10 Φεβρουαρίου 2022

ΜΙΑ ΦΩΤΙΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΨΕΙ!

 Όλοι σήμερα πασχίζουν να κατανοήσουν την παραπάνω αλήθεια: το μυαλό του ανθρώπου, κατεξοχήν του νέου ανθρώπου που μαθαίνει τον κόσμο καθώς ανοίγεται στη ζωή, δεν είναι δοχείο απλώς να το γεμίζεις με πληροφορίες και γνώσεις - και αυτές βεβαίως απαραίτητες σ' έναν κόσμο μάλιστα σήμερα που οι γνώσεις του με τα τεχνολογικά μέσα έχει πολλαπλασιαστεί κατά γεωμετρική πρόοδο. Το μυαλό κατά τον φιλόσοφο και σπουδαίο βιογράφο μεγάλων προσωπικοτήτων της αρχαιότητας (45-120 μ.Χ.) Πλούταρχο συνιστά κάτι πολύ βαθύτερο και ανώτερο και ιερότερο: εκφράζει το βάθος του ανθρώπου, το οποίο περιμένει την κατάλληλη στιγμή να ανάψει, να φωτίσει τον κόσμο, να καθαρίσει ίσως κάθε τι περιττό. Είναι μία φωτιά πριν...αναφτεί, μία λάβα που περιμένει τη στιγμή να ξεχυθεί προς τα έξω! Κι είναι τούτο μία αλήθεια, την οποία καθάρισε και ανέπτυξε η χριστιανική πίστη, η οποία μίλησε για τον άνθρωπο ως "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού". Ο άνθρωπος και μάλιστα το κέντρο του: ο νους του ή αλλιώς η καρδιά του με την ενέργεια της διάνοιάς του, δημιουργήθηκε ως ένας δεύτερος "θεός", ως να επανέλαβε ο Θεός στη δημιουργία εκείνου τον Ίδιο! Μπορεί να τραυματίστηκε η εικόνα του Θεού μέσα του λόγω της ανυπακοής του προς τον Δημιουργό του, όμως δεν χάθηκε εντελώς. Κι αυτό διαπιστώνεται από τα κείμενα των μη χριστιανών συγγραφέων και φιλοσόφων, σαν του Πλούταρχου: καταλαβαίνουν το μεγαλείο του ανθρώπου, αλλά χωρίς να φτάνουν βεβαίως στο όριο της θέας της μεγαλειότητας αυτής! 

          Λοιπόν, το μυαλό του ανθρώπου, κατά τον Πλούταρχο που δεν έχει τη δυνατότητα διεισδύσεως στο αποκαλυπτικό σημείο της Βιβλικοπατερικής παραδόσεως, είναι φτιαγμένο για να καίει και να λάμπει και να φωτίζει! Για να γίνει όμως αυτό τι λέει ο γνωστός αρχαίος φιλόσοφος των πρώτων χριστιανικών χρόνων αλλά μη χριστιανός ο ίδιος; Χρειάζεται κάποιος να ανάψει τη φωτιά του αυτή. Χρειάζεται δηλαδή κάποιος να τον εμπνεύσει! Κι αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από τον δάσκαλο, που μπορεί να είναι ο κλασικός δάσκαλος αλλά και ο γονιός και κάθε άλλος που νιώθει την ευθύνη του απέναντι στους άλλους, κυρίως όμως στους νέους. 

          Εμπνευσμένους δασκάλους δεν χρειάζεται η νεολαία μας από την άποψη αυτή; Ανθρώπους που θα τους παρακινήσουν και θα τους δείξουν τον δρόμο, ανθρώπους που θα θερμάνουν την ήδη εν...υπνώσει ευρισκομένη "πυρακτωμένη" καρδιά τους. Κι αυτό σημαίνει δύο πράγματα: Πρώτον, ότι οι δάσκαλοι αυτοί έχουν... φωτιά και έμπνευση! Διότι πώς να δώσεις αυτό που δεν έχεις; "Πρέπει να καθαριστείς πρώτα για να καθαρίσεις τους άλλους, πρέπει να φωτιστείς για να φωτίσεις" λέει ο μέγας Πατέρας και σοφός Διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Και δεύτερον, η φλόγα και η έμπνευση που θα δοθεί στους νέους για να λαμπαδιάσουν κι αυτοί πρέπει να είναι προς το αγαθό και προς τις αξίες της ζωής. Διότι διαφορετικά τα πράγματα οδηγούνται προς την καταστροφή - αυτά που διαδραματίζονται στις ημέρες μας με την όλη ορμητικότητα των παθιασμένων νέων με φορά προς το κακό και το έγκλημα, δεν επιβεβαιώνουν την αλήθεια αυτή; 

          Ναι, πράγματι η παιδεία μας σ' ένα μεγάλο βαθμό πάσχει - περισσότερο αντιμετωπίζονται οι νέοι μας ως δοχεία που πρέπει να τους γεμίσουμε το κεφάλι με όλων των ειδών τις γνώσεις και τις πληροφορίες! Κι αυτό θα πει ότι και τον άνθρωπο δεν κατανοούμε: κυρίως το βάθος του νου του και το μυστήριο του μυαλού του, αλλά και τη σημασία της εκπαίδευσης και της παιδείας. Κι ο λόγος του Πλούταρχου, τον οποίο προσυπογράφει και η χριστιανική ανθρωπολογία και παιδαγωγική, έρχεται αφυπνιστικός: "το μυαλό είναι φωτιά που πρέπει να ανάψει"! Πολύ περισσότερο όμως είναι αφυπνιστικός ο λόγος του ίδιου του ενανθρωπήσαντος Θεού μας, ο Οποίος απεκάλυψε: "ήλθα να βάλω φωτιά στις καρδιές των ανθρώπων. Κι αυτός είναι ο πόθος μου: να τη δω αναμμένη"! Ο κατεξοχήν εμπνευστής των ανθρώπων είναι ο Χριστός. Κι έπειτα όλοι οι άγιοί Του. Γιατί κι αυτοί έχοντας τη φλόγα της Πεντηκοστής μέσα τους μπορούν να τη μεταδίδουν και να ξεσηκώνουν τις καρδιές. Γι' αυτό και όχι μόνο στον χώρο της παιδείας αλλά σε κάθε χώρο, κυρίως δε στην Εκκλησία, παρακαλούμε για ανθρώπους εμπνευσμένους. Εμπνευσμένους από Πνεύμα Θεού πρωτίστως ώστε αυτό που θα λένε και θα κάνουν θα είναι η φωτιά που θα φουντώνει και εμάς τους απλούς ανθρώπους. Όση στάχτη και να έχουμε μαζέψει, όλο και κάποια σπίθα ακόμη σιγοκαίει. Γιατί τη συντηρεί μέσα στην ευσπλαχνία Του ο ίδιος ο Θεός μας! 

