18 Ιανουαρίου 2022

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ


«Ο άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε, όπως συμπεραίνουν ορισμένοι, στην Αλεξάνδρεια κατά το 295/6 μ.Χ. Δεν έχουμε πολλές και ασφαλείς ειδήσεις για την παιδική και την εφηβική του ηλικία. Οι γονείς του ήταν Έλληνες και μάλλον εθνικοί και απέκτησε ικανοποιητική θύραθεν παιδεία στις εθνικές σχολές της Αλεξάνδρειας, κατά πληροφορίες του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Από μικρός βρέθηκε στο στενό περιβάλλον του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας, από τον οποίο έγινε αναγνώστης, γραμματέας και διάκονος (319). Εκεί γνώρισε πολύ καλά και την όλη εκκλησιαστική και θεολογική κατάσταση της εποχής, όπως και τον μοναχικό βίο. Διάκονος ακόμη, συνοδεύοντας τον επίσκοπο Αλέξανδρο, τον οποίο επηρέαζε πάρα πολύ, έκανε αισθητή την παρουσία του στην Α΄ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδο των 318 Πατέρων, που συγκροτήθηκε το 325 μ.Χ. κατά του Αρείου, στην οποία διέπρεψε περισσότερο από όλους με το ζήλο του υπέρ της διδασκαλίας του ομοουσίου. Το επόμενο έτος 326, διαδέχτηκε τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο και αρνήθηκε την κοινωνία με τον Άρειο, διότι γνώριζε τη διαστροφή της γνώμης του και τη νόσο της αιρέσεως που εμφώλευε ακόμη στην καρδιά του. Γι’ αυτόν τον λόγο  άρχισαν αμέσως οι κατ’ αυτού συκοφαντίες και οι εχθρικές ενέργειες του αιρεσιάρχη αυτού, όπως και τα ληστρικά γνωστά συνέδρια και οι άδικες κατηγορίες εναντίον του και οι αλλεπάλληλες εξορίες που υπέστη από τους βασιλείς Κωνσταντίνο τον μεγάλο,  Κωνστάντιο τον υιό του, Ιουλιανό τον παραβάτη και τον θερμό προστάτη των αρειανών Ουάλη. Ο μεν μέγας Κωνσταντίνος τον εξόρισε από ευπιστία στις διαβολές των άλλων,  οι άλλοι όμως κινήθηκαν εναντίον του από τη δική τους ο καθένας κακοπιστία. Ο υπερασπιστής όμως της ορθοδοξίας Αθανάσιος,  άλλοτε συρόμενος από τη βία των ανθρώπων της εξουσίας, άλλοτε δίνοντας τόπο στην οργή των εχθρών, οδηγήθηκε στο Τρίβερι της Γαλλίας, κατέφυγε στη Ρώμη, φυγαδεύτηκε στις ερήμους, κρύφτηκε σε υπόγεια μήνες ολόκληρους, υπέμεινε μύριους κινδύνους και διωγμούς επί 46 χρόνια, μέσα στα οποία τον ανακαλούσαν για λίγο, για να διωχθεί και πάλι στη συνέχεια. Τελευταία, αφού αναφάνηκε στο ύψος του επισκοπικού του θρόνου σαν φωτεινό αστέρι, αλλά στη δύση του πια, και κατεφώτισε με τη λαμπρότητα των λόγων του τον ορθόδοξο λαό για μικρό διάστημα, έφτασε οριστικά στη δύση της ζωής του και αναπαύτηκε ο πολύ ταλαιπωρημένος από τους μακρούς κόπους και αγώνες του άγιος Αθανάσιος κατά το έτος 373 μ. Χ.».

  Ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος στον επιτάφιό του για τον Μ. Αθανάσιο έγραψε: «Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι», επαινώντας τον Αθανάσιο, είναι σαν να επαινώ την αρετή. Το ίδιο ακριβώς εκφράζει και η υμνολογία της Εκκλησίας μας σήμερα διά γραφίδος του αγίου Θεοφάνους του υμνογράφου, ο οποίος επαναλαμβάνει τον λόγο του αγίου Γρηγορίου ελαφρώς παραλλαγμένο: «Προσκομίζοντας τον έπαινο στον Αθανάσιο, σαν να εγκωμιάζω την αρετή, φέρνω μάλλον το εγκώμιο προς τον ίδιο τον Θεό». Γιατί τέτοιος εγκωμιασμός;

Πρώτον, διότι ο άγιος Αθανάσιος «υπήρξε η μεγαλύτερη φυσιογνωμία της αρχαίας Εκκλησίας. Σήκωσε το βάρος πολλαπλής και βαθιάς κρίσεως και θεμελίωσε θεολογικά και οριστικά την ορθόδοξη τριαδολογία…Για τέσσερις δεκαετίες και πλέον (328- 373) απέβη το σύμβολο και η κεφαλή, προς την οποία με αγωνία είχαν στραμμένα τα βλέμματα οι πάντες, ορθόδοξοι και κακόδοξοι. Οι λίγοι ορθόδοξοι, όσο έβλεπαν τον ιερό αετό όρθιο στον θρόνο του ή ανυποχώρητο στις εξορίες του, ήταν βέβαιοι πως η Ορθοδοξία ζει και αναθαρρούσαν. Οι πολλοί κακόδοξοι, όσο έβλεπαν όρθιο τον ανυπότακτο άνδρα, ήξεραν ότι παρά τους διωγμούς η Ορθοδοξία επιζεί και γι’ αυτό θηριώνονταν» (Σ. Παπαδόπουλος).

Δεύτερον, διότι στον άγιο βλέπουμε τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις που απαιτούνται εκ μέρους του Θεού, προκειμένου να γίνει κατοικητήριο Αυτού και όργανο φανέρωσης της αλήθειας Του: τις φυσικές καταβολές και σπουδές του, τους αγώνες του για πνευματική κάθαρση του εαυτού του. «Καθάρισες από κάθε μολυσμό την ψυχή και το σώμα σου, Αθανάσιε, γι’ αυτό και αναδείχθηκες άξιος ναός του Θεού. Το πλήρωμα λοιπόν της αγίας Τριάδος, όλος ο Θεός, επαναπαύτηκε σε σένα, παμμακάριστε μύστη του Θεού». Ο άγιος υμνογράφος μάλιστα υπενθυμίζει ότι τον πνευματικό του αυτόν αγώνα τον ξεκίνησε ήδη εκ νεότητός του, γι’ αυτό και από την ηλικία αυτή απέκτησε φρόνημα πολιού γέροντος: «Κατάργησες τα σκιρτήματα των σαρκικών αμαρτωλών παθών με νεανικούς αγώνες, γι’ αυτό και ήδη από τη νεότητά σου απέκτησες σταθερό και γεροντικό σεβάσμιο φρόνημα, μακάριε Αθανάσιε».

Ο άγιος Αθανάσιος βεβαίως είναι ταυτισμένος με τους αγώνες υπέρ της ορθοδοξίας. Η Εκκλησία μας, όπως σημειώθηκε και παραπάνω, σ’ αυτόν οφείλει το γεγονός της διατρανώσεως της ορθόδοξης πίστης, με την έννοια ότι αυτός φωτίστηκε κατεξοχήν να δείξει στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο τις πλάνες των αντιπάλων, όταν ο αιρεσιάρχης Άρειος και οι ομόφρονές του, μπλεγμένοι σε κοσμικές φιλοσοφίες, απειλούσαν τη διαστρέβλωση της αποκάλυψης του Χριστού και της αποστολικής διδασκαλίας. Την προσφορά αυτή επισημαίνουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας σε συντριπτικό ποσοστό. «Φύτευσες τα δόγματα της ορθοδοξίας και απέκοψες τα αγκάθια της κακοδοξίας, όσιε, πληθαίνοντας έτσι τον σπόρο της πίστεως με τη βροχή του αγίου Πνεύματος». «Αφού κήρυξες ορθόδοξα τον Λόγο του Θεού, τον Χριστό, ότι είναι ομότιμος και σύνθρονος με τον Πατέρα, όπως και ότι είναι μονογενής Υιός Του, διδάσκεις πάλι, επώνυμε της αθανασίας Πατέρα, ότι και το άγιον Πνεύμα είναι συμφυές και ομοούσιο με τον Γεννήτορα Πατέρα  και τον Υιό». «Εξόρισες παράξενα δόγματα και ξένα προς την Εκκλησία του Χριστού, και θεολόγησες την Τριάδα των υποστάσεων και την Μονάδα της Θεότητος».

Οι αγώνες όμως υπέρ της ορθοδοξίας επισύρουν πάντοτε τη μήνη, κατά παραχώρηση βεβαίως του Θεού, του ίδιου του αρχέκακου διαβόλου, ο οποίος μεγαλύτερη χαρά δεν έχει από το να αλλοιώνεται η αληθινή πίστη του Χριστού. Διότι αλλοιωμένη πίστη σημαίνει και αλλοιωμένο τρόπο ζωής. Το δόγμα ως η διατύπωση της αλήθειας, ως γνωστόν, έχει άμεση επίπτωση προς το ήθος του ανθρώπου, δείγμα ότι οι αιρετικοί δεν μπορούν και να ζήσουν κατά τον τρόπο του Χριστού, δηλαδή τον τρόπο της αγάπης. Κατανοεί λοιπόν κανείς εύκολα και το γιατί υπέστη τόσους διωγμούς, τόσες συκοφαντίες ο μέγας αστήρ Αθανάσιος. «Λύσσαξε», κατά το κοινώς λεγόμενο, ο διάβολος και υποκίνησε τα όργανά του, προς εξαφανισμό του αγίου. Αλλ’  είπαμε, όλα γίνονται κατά παραχώρηση Θεού, που σημαίνει ότι υπάρχει έλεγχος των δαιμονικών ενεργειών και όριο στις επιθέσεις τους, με σκοπό να φανερωθεί  μέσω των επιθέσεων αυτών ακόμη περισσότερο η λάμψη της αλήθειας και η αγιότητα των φορέων αυτής. Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, όντως επικεντρώνει επ’ αρκετόν και στη διάσταση αυτή από τη ζωή του αγίου Αθανασίου. «Άπειροι οι κίνδυνοι που δοκίμασες, μακάριε, καθώς αγωνιζόσουν υπέρ της αληθινής πίστεως». «Έμεινες καρτερικός στους διωγμούς και υπέμεινες τους κινδύνους, όσιε θεορρήμον Αθανάσιε, μέχρις ότου εξόρισες την άθεη πλάνη του Αρείου».

