18 Οκτωβρίου 2021

ΠΟΙΟΣ ΝΑ ΣΥΓΚΡΙΘΕΙ… ΜΑΖΙ ΜΟΥ;

Πόσες φορές κάνουμε κάτι, θεωρούμενο πνευματικό:  προσευχή, εκκλησιασμό, νηστεία, κάποιες ελεημοσύνες, και νομίζουμε ότι γίναμε «άγιος Αντώνιος»! Γιατί συγκρίνουμε τον εαυτό μας με... εμάς τους ίδιους! Εμείς είμαστε το μέτρο! Σαν εκείνον που τρέχει και νομίζει πως τρέχει γρήγορα. Κι έρχεται ένας αθλητής δρομέας δίπλα του, οπότε καταλαβαίνει ότι το τρέξιμό του ισοδυναμεί με... στάση! Μας το λέει άμεσα και η Γραφή: «Ουαί ο ενώπιον αυτού επιστήμων» - αλλοίμονο σ’  αυτόν που θεωρεί μόνος του τον εαυτό του γνώστη και επιστήμονα. Λοιπόν, η πλάνη μας είναι προφανής. Ζούμε σε μία ψευδαίσθηση, την ψευδαίσθηση του «μεγαλείου» και της «αγιοσύνης» μας! Διότι εννοείται ότι μαζί με τους άλλους, σε σχέση με τους συνανθρώπους μας μπορούμε να συγκρίνουμε τον εαυτό μας και να συνειδητοποιήσουμε τα μέτρα μας - ο άλλος είναι ο καθρέπτης μας.

Και ο άλλος ασφαλώς δεν μπορεί να είναι για έναν χριστιανό ο εκτός της Εκκλησίας άνθρωπος, ο κοσμικός άνθρωπος χωρίς το φρόνημα του Χριστού. Γιατί αυτός έχει διαγράψει τον Θεό από τη ζωή του. Λοιπόν, ο άλλος που θα πρέπει να τον χρησιμοποιούμε ως μέτρο μας είναι ο άνθρωπος του Θεού, δηλαδή ο άγιος άνθρωπος, κι ακόμη περισσότερο, ο πρώτος μεταξύ όλων των αγίων, η ίδια η Παναγία μας. Σ’ Εκείνην, την Πρώτη, και στα αδέλφια μας τους αγίους πρέπει να στρέφουμε το βλέμμα μας και στη ζωή αυτών πρέπει να καθρεπτιζόμαστε -  εκείνοι αποτελούν τον χαρισματικό εαυτό μας, το όριό μας. Γιατί αυτοί ακολούθησαν με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα τα χνάρια του Χριστού. Γι’  αυτό και είναι τόσο απαραίτητη η μελέτη της ζωής τους, τα συναξάρια τους, οι ύμνοι της Εκκλησίας που τους τραγουδούν και τους δοξολογούν.  

Κάνοντας αυτό θα συνειδητοποιούμε δύο βασικά πράγματα: Πρώτον, ότι θα αρχίσουμε να κινούμαστε κι εμείς σ’  ένα χαρισματικό επίπεδο, γιατί θα διαπιστώνουμε και για εμάς αυτό που διαπιστώνουμε σε όλους τους αγίους: τη συνεργασία τους με τον Χριστό – Τον θέλησαν στη ζωή τους, ανταποκρινόμενοι στην αγάπη Του, γιατί «Χωρίς Αυτόν δεν θα έκαναν τίποτε απολύτως».  Δεύτερον, και σημαντικότερο: ότι θα νιώθουμε αδιάκοπα πόσο μικροί και λίγοι είμαστε -  ότι «δεν έχουμε πατήσει καν το πόδι μας στον δρόμο της πραγματικής χριστιανικής ζωής»!  Μπροστά στην Παναγία, τους αγίους, το μόνο που θα μας έρχεται να κάνουμε είναι να κτυπάμε το στήθος μας, λέγοντας και επαναλαμβάνοντας: «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Δεν οδηγούμαστε έτσι στη βάση όλων των αρετών, εκεί που δρα ο Θεός:  την αγία ταπείνωση; Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος το λέει «ωμά»:  

«Ας μη παύσουμε ποτέ να συζητούμε για τους προ ημών Πατέρες και φωστήρες, συγκρίνοντας τους εαυτούς μας μαζί τους. Τότε θα διαπιστώσουμε ότι δεν πατήσαμε καν το πόδι μας στον δρόμο της πραγματικής μοναχικής (γράφε: χριστιανικής) ζωής» (Κλίμαξ, λόγ. κβ΄ 21).

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΛΟΥΚΑΣ

«Ο άγιος Λουκάς, ο μέγας Ευαγγελιστής, ήταν από τη Μεγάλη Αντιόχεια της Συρίας, ιατρός στο επάγγελμα και πολύ καλός γνώστης της ζωγραφικής επιστήμης. Ζούσε και εξασκούσε την ιατρική στις Θήβες της Βοιωτίας, επί της βασιλείας του Τίτου Κλαυδίου, οπότε  άκουσε τον απόστολο Παύλο να κηρύσσει και πίστεψε στον Ιησού Χριστό, φεύγοντας από την πλάνη των ειδώλων. Σταμάτησε τότε τη θεραπεία των σωμάτων, για να επιδοθεί στη θεραπεία των ψυχών. Συνέγραψε το Ευαγγέλιό του προς χάριν ενός Θεοφίλου ηγεμόνα, όπως το έμαθε από το δάσκαλό του απόστολο Παύλο. Έπειτα έγραψε και δεύτερο βιβλίο, τις Πράξεις των Αποστόλων, που το απηύθυνε και αυτό στον ίδιο Θεόφιλο. Όταν εγκατέλειψε τον Παύλο, γύρισε και δίδαξε σε όλη την Ελλάδα, οπότε, όπως λένε, σε ηλικία ογδόντα ετών, γύρισε στις Θήβες και αναπαύτηκε εν ειρήνη. Στον τόπο που αναπαύτηκε το σώμα του, ο Θεός θέλησε να δοξάσει τον δικό Του υπηρέτη και εργάτη, γι’ αυτό και «έβρεξε» πάνω στο μνήμα του, ιαματικά κολλύρια, σαν σύμβολο της επιστήμης του. Γι’  αυτόν τον λόγο ο τάφος του έγινε σε όλους ακόμη πιο γνωστός. Ο δε Κωνστάντιος, ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέσω του Αρτεμίου του μεγάλου δούκα της Αιγύπτου και μετέπειτα μάρτυρα, μετακομίζει από τις Θήβες το λείψανό του και το καταθέτει στον ναό των Αγίων Αποστόλων, κάτω από την αγία Τράπεζα, μαζί με τα λείψανα των αγίων αποστόλων Ανδρέου και Τιμοθέου. Λένε ότι ο άγιος Λουκάς πρώτος ζωγράφισε με την τέχνη του κηρού την εικόνα της Αγίας Θεοτόκου, που έφερε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, όπως και δύο άλλες, κι ότι τις έφερε στη Μητέρα του Κυρίου, αν της αρέσουν. Και λένε ότι αυτή τις αποδέχτηκε και είπε το «Η χάρις του Υιού μου ας είναι μέσω εμού μαζί τους». Παρομοίως ζωγράφισε τις άγιες εικόνες και των αγίων αποστόλων και των κορυφαίων. Και από εκείνον λέγεται ότι ξεκίνησε σε όλη την οικουμένη αυτό το καλό και ευσεβές και τόσο τιμημένο έργο της εικονογραφίας».