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ

«Ο άγιος Χαραλάμπης έζησε επί της βασιλείας του Σεβήρου, όταν ηγεμόνευε ο Λουκιανός στην πόλη της Μαγνησίας. Επειδή ήταν ιερέας των Χριστιανών και δίδασκε την οδό της αληθείας, οι τύραννοι πρόσταξαν να τον ξεντύσουν από την ιερατική του στολή κι έπειτα να γδάρουν όλο το δέρμα του σώματός του. Καθώς λοιπόν ο ηγεμόνας τον έβλεπε  να υπομένει καρτερικά τα βασανιστήρια, εξοργίστηκε και επιχείρησε να ξέσει τον άγιο με τα δικά του χέρια, οπότε αμέσως αποκόπηκαν τα χέρια του και έμειναν μετέωρα στο σώμα του μάρτυρα. Ο άγιος όμως προσευχήθηκε και τον έκανε υγιή. Όταν είδαν αυτό το θαύμα οι δήμιοι, που ονομάζονταν Πορφύριος και Βάπτος, αρνήθηκαν τα είδωλα και πίστεψαν στον Χριστό. Το ίδιο και τρεις γυναίκες από αυτούς που παρίσταντο εκεί. Όλους αυτούς τους συνέλαβε ο ηγεμόνας και αφού τους καθυπέβαλε σε βασανιστήρια, χωρίς έλεος τους αποκεφάλισε. Διότι αν και θεραπεύτηκε, όμως παρέμεινε στην απιστία».

Ο άγιος Χαραλάμπης, και πιο λαϊκά Χαράλαμπος, θεωρείται, κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας,  καύχημα της Ελλάδας. Της Ελλάδας που φέρει το όνομα του Χριστού∙ που είναι χριστιανική και αναγνωρίζει και τιμά τους αγίους∙ που θεωρεί ως μεγίστη ευλογία και θησαυρό πολύτιμο την ύπαρξη των λειψάνων τους, όπως της κάρας του αγίου ιερομάρτυρα∙ που προστρέχει με πίστη και πόθο στις εκκλησιές για να πανηγυρίσει τη μνήμη τους. «Καυχάται σήμερα όλη η χριστιανική Ελλάδα. Γιατί απέκτησε τη δική σου κάρα σαν κρήνη που αναβλύζει ποταμούς ιαμάτων και αστείρευτο πλούτο και χάρη που δεν αδειάζει ποτέ, και διώχνει νόσους και την πολύφθορη πανώλη από τους ανθρώπους που σε μακαρίζουν» (στιχηρό εσπερινού). «Την πάντιμη κάρα σου η Ελλάδα την απέκτησε ως παντοτινό πλούτο της και πολύτιμο θησαυρό» (στιχηρό της λιτής).

Υπάρχει αυτή η Ελλάδα; Υπάρχουν οι πόλεις της που ευφραίνονται και σκιρτούν από αγαλλίαση για τους αγίους, σαν τον άγιο Χαράλαμπο; («Ευφραίνεσθε εν Κυρίω πόλεις της Ελλάδος και σκιρτήσατε αγαλλώμεναι»). Κανείς δεν γνωρίζει. Μία επιφανειακή κρίση θα έλεγε όχι. Ή τουλάχιστον όχι τόσο,  σε σχέση με αυτό  που φαινόταν πριν και από κάποια χρόνια. Φαίνεται ότι υπάρχει ένας γενικότερος αποχρωματισμός από αυτό που συνιστά θεωρητικά την ταυτότητα του Έλληνα: του ορθόδοξου πιστού που ταυτοχρόνως διακατέχεται από την βαθιά αγάπη και προς την πατρίδα. Τείνουμε σ’ αυτό, αν δεν το έχουμε φτάσει κιόλας, που λέει ο λόγος του Χριστού για το μικρό ποίμνιο -  τους λίγους που πράγματι είναι συνεπείς πιστοί και αγαπούν τον Κύριο και γενικώς τις παραδόσεις του έθνους μας - και το προτρέπει να μη φοβάται. «Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον». Αλλά είπαμε, κανείς δεν γνωρίζει. Διότι σε ανάλογο προβληματισμό και του μεγάλου Προφήτη Ηλία, όταν διωκόταν η αληθινή πίστη και κανείς δεν φαινόταν να την ακολουθεί, ο ίδιος άκουσε τον Θεό να του λέει ότι γύρω του, χωρίς εκείνος να το ξέρει, «επτά χιλιάδες Ιουδαίοι δεν είχαν κλίνει το γόνυ στον Βάαλ». Κανείς λοιπόν δεν ξέρει τι σημαίνει χριστιανική Ελλάδα.

Ας επανέλθουμε όμως στον άγιο Χαράλαμπο. Ο υμνογράφος ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού μας δείχνει το μέγεθος της αγιότητάς του και την προσφορά του στην Εκκλησία. «Όλος από τη νεότητά σου – σημειώνει – αφιερώθηκες στον Δεσπότη Χριστό, κι Αυτόν πόθησες βαθιά κι Αυτού τα ίχνη ακολούθησες. Κι αφού καθάρισες την καρδιά σου από κάθε κηλίδα των παθών, γέμισες υπέρμετρα από τη θεία χάρη». Ο άγιος υπήρξε δηλαδή ένα εκτύπωμα του Χριστού: Αυτόν αγάπησε και Αυτού τη ζωή φανέρωσε, διά της τηρήσεως των αγίων εντολών Του.  Δεν χρειάζεται να ψάχνουμε πολύ, για να δούμε ποιος είναι ο άγιος. Άγιος είναι όποιος ζει κατά το θέλημα του Κυρίου, που ζει όπως Εκείνος έζησε. Αλλά ο υμνογράφος γίνεται πιο συγκεκριμένος: το να ζει κανείς όπως ο Χριστός, σημαίνει ότι καθαρίζει την καρδιά του από τα πάθη του και φωτίζεται από τη χάρη του Θεού.