Η Εκκλησία μας δεν φείστηκε καθόλου των επαίνων, για να δείξει το μέγεθος του αγίου Αθανασίου. Και μόνο το γεγονός ότι, μεταξύ των όσων είπαμε, τον χαρακτηρίζει ως τον δέκατο τρίτο από τους αποστόλους, που μέσω αυτού μιλούσε ο ίδιος ο Κύριος και το ίδιο το άγιον Πνεύμα, αρκεί για να καταλάβουμε τι σημαίνει Αθανάσιος και γιατί η θεολογία της Εκκλησίας μας κατά βάση έχει χαρακτηριστεί «αθανασιανή». «Η ζωηφόρος πνοή του Πνεύματος του Χριστού, που επιφοίτησε πριν κατά τρόπο θεοπρεπή στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, και γέμισε τους μαθητές, σε αναδεικνύει δέκατο τρίτο απόστολο, πάτερ». «Έχοντας τον Χριστό να ομιλεί, Πάτερ, με τη γλώσσα σου, σαν εύηχο όργανο, στηλιτεύεις, μακάριε, με τα γραπτά σου την αίρεση των ειδώλων».

17 Ιανουαρίου 2022

ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΚΑΛΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ

 Ο μέγας Πατήρ της Εκκλησίας όσιος Αντώνιος, τον οποίο προβάλλει η Εκκλησία μας ως τύπο αρτίου ανθρώπου διαχρονικά, είχε κατανοήσει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αγιάσει ο χριστιανός, αν δεν ελέγχει τον εσωτερικό του κόσμο, κυρίως δε τους λογισμούς του -  ό,τι τόνιζαν και οι σύγχρονοι άγιοι Πορφύριος, Παῒσιος, Σωφρόνιος κ.ά. Διότι ο έλεγχος αυτός φέρνει την καθαρότητα της ψυχής, η οποία αποτελεί τη μόνη  προϋπόθεση για να ζει κανείς την παρουσία της χάρης του Θεού στην ύπαρξή του – «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Λέει συγκεκριμένα: 

«Ας μην απατώμεθα…ούτε να φαινώμεθα δειλοί ούτε να δημιουργούμε φόβους… Ας μη φέρνουμε καθόλου τέτοιες σκέψεις στον νου μας ούτε να μας πιάνη η λύπη σαν να είμαστε πια χαμένοι. Απεναντίας να νιώθουμε θαρραλέοι και πάντοτε χαρούμενοι, σαν να έχουμε ήδη σωθή» (Βίος αγίου Αντωνίου από Μ. Αθανάσιο).

Ο μέγας άγιος ευρισκόμενος μέσα στην Παράδοση της Εκκλησίας πίστευε ότι οι καλοί λογισμοί και η εξάσκηση των αρετών είναι τα μόνα σύμφωνα προς τη φύση του ανθρώπου. Διότι ο Θεός μάς δημιούργησε για να ζήσουμε μαζί Του, τηρώντας το θέλημά Του και καλλιεργώντας τις αρετές. Οι φαύλοι λογισμοί και οι πονηρές σκέψεις αποτελούν εκτροπή από την ορθή πορεία. Όπως ο ίδιος το λέει: «Το να είναι η ανθρώπινη ψυχή ευθεία, αυτό αποτελεί τη φυσική της νοερά κατάσταση, όπως δηλαδή δημιουργήθηκε. Όταν όμως διαστραφεί «το κατά φύσιν», τότε αυτή η κατάσταση ονομάζεται κακία της ψυχής. Διότι αν μείνουμε όπως πλασθήκαμε, είμαστε μέσα στην περιοχή της αρετής. Όταν όμως σκεπτόμαστε τα φαύλα πράγματα, σαν κακοί αξίζει να κριθούμε… Εφ’ όσον είναι στα χέρια μας, ας φυλαχθούμε από τους βρωμερούς λογισμούς και ας φυλάξουμε την ψυχή μας για τον Κύριο».

Ιδιαιτέρως είναι σημαντική η επισήμανση του οσίου κατά τη διεξαγωγή του πνευματικού αγώνα: «να νιώθουμε θαρραλέοι και χαρούμενοι, σαν να έχουμε ήδη σωθεί». Όχι μόνο δηλαδή απαιτείται να καλλιεργεί κανείς καλούς λογισμούς, μα εξαιρέτως στις δυσκολίες θα πρέπει να παραστήσει με εικονιστική δύναμη ενώπιόν του τη διέξοδο, την υπέρβαση και τη λύση των δυσκολιών – τον κατεξοχήν καλό λογισμό. Που σημαίνει: μία δυσκολία και ένα πρόβλημα θα ξεπεραστούν στον βαθμό που απεγκλωβίσει κανείς τον νου του από το πρόβλημα και τον προσανατολίσει στη λύση και τη νίκη. «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» κατά τη φράση της Γραφής.

Η διδασκαλία αυτή του αγίου δεν ήταν μία γνώση που απέκτησε από μελέτη βιβλίων ή ακούγοντας σοφούς. Ήταν η εμπειρία από τη βιωματική μαθητεία του πολλών χρόνων «παρά τους πόδας» οσίων φημισμένων ασκητών της εποχής του. Κοντά τους δεν έψαχνε τα τυχόν ψεγάδια τους που ασφαλώς ως άνθρωποι είχαν. Τον ενδιέφερε η αρετή που καλλιεργούσαν και αυτήν σημείωνε για δικό του παραδειγματισμό.

«Υποτασσόταν πραγματικά σε φημισμένους πατέρες. Πήγαινε να τους συναντήσει κι εφάρμοζε στον εαυτό του του καθενός το προτέρημα της αρετής και της ασκήσεως. Έβλεπε στον ένα τον ευχάριστο χαρακτήρα, στον άλλον την προθυμία στην προσευχή, του ενός μελετούσε την πραότητα, του άλλου τα φιλάνθρωπα  αισθήματα... Τον ένα εθαύμαζε για την υπομονή του και τον άλλον για τις νηστείες και την μακροθυμία. Όλων όμως μαζί σημείωνε τον έρωτά τους για τον Χριστό και την μεταξύ τους αγάπη».

Κι εντέλει να πούμε ότι ο έρωτας για τον Χριστό που εκφραζόταν ως αγάπη προς τον πλησίον πυράκτωσε και τη δική του καθαρή ψυχή. Ό,τι σκεφτόταν, ό,τι έλεγε και έκανε πήγαζε από την αγάπη του αυτή. Το είχε άλλωστε επισημάνει και στον απόστολο Παύλο. Εκείνος δεν έγραφε προς τους Ρωμαίους ότι τίποτε δεν μπορεί να τον χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;» Κατά τον ίδιο τρόπο και ο Αντώνιος είχε διαρκώς το βλέμμα και τους λογισμούς του στην αγάπη Εκείνου. «Δεν με τρομάζουν τα τραύματα που μου κάνατε,  (δαίμονες). Και αν με γεμίσετε με περισσότερα, “τίποτε δεν θα με χωρίσει από της αγάπης του Χριστού”». Γι’ αυτό και κατέληγε πάντα οποιοδήποτε λόγο του με τον ίδιο επίλογο: «Τίποτα να μην προτιμάτε στον κόσμο από την αγάπη προς τον Χριστό». Και: «Χριστόν πάντοτε αναπνέετε».

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο Αντώνιος γεννήθηκε το 251 μ.Χ. στην κωμόπολη Κομά της Αιγύπτου. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς Χριστιανοί, πλούσιοι και αριστοκράτες που του μετάγγισαν την πίστη τους στον Χριστό. Σε νεαρή ηλικία τους έχασε κι έμεινε μόνος με τη μικρή αδελφή του. Είκοσι ετών περίπου νιώθει την κλήση του Θεού να αποσυρθεί από τα κοσμικά και να αφιερωθεί πλήρως στον Θεό. Εμπιστεύεται την αδελφή του σε παρθενώνα (ένα είδος γυναικείου μοναστηριού) της περιοχής του, μοιράζει στους φτωχούς όλη την περιουσία που είχε από τους γονείς του και αποσύρεται πρώτα κοντά στο χωριό του κι ύστερα σε πιο απομακρυσμένες κι ερημικές περιοχές. Η δίψα του κι ο πόθος του για τον Θεό και την αρετή ήταν πολύ μεγάλοι. Όπου άκουγε ότι υπάρχει κάποιος ενάρετος ασκητής πήγαινε και τον επισκεπτόταν για να τον μιμηθεί στον καλό τρόπο της ζωής του. Σιγά σιγά έτσι απέκτησε σχεδόν όλες τις αρετές, χαρακτηριζόμενος από όλους θεοφιλής. Ο Θεός επέτρεψε, για να του αυξήσει τις δωρεές και τα χαρίσματα, να μπει και στη σκληρή δοκιμασία των δαιμονικών πειρασμών. Μέσα από το καμίνι αυτό, με τη βοήθεια του Θεού, αναδείχτηκε ως «χρυσός εν χωνευτηρίω». Προχώρησε πολύ στην αγιότητα, απέκτησε τα μεγάλα χαρίσματα της διόρασης και της προόρασης, καθώς και της διάκρισης των πνευμάτων. Η φήμη του από τα θαύματα και τα χαρίσματά του άρχισε να απλώνεται παντού. Έγινε πρότυπο στους πάντες, κοσμικούς και μοναχούς. Η ταπείνωσή του όμως τον κρατούσε προσγειωμένο στην πραγματικότητα. Αποσύρθηκε σε ακόμη ερημικότερες περιοχές, μα ο πιστός λαός τον αναζητούσε οπουδήποτε. Τέλος σε βαθύτατο γήρας, το 356, σε ηλικία 105 ετών, αφού έδωσε τις τελευταίες συμβουλές στους συνασκητές του και με την εντολή να τον θάψουν σε μέρος που δεν θα το γνωρίζει κανείς, παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στα χέρια του Δημιουργού του, μέσα σε άφατη χαρά και ιλαρότητα».