(Σημείωση: υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ιστορικών αν ο άγιος Λουκάς γνώρισε τον Κύριο Ιησού Χριστό στην εν σαρκί επιδημία Του στον κόσμο ή όχι. ´Αλλοι υποστηρίζουν ότι ο Λουκάς Τον γνώρισε, Τον υπηρέτησε, Τον είδε αναστημένο στο χωριό Εμμαούς, Τον είδε στην Ανάληψή Του, μετέσχε στο ´Αγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής, και άλλοι δέχονται ότι γνώρισε τον Κύριο αφότου πίστεψε στο κήρυγμα του αποστόλου Παύλου αργότερα. Η διαφωνία αυτή καταγράφεται και στο παρόν κείμενο: το μεν συναξάρι ακολουθεί τους δεύτερους ιστορικούς (γνώρισε τον Κύριο από τον απόστολο Παύλο), η δε υμνολογία τους πρώτους. Εμείς ακολουθούμε τα πράγματα ως έχουν στο Μηναίο της Εκκλησίας, δηλαδή με την υπάρχουσα διαφωνία μεταξύ συναξαρίου και ύμνων).

Είναι φυσικό και ευνόητο ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας μας επικεντρώνουν την προσοχή μας σ’ εκείνο το έργο του αγίου αποστόλου και Ευαγγελιστή Λουκά, που έμεινε και μένει στους αιώνες. Δηλαδή αφενός στο άγιο ευαγγέλιό του και αφετέρου στις Πράξεις των Αποστόλων. Και τούτο διότι διέσωσε και αυτός, μαζί με τους άλλους τρεις ευαγγελιστές,  τη ζωή του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, κατεξοχήν το Πάθος και την Ανάστασή Του, μετά μάλιστα από έρευνα και διασταύρωση στοιχείων, όπως και τις Πράξεις των Αποστόλων, κυρίως δε του πρώτου και μεγάλου Διδασκάλου του, αποστόλου Παύλου. Ήταν τέτοια η σύνδεσή του με τον απόστολο Παύλο – «οπαδός γενόμενος του σκεύους της εκλογής Παύλου, αλλά και μιμητής» και «συνέκδημος»  σημειώνει ο υμνογράφος - ώστε το ευαγγέλιό του θεωρείται η διδασκαλία του αποστόλου περί του Ιησού Χριστού, κάτι που θέλει να το τονίσει ο υμνογράφος, όπως και ο συναξαριστής, με την υπερβολή ότι «υπαγόρευσε σ’ αυτόν το ευαγγέλιο ο απόστολος Παύλος».

Η υπερβολή φαίνεται από το γεγονός ότι αδιάκοπα ο εκκλησιαστικός ποιητής διατρανώνει την πεποίθησή του ότι ο Κύριος και το Άγιο Πνεύμα καταύγασε τη διάνοιά του, για να γράψει τα θεόπνευστα κείμενά του, οπότε το στόμα του έγινε ένας κρατήρας της θεϊκής σοφίας: «Της ανωτάτω σοφίας το στόμα σου κρατήρα θείον σοφέ, πάντες επιστάμενοι».  «Μυσταγωγών σε Χριστός τα ουράνια και θεοπνεύστους γραφάς αμέσως διανοίγων σοι Απόστολε Λουκά». (Ο Χριστός σε μυούσε στα ουράνια μυστήρια και σου διάνοιγε τις θεόπνευστες γραφές, απόστολε Λουκά). «Η χάρις ευρούσα του Παρακλήτου σε σκήνωμα, εξεχύθη πλουσίως σοις χείλεσι» (Η χάρη του Παρακλήτου Πνεύματος αφού σε βρήκε σκήνωμά της, ξεχύθηκε πλούσια στα χείλη σου). Από την άποψη αυτή δεν διστάζει ο υμνογράφος να τον χαρακτηρίσει ως νέο Μωϋσή, που όπως εκείνος ανέβηκε στο όρος Χωρήβ για να πάρει τις θεόπνευστες πλάκες, έτσι κι αυτός «εις όρος των αρετών αναβάς τω ποθουμένω ωμίλει∙ και ως Μωυσής θεογράφους τας πλάκας εγγεγραμμένας δακτύλω του Πνεύματος εδέξω Μακάριε διττάς». Θεόπνευστα λοιπόν τα κείμενα του αγίου Λουκά, γραμμένα δηλαδή από τον δάκτυλο του ίδιου του Θεού.

Γι’  αυτόν τον λόγο βεβαίως οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν παύουν να τονίζουν την ανάγκη μελέτης των κειμένων αυτών,  προκειμένου ο άνθρωπος να φωτιστεί και να πάρει τη χάρη του Θεού. «Θεογράφους ως πλάκας δεδεγμένοι τας σας βίβλους, πιστώς κατατρυφώμεν του φωτισμού της χάριτος, πανόλβιε». Χρειάζεται να επιμείνουμε στον παραπάνω ύμνο: η μελέτη των βιβλίων του αγίου Λουκά, σαν να είναι θεόγραφες πλάκες, αποτελεί κατατρύφηση του ανθρώπου. Δηλαδή, αποτελεί απόλαυσή του και μάλιστα μεγάλη. Όπως συμβαίνει σ’ έναν γαστρίμαργο και λαίμαργο άνθρωπο, να απολαμβάνει ένα πλουσιότατο γεύμα, το ίδιο και περισσότερο σ’ εκείνον που θα εγκύψει στον άγιο Λουκά: απολαμβάνει τη μελέτη, γιατί ακριβώς έρχεται σε επαφή με το ίδιο το Πνεύμα του Θεού, με τις θεόγραφες πλάκες. Σημειώνει και κάτι ακόμη ο υμνογράφος. Η μελέτη αυτή γίνεται «πιστώς». Δεν μπορεί κανείς να προσεγγίσει τον λόγο του Θεού χωρίς να έχει πίστη σ’  Εκείνον. Χωρίς πίστη η χάρη των λόγων του γίνεται φωτιά που τον κατακαίει, γιατί βρίσκεται στο σκοτάδι της απιστίας, και οσμή θανάτου, γιατί δεν αγάπησε τη ζωή του Θεού: «βολίς φλέγουσα τοις το σκότος ποθήσασι» και  «οσμή θανάτου τοις μη ζωήν αγαπήσασι». Ενώ από την άλλη, όταν η μελέτη γίνεται με πίστη, ο άνθρωπος φωτίζεται και οσμίζεται τη ζωή του Θεού: «γλώσσα πυρός εδείχθης λόγους εκπέμπων φωτός, τοις φωτός αξίοις τω κηρύγματι…και οσμή ζωής τοις ζωήν όντως θέλουσιν, ως Παύλος έφησεν».

