28 Νοεμβρίου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Στέφανος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 715 μ.Χ., από γονείς ευσεβείς, τον Ιωάννη και την Άννα. Ασκήθηκε από τη νεότητά του στη μονή του αγίου Αυξεντίου, που ήταν στη Βιθυνία. Η μονή βρισκόταν σε υψηλό τόπο, που ονομαζόταν Βουνό του αγίου Αυξεντίου. Έγινε ηγούμενος των μοναχών εκεί. Η φήμη των πνευματικών του αγώνων ακούστηκε παντού και η ευωδία των αρετών του οδήγησε πολλούς σ’  αυτόν. Απέθανε με μαρτυρικό θάνατο λόγω της προσκύνησης των αγίων εικόνων, επί Κωνσταντίνου του καλουμένου Κοπρωνύμου. Προ του μαρτυρικού τέλους του, ο Κοπρώνυμος τον κατεδίκασε επί ένδεκα μήνες σε δεσμά και φυλακές. Έπειτα διέταξε και τον έσυραν κατά γης και τον λιθοβόλησαν σαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, εξ ου και επονομάστηκε νέος Στέφανος. Τον κτύπησαν στη συνέχεια με ξύλο στα μηνίγγια και αφού του συνέτριψαν το κεφάλι, άφησε το πνεύμα του το 767 μ.Χ.».

Ο όσιος Στέφανος οδηγήθηκε στο μαρτύριο λόγω της επιμονής του στην ορθόδοξη πίστη, που την εποχή εκείνη (8ος μ.Χ. αιώνας) αποδεικνυόταν με την αποδοχή των εικόνων («μαρτύρησε γιατί σεβόταν την εικόνα του Χριστού και όλων των αγίων»). Ήταν από εκείνους που κατεξοχήν με την πράξη της ζωής του συνέβαλε στη στερέωση του ορθοδόξου φρονήματος – μη ξεχνάμε ότι η εικονομαχία ήταν στην πραγματικότητα χριστολογική αίρεση, δηλαδή αμφισβητούσε την αληθινή εικόνα του Χριστού ως Θεού και ανθρώπου – γι’  αυτό και είχε και ο ίδιος εικόνες: του Κυρίου, της Παναγίας, των άλλων αγίων, τις οποίες, όπως είπαμε, σεβόταν, ασπαζόταν, προσκυνούσε, απονέμοντας βεβαίως τιμητική προσκύνηση σ’ αυτές. Ένας ύμνος μάλιστα του υμνογράφου μας αποδίδει «ζωγραφικά» τη στάση του οσίου απέναντι στις εικόνες. Ο όσιος γονατιστός προφανώς μπροστά στην εικόνα της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου μας, τον Οποίο βαστάζει στην αγκαλιά της, κατασπάζεται ένδακρυς Εκείνη και τον Υιό Της, προσευχόμενος να δώσουν λύση στο πρόβλημα που ταλάνιζε την Εκκλησία και νιώθοντας αισθητά τη χάρη του αγίου Πνεύματος, η οποία τον ενδυνάμωνε να βδελυχθεί το δυσσεβές δόγμα του δυσσεβούς βασιλιά, συνεπώς και να δώσει και την ίδια τη ζωή υπέρ της αληθούς πίστεως. «Επειδή ασπαζόσουν τη σεπτή εικόνα του Χριστού και της Παναγίας Μητέρας Του, μακάριε, βδελύχθηκες το δυσεβές δόγμα του δυσεβή βασιλιά, με τη δύναμη του Θείου Πνεύματος».

Η περιγραφή του υμνογράφου εν προκειμένω γίνεται σημείο προσανατολισμού. Στο κάθε πρόβλημα, δικό μας ή των άλλων, η προσευχητική στάση μας μπροστά στην εικόνα του Κυρίου και της Παναγίας μας είναι το κατεξοχήν όπλο μας. Η προσευχή αυτή, ενδυναμούμενη και από την προσπάθεια εφαρμογής των εντολών του Κυρίου μας, μας οδηγεί στη διέξοδο των προβλημάτων μας. Κι η σπουδαιότερη διέξοδος τις περισσότερες φορές είναι η από τον Κύριο προσφορά της χάρης της υπομονής, ώστε να αντέχουμε τα προβλήματα.

27 Νοεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ

«Διδάσκαλε αγαθέ...Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός, ει μη εις∙ ο Θεός» (Λουκ. 18, 18-19)

Προξενεί εντύπωση  το γεγονός ότι ο Κύριος στο περιστατικό με τον νεαρό πλούσιο δεν μένει μόνο στο θεωρούμενο βασικό του ερώτημα – ποιο ερώτημα μπορεί να θεωρηθεί πιο ουσιαστικό από αυτό της αιώνιας ζωής; - αλλά σχολιάζει και την κρίση του γι’  Αυτόν: «Διδάσκαλε αγαθέ». Γιατί άραγε; Ποιος ο λόγος ο Κύριος να μην αφήσει κατά μέρος την προσφώνησή Του από τον προσελθόντα άρχοντα;