Ο Μέγας Αθανάσιος, ο οικουμενικός αυτός Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας, ο οποίος και συνέγραψε τον βίο του αγίου Αντωνίου – στην πραγματικότητα μία εκτεταμένη επιστολή – λέει ότι είναι «μεγάλο κέρδος γι’ αυτόν και να θυμάται μόνον τον Αντώνιο». Ο ιερός Αυγουστίνος, ο μεγάλος κι αυτός άγιος της Εκκλησίας, πήρε την οριστική απόφαση να μεταστραφεί στη χριστιανική πίστη και να βαπτιστεί, με την καθοδήγηση βεβαίως του επισκόπου Μεδιολάνων αγίου Αμβροσίου, όταν μελέτησε τον βίο του αγίου Αντωνίου. Ο σπουδαίος ασκητής του Γεροντικού, ο οποίος ζήτησε από τον Θεό να του φανερώσει όλους τους μεγάλους αγίους της εποχής του, είδε να εκπληρώνεται το αίτημά του, πλην του Αντωνίου. Και στο ερώτημά του στον Κύριο γιατί συνέβη αυτό, έλαβε την πληροφορία ότι «ο Αντώνιος είναι πολύ κοντά μου και δεν μπορείς να τον δεις». Όταν μιλάμε για τον άγιο Αντώνιο λοιπόν δεν μιλάμε για απλό άγιο της Εκκλησίας. Το πνευματικό ύψος του είναι τρισμέγιστο, φθάνει μέχρι και σ’ αυτά τα «κράσπεδα» της Τριαδικής Θεότητος.

Η υμνολογία της Εκκλησίας μας τον παραλληλίζει με τον προφήτη Ηλία και τον άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή. Ό,τι ο ίδιος ο άγιος Αντώνιος είδε σαν τρόπο ζωής στον προηγηθέντα από αυτόν όσιο Παύλο τον Θηβαίο («του Παύλου συμμέτοχος του Θηβαίου»),  το ίδιο αγωνίστηκε και αυτός να πράξει. Νέος προφήτης Ηλίας και νέος Ιωάννης Πρόδρομος ο όσιος Παύλος, παρομοίως και ο άγιος Αντώνιος. Κατά πώς το λέει και το απολυτίκιό του: «Μιμήθηκες στον τρόπο της ζωής τον ζηλωτή Ηλία κι ακολούθησες τους ίσιους δρόμους του Βαπτιστή, πάτερ Αντώνιε». Κι ακόμη: τον παραλληλίζει και με τον Μωυσή, ονομάζοντάς τον «νέον Μωυσή», διότι «στην έρημο έστησε το τρόπαιο κατά των εχθρών και των αντιπάλων ως αρχηγός του λαού». Δεν παραξενεύουν λοιπόν οι χαρακτηρισμοί που του αποδίδει η Εκκλησία μας διά των ύμνων της: «Πατήρ Πατέρων», «φωστήρ φωστήρων», «οικουμένης το κλέος», «ο επί γης άγγελος και εν ουρανοίς άνθρωπος Θεού».

Ο άγιος υμνογράφος κάνοντας, με τα δεδομένα της ζωής του οσίου και με φωτισμό Θεού, μία πνευματική «ακτινογραφία» του Αντωνίου, επικεντρώνει στην καρδιά του: ήταν ένα πυρακτωμένο καμίνι αγάπης και έρωτα που η φλόγα του ανέβαινε διαρκώς στο ακρότατο των επιθυμητών, στην πιο υψηλή κορυφή της αγάπης, τον ίδιο τον Θεό. «Ο θείος έρωτας σού έβαλε φωτιά και έδωσε φτερά στην ψυχή σου να ποθήσεις το πράγματι ακρότατο όριο της αγάπης, τον Θεό δηλαδή». Αυτός ο έρωτάς του ήταν η κινητήρια δύναμη για να απαγκιστρωθεί από όλες τις γοητείες του παρόντος κόσμου του απατεώνος, και στη συνέχεια με την πολλή άσκησή του και την ησυχία να αυξηθεί  σ’ αυτήν την  αγάπη του Θεού, να ενωθεί πλήρως με Αυτόν και να γεμίσει από όλα τα καλά που ο Θεός ξέρει να δίνει: όχι κάτι από Αυτόν, αλλά ολόκληρο τον Εαυτό Του. «Τότε λοιπόν, με τον θείο έρωτά σου, έκανες πέρα οποιαδήποτε  σχέση με άνθρωπο και ήλθες στην έρημο, αγωνιζόμενος να ενωθείς με Αυτόν με την πολλή άσκηση και την ησυχία. Γι’ αυτό και γέμισες, όπως ζήτησες, από τα καλά του Θεού και έλαμψες σαν ήλιος, φωτίζοντας τις ψυχές μας, Αντώνιε».

Ο άγιος υμνογράφος με τα παραπάνω λεγόμενά του δίνει απάντηση και σε ένα ερώτημα που μπορεί να δημιουργηθεί και σε εμάς σήμερα: τι ήταν εκείνο που έκανε τον Θεό να δώσει τόση χάρη στον Αντώνιο; Κάνει διακρίσεις ο Θεός; Αγάπησε περισσότερο εκείνον από ό,τι εμάς ή άλλους άλλων εποχών; Η απάντηση είναι αρνητική. Ο Θεός αγαπά τους πάντες εξίσου. «Ουκ έστιν προσωπολήπτης ο Θεός». Ό,τι αγάπη είχε στον Αντώνιο έχει και σε εμάς και σε όλους τους ανθρώπους. Ποιο λοιπόν το «μυστικό» του Αντωνίου; «Ως εζήτησας» σημειώνει ο υμνογράφος. Η απάντηση βρίσκεται στη μικρή αυτή φράση. Ο άγιος Αντώνιος πυρακτώθηκε από την χάρη του Θεού, έγινε όλος φωτιά, διότι και ο ίδιος αναζητούσε τον Θεό. Κι εκεί υπάρχει το έλλειμμα το δικό μας. Ε μ ε ί ς  δεν αναζητούμε τον Θεό ή αν Τον αναζητούμε, Τον αναζητούμε με πολύ αναιμικό τρόπο. Ο Θεός προσφέρεται στον άνθρωπο κατά την αναλογία και της δικής του επιθυμίας. Μεγάλη αναζήτηση; Μεγάλη και η προσφορά. Μικρή αναζήτηση; Μικρή και η προσφορά. Με άλλα λόγια και εμείς θα μπορούσαμε να αναδειχτούμε άγιοι της περιωπής του αγίου Αντωνίου. Καταθέτουμε όμως την καρδιά και τη διάθεσή μας στον Θεό με απόλυτο τρόπο, χωρίς προαπαιτούμενα, σαν τον άγιο Αντώνιο; Την ευθύνη της μικρής ή και της μηδαμινής χάρης του Θεού μέσα μας πρέπει να την αναζητήσουμε στον ίδιο μας τον εαυτό.

16 Ιανουαρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ (17 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)

«Ὁ ἔνδοξος νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος, υἱός εὐσεβῶν καί ἐναρέτων γονέων, τοῦ Κωνσταντίνου καί τῆς Βασίλως, καταγόταν ἀπό ἕνα χωριό τῶν Γρεβενῶν πού ὀνομαζόταν Τσούρχλι (τώρα Ἅγιος Γεώργιος). Λόγω τῆς φτώχειας τῶν γεωργῶν γονέων του δέν μπόρεσε νά μάθει γράμματα κι ὅταν ἔμεινε ὀρφανός σέ νεαρή ἡλικία ἔμεινε γιά μικρό διάστημα μαζί μέ τά ἀδέλφια του. Ἔφυγε ἀργότερα γιά τά Ἰωάννινα, ὅπου ἔκανε κάποιες μικρές δουλειές γιά νά τρέφεται, ὄντας ἁπλός, σεμνός καί πρᾶος, ἐνῶ δέν παρέλειπε ὅταν τοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία νά βρίσκεται στόν Ναό τοῦ Κυρίου. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1836 ἦταν ἱπποκόμος σέ κάποιον Ὀθωμανό, ἀξιωματοῦχο τοῦ διοικητῆ τῶν Ἰωαννίνων. Κάποιοι τότε  Ὀθωμανοί, κατώτερης κοινωνικῆς τάξης, κινούμενοι ἀπό φθόνο καί ἐμπάθεια τόν συκοφάντησαν ὅτι τάχα εἶχε ἐξομόσει πρίν ἀπό καιρό καί ἔπειτα ξανάγινε χριστιανός. Τόν ὁδήγησαν λοιπόν στόν Τοῦρκο δικαστή, ὁ ὁποῖος τόν ἀνέκρινε καί διεπίστωσε, μετά καί τήν ἄρνηση του Γεωργίου ὅτι συνέβη κάτι παρόμοιο, ὅτι πρόκειται περί συκοφαντίας, μέ ἀποτέλεσμα νά τόν ἀφήσει ἐλεύθερο.   

