25 Σεπτεμβρίου 2021

Η ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ (26 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ)

«Ο άγιος Ιωάννης υπήρξε από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου Ιησού Χριστού, ανήκοντας μάλιστα στον στενότερο κύκλο αυτών, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τον απόστολο Πέτρο. Κλήθηκε από τον Κύριο να Τον ακολουθήσει, όταν Εκείνος βρήκε τον Ιωάννη μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και το άλλο ζεύγος αδελφών, Σίμωνα και Ανδρέα, να είναι απογοητευμένοι, που ως ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ, «δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν έλαβον» και τους προέτρεψε να δοκιμάσουν και πάλι, κάτι που τους απέφερε πλήθος ιχθύων. Από τότε ο άγιος Ιωάννης ακολούθησε τον Κύριο, μέχρι το τέλος της ζωής Του, κι ήταν μάλιστα ο μόνος που με αφοβία Τον ακολούθησε και κατά την ώρα του μαρτυρίου Του, όπως παρευρέθηκε και κάτω από τον Σταυρό. Μετά την Πεντηκοστή και τη λήψη του αγίου Πνεύματος, κήρυξε μαζί με τον απόστολο Πέτρο στα Ιεροσόλυμα, επιτελώντας πολλά θαύματα και μεταστρέφοντας πολλούς στην πίστη, κι αργότερα του έλαχε να αναλάβει την ευθύνη ευαγγελισμού των ειδωλολατρών στη Μικρά Ασία, με κέντρο την Έφεσο. Κι εκεί μετέστρεψε πολλούς στην πίστη του Χριστού, μέχρις ότου ορισμένοι Εφέσιοι, μην αντέχοντας τη δράση του, κατάφεραν με κατηγορίες στον αυτοκράτορα Δομιτιανό να εξοριστεί στη νήσο Πάτμο, όπου ξεκίνησε καινούργια δράση. Ο Θεός τού παρουσίασε πολλές ευκαιρίες, κι ο άγιος Ιωάννης κήρυξε και θαυματούργησε, μέχρις ότου με την αλλαγή του αυτοκράτορα επέστρεψε στην Έφεσο, αφήνοντας απαρηγόρητους τους Πατμίους. Εκεί στην Πάτμο, ημέρα Κυριακή, σε σπήλαιο, του δόθηκε να δει φοβερά οράματα περί της πορείας του κόσμου, τα οποία και υπαγόρευσε στον μαθητή του Πρόχορο, δημιουργώντας έτσι την Αποκάλυψη του Ιωάννη, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Στην Έφεσο έζησε για αρκετά χρόνια ακόμη, κηρύσσοντας τον λόγο του Θεού, μέχρις ότου σε ηλικία 105 περίπου ετών άφησε ειρηνικά την τελευταία πνοή. Κατά την παράδοση, προγνώρισε τον θάνατό του, και παίρνοντας επτά από τους μαθητές του, βγήκε έξω από την πόλη, οπότε του έσκαψαν σε σχήμα σταυρού τον τάφο του, μπήκε μέσα και εκεί παρέδωσε το πνεύμα του. Οι πιστοί Εφέσιοι μαθαίνοντας τα καθέκαστα, έσπευσαν να του δώσουν τον τελευταίο ασπασμό, αλλ’  όταν άνοιξαν τον τάφο του, είδαν με έκπληξη και συγκίνηση ότι το σκήνωμά του έλειπε, κατά αντιστοιχία με αυτό που συνέβη και στην Παναγία, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας θεώρησε ότι και εκείνος μεταστάθηκε, πριν τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εν σώματι στους ουρανούς. Ο άγιος Ιωάννης ήταν και συγγενής του Κυρίου μας, θεωρούμενος ανιψιός του, αφού ήταν μαζί με τον άγιο Ιάκωβο υιός της κόρης του μνήστορος Ιωσήφ, μυροφόρου Σαλώμης».

Ο άγιος Ιωάννης είναι ο πρώτος που χαρακτηρίστηκε ως θεολόγος από την Εκκλησία μας – μετά από αυτόν χαρακτηρίστηκαν έτσι ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος (4ος αι.) και ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος (10ος αι). Για την Εκκλησία μας δηλαδή ελάχιστοι φέρουν αυτόν τον τίτλο, που σημαίνει ότι αφενός  πρέπει να υπάρχουν ιδιαίτερες προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό αυτό, αφετέρου δεν θεωρούνται θεολόγοι – παρά μόνον καταχρηστικά – όλοι εκείνοι που απέκτησαν ένα πτυχίο θεολογικής σχολής. Τι είναι εκείνο που απαιτείται για να είναι κάποιος θεολόγος, και μάλιστα τι έκανε την Εκκλησία να απονείμει τον τίτλο αυτό στον άγιο Ιωάννη; Η υμνολογία της Εκκλησίας δίνει αρκούντως την απάντησή της. «Ο Λόγος σε, θεολόγον αξίως ανέδειξε, την αυτού θεότητα, μυσταγωγήσας Πανάριστε, και την κατά άνθρωπον, οικονομίαν διδάξας την απόρρητον» - ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, σε ανέδειξε θεολόγο, Πανάριστε Ιωάννη, διότι σε οδήγησε στη μυστική γνώση της θεότητάς Του και σε δίδαξε το μυστήριο του σχεδίου Του, να έρθει ως άνθρωπος στον κόσμο. Που θα πει: θεολόγος είναι εκείνος που από τον ίδιο τον Θεό μυείται στη γνώση Εκείνου και στην εξαγγελία επομένως της στον κόσμο οικονομίας Του.

