23 Δεκεμβρίου 2021

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΕΚΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΚΡΗΤΗ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΕΣ

«Οι άγιοι αυτοί άθλησαν επί Δεκίου βασιλέως, στη νήσο Κρήτη, προερχόμενοι από διαφορετικά μέρη αυτής και όχι από μία μόνο πόλη της. Πέντε ήταν από τη μητρόπολη Γορτύνης, ο Θεόδουλος, ο Σατορνίνος, ο Εύπορος, ο Γελάσιος και ο Ευνικιανός. Από την Κνωσό ήταν ο Ζωτικός. Από το Επίνειο Πανόρμου ο Αγαθόπους. Από την Κυδωνία ο Βασιλείδης και από το Ηράκλειο ο Ευάρεστος και ο Πόμπιος. Αυτοί παραδόθηκαν από τους απίστους στον άρχοντα της νήσου, ο οποίος επέτρεψε στον δήμιο να τους περιφέρει στους βωμούς των ειδώλων, κι αν δεν θυσιάζουν, να τους βασανίζει με παντός είδους βασανιστήρια. Τριάντα ημέρες λοιπόν γύριζαν συρόμενοι από τους άτακτες υβριστές, οι οποίοι τους κορόιδευαν  και τους έσερναν  κατά γης μέσα στις κοπριές, κι ύστερα, επειδή είδε ο δικαστής ότι είχαν αμετακίνητο και στέρεο  το φρόνημά τους, παρ’ όλα τα κτυπήματα και τους λιθοβολισμούς, τους στρέβλωσαν τα μέλη του σώματος, τους υπέβαλαν σε άλλα φοβερά μαρτύρια και τέλος τους έκοψαν το κεφάλι. Τελείται δε η σύναξή τους στο ναό του αγίου Στεφάνου, πλησίον των Πλακιδίων».  

Η εμπνευσμένη σκέψη του Ιωσήφ του υμνογράφου, να συνδέει τις εορτές των αγίων με τα προεόρτια των Χριστουγέννων, συνεχίζεται. Ό,τι είδαμε και με την αγία Αναστασία την φαρμακολύτρια, να προβάλλεται δηλαδή από τον υμνογράφο ως φως που φωτίζει την Γέννηση του Κυρίου, το ίδιο βλέπουμε και εδώ με τους αγίους δέκα μάρτυρες τους εν Κρήτη: «έφτασε η μνήμη των Μαρτύρων, που κηρύσσει τη Γέννηση του Σωτήρος. Και η Δεσποτική εορτή κάνει την εμφάνισή της σε εμάς  με την άθλησή τους». Με ποιον τρόπο οι άγιοι μας παραπέμπουν στα Χριστούγεννα; Μα με την προσφορά των δώρων τους στον εκ Παρθένου γεννηθέντα: τη θυσία του εαυτού τους. «Οι μάγοι σού πρόσφεραν τα δώρα, οι δε μάρτυρες τα αίματα του μαρτυρίου τους, σε Σένα που γεννήθηκες επί γης από Παρθένο κόρη στην πόλη του Δαυίδ». Κατά τον άγιο Ιωσήφ το μαρτύριο των δέκα μαρτύρων λειτουργεί ως τύπος της Γέννησης του Κυρίου: είναι το νέο αστέρι, που κηρύσσει στους πιστούς Αυτόν που η Παρθένος εκύησε. «Ο αστέρας παλαιά φανερώθηκε στους μάγους, οδηγώντας τους στη Βηθλεέμ, την πόλη Ιούδα. Αυτοί δε κηρύσσουν σε εμάς με τα βάσανά τους Αυτόν που η Παρθένος εκύησε χωρίς συνάφεια ανδρός».

Η καταγωγή των δέκα μαρτύρων από την Κρήτη δεν μένει αναξιοποίητη από τον άγιο υμνογράφο. Παίρνει αφορμή να θυμηθεί τον μεγάλο απόστολο Παύλο και τους μαθητές του, οι οποίοι πέρασαν από την Κρήτη και ίδρυσαν την τοπική Εκκλησία. Στο πρόσωπο των δέκα αυτών ο Ιωσήφ βλέπει την προέκταση  του αποστόλου των εθνών, τα κλήματα που ανήκουν στη φυτεία εκείνου. «Φανήκατε, μάρτυρες, κλήματα του Τίτου και του Κάρπου σαν να βλαστήσατε από τη φυτεία του Παύλου, αφού προσφέρατε από τα χείλη σας στον Χριστό τους καρπούς της ομολογίας σας». Η επισήμανση του αγίου υμνογράφου είναι ιδιαιτέρως σημαντική: γνήσιος συνεχιστής της παράδοσης των αποστόλων θεωρείται εκείνος που έμπρακτα, και μάλιστα με τη θυσία της ζωής του, φανερώνει την πίστη που αυτοί παρέδωσαν. Μία αλήθεια που πρέπει πάντοτε να έχουμε κατά νου, δεδομένου ότι συχνά οι νεώτεροι  καυχώμαστε για τους πατέρες μας, χωρίς καμία προσπάθεια συντονισμού μας με τη ζωή εκείνων.