Με άλλα λόγια η πνευματική ασκητική μέθοδος της Εκκλησίας μας είναι το μόνο «αποδεικτικό» στοιχείο ότι πράγματι κανείς ανήκει στον Χριστό, ότι είναι άγιος. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η πνευματική ζωή ακολουθεί τα γνωστά τρία στάδια: την κάθαρση, τον φωτισμό, τη θέωση. Πάνω σ’ αυτήν την πορεία κρίνεται η γνησιότητα της αγιότητας κάποιου και όχι από άλλες εξωτερικές επιφανειακές εκδηλώσεις: καλά έργα, δραστηριότητες, οικοδομικές επιχειρήσεις, κοινωνικές προσφορές. Όχι ότι αυτά καταδικάζονται. Δεν μπορούν όμως να αξιολογηθούν θετικά, αν δεν αποτελούν εκδηλώσεις κεκαθαρμένης καρδίας. Και ο άγιος Βασίλειος υπήρξε δραστήριος και οργανωτικός και με έργα Πατέρας, αλλά ήταν βαθύτατα ασκητικός, που είχε τονίσει ότι αν κανείς θέλει να βρει τον Θεό στη ζωή του, πρέπει να απομακρυνθεί από όλη τη διάχυση του νου στα αισθητά πράγματα, να έλθει στον εαυτό του και διά της στροφής του αυτής να συναντήσει τον Θεό.

Ο άγιος Χαράλαμπος λοιπόν υπήρξε συνεπής προς αυτήν την πνευματική οδό της Εκκλησίας, που είναι απαρχής η γνήσια και αποστολική παράδοσή της, δηλαδή του Χριστού η παράδοση. Ο υμνογράφος επιβεβαιώνει τα παραπάνω και με άλλες λέξεις. Επιλέγουμε: «Φωτίστηκε κι έγινε λαμπρή η διάνοιά σου από το θείο Πνεύμα…και έτσι δυνάμωσες την ορθόδοξη πίστη» (στιχηρό της λιτής). Ο φωτισμός από το άγιο Πνεύμα, καρπός της εν χάριτι καθάρσεως της καρδίας, είναι ο μόνος τρόπος να δυναμωθεί η ορθόδοξη πίστη. «Η Ελλάδα έμεινε κατάπληκτη, μάρτυς Χαράλαμπε, από την καθαρότητα του βίου σου και το θαυμαστό μαρτύριό σου» (κάθισμα του όρθρου).  

09 Φεβρουαρίου 2022

ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ...

 

«Γέροντα, πόσα είδη φίλων υπάρχουν;»

«Τέσσερα», απάντησε.

«1. Οι φίλοι που είναι σαν το φαγητό – κάθε μέρα τους χρειάζεσαι.

2. Οι φίλοι που είναι σαν το φάρμακο – τους ψάχνεις όταν νιώθεις άσχημα.

3. Οι φίλοι που είναι σαν την ασθένεια – οι ίδιοι σε ψάχνουν!

4. Αλλά και οι φίλοι που είναι σαν τον αέρα – δεν είναι ορατοί αλλά είναι πάντα μαζί σου!» (Από το Μέγα Γεροντικό).

«Άμα βρήκες φίλο αληθινό – λέει η Γραφή – βρήκες τον μεγαλύτερο θησαυρό»! Δηλαδή ο φίλος δεν κυκλοφορεί στους δρόμους έτοιμος να μας προσφερθεί ούτε φαίνεται να αναδεικνύεται μέσα στους πολλούς που καθημερινά συναναστρεφόμαστε! Απαιτείται να τον αναζητήσει κανείς, να ψάξει με πόνο και με διάθεση, να αφιερώσει χρόνο, όπως συμβαίνει και με εκείνους που ψάχνουν για μεγάλους θησαυρούς. Πολλοί δεν το πετυχαίνουν ποτέ τους! Τι τεράστια χαρά όμως όταν τον βρεις. Νιώθεις ότι σου δόθηκε ιδιαίτερο δώρο από τον Ουρανό, ότι έλαβες μία σπουδαία και μοναδική χάρη. Γιατί βρήκες συνάνθρωπο που μπορείς να συντονιστείς μαζί του ψυχικά. Κι έτσι να γίνεις με τον φίλο σου σαν τείχος ισχυρό. «Αγαθοί οι δύο υπέρ τον ένα» σημειώνει και πάλι ο λόγος του Θεού.

Αλλά εννοείται το αυτονόητο: ότι σου δόθηκε αυτό το δώρο γιατί το αναζήτησες και το δίψασες. Γιατί ήσουν έτοιμος να το λάβεις. Κι αυτό θα πει ότι στη φιλία υπάρχει η αμοιβαιότητα – ποτέ δεν παίρνεις την προσφορά του φίλου και το άνοιγμα της ύπαρξής του απέναντί σου αν κι εσύ δεν είσαι στην ίδια ετοιμότητα! Αλλά τούτο αποκαλύπτει και το… εύθραστο της φιλίας: ανά πάσα στιγμή μπορεί να διαρραγεί η μοναδική αυτή σχέση, αν δεν προσεχτεί. Μόλις το θάρρος της φιλίας για παράδειγμα πάει να υπερβεί το λεπτό όριο του σεβασμού και της διάκρισης, εκεί έχει αρχίσει ήδη η υποχώρηση και η διάσπασή της. Μόλις το άνοιγμα της καρδιάς προς τον φίλο πάει να γίνει «βορά» σε μία αδιάκριτη αστειότητα, εκεί έχει πληγεί ίσως ανεπανόρθωτα. Η φιλία είναι σαν τα πολύτιμα κρύσταλλα: απαιτούν διαρκή προσοχή. Μπροστά όμως στην αξία της ύπαρξής της στη ζωή μας, όλες οι θυσίες είναι αποδεκτές.

Κι ο αββάς του Γεροντικού με πείρα ζωής και φωτισμό από τον Θεό κάνει τη διάκριση: τέσσαρα είδη των φίλων υπάρχουν. Τα τρία πρώτα βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο κι ίσως θα έβαζε ο αββάς εισαγωγικά στη χρήση του όρου, χωρίς να αρνείται τα γνήσια αισθήματά τους. Γιατί; Διότι υπάρχει το χρηστικό και ωφελιμιστικό στοιχείο στους φίλους αυτούς: τους χρειάζομαι, με χρειάζονται – το δούναι και λαβείν εν προκειμένω των συναισθημάτων μας. Το τέταρτο όμως είναι το ανώτερο και το ιερότερο και το πολυτιμότερο: γιατί ο φίλος αυτός είναι πάντα εκεί, με αγάπη και λεπτή διάκριση απέναντί μου, έτοιμος να με βοηθήσει όταν τον χρειαστώ χωρίς να με καταπιέζει – κάτι που πρέπει αντιστοίχως να κάνω και εγώ!

Στην περίπτωση του φίλου αυτού το μόνο που μπορούμε να σκεφτούμε αμέσως είναι ο ίδιος ο Θεός μας ο Ιησούς Χριστός και οι άγιοί Του: πάντοτε μαζί μας, με απόλυτο σεβασμό και αγάπη απέναντί μας, χωρίς η παρουσία τους να στερεί οτιδήποτε από την ακριβή ελευθερία μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κύριος χαρακτήρισε τους πιστούς του ως φίλους Του και ζήτησε το ίδιο να αισθάνονται και εκείνοι απέναντί Του!  