Συνεχίζοντας λοιπόν τή ζωή του κοντά στόν ἀξιωματοῦχο Ὀθωμανό στά Ἰωάννινα, συζεύχθηκε μέ τή γυναίκα του, ὀνόματι Ἑλένη, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1837.  Τόν μήνα αὐτόν, ἦλθε ἕνας ἡγεμόνας τοῦ Μουσταφᾶ πασᾶ στά Ἰωάννινα, κι ἔτυχε τότε νά προσληφθεῖ ὁ ἅγιος ἀπό τόν νεοδιορισμένο Μουσελίμη τῶν Φιλιατῶν, τόν ὁποῖο καί ἀκολούθησε ἐκεῖ. Μετά ἀπό λίγο ὅμως ἐπέστρεψε ὁ Μουσελίμης γιά ὑποθέσεις του στά Ἰωάννινα κι ἦλθε καί ὁ Γεώργιος ὡς ἱπποκόμος του, ὁπότε μέ τό πέρας τῶν ὑποθέσεων καθώς ξεκίνησε καί πάλι ὁ Μουσελίμης γιά τίς Φιλιάτες, ὁ Γεώργιος τόν παρεκάλεσε νά παραμείνει γιά λίγες ἡμέρες ἀκόμη στά Ἰωάννινα, γιατί εἶχε γεννήσει ἡ γυναίκα του υἱό καί ἤθελε νά παρευρίσκεται στή βάπτισή του. 12 Ἰανουαρίου, ἡμέρα Τετάρτη, πρωϊνή ὥρα, κάποιος Ὀθωμανός τόν συνάντησε στόν δρόμο, τόν ἅρπαξε βίαια καί τοῦ εἶπε: Ἐσύ ἔγινες Τοῦρκος καί πῶς τώρα ζεῖς ὡς χριστιανός; Αὐτός ἀπάντησε: οὔτε Τοῦρκος ἔγινα ποτέ οὔτε τόν Χριστό μου ἀρνήθηκα ποτέ. Χριστιανός καί ἤμουνα καί πάντοτε θά εἶμαι. Ἐπειδή μαζεύτηκαν καί ἄλλοι Ὀθωμανοί ἀπό ὅσους ἦταν στόν δρόμο καί μαρτυροῦσαν κι αὐτοί τά ἴδια μ’ ἐκεῖνον πού τόν εἶχε ἁρπάξει, λόγω τοῦ θορύβου πού δημιουργήθηκε, ἔφτασε ὁ Διοικητής Καβάζπασης, ὁ ὁποῖος ρώτησε νά μάθει γιά τήν αἰτία τοῦ θορύβου καί ἄκουσε ἀπό τούς Ὀθωμανούς τήν κατηγορία κατά τοῦ Γεωργίου: εἶχε τουρκέψει καί τώρα ζεῖ καί πάλι ὡς χριστιανός. Ὁ Γεώργιος στό μεταξύ συνεχῶς ἔκραζε δυνατά, Χριστιανός καί ἤμουν πάντοτε, καί εἶμαι, καί ποτέ δέν ἔγινα Τοῦρκος. Τόν συνέλαβε ὁ Καβάζπασης, τόν φυλάκισε καί περί τό δειλινό τόν ὁδήγησαν στόν δικαστή, ὅπου τόν ἐξέτασαν, τόν πίεσαν ποικιλοτρόπως γιά νά ἐξομόσει, ἀλλά αὐτός παρέμεινε ἀκράδαντος στήν ὁμολογία τῆς ἀμώμητης πίστεώς μας. Τόν ἔκλεισαν καί πάλι στή φυλακή. Τότε ὁ ἁρχιερατεύων στά Ἰωάννινα Ἰωακείμ ὁ ἀπό Δρυϊνουπόλεως (κατόπιν Πατριάρχης), πῆγε στόν δικαστή καί μέ ἰσχυρά ἐπιχειρήματα ἀναίρεσε ὅλες τίς κατηγορίες κατά τοῦ Γεωργίου – κάτι πού ἔκανε στή συνέχεια καί ἐνώπιον τοῦ Διοικητῆ - ἀλλά τελικῶς δέν κατάφερε τίποτε.

Τήν ἴδια νύχτα ὁ Γεώργιος βασανίστηκε μέ πολλούς τρόπους στή φυλακή γιά νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του στόν Χριστό, ἀλλά μένοντας σταθερός καί ἀμετακίνητος ὁδηγήθηκε ἐκ νέου στόν δικαστή τήν Πέμπτη τό πρωί. Ἐκεῖ στήν ἀρχή προσπάθησαν νά τόν μεταπείσουν μέ κολακεῖες κι ὕστερα μέ ἀπειλές, ἀλλά καί πάλι δέν ἐνέδωσε καθόλου. Τόν ἔφτυναν, τόν μαστίγωναν, ἀλλά αὐτός τό μόνο πού ἔλεγε ἦταν: Χριστιανός εἶμαι. Πάλι τόν ἔριξαν στή φυλακή καί τόν βασάνισαν ὅλη τή νύκτα. Ξημερώματα Παρασκευῆς, τοῦ ἔμπηξαν ἀκίδες κάτω ἀπό νύχια του, τοῦ ἔβαλαν μεγάλες πέτρες πάνω στό στῆθος του, ἀλλά αὐτός μέ γενναῖο τρόπο ἐξακολουθοῦσε νά ἀναφωνεῖ: Χριστιανός εἶμαι. Σάββατο πρωί τόν ἔσυραν γιά μία ἀκόμη φορά ἐνώπιον τοῦ δικαστῆ, ὅπου εἶχαν μαζευτεῖ καί πολλοί Ὀθωμανοί, ὁπότε τοῦ εἶπαν νά ἐκλέξει ἕνα ἀπό τά δύο: ἤ νά λάβει πολλές ἀμοιβές ἄν ἐξομόσει ἀπό τήν πάτρια πίστη του ἤ νά λάβει θάνατο σκληρό ἄν ἐπιμείνει σ’ αὐτήν. Ὁ μακάριος ὅμως μέ ἀνδρεία ψυχή καί θαρραλέο στόμα εὐθαρσῶς καί πάλι ὁμολόγησε μέ δυνατή φωνή μπροστά σέ ὅλους τούς ἀσεβεῖς: «Χριστιανός καί ἤμουν ἀπαρχῆς, Χριστιανός εἶμαι καί θά εἶμαι μέχρι τῆς τελευταίας μου πνοῆς». Τρεῖς φορές τόν ἔφεραν ἐνώπιον τοῦ κριτῆ καί τρεῖς φορές τόν ἔβγαλαν, χωρίς νά τοῦ ἀλλάξουν τήν εὐσεβή ὁμολογία. Τότε δόθηκε ἡ τελευταία ἀπόφαση, γραμμένη μέ τό χέρι τοῦ δικαστῆ, νά παραδοθεῖ σέ θάνατο. Τόν ὁδήγησαν λοιπόν στόν ἀνθύπατο (Κεχαγιάμπεη), ὅπου παρά τίς νέες ἀπειλές δέν ἐνέδωσε. Τόν ἔφεραν ἀπό ἐκεῖ καί στόν διοικητή Μουσταφᾶ πασᾶ, μπροστά στόν ὁποῖο χωρίς κανένα φόβο ὁμολόγησε ἐκ νέου τόν Σωτήρα καί Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁπότε ρίχτηκε στή φυλακή γιά μία ἀκόμη φορά. Τή Δευτέρα 17 Ἰανουαρίου, 12 τό μεσημέρι, ἀπαγχονίστηκε στήν ἀγορά τοῦ χάνδακα τοῦ μεγάλου φρουρίου, συνεχῶς φωνάζοντας δυνατά: «Χριστιανός εἶμαι, κάντε μου ὅ,τι φοβερό καί κακό γνωρίζετε». Ἔμεινε τό σῶμα τοῦ μακάριου Γεωργίου κρεμασμένο μέχρι τήν Τετάρτη, 19 Ἰανουαρίου, ὁπότε κατ’ αὐτήν δωρήθηκε τό μαρτυρικό σῶμα ἀπό τόν διοικητή Μουσταφᾶ Πασᾶ Βεζύρη στόν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος τό ἔφερε στόν ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τῆς πόλεως Ἰωαννίνων, ὅπου καί τάφηκε ἔξω ἀπό τό ἱερό Βῆμα, στό ἀριστερό μέρος, μέ μεγάλη συνδρομή τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν, μέ μεγάλη εὐλάβεια καί κατάνυξη, καί μέ τήν ἱερή παράταξη ὅλου τοῦ ἱερατικοῦ κλήρου. Καί τί συνέβη; Ἐνῶ ἦταν κρεμασμένο τό μαρτυρικό σῶμα, κατερχόταν ἀπό τόν οὐρανό ἄπλετο φῶς τίς νύχτες καί τό κατακάλυπτε, πρός ἔκπληξη καί μεγάλο θαυμασμό ὅλων αὐτῶν πού τό ἔβλεπαν. Κι αὐτό τό φῶς φαινόταν λαμπρότατο ὄχι μόνον στούς κοντινούς, ἀλλά καί σ’ αὐτούς πού ἦταν πολύ μακριά. Ὁ τάφος τοῦ ἁγίου ἐπιτελεῖ πάρα πολλές πραγματικές θεραπεῖες σέ ὅσους προσέρχονται μέ πίστη, ἐνῶ χῶμα καί λάδι πού μεταφέρονται σέ ἄλλα μέρη ἀπό τό μνῆμα του καί τή φωταγωγία του ἀπό πιστούς καί εὐλαβεῖς χριστιανούς, ἀπάλλαξαν ὅσους τά ἔλαβαν μέ θερμή πίστη ἀπό δεινά πάθη καί ἀπό ἀνίατες νόσους».

Ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου νεομάρτυρα Γεωργίου τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις προκαλεῖ θαυμασμό καί κατάπληξη, ὅπως βεβαίως συμβαίνει καί σέ παρόμοιες ἄλλες περιπτώσεις ἁγίων. Γιατί; Διότι ἡ εἰκόνα πού παρουσιάζει πρίν ἀπό τό μαρτύριό του εἶναι ἡ εἰκόνα ἑνός ἁπλοῦ ἀνθρώπου, ἀγραμμάτου, μέ μία «κατώτερη» ἐργασία – φροντιστής ἀλόγων ἤτανε – μέ μία ἁπλή γυναίκα νυμφευμένος, πού μόλις μάλιστα εἶχε γεννηθεῖ τό παιδί τους, χωρίς καμία ἰδιαίτερη ἀπαίτηση ἀπό τή ζωή, ὅταν μάλιστα αὐτή ἡ ζωή ἦταν περιχαρακωμένη ἀπό τήν κυριαρχία καί τή δυναστεία τῶν Ὀθωμανῶν - ἡ περιοχή τῆς Ἠπείρου καί τῶν Ἰωαννίνων δέν εἶχε ἀκόμη ἀπελευθερωθεῖ. Ἕνας πολύ ἥσυχος ἄνθρωπος δηλαδή μέ μία πολύ ἁπλή καί ἥσυχη ζωή. Καί τό παράδοξο καί τό καταπληκτικό εἶναι ὅτι μόλις δίνεται ἡ ἀφορμή, ἀφορμή ὡς πρός τήν πίστη πού προκαλεῖ τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἥσυχος αὐτός ἄνθρωπος πού κανείς ἴσως νά μήν τοῦ ἔδινε σημασία σέ ἄλλη περίσταση, ἀποκαλύπτεται κυριολεκτικά λιοντάρι στήν ψυχή, μέ μία καρδιά πού κόχλαζε ἀπό τή φλόγα καί τή θερμότητα τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό.

Ὁ ἅγιος Γέροντας ὑμνογράφος μακαριστός π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης ἐπανειλημμένως προσανατολίζει τή σκέψη μας,  προκειμένου νά προβάλει τό μεγαλεῖο τοῦ νεομάρτυρα, ἀκριβῶς σ’ αὐτήν τήν «παραδοξότητα»: τήν ἁπλότητα καί τήν πραότητά του, πού ὅμως ἔκρυβαν τόν πάντιμο θησαυρό τῆς χριστιανικῆς πίστεώς του. «Τί παράδοξο θαῦμα! Αὐτός πού ἦταν ἁπλός κατά τόν τρόπο τῆς ζωῆς του... ντρόπιασε τό πονηρό φίδι...». «Πράγματι, νά, ὁ ἰδιώτης καί ἀκαλλιέργητος ὡς πρός τόν λόγο, ὁ λαμπρός Γεώργιος, κυριάρχησε μέ τή στέρεα γνώμη του ἀπέναντι στή φοβερή καί τρομερή δύναμη τῶν ἐχθρῶν» (στιχ. ἑσπερ.). Καί θυμᾶται ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἔτσι, αὐτό πού σημειώνει στούς Κορινθίους ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν προβαίνει σέ ἀποτίμηση τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ σ’ αὐτόν τόν κοσμο:  ὁ Χριστός ἀποκάλυψε τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ὄχι στούς σοφούς καί τούς θεωρουμένους μεγάλους καί ἰσχυρούς τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά στούς μικρούς καί ἄσημους, τούς περιθωριακούς, οἱ ὁποῖοι ὅμως εἶχαν «καρδιά» γιά νά γευτοῦν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή τους. «Βλέπετε ποιοί ἔχετε κληθεῖ στήν πίστη, ἀδελφοί. Δέν εἶστε πολλοί σοφοί κατά κόσμον, δέν εἶστε πολλοί δυνατοί, δέν εἶστε πολλοί εὐγενεῖς. Γιατί ὁ Θεός διάλεξε τούς θεωρούμενους ἀνόητους τοῦ κόσμου, γιά νά ντροπιάσει τούς σοφούς, καί τούς ἀδύναμους διάλεξε ὁ Θεός, γιά νά ντροπιάσει τούς ἰχυρούς». Τό ἴδιο λοιπόν λέει καί ὁ Γέροντας Γεράσιμος: «Σύ, Χριστέ, διάλεξες τούς μικρούς καί ἀδύναμους τοῦ κόσμου καί ντρόπιασες μέσω αὐτῶν αὐτούς πού ἦταν περήφανοι μέ ἐπηρμένο νοῦ» (στιχ. ἑσπερ.).

 Ὁ ἅγιος Γεώργιος μέ ἄλλα λόγια ἔχει, γιά τόν ἐκκλησιαστικό μας ποιητή, τό βασικότερο καί οὐσιαστικότερο στοιχεῖο γιά νά ὑπάρχει καί νά ἀναπτύσσεται ἡ πίστη τοῦ Θεοῦ∙ τήν ἁγία ταπείνωση. Ὄχι βεβαίως ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἡ ταπείνωση καί ἡ πίστη σ’ ἕναν ἄνθρωπο πού «διαπρέπει» στόν κόσμο αὐτόν∙ ἕναν μορφωμένο ἐπιστήμονα γιά παράδειγμα. Ἀλλά θέλει νά πεῖ ὅτι εἶναι ἴσως πιό εὔκολο σέ ἕναν ἁπλό ἄνθρωπο νά πιστέψει στόν Χριστό, καί τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία γιά νά τό τονίσει μέ τόν ἅγιο Γεώργιο.

Κι ἴσως, πρίν δοῦμε ἄλλες «ματιές» τοῦ Γέροντος ὑμνογράφου γιά τόν ἅγιο, νά σταθοῦμε σ’ αὐτήν τήν ἐξωτερική εἰκόνα πού εἶχε στόν κόσμο, τοῦ ἁπλοῦ ὅπως εἴπαμε καί ἥσυχου καί ταπεινοῦ ἀνθρώπου. Γιατί; Διότι προκαλούμαστε νά προβληματιστοῦμε πάνω γενικά στήν εἰκόνα τοῦ χριστιανοῦ στόν κόσμο κάθε ἐποχῆς. Ὁ χριστιανός δηλαδή δέν «ἀκούγεται» συνήθως, δέν φωνασκεῖ, δέν δηλώνει τήν παρουσία του σ’ ἕναν κόσμο χαλασμένο ἀπό τήν ἁμαρτία μέ «πυροτεχνήματα» καί ἐκδηλώσεις πού τραβοῦν τήν προσοχή. Κάτι τέτοιο συνήθως φανερώνει μία κενότητα καί μία ἀπουσία τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Ὁ χριστιανός ζεῖ τόν Θεό μέσα στήν καρδιά του (μέ τίς ἐξωτερικές ἐκκλησιαστικές ἐκδηλώσεις ἐννοεῖται τῆς ζωῆς αὐτῆς ἐν κατακοσμίῳ ἤθει), ἀγωνίζεται ἀδιάκοπα νά βρίσκεται στό διαρκῶς ζητούμενο, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ - βάση μας εἶναι τό «γενηθήτω τό θέλημά Σου» τῆς Κυριακῆς προσευχῆς - ὁ ἐναγώνιος προσανατολισμός του εἶναι οἱ ἐντολές τοῦ Κυρίου, ἰδίως τό ὑψηλό τῆς ἀγάπης καί πρός τόν ἐχθρό,  πράγματα δηλαδή πού τόν κάνουν ἐξωτερικά μέν νά περνάει ἀπαρατήρητος, ἐσωτερικά ὅμως νά τόν τραντάζουν συθέμελα καί νά τόν θέτουν στήν ἔνταση, κατά τόν λόγο τοῦ ὁσίου Σωφρονίου, τῆς τεταμένης χορδῆς. Αὐτό δέν εἶναι καί τό ἦθος τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας, ὁ Ὁποῖος Θεός ὤν ἦρθε σέ ἕναν κόσμο μέ τόν ἁπλούστερο καί ταπεινότερο τρόπο, χωρίς κανείς νά Τόν πάρει «εἴδηση»; Κι ἄρχισε τή φανέρωσή Του ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τῆς λυτρωτικῆς δράσεώς Του μέ ἀποκορύφωμα τόν Σταυρό. Σάν τόν ἅγιο Γεώργιο ἐν προκειμένω, πού κανείς δέν μποροῦσε νά καταλάβει τόν ἐσωτερικό του ἀγώνα, ἀλλά μόλις προκλήθηκε ὡς πρός τήν πίστη του ὅπως εἴπαμε, ἐκεῖ πιά κατ’ ἀνάγκην φανέρωσε τό μεγαλεῖο τῆς ὀδυνωμένης καρδιᾶς του ἀπό τόν ἐσωτερικό του πνευματικό ἀγώνα.

Διότι βεβαίως αὐτό ἀποκαλύπτει τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου: Ὅτι ἀγωνιζόταν διαρκῶς νά ζεῖ μέ τήν ἑτοιμότητα πού ζητάει ὁ Κύριος. «Γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ Κύριος ἔρχεται». Ἡ ἀντίδρασή του στούς ἐχθρούς Ὀθωμανούς πού θέλησαν νά τόν ἀλλαξοπιστήσουν, αὐτό ἀκριβῶς ἐπιβεβαιώνει. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἔχει τή διάθεση νά θυσιαστεῖ γιά τήν πίστη του, ἄν δέν τήν καλλιεργεῖ διαρκῶς μέσα του καί δέν τήν ἔχει ὡς προτεραιότητα τῆς ζωῆς του. Καί νά, ἡ ἀπόδειξη: νιόπαντρος ὅπως εἴπαμε, μ’ ἕνα μικρό παιδί στά χέρια πού μόλις εἶχε βαπτιστεῖ, οὔτε στιγμή δέν προβληματίζεται. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα, γυναῖκα ἤ τέκνα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» εἶναι ἐκεῖνο πού τόν συνέχει. Κι ἔρχεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί τό ἐπιβεβαιώνει: κανείς δέν ὁδηγεῖται στό μαρτύριο γιά τήν πίστη του στόν Χριστό, ἄν δέν ἔχει ξεχωριστή καί ἰδιαίτερη χάρη ἀπό Ἐκεῖνον. Ὅπως ἀκριβῶς τό διατυπώνει: «ἡμῖν ἐχαρίσθη οὐ μόνον τό εἰς Αὐτόν (τόν Χριστόν) πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ Αὐτοῦ πάσχειν». Ὁ ἅγιος Γεώργιος λοιπόν ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη σπουδαῖο παράδειγμα ἀπό τό νέφος τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν ἀλήθεια αὐτή. Κι αὐτό σημειώνει βεβαίως καί ὁ ἅγιος ποιητής, κι ὄχι μόνον μία φορά. «Στερεωμένος στό θεμέλιο τῆς πίστεως, τρισμακάριε Γεώργιε, φάνηκες ἀκλόνητος ἀπέναντι στήν ἀλαζονεία τῶν ἐχθρῶν... Καί προτίμησες εὐχαρίστως τήν ἀγχόνη γιατί ἀγαποῦσες τόν Κύριο» (Δοξαστικό μ. ἑσπερ.). Κι ἀλλοῦ ἐνδεικτικά: «Κράτησες ἄσυλο τόν θησαυρό τῆς πίστεως, γιατί ἀκολουθοῦσες ἐπακριβῶς τή θεία ἀγάπη. Κι ἔκανες πέρα τόν πόθο τῶν οἰκείων σου, γιατί πρόκρινες χάριτι Θεοῦ νά πεθάνεις ὑπέρ Χριστοῦ » (λιτή).

Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι ἐντελῶς λογικό γιά τόν Γέροντα Γεράσιμο νά συγκρίνει τόν ἅγιο Γεώργιο τόν νεομάρτυρα μέ τούς παλαιούς μεγάλους ἁγίους μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν ἅγιο Δημήτριο, τόν συνονόματό του ἅγιο Γεώργιο καί τούς λοιπούς. Γιατί; Διότι καί ἐκεῖνοι ὡς ποιητικό αἴτιο τῆς ζωῆς καί τοῦ μαρτυρίου τους εἶχαν τή θερμή ἀγάπη καί τόν ἔρωτα πρός τόν Χριστό. Ὅπως πολλάκις ἔχει σημειωθεῖ: βγάλε τήν ἀγάπη αὐτή ἀπό τούς ἁγίους καί ὅλη ἡ ζωή τους, πολύ περισσότερο τό μαρτύριό τους εἶναι ἀκατανόητα - ὅ,τι ἐπισημαίνει καί πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά μάρτυρες πού τό μαρτύριό τους λόγω ἐλλείψεως τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο ἦταν μάταιο: «εἰκῇ καί ἐμαρτύρησαν». «Φάνηκες, Γεώργιε, νά ἔχεις τόν ἴδιο ζῆλο μέ τούς παλαιούς μάρτυρες» (ἀπόστ. (μ.) ἑσπερ.). «Ὄλη ἡ Ἤπειρος μέ χαρά μεγάλη ὑμνεῖ μέ ἄσματα τούς λαμπρούς ἀγῶνες τῆς ἔνδοξης ἄθλησής σου, ἅγιε, μέ τούς ὁποίους ἀγῶνες ἀναδείχτηκες ἰσοστάσιος τῶν λαμπρῶν μεγάλων μαρτύρων» (στιχ. ἑσπ.). Ἀποτελεῖ ὁ ἅγιος «τή λαμπρή προσθήκη τῶν ἀθλοφόρων τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἦταν κατά πάντα ὁμότροπός τους» (ἀπόστ. ἑσπ.).

Γιά νά προχωρήσει βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος στήν ἀποτίμηση τοῦ μαρτυρίου κάθε ἐποχῆς, ὅταν γίνεται γιά τόν Χριστό: ἀποτελεῖ συμμετοχή στό Πάθος τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. «Βαστάζεις κι ἐσύ στό σῶμα σου τά στίγματα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ» (Δοξαστικό ἑσπερινοῦ). Μέ τό ἴδιο ἀποτέλεσμα∙ τήν κατατρόπωση τοῦ διαβόλου. Δηλαδή ὅπως ὁ Κύριος πάνω στόν Σταυρό κατάργησε τόν διάβολο καί καταπάτησε τόν θάνατο, ἔτσι καί ὁ ἅγιος μάρτυρας ἐν προκειμένῳ: μέ τή θυσία τῆς ἀγάπης του γιά τόν Χριστό διά τῆς ἀγχόνης, ἀπαγχόνισε τόν διάβολο. «Μέ θάρρος ὁμολόγησε τό σωτήριο τοῦ Χριστοῦ ὄνομα, καί μέ τόν θάνατο τῆς ἀγχόνης ἀπαγχόνισε τόν ἀρχέκακο ἐχθρό» (Δοξαστικό ἑσπ.).

Εἶναι εὐνόητο ἔτσι ὅτι ἕνας τέτοιος χαρισματικός θάνατος, μέσω τοῦ ὁποίου εἰσέρχεται κανείς θριαμβευτικά στήν ὄντως ζωή, γίνεται ἀφενός ἀφορμή γιά δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ἀφετέρου εὐκαιρία νά ὑπάρξει ἕνας ἀκόμη ἰσχυρός πρεσβευτής τῶν ἀνθρώπων ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Κι ἰδιαιτέρως μέ τά λείψανα τά ὁποῖα μένουν στά χέρια τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων, διά τῶν ὁποίων ἐπιτελοῦνται πλεῖστα θαύματα. Ὁ ἅγιος ποιητής δέν παύει νά τονίζει καί τίς δύο αὐτές πραγματικότητες, ἐπισημαίνοντας βεβαίως καί τήν ξεχωριστή χάρη πού εἰσπράττουν ἀπό τόν ἅγιο ἡ Ἤπειρος γενικά καί πιό συγκεκριμένα ἡ πόλη τῶν Ἰωαννίνων. «Ἀγωνίστηκες μαρτυρικά μέ ἀκλόνητη καρδιά καί δόξασες τόν Χριστό μέ τή γενναία σου ἄθληση, Γεώργιε νεομάρτυς» (ἐξαπ. ὄρθρου).  «Χαῖρε, Γεώργιε, ὁ πυρσός τῆς Ἠπείρου και ὁ θερμότατος βοηθός τῶν Ἰωαννίνων... Καί τώρα παρακάλει Χριστόν τόν Θεό χωρίς διακοπή γιά ἐμᾶς πού ὑμνολογοῦμε δυνατά τήν ἱερή καί χαρμόσυνη μνήμη σου» (Δοξ. ἑσπ.). «Ὁ Κύριος τῆς δόξας, ἐπειδή δοξάστηκε ἀπό τήν ἄθλησή σου, σέ δοξάζει λαμπρά, γι’ αὐτό καί ἀνέδειξε τή σορό τῶν λειψάνων σου ὡς κρήνη ἰαμάτων» (λιτή).

Η ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΑΛΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

«Κατ’ αυτήν την ημέρα εορτάζουμε την προσκύνηση της τιμίας αλυσίδας του αγίου Πέτρου, την οποία του έβαλε, όταν τον φυλάκισε, ο τετράρχης Ηρώδης, καθώς ιστορεί ο απόστολος Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων. Αυτήν την αλυσίδα που λύθηκε από εμφάνιση Αγγέλου, κάποιοι από τους πιστούς την βρήκαν και την διαφύλαξαν κατά διαδοχή. Αυτή ύστερα μεταφέρθηκε από τους ευσεβείς  στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου που βρίσκεται μέσα στη μεγάλη Εκκλησία, όπου τελείται και η σύναξή του».

Δύο τινά προβάλλει η υμνολογία της Εκκλησίας σήμερα με αφορμή την τιμία αλυσίδα του αποστόλου Πέτρου: πρώτον, την ύπαρξη της ίδιας της αλυσίδας και την ερμηνεία της προσκυνήσεώς της, δεύτερον την τιμή της Εκκλησίας απέναντι στο ιερό πρόσωπο του αποστόλου Πέτρου. Κι είναι φυσικό: η αλυσίδα αυτή του αποστόλου κατανοείται όπως και οι εικόνες στην Εκκλησία: ως μέσα αναγωγής προς τους αγίους. «Η τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Το ίδιο και με την αλυσίδα: δι’ αυτής αναφερόμαστε σ’ εκείνον που υπήρξε ο πρώτος των αποστόλων, «αυτός που καθώς ενώθηκε ολόκληρος με το καθαρότατο φως, τον Χριστό, με τη θεία μετοχή σ’ Αυτόν, φάνηκε δεύτερο φως που καταυγάζει και τις δικές μας ψυχές». Την διά της αλύσεως αναγωγή στον απόστολο καταγράφει ο υμνογράφος ποικιλοτρόπως, όπως και στην παρακάτω προτροπή: «Εμπρός όλοι αγκαλιάζοντας την αλυσίδα, ας στεφανώσουμε τον απόστολο με εγκωμιασμούς».

Η υμνολογία της εορτής κινείται με μεγάλη ευελιξία και με θεία έμπνευση, προκειμένου να βρει τις διάφορες εποικοδομητικές και ψυχωφελείς διαστάσεις που δίνει η προσκύνηση της αλύσεως, όπως για παράδειγμα ότι η αλυσίδα που λύθηκε από τον άγγελο ας γίνει με τη δύναμη του αποστόλου στους εν πίστει προσκυνητές της μέσον να λυθούν και οι δικές μας οι αμαρτίες («Σπάσε τα δεσμά της αμαρτίας μας, απόστολε, εμάς που προσκυνούμε με πίστη τη θεία σου άλυση»), ή ότι ο απόστολος που φόρεσε την αλυσίδα ενόσω ήταν δέσμιος, ο ίδιος με αυτήν δέσμευσε τον τύραννο διάβολο. Εκεί όμως που ρίχνουν περισσότερο το βάρος τους οι υμνογράφοι μας είναι στην ερμηνεία της προσκύνησης της αλυσίδας. Έχουν την έγνοια να ξεκαθαρίσουν το θεολογικό υπόβαθρο της τιμής της αλυσίδας, προφανώς για να μην αφήσουν καμία υποψία «ειδωλολατρικής» προσέγγισής της. Και η εξήγηση την οποία προσάγουν είναι σαφέστατη: δεν τιμάται η αλυσίδα του αποστόλου Πέτρου καθεαυτήν – τούτο, είπαμε, θα ήταν σαφής ειδωλολατρία – τιμάται διότι την φόρεσε ένας άνθρωπος που ήταν πλήρης αγίου Πνεύματος, μετά μάλιστα την αγία Πεντηκοστή, οπότε ο αγιασμός και του σώματός του μεταγγίστηκε και στα πράγματα με τα οποία ήλθε σε επαφή. «Απόστολε, η αλυσίδα και τα δεσμά σου που σε άγγιξαν και  έγιναν έτσι μέτοχα της χάρης του Θεού από το θείο και πάνσεπτο σώμα σου, αγιάζουν και αυτούς που τα προσκυνούν».  