1. Ο Κύριος καταρχάς δεν αμφισβητεί τον ρόλο Του ως διδασκάλου. Δεν σχολιάζει το γεγονός ότι πράγματι ήλθε στον κόσμο και ως Διδάσκαλος. Όλοι όσοι Τον προσήγγιζαν, όντως Τον αποδέχονταν με τον συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς ο Κύριος να απορρίπτει τη συγκεκριμένη Του ιδιότητα. Κι είναι ευνόητο: ήταν ο Ίδιος ο Λόγος του Θεού, που και ως άνθρωπος λειτούργησε με τον συγκεκριμένο τρόπο. «Εγώ ήλθον ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία». «Με αποκαλείτε Διδάσκαλο και Κύριο. Και πράγματι είμαι». Ο λόγος συνεπώς και η διδασκαλία Του περιέκλειε την παντοδυναμία του Θεού, ήταν το όχημα, θα έλεγε κανείς, να καλέσει η χάρη του Θεού την καρδιά του ανθρώπου, ή, με τη διατύπωση του αποστόλου Παύλου, το ευαγγέλιό Του ήταν και είναι  «η δύναμις του Θεού εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι». Το «ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο άνθρωπος» θα αποτελεί πάντοτε σε όλους τους αιώνες την αντίδραση των ακροατών Του, ακόμη και των θεωρουμένων αρνητών και εχθρών Του. Και βεβαίως, ως γνωστόν, ο Κύριος λειτουργούσε ως διδάσκαλος και μέσα από τα θαύματά Του. Τα θαύματά Του δεν ήταν «μαγικά», προς θάμπωμα των ανθρώπων, αλλά άλλου είδους φανέρωση και μαρτυρία της νέας πραγματικότητας που έφερνε στον κόσμο.

2. Η αντίδρασή Του είναι για τον χρωματισμό που δίδει σ’  Αυτόν ως διδάσκαλο ο προσελθών άρχων: «Τι με λέγεις αγαθόν;» Για να συμπληρώσει με ό,τι αποκαλύπτει για την έννοια του αγαθού η Παλαιά Διαθήκη: «ουδείς αγαθός, ει μη εις, ο Θεός». Το δεύτερος σκέλος, η αξιωματική θέση ότι ο Θεός είναι ο μόνος αγαθός φωτίζει την άρνηση της αποδοχής του χαρακτηρισμού και για τον Ίδιο. Τι θέλουμε να πούμε; Ο Κύριος προφανώς δεν αρνείται αυτό που ήλθε να φανερώσει: ότι είναι ο ενανθρωπήσας Θεός. Αλλά η φανέρωση αυτή γινόταν σταδιακά, διότι απαιτούσε την ανάλογη πίστη των ανθρώπων. Ας θυμηθούμε ότι και οι μαθητές Του, ακόμη δε και η ίδια η Παναγία Μητέρα Του, δεν έφτασαν στο σημείο αυτό φωτισμού – να Τον πιστεύουν και ως Θεό – παρά μόνον μετά την Ανάληψή Του, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Με τη δύναμη της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος θα διανοίγονταν τα μάτια της ψυχής τους, για να Τον δουν στην ολοκληρία Του: τον Θεό που ενανθρώπησε. Ακόμη και η ομολογία του αποστόλου Πέτρου ότι είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, λίγο καιρό προ των Παθών Του, ήταν μία περιστασιακή ομολογία, η οποία μετά από λίγο θα γινόταν τριπλή άρνηση. Και περισσότερο: η αποκάλυψη της θεϊκής Του δόξας στο όρος Θαβώρ στους «προκρίτους» των μαθητών Του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, θα συνοδευόταν από την εντολή να μην πουν τίποτε για όσα είδαν και άκουσαν, παρά μόνον μετά την εκ νεκρών Ανάστασή Του.

3. Έτσι, η ερωτηματική άρνησή Του ότι είναι  και Αυτός αγαθός αποτελεί το προστατευτικό κάλυμμα σ’ εκείνον – τον άρχοντα, αλλά και όλους τους ακροατές Του της ώρας εκείνης – που έτσι κι αλλιώς δεν Τον προσήγγισε ως τον Μεσσία  και που δεν είχε τους ανάλογους οφθαλμούς και τη δύναμη να Τον αποδεχτεί ως Θεό, πολλώ μάλλον που η εξέλιξη του διαλόγου απέδειξε και τη μη γνησιότητα της αναζήτησης του άρχοντα: στην υπόδειξη του Κυρίου να Τον ακολουθήσει για να βρει το «ένα που του έλειπε», ώστε να κερδίσει την αιώνια ζωή, με απόρριψη του βάρους του πλούτου του, εκείνος «απήλθε λυπούμενος». Διότι προφανώς η αγάπη για τα πλούτη του ήταν μεγαλύτερη από την αγάπη του για τον Θεό. Η πλάγια αυτή άρνηση του Κυρίου ότι είναι αγαθός, γι’ αυτούς που δεν μπορούν να Τον δουν ως Θεό, θυμίζει την περίπτωση του Μωυσή, όταν κατέβηκε από το όρος Σινά με τις πλάκες του Νόμου: είχε κάλυμμα στο πρόσωπό του, διότι οι συμπατριώτες του αδυνατούσαν να αντέξουν τη λάμψη που εξέπεμπε. Αντιστοίχως λοιπόν και ο Κύριος: δρα με τρόπο φιλάνθρωπο, προκειμένου να προστατέψει τους αδύναμους πνευματικούς οφθαλμούς του προσελθόντος σ’ αυτόν άρχοντα.

