17 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΤΗΡΩΝ

«Αυτός ο άγιος μάρτυς έζησε κατά τους χρόνους των βασιλέων  Μαξιμιανού και Μαξίμου και καταγόταν από την Αμάσεια του Πόντου, από ένα χωριό που λεγόταν Χουμιαλοί. Μόλις συγκαταλέχτηκε στη στρατιά των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσυλλέκτων στρατιωτών, υπό την εξουσία του αξιωματικού Βρύγκα, εξετάστηκε από αυτόν, οπότε ομολόγησε ότι ο Χριστός είναι Θεός, ενώ καταχλεύασε τα σεβάσματα των ειδωλολατρών σαν άψυχα ξόανα και έργα χειρών ανθρώπων. Κι όταν του δόθηκε η ευκαιρία, δεν έμεινε άπρακτος, αλλά σκέφτηκε και προέβη στο μέγιστο από τα έργα: κατέκαψε το είδωλο της μητέρας των θεών, όπως οι ειδωλολάτρες παραφρονώντας λένε. Γι’ αυτόν τον λόγο και συνελήφθη, κι αφού ομολόγησε ότι αυτός ήταν ο αυτουργός του εμπρησμού, πρώτα μεν τον χαράκωσαν κρεμασμένο με σιδερένια νύχια, έπειτα τον έριξαν μέσα σε καμίνι φωτιάς και εκεί τελειώθηκε. Τελείται δε η σύναξή του στο αγιότατο Μαρτύριό του, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου, κατά το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας των Νηστειών, όταν έγινε και το θαύμα από αυτόν των κολύβων και έσωσε έτσι τον ορθόδοξο λαό από τη μιασμένη βρώση των ειδωλοθύτων».

Η συντριπτική πλειοψηφία των ύμνων της Εκκλησίας μας σήμερα αναφέρεται σ’ αυτό που δηλώνει το όνομα του αγίου Θεοδώρου: δώρο Θεού. Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος της ακολουθίας του, διαρκώς τονίζει ότι ο άγιος είναι «επώνυμος των θείων δωρεών», ότι «δωρίστηκε ως δώρο Θεού» στους ανθρώπους, ότι είναι «θείων δωρεών και πράγμα και όνομα». Ήδη μάλιστα στο πρώτο στιχηρό του εσπερινού διαβάζουμε: «Ο Χριστός σε έδωσε στην οικουμένη σαν δώρο που φέρνει πλούτο, Θεόδωρε, γιατί δέχτηκε σαν ευεργέτης Θεός το δώρο σου, δηλαδή το τίμιο αίμα σου, που χύθηκε γι’ Αυτόν και προσφέρθηκε σ’ Αυτόν με το ζήλο της ευσέβειας». Με άλλα λόγια, κατά τον Θεοφάνη, ο Θεόδωρος είναι το αντίδωρο του Θεού στην Εκκλησία, αφού έλαβε τον ίδιο ως δώρο και  τον προσέφερε έπειτα σε όλους.

Η επισήμανση του αγίου υμνογράφου είναι πολύ σημαντική: Ό,τι προσφέρουμε εν αγάπη στον Θεό, ο Θεός δεν το «κρατάει» για τον εαυτό Του, αλλά μας το προσφέρει πολλαπλασιασμένο ως ευεργεσία δική μας. Του προσφέρουμε για παράδειγμα την προσευχή μας; Την μεταποιεί σε χάρη Του προς ίαση της ψυχής και του σώματός μας. Κι όχι μόνο για εμάς, αλλά και για όλη την οικουμένη. Του προσφέρουμε – πάντα βεβαίως με την ενίσχυση Εκείνου – την υπακοή μας ως κατάθεση της θελήσεώς μας στο θέλημά Του; Παίρνει την υπακοή μας και την κάνει δική Του υπακοή σε εμάς. Γι’ αυτό και κατά την πίστη μας μεγαλύτερη ευεργεσία στο ανθρώπινο γένος από την παρουσία των αγίων ως ανθρώπων προσφερομένων στον Θεό δεν υφίσταται. Οι άγιοι είναι οι ευεργέτες της ανθρωπότητας, έστω κι αν ο κόσμος δεν κατανοεί τίποτε περί αυτού. Ο Θεός μας τους γνωρίζει, τους αποδέχεται, τους κάνει πρεσβευτές μας για την υπέρβαση των όποιων δυσκολιών μας στον κόσμο. Και το μεγαλύτερο αντίδωρο του Θεού στον κόσμο για το μεγαλύτερο δικό μας δώρο σε Αυτόν: την ίδια την Παναγία μας,  είναι ο ερχομός Του σε εμάς. Εκείνη δηλαδή δωρίστηκε σε Αυτόν κι Εκείνος την προσέλαβε και την έκανε σάρκα Του προκειμένου να έρθει στον κόσμο ως άνθρωπος. «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα». Συνεπώς  ό,τι κάνουμε για χάρη του Θεού δεν είναι «χαμένος» χρόνος, όπως πιστεύουν ορισμένοι εκτός της πίστεως, αλλά ο πολυτιμότερος χρόνος της ζωής μας. Είπαμε, επανακάμπτει σε εμάς και μάλιστα πολλαπλασιασμένο εκ μέρους του Κυρίου μας.