Το συγκινητικό με τους ύμνους της ακολουθίας είναι ότι αποκαλύπτουν το πού και το πότε κυρίως μυήθηκε ο άγιος Ιωάννης στη γνώση του Θεού: στον Μυστικό Δείπνο, και μάλιστα την ώρα που ο απόστολος έπεσε στο στήθος του Κυρίου, ρωτώντας Τον «μήπως είμαι εγώ ο προδότης, Κύριε;» «Της σοφίας τω στήθει αναπεσών, και την γνώσιν του Λόγου καταμαθών, ενθέως εβρόντησας, Εν αρχή ην ο Λόγος». Ανέπεσες στο στήθος της σοφίας του Θεού, (του Χριστού), κι έμαθες καλά τη γνώση του θείου Λόγου, οπότε με θεϊκό τρόπο φώναξες με βροντερή φωνή: Εν αρχή ην ο Λόγος. Είναι γνωστό βεβαίως σε όλους ότι τη μυστική αυτή γνώση του Θεού, το χάρισμα της θεολογίας, αποτύπωσε ο άγιος Ιωάννης κυρίως στον Ευαγγέλιό Του, το πιο πνευματικό θεωρούμενο από όλα τα Ευαγγέλια και το τελευταίο βιβλίο που γράφηκε από εκείνον σε βαθύτατο γήρας, όπως βεβαίως και στα άλλα βιβλία που μας άφησε, τα οποία κατανύσσουν βαθύτατα την καρδιά μας, τις τρεις καθολικές λεγόμενες επιστολές του (Α΄, Β΄, Γ΄ Ιωάννου) και ασφαλώς τη Θεία Αποκάλυψή Του.

Ο άγιος Ιωάννης χαρακτηρίζεται όμως και «ηγαπημένος» μαθητής του Κυρίου, όπως και άφοβος και άτρομος. Πράγματι, έτσι παρουσιάζεται στο άγιο Ευαγγέλιό του, διότι αγάπησε με πάθος τον Κύριο – μία αγάπη που συνιστά αφενός ανταπόκριση στην αγάπη Εκείνου αλλά και προκαλεί την επιπλέον ενέργεια της αγάπης Του. Θέλουμε να πούμε ότι κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει τον Χριστό παρά μόνον ανταποκρινόμενος σ’  Εκείνου την αγάπη: «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς», αλλά και η ανταπόκριση αυτή αυξάνει έτι πλέον τη χωρητικότητα της καρδιάς για να χωρέσει περισσότερο τον  Δημιουργό της Χριστό - ενώ ο Χριστός αγαπά εξίσου τους πάντες, κατά την αναλογία της ανταπόκρισης των ανθρώπων εισπράττουν αυτοί περισσότερο ή λιγότερο την αγάπη Του.

Ήταν ο άγιος ευαγγελιστής και ο πιο κοντινός μαθητής του Κυρίου, ίσως γιατί ήταν και συγγενής Του κατά σάρκα, κάτι που το βλέπουμε και στη Σταυρική Του θυσία. Μόνος αυτός παρευρέθηκε μαζί με την Παναγία Μητέρα του Κυρίου στον Σταυρό, γι’  αυτό και Εκείνος, λίγο πριν παραθέσει το πνεύμα Του στον Θεό Πατέρα, είπε στη Μητέρα Του: «Γύναι, ιδού ο υιός σου», όπως και στον Ιωάννη: «Ιδού η Μήτηρ σου».  Έκτοτε ο Ιωάννης όντως έλαβε την Παναγία στο σπίτι του, μέχρις ότου Εκείνη εκοιμήθη. Το ατρόμητο του χαρακτήρα του εξάλλου ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης του αγάπης προς τον Κύριο – ο ίδιος γράφει: «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» - κάτι που το βλέπουμε και στο γεγονός ότι δεν εγκατέλειψε τον Κύριό του ούτε στιγμή, ήταν ο μόνος που Τον ακολούθησε και στην αυλή του αρχιερέα, την ώρα της ανακρίσεως, βρέθηκε κάτω από τον Σταυρό, όπως είπαμε, και όταν οι μαθητές έμαθαν από τις μυροφόρες για την Ανάσταση του Κυρίου, ήταν ο πρώτος που έτρεξε «τάχιον του Πέτρου», προκειμένου να δει «ιδίοις όμμασι» το συγκλονιστικό γεγονός. Το ατρόμητο και γενναίο φρόνημα του αγίου καταγράφεται και σε περιστατικό, κατά το οποίο, όντας αυτός σε πολύ προχωρημένη ηλικία, δεν διστάζει, έστω και με κίνδυνο της ζωής του,  να αναζητήσει έναν ληστή, που ο ίδιος τον είχε νεαρό μεταστρέψει στην πίστη, κάτι που το επέτυχε.

ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ: "ΕΥΓΝΩΜΟΝΕΣ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΧΑΡΙΣΕ ΤΟΝ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ"

 


«Είμαστε ευγνώμονες στον Θεό που μας χάρισε τον Μίκη Θεοδωράκη, έναν δημιουργό που ύψωσε την Ελλάδα στα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη».

Στην πρωινή εκπομπή «MEGA Σαββατοκύριακο» με τους δημοσιογράφους Ντίνο Σιωμόπουλο και Στέλλα Γκαντώνα μίλησε σήμερα Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ με αφορμή την μεγάλη συναυλία κατά της φτώχειας που διοργανώνει η Ι. Μητρόπολη Πειραιώς σε συνεργασία με την Περιφέρεια Αττικής και την υποστήριξη του Δήμου Πειραιά και του Ε.Β.Ε.Π., την Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου στις 19:30 στο Βεάκειο ανοιχτό Θέατρο Πειραιώς.

Ο Σεβασμιώτατος ερωτώμενος, μεταξύ άλλων, για τον σπουδαίο Έλληνα μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη – τραγούδια του οποίου θα ακουστούν στην φιλανθρωπική αυτή συναυλία – υπογράμμισε πως ο αείμνηστος ήταν «παγκόσμιος, οικουμενικός άνθρωπος. Ένας ταλαντούχος ο οποίος είχε όμως ως περιουσία του τα ζώπυρα του Γένους».

Ανέφερε διήγηση του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη  ο οποίος  έλεγε πως η μητέρα και η θεία του «κάτω από το προσκέφαλό του, έβαζαν την εικόνα του αρχαγγέλου Μιχαήλ του προστάτου του», συνεχίζοντας πως «με αυτό τον πλούτο, αλλά και με το φοβερό τάλαντο που ο Θεός τον προίκισε, απεδείκνυε την ένθεη καταγωγή του ανθρωπίνου προσώπου. Και έγινε ένας παγκόσμιος μουσουργός του οποίου η μουσική εξημέρωσε τα ήθη, ενδυνάμωσε την πίστη στην Δημοκρατία, στην Ελευθερία, στα ανθρώπινα δικαιώματα».