4. Είπαμε όμως ότι ο Κύριος προσανατολίζει στον μόνο Αγαθό, τον αληθινό Θεό. «Ουδείς αγαθός, ει μη εις, ο Θεός». Μία αλήθεια που καταλαβαίνει κανείς τη σημασία της, όταν σκεφτεί ότι όλες οι φιλοσοφίες και οι προβληματισμοί του ανθρώπου στο διάβα των αιώνων το περί αγαθού ερώτημα είχαν ως επίκεντρο των αναζητήσεών τους. Διότι ανάλογα με το τι προσδιόριζε κανείς ως αγαθό, αντιστοίχως καθόριζε και το πρακτέο της ζωής του. Με άλλα λόγια, η αξιολογία – ο λόγος περί του αγαθού – οδηγούσε και στην ανάλογη δεοντολογία. Δύο απλά παραδείγματα νομίζουμε μπορούν να φωτίσουν τα πράγματα. Το ένα: Ο άφρων πλούσιος της γνωστής παρααβολής του Κυρίου – που σημειωτέον στο βάθος δεν διαφέρει και πολύ από τον σημερινό άρχοντα – ως αγαθό της ζωής του είχε τα πλούτη του και τα υλικά αγαθά του. Η αξιολογία του αυτή: ο πλούτος είναι ό,τι αξίζει στη ζωή, τον οδήγησε και στην ανάλογη πράξη: να είναι ένας ατομιστής, που δεν βλέπει τίποτε στη ζωή του πέρα από τον εαυτό του. Κι από την άλλη: Ο Ζακχαίος του περιστατικού της Καινής Διαθήκης, πλούσιος και αυτός, έχει διαφορετική αξιολογική κλίμακα. Η συνάντησή του με τον Κύριο αλλάζει τις προτεραιότητές του και αγαθό γι’ αυτόν γίνεται ο Θεός και το θέλημά Του. Η πράξη έπειτα της ζωής του επιβεβαιώνει την αλλαγή: αποκαθιστά τις αδικίες που είχε διαπράξει, μοιράζει την περιουσία του στους πτωχούς.

Έτσι, ο τονισμός από τον Κύριο του Θεού ως του μόνου Αγαθού προσανατολίζει τον άνθρωπο σ’  Εκείνον που (πρέπει να) συνιστά κέντρο της ζωής του και κινητήρια δύναμη των ενεργειών του. Είναι σαν να υπενθυμίζει ο Κύριος ότι ο Θεός δεν είναι το περιθώριο της ζωής, αλλά η βάση και το θεμέλιο, η πηγή όλων των αξιών, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ότι ο άνθρωπος δεν είναι ο ίδιος αγαθός, δηλαδή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι η αξιακή αναφορά του κόσμου, μπορεί όμως να γίνει αγαθός, στο βαθμό που αποδέχεται τον αγαθό Θεό και σχετίζεται με Αυτόν.

Ως χριστιανοί είμαστε σε προνομιούχο θέση: πιστεύουμε στον Χριστό, ως Θεό και άνθρωπο, συνεπώς Τον θεωρούμε ως τον όντως Αγαθό, την μόνη και απόλυτη αξία της ζωής μας. Όλη η εκκλησιαστική ζωή πλέκεται γύρω από αυτήν την πραγματικότητα, που καθορίζει και την πορεία μας ως χριστιανών. Είμαστε όμως, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, και στη δεινότερη θέση: αν δεν γινόμαστε μαζί Του αγαθοί, αν δεν είμαστε κι εμείς ως μέλη Του αγαθοί, σημαίνει ότι δεν έχουμε καμία πραγματική σχέση μ’  Εκείνον. Και αγαθός, κατά το πρότυπο του Κυρίου, θα πει: άνθρωπος πίστεως και αγάπης προς τον Θεό, άνθρωπος πίστεως και αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Αγαθός μ’  ένα λόγο γίνεται εκείνος που διαπνέεται πραγματικά από αγάπη, διότι ο φύσει Αγαθός, ο Θεός, «αγάπη εστί».

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 18, 18-27)

«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ πειράζων αὐτὸν και λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. Ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. Εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; Ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν».

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνο τον καιρό, κάποιος άνθρωπος παρουσιάστηκε στον Ιησού, και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Γιατί με αποκαλείς αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός. Ξέρεις τις εντολές: μη μοιχεύσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Κι εκείνος του είπε: «Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου». Όταν τ’ άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Ένα ακόμη σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό· κι έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ στενοχωρήθηκε, γιατί ήταν πάμπλουτος. Όταν ο Ιησούς τον είδε τόσο στενοχωρημένον, είπε: «Πόσο δύσκολα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού αυτοί που έχουν τα χρήματα! Ευκολότερο είναι να περάσει καμήλα μέσα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όσοι τον άκουσαν είπαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, για τον Θεό είναι δυνατά».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εφεσ. 2, 4-10)

4 Ὁ δὲ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, 5 καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσωσμένοι· 6 καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, 7 ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ’ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. 8 τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, 9 οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. 10 αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν.

Νεοελληνική Απόδοση

«Ο Θεός όμως μας αγάπησε, γιατί είναι πλούσιος σε έλεος και έχει απέραντη αγάπη. Κι ενώ ήμασταν πνευματικά νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων μας, μας ξανάδωσε ζωή μαζί με το Χριστό. Με τη χάρη του έχετε σωθεί. Μας ανέστησε μαζί με τον Ιησού Χριστό και μας έβαλε να καθήσουμε μαζί μ’ αυτόν στα ουράνια. Κι έτσι, με την αγάπη που μας έδειξε διά του Ιησού Χριστού, φανερώνει στις μελλοντικές γενιές πόσο υπερβολικά γενναιόδωρη είναι η χάρη του. Πραγματικά, με τη χάρη του σωθήκατε διά της πίστεως. Και αυτό δεν είναι δικό σας κατόρθωμα αλλά δώρο Θεού. Δε σωθήκατε με τα δικά σας έργα κι έτσι κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί γι’ αυτό. Γιατί είμαστε δημιούργημα του Θεού, ο οποίος διά του Ιησού Χριστού μας έκανε καινούριους ανθρώπους, για να μπορούμε να κάνουμε καλά έργα, που τα προετοίμασε ο Θεός, για να είναι μ’ αυτά γεμάτη η ζωή μας».