Επεκτεινόμαστε στην αλήθεια αυτή, διότι ακριβώς αυτό πρωτίστως τονίζει ο άγιος Θεοφάνης. Κι είναι πολύ παρήγορα τα τροπάριά του, διότι αναφέρονται σε όλες τις διαστάσεις του ανθρωπίνου βίου, ιδίως τις θλίψεις και τις δοκιμασίες που υφιστάμεθα, και στις οποίες ο άγιος Θεόδωρος, ως όργανο του Θεού, έρχεται ως σωτήρας και βοηθός. «Τη θεοδώρητη χάρη των θαυμάτων σου, μάρτυς Θεόδωρε - σημειώνει για παράδειγμα - απλώνεις σε όλους που προστρέχουν με πίστη σε σένα, διά της οποίας σε δοξολογούμε λέγοντας: Λυτρώνεις τους αιχμαλώτους, θεραπεύεις τους αρρώστους, πλουτίζεις τους φτωχούς και διασώζεις τους πλέοντες» (δοξαστικό εσπερινού). «Σώσε με από τη θλίψη που με κατέχει, με τις πρεσβείες σου, μάρτυρα Χριστού, ομαλοποιώντας όλη την τραχύτητα της ζωής μου» (ωδή γ΄).

Κι ακόμη περισσότερο ο άγιος Θεόδωρος, κατά τον Θεοφάνη, εκτός από τις επεμβάσεις του για τις εξωτερικές δυσκολίες της ζωής, επεμβαίνει και για τις εσωτερικές, δηλαδή τις ψυχολογικές και πνευματικές δυσκολίες, προερχόμενες είτε από τις δαιμονικές επιθέσεις είτε από τα ίδια τα πάθη μας. Σε ένα από τα πιο ωραία τροπάριά του της έκτης ωδής επισημαίνει: «Επειδή υπήρξες θερμότατος υπερασπιστής της ευσεβούς πίστεως και έλεγξες αυστηρά την πλάνη των ειδώλων, εξαφάνισε από την ψυχή μου τις φαντασίες των δαιμόνων και τις εικόνες των παθών». Η εκζήτηση της βοήθειας του αγίου Θεοδώρου για όλες τις περιστάσεις της ζωής μας συνιστά πια μονόδρομο. Έχουμε πρεσβευτή ισχυρότατο, δοσμένο σε εμάς από τον Θεό μας.

16 Φεβρουαρίου 2022

ΤΟ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟ ΕΡΓΟ ΜΑΣ!

«(Ο όσιος της εποχής μας μέγας Γέρων Παΐσιος ο αγιορείτης) καλλιεργώντας τη μετάνοια διάβαζε συχνά τον Μεγάλο Κανόνα τον οποίο έμαθε απ’  έξω. Επίσης του άρεσε και τον βοηθούσε στη μετάνοια η προσευχή του Μανασσή. Όταν την έλεγε με πνεύμα συντετριμμένο και ψυχή ταπεινωμένη, γονάτιζε, κολλούσε στο έδαφος, ισοπεδώνετο. Το πόση βαρύτητα έδινε ο Γέροντας στη συντριβή και τη μετάνοια, που τη θεωρούσε ως το κυριότερο έργο του μοναχού, φαίνεται και από το εξής χωρίο που είχε γράψει με μολύβι στον τοίχο του μικρού του καλυβιού στη Σκήτη των Ιβήρων. “Και ποία μελέτη υπάρχει ανωτέρα της μελέτης του κλαυθμού; Και ευκαιρεί ο μοναχός από τον κλαυθμό;”» (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου, Άγιον Όρος, σελ. 418).