«Υπήρξε ένας περίπαθος εραστής της ρωμιοσύνης ο Μίκης Θεοδωράκης γι' αυτό και τον λάτρεψε ο ελληνικός λαός και απόδειξη ήταν όλες οι εκδηλώσεις αγάπης και λατρείας στην έξοδό του από τον κόσμο αυτό της φθοράς και την είσοδό του στην αθανασία», είπε στην συνέχεια ο Σεβασμιώτατος, επισημαίνοντας παράλληλα πως «ήταν ένας αληθινός πατριώτης. Θα τον θυμούμαι πάντα εκεί στο ηρωικό συλλαλητήριο του Συντάγματος για την Συμφωνία των Πρεσπών, με αυτόν τον ακατάλυτο λόγο, με αυτήν την ακατάβλητη δύναμη και με την ουσιώδη προσέγγιση στα πράγματα».

«Είμαστε ευγνώμονες στο Θεό που μας χάρισε έναν τέτοιο δημιουργό ο οποίος ύψωσε την Ελλάδα στα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη», κατέληξε.

Στο στούντιο του mega παρών ήταν και ο τραγουδιστής Γεράσιμος Ανδρεάτος ο οποίος με τη σειρά του αναφέρθηκε στους συντελεστές της συναυλίας, εκφράζοντας την χαρά του και την ευγνωμοσύνη του προς τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ με την πρωτοβουλία του οποίου, η Ελένη Βιτάλη, ο ίδιος και οι Σαββέρια Μαργιολά, Βιολέτα Ίκαρη, Μάκης Ψαραδέλλης και Σταυρούλα Εσαμπαλίδη, θα συμμετάσχουν σε μία προσπάθεια ενίσχυσης συνανθρώπων μας που αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα διαβίωσης.

Τέλος, στην Εκδήλωση έχει προσκληθεί και η κόρη του αείμνηστου Μίκη Θεοδωράκη, Μαργαρίτα η οποία με συγκίνηση εξέφρασε την χαρά και την ικανοποίησή της για την πρόσκληση στη μεγάλη αυτή συναυλία κατά της φτώχειας.

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗΝ ΨΑΛΜΩΔΙΑ ΜΑΣ!

«Μερικές φορές η ψαλμωδία, όταν είναι μέτρια, καταπραΰνει άριστα τον θυμό. Και μερικές φορές, όταν είναι άμετρη και άκαιρη, δημιουργεί φιληδονία. Γι’ αυτό ας την χρησιμοποιούμε διακριτικά ανάλογα με τις περιστάσεις» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. η΄ 19).

Έχει επαρκώς στις ημέρες μας κατανοηθεί το πνευματικό ύψος της εκκλησιαστικής ψαλμωδίας, και μάλιστα της πιο καθαρής μορφής της, της βυζαντινής. Είναι ό, τι ανώτερο έχει εμπνεύσει το Πνεύμα του Θεού για τις εκκλησιαστικές συνάξεις. Είναι η συνέχεια των ψαλμών της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι λειτουργούν απαρχής της Εκκλησίας  ως το βασικό προσευχητάρι της. Για τους ψαλμούς - συνεπώς και για τους εκκλησιαστικούς ύμνους πια -  έχει ειπωθεί ότι είναι «τα λόγια που θέλει να ακούει ο ίδιος ο Θεός».  Άλλωστε και ο Κύριος δεν προσευχόταν μέσω αυτών; Και η υμνολόγησή τους δεν ήταν κάτι που εξέφραζε και τη δική Του καθημερινότητα, όπως σημειώνει και το Ευαγγέλιο;

Λοιπόν, ας μάθουμε όσους ψαλμούς μπορούμε, ας αποστηθίσουμε όσες ψαλμωδίες θέλουμε, και να καλύπτουμε έτσι τα «κενά» του χρόνου μας και όποιες δραστηριότητές μας δεν απαιτούν απόλυτη συγκέντρωση του νου. Δεν είναι μόνο το «Κύριε ελέησον» που βοηθάει. Είναι και όλα τα άλλα όπλα που μας δίνει η Εκκλησία μας στον πνευματικό μας αγώνα, μεταξύ των οποίων και η ψαλμωδία. Πόσες φορές δεν έχουμε διαβάσει ότι πολλοί άγιοι, μεταξύ των οποίων και οι σύγχρονοί μας όσιοι Πορφύριος και Παΐσιος, χρησιμοποιούσαν σε κάθε ευκαιρία το όπλο αυτό;

Γι’ αυτό και πρέπει ιδιαιτέρως εκείνοι που έχουν τη συγκεκριμένη ευθύνη, κληρικοί και λαϊκοί, ιδίως οι ιεροψάλτες, να προσέχουν το πώς υμνολογούν τον Κύριο, την Παναγία μας, τους αγίους. Δεν είναι τυχαίο ότι όχι ένας αλλά πολλοί κανόνες της Εκκλησίας μας ασχολούνται με το κρίσιμο αυτό θέμα. Και ζητούν και προτρέπουν η ψαλμωδία να γίνεται με ήπιο τρόπο, χωρίς κραυγές και επιδείξεις, με συγκέντρωση του νου στα ψαλλόμενα, με κατάνυξη, ώστε να δημιουργείται και το ανάλογο αποτέλεσμα στο εκκλησίασμα. Θυμόμαστε την επέμβαση του αγίου Σπυρίδωνα στον διάκονο που έψελνε με κενοδοξία. Τον έλεγξε για ασέβεια και εκείνος έμεινε άφωνος!

Ας προσέξουμε και κάτι άλλο, επισημαίνει ο όσιος. Μπορεί να ψέλνουμε, να κάνουμε δηλαδή κάτι θεωρούμενο θεάρεστο, κι αυτό να μας βγαίνει σε… σατανική ενέργεια: να μας οδηγεί σε φιληδονία! Πότε; Όταν δεν έχουμε διάκριση. Ακόμη και στα πνευματικά δηλαδή χρειάζεται το σωστό μέτρο. Ό,τι είναι υπερβολή είναι του διαβόλου, σημειώνουν οι άγιοι.  Και ποια η αδιακρισία; Να ψέλνουμε «άμετρα και άκαιρα». Όπως μπορεί να γίνεται και στην προσευχή: κι ο Φαρισαίος προσευχήθηκε, αλλά κατακρίθηκε! Διακριτική  ψαλμωδία είναι η με επίγνωση της κάθε στιγμής  άσκησή της: το σιγοψιθύρισμά της ιδίως στις ατομικές μας ενέργειες. Χωρίς να προκαλούμε τους άλλους. Χωρίς να επιδεικνυόμαστε. Τότε και οργισμένοι να είμαστε, θα δούμε τη χάρη του Θεού να μας σκεπάζει και να μας καταπραΰνει. Να μας δημιουργεί ειρήνη ψυχής.