Το συμπέρασμα είναι προφανές: για την Εκκλησία μας θεωρείται δεδομένη η μελέτη των θεοπνεύστων κειμένων του ευαγγελιστή Λουκά, για να είναι κάποιος Χριστιανός. Και μάλιστα κείμενα ενός ευαγγελιστή, που θεωρείται τελικώς ισοστάσιος των αποστόλων, αφού και εκείνος είδε τον Κύριο, στην πορεία προς Εμμαούς, παρακάθησε σε δείπνο μαζί Του και κοινώνησε από Εκείνον, πάλι στο χωριό Εμμαούς,  δέχτηκε τη φλόγα του αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής. «Των αποστόλων και συ ίσος γέγονας, υπηρέτης τε της του Λόγου σαρκώσεως, ον μετά την Ανάστασιν, εις Εμμαούς έβλεψας, και καιομένη καρδία μετά Κλεόπα συνέφαγες». Είθε να γεμίσει και τις δικές μας ψυχές ο άγιος Λουκάς από τη δική του θέρμη της αγάπης προς τον Χριστό. «Αυτού θείας θέρμης και ημών των σε τιμώντων τας ψυχάς πλήρωσον».

17 Οκτωβρίου 2021

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΩΣΗΕ

«Ο προφήτης Ωσηέ, του οποίου το όνομα σημαίνει «ο Θεός σώζει», ανήκει στους δώδεκα μικρούς λεγόμενους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Έδρασε κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα στο Βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, που είχε πρωτεύουσα τη Σαμάρεια, και το οποίο καταλύθηκε οριστικά από τους Ασσυρίους το 722 π.Χ. Από το βιβλίο του φαίνεται ότι ο ίδιος δεν έζησε την καταστροφή, την οποία όμως προφήτευσε και περιέγραψε. Δεν έχουμε πολλά στοιχεία για τη ζωή του, γνωρίζουμε όμως καλά τη διδασκαλία του από το προφητικό του βιβλίο. Η προσωπική ιστορία του προφήτη, το γεγονός δηλαδή ότι παντρεύτηκε μία γυναίκα, ονόματι Γόμερ (με την οποία απέκτησε τρεις κόρες), η οποία απεδείχθη μεν μία άπιστη σύζυγος, αλλά παρ’ όλα αυτά εκείνος εξακολουθούσε να την αγαπά, μέχρις ότου την δέχτηκε πίσω στο σπίτι μετανοημένη, αποτελεί την προϋπόθεση κατανοήσεως του βιβλίου του. Διότι από τη σχέση του με τη σύζυγό του ο προφήτης κατανοεί και τη σχέση του Θεού-Γιαχβέ με τον λαό Του Ισραήλ. Ο Θεός αγαπά τον λαό αυτό, που αποδεικνύεται άπιστος, καθώς διαρκώς στρέφεται στα είδωλα. Όμως ο Θεός εξακολουθεί και αγαπά τον Ισραήλ, προσδοκώντας τη μετάνοιά του, και όταν αυτός πράγματι μετανοεί, Εκείνος αμέσως τον αποδέχεται, οπότε Θεός και λαός ζουν συμφιλιωμένοι».

Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος μιλώντας για τον προφήτη Ωσηέ τονίζει πρώτα από όλα το προφητικό του χάρισμα, τον φωτισμό δηλαδή που είχε από τον Θεό, προκειμένου και να ελέγξει την αμαρτία των ανθρώπων της εποχής του και να περιγράψει τον ερχομό του Μεσσία, ο Οποίος θα έρθει στον κόσμο εκ Παρθένου, θα πάθει διά Σταυρού, αλλά και θα αναστηθεί. «Ως λίαν υπερθαύμαστος, Ωσηέ θεηγόρε, η εκ Θεού δοθείσα σοι πνευματέμφορος χάρις, δι’ ης προείπας, Προφήτα, εμφανώς του Σωτήρος την εκ Παρθένου σάρκωσιν, τον σταυρόν και τα πάθη, και την σεπτήν θείαν εξανάστασιν» (πόση πολύ υπερθαύμαστη, Ωσηέ θεηγόρε προφήτη, είναι η πνευματοφόρα χάρη που σου δόθηκε από τον Θεό, διά της οποίας προείπες φανερά τη σάρκωση εκ Παρθένου του Σωτήρα, τον Σταυρό και τά Πάθη Του, καθώς και τη σεπτή θείαν εξανάστασή Του). Προϋπόθεση βεβαίως του φωτισμού του από το Πνεύμα του Θεού είναι, κατά τον υμνογράφο, η καθαρότητα της ψυχής του. Το Πνεύμα του Θεού που χορηγεί το χάρισμα της προφητείας, ως όρασης του Θεού και των μελλόντων, δεν έρχεται τυχαία και απροϋπόθετα. Ο υμνογράφος κινείται στο μήκος κύματος του λόγου του Κυρίου: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». «Σου της ψυχής το οπτικόν εκκαθάρας μολυσμών, κατηξιώθης προοράν τηλαυγώς τα μέλλοντα και προλέγειν αψεύστως άριστα τα εκβησόμενα» (Αφού καθάρισες καλά από τους μολυσμούς της αμαρτίας την οπτική δύναμη της ψυχής σου, καταξιώθηκες να προβλέπεις καθαρά τα μέλλοντα και να προλέγεις χωρίς ψεύδος κατά τρόπο άριστο αυτά που θα γίνονταν στο μέλλον).