Δεν μεταφέρουμε κάτι άγνωστο όταν λέμε ότι ο αγαπημένος άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης ήταν κατεξοχήν άνθρωπος της μετάνοιας. Η μετάνοια γι’ αυτόν ήταν ο αδιάκοπος αγώνας της καθημερινότητάς του, ο οποίος θεμελιωνόταν στην επίγνωση του τι σημαίνει χριστιανική ζωή. Χριστιανική ζωή σημαίνει πορεία μετανοίας, κατά την προτροπή και εντολή του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού, από τη στιγμή που ξεκίνησε τη δημόσια δράση Του στον κόσμο. «Μετανοείτε˙ ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών» ήταν τα πρώτα λόγια Του. Με τον ερχομό του Κυρίου ήλθε και η Βασιλεία του Θεού – ο Χριστός είναι η Βασιλεία του Θεού – και ο μόνος τρόπος εισόδου στη Βασιλεία αυτή, σχέσεως δηλαδή με Εκείνον,  είναι ο δρόμος της μετάνοιας. Κι ασφαλώς μετάνοια σημαίνει όχι απλώς μία αποδοχή κάποιων σφαλμάτων και αμαρτημάτων μας αλλά δυναμική και έμπονη πορεία διαρκούς επιστροφής μας  προς τον Θεό Πατέρα, το σπίτι μας και τον εαυτό μας – βρίσκουμε την ταυτότητά μας και τη θέση μας διά της μετανοίας. Το «εις εαυτόν ελθών» του προτύπου της μετανοίας ασώτου υιού κατά τη γνωστή ομώνυμη παραβολή του Κυρίου, και το «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου» συνιστούν τα κεντρικά και δομικά στοιχεία που συνθέτουν την όντως μετάνοια, πέραν των όποιων «καρικατούρων» αυτής.

Λοιπόν ο άγιος μέγας Γέρων ήταν ο άνθρωπος της μετανοίας. Την θεωρούσε μάλιστα, όπως σημειώνει το παραπάνω απόσπασμα, «ως το κυριότερο έργο του μοναχού», αλλά και κάθε χριστιανού θα προσθέταμε. Σε ερώτηση για παράδειγμα ηλικιωμένου μοναχού προς αυτόν για το τι ζητά στην πνευματική του ζωή απάντησε: «Ζητώ από τον Θεό να γνωρίσω τον εαυτό μου. Αν γνωρίσω τον εαυτό μου, θα ’χω μετάνοια. Αν έρθει η μετάνοια, θα έρθει η ταπείνωση, μετά η χάρη. Γι’ αυτό ζητώ μετάνοια, μετάνοια, μετάνοια. Μετά ο Θεός στέλνει τη χάρη Του».

Η εκζήτηση της μετάνοιας από τον Θεό όμως – κι αυτό είναι το ιδιαίτερο που βλέπουμε και στο αρχικό κείμενό μας – δεν εξαντλείτο στο συγκεκριμένο αίτημα: «δώσε μου μετάνοια». Αξιοποιούσε ο όσιος οποιαδήποτε άλλη προσευχή που αναφερόταν στη μετάνοια, όπως και εφεύρισκε τρόπους που θα υπενθύμιζε στον εαυτό του τη μοναδική αυτή οδό εύρεσης του Θεού μας – με τη συμμετοχή πάντοτε και του ίδιου του σώματός του διά της γονυκλισίας και του «ισοπεδώματός» του στο πάτωμα. Κι είναι χαρακτηριστική η επιλογή των προσευχών: ο Μέγας Κανών του αγίου Ανδρέου Κρήτης που η Εκκλησία μας προβάλλει κατεξοχήν την πέμπτη εβδομάδα των Νηστειών˙ η προσευχή του Μανασσή που επίσης ιδίως διαβάζεται στο Μεγάλο Απόδειπνο της Μεγάλης Σαρακοστής. Δύο προσευχές, εκτεταμένη η μία, πιο σύντομη η άλλη, που στοχεύουν στην «καρδιά» του ανθρώπου, όταν αυτός είναι καλοπροαίρετος και θέλει τον Θεό στη ζωή του, και τον προκαλούν να προχωρεί από μετάνοια σε βαθύτερη και καθαρότερη μετάνοια, για να θυμηθούμε και τον όσιο Συμεών τον νέο θεολόγο.

Κι ακόμη, η εφευρετικότητά του στο θέμα αυτό: να γράψει με μολύβι στον τοίχο της καλύβης του, για διαρκή πρόκλησή του, τα πατερικά λόγια που θυμίζουν τα δάκρυα και το πένθος της μετάνοιας. Πέραν του φωτισμού που είχε από τον Κύριο, πρέπει στο συγκεκριμένο σημείο να πήρε αφορμή από την Κλίμακα του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, ο οποίος αναφέρει την περίπτωση μοναχού που έλεγχε τον εαυτό του, γράφοντας στον τοίχο κι αυτός του κελιού του όλα τα ονόματα των μεγάλων και υψηλών αρετών. Κάτι παρόμοιο δεν έκανε και ο σύγχρονος του Παϊσίου μέγας κι αυτός όσιος Γέρων Πορφύριος, ο οποίος είχε αναρτήσει στο κελί του με καλλιγραφικά γράμματα απόσπασμα από τον άγιο Συμεών τον νέο θεολόγο, που παρακινούσε στο να βλέπει ο χριστιανός όλους τους ανθρώπους με τον τρόπο που λέει ο Κύριος: ως εικόνες δικές Του!

