κι αυτός και το στράτευμά του με πολλή δύναμη και νίκησε τον αντίπαλό του∙ και η θαυμαστή εύρεση του τιμίου Σταυρού με τις ανασκαφές της αγίας Ελένης στα Ιεροσόλυμα, γεγονός που οδήγησε στην πρώτη ύψωσή Του (4ος αι.)∙ και η επαναφορά του Σταυρού από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (αρχές 7ου αι.), όταν εξεστράτευσε νικηφόρα κατά των Περσών που Τον είχαν διαρπάσει, γεγονός που οδήγησε στη δεύτερη ύψωσή Του και στα Ιεροσόλυμα και στην Κωνσταντινούπολη.

Η θεολογική διάσταση έπειτα, η οποία κατεξοχήν αυτή μάς εξηγεί γιατί ο Σταυρός συνιστά «την θύραν του Παραδείσου» και «την καθέδραν της ορθοδόξου θεολογίας» όπως είπαμε και παραπάνω. Και τι κηρύσσει η Εκκλησία μας για το θεολογικό βάθος του Σταυρού, χωρίς τον Οποίο  η σωτηρία για τον άνθρωπο ως αποκατάσταση της σχέσεώς του με τον Θεό θα ήταν ανύπαρκτη;

 α. Ότι ο Σταυρός ως η αποκορύφωση των Παθών του Κυρίου δεν μπορεί να κατανοηθεί με τις ανθρώπινες δυνάμεις, είτε τις λογικές είτε τις ψυχολογικές είτε τις συναισθηματικές και τις λοιπές. Προς κατανόησή Του απαιτείται η χαρισματική δύναμη της πίστεως, η δύναμη δηλαδή ενός μέλους της Εκκλησίας που έχει ενσωματωθεί διά του αγίου βαπτίσματος στο μυστικό σώμα του Χριστού, ώστε να μπορεί με πνευματικούς οφθαλμούς να «δει» ό,τι δεν φαίνεται αισθητά και το μυστήριο που περικλείει: την άπειρη αγάπη του Δημιουργού που δεν διστάζει προκειμένου να σώσει το αγαπημένο πλάσμα Του να γίνει άνθρωπος και μάλιστα να υποστεί την πιο εξευτελιστική τιμωρία και τον πιο αποτρόπαιο θάνατο, τον σταυρικό. Με τα λόγια του αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού «τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο ώστε τον Υιό Του τον μονογενή έδωσε, με σκοπό κάθε ένας που πιστεύει σ’ Αυτόν να μη χαθεί αλλά να έχει ζωή αιώνιο» - αγάπη έτσι σημαίνει παράδοση και θυσία για χάρη του άλλου χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Κι ακόμη να «δει» μαζί με την απειρία της αγάπης του Θεού μας και την άβυσσο της ανθρώπινης αμαρτίας, τέτοιας που οδήγησε σε θάνατο την ίδια τη Ζωή! Ο άνθρωπος που επαναστάτησε κατά του Δημιουργού του, (το προπατορικό λεγόμενο αμάρτημα), δεν παρεξέκλινε απλώς από κάποιο μονοπάτι ούτε κι έχασε κάτι δευτερεύον για τη ζωή του∙ έχασε τον Δρόμο της Ζωής κι οδηγήθηκε στο σκότος του θανάτου – η ζωή του μετά την αμαρτία του ήταν μία ζωή εν θανάτω.