Ο ποιητής γνωρίζει καλά το βιβλίο του προφήτη, συνεπώς και την αγάπη του προς τη σύζυγό του ως τύπο της αγάπης και του Θεού προς τον λαό Του. Γι’  αυτό και δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τον προφήτη ως σύμβολο του ίδιου του Θεού. «Τη γνώμη πορνεύουσαν το πριν από σου, φιλάνθρωπε, φύσιν ημών μνηστευσάμενος, της βεβηλώσεως ελυτρώσω ταύτην, σεαυτώ καθ’  ένωσιν, συνάψας υπέρ νουν αδιάρρηκτον∙ και τούτου σύμβολον ο Προφήτης σου γενόμενος, τας πριν πόρνας σωφρόνως ηγάγετο» (Φιλάνθρωπε Κύριε, αφού μνηστεύθηκες την ανθρώπινη φύση μας, η οποία , προ του ερχομού Σου, πόρνευε κατά τη γνώμη μακριά από Σένα, την λύτρωσες από τη βεβήλωση, καθώς την ένωσες με τον εαυτό Σου με ένωση πραγματική, που ξεφεύγει την ανθρώπινη κατανόησή της. Της ενώσεως αυτής καθώς έγινε σύμβολο ο Προφήτης Σου, πήρε με σωφροσύνη στο σπίτι του τις πριν πόρνες). Η αγάπη αυτή του Θεού προβάλλεται επομένως με μία δραματική ένταση, σαν εκείνην που διαπιστώνει κανείς σε έναν ερωτευμένο σύζυγο. Πράγματι, έχει ειπωθεί ότι κανένα προφητικό βιβλίο δεν έχει το πάθος του Ωσηέ. Μόνον στον άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή, στο χώρο της Καινής Διαθήκης πια, τον Ευαγγελιστή της αγάπης, συναντάμε παρόμοια «παραφορά» αγάπης, του Θεού προς τον άνθρωπο, γι’  αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι ονόμασαν τον προφήτη Ωσηέ «Ιωάννη της Παλαιάς Διαθήκης». Με τον Ωσηέ δηλαδή, σαν να πλέουμε σε καινοδιαθηκικά νερά. Όπως το λέει και η ακολουθία του προφήτη: «Συμπαθώς κινούμενος, εδίδαξας ημάς την του Θεού μακρόθυμον ευσπλαγχνίαν και χρηστότητα, δι’ ης φείδεται πάντων, προφήτα θεσπέσιε» (Ζώντας ο ίδιος με συμπάθεια και αγάπη, μας δίδαξες τη μακρόθυμη ευσπλαχνία και αγαπητική διάθεση του Θεού, με την οποία φροντίζει όλους, προφήτη θεσπέσιε). Από την άποψη αυτή καταλαβαίνουμε γιατί ο ίδιος ο Κύριός μας χρησιμοποίησε, για να δηλώσει τι θέλει ο Θεός από τον άνθρωπο, την πιο γνωστή και φημισμένη φράση της Παλαιάς Διαθήκης, την «υψηλότερη κορυφή» της, όπως έχει χαρακτηρισθεί, τη φράση του Ωσηέ «έλεος θέλω και ου θυσίαν, γνώσιν Θεού και ουχ ολοκαυτώματα». Αγάπη και γνώση Θεού θέλει από τον άνθρωπο ο Θεός και όχι τις οποιεσδήποτε θυσίες, αναίμακτες ή αιματηρές.

Αυτή η γνώση του Θεού, που κατανοείται όχι ως εγκεφαλική γνώση, αλλά ως αγάπη προς Εκείνον, όπως και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο, είναι ακριβώς η πεμπτουσία του προφητικού μηνύματος του Ωσηέ. Χωρίς τη διπλή αυτή αγάπη, ο προφήτης βλέπει ότι ο άνθρωπος, οι κοινωνίες, τα έθνη καταστρέφονται. Επιτρέπει δηλαδή ο Θεός να εισέλθουν οι άνθρωποι σε ποικίλες δοκιμασίες, έως ότου μετανοήσουν. Κι αυτό σημαίνει ότι η σωτηρία του ανθρώπου έρχεται μόνον από τον Θεό. Ό,τι κι αν κάνουμε οι άνθρωποι για να ισορροπήσουμε και να ευημερήσουμε στη ζωή μας, αν κινούμαστε έξω από τη σχέση με Εκείνον, τελικώς οδηγούμαστε σε αδιέξοδο. Αυτό ετόνιζε ο προφήτης, αυτό βεβαίως ισχύει και μέχρι σήμερα. «Λυτρούσθαι τον Ισραήλ ουκ εν πολέμω και τόξω και πανοπλία, αλλ’  εν Κυρίω Θεώ παντοκράτορι, προέφης, σάρκωσιν του Λόγου σημαίνων ημίν» (Προφήτεψες, (Ωσηέ), ότι ο Ισραήλ δεν θα λυτρωθεί με το να κάνει πόλεμο, με το να έχει τόξα και πανοπλία, αλλά όταν συνδεθεί με τον Κύριον, τον Παντοκράτορα Θεό, δηλώνοντάς μας έτσι τη σάρκωση του Λόγου του Θεού). Η σωτηρία του ανθρώπου, η σωτηρία της πατρίδας μας και του κόσμου, έρχεται όχι με την καταφυγή πρωτίστως σε  ανθρώπινες δυνάμεις, αλλά με την καταφυγή μας στον Θεό, όταν αυτή βεβαίως γίνεται με γνήσια μετάνοια. Η σημαντικότερη και πιο καίρια αλήθεια, την οποία μάς θυμίζει ο προφήτης Ωσηέ, αλλά που δυστυχώς μάλλον ελάχιστοι ακούνε, πολύ δε λιγότεροι ζούνε.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

«Η αγία και οικουμενική εβδόμη Σύνοδος έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας (787 μ.Χ.), για δεύτερη φορά (η πρώτη έγινε το 325 μ.Χ. όταν συνήλθαν οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου), επί Κωνσταντίνου βασιλέως και της μητέρας του Ειρήνης, και επί Αδριανού πάπα Ρώμης, Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, Πολιτιανού Αλεξανδρείας, Θεοδωρήτου Αντιοχείας και Ηλία Ιεροσολύμων. Οι πατέρες που συναθροίστηκαν τότε ήταν τριακόσιοι εξήντα πέντε. Αυτοί όλοι συνήλθαν  κατά των εικονομάχων και αναθεμάτισαν εγγράφως κάθε αίρεση, όπως και τους αρχηγούς των αιρέσεων, έπειτα και όλους τους εικονομάχους. Εγγράφως εξέθεσαν και κατέγραψαν ότι όποιος δεν προσκυνά τις άγιες εικόνες είναι ξένος προς την πίστη των ορθοδόξων, ότι η τιμή της εικόνας διαβαίνει προς το πρωτότυπο και ότι αυτός που προσκυνά και τιμά την εικόνα προσκυνά σ’ αυτήν, την υπόσταση του εικονιζομένου. Κι αφού διέταξαν τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο και ισχυροποίησαν την ορθόδοξη πίστη, ο καθένας απήλθε στη δική του επισκοπή».

