12 Νοεμβρίου 2021

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«Αυτός ο μέγας φωστήρας και θερμός Διδάσκαλος της οικουμένης, ήταν από τη μεγάλη πόλη της Αντιοχείας, με πατέρα τον Σεκούνδο που ήταν στρατηλάτης, και μητέρα την Ανθούσα, οι οποίοι και οι δύο ήταν ευσεβείς και πιστοί στον Χριστό. Από την αρχή του βίου του απέκτησε μεγάλο έρωτα για τα γράμματα. Με τη σπουδή του λοιπόν σ’ αυτά και με την οξύτητα της φύσεώς του, ασχολήθηκε με όλη την ελληνική παιδεία, φοιτώντας πρώτα κοντά στον Λιβάνιο και τον Ανδραγάθιο, τους δασκάλους του  στην Αντιόχεια, και έπειτα και στους Αθηναίους δασκάλους. Αφού μελέτησε καλά τις Γραφές των Ελλήνων και των Χριστιανών κι έφτασε στο ακρότατο όριο των γνώσεών τους, κι αφού κόσμησε τον βίο του με την αγνότητα και την πνευματική καθαρότητα, εισήλθε στο κληρικό σχήμα  από τον άγιο Μελέτιο Αντιοχείας, διάκονος όμως και πρεσβύτερος χειροτονήθηκε από τον Φλαβιανό. Συνέταξε πολλούς λόγους, που δεν μπορούν να αριθμηθούν, και για τη μετάνοια και για την περί τα ήθη κατάσταση, όπως και ερμήνευσε όλη τη θεόπνευστη Γραφή. Όταν μάλιστα ο Νεκτάριος ο Πρόεδρος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως απέθανε, μεταπέμφθηκε, με την ψήφο των Επισκόπων και την εντολή του βασιλιά Αρκαδίου, από την Αντιόχεια και καταστάθηκε Αρχιερέας της Βασιλίδος πόλεως, αφού δέχτηκε κανονικά την χειροτονία. Από τότε αύξησε ακόμη περισσότερο τη σπουδή του στις ερμηνείες της Γραφής και τη διδασκαλία του, με την οποία οδήγησε σε θεογνωσία και μετάνοια πολλούς. Ήταν τόσο ασκητικός και εγκρατής, ώστε μόλις και έτρωγε λίγο χυλό από κριθάρι, όπως και κοιμόταν ελάχιστα. Ο ελάχιστος ύπνος του γινόταν όχι σε κρεβάτι, αλλά σε όρθια στάση, καθώς βασταζόταν από κάποια σχοινιά, κι όταν τα γόνατά του λύγιζαν, καθόταν για λίγο.  Ως προς την ασχολία του με τη φιλανθρωπία προς τους αναγκεμένους ανθρώπους και όλους τους άλλους, έγινε παράδειγμα σ’ αυτό. Γι’  αυτό και στους λόγους του δίδασκε να είμαστε φιλάνθρωποι και να απέχουμε από την πλεονεξία. Για όλα αυτά, συγκρούστηκε πρώτα με τη βασίλισσα Ευδοξία και έγινε μισητός. Διότι η βασίλισσα άρπαξε το αμπέλι κάποιας χήρας, και η χήρα φώναζε απελπισμένα ζητώντας το δικό της. Ο άγιος λοιπόν συμβούλευε την Ευδοξία να μην κατέχει το ξένο. Κι επειδή η βασίλισσα δεν πειθόταν, την έλεγχε αυστηρά και την στηλίτευε, σύμφωνα με το παράδειγμα της ειδωλολάτρισσας βασίλισσας του Ισραήλ Ιεζάβελ. Αυτή τότε έγινε σαν θηρίο, και κρατώντας σθεναρά το αμπέλι, τον εξορίζει από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, την πρώτη φορά με δική της διαταγή, την δε δεύτερη με την ψήφο Επισκόπων, οι οποίοι ζούσαν μάλλον με τις διασυνδέσεις των ισχυρών, παρά με την ορθόδοξη πίστη.  Στη συνέχεια πάλι αποκαταστάθηκε στον θρόνο του. Τέλος ο άγιος αφού για τελευταία φορά εξορίστηκε στην Κουκουσό της Αρμενίας και πέρασε πολλές θλίψεις, παρέθεσε την τίμια ψυχή του στον Κύριο. Όπως δε η κατ’  αυτόν ιστορία δηλώνει, μετά την κάθοδό του από τον θρόνο και την εξορία, αυτοί που συνήργησαν στην εξορία του, έπεσαν σε φοβερές και διάφορες αρρώστιες, ώστε να χάσουν τη ζωή τους, με πρώτη την Ευδοξία, διότι αυτή πρώτη ανόμησε κι έγινε πρόξενος απωλείας και των επισκόπων. Λένε δε ότι μετά το τέλος της Ευδοξίας, προκειμένου να ελεγχθεί η αδικία προς τον άγιο Χρυσόστομο, η λάρνακα στην οποία κατατέθηκε, κινιόταν για τριάντα δύο χρόνια. Κι όταν έγινε η ανακομιδή του τιμίου λειψάνου του αγίου και αποτέθηκε εκεί που είναι τώρα, σταμάτησε ο κλονισμός και η κίνηση».

Αν το χρυσάφι είναι από τα πιο πολύτιμα μέταλλα που δεν χάνει ποτέ την αξία του, τότε αντιστοίχως ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, κατά τον υμνογράφο του, θεωρείται ίσως ο πολυτιμότερος όλων των ανθρώπων, διότι ρέει χρυσάφι και από την ψυχή και από το σώμα του. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και χρυσώνει τα πάντα με τα λόγια του, σαν τον παλαιό εκείνον  Μίδα, που ό,τι έπιανε γινόταν χρυσός. «Χρυσόρρυτον έχων την τε ψυχήν και το σώμα πανόλβιε∙ και πάντα διαχρυσώσας τοις λόγοις σου». Εννοείται βεβαίως ότι το χρυσάφι αυτό, για το οποίο κάνει λόγο ο υμνογράφος, θεωρείται από πλευράς πνευματικής, προκειμένου να τονίσει το πνευματικό ύψος του αγίου και τη δύναμη των λόγων του, ενώ του δίνει την ευκαιρία να εκφραστεί με τέτοιο ποιητικό τρόπο η ίδια η προσωνυμία του αγίου: Χρυσόστομος. Τι συγκεκριμένα θέλει να τονίσει ο εκκλησιαστικός ποιητής; Ευρισκόμενος καταρχάς σε αδυναμία να υμνήσει πρεπόντως τον άγιο Ιωάννη κατανοεί ότι πρόκειται περί ανθρώπου, ο οποίος πέραν της αγιωτάτης ζωής του εξέφραζε με απόλυτη σαφήνεια τον λόγο του Θεού και τα δόγματα της Εκκλησίας: «Χαίροις (Ιωάννη)…θεολογίας υψηλής η ακρίβεια∙ η σαφήνεια των Γραφών των του Πνεύματος». Κι αυτό διότι «κατέμαθε την σοφίαν εξ ύψους και την χάριν των λόγων παρά Θεού», που σημαίνει ζούσε ως «σκεύος Θεού», «ζώντας πάντοτε μέσα στο φως Εκείνου».

Δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για τον άγιο Ιωάννη, χωρίς όχι απλώς να σημειώσει, αλλά να κραυγάσει το πάθος και την αγάπη που είχε για τις άγιες Γραφές της Εκκλησίας μας. Ήταν εκείνος ο άγιος, που κυριολεκτικά νυχθημερόν ανέπνεε με τον λόγο του Θεού, τον οποίο ερμήνευσε καθ’  ολοκληρίαν και κατά μοναδικό πράγματι τρόπο, ώστε να μπορεί να χαρακτηρίζεται και ως «ο ερμηνευτής» της Εκκλησίας, ως «ο λειμών των λόγων των θεοπνεύστων Γραφών», του οποίου «οι σιαγόνες είναι γεμάτες, σαν φιάλες ενθέων αρωμάτων». Κατεξοχήν αγάπησε τον άγιο απόστολο Παύλο, στου οποίου τις επιστολές εμβάθυνε τόσο, ώστε θεωρείται ότι ο ίδιος ο απόστολος τον καθοδηγούσε στην ερμηνεία τους, κάτι που καταφαίνεται και από την ωραιότατη εικόνα του, που τον απεικονίζει γράφοντα, ενώ έχει δίπλα από το αυτί του τον άγιο Παύλο να του υπαγορεύει τις ορθές σημασίες των λόγων του. Κι όμως!  Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του κανόνα του αγίου Χρυσοστόμου,  δεν επικεντρώνει σ’ αυτό. Υμνολογεί τον έρωτα του αγίου προς τις άγιες Γραφές, δεν αναφέρεται όμως στην ιδιαίτερη σχέση του με τον απόστολο Παύλο, πλην ενός στίχου του, που παραπέμπει στον μεγάλο απόστολο: «Νουν συ Χριστού πεπλουτηκώς» καταγράφει. Ο άγιος Χρυσόστομος απέκτησε πλούσια τον νου του Χριστού, όπως ο απόστολος Παύλος ομολογεί ότι και εκείνος έχει «νουν Χριστού».

Πλήρης αγίου Πνεύματος ο άγιος Χρυσόστομος, με την αδιάκοπη σπουδή του στις άγιες Γραφές, σπουδή που συνδυαζόταν με την πράξη της εφαρμογής – είναι αυτός που τονίζει ότι δεν πρέπει να προχωράμε στην ανάγνωση των λόγων των Γραφών, χωρίς να θέτουμε κάθε φορά το ερώτημα αν τους έχουμε τηρήσει – έγινε ο θερμότερος κήρυκας της αγάπης του Θεού, που καλεί τον άνθρωπο σε μετάνοια. Δεν είναι δυνατόν άνθρωπος που μελετά την Γραφή, με ορθό όμως τρόπο, δηλαδή μέσα στο φως της εκκλησιαστικής παράδοσης και έμπρακτα, να μη κηρύσσει αυτό που διαλαλεί η Γραφή: την αγάπη του Θεού, σαρκωμένη και σταυρωμένη στο πρόσωπο του Χριστού, την οποία αποδεχόμενος ο άνθρωπος αλλάζει τρόπο ζωής.  Ο άγιος Χρυσόστομος, σε σημείο μάλιστα υπερβολής, παρουσιάζεται ακριβώς ως «της μετανοίας κήρυξ ο ένθεος» και των «αμαρτωλών εγγυητής».  «Συ κήρυξες την ευσπλαχνία του Θεού, εκθέτοντας τους τρόπους της μετάνοιας». Κι αλλού: «Φάνηκες να εγγυάσαι τη σωτηρία σ’ αυτούς που μετανοούν θερμά, γιατί  είσαι μυημένος στην άβυσσο της χρηστότητας και της ευσπλαχνίας του Θεού».

Κι είναι τούτο κάτι που πρέπει να εξαγγέλλεται συχνά πυκνά: η μετάνοια που κηρύσσει η Εκκλησία μας, η μετάνοια που κηρύσσει συνεπώς και ο άγιος Χρυσόστομος, δεν θεωρείται το αποτέλεσμα ενός φόβου και μιας απειλής μπροστά σε ένα Θεό «μπαμπούλα». Μία τέτοια κατανόηση της μετανοίας έχουμε ίσως στην Παλαιά Διαθήκη. Εκεί οι προφήτες καλούν σε μετάνοια, ενόψει μιας επερχόμενης καταστροφής. Μετά τον ερχομό του Κυρίου, η μετάνοια έρχεται ως το αποτέλεσμα της συναίσθησης ότι ο Θεός μάς αγαπά και ότι μακριά Του η ζωή είναι κυριολεκτικά κόλαση και καταστροφή. Όπως το βλέπουμε και στην παραβολή του ασώτου. Αυτό ακριβώς διακηρύσσει και ο άγιος Ιωάννης. Ας επιμείνουμε ακόμη, με την καταγραφή του αγίου υμνογράφου: «Χαίρε άγιε, σύ που είσαι η γλώσσα που υποδεικνύεις σε εμάς τους ποικίλους τρόπους της μετανοίας φιλανθρώπως». Όχι ένας, αλλά πολλοί οι τρόποι της μετάνοιας, όχι με απειλή, αλλά με την αγάπη ο άνθρωπος οδηγείται σε αυτήν.

Τον άγιο Χρυσόστομο δεν μπορούμε να τον παραβλέψουμε. Δεν μπορούμε να περιφρονήσουμε τα λόγια του, γιατί τα υπομνημάτισε με την αγία ζωή του. Ό,τι έλεγε, το έπραττε. Δοκιμάστηκε ο ίδιος σαν το χρυσάφι στο καμίνι με τους πειρασμούς που υπέστη, όταν μάλιστα είχε να αντιμετωπίσει και την έχθρα των «συναδέλφων» του επισκόπων και της παραφροσύνη της βασίλισσας. Και  βγήκε νικητής. Και πρεσβεύει στον Θεό για εμάς, τον Θεό για τον Οποίο αγωνίστηκε ζέων τω πνεύματι. Το δοξαστικό των καθισμάτων του όρθρου, μετά τον πολυέλεο, είναι αριστουργηματικό: «Ούτε η έχθρα της συνόδου (των επισκόπων) που ήταν έξω από τον νόμο του Θεού ούτε το μίσος της βασίλισσας που ήταν παράφρων έσβησαν τις αρετές σου, Πάτερ. Αλλά αφού δοκιμάστηκες σαν χρυσάφι στη φωτιά των πειρασμών, παρακαλείς αδιάκοπα την αγία Τριάδα, για την οποία αγωνίστηκες γεμάτος με θερμότητα πνεύματος».

ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ: "Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΙΛΟΣ ΣΕ ΜΟΛΙΣ ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΚΛΕΙΣΕ ΕΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ"!

Στην Ακολουθία του Εσπερινού που τελέστηκε στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Αγίου Νείλου Πειραιώς, «ο όποιος είναι μοναδικός σε ολόκληρη την Ορθόδοξη Αγία μας Εκκλησία», χοροστάτησε σήμερα Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ.

Κατά την διάρκεια του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος έθεσε «ένα υπαρξιακό, κολοσσιαίο, τεράστιο ερώτημα: μπορεί ο άνθρωπος μέσα σε λίγα χρόνια, σε λίγο καιρό, σε λίγες στιγμές, να εγκλείσει, να περικλείσει, μία ατελεύτητη αιωνιότητα; Και ακόμη ποιος είναι ο σκοπός της ζωής;»

Ακολούθως τόνισε ότι σε αυτά τα ερωτήματα έρχεται να απαντήσει με ένα τρόπο συγκλονιστικό ο Άγιος Νείλος, «ο κατά κόσμον Νικόλαος Τερζάκης που γεννήθηκε ακριβώς το 1601 στο χωριό Άγιος Πέτρος Κυνουρίας της Πελοποννήσου μας».