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ

«Ο άγιος Νικηφόρος έζησε κατά τους χρόνους των βασιλέων Ουαλεριανού και Γαληΐνου και ήταν ένας απλός πολίτης. Είχε δε κι ένα χριστιανό φίλο, πρεσβύτερο της Εκκλησίας, που λεγόταν Σαπρίκιος, ο οποίος από διαβολική ενέργεια μίσησε τον άγιο Νικηφόρο και μνησικακούσε απέναντί του. Όταν συνελήφθη ο Σαπρίκιος από τους ειδωλολάτρες και υφίστατο πολλά βασανιστήρια για την πίστη του Χριστού, ο άγιος Νικηφόρος έστειλε μεσίτες προς αυτόν, ζητώντας συγχώρηση, αλλ’ ο Σαπρίκιος δεν τους άκουσε.  Είδε τότε ο άγιος Νικηφόρος ότι ο Σαπρίκιος οδηγείται εκεί που θα του έκοβαν το κεφάλι, οπότε έτρεξε και έπεσε στα πόδια του ζητώντας συγχώρηση. Και μολονότι του θύμιζε τους νόμους του Χριστού περί συμφιλιώσεως των ανθρώπων, εκείνος δεν υπεχώρησε. Ο Σαπρίκιος πέρασε από πολλά βασανιστήρια και πλησίαζε η ώρα να πάρει το στεφάνι και τα βραβεία από τον Χριστό. Κι ενώ λίγο έμελλε για να του κόψουν το κεφάλι, δεν έδινε τη συγχώρηση. Γι’ αυτόν τον λόγο, απογυμνώθηκε από τη βοήθεια του Θεού και είπε στους δημίους: Αφήστε με και θα θυσιάσω στους θεούς. Μόλις το είδε αυτό ο άγιος Νικηφόρος, παρέδωσε τον εαυτό του στους δήμιους και ομολόγησε τον Χριστό με παρρησία. Με την προσταγή του τυράννου τότε, του έκοψαν το κεφάλι, κι έτσι έλαβε ο άγιος γρήγορα τα βραβεία της αγάπης, την οποία και προσπαθούσε να κάνει πράξη, χάριν του Χριστού,  του δοτήρα της αγάπης».

Ο υμνογράφος του αγίου Νικηφόρου Θεοφάνης, στο εξαποστειλάριο του όρθρου μας δίνει με μία φράση το στίγμα του αγίου: «Νικηφόρε, φάνηκες νικητής όπως λέει το όνομά σου, γιατί νίκησες τους τυράννους στην αγάπη και στο μαρτύριο. Γι’ αυτό  και δέχτηκες το στεφάνι της νίκης από τον Κύριο». Πράγματι, οι ύμνοι της Εκκλησίας μας κυμαίνονται ακριβώς επάνω στα δύο αυτά: τη νίκη του αγίου με βάση την εντολή του Κυρίου, την αγάπη – όταν μάλιστα αγωνιζόταν να συμφιλιωθεί με τον ιερέα Σαπρίκιο, ο οποίος τον εχθρευόταν - τη νίκη του και  στο μαρτύριο, διότι δεν δίστασε διόλου να ομολογήσει την πίστη του με τίμημα την ίδια του τη ζωή. Αυτό σημαίνει ότι ο άγιος Νικηφόρος, απλός άνθρωπος, χωρίς αξιώματα, χωρίς θέσεις, αλλά με επίγνωση του σπουδαιοτέρου γεγονότος στη ζωή ενός πιστού: να μένει σταθερός στην πίστη του, έδειξε έμπρακτα ότι η ζωή του ήταν θεμελιωμένη  στην πρώτη και σπουδαιότερη εντολή του Κυρίου, την αγάπη, με τη διπλή της διάσταση: την προς τον Θεό και την προς τον συνάνθρωπο.

Ο άγιος Θεοφάνης υπενθυμίζει ότι οι δύο αγάπες, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, είναι στην ουσία μία: κανείς δεν μπορεί να έχει τη μία αγάπη χωρίς την άλλη. Αγαπά κανείς τον Θεό σημαίνει ότι αγαπά ταυτοχρόνως και τον συνάνθρωπό του, έστω και τον εχθρό του∙ αγαπά κανείς τον συνάνθρωπο σημαίνει ότι αγαπά ταυτοχρόνως και τον Θεό. Κι αυτό γιατί ο Θεός «αγάπη εστί». Είναι αυτό που κηρύσσει διαπρυσίως ο ευαγγελιστής της αγάπης, ο άγιος Ιωάννης, όταν σημειώνει ότι «αυτός που λέει ότι αγαπά τον Θεό, αλλά μισεί τον συνάνθρωπό του, ψεύστης εστίν». Δεν είναι δυνατόν λοιπόν κανείς να ξεφεύγει από την αγάπη, χωρίς να χάνει την επαφή του με τον Θεό. Στο δοξαστικό μάλιστα των στιχηρών του εσπερινού η αλήθεια αυτή τονίζεται εμφαντικά: «Έδειξες σε όλους φανερά, αθλητά Νικηφόρε, ότι αυτός που δεν αγαπά τον πλησίον ούτε και τον Δεσπότη Χριστό μπορεί να αγαπήσει. Γι’ αυτό ακριβώς, συ ο ίδιος αγάπησες ειλικρινά τον ομόδουλό σου Σαπρίκιο, οπότε με την αγάπη αυτή πέταξες σαν να είχες φτερά και προς τον θείο έρωτα και έδωσες τη ζωή σου χάριν της ομολογίας και της πίστεως στον Χριστό. Ο δυσώνυμος όμως Σαπρίκιος, που κράτησε άσπονδο μίσος απέναντί σου, φάνηκε τελικά αρνητής και του Δεσπότη Χριστού».