Το παράδειγμα του αγίου Παϊσίου εν προκειμένω είναι και για κάθε χριστιανό κάθε εποχής: χρειάζεται κι εμείς να θεωρήσουμε τη μετάνοια ως την προτεραιότητα της ζωής μας, γιατί αυτό ζητά ο Κύριος, και να θέτουμε σε λειτουργία το μυαλό μας ώστε να εφευρίσκουμε δικούς μας τρόπους υπενθύμισης της προτεραιότητας αυτής. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι την πίστη μας τη λαβαίνουμε υπ’ όψιν μας σοβαρά.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΠΑΜΦΙΛΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Αυτοί οι ένδοξοι μάρτυρες, κατά το έκτο έτος του διωγμού του Διοκλητιανού, οδηγήθηκαν στο μαρτύριο από διάφορες πόλεις και διάφορα επαγγέλματα και αξιώματα, και συνενώθηκαν στη μία πίστη του Χριστού. Ο τρόπος της συλλήψεώς τους έγινε ως εξής: Την ώρα που επρόκειτο αυτοί να διαβούν τις πύλες της πόλης της Καισαρείας, οι φύλακες ζήτησαν να μάθουν ποιοι ήταν και από πού έρχονταν. Αυτοί αποκάλεσαν τους εαυτούς τους χριστιανούς και πατρίδα έχουν την άνω Ιερουσαλήμ. Γι’ αυτόν τον λόγο συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα Φιρμιλιανό, με αποτέλεσμα του μεν Ηλία και αυτών που ήταν μαζί του, μετά από πολλά βασανιστήρια, να κόψουν τα κεφάλια, όπως παρομοίως έκοψαν τα κεφάλια και του Παμφίλου και των υπολοίπων. Ο δε Πορφύριος, επειδή επιζητούσε το σώμα του κυρίου του Παμφίλου, συνελήφθη κι αυτός και παραδόθηκε στη φωτιά. Το ίδιο και ο Ιουλιανός, επειδή ασπαζόταν τα σώματα των αγίων, ρίχτηκε στις φλόγες. Αλλά κι ο Θεόδουλος, σταυρώθηκε σε ξύλο,  και μαρτύρησε έτσι. Τελείται δε η σύναξή τους στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Σαν άλλοι δώδεκα απόστολοι προβάλλονται από την Εκκλησία μας σήμερα οι άγιοι δώδεκα μάρτυρες: ο ιερέας Πάμφιλος, ο Ουάλης, ο Σέλευκος, ο Δανιήλ, ο Θεόδουλος, ο Ησαΐας, ο Ιερεμίας, ο Ηλίας, ο Πορφύριος, ο Παύλος, ο Ιουλιανός και ο Σαμουήλ, κι αυτό  λόγω του λογισμού τους που κινούνταν με τον ίδιο ζήλο των αποστόλων, ως προς τη σταθερότητα της πίστης τους και την αφοβία τους απέναντι στα μαρτύρια.  «Καθώς γίνατε ισάριθμοι με τους αποστόλους, αθλοφόροι, αναλάβατε λογισμό ίδιου ζήλου με αυτούς, χωρίς να φοβηθείτε την άθεη ωμότητα των τυράννων. Αλλά αφού κηρύξατε με ανδρεία και σταθερότητα τον Σωτήρα, υπομείνατε τις στρεβλώσεις των μελών» (στιχηρό εσπερινού). Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος προβαίνει και στην ερμηνεία αυτής της ταυτότητας λογισμού τους και της χαρισματικής εμμονής τους στο μαρτύριο, μολονότι προέρχονταν οι περισσότεροι από διαφορετικές περιοχές και δεν σχετίζονταν προ του μαρτυρίου μεταξύ τους: «Η δωδεκάριθμη φάλαγγα συγκροτήθηκε από τη δύναμη του Παναγίου Πνεύματος» (ωδή α΄). Το Άγιο Πνεύμα δηλαδή ήταν Εκείνο που τους ένωσε, όπως γενικά ενώνει κατά τρόπο ουσιαστικό τους ανθρώπους, έστω και αν μεταξύ τους μπορεί να είναι άγνωστοι. Πρόκειται για μία αλήθεια που είχε επισημανθεί ήδη απαρχής του χριστιανισμού, όχι μόνον από τους ίδιους τους χριστιανούς, αλλά και από τους ειδωλολάτρες: οι χριστιανοί γνωρίζονται, έλεγαν, και πριν ακόμη γνωριστούν. Είναι η μία πίστη, ο ένας Κύριος, το ένα βάπτισμα που ακριβώς ενεργοποιεί σ’ αυτούς την παρουσία του Αγίου Πνεύματος και κάνει ένα τις καρδιές τους.