Θα πρέπει καταρχάς να υπενθυμίσουμε ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν το ανώτερο και σπουδαιότερο όργανο που διαθέτει η Εκκλησία του Χριστού, προκειμένου να εκφράζει και να διατυπώνει  την πίστη και τη ζωή της, να καταδικάζει κάθε προσπάθεια αλλοίωσης της πίστης και της ζωής αυτής, δηλαδή την αίρεση, όπως βεβαίως και να καθορίζει τα πρακτικά πλαίσια πορείας της. Η έκφραση της πίστεως, όταν βεβαίως δίνεται η αφορμή με την εμφάνιση μίας αίρεσης, οπότε τότε διακυβεύεται η πίστη – κάτι που αποκαλύπτει ότι η οικουμενική σύνοδος, μολονότι θεσμικά κατοχυρωμένη,  συνιστά έκτακτο και χαρισματικό γεγονός –  γίνεται με τους όρους ή τα δόγματα, ενώ  ο καθορισμός των πρακτικών πλαισίων ζωής γίνεται με τους κανόνες. Με απλά λόγια μία οικουμενική  σύνοδος συνιστά το στόμα της Εκκλησίας, γι’ αυτό και οι αποφάσεις της είναι απολύτως υποχρεωτικές για κάθε μέλος αυτής, που σημαίνει ότι με την υπακοή του μέλους  διακρατείται ζωντανή η κοινωνία του με την Εκκλησία, άρα περαιτέρω διακρατείται ζωντανή η κοινωνία με τον ίδιο τον Χριστό και τους αγίους αποστόλους Του. Διότι βεβαίως ο αγώνας των Πατέρων που συγκροτούν την οικουμενική σύνοδο είναι πώς να παρουσιάσουν ό,τι η Εκκλησία ζει: τον Χριστό και το Πνεύμα Του. Εκεί μάλιστα που ο πιστός λαός, κληρικοί και λαϊκοί, διαγιγνώσκει ότι η Σύνοδος δεν εξέφρασε ό,τι οι απόστολοι κήρυξαν, εκεί διαμαρτύρεται και αρνείται την υπακοή, και με την έννοια αυτή ο πιστός λαός θεωρείται τελικώς ως ο φύλακας της ορθόδοξης πίστης.

Ο υμνογράφος  καταγράφει την παραπάνω αλήθεια και για τους Πατέρες της εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου. «Αποστολικών παραδόσεων ακριβείς φύλακες γεγόνατε Άγιοι Πατέρες». Ο αγώνας τους ήταν πώς να μείνουν στην ακρίβεια της παράδοσης των Αποστόλων και των προ αυτών Πατέρων. Και γι’  αυτό, το πρώτο που έκαναν στη σύνοδο ήταν να καταδικάσουν πρώτα και αυτοί τον Άρειο, τον Μακεδόνιο, τον Νεστόριο, τον Ευτυχή και τους άλλους προγενέστερους αιρεσιάρχες. «Της γαρ αγίας Τριάδος το ομοούσιον ορθοδόξως δογματίσαντες, Αρείου το βλάσφημον συνοδικώς κατεβάλετε. Μεθ’  όν και Μακεδόνιον Πνευματομάχον απελέγξαντες, κατεκρίνατε Νεστόριον, Ευτυχέα και Διόσκορον, Σαβέλλιόν τε και Σεβήρον, τον Ακέφαλον». Πόσο άμεσα φαίνεται τούτο από το γεγονός ότι ορισμένοι ύμνοι είναι ακριβείς επαναλήψεις της ακολουθίας των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου! Νομίζει κανείς σε πρώτο άκουσμα ότι έγινε κάποιο λάθος: «Όλην συγκροτήσαντες την της ψυχής επιστήμην, και τω θείω Πνεύματι συνδιασκεψάμενοι, το ουράνιον και σεπτόν Σύμβολον οι σεπτοί Πατέρες θεογράφως διεχάραξαν». Κι όμως! Είναι τέτοια η πεποίθηση ότι οι της Ζ΄ Συνόδου Πατέρες βρίσκονται στην ίδια πορεία με τους της Α΄ Συνόδου, ώστε σαν να «σβήνεται» το παρόν και να ακούγεται το παρελθόν ως παρόν. Η ταυτότητα της πίστεως όλων των Πατέρων στο απόγειό τους.

Ποια η αίρεση την οποία κατεδίκασε η Ζ΄  Οικουμενική Σύνοδος και η οποία συνόψιζε τις προγενέστερες αιρέσεις; Η εικονομαχία, η εναντίωση στις εικόνες, η άρνηση δηλαδή της δυνατότητας εξεικονισμού του Χριστού. Διότι η άρνηση αυτή σήμαινε ότι ο Χριστός δεν ήταν πραγματικός και αληθινός άνθρωπος, φάνηκε ως άνθρωπος, συνεπώς η εικονομαχία συνέχιζε και διαιώνιζε με άλλον τρόπο τον μονοφυσιτισμό, ή από άλλη όψη τον νεστοριανιασμό. Στο βάθος της δηλαδή η εικονομαχία συνιστούσε χριστολογική αίρεση. Έτσι ενώ φαινόταν «λογική» η πολεμική κατά των εικόνων: να μην ξεπέσουμε σε ειδωλολατρία, στην ουσία ήταν άρνηση του Χριστού, που σημαίνει ότι η αποδοχή των εικόνων του Χριστού αποτελούσε το πιο κραυγαλέο κήρυγμα πίστεως στην ενανθρώπησή Του. «Διά τούτο την αληθινήν πίστιν κρατούσα η Εκκλησία, ασπάζεται την εικόνα της Χριστού ενανθρωπήσεως». Και βεβαίως εννοείται ότι ο εξεικονισμός του Χριστού αναφερόταν στο περιγραπτό της ανθρώπινης φύσεώς Του και όχι της θεϊκής. Το θείο πράγματι δεν εξεικονίζεται, γι’  αυτό και όποια προσπάθεια ζωγραφικής αποδόσεως της αγίας Τριάδος δεν βρίσκεται μέσα σε ορθόδοξα πλαίσια. Η αγία Σύνοδος μάλιστα μνημόνευε και τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου, τον οποία χρησιμοποίησε και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο θεολόγος των εικόνων, ότι «η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει», για να τονίσει δηλαδή ότι δεν τιμάται το ξύλο ή το χρώμα της εικόνας, αλλά το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται. Κι εννοείται τέλος ότι οι εικόνες της Παναγίας και των αγίων γίνονταν αποδεκτές, διότι οι άγιοι είναι οι κατεξοχήν φίλοι του Χριστού, συνεπώς τιμώντας αυτούς τον Χριστό τελικώς τιμάμε.