Η ΑΡΜΟΜΕΛΟΤΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΣΟΥ

«Πιστῶς ἀθροισθέντες σήμερον, φιλοθεάμονες, ἀθρήσατε πάλην, ξένην καί διαλάττουσαν, Ἰακώβου τοῦ ἐκ Περσίδος ἡμῖν ἀστράψαντος, δίκην ἀστέρος τοῦ τοῖς Μάγοις φανέντος καί πρός τήν ἀληθῆ ἐπίγνωσιν καθοδηγήσαντος. Οὗτος γάρ ὁ γεννάδας, ἐν τῷ πίπτειν τούς πολεμίους ἀνέτρεπε, καί ἐν τῷ ἁρμομελοτομεῖσθαι τούς τυράννους ἐξενεύρου, τῇ ἄνωθεν προμηθείᾳ νευρούμενος καί βοῶν˙ Εἰ καί τά μέλη μου αἰσθητά ὄντα τέμνετε, ἀλλ’ ἔχω Χριστόν, νοητῶς μοι τά πάντα γινόμενον. Ὅθεν προβλέπων τήν μέλλουσαν ζωήν, διά τοῦ τοῖς πᾶσι προκειμένου θανάτου, πρός ἐκείνην ἔσπευσε περᾶσαι˙ εἰς ἥν καί αὐλιζόμενος, αἰτεῖται ἡμῖν παρά τοῦ στεφοδότου Θεοῦ ἱλασμόν, φωτισμόν, καί τό μέγα ἔλεος, τοῖς ἐκτελοῦσι τήν μνήμην αὐτοῦ» (Δοξαστικό αποστίχων όρθρου, πλ. δ΄).

«Φιλοθεάμονες, καθώς μαζευτήκατε σήμερα με πίστη, ας παρατηρήσετε με προσοχή παράξενη και διαφορετική πάλη, του Ιακώβου που άστραψε από την Περσία σαν το αστέρι που φάνηκε στους Μάγους τότε που γεννήθηκε ο Χριστός και τους καθοδήγησε προς την αληθινή επίγνωση. Κι αυτό γιατί αυτός ο γενναίος την ώρα που έπεφτε νικούσε τους εχθρούς, και την ώρα που τον έκοβαν κομματάκια εξόργιζε τους τυράννους, ενδυναμούμενος από τη βοήθεια του Θεού και φωνάζοντας δυνατά: Κι αν τα μέλη μου που είναι αισθητά τα κόβετε, όμως έχω τον Χριστό που γίνεται για μένα τα πάντα. Γι’ αυτόν τον λόγο βλέποντας ενώπιόν του τη μέλλουσα ζωή έσπευσε να περάσει προς αυτήν μέσω του θανάτου που είναι μπροστά σε όλους. Στη ζωή αυτή τώρα ευρισκόμενος ζητάει για χάρη μας από τον Θεό να μας δώσει συγχώρηση, φωτισμό και το μέγα Του έλεος, σε όλους εμάς που επιτελούμε τη μνήμη του».

Σαν σκηνοθέτης ο γνωστός υμνογράφος της Εκκλησίας Γεώργιος ο Σικελιώτης, (που έζησε περί τα τέλη του όγδοου αιώνα και μας άφησε πολλούς ύμνους), προβάλλει στο δοξαστικό των αποστίχων του όρθρου της εορτής του μεγαλομάρτυρα Ιακώβου του Πέρσου σε ήχο πλ. δ΄ - τον ήχο που δίνει έκταση και ευρύτητα στις ζωηρές φωνές των ασμάτων και χαρακτηρίζεται κορωνίδα και τέλος όλων των ήχων – το μαρτυρικό τέλος του αγίου. Προσκαλεσμένοι στο «θέαμα» αυτό όλοι οι πιστοί της Εκκλησίας για να δούμε τα παράδοξα του αγώνα και της πάλης του – μίας άνισης πάλης μεταξύ αυτού που βρίσκεται παντελώς άοπλος μόνο με το σώμα του και των πάνοπλων εχθρών του, των δημίων του βασιλιά της Περσίας. Και ποια τα παράδοξα; Μα το γεγονός ότι ο αδύναμος γίνεται ο ισχυρός, αυτός που πέφτει από τα κτυπήματα νικάει τους εχθρούς, αυτός που κομματιάζεται αποκτά πελώριες διαστάσεις «καταπίνοντας» τους αντιπάλους. Πώς; Με τη βοήθεια του παντοδύναμου και παντοκράτορα Κυρίου, ο Οποίος γίνεται τα πάντα για τον αγαπημένο του φίλο: όσα χάνει τα αναπληρώνει αμέσως. Γιατί; Διότι πάσχει κι Εκείνος μαζί του, αφού ο μάρτυρας αποτελεί μέλος Του. Αυτό είναι και το μυστήριο του κάθε μαρτυρίου που αδυνατεί βεβαίως ελλείψει «οφθαλμών» να το δει ο άπιστος άνθρωπος: ο μάρτυρας ποτέ δεν είναι μόνο αυτό που «φαίνεται» από τις σωματικές αισθήσεις – ένα κορμί που κείται αδύναμο. Είναι ολόκληρος όταν κανείς τον «δει» με τα μάτια της πίστεως μαζί με τον Χριστό – ό,τι συνιστά την αυτοσυνειδησία του κάθε χριστιανού. «Μέλος Χριστού» ακριβώς, «κλήμα στο αμπέλι του Χριστού», «πέτρα οικοδομημένη στο θεμέλιο του Χριστού», Χριστός δηλαδή κι αυτός «εν ετέρα μορφή». Και παρακολουθούμε λοιπόν οι πιστοί το «βάθος» των πραγμάτων και μετέχουμε εν χάριτι και στην κοινωνία των παθημάτων Χριστού από τον μάρτυρα αλλά και στον δοξασμό του: το πέρασμά του στη Βασιλεία του Θεού, εκεί που χαίρει και αγάλλεται, αρχίζοντας ταυτόχρονα όμως και το μεγαλύτερο πια «διακόνημά» του: την προσευχή του για χάρη μας, εμάς που βρισκόμαστε ακόμα στον κόσμο τούτο και ταλαιπωρούμαστε από τα πάθη μας και τον πεσμένο στην αμαρτία κόσμο μας.  