Η αποστολικής καταγωγής πίστη στον Χριστό των αγίων μαρτύρων προβάλλεται από τους ύμνους της ακολουθίας τους και με μία εξαίσια εικόνα: μοιάζει η πίστη τους με πλοίο ευρισκόμενο σε απάνεμο λιμάνι, και γι’ αυτό προφυλαγμένο από τα άγρια κύματα της θάλασσας. Η πίστη στον Χριστό δηλαδή ήταν εκείνη που έδινε τη δύναμη στους μάρτυρες να ξεπερνούν όλα τα κτυπήματα των αθέων, που σαν κύματα έρχονταν εναντίον τους. «Σαν κύμα της θάλασσας ήταν η τυραννίδα του εχθρού που κτυπούσε την ομολογία του Χριστού. Οι αθλητές όμως φάνηκαν  όλοι  σαν απάνεμα λιμάνια, κρατώντας την πίστη τους σαν πλοίο». Όλη η ιστορία της Εκκλησίας και της ανθρωπότητας αδιάκοπα επιβεβαιώνει ότι πράγματι η μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο, αυτή που έκαμψε σιδηρόφρακτες αυτοκρατορίες και υπερίσχυσε θεωρουμένων πανίσχυρων αυτοκρατόρων και βασιλέων, είναι η πίστη στον Χριστό. Όταν βεβαίως αυτή δεν εξαντλείται στα λόγια – τούτο συνιστά βλασφημία – αλλά φανερώνεται ως ζωή. Και δικαίως: είναι η πίστη που συνιστά τη δίοδο της παρουσίας του ίδιου του Θεού μέσα στον κόσμο.

22 Δεκεμβρίου 2021

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (6)

«Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός

Ἡ προτροπή τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου ἔχει διπλή διάσταση: πρῶτον, νοερῶς νά μεταφερθοῦμε στά γεγονότα πού περιγράφονται ἀπό τά Εὐαγγέλια: τήν πορεία τῆς ἁγίας οἰκογένειας πρός τή Βηθλεέμ, τή γέννηση στό σπήλαιο, τήν προσκύνηση τῶν ποιμένων καί τῶν μάγων, τόν ἀστέρα, τούς δοξολογοῦντας ἁγίους ἀγγέλους - ἐδῶ ἡ δύναμη τῆς φαντασίας λειτουργεῖ μέ θετικό τρόπο καί γιά προαγωγή μας -,  μολονότι ὑπῆρξαν ἅγιοι, σάν τόν ὅσιο Πορφύριο γιά παράδειγμα, πού «εἶδαν» τά γεγονότα αὐτά, ὅπως καί τά ἄλλα ἀπό τή ζωή τοῦ Κυρίου, ἐν Πνεύματι, «εἴτε ἐντός τοῦ σώματος εἴτε ἐκτός, οὐδείς οἶδε», καί ὄχι μέ τήν ἁπλή φαντασία· δεύτερον, νά σπεύσουμε νά «δοῦμε» τή Γέννα τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ πού ἀενάως γεννιέται, στά διαρκῆ Χριστούγεννα πού λένε οἱ θεολόγοι, δηλαδή στίς καρδιές τῶν πιστῶν χριστιανῶν.

Καί τό μέν πρῶτο εἶναι σχετικά εὔκολο – μᾶς βοηθοῦν πάρα πολύ καί οἱ εἰκόνες στήν Ἐκκλησία μας, ἀλλά καί ἡ τεχνολογική πρόοδος, ἡ ὁποία ἀναπαράγει ἐποπτικά τό ὁποιοδήποτε γεγονός καί τήν ὁποιαδήποτε ἐποχή.  Τό δεύτερο ὅμως; Πῶς νά «δοῦμε» τίς καρδιές; Μέ τί μάτια μποροῦμε νά διεισδύσουμε σ’ αὐτό πού μόνον ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ γνωρίζει; Ἄν βεβαίως ἀποδυθοῦμε στόν ἀγώνα «ὅρασης» τοῦ Χριστοῦ στίς καρδιές τῶν συνανθρώπων μας, ἄν δηλαδή ἀρχίζουμε νά… ξενοκοιτᾶμε, μᾶλλον θά ἀπογοητευτοῦμε: μόνον οἱ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις τους μπορεῖ νά φανερώσουν τόν ἐσωτερικό τους κόσμο – χωρίς νά λαμβάνουμε ὑπόψιν καί τήν ὑποκρισία. Καί τί ἀποκαλύπτουν σ’ ἕνα μεγάλο ποσοστό οἱ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις τους, εἴτε ὡς συμπεριφορά εἴτε ὡς λόγος εἴτε καί ὡς στάση ἀκόμη σωματική; «Αἰσχρόν ἐστι καί λέγειν»! Ἀδικίες, ἐχθρότητες, μίση, ἐπιθετικές συμπεριφορές, ὕβρεις… Πολλά τά κακά, λίγα τά καλά.

 Ἀλλ’ εὐτυχῶς ὁ Κύριος μᾶς ἔχει… ἀπαγορεύσει μιά τέτοια δραστηριότητα. «Μή κρίνετε», εἶναι ἡ ἀδιάκοπη προτροπή καί ἐντολή Του. «Σύ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην;» θά πεῖ ἀκολουθώντας τόν Κύριο κι ὁ ἀπόστολός Του Παῦλος. Λοιπόν, ἕνα εἶναι τό ἐπιτρεπόμενο «ἀντικείμενο» τῆς «ὅρασής» μου: μόνον ὁ ἑαυτός μου. «Ἐγώ νά μπορῶ νά "δῶ" τόν Γεννημένο Χριστό στήν καρδιά μου, νά αἰσθανθῶ δηλαδή τά "σκιρτήματα" ἀπό τό βρεφικό σωματάκι Του καί νά ἀκούσω τούς "κλαυθμηρισμούς" τῆς φωνῆς Του… Ἄν αὐτά δέν τά δῶ, τότε δέν εἶμαι ἀπό αὐτούς στούς ὁποίους γεννήθηκε ὁ Χριστός. Τόν βλέπω πολύ ἐξωτερικά καί ἐπιφανειακά, ὁπότε ἡ μόνη λύση εἶναι ἡ μετάνοιά μου καί τό πένθος γιά τίς ἁμαρτίες μου…» (άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος).