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΗΡ ΑΥΤΗΣ ΠΑΦΝΟΥΤΙΟΣ

«Η οσία Ευφροσύνη έζησε στην Αλεξάνδρεια, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Θεοδόσιος ο Μικρός (408-450 μ.Χ.). Ήταν κόρη του Παφνουτίου, πλουσίου άρχοντα, ο οποίος, λόγω θανάτου της συζύγου του, ανέθρεψε τη μονάκριβη κόρη του με μεγάλη αγάπη και πίστη στον Θεό. Η οσία από μικρή θέλησε να αφιερωθεί στον Θεό, κάτι όμως που δεν κατάφερε, αφού  ο πατέρας της, όταν έγινε η κόρη του δεκαοκτώ ετών, την εμνήστευσε με πλούσιο και ευγενή νέο. Πριν από τους γάμους, η Ευφροσύνη εκμεταλλευόμενη την απουσία του πατέρα της σ’ ένα γνωστό του μοναστήρι, κούρεψε τα μαλλιά της, φόρεσε ανδρικά ρούχα και θέλησε   να ενταχτεί στη μοναστική γνωστή κοινότητα του πατέρα της, παρουσιαζόμενη ως  ευνούχος του βασιλιά. Ο ηγούμενος πράγματι την δέχτηκε ως καλόγερο, δίνοντάς την το όνομα Σμάραγδος. Από τότε αποδύθηκε σε σκληρότατους ασκητικούς αγώνες, τέτοιους που υπερέβαλε σχεδόν όλους, γι’  αυτό και τα γυναικεία της χαρακτηριστικά αλλοιώθηκαν και έγιναν σκληροτράχηλα. Αργότερα, με τη σύμφωνη γνώμη του ηγουμένου, αποσύρθηκε σε κατά μόνας άσκηση, μακρύτερα από τη μονή, φτάνοντας εκεί σε μεγάλη ύψη αγιότητας. Ο πατέρας της που την αναζητούσε με πολύ πόνο διαρκώς, ήταν απαρηγόρητος, ενώ η Ευφροσύνη, μετά από τριάντα οχτώ χρόνια άσκησης αρρώστησε, οπότε και η οσία θέλησε να αποκαλυφθεί στον πατέρα της, προγνωρίζοντας τον θάνατό της. Η αποκάλυψη υπήρξε ιδιαιτέρως συγκινητική για τον Παφνούτιο, βλέποντας την κόρη του σε τέτοιο ύψος αγιασμού, αλλά αμέσως εκείνη πέθανε. Ο Παφνούτιος θέλησε έκτοτε να μονάσει στο κελλί της Ευφροσύνης, και μετά δεκαετία άσκησης, άφησε κι εκείνος εκεί την τελευταία του πνοή».  

Δεν πρόλαβε να «στεγνώσει η μελάνη», καθώς λέγανε παλιά,  από την αναφορά μας στην αγία Θέκλα, η οποία άφησε τον επίγειο μνηστήρα της χάριν του επουρανίου, και πρόβαλε άλλη αγία, η οσία Ευφροσύνη, η οποία και αυτή προτίμησε τον Κύριο Ιησού Χριστό από την αγάπη του υποψηφίου άνδρα της. Και στις δύο περιπτώσεις βρισκόμαστε μπροστά σε υπέρμετρη αγάπη προς τον Χριστό, σε βαθύ πόθο για τον ουράνιο Δημιουργό, τέτοιο που κάθε τι επίγειο θεωρείται πολύ δεύτερο και κατώτερο. Όχι διότι, όπως εξηγήσαμε, η επίγεια αγάπη, και μάλιστα των δύο φύλων, θεωρείται κάτι κακό και αρνητικό, αλλά διότι εκεί που θα έλθει η ιδιαίτερη χάρη αφιέρωσης στον Θεό, η μεγάλη αγάπη προς Αυτόν, όλες οι άλλες αγάπες κατ’  ανάγκην υποχωρούν. Όπως συμβαίνει μπροστά στον ήλιο να μη φαίνεται το φως ενός φανού ή ενός σπίρτου, κατά τον ίδιο τρόπο μπροστά στο ήλιο της αγάπης του Θεού φαίνεται να «σβήνει» το φως της ανθρώπινης αγάπης. Γι’  αυτό και ο υμνογράφος, βλέποντας τη φωτιά που έκαιγε την καρδιά της Ευφροσύνης, φωτιά πλήρους αφιέρωσης στον Θεό, ήδη από πολύ μικρή ηλικία, αφενός τον βίο της οσίας μάς τον προσφέρει σε μορφή ποιητική – ο πεζός λόγος δεν του επαρκεί - αφετέρου  καταλαβαίνει ότι ο βίος αυτός προκαλεί θετικά , δηλαδή προς δοξολογία Θεού, και τους απλούς πιστούς και τους οσίους της Εκκλησίας, αλλά και τους ίδιους τους αγγέλους: «Λαμπρύνει τα των πιστών ενθέως συστήματα, η λαμπρά σου μνήμη και αξιέπαινος, θέλγει των οσίων τους χορούς, Αγγέλους επευφραίνει». Κι αυτό γιατί η οσία έζησε «ώσπερ άγγελος».