Το γεγονός της ενότητας των δώδεκα μαρτύρων, έστω και χωρίς γνωριμία πριν από το μαρτύριό τους, κάνει τον άγιο υμνογράφο να τους δει και ως σμικρογραφία της ίδιας της Εκκλησίας. Η Εκκλησία αποτελεί το σώμα του Χριστού που περιλαμβάνει όλους τους πιστούς ανθρώπους ανά τον κόσμο, ανεξάρτητα από φυλή, γλώσσα, φύλο, μόρφωση, κοινωνική τάξη. Το ενοποιό στοιχείο είναι, όπως είπαμε, η μία πίστη, το ένα βάπτισμα, ο ένας Κύριος. Το κοινό τους μαρτύριο λοιπόν, παρ’ όλη τη διαφορετικότητά τους, είναι μία εξαγγελία αυτού που είναι η Εκκλησία: η αγκαλιά του Κυρίου για όλους τους ανθρώπους. Στην τετάρτη ωδή μάς το τονίζει: «Ήλθατε από ποικίλα πολιτεύματα και αξιωθήκατε να διασώζετε εν σμικρώ ολόκληρο τον τύπο της Εκκλησίας, γι’ αυτό και με συμφωνία κραυγάζετε: Δόξα στη δύναμή Σου, Κύριε».

Χρειάζεται όμως να επεκτείνουμε αυτό που προηγουμένως ανέφερε ο άγιος Θεοφάνης, ότι δηλαδή η ενότητα των δώδεκα μαρτύρων ήταν απόρροια της παρουσίας του αγίου Πνεύματος. Κι είναι μία διευκρίνιση που κάνει όχι μία φορά ο άγιος υμνογράφος. Το Άγιο Πνεύμα συγκρότησε σε μία φάλαγγα και τους δώδεκα, διότι βρήκε έτοιμη την καρδιά τους για κάτι τέτοιο. Τους βρήκε δηλαδή, κατά το ίδιο το όνομα του αγίου Παμφίλου, σε ετοιμότητα αγάπης, φιλίας, προς τον Χριστό. Μόνον όποιος έχει μεταθέσει εν αγάπη την ύπαρξή του σε Εκείνον, μπορεί να δει ενεργούσα μέσα του και την ενοποιό παρουσία του Πνεύματος του Θεού. «Αγάπησες τα θεία θελήματα του Χριστού κι έτσι αναδείχτηκες φιλόχριστος σωτήρας των πιστών, γενναιόφρον Πάμφιλε», μας λέει το κοντάκιο της εορτής. Κι αλλού, στους στίχους του συναξαρίου: «Αγαπώντας ο Πάμφιλος Εσένα, Λόγε, παραπάνω από όλα, και την αποτομή της κεφαλής του την θεωρούσε αγαπητή».

15 Φεβρουαρίου 2022

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ

Και η ίδια η λέξη προκαλεί σε πολλούς πανικό και απόγνωση. Δεν είναι τυχαίο ότι κάποιοι δεν θέλουν να αναφέρουν ούτε καν το όνομά του˙ επιλέγουν άλλα ονόματα πιο… ήπια, πιο… χαλαρά – ίσως για να «ξορκίσουν» το κακό! Σαν την τρικυμιώδη θάλασσα του «Ειρηνικού» ωκεανού, σαν τον «εύξεινο» αφιλόξενο Πόντο! Κατ’ ευφημισμό! Κι αυτό γιατί; Διότι η συγκεκριμένη αρρώστια είναι συνδεδεμένη άμεσα με τον θάνατο – καρκίνος ίσον αργός και βασανιστικός θάνατος για τους περισσοτέρους! Είναι όμως έτσι; Παλαιότερα ίσως. Τώρα όμως με τόση πρόοδο στην ιατρική γνώση και τεχνολογία όχι. Όχι τόσο τουλάχιστον. Διότι υπάρχουν πολλοί τύποι του καρκίνου που αντιμετωπίζονται οριστικά και εντελώς, έστω και μέσα από διαδικασία συχνά οδυνηρή. Και βεβαίως δεν θέλουμε να μιλήσουμε για την πνευματική διάσταση της αρρώστιας αυτής, όπως την εξέφρασε ο σύγχρονος άγιος μέγας Πορφύριος, ο οποίος και εκείνος είχε γνωρίσει πάνω στο σώμα του τι σημαίνει καρκίνος – ως εκπλήρωση ίσως της νεανικής βαθιάς επιθυμίας του ο Θεός να επιτρέψει και γι’  αυτόν την «ευλογία» αυτή! «Με τον καρκίνο έχει γεμίσει ο Παράδεισος» είχε πει, για να δηλώσει ότι ναι μεν μπορεί να μην υπάρχουν πολλά περιθώρια ίασης του ασθενούς (τότε που το έλεγε ξαναλέμε δεν είχε προχωρήσει τόσο η επιστήμη στον τομέα της θεραπευτικής αντιμετώπισής του), όμως αφήνει χρόνο για μετάνοια. Και ποια ισχυρότερη πρόκληση μετανοίας από εκείνον που γνωρίζει ότι επίκειται μετά από λίγο η αναχώρησή του από τον κόσμο αυτό;