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΠΕΡΣΗΣ

«Ο άγιος Ιάκωβος ήταν επί των βασιλέων Ονωρίου και Αρκαδίου, χριστιανός από γονείς χριστιανούς, κατοικούσε στην πόλη Βηθλαβά, στη χώρα των Ελουζησίων, από γένος έντιμο και λαμπρό, και ετιμάτο πολύ από τον βασιλιά Ισδιγέρδο. Γι’  αυτόν τον λόγο, επειδή δηλαδή τον αγαπούσε πολύ ο βασιλιάς των Περσών, απομακρύνθηκε από την πίστη των Χριστιανών και ακολούθησε τον βασιλιά, οδηγούμενος έτσι στην απώλεια με την άρνηση του Χριστού. Όταν όμως η μητέρα του και η σύζυγός του διέκοψαν την κοινωνία τους με αυτόν, διότι προτίμησε την αγάπη του βασιλιά από την αγάπη του Χριστού, και για την πρόσκαιρη δόξα επέλεξε την αιώνια ντροπή και κατάκριση – κάτι που του το μήνυσαν με γράμματα που του έστειλαν – πληγώθηκε στην ψυχή και απομακρύνθηκε από τη μάταια θρησκεία του βασιλιά, οπότε άρχισε να κλαίει για όσα αμάρτησε, καθώς αποστάτησε από τον Χριστό. Για τον λόγο αυτό οδηγείται σε εξέταση, ενώ ο βασιλιάς δυσαρεστήθηκε  πάρα πολύ από το γεγονός. Αποτέλεσμα ήταν να υποστεί πικρό θάνατο, με την κατάτμηση λίγο λίγο της αρμονίας του σώματος: των χεριών και των ποδιών και των βραχιόνων, ώστε να μείνει μόνον σ’  αυτόν το κεφάλι με την κοιλιά. Έπειτα του αφαίρεσαν και το κεφάλι με μαχαίρι».

Η μητέρα και η σύζυγος του αγίου Ιακώβου έπαιξαν τον ρόλο του αλείπτη, δηλαδή του πνευματικού προπονητή του, όταν η συναισθηματική προσκόλληση του αγίου στον βασιλιά των Περσών τον απομάκρυνε από την πίστη του Χριστού. Όπως σημειώνει ο υμνογράφος: «Δέχτηκες τη νουθεσία των πιο οικείων προσώπων σου με φρόνηση, και με χαρά προχώρησες προς τους μαρτυρικούς αγώνες». Και: «πεισθείς τη καλή συζύγω…ανεδείχθης μάρτυς θαυμαστός».  Όπως συνέβαινε ιδίως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οπότε και αναφάνηκε ο συγκεκριμένος αυτός θεσμός: να καθοδηγούνται από έμπειρους πνευματικούς, τους αλείπτες ονομαζομένους,  οι αρνησίχριστοι, ώστε μετά από προετοιμασία να πηγαίνουν στο μαρτύριο, ομολογώντας την πίστη τους εκεί που αρνήθηκαν τον Χριστό, έτσι και με τον Ιάκωβο: χωρίς να έχουν συνείδηση επακριβώς του συγκεκριμένου ρόλου τους η μητέρα και η γυναίκα του, αυθόρμητα, έγιναν το όργανο του Θεού για να μεταστραφεί και πάλι εκείνος, και μάλιστα να φτάσει στο μαρτύριο. Και τι μαρτύριο; Τέτοιο που ο υμνογράφος μάς προτρέπει να στενάξουμε και να κλάψουμε, βλέποντας το τι πέρασε με την ομολογία του Χριστού. «Από ψυχής στενάξωμεν πάντες, δάκρυα εκχέοντες, καθορώντες πικρώς τον Μάρτυρα μελιζόμενον».