16 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ)

«Τίς εἴη ἡ παραβολή αὕτη(Λουκ. 8, 9)

Η παραβολή του καλού σπορέως είναι μία από τις γνωστότερες και σπουδαιότερες παραβολές του Κυρίου. Εμπνευσμένη από την αγροτική ζωή της Παλαιστίνης – κατά την οποία η σπορά προηγείτο του οργώματος – αναφέρεται στον γεωργό, ο οποίος ρίχνει τον σπόρο στο έδαφος, αλλ’  ενώ εκείνος είναι ο ίδιος, όπως και ο σπόρος, η καρποφορία ποικίλλει: αλλού ο σπόρος δεν καρποφορεί καθόλου, λόγω του πατημένου εδάφους, αλλού καρποφορεί ελάχιστα για να χαθεί έπειτα εντελώς, αλλού πολύ πλούσια, σαν το καλό έδαφος,  κάτι που είναι ευνόητο ότι τονίζει τον ρόλο και την «ευθύνη» του εδάφους. Η παραβολή δεν φαίνεται ότι κατανοήθηκε από τους ακροατές του Κυρίου. Απαιτήθηκε η ερμηνεία της από Εκείνον, μετά μάλιστα από την ερώτηση και των ίδιων των μαθητών Του: Κύριε, τι σημαίνει η παραβολή αυτή; «Τις είη η παραβολή αύτη

1. Θα πρέπει καταρχάς να υπενθυμίσουμε ότι η εντύπωση που συνήθως υπάρχει για τις παραβολές του Κυρίου, ότι δηλαδή είναι απλές ιστορίες από την καθημερινή ζωή προς μεγαλύτερη κατανόηση της διδασκαλίας Του, δεν είναι ακριβής. Θα έλεγε κανείς ότι αρκετές  λειτουργούν μάλλον ως πρόκληση-αφορμή για να φανερωθεί η γνησιότητα ή όχι  της διάθεσης του ανθρώπου απέναντι στον Θεό, παρά ως μία απλή διευκόλυνσή του, που θα πει ότι οι γνήσιοι αναζητητές της αλήθειας και καλοπροαίρετοι φωτίζονταν από τον Κύριο που τους μυούσε στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, ενώ οι μη αναζητητές, οι προσκολλημένοι μόνον στον κόσμο, συνεπώς περιστασιακοί και από περιέργεια ή κακή διάθεση ακροατές Του, σκοτίζονταν περισσότερο, σαν αυτούς που βλέπουν κάτι χωρίς να το βλέπουν, ή σαν αυτούς που ακούνε κάτι χωρίς τελικώς να το ακούνε.

2.  Η συγκεκριμένη παραβολή έχει ένα βαθύ νόημα, το οποίο ο Κύριος απεκάλυψε στους μαθητές Του, όψεις του οποίου είναι και τα παρακάτω:

(α) «Ο σπόρος εστίν ο λόγος του Θεού». Αυτό σημαίνει ότι ο λόγος αυτός περικλείει μέσα του τεράστια δύναμη, την οποία υποδηλώνει η αντιστοιχία με τον σπόρο. Όπως ο σπόρος, ενώ φαίνεται εξωτερικά μικρός και αδύναμος, έχει μέσα του δυνάμεις, ώστε να γίνει και δέντρο, το ίδιο και ο λόγος του Θεού: φαίνεται πολλές φορές «αδύναμος», εξωτερικά ίδιος με τους άλλους ανθρώπινους λόγους, όμως περικλείει τέτοιες δυνάμεις, που μπορούν να μεταμορφώσουν τη ζωή ενός ανθρώπου. «Ατομική βόμβα» τον έχουν χαρακτηρίσει και όχι άδικα. Κι είναι γνωστό ότι ο Κύριος πολλές φορές  μίλησε για τη δύναμη και την αξία του λόγου του Θεού. Μαγιά που μπορεί να ζυμώσει πολλά κιλά αλεύρου είπε ότι είναι η Βασιλεία Του που φανερώνεται με τον Ίδιο και τον λόγο Του, κρυμμένος θησαυρός και πολύτιμος μαργαρίτης που υπερβαίνει την αξία όλων των επιγείων πραγμάτων, σημείωσε αλλού για το ίδιο. Ο απόστολος Παύλος ήταν εκείνος που κατεξοχήν πρόβαλε τη δύναμη αυτού του λόγου: Συνιστά τη «δύναμιν του Θεού εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι», είπε. Κι αλλού: «Ζων ο λόγος του Θεού και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διϊκνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών και κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας» (Εβρ. 4, 12).

Αιτία γι’  αυτό είναι το γεγονός ότι ο λόγος του Θεού αποτελεί ενέργεια Εκείνου και συνεπώς προσωπική Του παρουσία. Στον Θεό δηλαδή δεν υπάρχουν απρόσωπες και ανεξάρτητες από τις υποστάσεις Του δυνάμεις. Κάθε δύναμή Του, κάθε ενέργειά Του είναι στην πραγματικότητα προσωπική παρουσία δική Του. Έτσι και ο λόγος του Θεού: έχει τεράστια δύναμη, γιατί πρόκειται για τον ίδιο τον Θεό. Ο Κύριος πολλές φορές είχε τονίσει και αυτήν τη διάσταση, δηλαδή ότι αποδοχή του λόγου Του σημαίνει αποδοχή του Ίδιου μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου. Γι’  αυτό και οι άγιοι Πατέρες συχνά τόνιζαν ότι «ο Κύριος περικλείεται μέσα στις εντολές Του». Από την άποψη αυτή δίνεται με σαφήνεια απάντηση και στο ερώτημα πολλών «πώς μπορώ να δω και να συναντήσω τον Θεό;» Μόνο με την αποδοχή και την τήρηση των λόγων και των εντολών του Κυρίου, γεγονός που σημαίνει ότι η σχέση με τον Θεό δεν έχει θεωρητικό ή νοησιαρχικό χαρακτήρα, αλλά καθαρώς εμπειρικό. Την ώρα που ένας άνθρωπος θα τηρήσει τον λόγο του Θεού, εκείνην την ώρα θα δει την παρουσία του Θεού ενεργούσα μέσα σε όλη την ύπαρξή του. Αυτό συνιστά και την προϋπόθεση, προκειμένου να ενεργοποιείται η χάρη του Κυρίου μέσα από τα μυστήρια και μάλιστα της Θείας Ευχαριστίας.