Η ημέρα όμως σήμερα είναι αφιερωμένη όχι γενικά στον πάσχοντα από  καρκίνο, αλλά στην εμφάνισή του σε παιδιά. Κι αυτό από μόνο του αναμοχλεύει τα έγκατα της ψυχής κάθε φυσιολογικού ανθρώπου. Γιατί το παιδί είναι πράγματι ό,τι ιερότερο και ωραιότερο υφίσταται πάνω στη γη μας. Ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν μας το έδειξε με τον πιο εμφανή τρόπο; Αγκάλιαζε τα παιδιά, τα ήθελε κοντά Του, τα ευλογούσε. Κι όταν κι οι μαθητές Του κάποια στιγμή πήγαν να τα εμποδίσουν να Τον πλησιάσουν, «αγρίεψε» και εξανέστη: «Αφήστε τα παιδιά να έρθουν κοντά μου» είπε. «Γιατί σ’ αυτά ανήκει η Βασιλεία των Ουρανών». Και: «οι άγγελοι των παιδιών έχουν τη μεγαλύτερη παρρησία ενώπιον του Θεού»! Να η αποκάλυψη του Κυρίου: Μας άνοιξε τα μάτια για να μας πει ποιοι είναι οι κάτοικοι του Παραδείσου. Είναι τα παιδιά. Κι όχι μόνο τα ευρισκόμενα στην ηλικία αυτή, αλλά και οι μετέπειτα κάθε ηλικίας ως προς τον τρόπο της ζωής, εσωτερικά και καρδιακά. «Εάν δεν στραφείτε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, απονήρευτοι δηλαδή και αθώοι, δεν πρόκειται να εισέλθετε στη Βασιλεία του Θεού». Γι’ αυτό και ο μεγάλος απόστολος Παύλος τόνιζε και εξήγγελλε και προέτρεπε: «Να γίνεστε σαν τα νήπια. Όχι ασφαλώς από ηλικίας, τούτο δεν γίνεται, αλλά από πλευράς κακίας. Στο μυαλό σας όμως να γίνεστε τέλειοι».

Κι έρχεται λοιπόν πάνω στα λουλούδια αυτά που θάλλουν μία απαρχή μαρασμού. Κι έρχεται στον ήλιο μία κηλίδα. Κι έρχεται στη χαρά της χάρης τους η σκιά του πόνου. Και θέλεις να κλάψεις και να κραυγάσεις – ένα «γιατί;» πάει αυθόρμητα να βγει από την καρδιά σου. Μα, κοντοστέκεσαι. Γιατί ξέρεις, ως χριστιανός, ότι πίσω από κάθε «γιατί;» κρύβεται, για να θυμηθούμε την αγία γερόντισσα Γαβριηλία (Παπαγιάννη), το «εγώ» του ανθρώπου. Και το μόνο που παλεύεις να κάνεις είναι να κλίνεις το γόνυ στο άγνωστο και απροσπέλαστο στην ανθρώπινη σκέψη θέλημα του Θεού. Δεν ξέρουμε το άγιο σχέδιό Του για τα μπουμπούκια αυτά της ζωής. Το μόνο που με ασφάλεια γνωρίζουμε είναι ότι βρίσκονται μέσα στην άπειρη αγάπη Του και μέσα στη δική Του χαρά. Ταπεινά λοιπόν και με επίγνωση των μικρών ορίων μας τι κάνουμε; Αφενός κινητοποιούμαστε με όλες τις δυνάμεις μας για την από πλευράς ανθρώπινης αντιμετώπιση της κηλίδας πάνω στον ήλιο – υποκλινόμαστε στα χέρια του Θεού και των αγίων που βρίσκουν δίοδο και έκφραση μέσα από τα χέρια των ιατρών μας – αφετέρου προκαλούμαστε για έμπονη και καρδιακή προσευχή ώστε να «πιέσουμε» τον Θεό μας και να Τον «νικήσουμε» για την ίαση των αγγελικών αυτών πλασμάτων.