β. Με τον Σταυρό του Κυρίου που αποκορυφώνει το Πάθος Του η αμαρτία του ανθρώπου αίρεται, εξαφανίζεται, γιατί τη σηκώνει επάνω Του ο ενανθρωπήσας Θεός. Ο Κύριος είναι «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», που θα πει ότι εν Αυτώ το χάσμα που χώριζε Θεό και άνθρωπο δεν υφίσταται πια. Με τον Χριστό που μας προσέλαβε στην ανθρώπινη φύση Του ο άνθρωπος είδε και πάλι Θεού πρόσωπο. Αν μπορούμε να ατενίσουμε τον Θεό μας είναι γιατί ήρθε Εκείνος που έδωσε τα μάτια Του ώστε να γίνουν και δικά μας μάτια – η όραση Εκείνου συνιστά και την όραση του Θεού Πατέρα: «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα». Μετά τον Σταυρό επομένως και την Ανάσταση που ακολουθεί δεν υπάρχει αμαρτία ασυγχώρητη. Όποιος επικαλεστεί το πλήθος και το βάρος των αμαρτιών του για να μην προχωρήσει σε σχέση με τον Θεό βλασφημεί κυριολεκτικά τον Κύριο και το Πάθος Του – δεν δέχεται τη διαγραφή του χρέους από Εκείνον στον οποίο αναφέρεται κάθε χρωστούμενη αμαρτία, αρνείται να πιστέψει συνεπώς και στο άπειρο μέγεθος της αγάπης Του. Κι αυτό αποτελεί τη βλασφημία του αγίου Πνεύματος, η οποία δεν βρίσκει συγχώρηση ποτέ, κατά τον λόγο του Κυρίου.

Κι είναι τέλος η πνευματική διάσταση του Σταυρού, χωρίς την οποία πράγματι η όποια θεολογική διακήρυξη παραμένει χωρίς αντίκρυσμα και καταντά ιδεολογική πρόταση. Τι εννοούμε; Αν ο Σταυρός δεν γίνει γεγονός της ζωής του ανθρώπου, αν ο πιστός δεν ζει σταυρικά κατά το πρότυπο του Κυρίου και των αγίων Του αποστόλων και μαθητών, τότε η πίστη δεν είναι χριστιανική. Όταν ο ίδιος ο Κύριος χαρακτηρίζει ως μαθητή Του εκείνον που Τον ακολουθεί απαρνούμενος τον εγωιστικό εαυτό του και αίροντας τον σταυρό της αγάπης, τότε ποιος χωρίς τα χαρακτηριστικά αυτά μπορεί να ονομαστεί μαθητής Του; «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει», είπε, «ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί». Χριστιανός σημαίνει σταυρωμένος άνθρωπος δηλαδή, όπως εξέφρασε το βίωμά του αυτό και ο μέγιστος των αποστόλων Παύλος: «Έχω σταυρωθεί μαζί με τον Χριστό, γι’ αυτό και δεν ζω πια εγώ, ζει μέσα μου ο Χριστός». Κι ας μην ξεχνάμε βεβαίως το αυτονόητο: η κεντρική εντολή του Χριστού από την οποία εξαρτάται η χριστιανική μας ποιότητα και αυτοσυνειδησία μας είναι το «αγαπάτε αλλήλους». Κι αυτήν την αγάπη ο Χριστός μάς την μέτρησε με την αγάπη του Ίδιου: «καθώς εγώ σας αγάπησα». Ο Σταυρός είναι το μέτρο της αγάπης του χριστιανού, γι’ αυτό και μόνον σταυρικά πορεύεται, κάτι που πήρε ως δύναμη εφαρμογής από την ώρα που βαπτίστηκε - το βάπτισμα τι άλλο είναι παρά η μετοχή του ανθρώπου στον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, δηλαδή ο άνθρωπος «δομήθηκε» πάνω στον «άξονα» του Σταυρού!

Ο χριστιανός λοιπόν εορτάζει τον Σταυρό όταν πορεύεται με πνευματικό σταυρικό τρόπο: με πίστη και αληθινή αγάπη. Χωρίς την πορεία αυτή η όποια ιστορική γνώση του ή η όποια θεολογική κατάρτισή του μένει μετέωρη, για να μην πούμε ότι γίνεται και δαιμονική. Διότι «και τα δαιμόνια πιστεύουν και φρίσσουν» μπροστά στον Θεό.  

13 Σεπτεμβρίου 2021

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ ΕΝΟΣ ΝΑΟΥ

ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΗΜΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

«Νόμον παλαιόν Ἰσραήλ πληρῶν νέος, ἐγκαινίοις σοι τόν τάφον τιμᾷ, Λόγε. Τύχθη ἀναστάσεως τρισκαιδεκάτῃ καινισμός» (στίχοι συναξαρίου).