Ίσως όμως σήμερα, εκείνο που παραξενεύει περισσότερο δεν είναι η αγάπη του αγίου Νικηφόρου. Αυτός με τη χάρη του Θεού την απέδειξε έμπρακτα, στεφανώθηκε, κέρδισε τον Παράδεισο, πρεσβεύει υπέρ ημών. Το παραδοξότερο είναι η δαιμονική άρνηση του ιερέα Σαπρικίου να δώσει συγχώρηση στον τέως φίλο του Νικηφόρο, κάτι που τον έκανε να ξεπέσει και από την αγάπη του Θεού και του στέρησε όχι μόνο τη θριαμβευτική είσοδό του ως μάρτυρα στη Βασιλεία του Θεού, αλλ’ ούτε και την απλή σωτηρία του. Από εκεί που υπομένει τόσα βασανιστήρια, που ομολογεί με γενναιότητα την πίστη του, να γίνεται στον επίλογο δειλό ανθρωπάκι και αρνησίχριστος. Την παραδοξότητα αυτή σημειώνει και ο υμνογράφος: «Ο Σαπρίκιος που δεν φύλαξε τους θεσμούς σου, Σωτήρα Κύριε, γυμνώνεται από της θεία Σου χάρη. Κι αφού υποχώρησε στους εχθρούς, στερείται ο δειλός από τη δόξα των μαρτύρων Σου. Γι’ αυτό και μένουμε έκπληκτοι από τη δίκαιη πρόνοιά Σου, οπότε φωνάζουμε δυνατά: Δόξα στη δύναμή Σου» (ωδή δ΄).

Πέρα από τη δοξολογία του ονόματος του Θεού που δοξάζει τους μάρτυρές Του, ο θρήνος και ο φόβος είναι τα αισθήματα που δημιουργεί η περίπτωση του Σαπρικίου. Ποιος μπορεί να καυχηθεί για το όποιο αξίωμά  του στην Εκκλησία, για τα κηρύγματά του, για τη δράση του, για τη θαρραλέα ακόμη πίστη του; Ο Σαπρίκιος τα είχε αυτά: ήταν ιερέας, κήρυσσε και δρούσε ιεραποστολικά, ομολογούσε την πίστη του με θάρρος. Το κριτήριο όμως είναι άλλο: απολύτως και μόνον η αγάπη, που αποδεικνύεται έμπρακτα ως συγχώρηση προς τον κάθε συνάνθρωπο. Τα πάντα μπορεί κανείς να έχει ως αρετές. Δεν έχει το ένα «ου εστί χρεία», την αγάπη, δεν έχει τίποτε. Γι’ αυτό και αφενός κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί για οτιδήποτε: η αληθινή αγάπη φυτρώνει εκεί που υπάρχει το έδαφος της ταπείνωσης, αφετέρου το μαρτύριο από μόνο του δεν σώζει. Και στην περίπτωση ακόμη που ο Σαπρίκιος έδινε τη ζωή του για τον Χριστό, δεν θα ήταν χριστιανός μάρτυρας. Ο χριστιανός μάρτυρας πεθαίνει, αλλά χωρίς ίχνος μίσους και έχθρας μέσα του. Το λέει σαφέστατα και ο απόστολος Παύλος: «και εάν παραδώ το σώμα μου, ίνα καυθήσωμαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι». Και να καεί το σώμα μου για την πίστη μου, χωρίς αγάπη η θυσία αυτή δεν με ωφελεί».

08 Φεβρουαρίου 2022

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΑ ΣΦΟΥΓΓΑΡΙΑ...

 

          Μία πολύ δυνατή παιδαγωγική αφίσα! Που τι φανερώνει; Πόσο οι γονείς και όλοι όσοι σχετιζόμαστε με παιδιά και νέους δρούμε με τον πιο αντιπαιδαγωγικό τρόπο στην προσπάθειά μας να ασκήσουμε "παιδεία και αγωγή"! Πέντε "μη" - και όχι μόνον αυτά! - που λειτουργούν στην πραγματικότητα ως "πυροβολισμοί" στο παιδί μας, κάτι που αναδεικνύει με τον πιο εποπτικό τρόπο η συγκεκριμένη ανάρτηση. Κι αυτό γιατί η διαπαιδαγώγηση δεν στηρίζεται στην άρνηση, αλλά στη θέση: όχι τι να μην κάνει το παιδί αλλά υπόδειξη του τι να κάνει και πού να στραφεί, πού να διοχετεύσει δηλαδή την ενέργεια της ψυχοσωματικής του ύπαρξης. Η άρνηση είναι... "κενό" - υπάρχει μόνο όταν το αφήνει κανείς, γιατί ήδη έχει στραφεί σε ό,τι ανοίγεται ευοίωνο ενώπιόν του. Κι είναι ευνόητο ότι η θετική υπόδειξη γίνεται με τα λόγια, όταν υπάρχει το βιωμένο παράδειγμα, το οποίο κατεξοχήν αυτό λειτουργεί ως κανόνας και δρόμος ζωής! "Μισώ τις διδαχές που βλέπω ότι προέρχονται από άνθρωπο που ζει με αντίθετο από αυτές τρόπο", σημειώνει με έμφαση ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος, μέγας Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας.
             Λοιπόν, αν θέλουμε να βοηθήσουμε τα παιδιά μας και έτσι να οικοδομήσουμε μία καλύτερη κοινωνία - να βοηθήσουμε έτσι και τον ίδιο τον εαυτό μας - πρέπει να κινητοποιηθούμε πρώτα εμείς στην άσκηση του αγαθού και των αξιών της ζωής, κυρίως της αγάπης. Η σωστή διαπαιδαγώγηση απαιτεί κόπο και γνήσια θυσιαστική αγάπη, ενώ οι προτροπές που στηρίζονται στα "μη" αποκαλύπτουν την υποκρισία της ζωής μας: απαιτούμε από τα παιδιά μας χωρίς εμείς να... κουνάμε ακόμη και το δαχτυλάκι μας! Τα "ουαί" του Χριστού προς τους υποκριτές Φαρισαίους της εποχής Του ισχύουν στην περίπτωση αυτή πολλαπλασίως και για εμάς! 

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΤΑ ΣΚΕΥΗ ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ!

«Ένας αδελφός είπε στον αββά Σισώη: “Πώς δεν φεύγουν τα πάθη από μένα;” Του λέγει ο γέρων: “Τα σκεύη τους είναι μέσα σου. Δώσε τους την άδεια να τα πάρουν και φεύγουν”» (Γεροντικό, Αββάς Σισώης ο μεγάλος).

Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα λόγια του Γεροντικού που ανάγεται στον μεγάλο όσιο αββά Σισώη – πενήντα ένα λόγια και περιστατικά αναφέρονται στο Γεροντικό γι’ αυτόν. Κι αυτό γιατί κάνει λόγο όχι μόνο για τα πάθη: τον εγωισμό και τα παρακλάδια του˙ τη φιληδονία, τη φιλαργυρία και τη φιλοδοξία, που ως διεστραμμένες δυνάμεις της ψυχής  δεν αφήνουν χώρο σ’ αυτήν για να σκηνώσει η χάρη του Θεού – ας θυμηθούμε ότι κατά τον άλλο μεγάλο αββά Ποιμένα «τα πάθη αποτελούν τείχος χάλκινο που μας χωρίζει από τον Θεό» - αλλά κυρίως κάνει λόγο για την  α ι τ ί α  που αυτά λειτουργούν κατά τρόπο καταναγκαστικό σχεδόν ώστε ο άνθρωπος τελικώς να νιώθει και να είναι υπόδουλός τους. Μη ξεχνάμε τον λόγο του αποστόλου Πέτρου ότι «σε ό,τι κανείς έχει ηττηθεί σ’ αυτό και έχει υποδουλωθεί».