Είναι μία θεολογική αλήθεια, η οποία αναδεικνύει και τη μετοχή της άψυχης φύσης στη χάρη του Θεού, κάτι που θεμελιώνεται επανειλημμένως στην αποκάλυψη του Χριστού, όπως για παράδειγμα στο γεγονός της Μεταμορφώσεώς Του, όταν και τα ίδια τα ενδύματα του Κυρίου έλαμψαν και αυτά και «εγένοντο λευκά ως χιών». Γι’ αυτό και στην Εκκλησία μας βλέπουμε το πόσο χρησιμοποιείται το υλικό στοιχείο ως μέτοχο και αυτό της αγιαστικής δύναμης του Πνεύματος του Θεού. Με άλλα λόγια με τέτοια γεγονότα και φαινόμενα καταδεικνύεται με τρόπο ανάγλυφο ο «υλισμός» του χριστιανισμού, καλύτερα: η εν-πνευμάτωση και της ύλης, καθώς η χάρη του Θεού μεταστοιχειώνει όχι μόνον την ψυχή, αλλά και το σώμα του ανθρώπου, περαιτέρω δε όλη τη φυσική δημιουργία.  Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η Εκκλησία μας μιλάει πάντοτε για σωτηρία όλου του ανθρώπου, δηλαδή και της ψυχής και του σώματός του, συνεπώς και της υλικής δημιουργίας στο πρόσωπο του αναγεννημένου εν Χριστώ ανθρώπου.

Και πέραν τούτων: ο υμνογράφος με αφορμή την τιμία άλυση του αγίου Πέτρου βλέπει μία εξισορρόπηση της χάρης του μεταξύ Ανατολής και Δύσεως: δεν είναι μόνον η Ρώμη που καυχάται, επειδή κατέχει το θείο σώμα του αποστόλου, είναι και η νέα Ρώμη πια, η Κωνσταντινούπολη, η οποία και αυτή φωτίζεται από την  κατοχή της τιμίας αλύσεως. «Αγιάζεις, Πέτρε, τη Ρώμη, επειδή εκεί είναι κατατεθειμένο το θείο σώμα σου, αλλά και τη Νέα Ρώμη φωτίζεις, η οποία κατέχει με πίστη τη τιμία σου αλυσίδα». Πρόκειται για τον ερχομό και την παραμονή του αποστόλου Πέτρου στην Ανατολή, χωρίς να εγκαταλείπει όμως και τη Δύση. Ο απόστολος ήλθε και έμεινε μέσω της αλύσεώς του στην Κωνσταντινούπολη, οπότε  ο προσκυνητής της έχει παρρησία προς τον ίδιο, προκειμένου να πρεσβεύει στον Κύριο υπέρ ελέους του πιστού. «Χωρίς να εγκαταλείπεις τη Ρώμη, ήλθες προς εμάς μέσω των τιμίων αλυσίδων που φόρεσες, Πρωτόθρονε των αποστόλων. Κι αυτές τις αλυσίδες προσκυνώντας με πίστη, σε παρακαλούμε, με τις πρεσβείες σου προς τον Θεό, δώρισέ μας το μέγα έλεος».   

15 Ιανουαρίου 2022

"ΟΙ ΔΕ ΕΝΝΕΑ ΠΟΥ;" (ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ - ΤΩΝ 10 ΛΕΠΡΩΝ)

«Οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;» (Λουκ. 17, 17-18)

Ο Κύριος στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ΙΒ΄ Κυριακής του Λουκά έρχεται αντιμέτωπος με το κοινωνικό περιθώριο, με τους ανθρώπους δηλαδή που η ιουδαϊκή κοινωνία είχε αποκλείσει, λόγω της φοβερής, για τα δεδομένα της τότε εποχής, αρρώστιας της λέπρας. Κι αντιμετωπίζει την πίστη τους, καθώς Τον παρακαλούν να τους ελεήσει και να τους θεραπεύσει: «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς». Και πράγματι, ο Κύριος ανταποκρίνεται στο αίτημά τους και τους θεραπεύει, μ’ έναν έμμεσο όμως τρόπο: στέλνοντάς τους εκεί που κατά τον Μωσαϊκό Νόμο επιβεβαιώνεται η αποκατάσταση από την αρρώστια και η υγεία: στους ιερείς. Ο Κύριος όμως θα επαινέσει  τον έναν από τους πρώην λεπρούς – και μάλιστα Σαμαρείτη, δηλαδή εχθρό του Ιουδαϊσμού – διότι υπήρξε ο μόνος που όχι μόνον είδε να θεραπεύεται από τον Κύριο, αλλά και επέστρεψε να δοξολογήσει τον Θεό και να ευχαριστήσει τον Ίδιο. Θα εκφράσει μάλιστα ο Κύριος το δίκαιο παράπονο: «Οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος

1. Ο Κύριος ζητά τη δοξολογία προς τον Θεό από τον άνθρωπο, ο οποίος γεύτηκε τις δωρεές και τις ευεργεσίες Εκείνου. Το παράπονο που διατυπώνει αποτελεί σαφή υπαινιγμό Του. Κι όχι βεβαίως διότι ο Θεός έχει ανάγκη από τις δοξολογίες του ανθρώπου – ο Θεός ως ο απολύτως τέλειος είναι παντελώς ανενδεής, χωρίς να Του προσθέτει τίποτε η όποια δοξολογία του ανθρώπου∙ άλλωστε μυριάδες αγγέλων Τον δοξολογούν αενάως – αλλά διότι η δοξολογία Του ως έκφραση ευγνωμοσύνης για ό,τι Αυτός δίνει στον άνθρωπο κάνει τον άνθρωπο να λειτουργεί με φυσιολογικό τρόπο, να πορεύεται με ανοικτά τα μάτια της ψυχής του, με πίστη και αγάπη προς τον Δημιουργό του. Μόνον όποιος πιστεύει αληθινά βλέπει ότι τα πάντα πηγάζουν από τον Θεό, διακρατούνται από Εκείνον και κατευθύνονται σ’  Εκείνον. Όπως το διατύπωσε και ο απόστολος Παύλος: «ὅτι ἐξ Αὐτοῦ καί δι’ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν τά πάντα ἔκτισται». Η δοξολογία του Θεού λοιπόν αποτελεί σημείο πνευματικής υγείας του ανθρώπου, δείγμα ότι αυτός βρίσκεται στη φυσιολογική του πορεία και προκόπτει κατά Θεόν. Πόσο απλά και με χάρη Θεού διατύπωνε την αλήθεια αυτή και ο πνευματικός του οσίου Παϊσίου, γέρων ιερομόναχος Τύχων, όταν έλεγε με τα σπασμένα ελληνικά του: «Το, Κύριε ελέησον, εκατό δραχμές∙ το, δόξα τω Θεώ, χίλιες δραχμές». Για χάρη μας λοιπόν ο Κύριος ζητά τη δοξολογία του Θεού. Εμείς την έχουμε ανάγκη και όχι ο Θεός.

2. Είναι πολύ χαρακτηριστικό όμως ότι η δοξολογία αυτή προς τον Θεό φαίνεται να ταυτίζεται  με την ευχαριστία προς τον Κύριο. Γύρισε, λέει ο Ευαγγελιστής, ο θεραπευμένος πρώην λεπρός, ο ένας, δοξολογώντας τον Θεό και ήλθε και πρόσπεσε στον Χριστό ευχαριστώντας Αυτόν. «Ὑπέστρεψε μετά φωνῆς μεγάλης δοξάζων τόν Θεόν, καί ἔπεσεν ἐπί πρόσωπον παρά τούς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ».  Το να δοξολογώ τον Θεό σημαίνει ότι οδηγούμαι προς τον Χριστό εν ευχαριστία. Διότι η μεγαλύτερη δωρεά και ευεργεσία του Θεού στον άνθρωπο είναι ο ίδιος ο ερχομός Του στον κόσμο ως ανθρώπου. Δεν υπάρχει πιο μεγάλη δοξολογία Του επομένως από τη στροφή προς τον Χριστό και την αναγνώριση ότι Αυτός είναι η πηγή της ευεργεσίας και της θεραπείας στον άνθρωπο. Όπως σημειώνει και το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων για τον Κύριο: «Αὐτός διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος πάντας», ευεργετούσε διαρκώς και θεράπευε τους πάντες. Έτσι δοξολογία του Θεού χωρίς αναφορά στον Χριστό και ευχαριστία Εκείνου αποτελεί μάλλον λατρεία δαιμόνων. Διότι άλλος Θεός εκτός του Ιησού Χριστού δεν υφίσταται. Η αποκάλυψη που ο Ίδιος ο Κύριος έκανε στους μαθητές Του ήταν απόλυτη: «ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα». Και «οὐδείς ἔρχεται πρόν τόν Πατέρα εἰ μή δι’ ἐμοῦ».