«Μέσα σε μόλις πενήντα χρόνια έκλεισε ένα ολόκληρο σύμπαν και μία ατελεύτητη αιωνιότητα. Και αν και πέρασαν από τότε τέσσερις ολόκληροι αιώνες, ιδού εκείνος είναι παρών» ανέφερε ο Σεβασμιώτατος, συμπληρώνοντας πως με τα χαριτόβρυτα Ιερά Λείψανά του τα οποία μυροβλύζουν, «αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος δεν έχει όριο στον παρόντα κόσμο, αλλά η ανθρωπίνη ψυχή υπερβαίνει το θάνατο και εισέρχεται  στην αιώνια πραγματικότητα», όπου «εκεί υπάρχει μόνο η άπλετος φωτοχυσία της Θείας παρουσίας και αγάπης», υπογράμμισε.

Επισημαίνοντας πως σε αυτά τα πενήντα χρόνια ο Άγιος Νείλος «ενέκλεισε όλο το άρωμα της ζωής του», αναφέρθηκε σε σημαντικούς σταθμούς του βίου του καταλήγοντας στο 1651 έτος κατά το οποίο ο Άγιος κοιμήθηκε. «Αλλά ιδού το θαύμα!», συμπλήρωσε. «Μέσα απο αυτό το πονεμένο και ασκητικό σώμα ανέβλυσαν κρουνοί μύρου». «Αυτός ο άνθρωπος σε πενήντα μόλις χρόνια γήινης παρουσίας, έκλεισε όλον τον παράδεισο, κέρδισε όλη την αιωνιότητα, απέκτησε όλον τον θησαυρόν, γέμισε τη ζωή του με όλον τον Πανάγιον Θεόν. Επέτυχε τελικά του σκοπού της υπάρξεως, αξιώθηκε να υπερβεί όλα τα κτιστά και τα εφήμερα… και έγινε ο Όσιος και Θεοφόρος Νείλος».

«Καλούμεθα στον 21ο αιώνα να απαντήσουμε στα δικά μας υπαρξιακά εναγώνια ερωτηματικά», είπε στην συνέχεια του κηρύγματός ο Σεβασμιώτατος, υπογραμμίζοντας παράλληλα πως «μας βαραίνει η στιγμή, η ώρα, η πανδημία, ο θάνατος, η ακαταστασία των ανθρώπων, η αντιπαλότητα, η αντινομία, η σύγχυση, η μεγάλη αδιακρισία, ο ευτελισμός του ενός από τον άλλον, ο πόλεμος που έσπειρε διχόνοια και ακαταστασία σκέψεως». «Καλούμεθα» σημείωσε αναφερόμενος στο παράδειγμα του Αγίου Νείλου, «να αντλήσουμε φως από αυτά τα πενήντα χρόνια αγώνος που έζησαν στην Παναγιά της Μαλέβη, στον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας και στο Άγιον Όρος».

«Έχουμε κληθεί να γίνουμε μεγάλοι», είπε σε άλλο σημείο του κηρύγματός του, επισημαίνοντας πως «οι ώρες είναι πραγματικά σκληρές, αλλά όπως ο Άγιος Νείλος μας χαρίζει την ευλογία, μπορούμε στα λίγα χρόνια αυτής της ζωής… να απολαύσουμε την βεβαιότητα της αιωνιότητος».

Σημειώνοντας πως «η ζωή με τον Θεόν είναι κοινωνία προσώπων», κατέληξε λέγοντας πως «αυτό βίωσε ο Όσιος Νείλος, αυτό κηρύσσει τώρα τέσσερις αιώνες, αυτό μας προσφέρει απόψε. Αυτό ταπεινά, πατρικά, φιλάδελφα ικετεύω να προσλάβετε, γιατί είναι η μόνη δύναμη να νικήσετε κάθε πειρασμό, κάθε θάνατο, κάθε ασθένεια, κάθε αδυναμία κάθε μικρότητα».

(Από το ιστολόγιο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς)



Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΝΑ ΠΝΙΓΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΣΤΟ ΚΟΛΥΜΒΙ!

«Είναι επικίνδυνο να κολυμβά κανείς με τα ρούχα του· ομοίως και το να εγγίζει τη θεολογία, ενώ έχει πάθη» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κζ΄, α΄, 9).

Το καταλαβαίνουμε αμέσως όλοι: το κολύμπι με τα ρούχα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, γιατί πέρα από το ότι δεν υπάρχει η ελευθερία κινήσεων, τα ρούχα καθώς διαποτίζονται από το νερό μάς σπρώχνουν προς τον βυθό. Το ίδιο όμως λέει ο όσιος συμβαίνει και μ’ εκείνον που εγγίζει τη θεολογία, δηλαδή ασχολείται και μιλάει για θεολογικά θέματα, ενώ ακόμη βρίσκεται σε κατάσταση εμπαθή. Γιατί αυτό; Διότι όπως εξηγεί ο ίδιος «ο βυθός των δογμάτων είναι βαθύς» - τα δόγματα (αυτά είναι κυρίως η θεολογία) αναφέρονται στον ίδιο τον Τριαδικό Θεό και στον Κύριό μας Ιησού Χριστό: τη διπλή Του φύση, αλλ’ όχι την υπόστασή Του. Και πώς τα ξέρουμε; Μα από την αποκάλυψη του Ίδιου του Κυρίου: Εκείνος ήλθε, μας τα φανέρωσε και μας τα εξήγησε. «Εκείνος εξηγήσατο». Χωρίς την αποκάλυψη του Υιού και Λόγου του Θεού περί του Ιδίου του Θεού – και τα πρώτα σπέρματα αυτής στην Παλαιά Διαθήκη - με ποια δύναμη θα μπορούσαμε οι άνθρωποι, και μάλιστα ευρισκόμενοι στην κατάσταση της πτώσης στην αμαρτία, να κατανοήσουμε τη θεότητα; Στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να δημιουργεί είδωλα, πλάσματα δηλαδή της πλανεμένης φαντασίας του! Και αυτό έχει δείξει μέχρι τώρα η ανθρώπινη ιστορία.

Τα δόγματα λοιπόν είναι αποκαλυμμένες αλήθειες, οι οποίες μας βγάζουν από την άγνοια και μας προσανατολίζουν στην αλήθεια. Κι αυτά αποτελούν τον πλούτο και τον θησαυρό της Εκκλησίας μας. Με βάση αυτά μάλιστα μπορούμε να έχουμε την ορθή πνευματική ζωή - η πνευματική ζωή αποτελεί επακολούθημα της ορθής πίστης προς τον Θεό, ώστε η ορθοδοξία να γίνεται και ορθοπραξία. Γι’ αυτό και τονίζουν όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας ότι χωρίς τη σύνδεση και των δύο αυτών πάσχει και το ένα και το άλλο. Με διαφορετική διατύπωση, «ο βίος πρέπει να είναι  έλλογος και ο λόγος να είναι έμπρακτος».