Το τρομερό αυτό μαρτύριο όμως που υπέστη – «υπέμεινες καρτερικά το κόψιμο των δαχτύλων και των χεριών σου και των βραχιόνων σου, όπως και των ποδιών και των κνημίδων σου» - δηλωτικό της γνήσιας μεταστροφής και μετάνοιάς του, τον έκανε να αναφανεί ως νέο αστέρι εκ Περσίδος, καθοδηγητικό των υπολοίπων χριστιανών. Ο υμνογράφος του άγιος Θεοφάνης, έκθαμβος μπροστά πια στα φοβερά μαρτύριά του, τον θεωρεί ως αντίστοιχο με το αστέρι που καθοδήγησε κατά τη Γέννηση του Κυρίου τους εκ Περσίδος μάγους. Ο άγιος Ιάκωβος μάς φέρνει μπροστά στον Χριστό μέσω του μαρτυρίου του. Εκείνον προβάλλει το πάθος του, το οποίο βεβαίως κατανοείται ως μαρτύριο «κοινωνίας των παθημάτων του Χριστού». «Ο Ιάκωβος ο Πέρσης άστραψε σαν το αστέρι που φάνηκε στους Μάγους κατά τη Γέννηση του Χριστού και τους καθοδήγησε προς την αληθινή επίγνωση». Και: «Ο Χριστός ανέτειλε στους ανθρώπους τον θείο Ιάκωβο ως νεοφανή αστέρα…και δι’  αυτού έδιωξε τη σκοτεινιά της πλάνης». Ο παραλληλισμός που κάνει ο υμνογράφος, λόγω της αφορμής που του δίνει η εκ Περσίας καταγωγή του Ιακώβου, είναι καταπληκτικός. Διότι έτσι τονίζει με πράγματι μοναδικό τρόπο τη δύναμη του χριστιανικού μαρτυρίου: ο θάνατος ενός χριστιανού δίνει τη μεγαλύτερη ώθηση στην πίστη των ανθρώπων. Είναι όντως ένα φως που καθοδηγεί τους εν σκότει ευρισκομένους.

Ο Θεοφάνης όμως, πέραν των ανωτέρω, κάνει και δύο ακόμη σημαντικές επισημάνσεις.  Πρώτον∙ ο άγιος Ιάκωβος τελικώς με τη μεταστροφή του αποδεικνύεται πράγματι έξυπνος. Ενώ ένας κοσμικός άνθρωπος, με κριτήρια απιστίας, θα έλεγε ότι εκμεταλλευόμενος τη σχέση του με τον βασιλιά, όπως και τη θέση και τα πλούτη που του εξασφάλιζε η γνωριμία του αυτή, τότε ήταν πραγματικά έξυπνος, με τα κριτήρια της πίστεως τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Και δικαίως: έξυπνος τελικώς είναι εκείνος που προκρίνει το αιώνιο από το πρόσκαιρο και το φθαρτό. Κι αυτό έκανε ο άγιος Ιάκωβος. «Περιφρόνησες, στεφανηφόρε Ιάκωβε, γιατί είχες φρόνηση, το φθαρτό και το ευδιάλυτο των πρόσκαιρων πραγμάτων. Σαν έξυπνος δε άνθρωπος προτίμησες το ασάλευτο των αιωνίων πραγμάτων». Πόσο πρέπει να τονίζουμε την αλήθεια αυτή και σήμερα, που δυστυχώς δεν μπορούμε να δούμε το προέχον των αιωνίων από τα προσωρινά και φθαρτά. Και είμαστε και χριστιανοί.

Δεύτερον∙ ο άγιος Ιάκωβος, όπως τον παρουσιάζει ο υμνογράφος, εξαγγέλλει επίσης μία αλήθεια που δεν λαμβάνεται υπόψη όσο πρέπει: ό,τι υφίσταται ένας πιστός χάριν της πίστεώς του, τόσο αυτό που υφίσταται αναπληρώνεται αντιστοίχως από τον Θεό και γίνεται η δόξα του. Σαν τον Σταυρό του Κυρίου: το Πάθος έγινε η δόξα Του. Με τη διατύπωση του ιδίου του υμνογράφου: «Ει και τα μέλη μου αισθητά όντα τέμνετε, αλλ’ έχω Χριστόν, νοητώς μοι τα πάντα γινόμενον» - Αν και τα μέλη μου που είναι αισθητά τα κομματιάζετε, όμως έχω τον Χριστό, που νοητά γίνεται τα πάντα για μένα. Με άλλα λόγια: ο πιστός, έστω κι αν βλέπει να του παίρνουν τα πάντα,  όσο έχει τον Χριστό, όσο η πίστη του είναι ζωντανή, θα βλέπει Εκείνον να του αναπληρώνει ό,τι έχασε με τρόπο θαυμαστό. Αλλά καταντάμε κουραστικοί κάθε φορά: έχουμε την πίστη Του; Κρατάμε τον Χριστό;

26 Νοεμβρίου 2021

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ - ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ!

Όταν η Εκκλησία μας έρχεται διά της υμνολογίας μας να μας πει ότι ο άγιος Στυλιανός ο Παφλαγών ισοσταθμίζεται με τεράστια πνευματικά αναστήματα αγαπημένα του Θεού: τον προφήτη και κριτή Σαμουήλ, τον προφήτη Ιερεμία, τον προφήτη Ηλία, τον Μωυσή, τον τρισμέγιστο Ιωάννη τον Πρόδρομο, τότε βρισκόμαστε ενώπιον ενός αγίου ανθρώπου που δεν είναι των κοινών μέτρων. Γιατί υπάρχουν και τέτοιοι άγιοι, «κοινοί», που αγαπούν τον Χριστό αλλά χωρίς να καταθέτουν «ολοκληρωτικά» τον εαυτό τους σ’ Αυτόν, ή καλύτερα που αγωνίζονται να στραφούν προς Εκείνον, αλλά δεν τα καταφέρνουν πάντοτε, καθώς η αδύναμη θέλησή τους προσκλίνει επικίνδυνα και συχνά στα του κόσμου και στα πάθη τους – ό,τι ζούμε δυστυχώς οι πολλοί που κι εμείς λόγω του αγίου βαπτίσματός μας χαρακτηριζόμαστε «άγιοι».