(β) Ενώ όμως έχει τέτοια δύναμη ο σπόρος, ο λόγος του Θεού, εξαρτάται η ενέργειά του από το έδαφος στο οποίο θα πέσει, δηλαδή από το τι ψυχή θα συναντήσει. Όπως συχνά τονίζεται, ο παντοδύναμος Θεός αυτοπεριορίζεται, διότι ακριβώς σέβεται τη δοσμένη από Αυτόν στον άνθρωπο ελευθερία του. Η παραβολή του σπορέως αποτελεί  εναργή  απόδειξη της αλήθειας αυτής. Με άλλα λόγια, χωρίς τη συγκατάθεση του ανθρώπου ο λόγος του Θεού παραμένει ανενέργητος και «κενός». Όπως το σημειώνει και ο απόστολος Παύλος, ο οποίος παρακαλεί τους μαθητές του «μη εις κενόν δέξασθαι την χάριν του Θεού», να μην πάει χαμένη η χάρη του Θεού. Κι είναι δραματική και η εξής επισήμανση: πάει χαμένη η χάρη του Θεού, όταν ο άνθρωπος όχι μόνον την απορρίπτει, αλλά κι όταν μπορεί να την έχει αποδεχθεί! Εννοούμε ότι όχι μόνον το πατημένο έδαφος – ο άνθρωπος που έχει πλήρως αποστρέψει το πρόσωπό του από τον Θεό – αλλά και το πετρώδες και το ακανθώδες έδαφος, δηλαδή οι άνθρωποι που έχουν ανταποκριθεί σε πρώτη φάση στην κλήση του Θεού, αλλά δεν πρόσεξαν και δεν επέμειναν σ’ αυτήν, έχασαν τον Θεό.

 (γ) Εκτός από τον παράγοντα άνθρωπο με την ελευθερία του υπάρχει και κάποιος άλλος που παρεμβάλλεται στη διαδικασία της σποράς, της αποδοχής του λόγου του Θεού στην ψυχή του ανθρώπου: ο «εχθρός άνθρωπος» που λέει άλλη παραβολή, δηλαδή ο διάβολος. Είναι γνωστό: ο διάβολος προσπαθεί παντοιοτρόπως να εμποδίσει τον άνθρωπο από το άκουσμα του λόγου του Θεού, πολύ περισσότερο από την εφαρμογή του. Διότι ακριβώς γνωρίζει ότι ο λόγος του Θεού, αν γίνει αποδεκτός,  αποτελεί τη σωτηρία του ανθρώπου. Αξίζει να υπενθυμίσουμε το περιστατικό από την ασκητική παράδοση της Εκκλησίας, κατά το οποίο ηγούμενος μοναστηριού που ενώ δίδασκε τους μοναχούς του, έβλεπε ότι αυτοί αποκοιμώντο  με συνέργεια του διαβόλου, σταμάτησε τη διδασκαλία και άρχισε το «κουτσομπολιό». Αμέσως ξύπνησαν όλοι. Και βρήκε ευκαιρία ο καλός ηγούμενος να τους διδάξει αυτήν την αλήθεια: στον λόγο του Θεού  ο διάβολος προκαλεί τον ύπνο, στο «κουτσομπολιό» ξυπνάει τους πάντες.

(δ) Το καλό έδαφος είναι η προϋπόθεση της επιτυχίας της σποράς. Πρόκειται για τους καλοπροαίρετους, όπως είπαμε, ανθρώπους, οι οποίοι ανταποκρίνονται στον λόγο του Θεού «εν καρδία καλή και αγαθή», επιμένουν σ’  αυτόν, παρ’  όλες τις δυσκολίες, εξωτερικές ή εσωτερικές, κάνουν υπομονή για να δουν το αποτέλεσμα. Το «κατέχουσιν και καρποφορούσιν εν υπομονή» που λέει ο Κύριος, αποτελεί το μυστικό για την ύπαρξη του καλού εδάφους. Διότι η υπομονή φανερώνει την αλήθεια της πίστεως και της ταπεινώσεως του ανθρώπου, της εμπιστοσύνης του ότι, έστω κι αν δεν βλέπει άμεσα και ορατά αποτελέσματα, η χάρη του Θεού ενεργεί στον κόσμο. Ο Κύριος επανειλημμένως τόνιζε ότι «εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών». Κανείς δεν μπορεί να κερδίσει τη σωτηρία του, χωρίς την υπομονή. Κι οι άγιοι Πατέρες, εξηγώντας τον λόγο του Κυρίου, σημείωναν ότι η υπομονή συνιστά το υλικό, με το οποίο κτίζεται κάθε αρετή. Δεν είναι δηλαδή η υπομονή μία απλή αρετή, αλλά το συνοδευτικό κάθε αρετής.

Η παραβολή του καλού σπορέως, ενώ φαίνεται απαισιόδοξη,  είναι μία πολύ παρήγορη και αισιόδοξη παραβολή. Ο Κύριος μάς προσανατολίζει στην καρποφορία του καλού εδάφους, την πλουσιοπάροχη δηλαδή χάρη Του, η οποία δεν προσφέρεται «εκ μέτρου», όταν συναντήσει άνθρωπο που αγαπά την αλήθεια. Από την άλλη όμως, με την αναφορά στα άλλα εδάφη, τα μη καρποφόρα, μας επισημαίνει την ευθύνη μας: ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του. Θα πρέπει κάθε φορά να θέτουμε στον εαυτό μας το ερώτημα: τι έδαφος είμαι εγώ; Κι η απάντηση βεβαίως θα έρχεται στο βαθμό που θα υπάρχει ή όχι η παρουσία των καρπών. «Ο δε καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, αγαθωσύνη, χρηστότης, πίστις, πραότης, εγκράτεια». Αν δεν επισημαίνουμε τους καρπούς αυτούς στη ζωή μας, μάλλον θα πρέπει να αρχίσουμε να βάζουμε ερωτηματικό και στον χριστιανισμό μας. Αλλά στην περίπτωση αυτή τα λόγια του Κυρίου ακούγονται φοβερά: «Παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν αίρεται και εις πυρ βάλλεται». Κάθε κλήμα που είναι ενωμένο με Εμένα, αλλά δεν φέρει καρπό, ο Ουράνιος Γεωργός το κόβει και το πετάει στη φωτιά.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 8, 5-15)

 «Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.

᾿Επηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη.
ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν.

Ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ·
οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν.
οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται. τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ
».

Νεοελληνική Απόδοση

 «Εξήλθε ο σπορέας για να σπείρει το σπόρο του. Και ενώ αυτός έσπερνε, ένας σπόρος έπεσε δίπλα στην οδό και καταπατήθηκε, και τον κατάφαγαν  τα πετεινά του ουρανού. Και άλλος κατάπεσε πάνω στην πέτρα και, όταν φύτρωσε, ξεράθηκε, επειδή δεν είχε υγρασία. Και άλλος έπεσε στο μέσο των αγκαθιών και, όταν τα αγκάθια φύτρωσαν μαζί του, τον απόπνιξαν. Και άλλος έπεσε στη γη την αγαθή και, όταν φύτρωσε, έκανε καρπό εκατονταπλάσιο». Λέγοντας αυτά, φώναζε: «Όποιος έχει αυτιά για να ακούει ας ακούει».