3. Κι αν βεβαίως η κάθε ευχαριστία προς τον Χριστό συνιστά τη δοξολογία του αληθινού Τριαδικού Θεού, διότι αναγνωρίζει ο πιστός ότι Εκείνος είναι η φανέρωση του Θεού στον κόσμο, πολύ περισσότερο ισχύει τούτο για την κατ’ εξοχήν ευχαριστία του, τη Θεία Ευχαριστία. Στη Θεία Ευχαριστία, τη Θεία Λειτουργία, που συνιστά το κέντρο των μυστηρίων  της Εκκλησίας μας, έχουμε την αποκορύφωση της πίστεως του ανθρώπου,  ο οποίος  λατρεύει και δοξολογεί σωστά τον Θεό. Κι αυτό γιατί στο μυστήριο αυτό ο άνθρωπος νιώθει ότι λειτουργεί η πραγματική του ταυτότητα - εκείνη  που του δόθηκε διά του αγίου βαπτίσματος, ότι έγινε  δηλαδή μέλος του σώματος του Χριστού – και συνεπώς ότι κινείται σύμφωνα με τον ρυθμό της λειτουργίας αυτού του σώματος. Πότε για παράδειγμα τα φυσικά μέλη του σώματός μας είναι υγιή και φυσιολογικά; Όταν είναι συνδεδεμένα με το σώμα και λειτουργούν με τον ρυθμό αυτού του σώματος, συντονιζόμενα από την κεφαλή. Το ίδιο και στο πνευματικό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία: στη Θεία Ευχαριστία έχουμε την ορθή θέση και κίνηση του μέλους, το οποίο δοξολογεί ορθά τον Θεό, ευρισκόμενο σε κοινωνία με Εκείνον που είναι «ἡ κεφαλή τοῦ σώματος» και με τα άλλα μέλη, τους συνανθρώπους του. Δεν υπάρχει λοιπόν μεγαλύτερη χαρά για τον Κύριο, δεν υπάρχει μεγαλύτερο «σβήσιμο», θα λέγαμε, κάθε παραπόνου Του, από το να μας βλέπει να συμμετέχουμε εν μετανοία, δηλαδή με τον ορθό τρόπο, στη Θεία Λειτουργία, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι αφενός εκεί μας ανοίγονται τα μάτια για να δούμε ότι τα πάντα στη ζωή μας, ακόμη και τα θεωρούμενα δυσάρεστα, αποτελούν ευεργεσίες Του – «ὑπέρ πάντων ὧν ἴσμεν καί οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καί ἀφανῶν εὐργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων» λέμε στην αγία αναφορά της Θείας Λειτουργίας – αφετέρου εκεί πάλι συνειδητοποιούμε ότι ο Θεός δεν είναι απλώς ο Παντοδύναμος Κύριος, αλλά ο ίδιος ο Πατέρας μας – «καί καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, μετά παρρησίας, ἀκατακρίτως, τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαί Σέ τόν ἐπουράνιον Θεόν Πατέρα, καί λέγειν: Πάτερ ἡμῶν».

4. Στο περιστατικό όμως της επιστροφής του Σαμαρείτη πρώην λεπρού, που αποδίδει τη δοξολογία προς τον Θεό και την ευχαριστία στον Κύριο, συγκλονίζει κυριολεκτικά η αποτίμηση που κάνει ο Κύριος: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Και λέμε ότι συγκλονίζει, διότι πίστη στον Χριστό έδειξαν και οι άλλοι εννέα λεπροί: και στην επίκλησή τους («Ἰησοῦ  ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς»), και την ώρα που ο Κύριος τους στέλνει στους ιερείς: θεραπεύτηκαν κάνοντας υπακοή στον λόγο Του («καί ἐν τῷ  ὑπάγειν αὐτούς ἐθεραπεύθησαν»). Κι αυτό σημαίνει ότι μπορώ να έχω πίστη στον Χριστό και μάλιστα σ’ ένα βαθμό ενεργουμένη, να εισπράττω από τον Κύριο την εκπλήρωση κάποιου αιτήματός μου, και τελικώς να μην ανήκω στους σωσμένους. Το ζητούμενο με άλλα λόγια δεν είναι να πάρω κάτι από τον Θεό, αλλά να στήσω μία μόνιμη σχέση μαζί Του, να μπορώ να παραμένω πάντοτε με Εκείνον, έχοντας διαρκή αναφορά στο πάντιμο πρόσωπό Του. Κι αυτό είναι που κατάφερε, όπως φαίνεται, «  ἀλλογενής» Σαμαρείτης. «Είδε» καθαρά ότι υπεράνω όλων, ακόμη και της κοινωνικής αποδοχής και της υγείας του – πράγματα που εξασφάλιζε πια με τη θεραπεία του από τη λέπρα – ήταν να γυρίσει στον Χριστό. Κατάλαβε ότι Εκείνος ήταν η σωτηρία του. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι με τη στάση του ο άνθρωπος αυτός ομολογούσε ό,τι ο απόστολος Παύλος έγραφε: «ἡγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να έχω τον Χριστό, φανερώνοντας έτσι ένα μαρτυρικό φρόνημα αγάπης προς Εκείνον.

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι κι εμείς είμαστε πιστοί στον Χριστό: το φανερώνουν οι προσευχές μας, οι παρακλήσεις μας προς Αυτόν, η υπακοή μας συχνά στα λόγια Του, προκειμένου μάλιστα να «θεραπευτούμε» από διάφορες δυστυχίες μας. Ιδιαιτέρως σήμερα, με την κρίση της εποχής μας, οι κραυγές προς τον Χριστό έχουν πολλαπλασιαστεί. Πρέπει να προσέξουμε όμως, μήπως ανήκουμε στη χορεία των εννέα και όχι του ενός. Ο Χριστός επαίνεσε, είπαμε, τον ένα για την αληθινή του πίστη, η οποία έδειξε ότι υπεράνω όλων των αγαπών, ακόμη και την αγάπη προς τον εαυτό του, ήταν η αγάπη προς Εκείνον. Την έχουμε εμείς την αγάπη αυτή; Ή τέλος πάντων ζητούμε από τον Κύριο να την αποκτήσουμε;

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ 10 ΛΕΠΡΩΝ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 17,12 –19)

Τῷ καιρῷ εκείνω, εἰσερχομένου τοῦ Ἰησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν  λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς.  καὶ ἰδὼν  εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. ἀποκριθεὶς  δὲ ὁ Ἰησοῦς  εἶπεν·  Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν;  οἱ δὲ ἐννέα  ποῦ; οὐχ  εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰμὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο  τόν  καιρό,  καθώς ἔμπαινε ὁ Ἰησοῦς  σ’ ἕνα  χωριό,  τόν συνάντησαν  δέκα  λεπροί·  στάθηκαν  λοιπόν ἀπό  μακριά  καί  τοῦ φώναζαν  δυνατά:  «Ἰησοῦ, ἀφέντη, ἐλέησέ  μας!»  Βλέποντάς  τους ἐκεῖνος τούς εἶπε: «Πηγαίνετε νά σᾶς ἐξετάσουν οἱ ἱερεῖς». Καί καθώς πήγαιναν, καθαρίστηκαν ἀπό τή λέπρα. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὅταν εἶδε ὅτι θεραπεύτηκε, γύρισε δοξάζοντας μέ δυνατή φωνή τόν Θεό, ἔπεσε μέ τό πρόσωπο στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί τόν εὐχαριστοῦσε. Κι αὐτός ἦταν Σαμαρείτης. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Δέ θεραπεύτηκαν καί οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννιά ποῦ εἶναι; Κανένας τους δέ βρέθηκε νά γυρίσει νά δοξάσει τόν Θεό παρά μόνο τοῦτος ἐδῶ ὁ ἀλλοεθνής;» Καί σ’ αὐτόν εἶπε: «Σήκω καί πήγαινε στό καλό· ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε».

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Κολ. 3, 4-11)

Ἀδελφοί, ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ. Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία, δι’ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας, ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς· νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν· μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ ̓ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν, ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ίουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ὅταν ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή μας, φανερωθεῖ, τότε κι ἐσεῖς θά φανερωθεῖτε μαζί του δοξασμένοι στήν παρουσία του. Ἀπονεκρῶστε,  λοιπόν, ὅ,τι  σᾶς  συνδέει  μέ τό ἁμαρτωλό παρελθόν: Τήν πορνεία, τήν ἠθική ἀκαθαρσία, τό πάθος, τήν κακή ἐπιθυμία καί τήν πλεονεξία, πού εἶναι εἰδωλολατρία. Γιά ὅλα αὐτά θά πέσει ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ πάνω  σ’ ἐκείνους  πού δέ θέλουν  νά πιστέψουν. Σ’ αὐτούς ἀνήκατε ἄλλοτε κι ἐσεῖς, ὅταν αὐτά τά πάθη δυνάστευαν τή ζωήσας. Τώρα ὅμως πετάξτε τα ὅλα αὐτά ἀπό πάνω σας:  Τήν ὀργή,  τό θυμό,  τήν  πονηρία,  τήν  κακολογία  καί  τήν αἰσχρολογία. Μή λέτε ψέματα ὁ ἕνας στόν ἄλλο, ἀφοῦ βγάλατε ἀπό πάνω σας τόν παλιό ἁμαρτωλό ἑαυτό σας μέ τίς συνήθειές του. Τώρα πιά ἔχετε ντυθεῖ τόν καινούριο ἄνθρωπο, πού ἀνανεώνεται συνεχῶς σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ του, ὥστε μέ τή νέα ζωή του νά φτάσει στήν τέλεια γνώση τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτή τή νέα κατάσταση δέν ὑπάρχουν πιά ἐθνικοί καί Ἰουδαῖοι, περιτμημένοι κι ἀπερίτμητοι, βάρβαροι, Σκύθες, δοῦλοι, ἐλεύθεροι· τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅλα καί ὁ Χριστός τά διέπει ὅλα.