Με τον άγιο Στυλιανό όμως βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα φαινόμενο που το μόνο που διαπιστώνουμε είναι η διαρκής ανοδική πορεία, η αδιάκοπη πνευματική ανάβαση. Τα λίγα στοιχεία που διαθέτουμε, αλλά αρκετά για να καταλάβουμε τι γίνεται, το επιβεβαιώνουν: από μικρός, στραμμένος προς τον Θεό∙ νεαρός, αφιερωμένος ως μοναχός μαζί με άλλους ασκητές∙ πιο ώριμος, αναζητητής με ευλογία του μοναστηριού του της πιο ερημητικής ζωής, ζώντας σε σπήλαιο και τρεφόμενος από άγγελο σαν τον προφήτη Ηλία∙ δέκτης αργότερα χαρισμάτων από τον Θεό για χάρη του λαού: θαυματουργός και ιεραπόστολος διά των προσευχών του∙ κι έπειτα διαχρονικά και αιώνια: ισχυρός πρεσβευτής των πιστών που χειμαζόμαστε στον κόσμο τούτο, ιδίως μάλιστα των παιδιών. Πόσο ευαίσθητη άραγε καρδιά είχε ο άγιος αυτός, ώστε ο Θεός να τον χαριτώσει με την ευλογία της θεραπείας των παιδιών; - και μόνο η επίκληση του ονόματός του, και όσο ζούσε και μετέπειτα, και μόνο η θέα του διά του αγίου εικονίσματός του έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα: την ίαση και τη θεραπεία των παιδιών και τη δυνατότητα εκ νέου για τεκνοποίηση σε ατεκνούσες γυναίκες! Στο πρόσωπο του αγίου Στυλιανού βλέπουμε τον ίδιο τον Κύριο να προτρέπει: «άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με∙ των γαρ τοιούτων εστί η βασιλεία των Ουρανών».

Μία είναι η εξήγηση της θαυμαστής αυτής ζωής, αδιάκοπα ανοδικής όπως είπαμε: η χάριτι Θεού επιλογή του να ακολουθεί τον Χριστό με ολοκληρωτικά στραμμένο προ Εκείνον το φρόνημά του! Το σημειώνει ο άγιος υμνογράφος, μακαριστός Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, με πολλούς τρόπους: ο Στυλιανός «ηκολούθησε τω Χριστώ τελείω φρονήματι εκ νεότητος»! Ακολούθησε τον Χριστό, αλλά με ολόκληρο τον εαυτό του, και ψυχικά και σωματικά. Ό,τι ζητά ο Κύριος, «να αγαπήσουμε τον Θεό με όλη την ψυχή μας, την καρδιά μας, τη διάνοιά μας, τη δύναμή μας», αυτό έκανε ο Στυλιανός παιδιόθεν. Η διψυχία που παρουσιάζουμε συχνά οι απλοί χριστιανοί, πότε με τον Θεό πότε με τον κόσμο, ήταν κάτι ξένο και απαράδεκτο γι’ αυτόν. Γρανιτένια θέληση και παγιωμένη στον βράχο που είναι ο Χριστός – αυτό αποφάσισε για τη ζωή του. Που θα πει: έβαλε τον θάνατο ως βασικό στοιχείο της πίστεώς του. Να μείνει πιστός στον Χριστό και το άγιο θέλημά Του δηλαδή κι ας πεθάνει – «γίνου πιστός άχρι θανάτου» που λέει το Πνεύμα του Θεού. Και γι’ αυτό γεύτηκε το αποτέλεσμα: να μαγνητίσει τον Θεό, να γίνει η καρδιά και όλη η ύπαρξή του «καταγώγιον του Πνεύματος», να γίνει μία άλλη «Παναγία» στον κόσμο μας. Υποκλινόμαστε στον Χριστό-Στυλιανό. Και τον παρακαλούμε να πρεσβεύει και για εμάς, για τα παιδιά μας, για τα παιδιά όλου του κόσμου.  

25 Νοεμβρίου 2021

Ο ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΑΓΙΟΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Ο όσιος Στυλιανός θεωρείται προστάτης των παιδιών: των νηπίων, των βρεφών, των νεογνών. Ο ίδιος ο Θεός φανέρωσε τη θέλησή Του  να θεραπεύονται τα παιδιά με την επίκληση του ονόματός του, που γινόταν ίαμα σ’ αυτά και στις μητέρες τους (Συναξάρι).  Ποια η αιτία του χαρίσματος αυτού; Κατά τον υμνογράφο του μακαριστό Γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννίτη, επειδή αγιάστηκε ήδη από την κοιλιά της μητέρας του. «Ηγίασε, Πάτερ,  σε ο Θεός εκ κοιλίας μητρός». Κι αυτό γιατί ο Θεός προείδε με την παγγνωσία Του τη θετική προς Αυτόν στάση του, οπότε τον χαρίτωσε με πλούσια χαρίσματα και σημεία. «Εξ απαλών ονύχων ο Θεός σ’ έκανε δικό Του, γιατί προείδε την αγαθή ζωή σου». Η από τόσο νωρίς κλήση του από τον Θεό μάλιστα κάνει τον υμνογράφο να τον παραλληλίζει με γιγάντια αναστήματα του παρελθόντος, που και αυτά είχαν κληθεί με αντίστοιχο τρόπο: τον ένθεο προφήτη Σαμουήλ, τον ένδοξο προφήτη Ιερεμία, τον Πρόδρομο του Κυρίου, μέγα Ιωάννη τον Βαπτιστή.