 Ἄν κινηθῶ ὅμως ἔτσι, ἐν μετανοίᾳ, αὐτό θά εἶναι καί τό μεγαλύτερο «δῶρο» πού θά Τοῦ ἔχω προσφέρει γιά τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο. Ὁ Ἴδιος τό ἀπεκάλυψε στόν ἅγιο Ἱερώνυμο, ὅταν ἐκεῖνος, προσευχόμενος στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ κάποια Χριστούγεννα, παρεκάλεσε τόν Κύριο μέ δάκρυα νά τοῦ πεῖ τί δῶρο θά ‘θελε νά Τοῦ κάνει στή μεγάλη αὐτή ἑορτή Του: «Θέλω τίς ἁμαρτίες σου, Ἱερώνυμε, τίς ἁμαρτίες σου…», τοῦ ἀπάντησε ὁ Χριστός. «Καί τίς θέλω γιά νά τίς ξεπλύνω».

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ

«Η αγία και γενναιότατη μάρτυς  Αναστασία έζησε επί Διοκλητιανού του βασιλέως, στην πόλη των Ρωμαίων. Ήταν κόρη κάποιου ειδωλολάτρη ονόματι Πρεπέξαστου, ενώ η μητέρα της λεγόταν Φαύστα. Η μητέρα της την οδήγησε στον Χρυσόγονο, θεόπνευστο και ευσεβή άνδρα, από τον οποίο εκπαιδεύθηκε τα ιερά γράμματα, ενώ την πίστη στον Χριστό την έμαθε από την μητέρα της. Συζεύχθηκε με έναν ειδωλολάτρη, τον Πούπλιο, με τον οποίο όμως δεν ήθελε να έχει συζυγικές σχέσεις, προφασιζομένη πάντοτε κάποια αρρώστια της, λόγω της απιστίας του. Ντυνόταν όμως φτωχά και απέριττα και, με τη βοήθεια μιας μόνο υπηρέτριας που την ακολουθούσε, επισκεπτόταν  τις γυναίκες που βρίσκονταν σε ένδεια, ενώ κρυφά υπηρετούσε και τους μάρτυρες του Χριστού, εισερχομένη στις φυλακές που τους κρατούσαν, με το να τους λύνει τα δεσμά, να τους αλείφει με λάδι και να τους καθαρίζει τις πληγές, φέρνοντάς τους και τις κατάλληλες τροφές που χρειάζονταν. Ο σύζυγός της που έμαθε τι έκανε, καταρχάς την έβαλε υπό επιτήρηση. Όταν όμως εκείνος σε κάποιο ταξίδι του με τρικυμιώδη θάλασσα πνίγηκε, βρήκε την ευκαιρία, ελεύθερη πια, να μοιράσει όλη την περιουσία της στους πτωχούς, ενώ χωρίς καμιά πίεση συνέχισε να υπηρετεί τους αθλητές του Χριστού, να μαζεύει τα λείψανά τους μετά το μαρτύριό τους και να τα ενταφιάζει οσίως. Καθοδήγησε και ενίσχυσε  πολλούς  προς το μαρτύριο του Χριστού, κι όταν ήλθε η ώρα και η ίδια να εξετασθεί από διαφόρους ηγεμόνες, ομολόγησε την πίστη της, οπότε την έριξαν στη θάλασσα μαζί με άλλες γυναίκες,  ενώ τέλος αφού την έδεσαν σε πασσάλους και την έβαλαν σε φωτιά, δέχτηκε το στεφάνι του μαρτυρίου. Τελείται δε η σύναξή της στον ναό που οικοδομήθηκε στον τόπο του μαρτυρίου της, που βρίσκεται κοντά στα έμβολα του Δομνίνου».

Δεν διαφεύγει της προσοχής του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ ότι η μνήμη της αγίας μεγαλομάρτυρος βρίσκεται λίγες μόνον ημέρες προ της μητροπόλεως των εορτών, της Γεννήσεως του Κυρίου μας («Η προεόρτια εορτή της ενανθρωπήσεως του Χριστού του Θεού έλαμψε μαζί με την εορτή της μάρτυρος Αναστασίας»). Και μολονότι δεν υπάρχει καμία ιστορική και πραγματιστική σχέση μεταξύ των δύο αυτών εορτών, έχει την διαρκή έγνοια να τις συνδέσει μεταξύ τους, γι’ αυτό και οι πρώτοι ύμνοι της κάθε ωδής για την αγία είναι προς τιμήν του ερχομού του Κυρίου. Στο εξαποστειλάριο όμως της ακολουθίας, προς το τέλος πια του όρθρου, στην προεόρτια αναφορά του για τα Χριστούγεννα, προβαίνει στη σύνδεση από πλευράς συμβολικής και νοηματικής: η μνήμη της αγίας Αναστασίας λειτουργεί ως προκήρυξη της Γεννήσεως, ως καθοδηγητικό αστέρι για τους εκ Περσίδος μάγους και τους απλούς βοσκούς, δεδομένου ότι εκείνη πρόσφερε αντί χρυσάφι και λιβάνι και σμύρνα τον ίδιο της τον εαυτό στον Δεσπότη Χριστό. «Η φωτοφόρα μνήμη σου, μάρτυς Αναστασία, προκηρύσσει την εκ Παρθένου Γέννηση του Χριστού, καθώς συγκαλεί στη Βηθλεέμ τους εκ Περσίας μάγους, μαζί με τα δώρα, και τους Ποιμένες μαζί με τους αγγέλους για υμνολογία. Διότι εσύ με το μαρτύριό σου, θεόφρον, πρόσφερες στον Δεσπότη σου, σαν χρυσάφι και λιβάνι και σαν σμύρνα, τον ίδιο τον εαυτό σου».