Οπότε, όσο κανείς βρίσκεται υπό την επήρεια των παθών του δεν μπορεί και δεν πρέπει να ασχολείται με τα θεολογικά θέματα. Τα πιστεύει, τα αποδέχεται, αλλά επικεντρώνει την προσοχή του στα πρακτικά θέματα, την τήρηση δηλαδή των αγίων εντολών του Χριστού, ώστε να μπορεί να καθαρίζει την ψυχή του. Και κατά την αναλογία της καθάρσεως αυτής αρχίζει να κατανοεί κάπως βαθύτερα και τα δόγματα της πίστεως. Ας θυμηθούμε τι έλεγε και ο νεώτερος πατέρας και δάσκαλος άγιος πατρο-Κοσμάς ο Αιτωλός. Πασχίζοντας να εξηγήσει όσο μπορούσε το Τριαδικό του Θεού στους απλοϊκούς υπόδουλους χριστιανούς της εποχής της Τουρκοκρατίας, έβλεπε το αδιέξοδο και κατέληγε: «Εξομολογηθείτε στον Κύριο παστρικά, και θα φωτιστείτε από Εκείνον να κατανοήσετε την αποκάλυψη του Χριστού μας»! Διαφορετικά, μία εμπαθής ενασχόληση με τα δόγματα θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε αίρεση, γιατί τα πάθη επηρεάζουν αμεσότατα το λογιστικό του ανθρώπου, συνεπώς η κρίση του λειτουργεί υπό καθεστώς πλάνης. Όλοι οι αιρετικοί της Εκκλησίας δυστυχώς έτσι έγιναν αιρετικοί: χωρίς ακόμη να καθαρίσουν το οπτικό της ψυχής, θέλησαν με δαιμονική υπερηφάνεια  να «εξερευνήσουν» τα της θεότητας! Και βεβαίως πλανήθηκαν! Αλλά το ίδιο δεν συμβαίνει και σήμερα, με την ευκολία μάλιστα του καθενός να διαδίδει ό,τι θέλει στο διαδίκτυο; Ταραγμένοι άνθρωποι, που παρουσιάζονται ως τάχα διδάσκαλοι της πίστεως, διεκδικώντας το «αλάθητο»! Αξιολύπητοι κατά τα άλλα, γιατί φαίνεται να «κολυμβούν» όχι απλώς με τα ρούχα, αλλά σηκώνοντας πάνω τους και τις βαριές πέτρες του μεγάλου εγωισμού τους!

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

«Ο άγιος Ιωάννης ήταν Κύπριος, υιός του Επιφανίου, του άρχοντα της χώρας. Νυμφεύθηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα του, και απέκτησε και παιδιά. Όταν η γυναίκα του και τα παιδιά του έφυγαν από τη ζωή αυτή, όλη την έφεση της ψυχής του την έστρεψε στην επίδοση της αρετής και στο να αρέσει στον Θεό. Λόγω ακριβώς της λαμπρής κατά Θεόν ζωής του, καταστάθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, αφού ζήτησε αυτόν ως αρχιεπίσκοπο ο λαός των Αλεξανδρέων από τον βασιλιά Ηράκλειο. Ο Ιωάννης λοιπόν, αφού τέθηκε επί την λυχνίαν, κατά τον ευαγγελικό λόγο, έλαμψε στην οικουμένη σαν πυρσός. Ήταν μάλιστα αυτός πρώτος που εμπόδισε την προσθήκη στον τρισάγιο ύμνο, όταν αιρετικοί με πονηρή γνώμη πρόσθεσαν στο Άγιος αθάνατος, το «ο σταυρωθείς δι’  ημάς». Ο άγιος διέπρεψε στην αρχιερωσύνη για πολλά έτη, κι αφού έκανε πάμπολλα θαύματα και πρόσφερε πλουσιοπάροχα τα αναγκαία σε όσους είχαν ανάγκη, γεγονός που του έδωσε και την προσωνυμία Ελεήμων, κι αφού έγινε αξιοσέβαστος σε όλους, ακόμη και στους απίστους, όπως μαρτυρούν  η ιστορία και  τα βιβλία γι’  αυτόν, εξεδήμησε προς Κύριον».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος δεν φείδεται πράγματι επαίνων, προκειμένου να παρουσιάσει τη λαμπρά παρουσία και στην στρατευόμενη και στην θριαμβεύουσα Εκκλησία  του αγίου Ιωάννου του ελεήμονος. Τον θεωρεί ως λάμποντα και «υπέρ τον ήλιον» ακόμη, τον οποίο «ο δοτήρ του ελέους μεγάλως ηλέησε και φαιδρώς κατελάμπρυνεν». Προκειμένου μάλιστα ο ποιητής, ως στόμα της Εκκλησίας, να δώσει το στίγμα του αγίου στον τόπο που αναδείχθηκε, την Αλεξάνδρεια, τον σχετίζει καταρχάς με τον άγιο απόστολο Μάρκο, τον ιδρυτή της συγκεκριμένης Εκκλησίας, του οποίου, λέγει, κόσμησε με ιερό τρόπο τον θρόνο. «Τον του Μάρκου θρόνον ιερώς εκόσμησας, έργοις ενθέοις». Αλλά κι ακόμη: τον βλέπει να τον «συλλαμβάνουν» οι δύο άλλοι μεγάλοι φωστήρες της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, οι οικουμενικοί Πατέρες και Διδάσκαλοι, άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος, να τον έχουν, μετά το τέλος του, ανάμεσά τους και να του απονέμουν «ιερωτάτην τιμήν». «Ιδού σε μετά τέλος, μέσον συλλαμβάνει, δυάς Αγίων Πατέρων, εν μνήματι, ιερωτάτην τιμήν σοι, Πάτερ, προσνέμουσα».

Εκείνο βεβαίως στο οποίο μένει ο υμνογράφος και δεν μπορεί να μην αποδώσει το δίκαιο, είναι η ελεήμων διάθεση και πράξη του αγίου Ιωάννη. Δεν είναι, κατ’  αυτόν, ότι υπήρξε άνθρωπος συμπαθείας και ελεημοσύνης ο Ιωάννης. Όλοι οι άγιοι υπήρξαν τέτοιοι άνθρωποι, ιδιαιτέρως μάλιστα εκείνοι, σαν τους αγίους Αναργύρους για παράδειγμα, που έλαμψαν με τη συμπάθειά τους. Ποιος άγιος, πράγματι, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άγιος, χωρίς την αγάπη, την μόνη αρετή που  φανερώνει αληθινά την παρουσία του Θεού; Κι όμως! Για τον άγιο Ιωσήφ, ο Ιωάννης υπερέβαλε όλους τους αγίους ως προς τη συγκεκριμένη διάθεση αγάπης. Και το τονίζει όχι μόνο μία φορά. «Ανέλαβες ελεήμονα γνώμη και φάνηκε ευσυμπάθητος, Ιωάννη. Γι’  αυτό και πλούτησες την ονομασία σου (του ελεήμονα), συνδυασμένη με την πράξη, παραπάνω από όλους τους αγίους, μακάριε». «Ονομάστηκες ελεήμων παραπάνω από όλους τους αγίους, που έλαμψαν ως άγιοι με τη συμπάθειά τους στους ανθρώπους».

Τι ήταν εκείνο που έκανε τον άγιο Ιωάννη να διαπρέψει τόσο πολύ στην αγάπη και την ελεημοσύνη; Ασφαλώς η ενσυνείδητη αποδοχή των λόγων του Κυρίου περί της αγάπης, και μάλιστα του μακαρισμού περί της ελεημοσύνης: «μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται». «Με τα έργα βεβαίωσες τους λόγους του Σωτήρα Χριστού και εντάχθηκες στον χορό των μακαριζομένων από Αυτόν». Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος Ιωάννης έγινε μιμητής του Πρώτου και κατεξοχήν Ελεήμονος, του ίδιου του Τριαδικού Θεού, της πηγής του Ελέους και της Αγάπης -  «τον μιμητήν φανέντα του φιλοικτίρμονος Θεού» -  με άλλα λόγια ο άγιος κατανοείται στον κόσμο ως συνέχεια Εκείνου, ως «καθαρόν καταγώγιον της Αγίας Τριάδος».