Εκείνο που είναι ιδιαιτέρως σημαντικό στο βίο της οσίας είναι το γεγονός ότι δεν δίστασε να «μετασχηματιστεί», να μεταμφιεστεί δηλαδή σε άνδρα, προκειμένου να ζήσει την σκληρή ασκητική ζωή των ανδρών. Ξεπέρασε δηλαδή τη γυναικεία φύση της η Ευφροσύνη, αλλά με ταυτόχρονη υπέρβαση και άλλων ανθρωπίνων στοιχείων, όπως της αγάπης προς τον πατέρα της, όπως της συναισθηματικής ανταπόκρισης στον έρωτα ενός νέου ανθρώπου.  Υποκλινόμαστε κυριολεκτικά μπροστά στην «ατσάλινη» θέλησή της, η οποία συνεργαζόταν με απόλυτη υπακοή  με το θέλημα του Θεού. Αυτή η ευθύτητά της, η χωρίς καμία απολύτως παρέκκλιση απόβλεψή της στον Κύριο, θυμίζει την ευθύτητα της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, μετά τη μεταστροφή της από τον αμαρτωλό τρόπο ζωής. Με τη διαφορά ότι η οσία Μαρία είχε ζήσει την αμαρτία και είχε εισπράξει το τίμημα της κατάντιας και της θλίψης που φέρνει αυτή. Η οσία Ευφροσύνη όμως δεν είχε εμπειρία τέτοιου τρόπου ζωής, γι’  αυτό και ίσως είναι πιο αξιοθαύμαστη στο σημείο αυτό και από την οσία Μαρία. Κι αυτή η μεταμφίεσή της αποκαλύπτει βεβαίως και την αλήθεια ότι αν κανείς πράγματι αγαπά τον Θεό, θα κάνει τα πάντα προκειμένου να Τον ακολουθήσει. Κανένα εμπόδιο δεν θα μπορεί να σταθεί μπροστά του, για να ανακόψει την ευλογημένη πορεία του. Πόσο μας ελέγχει η αγάπη της αυτή, εμάς που πολύ εύκολα βρίσκουμε «επιχειρήματα», για να δικαιολογούμε τον εαυτό μας ότι είναι δύσκολη η βίωση της χριστιανικής ζωής. Δύσκολη ναι, αλλά όταν δεν υπάρχει η κινητήρια δύναμη, η αγάπη του Θεού.

Ο υμνογράφος όμως ήδη απαρχής επισημαίνει κι εκείνο το στοιχείο  που σχετίζεται με το όνομά της. «Μήτερ οσία, Ευφροσύνη αξιάγαστε, την όντως ευφροσύνην επιποθήσασα, την ταύτην προξενούσαν ώδευσας τρίβον». Οσία μητέρα, αξιοθαύμαστη Ευφροσύνη, επειδή πόθησες την πραγματική χαρά και ευφροσύνη, περπάτησες το δρόμο που φέρνει σ’  αυτήν. Η αγία Ευφροσύνη δηλαδή, μέσα από τους ασκητικούς αγώνες, τους σκληρούς και υπεράνθρωπους για μία μικρή και απαλή κόρη, βρήκε τον δρόμο για την αληθινή χαρά. Διότι η αληθινή χαρά, η ευφρόσυνη διάθεση της καρδιάς, δεν είναι θέμα διασκεδάσεων, περιδιαβάσματος του κόσμου με ταξίδια, απλών συναναστροφών, αποκτήσεως υλικών αγαθών, πράγματα που διαπιστώνουμε στους περισσοτέρους ανθρώπους. Μία τέτοια αναζήτηση χαράς δυστυχώς τις περισσότερες φορές προκαλεί περισσότερη θλίψη και δυσθυμία, παρά όντως φέρνει χαρά. Διότι λείπει Εκείνος που αποτελεί την πηγή της χαράς: ο ίδιος ο Θεός. Η αγία Ευφροσύνη από πολύ νωρίς κατενόησε ότι η σχέση με τον Θεό φέρνει την ευφροσύνη στην καρδιά του ανθρώπου. Και τον Θεό Τον βρίσκει κανείς, όταν στραφεί μέσα του, στο «έδαφος» της καρδιάς του. Σ’  αυτό το έδαφος όμως αναπτύσσονται και τα ζιζάνια της πονηρίας και της κακίας, γι’  αυτό και αν δεν τα εκριζώσει κανείς, με την προσευχή, την άσκηση, την τήρηση των αγίων εντολών του Θεού, αυτά θα αλώσουν την καρδιά και θα γίνουν περιεχόμενό της. Οπότε η θλίψη σ’  αυτήν την περίπτωση θα γίνει καθεστώς στον άνθρωπο. Η αγία Ευφροσύνη λοιπόν γίνεται οδηγός μας για την πραγματική ευφροσύνη μας και την ευγνωμονούμε γι’  αυτό.

24 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΑΚΡΥΑ ΚΑΙ... ΔΑΚΡΥΑ!

«Ο Θεός, αγαπητοί μου, δεν έχει ανάγκη από δάκρυα ούτε επιθυμεί να πενθεί ο άνθρωπος από την οδύνη της καρδιάς του· αλλά μάλλον να τον βλέπει να αγάλλεται και να ευθυμεί εσωτερικά από την αγάπη του προς Αυτόν» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. ζ΄45).

Ακούς και διαβάζεις ότι ο Κύριος μακαρίζει αυτούς που πενθούν. Για τις αμαρτίες τους και για τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Το ίδιο βλέπεις ότι κάνουν και οι άγιοι Πατέρες: όλοι τονίζουν πόσο αναγκαία είναι τα δάκρυα και το πένθος στην πνευματική ζωή. Μην σου μπει ο λογισμός ότι αυτό συμβαίνει γιατί ο Θεός αρέσκεται στην πένθιμη γενικά  κατάσταση του ανθρώπου. Αν συνέβαινε αυτό, ο Θεός δεν θα ήταν Αυτός που αποκάλυψε ο Κύριος Ιησούς Χριστός: ο Θεός Πατέρας με την άπειρη αγάπη Του απέναντί μας, αλλά ένας «Θεός» σκληρός και σαδιστής, που χαρά του θα είχε τον πόνο και τα δάκρυα των ανθρώπων. «Άπαγε της βλασφημίας!» Μακριά από τέτοιες βλάσφημες σκέψεις!

Ο Θεός μας, ο αληθινός Τριαδικός Θεός, είναι αγάπη, και η χαρά Του είναι να χαίρεται ο άνθρωπος: «να τον βλέπει να αγάλλεται και να ευθυμεί εσωτερικά». Να είναι δηλαδή μέσα στα πλαίσια της απαρχής δημιουργίας Του: σε διαρκή αναφορά και αγάπη προς Αυτόν!  «Στον Αδάμ πριν από την παράβαση δεν υπήρχαν δάκρυα» (46). Δάκρυα ήρθαν στον Αδάμ και σε όλους τους απογόνους του, γιατί αμάρτησε. Η θλίψη και η στενοχώρια ήταν το τίμημα της ανυπακοής του προς τον Θεό. Κι αυτό ισχύει διαχρονικά, όσο υπάρχει άνθρωπος.