Κι αυτό που θέτει ο πιστός αδελφός στον μεγάλο αββά περιγράφει την οδυνηρή και θεωρούμενη ανεξήγητη κατάσταση: πώς κι ένας βαπτισμένος χριστιανός, που έχει γίνει μέλος του Χριστού και συνεπώς η χάρη Του ενεργεί μέσα στην αδυναμία του, δεν μπορεί να ξεφύγει από την επήρεια αυτή; Η διδασκαλία της Εκκλησίας αυτό κηρύσσει: ο αδύναμος και υποταγμένος στα πάθη άνθρωπος αδυνατεί να τα υπερβεί όσο είναι αβάπτιστος˙ ο βαπτισμένος ως μέλος του Σώματος του Χριστού παίρνει τη δύναμη υπερβάσεώς τους, που θα πει μεταστροφής τους από την αλλοιωμένη τους κατάσταση στην ομαλή και κανονική και υγιή τους πορεία, ώστε να πορεύεται κατά Θεόν! Ο χριστιανός δηλαδή πράγματι μπορεί να υπερβεί τη βία της στροφής προς τα πονηρά, γιατί τον ενισχύει ο ίδιος ο Κύριος. Ο χριστιανός μπορεί να γίνει ένα «μίμημα Χριστού»!

Η απάντηση του οσίου αββά Σισώη είναι αποκαλυπτική: Αδελφέ, δεν μπορείς να ξεπεράσεις τη διαστροφή του εγωισμού και των παθών σου, γιατί τα θέλεις και τα αγαπάς! Αυτό δεν υπονοεί ο άγιος με τον όρο «σκεύη» που τα κρατάει ο αδελφός μέσα του; Μπορεί δηλαδή ο αδελφός να αγωνίζεται και να επιδίδεται σε πολλές ασκητικές προσπάθειες: νηστεία, αγρυπνία, προσευχές πολύωρες, χαμαικοιτίες, όμως στην πραγματικότητα δεν θέλει να αποχωριστεί από την πηγή της όλης τραγωδίας της ενεργούμενης μέσα του αμαρτίας! Κι είναι τούτο μία από τις κεντρικότερες αλήθειες της πνευματικής ζωής: αγωνιζόμαστε στην πνευματική θεωρούμενη ζωή, αλλά δεν βλέπουμε αποτελέσματα γιατί μας λείπει η εσωτερική αληθινή εσωτερική θέαση: η κάθαρση της καρδιάς. Όταν ο Κύριος μακάρισε τον καθαρό στην καρδιά άνθρωπο, γιατί αυτός μόνο αποκτά τις προϋποθέσεις να δει τον Θεό: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται», τούτο δεν μαρτυρούσε; Να εγκύψει κανείς στο βάθος του εαυτού του, σε ό,τι ο λόγος του Θεού ονομάζει καρδιά, κι εκεί να ψάξει να βρει τον αληθινό εαυτό του. Κι η εύρεση αυτή ταυτίζεται με την εύρεση της ίδιας της Βασιλείας του Θεού, η οποία πάλι κατά τον λόγο του Κυρίου «εντός ημών εστι».

Ο όσιος μέγας Σισώης δίνει την απάντηση και σε εμάς σήμερα: δεν μπορούμε να παίζουμε με την πίστη μας, μένοντας σ’ ένα επιφανειακό επίπεδο, στο οποίο περιδινίζονται μόνο τα πάθη μας. Μοιάζουμε συχνά οι χριστιανοί, όπως και ο αδελφός του περιστατικού με τον αββά, μ’ εκείνον που πάσχει από καρκίνο για παράδειγμα και πιστεύει ότι με μία ασπιρίνη μπορεί να τον ξεπεράσει. Τα προβλήματα, είτε τα σωματικά είτε κυρίως τα πνευματικά,  απαιτούν ριζικές λύσεις: κτύπημα στην αιτία που τα δημιουργεί. Κι αυτό περαιτέρω ισχύει ασφαλώς και σε όλα τα άλλα κοινωνικά και λοιπά προβλήματα του ανθρώπου. Διάγνωση της αιτίας και ριζική θεραπεία! Δεν ισχύει τούτο και σε ό,τι απασχολεί σ’ ένα μεγάλο ποσοστό σχεδόν καθημερινά τα δελτία των ειδήσεων; Εννοούμε την τραγική κατάσταση με την εγκληματικότητα νέων ανθρώπων, με τη σύσταση συμμοριών από αυτούς, με τις καταστροφές που προκαλούν πολλοί νέοι, με το μπούλινγκ που ασκούν οι θεωρούμενοι δυνατότεροι εις βάρος των αδύναμων! «Καινούργιες μηχανές με παγωμένα λάδια!» κατά τη γνωστή έκφραση του αγίου Παϊσίου.

Και τι κάνουμε; Εξοργιζόμαστε, κατακρίνουμε τις καταστάσεις, κλαίμε με απόγνωση, ψάχνουμε να αποδώσουμε ευθύνες από δω και από κει – και καλά κάνουμε σε ένα βαθμό. Μα, το πρόβλημα δεν λύνεται! Γιατί το κακό υπάρχει βαθύτερα και είναι μέσα στην καρδιά όλων μας: η αγάπη μας στα ίδια τα πάθη μας, η κυριαρχία σε όλους μας του εγωισμού μας. Πώς θα εμπνεύσουμε τους νέους μας σε ανώτερα ιδανικά και σε καλλιέργεια αξιών στη ζωή τους, όταν ο κόσμος μέσα στον οποίο ζουν και μεγαλώνουν είναι ένας κόσμος όπου το ηδονιστικό στοιχείο είναι το κυριαρχούν και ο καθένας παλεύει να επικρατήσει επί των άλλων; Που σημαίνει: όλες οι θλιμμένες ή οι οργισμένες αντιδράσεις μας απέναντι στα φαινόμενα βίας είναι οι ασπιρίνες μπροστά στην ανίατη αρρώστια! Η μόνη λύση για την πίστη μας είναι η έμπονη στροφή προς τον μόνο που μπορεί να καθαρίσει το έδαφος της ψυχής, τον Κύριο Ιησού Χριστό! Αν ειλικρινά στραφούμε σ’ Αυτόν και με μετάνοια αληθινή ζητήσουμε να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε τα πάθη μας, τότε θα δούμε πράγματι γλυκιά και γαλήνια ημέρα. Γιατί; Διότι με τη μετάνοιά μας θα βρούμε τον μόνο δρόμο που όλοι τον θέλουν, τον βλέπουν από μακριά, αλλά σχεδόν κανείς δεν τον ακολουθεί: τον δρόμο της αγάπης!