Ο άγιος ποιητής όμως, με τη διάκριση και τον φωτισμό που έχει, επισημαίνει επ’  αυτού και κάτι ακόμη. Όχι μόνον ήταν η πίστη του αγίου Ιωάννη που τον έκανε να αγωνίζεται για την αγάπη, αλλά και ο ίδιος ο χαρακτήρας του. Ο άγιος προφανώς ήταν εκ φύσεως ελεήμων και συμπαθής προς τους άλλους, γι’  αυτό και ο Κύριος ενίσχυσε και πολλαπλασίασε την καλή αυτή διάθεσή του, ώστε να φτάσει χαρισματικά πια στο απώγειό της. Μία αλήθεια που λέει: ο Θεός ό,τι καλό βλέπει σε εμάς εκ φύσεως, εκ χαρακτήρος, το παίρνει και το αυξάνει. Αρκεί να θέλει ο άνθρωπος να συνεργαστεί με τη χάρη Του. Ας δούμε πώς επισημαίνει την αλήθεια αυτή ο υμνογράφος: «Ο Θεός, ο δοτήρας του ελέους, αφού χαρίτωσε την από πριν ελεήμονα διάνοιά σου, ελέησε πολλούς με τη θεία μεσιτεία σου». Ότι βεβαίως έπρεπε  ο άγιος, πέραν της αγαθής διάθεσής του, να αγωνιστεί και παλέψει – με τις δεήσεις, τη νηστεία, τις αγρυπνίες του -  και με τα δικά του πάθη, ώστε να εξαλείψει, μάλλον να μεταστρέψει αυτά και να τα κάνει ένθεα πάθη, δηλαδή πλησμονή αγάπης, είναι περιττό και να αναφέρουμε. «Δεήσεσι και νηστεία σχολάζων, και αγρύπνως τον Θεόν ικετεύων…».

11 Νοεμβρίου 2021

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ: Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ

«Όπως η ηλιακή ακτίνα που εισχωρεί από κάποιο μικρό άνοιγμα στο σπίτι, το φωτίζει τόσο, ώστε να διακρίνεται και η πιο λεπτή σκόνη που αιωρείται στον αέρα, έτσι και ο φόβος του Θεού εισερχόμενος στην καρδιά του ανθρώπου, της φανερώνει όλα τα αμαρτήματά της» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κστ΄, γ΄, 29).

Το φως του ήλιου, έστω και μιας ακτίνας του, μας κάνει να βλέπουμε ακόμη και την πιο λεπτή σκόνη που αιωρείται στον αέρα. Χωρίς την ηλιακή ακτίνα, χωρίς φως δηλαδή, δεν βλέπουμε τίποτε: το σκοτάδι δεν αντανακλά τα αντικείμενα όπως και τη βρωμιά του όποιου χώρου. Το ίδιο συμβαίνει και στα πνευματικά. Για να μπορούμε να δούμε  την κατάσταση της καρδιάς μας, τη βρωμιά και τις αμαρτίες μας, θα πρέπει να φωτιστούμε - χρειαζόμαστε έστω και μία αχτίδα φωτός. Κι αυτή είναι ο φόβος του Θεού. Που προϋποθέτει ασφαλώς την αληθινή πίστη σ’ Εκείνον, αφού μας κάνει να Τον λαμβάνουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας στη ζωή μας. Χωρίς τον φόβο αυτόν, χωρίς το φως του Θεού δηλαδή, βρισκόμαστε στο σκοτάδι, συνεπώς δεν γνωρίζουμε τον εαυτό μας, γι’ αυτό και συχνά διαμορφώνουμε εικόνα «μεγαλειότητας» για τον εαυτό μας. Οπότε το ξέρουμε πια: αυτογνωσία, συνεπώς και αληθινή ταπείνωση,  υπάρχει εκεί που υπάρχει έστω και λίγη… γνώση Θεού. Διαφορετικά, κινούμαστε ως τυφλοί.

Πρόκειται για αλήθεια, που όχι μόνο την επισημαίνουμε  στη γύρω μας εξωτερική πραγματικότητα, κατά το παράδειγμα του οσίου, αλλά μας το κραυγάζει διαρκώς και ο ίδιος ο λόγος του Θεού. Γιατί άραγε ο Κύριος επανειλημμένως τόνιζε ότι «Αυτός εστι το φως του κόσμου», και ότι «ο ακολουθών Αυτώ ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής»; Ας θυμηθούμε και τον προφήτη Ησαΐα: στην κλήση του στο προφητικό αξίωμα, ενώπιον πια του Θεού, συνειδητοποιεί την τραγικότητα της ζωής του: το πόσο «τάλας εστι»! Χωρίς το φως του Θεού έτσι το μόνο που υφίσταται είναι το σκοτάδι. Ακόμη και το φως του νοερού οφθαλμού μας μπορεί να έχει κάποιο φως – που και αυτό όμως το έχει ως δωρεά από τον Ίδιο πάλι Δημιουργό μας Χριστό – αλλά χωρίς Εκείνον, χωρίς πίστη δηλαδή, είναι τόσο ισχνό, που τελικώς μπορεί να χαρακτηριστεί άλλου είδους… σκοτάδι! Ας το εφαρμόσουμε στις διάφορες φιλοσοφίες του κόσμου τούτου ή και στις διάφορες θρησκείες, οι οποίες όντως έχουν ψήγματα φωτός, που δεν οδηγούν όμως στη σωτηρία και στη ζωντανή σχέση με τον Θεό.

Λοιπόν, όσο πιστεύουμε βαθιά και αληθινά στον Κύριο, όσο τοποθετούμαστε σωστά απέναντί Του μέσα στο χώρο της αποκάλυψής Του, την Εκκλησία, τόσο και θα διανοίγονται τα νοερά μάτια μας για να βλέπουμε και τις πιο αθέατες πλευρές μας. Ο φόβος Του, ο οποίος δεν εννοείται ως τρόμος αλλά ως δέος μπροστά στην πανταχού παρουσία Του, μας κάνει να τηρούμε τις άγιες εντολές Του, μας καθαρίζει από κάθε βρωμιά της ψυχής μας, μας φωτίζει όλο το ασυνείδητό μας, μας οδηγεί τελικά στην αγάπη απέναντί Του. Οπότε, γινόμαστε «όλο μάτια», κατά την προσφιλή έκφραση των νηπτικών δασκάλων, έχοντας ένοικο πια της ψυχής και του σώματός μας τον ίδιο τον Δημιουργό μας.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΜΗΝΑΣ

«Ο άγιος Μηνάς ήταν επί της βασιλείας του Μαξιμιανού, και ως στρατιωτικός ανήκε στο τάγμα των Νουμέρων, που λέγονταν  Ρουταλικοί, υπό τον ηγεμόνα Αργυρίσκο, στο Κοτυάειο της Φρυγίας. Επειδή δεν άντεχε να βλέπει την πλάνη των ειδώλων να κυριαρχεί, ανέβηκε σε όρος, αγωνιζόμενος να καθαρίσει την καρδιά του με νηστείες και προσευχές. Αφού ενίσχυσε αρκετά τον εαυτό του και ανέφλεξε την ψυχή του από τον θείο πόθο του Χριστού, κατέβηκε από το όρος. Πήγε λοιπόν και στάθηκε εν μέσω των ειδωλολατρών και ομολόγησε με δύναμη την πίστη του στον Χριστό. Γι’  αυτόν τον λόγο και τον κτύπησαν, του έξυσαν πάρα πολύ τις σάρκες με τρίχινα υφάσματα και τον έβαλαν σε καυστήρα φωτιάς. Τέλος, αφού του καταπλήγωσαν όλο το σώμα με το διαρκές σύρσιμό του πάνω σε αγκάθια, τον θανάτωσαν με ξίφος».  