Όπως κι αν είναι όμως τα πράγματα, ο παιδικός καρκίνος μας φέρνει στον νου τα μαρτυρικά παιδιά της Βηθλεέμ. Γιατί αυτά θεωρούνται ως οι πρώτοι μάρτυρες του Κυρίου, που θα πει οι πρώτοι ένδοξοι κάτοικοι του Παραδείσου. Παιδάκια με καρκίνο: αγγελούδια που πάσχουν˙ αγγελούδια που πέφτει επάνω τους όλο το φως του Ουρανού και κάθε ίνα της σάρκινης καρδιάς μας!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΝΘΙΜΟΣ ΤΗΣ ΧΙΟΥ

«Ο όσιος Άνθιμος, κατά κόσμον Αργύριος Βαγιάνος, γεννήθηκε στη νήσο Χίο την 1η Ιουλίου 1869, από γονείς ευλαβείς, τον Κωνσταντίνο και την Αγγεριώ. Έζησε τη ζωή του ασκητικά, πρώτα στη Σκήτη των αγίων Πατέρων, κοντά στον Γέροντα Παχώμιο, και ύστερα σε ερημικό κελί παρά την τοποθεσία Λιβάσια, όπου σήμερα υψώνεται ο πρώτος επ’ ονόματί του ναός. Το μέγα αξίωμα της ιερωσύνης το έλαβε στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας το 1910. Στη συνέχεια τού ανατέθηκε η πνευματική διεύθυνση του Λεπροκομείου Χίου, όπου και διέλαμψαν εκεί οι θαυματουργικές του ενέργειες και η πατρική στοργή και αγάπη προς τους πολυπληθείς και βασανιζόμενους λεπρούς. Ίδρυσε εκ θεμελίων εντός δύο ετών, κατόπιν πολλών πειρασμών, κόπων και φροντίδων, με τη χάρη της εικόνας της Παναγίας Βοηθείας, τον επ’ ονόματι Αυτής τιμώμενο Ναό και Παρθενώνα, που αριθμούσε κατά την οσία του κοίμηση 85 μοναχές. Άφησε πολύτιμες συμβουλές, τέλεσε πάρα πολλά θαύματα και κοιμήθηκε οσιακά την 15η Φεβρουαρίου 1960. Από τότε η πλούσια και αδιάλειπτη θαυματουργική του χάρη εκδηλώνεται μέχρι σήμερα». 

Η μακαριστή, σπουδαία και σοφή ηγουμένη Βρυαίνη της Ι. Μονής Παναγίας Βοηθείας της Χίου, της Μονής που ίδρυσε ο άγιος Άνθιμος, είναι η ποιήτρια της εμπνευσμένης ακολουθίας που έγραψε για τον πνευματικό της Γέροντα Άνθιμο. Ποια η γενική εικόνα που προβάλλεται μέσα από την ακολουθία της για τον άγιο; Ένας ωραίος ύμνος από την ογδόη ωδή μάς αποκαλύπτει: «Φάνηκες στη γη ως ένας νέος ουρανός, αγιώτατε Πατέρα, γιατί είχες στην καρδιά σου ως παμμέγιστο ήλιο τον Κύριο, ως πάμφωτη ασημίζουσα σελήνη την άχραντη Παρθένο και ως λαμπρά αστέρια τις θείες διδαχές σου».

Εν σμικρώ μέγα δηλαδή το πορτραίτο του αγίου από τη μακαριστή Βρυαίνη, η οποία θεωρεί τον άγιο ως ένα νέο ουρανό, συνεπώς ένα δεύτερο κόσμο, που φωτίζει τον ίδιο τον Κύριο και την Παναγία Μητέρα Του, κάτι που αποτύπωσε και στις ένθεες διδαχές του. Να λοιπόν τι ήταν, για την υμνογράφο αλλά και για όλους τους πιστούς που τον γνώρισαν, ο όσιος αυτός Γέροντας: ένας άλλος Χριστός, ένας «τοῦ Δεσπότου (Χριστού) μιμητής» (κοντάκιο). Κι αυτό γιατί υπήρξε «θεῖον οἰκητήριον τῆς Τριάδος», γεγονός που φανερωνόταν από το πλήθος των αρετών και των χαρισμάτων του. «Φάνηκες σεμνός και ήσυχος, απλός, αγνός και άκακος, όσιος και πράος και ανδρείος, μέτριος, σώφρων και γεμάτος συμπάθεια, γιατί έγινες θείο κατοικητήριο της Τριάδος και όργανο του αγίου Πνεύματος» (ωδή ε΄).