Η ολοκληρωτική προσφορά της αγίας στον Χριστό, απόδειξη της αγάπης της προς Εκείνον, την έκανε να αποκτήσει και τη δύναμη Εκείνου. Ο υμνογράφος της την παρομοιάζει με ξίφος που έκανε κομμάτια όλη τη δύναμη των δαιμόνων. «Ατσάλωσες το φρόνημά σου από την αγάπη του Θεού, αληθινά μεγαλώνυμη μάρτυς, και φάνηκες έτσι σαν ξίφος, που κατακόβει τις φάλαγγες των δαιμόνων, με πίστη στον Θεό». Την παντοδυναμία αυτή εξάλλου, λόγω της παρουσίας του Χριστού στην ύπαρξή της, προβάλλει ο άγιος Ιωσήφ και μέσω του ονόματός της: εικονίζει η αγία την Ανάσταση του Χριστού, γιατί όπως η Ανάσταση Εκείνου συνέτριψε τον διάβολο, έτσι και η αγία συνέτριψε με δύναμη τους εχθρούς δαίμονες. «Εικονίζεις με το όνομά σου την Ανάσταση του Χριστού, πανεύφημε, καθώς σύντριψες τους αόρατους εχθρούς».

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που την εκ Χριστού δύναμή της η αγία την προσφέρει σε κάθε πιστό που προσέρχεται εν πίστει σε αυτήν και την επικαλείται («Και τώρα με τη χάρη του Θεού, ανακουφίζεις κάθε πόνο, πανεύφημε, από τις ψυχές και τα σώματά μας, εμάς που τιμούμε τους αγώνες και τα προτερήματά σου»). Το όνομά της μάλιστα ο άγιος υμνογράφος το χρησιμοποιεί και με αυτήν την έννοια: ως ανάσταση μέσω των προσευχών της και για τις πτώσεις στις αμαρτίες μας («Έχοντας το ίδιο όνομα με την Ανάσταση του Κυρίου, ανάστησε και εμένα τώρα που είμαι πεσμένος στην αμαρτία, με τις πρεσβείες σου»), αφού βεβαίως προηγουμένως το ίδιο, το όνομά της, λειτούργησε αναγεννητικά και για την ίδια («Απέκτησες την επωνυμία της αναστάσεως του Χριστού και γι’ αυτό ακολούθησες τρόπο ζωής σύμφωνο με το όνομά σου»).  

Η ετοιμότητα της αγίας Αναστασίας να απαλαίνει τις πληγές που υφιστάμεθα από την αμαρτία και τον διάβολο δικαιολογείται από το ιδιαίτερο χάρισμα που της είχε δώσει ο Θεός: να υπηρετεί τους μάρτυρες και μάλιστα να περιποιείται τις πληγές τους. Είμαστε βέβαιοι: όπως τότε έτρεχε στην περιποίηση αυτών των πληγών, το ίδιο – κι ίσως περισσότερο – τρέχει και σε εμάς. Το χάρισμά της αυτό λειτουργεί τώρα απείρως αυξημένο και άκρως πιο αποτελεσματικό. Αρκεί να αναγνωρίζουμε βεβαίως ότι η αμαρτία αποτελεί τραύμα στην ψυχή μας και να προσερχόμαστε εν μετανοία στον Κύριο.

21 Δεκεμβρίου 2021

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (5)

Καθίσματα ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων. Ἦχος δ΄ (νενανώ).

«Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀκολουθήσωμεν λοιπόν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ, μετά τῶν Μάγων Ἀνατολῆς τῶν Βασιλέων. Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν, ἀκαταπαύστως ἐκεῖ. Ποιμένες ἀγραυλοῦσιν, ᾠδήν ἐπάξιον. Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες, τῷ σήμερον ἐν Σπηλαίῳ τεχθέντι, ἐκ τῆς Παρθένου καί Θεοτόκου, ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας».

«Τί θαυμάζεις Μαριάμ; Τί ἐκθαμβεῖσαι τῷ ἐν σοί; Ὅτι ἄχρονον Υἱόν, χρόνῳ ἐγέννησα φησί, τοῦ τικτομένου τήν σύλληψιν μή διδαχθεῖσα. Ἄνανδρός εἰμι, καί πῶς τέξω Υἱόν; Ἄσπορον γονήν τίς ἑώρακεν; Ὅπου Θεός δέ βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις, ὡς γέγραπται. Χριστός ἐτέχθη, ἐκ τῆς Παρθένου, ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας».

(Εμπρός, ας δούμε οι πιστοί πού γεννήθηκε ο Χριστός. Ας ακολουθήσουμε λοιπόν τον αστέρα εκεί που πηγαίνει, μαζί με τους Μάγους Βασιλείς της Ανατολής. Άγγελοι υμνολογούν, χωρίς σταματημό εκεί, επάξια ωδή προς τα γεγονότα – και οι Ποιμένες στους αγρούς γίνονται μέτοχοι αυτής της ουράνιας μελωδίας. Και ψάλλουν οι άγγελοι: Δόξα στον Ύψιστο Θεό που γεννήθηκε σήμερα σε σπήλαιο από την Παρθένο και Θεοτόκο στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας.

Γιατί θαυμάζεις, Μαριάμ; Γιατί μένεις έκθαμβη μ’ αυτό που σου συνέβη; Διότι, λέει, τον άχρονο Υιό του Θεού τον γέννησα εν χρόνω, χωρίς να έχω διδαχτεί πώς συνελήφθη αυτός που γέννησα. Δεν έχω άνδρα και πώς θα γεννήσω Υιό; Ποιος έχει δει γέννα χωρίς σπορά ανδρός; Όμως όπου θέλει ο Θεός ξεπερνιέται η φυσική τάξη των πραγμάτων, καθώς είναι γραμμένο στη Γραφή. Ο Χριστός γεννήθηκε από την Παρθένο στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας).