Τα γεμάτα πίστη και χάρη Θεού μάτια του αγίου ποιητή Θεοφάνη γίνονται σήμερα τα πνευματικά μας γυαλιά, προκειμένου να δούμε την άλλη, κρυμμένη διάσταση του μαρτυρίου του αγίου μεγαλομάρτυρα Μηνά, αλλά και της μετά το μαρτύριο καταστάσεώς του. Το θέαμα καταρχάς που μας αποκαλύπτει την ώρα που η γη, αγιασμένη από το αίμα των αιμάτων του,  κατακαλύπτει το άγιο σώμα του, είναι πράγματι μεγαλειώδες. Σαν να βρισκόμαστε σε ένα πνευματικό πλανητάριο, μας καθοδηγεί στο να βλέπουμε και εμείς, μαζί με εκείνον, τη δύση του αγίου  σ’ αυτόν τον κόσμο και τη λαμπρή ανατολή του στον κόσμο του ουρανού, της Βασιλείας του Θεού. «Η γη, μακάριε, κατακάλυψε τώρα το δυνατό σώμα σου που αθλήθηκε. Ο ουρανός όμως φέρει χαρμόσυνο το πνεύμα σου, μαζί με τα πνεύματα των άλλων μαρτύρων, λάμποντας από φαιδρότατη δόξα».  Συνιστούν  ο άγιος, όπως και οι άλλοι συνεορτάζοντες με αυτόν άγιοι Βίκτωρ, Βικέντιος και Στεφανίς, τα κοσμήματα του νοητού ουρανού, της Εκκλησίας, όπως και τα αστέρια κοσμούν το κτιστό στερέωμα του ουρανού. «Τους ουρανούς αστέρες κατακοσμούσιν, οικτίρμον, την εκκλησίαν Μηνάς δε, Βίκτωρ, Βικέντιος κοσμεί, και Στεφανίς». Κι ακόμη: μας μεταφέρει ο υμνογράφος στην πρόσωπο προς πρόσωπο σχέση του αγίου Μηνά με τον Παντοκράτορα Κύριο, ο Οποίος «μύρισε» την ευωδία τού σαν ψημένου φρέσκου ψωμιού από το μαρτύριό του Μηνά και την σαν ευωδιαστό θυμίαμα αναφορά του προς Αυτόν. «Πρόσωπον προς πρόσωπον νυν οράς θεούμενος, Μηνά». «Ωράθης ως άρτος εν τω μέσω πυράς απτομένης εξοπτώμενος…και θείαν ευωδίαν εκπέμπων, ην Θεός ωσφράνθη».

Ο άγιος υμνογράφος όμως μας δίνει και την άλλη διάσταση, όπως είπαμε, και του ίδιου του μαρτυρίου. Επιφανειακά, βλέπουμε μαρτύρια, πόνους, αίματα, καμμένες σάρκες. Την ίδια στιγμή, μας πηγαίνει στο βάθος: «Μαζί με τις πληγές του σώματός σου έβγαλες τους δερμάτινους χιτώνες της αμαρτίας, και ντύθηκες τη στολή που δεν παλιώνει ποτέ, μακάριε, την οποία ύφανε η χάρη του Θεού που φανερώθηκε».  Με τα μάτια του σώματος βλέπουμε σάρκες και αίματα να ρέουν. Με τα μάτια της πίστεως βλέπουμε το θεοΰφαντο χιτώνα που ενδύεται ο μάρτυρας. Γι’ αυτό και ενώ πάμε να κλάψουμε για ό,τι υφίσταται ένας άνθρωπος, χαιρόμαστε και γελάμε για ό,τι δέχεται ως δόξα του Ουρανού. «Μεγάλης πρόξενος ημίν υπάρχει θυμηδίας, η μνήμη των Μαρτύρων». Και δεν είναι μόνον τα θαυμαστά που υφίσταται ο ίδιος ο άγιος από το μαρτύριό του, αλλά και αυτά που φέρει ως αποτέλεσμα του μαρτυρίου του: να συντρίβει τον διάβολο και να ταπεινώνει τους εχθρούς της πίστεως. «Συρόμενος, μάρτυς, και τριβόλοις οξέσι κεντούμενος, συνέτριψας κέντρα του αλάστορος». Δεν θα παύσουμε να το τονίζουμε: ό,τι υφίσταται ο χριστιανός χάριν  του Κυρίου του αποτελεί νίκη και δόξα για όλους τους ανθρώπους απέναντι στην κακία και την πονηρία. Διότι ακριβώς μετέχει στο Πάθος του Χριστού, με το οποίο συντρίφτηκε η δύναμη του εχθρού.

Προϋπόθεση βεβαίως για όλα τα συγκλονιστικά συμβαίνουν στο «βάθος» της πραγματικότητας είναι η αγάπη προς τον Χριστό. Εκείνο που έδινε και στον άγιο Μηνά, όπως και σε όλους τους αγίους, τη δύναμη να υπερβαίνουν και την ίδια τη φύση, ήταν η υπέρ φύσιν αγάπη προς τον Χριστό. Ο έρωτάς τους προς Εκείνον τους έκανε να κυριαρχούν πάνω στην θεωρούμενη αξεπέραστη βία της φύσεως, διότι τους έστρεφε ολοκληρωτικά προς Αυτόν. «Ο γαρ θείος έρως σου κατακρατήσας της φύσεως, λήθην, Μηνά, ενεποίει». Το γνωρίζουμε: χωρίς την χάρη του Θεού, απόρροια της αγάπης προς Εκείνον, δεν μπορεί κανείς να υπομείνει τα μαρτύρια. «Η γαρ θεία χάρις συμπαρούσα, Μηνά, σε ενίσχυσε». Κι είναι επόμενο η χάρη αυτή βρίσκοντας δίοδο για τον κόσμο την διαφανή ύπαρξη του αγίου, να τον κάνει να προσφέρει θαυματουργίες. Κι ένα από τα «άπειρα» θαύματά του παραθέτουμε και στη συνέχεια:

«Ένας πιστός προσήλθε κάποια φορά στον ναό του αγίου Μηνά να προσευχηθεί, οπότε πήγε σε ένα πανδοχείο να καταλύσει. Όταν όμως ο πανδοχέας αντιλήφθηκε ότι αυτός που προσήλθε έφερε χρυσό εγκόλπιο, σηκώθηκε στο μέσο της νύκτας και φόνευσε τον άνθρωπο. Τον κατέκοψε σε κομμάτια και τον έβαλε μέσα σε καλάθι, τον κρέμασε κάπου, και περίμενε να ξημερώσει. Βρισκόταν σε αγωνία πώς και πού να τον πάει, θέλοντας να τον κρύψει σε μέρος αφανές. Καθώς λοιπόν σκεφτόταν αυτά, ο άγιος του Χριστού μάρτυς φάνηκε έφιππος σαν στρατιώτης, και ρωτούσε για τον ξένο που κατέλυσε εκεί. Ο φονιάς έκανε βεβαίως τον ανήξερο, οπότε ο άγιος κατέβηκε από το άλογο και εισήλθε στα ενδότερα. Κι αφού κατέβασε το καλάθι, λέγει: - τι είναι αυτό; Ο δε πανδοχέας, γεμάτος έκπληξη, έπεσε από το φόβο του μπροστά στα πόδια του αγίου σαν άψυχο πτώμα. Τότε συνέβη το εξής καταπληκτικό: ο άγιος συναρμολόγησε το κομματιασμένο σώμα του ανθρώπου, προσευχήθηκε γι’  αυτόν και τον ανέστησε, λέγοντάς του: «Δος δόξαν τω Θεώ». Αυτός δε, σαν να σηκώθηκε από ύπνο, κι αφού κατάλαβε πόσα και τι είχε πάθει από τον πανδοχέα, δόξασε τον Θεό. Κι αφού ευχαρίστησε τον φαινόμενο σαν στρατιώτη, τον προσκυνούσε. Ο άγιος τον σήκωσε, πήρε από τον φονιά το κλεμμένο χρυσάφι, του το έδωσε και είπε: - Πήγαινε τώρα στον δρόμο σου. Στον δε φονιά, αφού τον έλεγξε αυστηρά και τον κατήχησε, κι αφού βλέποντας τη μετάνοιά του τού χάρισε την άφεση του εγκλήματός του, προσευχήθηκε γι’  αυτόν, οπότε ανέβηκε και πάλι στον επιφαινόμενο ίππο του και χάθηκε από τα μάτια του πανδοχέα».

10 Νοεμβρίου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ

Τον όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, τον Χατζεφεντή, τον γνωρίσαμε κυρίως από το βιβλίο που έγραψε γι’  αυτόν ο άλλος όσιος της εποχής μας, Γέρων Παῒσιος αγιορείτης. Ήταν εκείνος που «γοήτευσε» τον όσιο Παῒσιο  από μικρό παιδί, ήδη από τον τόπο της κοινής καταγωγής τους, τα Φάρασα της Καππαδοκίας, και θέλησε γι’  αυτό να ακολουθήσει τα δικά του χνάρια ζωής και να γίνει καλόγερος, πλήρως αφιερωμένος στον Θεό. Κι ίσως η στροφή αυτή του Γέροντος Παϊσίου για την καλογερική ζωή, πλην της δικής του κλίσης, να οφείλετο σ’  ένα βαθμό και στη δύναμη προσευχής του αγίου Αρσενίου, ο οποίος στο πρόσωπο του μικρού Φαρασιώτη (μετέπειτα αγίου Παϊσίου, γιου του Προέδρου τότε των Φαράσων Πρόδρομου Εζνεπίδη), είδε τον δικό του διάδοχο, καθώς μάλιστα εξέφρασε τούτο και την ώρα της βάπτισης του παιδιού -  είναι γνωστό ότι την ώρα της ονοματοδοσίας «υποχρέωσε» τον νονό αντί του ονόματος Χρήστος να πει το δικό του όνομα Αρσένιος.  Ο πόθος του αγίου Παϊσίου να γράψει τον βίο του αγίου Αρσενίου σφηνώθηκε μέσα του από πολλά χρόνια πριν μέχρις ότου γίνει τούτο πραγματικότητα. Κι όταν είχε συλλέξει πια αρκετά στοιχεία – που με τον καιρό αυξάνονταν μετά από έρευνες δικές του και άλλων γνωστών του – και ολοκλήρωσε κατά κάποιον τρόπο το βιβλίο, ο άγιος Αρσένιος μετά από θαυμαστική παρουσία του «επικρότησε» το έργο του μαθητή και «διαδόχου» του.

Το γεγονός ότι ένας άγιος γράφει για έναν άλλον άγιο δείχνει τη σοβαρότητα του εγχειρήματος και δίνει την εσωτερική πληροφορία ότι αυτό που γράφεται είναι έγκυρο κι έχει τη σφραγίδα του Πνεύματος του Θεού. Αυτό δεν συμβαίνει διαχρονικά μάλιστα στην Εκκλησία μας; Πόσοι άγιοι έγραψαν για προγενεστέρους αυτών, όπως ο άγιος Αθανάσιος για παράδειγμα για τον όσιο Αντώνιο τον μεγάλο; Αναπαύεται λοιπόν η ψυχή μας, καθώς διεξερχόμαστε τον βίο του αγίου Χατζεφεντή, γινόμενοι μέτοχοι της χάρης που ζούσε ο βιογράφος του με την έκθεση των μαρτυριών που συνέλεξε. Δεν θέλουμε να επεκταθούμε ιδιαιτέρως στον βίο αυτό – είναι πολύ εύκολο να τον αναζητήσει κανείς και να τον εύρει, καθώς μάλιστα δεν έχει μεγάλη έκταση – όσο να σταθούμε σε κάποιο σημείο που θίγει ο άγιος Παῒσιος από τη ζωή του νεώτερου αυτού οσίου Καππαδόκου.

Το μόνο που θα θέλαμε ίσως να πούμε από τα βιογραφικά του είναι ότι γεννήθηκε το 1840 στα Φάρασα, από μικρός ένιωσε τη χάρη των αγίων που τον έστρεψαν στον πόθο του Θεού, σπούδασε γιατί είχε σπουδαίο χωρητικό νου, χειροτονήθηκε κληρικός και υπήρξε δάσκαλος στα παιδιά των χωριών της περιοχής του, επέδειξε ως κληρικός σπάνια θυσιαστική διάθεση έναντι του ποιμνίου του και όχι μόνο, χαριτώθηκε από τον Θεό με προορατικό και θαυματουργικό χάρισμα που το γεύονταν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, είχε έντονο πατριωτισμό ώστε να πρωτοστατεί στη διακράτηση και καλλιέργεια του εθνικού αισθήματος των Ελλήνων που ήταν βουτηγμένοι μέσα στην Τουρκιά, ήταν ατρόμητος και θαρραλέος σαν λιοντάρι, κι όλα αυτά μέσα σε μια σκληρή ασκητικότητα ως προς τον εαυτό του που εκφραζόταν αδιάκοπα ως βαθιά ταπείνωση (αγωνιζόταν διακαώς να κρυφτεί με ένα είδος σαλότητας) και απέραντη αγάπη προς όλους. Το 1924 αναγκάστηκε κι αυτός μαζί με τους άλλους Φαρασιώτες να φύγει από την πατρίδα του και να καταφύγει στη Μεγάλη Πατρίδα, την Ελλάδα, όπου φτάνοντας στην Κέρκυρα, μετά από σαράντα ημέρες, όπως είχε προφητεύσει, παρέδωσε την αγιασμένη του ψυχή στα χέρια του Δημιουργού του. Το 1958 ο άγιος Παῒσιος έκανε την ανακομιδή των λειψάντων του και τα πήγε στην Κόνιτσα και έπειτα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον Φεβρουάριο του 1986 τον ενέταξε επισήμως στις δέλτους των αγίων της Εκκλησίας.