Αλλά ήρθε ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός. Και κατάργησε το αίτιο της θλίψης και των δακρύων, δηλαδή την αμαρτία και το αποτέλεσμά της, τον θάνατο. Και έφερε και πάλι τη χαρά και την ευθυμία - «Χαίρετε», ήταν και είναι η αδιάκοπη προτροπή Του. Σε ποιον όμως; Σ’ εκείνον που Τον αγαπά και μένει μαζί Του, σ’ εκείνον που ανήκει στο σώμα Του, την Εκκλησία, και δεν αμαρτάνει. Γιατί κάθε που αμαρτάνει, ξεπηδά εκ νέου η οδύνη των δακρύων: το μόνιμο τίμημα της αμαρτίας.

Και τότε καταλαβαίνεις ότι έχεις ν’ αντιπαλέψεις ως πιστός με δύο είδη πένθους: με το πένθος της ίδιας της αμαρτίας - θλίψη και αμαρτία πάνε πάντοτε μαζί· και το πένθος που πρέπει πια να καλλιεργείς, επειδή ακριβώς βλέπεις ότι αμαρτάνεις και χάνεις την αγάπη προς τον Χριστό. Το ένα είναι η κόλαση. Το άλλο συνυπάρχει με τον παράδεισο - οι άγιοι το λένε «χαρμολύπη»: πενθώντας για τις αμαρτίες σου αρχίζει και γελά η καρδιά σου. Ζεις λοιπόν το παράδοξο της χριστιανικής ζωής: χαίρεσαι και πενθείς. Μάλλον πενθείς και γι’ αυτό χαίρεσαι. Το πένθος αυτό είναι συμμετοχή στον Σταυρό. Η χαρά είναι συμμετοχή στην Ανάσταση. Σταυρός και Ανάσταση είναι οι δύο όψεις της ίδιας πραγματικότητας.

«Θανάτωσε την αμαρτία, και τότε θα είναι περιττά τα δάκρυα της οδύνης στους οφθαλμούς σου» (46).

Η ΑΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΕΚΛΑ

«Η αγία Θέκλα καταγόταν από την πόλη του Ικονίου, η μητέρα της λεγόταν Θεόκλεια και ανήκε σε ευγενές και ένδοξο γένος. Κατηχήθηκε τον λόγο της πίστεως από τον μεγάλο απόστολο Παύλο, τον οποίο άκουσε να διδάσκει στο σπίτι του Ονησιφόρου. Όταν έγινε χριστιανή, ήταν δεκαοκτώ ετών και είχε μνηστευθεί τον Θάμυρη. Αφού περιφρόνησε τη φωτιά, στην οποία την έβαλαν, τη μητέρα της και τον μνηστήρα της, ακολούθησε τον Παύλο. Μετά από αυτά βρέθηκε στην Αντιόχεια, κι εκεί λόγω της πίστεώς της ρίχθηκε από τον Αλέξανδρο στα θηρία και σε ταύρους, προκειμένου να την κομματιάσουν. Από όλα όμως σώθηκε με τη χάρη του Θεού, οπότε άρχισε να περιέρχεται διάφορες πόλεις κηρύσσοντας το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, με αποτέλεσμα να φέρει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Ύστερα επανήλθε στην πατρίδα της, όπου αποσύρθηκε σε κάποια από τα βουνά της και ασκήτεψε μόνη της. Επιτέλεσε πολλά θαύματα στους ανθρώπους που την επισκέπτονταν, μέχρις ότου τελείωσε τη ζωή της, μπαίνοντας μέσα σ’  ένα βράχο που άνοιξε με τη δύναμη του Θεού για χάρη της. Όλος ο χρόνος της ζωής της  ήταν ενενήντα έτη».

Δεν είναι μόνον οι άνδρες που μπορεί να καυχώνται για τον πρώτο εν μάρτυσι, τον άγιο Στέφανο. Είναι και οι γυναίκες που αντιστοίχως έχουν την πρώτη μεταξύ των γυναικών μάρτυρα, την αγία Θέκλα, μεγαλομάρτυρα επίσης και ισαπόστολο. Η αγία αυτή κατέχει ιδιαίτερη θέση μεταξύ των αγίων και των μαρτύρων, όχι μόνον ως «σύναθλος Στεφάνου», αλλά και ως «συνόμιλος Παύλου». Διότι κ α ι από τον απόστολο Παύλο μεταστράφηκε και έγινε χριστιανή,  αλλά κ α ι τον ακολούθησε σε πολλές από τις περιοδείες του, δείχνοντας τέτοιο ανδρείο φρόνημα, ιδίως σ’  αυτά που υπέστη, που έκανε, κατά τον υμνογράφο,  την προμήτορα Εύα, η οποία υποτάχτηκε στα κελεύσματα του διαβόλου, να χαίρεται, γιατί βρέθηκε γυναίκα να υποτάσσει τον πονηρό. «Εύα χαίρει, καθορώσα γυναιξί τον όφιν υποπίπτοντα».