Τον ρωτούσαν λοιπόν οι μαθητές του τι μπορεί να σημαίνει αυτή η παραβολή. Εκείνος είπε: «Σ’ εσάς έχει δοθεί να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, αλλά στους λοιπούς λέγονται με παραβολές, για να μη βλέπουν βλέποντας και να μην καταλαβαίνουν ακούγοντας».

 «Αυτή λοιπόν είναι η ερμηνεία της παραβολής: Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. Οι σπόροι δίπλα στην οδό είναι εκείνοι που άκουσαν. Έπειτα έρχεται ο Διάβολος και αφαιρεί το λόγο από την καρδιά τους, για να μην πιστέψουν και σωθούν. Εκείνοι που έπεσαν πάνω στην πέτρα είναι αυτοί που, όταν ακούσουν, με χαρά δέχονται το λόγο, αλλά αυτοί δεν έχουν ρίζα, οι οποίοι πιστεύουν πρόσκαιρα και απομακρύνονται σε καιρό πειρασμού. Εκείνο όμως που έπεσε στα αγκάθια, αυτοί είναι όσοι άκουσαν, αλλά επειδή πορεύονται κάτω από τις μέριμνες και τον πλούτο και τις ηδονές του βίου, συμπνίγονται και δεν φέρουν καρπό σε πλήρη ωριμότητα. Εκείνο που έπεσε στην καλή γη είναι αυτοί οι οποίοι με καρδιά καλή και αγαθή, όταν ακούσουν το λόγο, τον κατέχουν και καρποφορούν με υπομονή».


ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ 

(Τίτ. 3, 8-15)

«Πιστός ὁ λόγος καί περί τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προϊστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῶ Θεῶ. Ταῦτά ἐστι τά καλά καί ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις˙ μωράς δέ ζητήσεις καί γενεαλογίας καί ἔρεις καί μάχας νομικάς περιΐστασο˙ εἰσί γάρ ἀνωφελεῖς καί μάταιοι. Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος.

Ὅταν πέμψω Ἀρτεμᾶν πρός σε ἤ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν˙ ἐκεῖ γάρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνᾶν τόν νομικόν καί Ἀπολλώ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδέν αὐτοῖς λείπῃ. Μανθανέτωσαν δέ καί οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τάς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μή ὦσιν ἄκαρποι.

Ἀσπάζονταί σε οἱ μετ’ ἐμοῦ πάντες. Ἄσπασαι τούς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει.

Ἡ χάρις μετά πάντων ὑμῶν. Ἀμήν».

Νεοελληνική απόδοση

«Αυτά τα λόγια είναι αξιόπιστα και θέλω να τα βεβαιώνεις με την προσωπική σου μαρτυρία, ώστε όσοι έχουν πιστέψει στον Θεό να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα. Αυτά είναι τα καλά και τα χρήσιμα στους ανθρώπους.

Από το άλλο μέρος, να αποφεύγεις τις ανόητες αναζητήσεις σε γενεαλογικούς καταλόγους, τις φιλονικίες και τις διαμάχες γύρω από τις διατάξεις του ιουδαϊκού νόμου, γιατί αυτά είναι ανώφελα και μάταια.

Τον άνθρωπο που ακολουθεί πλανημένες διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μία δύο φορές, κι αν δεν ακούσει άφησέ τον, με τη βεβαιότητα πως αυτός έχει πια διαστραφεί κι αμαρτάνει, καταδικάζοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του.

Όταν θα σου στείλω τον Αρτεμά ή τον Τυχικό, έλα το συντομότερο να με συναντήσεις στη Νικόπολη, γιατί εκεί αποφάσισα να περάσω τον χειμώνα. Τον Ζηνά τον νομικό και τον Απολλώ, να τους εφοδιάσεις πλουσιοπάροχα με ό,τι χρειάζονται για το ταξίδι τους, ώστε να μην τους λείπει τίποτα. Ας μαθαίνουν και οι δικοί μας να πρωτοστατούν σε καλά έργα, για ν’ αντιμετωπίζουν τις επείγουσες υλικές ανάγκες, ώστε η ζωή τους να μην είναι άκαρπη.

Σε χαιρετούν όλοι όσοι είναι μαζί μου. Χαιρέτησε τους πιστούς που μας αγαπούν. Η χάρη να είναι μαζί με όλους σας. Αμήν».

ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΑΓΙΑΣΩ ΚΙ ΕΓΩ; Ο ΕΓΓΑΜΟΣ;

Ναι! Όπου επισημαίνουμε τα στοιχεία της ταπεινής υπακοής στο θέλημα του Θεού, της ανιδιοτελούς αγάπης προς τον συνάνθρωπο και της γνήσιας πίστης ως εναπόθεσης της ζωής στα χέρια του Θεού – ό,τι δηλαδή βλέπουμε στον ίδιο τον Κύριο στην επί γης παρουσία Του, στους αγίους Του αποστόλους και σε όλους τους αγίους, εκεί αναγνωρίζουμε τα σημάδια της αγιότητας. Κι αυτά τα βλέπουμε είτε στον μοναχό και τον ασκητή είτε και στον έγγαμο. Μία περιδιάβαση στα συναξάρια της Εκκλησίας μας επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές: έχουμε αγίους ασκητές, έχουμε αγίους εγγάμους. Δεν είναι το είδος ζωής – έγγαμος βίος ή μοναχικός -  που αγιάζει τον άνθρωπο, αλλά ο τρόπος ζωής του. Είναι συγκλονιστικό να διαβάζει κανείς ότι ο μέγας Αντώνιος πληροφορήθηκε από τον Θεό ότι ο (έγγαμος) τσαγκάρης του χωριού του ήταν ανώτερός του σε αγιότητα! Γιατί είχε μεγαλύτερη ταπείνωση και αγάπη! Κι από όλα τελικώς το σημαντικότερο είναι το ταπεινό φρόνημα. Γιατί μέσα σ’ αυτό ενυπάρχει και η πίστη και η αγάπη. Όπως το λέει ο μεγάλος σύγχρονος όσιος Σιλουανός του Άθω: «Ο Κύριος με έλεος ταπεινώνει τους αγίους, ώστε να μείνουν μέχρι τέλους ταπεινοί. Κι εμείς έχουμε ακόμη περισσότερη ανάγκη από ταπείνωση. Και εγώ μέρα και νύχτα ζητώ από τον Θεό την κατά Χριστόν ταπείνωση. Διψά το πνεύμα μου να την αποκτήσω, γιατί είναι το ανώτατο δώρο του αγίου Πνεύματος. Στην κατά Χριστόν ταπείνωση εμπεριέχονται και η αγάπη και η ειρήνη, και η πραότητα και η εγκράτεια και η υπακοή και η μακροθυμία και όλες εν γένει οι αρετές».