Ποιο το σημείο που θέλουμε να σταθούμε; Σ’ αυτό που γράφει ο όσιος Γέρων Παῒσιος από την ποιμαντική δράση του αγίου Αρσενίου, όταν μετά κυρίως από τις θείες λειτουργίες μάζευε τους Φαρασιώτες και μάλιστα τους μεγαλυτέρους στην ηλικία, προκειμένου να τους μιλάει για θέματα του Ευαγγελίου, για βίους αγίων, για ιστορίες ακόμη και από την Παλαιά Διαθήκη. Ο τρόπος και η διαδικασία της ποιμαντικής του είναι αξιοπρόσεκτη, που αποκαλύπτει το ύψος της διάκρισής του και της αγιότητάς του.

«Όταν (ο άγιος Αρσένιος) έβλεπε μερικά γεροντάκια να ανησυχούν, όσες φορές η διήγηση ήταν μεγάλη, και ήθελαν να καπνίσουν, ο ίδιος σηκωνόταν και τους έφερνε καπνό και τους ανάπαυε σ’  αυτές τις περιπτώσεις∙ κι έτσι είχαν διάθεση να καθήσουν και να ακούν με προσοχή, για να τα διηγηθούν και αυτοί ύστερα ο καθένας στο σπίτι του ή στη γειτονιά του».

Θα έλεγε κανείς ότι ο άγιος θα θύμωνε που έβλεπε την ανησυχία των γερόντων προκειμένου να ικανοποιήσουν ένα πάθος τους. Κι ίσως δικαιολογημένα: κήρυττε τον λόγο του Θεού, επιχειρούσε να τους ανεβάσει σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο, να τους κάνει δηλαδή μετόχους της χάρης του Θεού, ενώ εκείνοι κινούνταν σε επίπεδο «σαρκικό». Δεν προκαλεί έναν εργάτη του Θεού το επίπεδο αυτό; Διότι φανερώνει ότι η προτεραιότητα των ανθρώπων αυτών είναι τα υλικά και επίγεια, είναι τα πάθη τους και όχι ο Θεός και ο λόγος Του. Αλλά ο άγιος ήταν προσγειωμένος και κατανοούσε βαθιά την ανθρώπινη φύση. Ήξερε δηλαδή πως όταν κάποιος έχει υποχωρήσει σ’ ένα πάθος του, και μάλιστα επανειλημμένως, τότε το πάθος αυτό λόγω της συνήθειας αποκτά ένα βάθος μεγάλο στην ψυχή του ανθρώπου, βγάζει ρίζες και στερεώνεται τόσο που καθίσταται σχεδόν αδύνατο να εξαλειφθεί. Δεν είναι τυχαίο που οι πιο φιλόσοφοι της ζωής λένε πως το πάθος γίνεται δεύτερη φύση στον άνθρωπο – η εξάλειψή του μοιάζει με «θάνατο» του ανθρώπου και προκαλεί τη μέγιστη οδύνη. Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος για παράδειγμα συχνά υπενθύμιζε ότι δεν πρέπει να συνηθίζουμε να υποχωρούμε στα πάθη μας, γιατί η συνήθεια αυτή καθίσταται δεύτερη φύση μας. «Μή συνήθιζε ἧτταν ἐν πολέμῳ. Ἡ γάρ συνήθεια δευτέρα φύσις ἐστίν». Οπότε, ο άγιος Αρσένιος κατανοούσε την οδύνη και την «ανησυχία» των εθισμένων στο τσιγάρο γερόντων.  Και να ήθελαν να το κόψουν, δεν μπορούσαν διαμιάς.

Κι η κατανόησή του αυτή, καρπός όχι απλώς μιας παιδαγωγικής αρχής αλλά ενός «παροξυσμού αγάπης» κατά τον λόγο του αποστόλου «κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμόν ἀγάπης», τον έκανε όχι μόνο να ανέχεται την αδυναμία τους, αλλά να σπεύδει ο ίδιος να την ικανοποιήσει  – έφερνε τον καπνό τους. Γιατί; Διότι αφενός (ιδίως με τα δεδομένα της τότε εποχής) το τσιγάρο μπορεί να ήταν πάθος όχι όμως θανάσιμο – θεωρείτο μία απλή απόλαυση του ανθρώπου –, αφετέρου έβλεπε ότι ήταν καλοδιάθετοι άνθρωποι, με αγάπη προς τον Θεό, τόσο που όχι μόνο αποδέχονταν τις αγιωτικές ιστορίες του με προσοχή, αλλά μετέπειτα δρούσαν και ιεραποστολικά μεταφέροντάς τις και σε άλλους στην οικογένειά τους αλλά και ευρύτερα. Και το δεύτερο αυτό ασφαλώς θα έκανε τον άγιο να ελπίζει και για την υπέρβαση του συγκεκριμένου πάθους τους. Διότι όταν κανείς είναι προσανατολισμένος προς τον Θεό, τότε Εκείνος δίνει τη δύναμη σταδιακά να απεμπλέκεται από όποια αδυναμία του. Η πνευματική ζωή θέλει όπως λέμε «ρέγουλα». Τα πάθη «κόβονται» σιγά-σιγά, στον βαθμό που ο άνθρωπος κινείται προς τον Θεό. Και όπως όταν ξεκινάει κανείς να τρέχει, στην αρχή έχει μία μικρή ταχύτητα, η οποία σταδιακά αυξάνει, το ίδιο και στα πνευματικά: κάνει κάποιος κάποια μικρά δειλά βήματα και κατά την αναλογία της αγάπης του προς τον Θεό τα βήματα γίνονται άλματα, τα άλματα μπορεί να γίνουν τρέξιμο με φτερά. Υπάρχουν βεβαίως και οι εξαιρετικές περιπτώσεις που κάποιος πληγώνεται τόσο πολύ από την αγάπη του Χριστού, ώστε διαμιάς να φτάσει στο απόλυτο γι’ αυτόν δυνατό, σαν τον ευγνώμονα ληστή δίπλα στον Χριστό ή σαν την οσία Παϊσία που έφερε σε μετάνοια ο όσιος Ιωάννης ο Κολοβός (Γεροντικό). Αλλά μιλάμε για τις πιο συνηθισμένες περιπτώσεις και όχι για τις εξαιρέσεις, όπου «η μία ώρα της μετανοίας γίνεται δεκτή από τον Θεό περισσότερο από τη μετάνοια πολλών που επιμένουν πολύ καιρό σ’ αυτήν, γιατί δεν δείχνουν τη θερμότητα που πρέπει».

Ο άγιος Αρσένιος είναι μία δωρεά του Θεού στον σύγχρονο κόσμο. Η αγάπη του, η διάκρισή του, η συνεχής θαυματουργία του λόγω της «πεπαρρησιασμένης» ενώπιον του Θεού ψυχής του, αποτελούν ακτίνες της χάρης του Θεού που δρουν θεραπευτικά στον ταλαιπωρημένο από την αμαρτία κόσμο μας. Κι όπως γράφει ο όσιος Παῒσιος περί το τέλος του βιβλίου του για τον άγιο «τώρα πια ο Χατζεφεντής (Πατήρ Αρσένιος) δεν τρέχει με τα πόδια και δεν λαχανιάζει, για να προλαβαίνη τους αρρώστους, να τους διαβάζη την ανάλογη ευχή και να τους θεραπεύει, αλλά πετάει άνετα σαν Άγγελος από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη και μπορεί να προλαβαίνη όλους τους πιστούς, που τον επικαλούνται με ευλάβεια».