Στό πρῶτο κάθισμα, ὁ ὑμνογράφος ξεκινώντας ἀπό τά ἱστορικά γεγονότα, ὅπως καταγράφονται στά Εὐαγγέλια: τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τόν ἐρχομό τῶν Μάγων τῆς Ἀνατολῆς μέ τόν ἀστέρα πού τούς καθοδηγεῖ, τούς ποιμένες πού βόσκουν τά πρόβατά τους, τούς ἀγγέλους πού δοξολογοῦν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, μᾶς καλεῖ νά γίνουμε καί ἐμεῖς αὐτόπτες καί αὐτήκοοι τῶν ἴδιων γεγονότων: νά δοῦμε καί ν’ ἀκούσουμε τά ἴδια μέ τούς μάγους καί τούς βοσκούς, ἀλλά καί νά ψάλουμε τό «δόξα» μαζί μέ τούς ἀγγέλους. Κι αὐτό γιατί; Διότι κατά τήν Ἐκκλησία μας, πού στόμα της εἶναι ὁ ὑμνογράφος, ἡ μεγάλη αὐτή Δεσποτική ἑορτή, ὅπως καί κάθε ἄλλη ἀσφαλῶς ἑορτή, ἄν δέν ἔχει τό στοιχεῖο τῆς μέθεξης, τῆς προσωπικῆς μετοχῆς τοῦ πιστοῦ, δέν ἔχει κανένα νόημα. Καταντᾶ μία κοινοτυπία κι ἴσως ἕνα παραμύθι πού συνέβη «μιά φορά κι ἕναν καιρό…». Ἡ Ἐκκλησία  ὅμως τίς γιορτές τίς ζεῖ κάθε φορά «σήμερον», μέ τή δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, κι αὐτό σημαίνει ὅτι εἴμαστε ὄχι ἀπ’ ἔξω ἀλλά μέσα στά γεγονότα. Κι αὐτό γίνεται ὅταν ζοῦμε τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες. Τό ἴδιο σκεπτικό βλέπουμε καί στό δεύτερο τροπάριο: συνομιλοῦμε μέ τήν Παναγία μας, τήν ρωτᾶμε γιά τό μυστήριο στό ὁποῖο μετέχει,  γιά τήν ἀπορία της καί τήν ἐν πίστει ὑπακοή της. Καί τελικά ἡ ἀλήθεια εἶναι μία, κι ἄς μήν τήν καταλαβαίνουμε κι ἐμεῖς: «Χριστός ἐτέχθη ἐκ τῆς Παρθένου ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας».  

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΙΟΥΛΙΑΝΗ Η ΕΝ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ

«Η αγία Ιουλιανή έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού και ήταν κόρη πλουσίων γονέων, οι οποίοι την μνήστευσαν με κάποιο συγκλητικό, ονόματι Ελεύσιο. Ενώ ο Ελεύσιος ήθελε να την νυμφευθεί, δεν δέχτηκε η αγία, η οποία του είπε: Εάν δεν αποκτήσεις πρώτα την εξουσία της πόλεως, δεν συνέρχομαι σε γάμο μαζί σου. Αυτός πράγματι καταστάθηκε στο αξίωμα του επάρχου, αλλά αυτή του είπε πάλι: Εάν δεν μεταστραφείς στην πίστη των χριστιανών από τη θρησκεία των ειδώλων, δεν καταδέχομαι την κοινωνία σε γάμο με εσένα. Αυτός τότε αποκάλυψε τα πάντα στον πατέρα της παρθένου, ο οποίος, επειδή δεν μπόρεσε να της αλλάξει την πίστη στον Χριστό, την παρέδωσε κατά τους νόμους της εποχής προς εξέταση στον έπαρχο και μνηστήρα της. Ο μνηστήρας της την γύμνωσε από τον χιτώνα της και έδωσε εντολή σε ένδεκα στρατιώτες να την μαστιγώσουν με ωμά βούνευρα, τόσο που την καταξέσχισαν. Στη συνέχεια την κρέμασαν από τα μαλλιά, ώστε αποσπάσθηκε το δέρμα της κεφαλής της, έπειτα κατέφλεξαν τις πλευρές της με σίδερα πυρωμένα, όπως και διαπέρασαν από το μέσο των μηρών της άλλο σίδερο πυρακτωμένο και αυτό. Στο τέλος, έδεσαν τα χέρια της στα πλευρά της και κατά την εντολή του επάρχου την οδήγησαν στη φυλακή. Την ίδια λοιπόν  νύκτα που ρίχτηκε στη φυλακή και ενώ προσευχόταν, της εμφανίστηκε ο αφανής εχθρός και πολέμιος όλων διάβολος, σε σχήμα αγγέλου, ο οποίος την προέτρεπε να θυσιάσει στα είδωλα και να ελευθερωθεί. Η αγία όμως, αφού τον απώθησε, τον έκανε και χωρίς τη θέλησή του να ομολογήσει όλα τα σχετικά με αυτόν. Την οδήγησαν πάλι στον έπαρχο και επειδή παρέμενε αμετάθετη στην αγάπη του Χριστού, την έριξαν σε καμίνι που το είχαν ανάψει πολύ. Το καμίνι σβήστηκε με παράδοξο τρόπο, με αποτέλεσμα πεντακόσιοι άνδρες να πιστέψουν στον Χριστό, οι οποίοι και τελειώθηκαν αμέσως με ξίφος, μαζί με εκατόν τριάντα γυναίκες. Η μάρτυς στη συνέχεια ρίχτηκε σε φλογισμένο λέβητα, αλλά ο λέβητας έγινε λουτρό για τη μακάρια Ιουλιανή. Κι όχι μόνο αυτό: ο λέβητας λύθηκε και χύθηκε έξω το πυρακτωμένο περιεχόμενό του, σαν να κινήθηκε από κάποια μηχανή, και κατέστρεψε τους απίστους που βρίσκονταν ολόγυρά του. Από όλα αυτά η μάρτυς παρέμεινε αβλαβής, γι’ αυτό και υπέστη τελικά τον διά ξίφους θάνατο. Ήταν δε όταν μνηστεύτηκε τον Ελεύσιο ένδεκα χρονών, ενώ όταν μνηστεύτηκε τον Χριστό διά του μαρτυρίου, δεκαοκτώ χρονών. Τελείται δε η σύναξή της στον ναό αυτής, που βρίσκεται πλησίον της αγίας μάρτυρος Ευφημίας στο Πέτριο».