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ

«Ο άγιος Θεόδωρος έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λικίνιου (τις πρώτες δεκαετίες του 3ου αιώνα). Καταγόταν από τα Ευχάϊτα, αλλά κατοικούσε στην Ηράκλεια του Πόντου. Υπερείχε από τους περισσοτέρους ως προς το κάλλος της ψυχής του, το μέγεθος του σώματος και τη δύναμη των λόγων. Όλοι, γι’ αυτό, προσπαθούσαν να αποκτήσουν τη φιλία του. Για τον ίδιο λόγο και ο Λικίνιος ήθελε πάρα πολύ να τον συναντήσει, μολονότι είχε ακούσει  ότι είναι χριστιανός και βδελύσσεται τους λεγόμενους θεούς. Έστειλε λοιπόν από τη Νικομήδεια μερικούς, του ιδίου αξιώματος με τον Θεόδωρο, και τους πρόσταξε να του φέρουν τον μάρτυρα με ευγενικό τρόπο. Όταν αυτοί επέστρεψαν λέγοντας ότι ο μακάριος Θεόδωρος έφερε ως αντίρρηση ότι πρέπει ο βασιλιάς μάλλον να έλθει μαζί με τους μεγαλύτερους από αυτόν θεούς, αμέσως ο βασιλιάς ήλθε στην Ηράκλεια.

Ο άγιος Θεόδωρος, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να συναντήσει τον Λικίνιο μετά από νυκτερινό όραμα που του έστειλε ο Θεός, όταν πληροφορήθηκε ότι ο βασιλιάς πλησιάζει, ανέβηκε σε άλογο, τον συνάντησε και τον τίμησε όπως έπρεπε. Ο βασιλιάς τότε του έδωσε το δεξί του χέρι και χαιρέτισε τον Θεόδωρο πολύ θερμά. Εισήλθε έπειτα στην πόλη κι αφού κάθισε σε υψηλό βήμα, προέτρεπε τον μακάριο Θεόδωρο να προσφέρει στους δικούς του θεούς θυσία. Ο άγιος  ζήτησε να πάρει στο σπίτι του τα αγάλματα των επισημοτέρων θεών, να προσφέρει εκεί πρώτα τις προσευχές του, και έπειτα πάλι δημόσια να προσφέρει στους θεούς αυτούς σπονδές. Ο βασιλιάς συμφώνησε κι έδωσε εντολή  να του δοθούν τα χρυσά και τα αργυρά αγάλματα, ο άγιος τα έλαβε και κατά το μέσο της νύκτας τα συνέτριψε, τα έκανε μικρά κομμάτια και τα έδωσε στους ενδεείς και τους πένητες.

Την επομένη ημέρα, όταν ο Μαξέντιος ο Κομενταρήσιος είπε ότι είδε την κεφαλή της μεγάλης θεάς Αφροδίτης να περιφέρεται από κάποιον πτωχό, ο Λικίνιος διέταξε και αμέσως ο άγιος συνελήφθη από τη φρουρά του Λικινίου. Και πρώτα μεν τον ξέντυσαν, τον κράτησαν τεντωμένο τέσσερις, και τον κτύπησαν με μαστίγια από νεύρα βοδιών: επτακόσιες πληγές στην πλάτη, πενήντα στην κοιλιά, όπως και κτυπήματα με μολύβδινες σφαίρες στον αυχένα. Έπειτα τον χαράκωσαν μέχρι αίματος, τον κατέφλεξαν με λαμπάδες, και έτριψαν με όστρακα τις πρησμένες και καμένες πληγές, οπότε τον έριξαν στη φυλακή, ασφαλίζοντας τα πόδια του σε ξύλινη μέγγενη.

Έμεινε χωρίς φαγητό και νερό στη φυλακή επί επτά ημέρες. Τον έβγαλαν πάλι και κάρφωσαν τα χέρια και τα πόδια του σε σταυρό, κι εκεί του πέρασαν περόνη από το κάτω μέρος του σώματος, που έφθασε μέχρι τα έγκατά του. Γύρω του στέκονταν και παιδιά, που τόξευαν τον άγιο στο πρόσωπο και τα μάτια, ενώ από τις βολές των βελών που κτυπούσαν τα μάτια, έπεσαν κάτω οι κόρες των οφθαλμών του. Άλλοι δε, έκοψαν τα γεννητικά του όργανα, κάνοντας εγκάρσιες τομές σ’ αυτά. Πέρασε τη νύκτα πάνω στο σταυρό και νόμισε ο Λικίνιος ότι είχε ήδη πεθάνει. Αλλά απατήθηκε. Διότι άγγελος Κυρίου τον έλυσε από τα δεσμά και έγινε ολόκληρος υγιής, και έψαλλε και ευλογούσε τον Θεό.

Το ξημέρωμα, απέστειλε ο Λικίνιος να σηκώσουν το σώμα του Μάρτυρα και να το ρίξουν στη θάλασσα. Όταν όμως έφθασαν οι απεσταλμένοι και είδαν τον άγιο να είναι ακόμη ζωντανός και όλος υγιής, πίστεψαν στον Χριστό, άνδρες περίπου ογδόντα πέντε στον αριθμό. Και μετά από αυτούς, άλλοι τριακόσιοι στρατιώτες, στους οποίους ηγείτο ο ανθύπατος Κέστης, που στάλθηκαν για να φονεύσουν τους πρώτους, και αυτοί πίστεψαν στον Χριστό. Όταν είδε ο Λικίνιος την πόλη αναστατωμένη, διέταξε να κοπεί η κεφαλή του αγίου. Στάθηκαν όμως τότε πάμπολλα πλήθη χριστιανών και εμπόδιζαν τους στρατιώτες. Μόλις λοιπόν ο άγιος τους ησύχασε και προσευχήθηκε στον Χριστό, του έκοψαν το κεφάλι και πήρε τέλος ο δρόμος του μαρτυρίου. Μετατέθηκε δε από την Ηράκλεια στα Ευχάϊτα, στο γονικό οίκημά του, καθώς ο μάρτυς είχε δώσει τις κατάλληλες εντολές από πριν στον γραμματέα του Αύγαρο. Ο Αύγαρος, που ήταν μαζί με τον άγιο καθ’ όλη τη διάρκεια του μαρτυρίου του, έγραψε το μαρτυρολόγιο του αγίου κατά πλάτος, δηλαδή και τις ερωτήσεις που του έθεσαν και τις απαντήσεις που έδωσε και τα ποικίλα είδη των βασανιστηρίων που πέρασε, και τις εκ Θεού φανερώσεις και βοήθειες».