Ο υμνογράφος ιδιαιτέρως επιμένει στο γεγονός ότι η αγία, νεότατη στην ηλικία, ευθύς ως έγινε χριστιανή, άφησε τον μνηστήρα της, για να γίνει ακόλουθος του Παύλου και ευαγγελίστρια Χριστού. Η μεταστροφή της αυτή, από έγγαμος που επρόκειτο να γίνει, τελικώς να αφιερωθεί ως άγαμη στον Χριστό, δεν οφείλετο βεβαίως σε μία υποβάθμιση του γάμου. Κάτι τέτοιο δεν είναι χριστιανικό, αφού ο γάμος και η κατά Χριστόν παρθενία θεωρούνται εκ Θεού και ισάξιοι δρόμοι μέσα στην Εκκλησία, που ορθά ασκούμενοι εκβάλλουν στη βασιλεία του Θεού. Άλλωστε ο Θάμυρης ο μνηστήρας της ήταν ειδωλολάτρης και η σχέση τους είχε ξεκινήσει πριν γίνει η αγία χριστιανή, συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για γάμο, κατά τον τρόπο τον χριστιανικό. Η αγία απλώς, μπροστά στο νέο που ανοίχτηκε ενώπιόν της, τον Χριστό και τη Βασιλεία Του, θέλχτηκε από την αγάπη προς Εκείνον, τόσο που θεώρησε ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίζει να ζει όπως και πριν. Μπροστά στο δίλημμα: μαζί με τον μνηστήρα της σε μία ζωή ειδωλολατρική ή μαζί με τον Χριστό ως χριστιανή, χωρίς δισταγμό προτίμησε το δεύτερο. Διότι κατενόησε ότι η αγάπη προς τον Χριστό ήταν πάνω από όλα. «Ο φιλών…τι υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» είπε ο Κύριος. Τα πράγματα θα ήταν ασφαλώς διαφορετικά, αν και ο Θάμυρης ήταν χριστιανός. Τότε θα συναγωνίζονταν για την απόκτηση της βασιλείας του Θεού. Ως ειδωλολάτρης όμως ο μνηστήρας δεν είχε πολλά περιθώρια να «επιβιώσει» πια στη σχέση αυτή. Ο υμνογράφος το επισημαίνει: «Μνηστευθείσαν Θαμύριδι, ο νυμφαγωγός σε Παύλος ηρμόσατο, τω νυμφίω ως αμώμητον, τω επουρανίω Θέκλα πάνσοφε». Δηλαδή, Θέκλα πάνσοφε, ο νυμφαγωγός Παύλος ένωσε εσένα, που ήσουν μνηστευμένη με τον Θάμυρη, σαν αγνή νύμφη με τον επουράνιο νυμφίο (Χριστό). Ποιος μπορεί να συγκριθεί με τον Χριστό και με την αγάπη Εκείνου; Η αγάπη προς τον Χριστό έκανε πια τη Θέκλα να θεωρεί παραλήρημα τα όποια λόγια που έλεγε ο Θάμυρης: «Θαμύριδος τα ρήματα, ώσπερ λήρον Μάρτυς εμυκτήρισας».

Αυτή η αγάπη προς τον Χριστό, ο πόθος της αγίας προς τον Δημιουργό της είναι εκείνο που επίσης διαπιστώνει ο υμνογράφος. Αν η αγία Θέκλα νίκησε τον ανθρώπινο έρωτα – νόμιμο κάτω από άλλες συνθήκες βεβαίως – αν νίκησε το φίλτρο προς τη μητέρα της, αν νίκησε όλες τις ηδονές που υπόσχεται η νεανική ηλικία, ήταν γιατί ακριβώς η καρδιά της κυριαρχήθηκε από τον νυμφίο της Χριστό. Όπως το σημειώνει και ο ποιητής: «ο πόθος του Ποιητού, των κτισμάτων ενίκα τους έρωτας». Κι είναι τούτο ό,τι επισημαίνουμε γενικώς στους αγίους μας: μπορούν να υπερβαίνουν όλα τα εμπόδια, μπορούν και φαίνονται υπεράνθρωποι και ήρωες, γιατί η αγάπη του Χριστού τους συνέχει. Σαν τον απόστολο Παύλο μπορούν και εκείνοι να λένε: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη, στενοχώρια, κίνδυνος, μαχαίρι; Ούτε θάνατος ούτε κάποια κτίση μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη Εκείνου». Αυτήν την αγάπη του Χριστού πρέπει να έχει και κάθε χριστιανός, αν θέλει να ζει ως χριστιανός. Και για να την αποκτήσει, πρέπει πρώτα από όλα να νιώσει την έλλειψή της στη ζωή του και να την ζητήσει από Εκείνον που τη χορηγεί: τον ίδιο τον Κύριο. Το πρόβλημα είναι ότι δεν την ζητάμε. Και δεν τη ζητάμε, γιατί δεν νιώθουμε την έλλειψή της. Και δεν νιώθουμε την έλλειψή της, γιατί άλλες αγάπες, του κόσμου τούτου, κατακλύζουν την ύπαρξή μας. Αγάπες όμως φθαρτές, που το μόνο που προσφέρουν είναι η θλίψη και ο θάνατος.  

23 Σεπτεμβρίου 2021

Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

«Ο ιερός ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει στο ευαγγέλιό του ότι όταν εισήλθε ο πρεσβύτης και δίκαιος Ζαχαρίας στα Άγια των Αγίων, προκειμένου να προσφέρει τη θυσία του θυμιάματος, κατά τον καιρό της εφημερίας του στον Ναό, φανερώθηκε σ’  αυτόν ο αρχάγγελος Γαβριήλ, ο οποίος του μετέφερε τη χαρμόσυνη είδηση ότι πρόκειται η γυναίκα του Ελισάβετ να γεννήσει γιο κατά το γήρας της, Προφήτη και Πρόδρομο, φωνή και κήρυκα και παντοτινό λυχνάρι, τον μύστη της χάρης του Θεού. Αυτήν τη θεία σύλληψη είπε στον προφήτη και ιερέα Ζαχαρία ο θείος αρχιστράτηγος με τα λόγια: «Εισακούστηκε η δέησή σου», οπότε με την παράδοξη αυτή γέννα λόγω γηρατειών και στειρώσεως της Ελισάβετ, άρχισε να προμηνύεται και ο θείος και παρθενικός τόκος της παναχράντου Θεοτόκου».

Θα πρέπει καταρχάς να σημειώσουμε ότι η σημερινή εορτή της συλλήψεως του αγίου Ιωάννου δεν στηρίζεται σε κάποιες πληροφορίες αποκρύφων ευαγγελίων, τις οποίες ενδεχομένως μπορεί κανείς να αμφισβητήσει, αλλά αποτελεί βεβαιότατο γεγονός, το οποίο καταγράφεται, όπως είπαμε και παραπάνω, από τον άγιο ευαγγελιστή Λουκά. Κι αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία μας εντάσσοντας το γεγονός αυτό μέσα στα θεόπνευστα κείμενά της θέλει να τονίσει τη σημασία του ερχομού στον κόσμο του Ιωάννου Προδρόμου, εκείνου του προφήτη δηλαδή που θα προετοίμαζε το έδαφος για τον ερχομό του Ίδιου του Θεού ως ανθρώπου. Με την προοπτική και πάλι του Κυρίου Ιησού Χριστού αξιολογείται το γεγονός της συλλήψεως του αγίου Ιωάννου, δηλαδή υπό το φως του Ήλιου κατανοείται το φως του λύχνου. Διότι διαφορετικά η σημασία του θα είχε την ίδια ισχύ με τη σύλληψη και κάθε άλλου ανθρώπου, που έρχεται, με την ευδοκία ασφαλώς  του Θεού, στον κόσμο.