Η αγία Ιουλιανή συνιστά, κατά τον άγιο Ιωσήφ, τον υμνογράφο της αγίας, τον μαγνήτη, που μαγνήτισε τον ίδιο τον Κύριο και Θεό της. Ήταν τέτοιες και τόσες οι αρετές της, λόγω της πληγωμένης από έρωτα Κυρίου καρδιάς της, ώστε Εκείνος την αγάπησε για το κάλλος της ψυχής της και την οδήγησε στον νυμφώνα της βασιλείας Του. Για τον υμνογράφο δηλαδή η αγία Ιουλιανή ανήκει στη χορεία των πέντε παρθένων της γνωστής παραβολής, που «εισήλθον μετ’  αυτού εις τους γάμους». Η παρθενία της δεν υπήρξε στείρα και άκαρπη, αλλά πλήρης του ελαίου της χάριτος του Θεού. «Πληγώθηκες από τον γλυκύτατο έρωτα του Χριστού, πανεύφημε», «γι’ αυτό ο Κύριος αγάπησε το κάλλος σου τώρα και σε έβαλε μέσα στον φωτεινότατο νυμφώνα Του». Η αγία δηλαδή κατενόησε από πολύ μικρή ότι ο Χριστός, αν θέλει κανείς να νιώσει τη δύναμη και τη χάρη Του, δεν είναι το περιθώριο της ζωής, αλλά το κέντρο και η διαρκής αναφορά. Όπως Εκείνος μας προσέφερε όλον τον Εαυτό Του, κατά τον ίδιο τρόπο ζητάει και τη δική μας ολοκληρωτική προσφορά. «Ολόκληρο τον εαυτό σου πρόσφερες στον Θεό», σημειώνει ο υμνογράφος.

Με τον τρόπο αυτό η αγία Ιουλιανή είδε εμπειρικά να πραγματοποιείται και στον εαυτό της η υπόσχεση του Κυρίου, ότι όποιος θα Τον αγαπήσει αληθινά, θα γίνει κατοικητήριο δικό Του, θα Τον δει να φανερώνεται ο Ίδιος  στην ύπαρξή του. Κι είναι αυτό που αδιάκοπα κραυγάζει η Εκκλησία και οι άγιοί μας: η πίστη μας δεν είναι κάτι το θεωρητικό, αλλά αγκαλιάζει και το σώμα και την ψυχή μας. Μόλις νιώσει κανείς λίγο την αγάπη του Θεού, αμέσως Εκείνος καθίσταται ένοικος της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου. «Έκανες την ψυχή σου πανάγιο ναό του Θεού, ένδοξε». Ο υμνογράφος όμως γίνεται σαφής. Δεν θέλει να αφήσει περιθώριο παρεξήγησης, ώστε να νομίσει κανείς ότι έχει φτάσει αυτήν την αγάπη. Συνεχίζει λοιπόν για την αγία: «Έκανες την ψυχή σου ναό πανάγιο του Θεού, με το να ζεις πάντοτε μέσα στους θείους ναούς, με τους ύμνους και τις προσευχές». Με άλλα λόγια, η αγάπη του Θεού προϋποθέτει την ένταξη στην Εκκλησία, την αγάπη για τις ακολουθίες της Εκκλησίας, την αγάπη για τους ύμνους και τις προσευχές. Πράγματι, δεν υπάρχει πιο άμεσος και αποτελεσματικός τρόπος να αγαπήσει κανείς τον Θεό από το να εμβαπτίζει διαρκώς την ύπαρξή του σε ό,τι αποτελεί χώρο του Θεού και τραγούδια του Θεού. Που σημαίνει: αν σήμερα η αγάπη προς τον Θεό έχει υποχωρήσει, κατά το μεγαλύτερο μέρος φταίει η μικρή ή και μηδαμινή σχέση του ανθρώπου με την λατρεία της Εκκλησίας.

Ο άγιος Ιωσήφ, εν αγνοία του, επισημαίνει κάτι που ιδιαιτέρως στην εποχή μας αποτελεί σχεδόν παραδοξότητα: το «ερύθημα της παρθενίας». Λέγοντας για την μάρτυρα ότι στράφηκε ολοκληρωτικά προς τον Χριστό τονίζει ότι έκανε το φυσικό κόκκινο χρώμα της παρθενίας, το κοκκινάδι δηλαδή της σεμνότητας και της ντροπαλοσύνης, πιο λαμπρό με το αίμα του μαρτυρίου της. Τι ωραία εικόνα! Τι ποιητική σύλληψη! Μας λέει να δούμε με τα μάτια της ψυχής μας την αγία γεμάτη σεμνότητα, με κόκκινα τα μάγουλά της από τη χάρη της παρθενίας της. Κι αυτό το κόκκινο να το δούμε πιο έντονο πια, μετά το μαρτύριό της. Το μαρτύριό της δηλαδή ήταν η συνέχεια της παρθενίας της. Η επιβεβαίωση της σεμνότητάς της και της χάρης που την διακατείχε. Έτσι μας καθοδηγεί ο υμνογράφος να δούμε και το νόημα της παρθενίας: ως της καθαρότητας πρωτίστως της ψυχής διά της ανατάσεως αυτής προς τον Σωτήρα Χριστό. Κι αυτή η ανάταση είναι ένα είδος μαρτυρίου, του μαρτυρίου της συνειδήσεως, που προεκτείνεται και με το μαρτύριο του αίματος, όταν ζητηθεί κάτι τέτοιο.