Ο πυρπολημένος από θείο πόθο νους του αγίου Θεοδώρου αποτελεί το κλειδί που ερμηνεύει την καρτερία του στα τόσα βασανιστήρια που υπέστη, όπως βεβαίως και τη δύναμή του να υπερβεί πρώτα όλες τις προσφορές του ίδιου του βασιλιά. Απαιτείται να έχει κάποιος ολοκληρωτικά στραμμένο τον νου του στον Θεό, να φλέγεται από την αγάπη Εκείνου, για να μπορεί να περιφρονεί τη φιλία ενός βασιλιά, και μάλιστα με τέτοιες εξουσίες την εποχή εκείνη, και να καταφρονεί τα μαρτύρια που τσακίζουν το σώμα του ανθρώπου. Κι αυτό είναι το διαρκώς ζητούμενο από την Εκκλησία για τον πιστό άνθρωπο: όχι απλώς να τον περιορίσει με κάποιες εντολές και κανόνες – αυτό αποτελεί εξιουδαϊσμό της πνευματικής της ζωής – αλλά να τον προσανατολίσει στην αγάπη προς τον Θεό, την πρώτη και μεγάλη εντολή που έχει δώσει ο Θεός στον άνθρωπο. «Με πυρπολημένο τον νου από τον θείο πόθο, με γενναιότητα και μεγάλη τόλμη  προχώρησες στον θάνατο της φωτιάς», σημειώνει σε κάθισμα του όρθρου ο υμνογράφος του αγίου. «Ο πόθος σου προς τον Θεό διέγραψε κάθε εμπαθή σχέση με τα γήινα, παμμακάριστε, δηλαδή και την ηδονή της δόξας, τον πλούτο και την τρυφή, και το περιβόητο ύψος της αναγνώρισης από όλους» (ωδή δ΄ ).

Ο υμνογράφος του αγίου Θεοδώρου Νικόλαος προβάλλει την ομορφιά του και το παράστημά του: ο άγιος Θεόδωρος ήταν «ωραίος νέος, με σπάνια ομορφιά, διακρινόμενος για το κάλλος της ψυχής και του σώματος». Αλλά η ομορφιά του ανθρώπου, κατά τον υμνογράφο, κάτι που βλέπουμε στους αγίους μας σαν τον σημερινό, έγκειται κατεξοχήν στην ομορφιά της ψυχής. «Η ομορφιά των αρετών τον έκανε ωραίο, κυρίως όμως στολιζόταν από τα στίγματα των μαρτύρων» (ωδή γ΄). Πράγματι, για την πίστη μας, η ομορφιά του σώματος είναι ένα αγαθό, το οποίο όμως επειδή είναι φθαρτό δεν έχει πρωτεύουσα σημασία. Έρχονται τα γηρατειά κι αυτό που αποτελεί συνήθως καύχημα για τον έχοντα το αγαθό τούτο, εξαφανίζεται. Χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν πιθανούς τραυματισμούς, αρρώστιες που αλλοιώνουν τον άνθρωπο, ή και τον αφανίζοντα τα πάντα θάνατο. Η αληθινή ομορφιά έγκειται, όπως λέει για τον άγιο ο υμνογράφος, στην απόκτηση των αρετών. Όταν η ανθρώπινη ψυχή ντύνεται τις αρετές, όταν η χάρη του Θεού επισκιάζει τον άνθρωπο, τότε και ο πιο άσχημος εξωτερικά θεωρούμενος άνθρωπος αποκτά μία γλυκύτητα και μία «επιφάνεια» που γοητεύει και μαγνητίζει τους πάντες. «Καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει» ακούμε να λέει επ’ αυτού ο λόγος του Θεού. Στον άγιο Θεόδωρο βεβαίως συνυπήρχαν και τα δύο στοιχεία: και το κάλλος του σώματος και το κάλλος της ψυχής. Για τον άγιο όμως η προτεραιότητα ήταν δεδομένη: το κάλλος της ψυχής. Και μάλιστα όχι μόνο με τις αρετές, αλλά κυρίως με τα βάσανα που υπέστη. Κι αυτό διότι προφανώς τον έβαζαν στα χνάρια του κατ’ εξοχήν «ωραίου κάλλει παρά πάντας ανθρώπους» Ιησού Χριστού.

Με το μαρτύριο του αγίου Θεοδώρου όμως έχουμε και ένα είδος  επιβεβαίωσης της αναστάσεως των σωμάτων που θα φέρει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Θέλουμε να πούμε ότι ο Κύριος δίνοντας τη χάρη Του δι’ αγγέλου να αποκαταστήσει το διαμελισμένο από τα βασανιστήρια σώμα του αγίου, να το ξανακάνει υγιές καθ’ ολοκληρίαν όπως ήτανε πριν από την αποτομή της κεφαλής του, μας δίνει με μεγάλη ενάργεια μία εικόνα της εκ νέου δημιουργίας των σωμάτων που θα πραγματοποιήσει. Διότι υπάρχουν χριστιανοί οι οποίοι διερωτώνται: μα πώς τα διαλυμένα σώματα από τον θάνατο ή τα πυρπολημένα από τη φωτιά ή τα φαγωμένα από θηρία θα αναστηθούν; Και η απάντηση βεβαίως είναι απλή: ο Θεός θα προβεί σε μία νέα δημιουργία τους. Αυτός που «εξ ουκ όντων» δημιούργησε τα πάντα, ο Ίδιος και πάλι θα δημιουργήσει τα φθαρμένα και διαλυμένα. Κι εδώ ακριβώς, στο μαρτύριο του αγίου Θεοδώρου, παίρνουμε μία εικόνα αυτής της μελλοντικής δημιουργίας: με μία απλή ενέργειά Του, και μάλιστα δι’ αγγέλου Του, το σώμα αποκαθίσταται. «Φάνηκες νικητής, ολοκληρωτικά άρτιος, μετά τη σταύρωση και την κάθε άλλη αποκοπή των μελών σου  και  νέκρωση, συ που νίκησες τον κόσμο. Διότι ο Χριστός με το χέρι του αγγέλου σαν αρχηγός της ζωής, σου ξανάδωσε ζωή» (ωδή ε΄).