Πέραν της παραπάνω πραγματικότητας την οποία ποικιλοτρόπως προβάλλουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, εκείνο που θεωρείται αξιοπρόσεκτο, κατά τον υμνογράφο, είναι η αντίδραση του δικαίου Ζαχαρία απέναντι στον αρχάγγελο Γαβριήλ, όταν εκείνος του ευαγγελίζεται τη γέννηση του υιού του: αμφισβητεί τα λόγια του απεσταλμένου του Κυρίου, διότι στηρίζεται στη λογική και την εμπειρία του. Πώς είναι δυνατόν από γέρο άνθρωπο και γερόντισσα γυναίκα, και μάλιστα στείρα, να γεννηθεί ένα παιδί; «Ελισάβετ τα μέλη νενέκρωται, και εμού δε το γήρας, δυσπιστίαν νυν τεκμαίρεται» - τα μέλη της Ελισάβετ έχουν νεκρωθεί και τα δικά μου γηρατειά τώρα φέρνουν μόνο δυσπιστία. Ο υμνογράφος όμως συνεχίζει να ερμηνεύει το σκεπτικό του Ζαχαρία: όχι μόνο η φυσική τάξη των πραγμάτων ανατρέπεται με όσα μεταφέρει ο άγγελος, αλλά και από πλευράς πνευματικής υπάρχει, κατ’  αυτόν, κάτι ανάποδο: «εγω γαρ ήλθον την σωτηρίαν λαού αιτήσασθαι, ουχί δε κομίσασθαι παίδα, ως προσφωνείς». Εκείνο δηλαδή που πρέπει να επέτεινε την αμφισβήτηση του αγίου Ζαχαρία και επομένως να τον οδηγούσε σε καχυποψία ότι δεν αληθεύουν τα λόγια της ουράνιας οπτασίας, ήταν ότι ο ευαγγελισμός για τον «υποτιθέμενο» γιο του ερχόταν σε μία στιγμή πνευματικής λειτουργίας, σε ώρα δηλαδή προσευχής, και μάλιστα υπέρ της σωτηρίας του λαού. «Εγώ ήλθα εδώ στον Ναό, όπως σημειώνει ο υμνογράφος, για να ζητήσω από τον Θεό τη σωτηρία του λαού και όχι να αποκτήσω παιδί, όπως μου λές εσύ». Κι αλλού: «Αμφίβολον κέκτημαι την διάνοιαν εγώ, και απιστώ τοις λόγοις σου, τω Αρχαγγέλω έφη ο Ιερεύς. Λαού σωτηρίαν γαρ, ουκ εμής εξ οσφύος καρπόν ήτησα». Αμφιβάλλω εγώ και απιστώ στα λόγια σου, είπε ο Ιερεύς στον αρχάγγελο, γιατί ζήτησα τη σωτηρία του λαού και όχι καρπό από την οσφύ μου.

Αυτό όμως που φαίνεται τόσο «λογικό» για τον άγιο Ζαχαρία, και μάλιστα η αμφισβήτηση της εκ Θεού προέλευσης της οπτασίας λόγω του περισπασμού από το περιεχόμενο της προσευχής του: να ζητάει από τον Θεό τη σωτηρία του λαού και να του προκύπτει κάτι προσωπικό του, ένα παιδί, είναι εκείνο στην πραγματικότητα που ερχόταν ως απάντηση ακριβώς της προσευχής αυτής. Διότι η γέννηση του παιδιού του Ιωάννη ήταν η απαρχή της σωτηρίας του λαού. Με αυτόν θα ξεκινούσε η σωτηρία ως κήρυγμα μετανοίας για να γίνει αποδεκτός ο Μεσσίας. Με άλλα λόγια ο Ζαχαρίας δεν μπορούσε να κατανοήσει ότι ο Θεός τού έδινε ό,τι ζητούσε, δηλαδή αδυνατούσε να διεισδύσει στον τρόπο δράσεως του Θεού.

Κι είναι κάτι στο οποίο τελικώς «σκοντάφτουμε» οι περισσότεροι. Διότι και εμείς ζητάμε από τον Θεό διάφορα πράγματα, και μάλιστα κάτω από πνευματικές προϋποθέσεις. Και δεν καταλαβαίνουμε ότι η «άρνηση» του Θεού να μας απαντήσει ή συμβάντα σε εμάς «ξένα» προς αυτά που ζητάμε, συνιστούν τελικώς αυτό που είναι η απάντηση του Θεού ακριβώς στα αιτήματά μας. Πρέπει ίσως να «επιτρέπουμε» στον Θεό να βλέπει πέρα από ό,τι βλέπουμε εμείς και ίσως πάλι να είμαστε σε ετοιμότητα αποδοχής του δικού Του θελήματος ως πιο ευεργετικού για εμάς από το δικό μας. Ας  θυμηθούμε και αυτό που συνέβη και στον όσιο Γέροντα Παΐσιο: Δέχτηκε «άδικη» επίθεση από έναν ιερέα και ταράχτηκε, χωρίς όμως να μιλήσει. Κι όταν έπειτα άρχισε να ανακρίνει τους λογισμούς του, για να καταλάβει τι έγινε, διεπίστωσε ότι ζητούσε από τον Θεό καρδιακά να του δώσει ταπείνωση. Κι ο Θεός τού έδωσε την αφορμή: «άλλαξε» λίγο τη συμπεριφορά του ιερέα απέναντί του, προκειμένου ακριβώς να του δώσει την ευκαιρία να αγωνιστεί να αποκτήσει την ταπείνωση. Ο Θεός λοιπόν πάντοτε μας ακούει, πάντοτε μας απαντάει, πρέπει όμως να έχουμε κι εμείς ανοικτά τα μάτια μας για να διακρίνουμε ορθά την απάντησή Του.