Πώς να μην ενεργήσει η χάρη του Θεού μέσα σε ένα τέτοιο πλάσμα; Πώς ο Χριστός να μην την διατηρήσει αβλαβή από όσα οι δαιμονοκίνητοι διώκτες της τής έκαναν; Πώς να μην επηρεαστούν βλέποντάς την όλοι οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι; Και τι λέει επ’ αυτού ο άγιος Ιωσήφ; Όλοι αυτοί που μέσω της αγίας βρήκαν την πίστη του Χριστού υπήρξαν και η δική της προίκα σ’  Εκείνον. «Σαν πολύτιμη προίκα πρόσφερες στον Νυμφίο Χριστό, αθλοφόρε ένδοξε Ιουλιανή, όλους εκείνους τους αγίους ανθρώπους, που πίστεψαν στον Χριστό από τα θαυμάσια που με πίστη τέλεσες». Η αγία Ιουλιανή μας καθοδηγεί και σ’ αυτήν την αλήθεια: η αγία βιοτή μας, η συνεπής πορεία μας πάνω στα χνάρια του Χριστού λειτουργεί ιεραποστολικά: φέρνει και άλλους στον Χριστό. Κι αυτό λογαριάζεται σε εμάς. Συνιστά την προίκα μας μπροστά στον Χριστό. Πόση «προίκα» τέτοια άραγε θα φέρουμε κι εμείς μαζί μας; Πόσους ανθρώπους δηλαδή θα έχουμε επηρεάσει θετικά σε όλη την επίγεια ζωή μας, ώστε αυτό να «μετρήσει» υπέρ ημών στην κρίση του Θεού;

20 Δεκεμβρίου 2021

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΒΛΕΠΩ ΠΟΥΘΕΝΑ ΤΟΝ ΘΕΟ;

«Ο άνθρωπος, ζώντας πνευματικά, αρχίζει να βλέπει παντού τον Θεό· και όσο πιο πνευματικά ζει, τόσο πιο καθαρά Τον βλέπει. Απεναντίας, όταν ζει σαρκικά, πουθενά δεν βλέπει τον Θεό και τη δύναμή Του. Παντού βλέπει σάρκα και ύλη» (άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης).

Ο μέγας άγιος της Ρωσικής Εκκλησίας Ιωάννης της Κροστάνδης εκτός από το τεράστιο πνευματικό και κοινωνικό έργο που επιτέλεσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του μάς άφησε και πολλά γραπτά, τα οποία είναι γεμάτα από Πνεύμα Θεού. Στο παραπάνω μικρό απόσπασμα επισημαίνει μέσα από την εμπειρία του μία από τις μεγαλύτερες αλήθειες, τις οποίες αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού: η θέα του Θεού δεν είναι πρωτίστως θέμα Εκείνου, αλλά του ίδιου του ανθρώπου – της ποιότητας του εσωτερικού του κόσμου. Αν ο εσωτερικός κόσμος μας, δηλαδή αυτό που λέμε «καρδιά», είναι καθαρός, τότε διανοίγονται οι οφθαλμοί της ψυχής – υπάρχουν και πνευματικές αισθήσεις – και βλέπουμε τον Θεό παντού.

Τον βλέπουμε στη φύση και σε όλη τη δημιουργία, γιατί «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» και «πάντα δι’ Αυτού εγένετο και χωρίς Αυτού εγένετο ουδε εν ο γέγονε»∙ Τον βλέπουμε κατεξοχήν στον συνάνθρωπό μας, γιατί αποτελεί εικόνα του Χριστού κατά την αποκάλυψή Του και «εφόσον εποιήσαμεν ενί τούτων των ελαχίστων Αυτώ εποιήσαμεν»: ο συνάνθρωπος είναι μία μυστική παρουσία του Χριστού∙ Τον βλέπουμε και στον ίδιο τον εαυτό μας, ακριβώς για τον ίδιο με τον παραπάνω λόγο – πρώτος συνάνθρωπός μας είμαστε εμείς οι ίδιοι για τον εαυτό μας! Κι ακόμη: Μπορούμε και Τον βλέπουμε και σε οτιδήποτε άλλο είναι δικό Του – τους λόγους και τις εντολές Του, τις προσευχές που μας δίδαξε και μας ενέπνευσε, οτιδήποτε τελικώς υφίσταται στον κόσμο. «Τα πάντα και εν πάσι Χριστός» δεν λέει και ο απόστολος Παύλος που κατεξοχήν αυτός είχε τη χαρισματική αυτή εμπειρία της πίστεως, όπως και «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν»;

Κι ακόμη κατά τον άγιο: η θέα αυτή του Θεού βαίνει αυξανόμενη ανάλογα με την ένταση της πνευματικής μας ζωής - ό,τι συμβαίνει και με τους σωματικούς οφθαλμούς: υγιής οφθαλμός βλέπει τα πάντα καθαρά, ασθενής οφθαλμός βλέπει θαμπά και δυσδιάκριτα. Και τι σημαίνει πνευματική ζωή; Ζωή σύμφωνα με το άγιο θέλημα Κυρίου του Θεού μας, καθώς ενισχύεται μάλιστα αυτή από την ίδια τη χάρη του Θεού μέσα από τα μυστήρια της Εκκλησίας. Οπότε για έναν άγιο άνθρωπο η θέα του Θεού είναι «δεδομένη» - η πίστη του όντως γι’ αυτόν συνιστά μία καθαρή όραση. Είναι αυτό που βεβαίωσε ο Κύριος: «μακάριοι είναι αυτοί που έχουν καθαροί την καρδιά, δηλαδή τηρούν το θέλημα του Θεού: την ταπείνωση και την αγάπη, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό».