(Εκπληρώνοντας ο νέος Ισραήλ, (η Εκκλησία), τον παλαιό Νόμο, τιμά τον τάφον Σου, Λόγε Θεού, με εγκαίνια. Τα εγκαίνια της αναστάσεως τάχθηκαν κατά την δεκάτη τρίτη του μηνός Σεπτεμβρίου).

Η Εκκλησία μνημονεύει σήμερα τα εγκαίνια του Ναού της Αναστάσεως του Κυρίου, του Παναγίου Τάφου, τον οποίο ναό οικοδόμησε ο Μέγας Κωνσταντίνος κατά το 330 μ.Χ. πάνω στον Γολγοθά, τον τόπο Σταυρώσεως του Κυρίου. Ο Οίκος του Συναξαρίου διευκρινίζει: «Όταν ήλθε στον κόσμο ως άνθρωπος ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο γόνος της βροντής, έγραψε στο Ευαγγέλιό του: Είδαμε με χαρά τη δόξα που είχε ο Υιός δίπλα στον Πατέρα Του, με τη χάρη της αλήθειας. Όσοι δε πίστεψαν σ’ Αυτόν, τους έδωσε την εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού. Όσοι λοιπόν αφού αναγεννηθήκαμε όχι σαρκικά ούτε με το θέλημα του ανθρώπου, κι ακόμη επαυξηθήκαμε από το Άγιον Πνεύμα, οικοδομήσαμε οίκο προσευχής και φωνάζουμε με δυνατή φωνή: Αυτόν τον οίκο στερέωσέ τον, Κύριε».

Ο άγιος υμνογράφος Ιωάννης ο μοναχός με πολλές εικόνες μάς προσφέρει την πνευματική διάσταση των εγκαινίων όχι ενός απλού χριστιανικού ναού, αλλά εκείνου που είναι θεμελιωμένος πάνω στον φρικτό Γολγοθά και τον πανάγιο Τάφο. Θεωρεί ότι ο συγκεκριμένος ναός εκπληρώνει αυτό που προφητικά ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη έδωσε ως Σκηνή του μαρτυρίου άγια και αχειροποίητη στον θεόπτη Μωυσή και εγκαινίασε αργότερα ως κτίσμα ο βασιλιάς Σολομών (κάθισμα όρθρου), ενώ για τον λόγο αυτό ο Ναός πια της Αναστάσεως δεν είναι θεμελιωμένος πάνω στο χώμα της γης, αλλά σ’ Αυτόν τον Κύριο. «Όχι το χώμα αλλά τον Χριστό έχοντας ως θεμέλιο η εξ εθνών Εκκλησία, στεφανώνεται από το απρόσιτο κάλλος και διακοσμείται από το στέμμα της Βασιλείας Του» (ωδή ς΄). Οπότε κατά φυσικό τρόπο μάς λέει ότι η συγκεκριμένη οικοδομή αποτελεί τον τόπο σύνδεσης των ουρανίων δυνάμεων με τους πιστούς ανθρώπους: «Συ, Κύριε, κατασκεύασες στη γη σκηνή, όπου ενώνεις με τη δύναμή Σου τους πιστούς με τις ουράνιες τάξεις» (ωδή ε΄), κι ακόμη˙ οι πιστοί στον Ναό αυτόν λαμβάνουν τον δροσισμό του Πνεύματος, κατά αναλογία με τη δρόσο των τριών παίδων στην κάμινο του πυρός της Π. Διαθήκης (ωδή ς΄), που θα πει ότι οι πιστοί με την αγάπη τους στον Χριστό μπορούν στον Ναό αυτόν να συνδεθούν με τον νυμφίο της ψυχής τους: «Όσοι έχουμε πληγωθεί από τον γλυκύτατο θείο έρωτα, εμπρός μέσα στον μυστικό αυτόν θάλαμο να ενωθούμε με τον νυμφίο Χριστό» (ωδή ς΄).