Ο περιορισμός όμως των χαρισμάτων του μόνο στον κόσμο των παιδιών θα ήταν μία συρρίκνωση της θαυμαστής παρουσίας του στην Εκκλησία. Διότι η Εκκλησία τον προβάλλει, πέρα από προστάτη των παιδιών, και ευρύτερα ως έναν από τους στύλους της ζωής της: «στύλος άσειστος της Εκκλησίας ανεδείχθης, μακάριε» (απολυτίκιο). Χρειάζεται να το εξηγήσουμε. Η Εκκλησία μας βεβαίως στηρίζεται στον Κύριο Ιησού Χριστό, ο Οποίος αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της, όμως ο Ίδιος  θέλησε να μαρτυρείται στον κόσμο και να στερεώνονται οι άνθρωποι και μέσω των πιστών Του. Εκείνος είπε ότι οι μαθητές Του θα αποτελούν τους μάρτυρές Του στον κόσμο «μέχρι τα πέρατα της γης». Από την άποψη αυτή, ο πιστός που με συνέπεια ακολουθεί τον Κύριο, σαν τον όσιο Στυλιανό που «ακολούθησε τον Χριστό με τέλειο φρόνημα», γίνεται κι αυτός ένας στύλος της Εκκλησίας: οι άνθρωποι μπορούν να στηρίζονται επάνω του, βλέποντας στο πρόσωπό του την παρουσία Εκείνου.

Ποιο το κύριο γνώρισμα της αγιασμένης ζωής του; Ο άγιος «διέπρεψε στην καθαρότητα των ηθών και στους ιερούς αγώνες για να αποκτήσει την τελειότητα των αρετών ως άγγελος». Κι αυτό θα πει ότι αυτό που χαρακτήριζε τη ζωή του, ώστε να ζήσει την αγάπη του Θεού, ήταν η εγκράτεια. Επανειλημμένως η ακολουθία του αναφέρει ότι υπήρξε «στήλη έμψυχος της εγκρατείας» και «της εγκρατείας αληθής υποτύπωσις». Δεν είναι τυχαίο ότι προβάλλεται «ως άσαρκος», «καθώς θεώρησε βδέλυγμα εντελώς την αίσθηση των φθαρτών», ζώντας σε ένα σπήλαιο και τρεφόμενος από άγγελο του Θεού. Η εγκράτειά του όμως δεν πρέπει να εννοηθεί αιρετικά: ως αποχή των αισθητών από μίσος προς αυτά ή από  άρνηση γενικότερα προς τη ζωή. Η εγκράτεια, χριστιανικά, είναι η απομάκρυνση από τη γοητεία του κόσμου των αισθήσεων, διότι ο χριστιανός έχει προσανατολίσει με αγάπη τον νου και την καρδιά του προς τον Θεό. Η εγκράτεια δηλαδή είναι μία γενική αρετή, που χαρακτηρίζει όλη τη ζωή του ανθρώπου. «Ο πιστός εγκρατεύεται ως προς όλα» (Παύλος).

Που σημαίνει: δεν είναι δυνατόν να στραφεί κάποιος προς τον Θεό, αν ταυτοχρόνως δεν αγωνίζεται να απεγκλωβιστεί από τον μαγνήτη των παθών. «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν». Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να ακολουθεί κανείς τα ίχνη του Χριστού, χωρίς να θέλει να νηστεύει. Η νηστεία, ως στοιχείο εγκράτειας, δηλώνει το πού έχει ρίξει ο πιστός το κέντρο βάρους της ψυχής του. Αδυναμία νηστείας – εννοείται χωρίς να υπάρχει ιατρικός λόγος – σημαίνει ότι η ψυχή είναι «δεμένη» με τα πράγματα του κόσμου και όχι με τον Χριστό.  Έτσι η εγκράτεια κατανοείται με θετικό τρόπο: σαν το ελατήριο που συμπιεζόμενο φαίνεται ότι μικραίνει, μαζεύει όμως τεράστια ενέργεια. Οπότε ασκούμενη σωστά δίνει τη δύναμη για να «πετάξει» ο άνθρωπος ακολουθώντας τα χνάρια του Χριστού. Στην πραγματικότητα είναι το «απαρνησάσθω εαυτόν» που είπε ο Κύριος, για να γίνει κάποιος ακόλουθος και μαθητής Του. «Τα έχασαν με την ασκητική σου διαγωγή, σοφέ Στυλιανέ, όσοι σε είδαν να ζεις σαν άγγελος από τον έρωτα του Θεού που είχες», σημειώνει για τον άγιο επί του θέματος ο υμνογράφος. Να δώσει ο Θεός διά του αγίου να ζούμε και εμείς με λίγη εγκράτεια, σ’  έναν κόσμο που ταλανίζεται μεν από ποικίλες κρίσεις, αλλά παραδέρνεται συνήθως από τις διάφορες ηδονές.