Από την άλλη, η διαπίστωση είναι εξίσου προφανής και αυτήν επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης: άνθρωπος που «ζει σαρκικά, πουθενά δεν βλέπει τον Θεό και τη δύναμή Του. Παντού βλέπει σάρκα και ύλη»! Και σαρκικά ζει ο άνθρωπος που έχει προσανατολιστεί αποκλειστικά στον υλικό κόσμο, αποσκοπώντας μόνο στην ικανοποίηση των αισθήσεών του, κατά το «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν».

Πού λοιπόν είναι ο Θεός; Γιατί δεν Τον βλέπουμε; Γιατί δεν μας φανερώνεται; Γιατί δεν κάνει αισθητή την παρουσία Του για να μας «πείσει» για την ύπαρξή Του; Τα «κλασικά» ερωτήματα που θέτουμε, κατά τον άγιο και σύνολη βεβαίως την αγιογραφική και πατερική παράδοση, γιατί ακολουθούμε την «πεπατημένη» οδό των αδιάφορων ανθρώπων που έχουν μάθει να επιρρίπτουν την ευθύνη πάντοτε για όλα στους άλλους, κυρίως δε στον Θεό – Εκείνος μάς δημιουργεί το πρόβλημα! Η απάντηση όμως είναι απλούστατη, αλλά όπως καταλαβαίνουμε απαιτεί κινητοποίηση και «ξεβόλεμα» από τα πάθη μας: να κοιτάξουμε τον εαυτό μας και την κατάσταση της καρδιάς μας – βλέπουμε και ακούμε με ό,τι ενεργεί μέσα μας. Και να μετανοήσουμε. Τότε πράγματι κατά την αναλογία της διάθεσης και του πόθου μας θα Τον δούμε να ανατέλλει στην ύπαρξή μας και να γευόμαστε το φως Του! Ίσως οι μάγοι της μακρινής Περσίας κατά τη γέννηση του Χριστού έχουν να μας πουν πολλά πράγματα επ’ αυτού!

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (4)

Προεόρτιο ἰδιόμελο. Ἦχος πλ. δ΄.

«Ὑπόδεξαι Βηθλεέμ, τήν τοῦ Θεοῦ Μητρόπολιν. Φῶς γάρ τό ἄδυτον ἐπί σέ γεννῆσαι ἥκει. Ἄγγελοι θαυμάσατε ἐν οὐρανῶ, ἄνθρωποι δοξάσατε ἐπί τῆς γῆς, Μάγοι ἐκ Περσίδος, τό τρισόκλεον δῶρον προσκομίσατε. Ποιμένες ἀγραυλοῦντες, τόν τρισάγιον ὕμνον μελῳδήσατε. Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Παντουργέτην».

(Υποδέξου, Βηθλεέμ, τη Μητρόπολη του Θεού, την Παναγία. Διότι έχει έλθει για να γεννήσει στον τόπο σου το αιώνιο φως, τον Χριστό. Άγγελοι θαυμάστε στον ουρανό, άνθρωποι δοξάστε στη γη, Μάγοι από την Περσία προσκομίστε το τρισένδοξο δώρο. Ποιμένες που είστε άγρυπνοι στους αγρούς μελωδήστε τον τρισάγιο ύμνο. Κάθε άνθρωπος και κάθε ον που αναπνέει ας δοξολογήσει τον Δημιουργό των πάντων).

Ὁ ἐκκλησιαστικός ὑμνογράφος κινεῖται ἀδιάκοπα στό ἐπίπεδο τοῦ θάμβους πού τοῦ προκαλεῖ τό μυστήριο τῆς Γέννησης τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου. Καί μαζί μ’ αὐτόν κι οἱ ὑπόλοιποι πιστοί. Γιατί  ξέρουμε πώς τό ἐκκλησιαστικό ποίημα δέν εἶναι ἕνα ἀτομικό ἐπίτευγμα· εἶναι γεγονός ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ. Ὁ ὑμνογράφος γίνεται τό στόμα καί τό χέρι τοῦ λαοῦ, γιά νά μιλήσει καί νά γράψει ὅ,τι ὁ λαός ζεῖ καί βιώνει. Γι’ αὐτό καί δέν ἔχει ἀπόλυτη σημασία τό ποιός εἶναι ὁ ὑμνογράφος κάθε φορά ἑνός ποιήματος πού ἡ Ἐκκλησία τραγουδᾶ. Τό ζητούμενο εἶναι τό νόημα, τό περιεχόμενο αὐτοῦ πού ζοῦν οἱ πιστοί. Τό ἴδιο λοιπόν βλέπουμε καί στό παραπάνω τροπάριο, δοξαστικό τοῦ πλ. δ΄, ἀπό τά ἀπόστιχα τοῦ ὄρθρου τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων. Ὁ ὑμνογράφος καλεῖ τή Βηθλεέμ, τόν τόπο τῆς γέννας τοῦ Σωτήρα, νά ὑποδεχθεῖ τήν Παναγία Μητέρα μέ τό κυοφορούμενο ἔμβρυο. Γιατί αὐτό τό ἔμβρυο εἶναι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, «τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Ὁ θαυμασμός τῶν ἀγγέλων, ἡ δοξολογία τῶν ἀνθρώπων, ἡ προσφορά τῶν δώρων ἀπό τούς φωτισμένους Μάγους τῆς Ἀνατολῆς, ἡ μελωδία τῶν Ποιμένων εἶναι ἡ μόνη πρέπουσα στάση. Διαρκῶς ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀνοίγει τά μάτια γιά νά δοῦμε τή συμπαντική σημασία τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.