Η ιδιαίτερη όμως συμβολή του αγίου υμνογράφου Ιωάννου έγκειται στη βαθειά θεολογική επισήμανση της σημασίας των εγκαινίων του Ναού, και του συγκεκριμένου πρωτίστως της Αναστάσεως του Κυρίου, αλλά και κάθε άλλου ναού. Τι λέει; Βεβαίως ο Ναός εγκαινιάζεται από το τίμιο και ζωήρρυτο αίμα του σαρκωμένου Θεού μας λόγω της τελέσεως της Θείας Λειτουργίας και κάθε άλλης ακολουθίας κατ’ επέκτασιν (στιχ. εσπ.), αλλά χωρίς την ανθρωπολογική προϋπόθεση, δηλαδή την προετοιμασία του ανθρώπου για να δεχτεί τις δωρεές του Θεού και να αλλάξει επί τα βελτίω, τα εγκαίνια καθίστανται ανενέργητα! Το δοξαστικό των αποστίχων είναι μοναδικό. «Στρέψου στον εαυτό σου, άνθρωπε. Γἰνε καινός-καινούργιος αντί να είσαι παλαιός και γιόρταζε τα εγκαίνια της ψυχής. Όσο υπάρχει καιρός, η ζωή σου  και κάθε τρόπος σου ας γίνονται καινούργια – ιδού, τα πάντα έχουν γίνει καινούργια. Α υ τ ό  φέρε ως καρπό χάριν της εορτής: να αλλοιώνεσαι με την καλή αλλοίωση. Μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται καινούργιος (εγκαινιάζεται) ο άνθρωπος, μ’ αυτόν τον τρόπο τιμάται η ημέρα των Εγκαινίων».

Ο υμνογράφος δεν χαρίζεται. Ο λόγος του λειτουργεί ως δίστομος ρομφαία: αν έχει αξία ο Ναός και κάθε ναός είναι γιατί βοηθάει τον πιστό άνθρωπο στη δική του ανακαίνιση  - για τον άνθρωπο φτιάχνεται το κάθε κτίσμα. Αν ο πιστός δεν παίρνει αφορμή ευρισκόμενος μέσα στον ναό για να στραφεί στον εσωτερικό του κόσμο και να βαθύνει τη μετάνοιά του με τα δάκρυα και το πένθος του για τις κακίες του, ματαίως εισέρχεται σ’ αυτόν. Ίσως μάλιστα να συμβαίνει και το αντίθετο: να αυξάνει τις αμαρτίες του, κατακρίνοντας και σχολιάζοντας τους πάντες και τα πάντα! Κι αυτό σημαίνει περαιτέρω βεβαίως ότι πέραν του όποιου αγίου κτίσματος όπου προσφέρεται πλούσια η χάρη του Θεού, ο όντως ναός του Θεού, ο άνθρωπος ως σώμα και ψυχή, έχει την προτεραιότητα – ό,τι προτρέπει ο απόστολος Παύλος με τον ελεγκτικό λόγο του: «δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός του αγίου Πνεύματος που κατοικεί μέσα σας και δεν ανήκετε στον εαυτό σας; Δοξάστε τον Θεό με το σώμα σας και με το πνεύμα σας, τα οποία ανήκουν και τα δύο στον Θεό». Κι ο λόγος αυτός του εκκλησιαστικού ποιητή δεν αποτελεί παρά εφαρμογή στην πραγματικότητα  του λόγου του ίδιου του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού: «το Σάββατο για χάρη του ανθρώπου έγινε και δόθηκε από τον Θεό, όχι ο άνθρωπος για να υπηρετεί το Σάββατο» («τό Σάββατον διά τόν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διά τό Σάββατον»).

Λοιπόν, ο υμνογράφος σηματοδοτεί με τον πιο εμπνευσμένο τρόπο το γεγονός των Εγκαινίων. Ναι, τα Εγκαίνια μας φέρνουν ενώπιον του Θεού, μας αποκαλύπτουν την αγάπη του Δημιουργού μας που θέλει να βρίσκεται μαζί μας και να μας προσφέρεται διαρκώς, όμως μη ξεχνάμε τον σκοπό: ε μ ε ί ς  είμαστε το πρόβλημα! Τα εγκαίνια, ο εγκαινισμός, ως αδιάκοπη ανανέωση της δικής μας ζωής. Κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι ο μόνος τρόπος που κάνει τον άνθρωπο να γίνεται πάντοτε καινούργιος είναι η με συναίσθηση τήρηση του αγίου θελήματος του Χριστού και Θεού μας. Τότε τα εγκαίνια γίνονται όχι ανάμνηση ενός σπουδαίου πράγματι γεγονότος, αλλά φανέρωση του Θεού μέσα στη δική μας θεωρούμενη απλή καθημερινότητά μας! Αυτό άλλωστε δεν επισημαίνουμε και δεν καταγράφουμε ακόμη και στις πιο μικρές εκδηλώσεις της ζωής των αγίων μας;   

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ Ο ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ

«Ο άγιος Κορνήλιος έζησε στα χρόνια των αγίων Αποστόλων. Κανείς δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει για κάτι κακό, έστω κι αν δεν ήταν χριστιανός, γι’ αυτό και ο Θεός έστειλε άγγελο που τον παρακίνησε να στείλει και να φωνάξει κοντά του τον απόστολο Πέτρο, προκειμένου να ακούσει από αυτόν όσα ήταν αναγκαία για τη σωτηρία του. Και πράγματι. Ο Πέτρος  ήλθε προς αυτόν και κήρυξε όχι μόνο σ’  αυτόν, αλλά  και σ’  αυτούς που κάλεσε ο Κορνήλιος, τον λόγο του Θεού. Στη συνέχεια τους βάπτισε και ανέθεσε στον Κορνήλιο την ευθύνη της πόλεως της Σκέψης, προκειμένου πια αυτός να κηρύξει εκεί. Ο Κορνήλιος βρήκε την πόλη γεμάτη είδωλα και με τη χάρη του Θεού βάπτισε τους πάντες σ’  αυτήν, ακόμη δε και τον ίδιο τον άρχοντα Δημήτριο, ο οποίος πίστεψε στον Χριστό με όλο τον οίκο του. Ο άγιος Κορνήλιος έζησε αποστολικά το υπόλοιπο της ζωής του και έτσι απήλθε προς τον Κύριο».

Αξιοθαύμαστη η ζωή του αγίου Κορνηλίου, ο οποίος ανήκει σ’ εκείνους τους ανθρώπους, που εκ κοιλίας μητρός, θα έλεγε κανείς, είναι εκλεγμένοι από τον Κύριο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας τον χαρακτηρίζει «ήλιον φωταυγή», «μέγαν ποταμόν αρδεύοντα άπαν το πρόσωπον της γης», «φωτοβόλον αστέρα», δεν διστάζει μάλιστα να τον θεωρήσει ισοστάσιο των αγίων Αποστόλων, διότι έλαβε το ίδιο με εκείνους άγιον Πνεύμα. «Συ γαρ ισοστάσιος των αγίων ώφθης μαθητών, Πνεύμα το Άγιον ως εκείνοι κληρωσάμενος». Το ιδιάζον, πέραν των άλλων, στοιχείο του αγίου Κορνηλίου, το οποίο επανειλημμένως τονίζει ο υμνογράφος, είναι ότι αυτός «γεγένηται απαρχή εθνών», δηλαδή ήταν ο πρώτος που μεταστράφηκε από τους ειδωλολάτρες και βαπτίστηκε και έλαβε τη χάρη του αγίου Πνεύματος σαν τους θεηγόρους αποστόλους.

Σ’  αυτό το τελευταίο πρέπει κανείς να επιμείνει. Διότι στον άγιο Κορνήλιο βλέπουμε το πώς δρα ο Θεός σ’  αυτούς που είναι καλοπροαίρετοι άνθρωποι, όπου κι αν βρίσκονται κι όποια θρησκεία κι αν έχουν. Ο Κορνήλιος δεν ήταν Χριστιανός. Ο Θεός όμως επέβλεπε σ’  αυτόν, η Πρόνοιά Του η αγαθή τον παρακολουθούσε, η χάρη Του τον καθοδηγούσε, τόσο που του φανερώθηκε, όπως είδαμε, άγγελος Κυρίου για να τον κατευθύνει στα περαιτέρω της ζωής του. Ποια η αιτία της εύνοιας αυτής του Κυρίου στον «ειδωλολάτρη» ακόμη Κορνήλιο; Η καλή του προαίρεση, η αγαθή έστω και με στοιχεία ακόμη πλάνης και εγωισμού διάθεσή του, που φανερωνόταν με τις προσευχές που ανέπεμπε στον άγνωστο γι’  αυτόν Θεό, και με τις πολλές του ελεημοσύνες. Κι είναι τούτο μία βεβαιότητα, διότι δεν το αναφέρει ένας ανθρώπινος ίσως λόγος που φαντάζεται τη στάση του Θεού, αλλά ο ίδιος ο λόγος του Θεού. Το περιστατικό της μεταστροφής του αγίου Κορνηλίου και τι προηγήθηκε καταγράφεται στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων από τον ευαγγελιστή Λουκά. Εκεί έχουμε την αποκάλυψη του Θεού στον απόστολο Πέτρο, ο οποίος ακούει από τον ίδιο τον Θεό ότι οι προσευχές και οι ελεημοσύνες του Κορνηλίου ανέβαιναν σ’  Εκείνον ως ευώδες θυμίαμα. Ο Θεός λοιπόν, όπως θα καταλάβει και από αυτό το περιστατικό ο απόστολος Πέτρος και θα το καταθέσει ως μαρτυρία του συγκλονιστική έπειτα και στην αποστολική Σύνοδο (48/49 μ.Χ.), δεν είναι προσωπολήπτης. Την καρδιά του ανθρώπου πάντοτε κοιτά και όχι τους τίτλους του ή την καταγωγή του. Όπου υπάρχει καλή διάθεση, καλοπροαίρετο φρόνημα, εκεί πράγματι προσφέρει πλουσιοπάροχα τη χάρη Του.

Έτσι, με την περίπτωση του αγίου Κορνηλίου, και όχι μόνον αυτού βεβαίως, δίνεται απάντηση στο πώς συμπεριφέρεται ο Θεός στους ανθρώπους που δεν είναι χριστιανοί. Σπεύδουμε πολλές φορές εμείς οι χριστιανοί, για να «καταδικάσουμε» τους πιστούς των άλλων θρησκειών. Τονίζουμε ότι η σωτηρία είναι μόνο για εμάς. Και βεβαίως αυτό είναι σωστό, διότι κατά τον Κύριο «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Εκτός της Εκκλησίας ως εντάξεως στο άγιο Σώμα του Χριστού δεν είναι εύκολο ο άνθρωπος να σωθεί. Όμως, ο Θεός δεν αφήνει τους ανθρώπους, τα πλάσματά Του, όπου γης. Για τον Θεό όλοι οι άνθρωποι είναι παιδιά Του και τα αγαπά εξίσου. Έτσι επιβλέπει και στους Μουσουλμάνους και στους Βουδιστές και στους Ιουδαίους και σε όλους, όπως και στους αθέους. Τι κάνει όμως, όπως διδασκόμαστε από τον άγιο Κορνήλιο; Τον κάθε καλοπροαίρετο τον καλεί με τον τρόπο που Εκείνος κρίνει. Τον καλεί όμως όχι για να «στήσει» μία άμεση σχέση μαζί Του, αλλά για να ενταχτεί στην αγία Του Εκκλησία. Ο Κορνήλιος καθοδηγείται από τον Θεό μέσω του αγγέλου, για να γνωρίσει τον απόστολο Πέτρο, ώστε να βαπτιστεί και να γίνει μέλος Χριστού, μέλος της Εκκλησίας. Όλοι οι καλοδιάθετοι λοιπόν άνθρωποι στον κόσμο βρίσκονται μέσα στην ιδιαίτερη χάρη του Θεού, η οποία ενεργεί σ’  αυτούς μ’  έναν εξωτερικό, θα λέγαμε, τρόπο, που κατευθύνει τα διαβήματά τους στην Εκκλησία, ώστε εκεί, η χάρη αυτή να γίνει εσωτερική, της καρδιάς τους, υπόθεση. Ο άνθρωπος με άλλα λόγια, μόνον εν Χριστώ μπορεί να δει Θεού πρόσωπο, κι αν έχει καλή διάθεση, φανερούμενη στην καλή σχέση του με τους ανθρώπους,  ό,τι κι αν είναι, πράγματι τελικώς θα το δεί.