Είναι ευνόητο λοιπόν που εξηγεί η σπουδαία Βρυαίνη γιατί ο άγιος, έμπλεος των χαρισμάτων του Πνεύματος, ιδίως αφότου χειροτονήθηκε ιερέας, έγινε «στύλος Ὀρθοδοξίας», λειτουργώντας με τα σπάνια χαρίσματα της προόρασης και της διόρασης και της θαυματουργίας προς χάρη των αναγκεμένων πιστών. Κι εκεί που όντως «αναλώνεται» η ιερή υμνογράφος είναι η προβολή των πολλών θαυμάτων του αγίου, και όσο ζούσε και μετά την κοίμησή του. Ένα πλήθος τροπαρίων περιγράφει τις διάφορες επεμβάσεις του, για σωματικά και ψυχικά αρρωστήματα των ανθρώπων, στη γη και στη θάλασσα και παντού, ιδίως όπως είπαμε αναργύρως, τόσο που θα μπορούσε και αυτόν να εντάξει κανείς στους Αναργύρους αγίους της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και δεν «ξαφνιάζει» η επισήμανση ότι ο άγιος ως ιερέας έλαμπε πολύ συχνά την ώρα των ακολουθιών, ενώ μαζί του έψελναν, όπως συνέβαινε και με άλλους αγίους σαν τον άγιο Σπυρίδωνα, άγγελοι Κυρίου. «Όταν λειτουργούσες στη γη ως ιερέας του Υψίστου, Άνθιμε πάντιμε, έλαμπε ως άγγελος η ιερή σου μορφή από τη χάρη που κατοικούσε στην καρδιά σου» (στιχ. εσπ.).

Η σοφή υμνογράφος βεβαίως επιχειρεί να μας δώσει όσο είναι δυνατόν τη σφαιρική εικόνα της όλης κατά Χριστόν πολιτείας του και να μας εξηγήσει τη θαυμαστή στον κόσμο παρουσία του. Έτσι ο άγιος Άνθιμος καταρχάς δεν ακολούθησε την οδό Κυρίου ξαφνικά σε κάποιο σημείο της ζωής του. Η ποιήτρια μάς θυμίζει ότι από μικρός επέλεξε τον δρόμο της αρετής, γιατί τού δόθηκε από τον Θεό η χάρη να συνειδητοποιήσει γρήγορα το άστατο του βίου αυτού, συνεπώς και τη ματαιότητα που τον χαρακτηρίζει. «Γνώρισες το άστατο της ζωής, μίσησες τις ηδονές της σάρκας, γι’ αυτό και ως άνθρωπος με γνώση διάλεξες τον μοναχικό καλογερικό βίο, όσιε» (ωδή γ΄). Και η επιλογή του «μονήρους βίου» δεν ήταν επιλογή χαλαρότητας γι’ αυτόν, όπως ίσως κάποιοι μπορούν να υπονοήσουν, αλλά επιλογή εξαρχής σκληροτάτων ασκητικών αγωνισμάτων – η είσοδος σε μοναστήρι δεν σημαίνει το «τέλος»(!), αλλά ακριβώς την απαρχή. Οπότε αναδείχτηκε σε τύπο του πιστού και αγαθού δούλου που προβάλλει ο Ίδιος ο Κύριος, όπως και στο όριο  του αληθινού δασκάλου, που πρώτα έγινε «ποιητής» και έπειτα εκφραστής λόγου. «Εύγε δούλε αγαθέ και πιστέ, εύγε εργάτη του αμπελώνα Χριστού, εσύ και το βάρος της ημέρας βάστασες και το τάλαντο που σου δόθηκε επαύξησες και δεν φθόνησες εκείνους που ήλθαν μετά από σένα» (δόξα λιτής).

Η μακαριστή ηγουμένη προχωρεί βαθύτερα. Βεβαίως προβάλλει τον άγιο ως «πιστόν ἐκτελεστήν τῶν θείων ἐντολῶν», κυρίως της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο (κάθισμα όρθρου), βεβαίως χαίρεται να περιγράφει τις αρετές και τα ένθεα χαρίσματά του που τον ανέδειξαν και τον αναδεικνύουν σε πρότυπο και προστασία των πιστών, μα θέλει να εξηγήσει, δείχνοντας και το ποιμαντικό χάρισμά της, και την προϋπόθεση όλων αυτών των θαυμαστών. Τι ήταν εκείνο που κατέστησε τον άγιο ικανό να μπορεί να ζει τη ζωή του Θεού και να είναι ένας άλλος Χριστός στον κόσμο; Τι επομένως καθιστά κάθε άνθρωπο ικανό να είναι μαζί με τον Χριστό; Επιλέγει με πολλούς ύμνους η μακαρία Βρυαίνη δύο σημεία: τη μέχρι θανάτου επιλογή του αγίου, αφότου εισήλθε στο μοναστήρι, να κάνει υπακοή στον άγιο Γέροντά του Παχώμιο∙ και την απόλυτη αγάπη του – καρπό βεβαίως της αγάπης του προς τον Κύριο – προς την Υπεραγία Μητέρα του Κυρίου.

Κι εδώ ακριβώς, στο πρώτο σημείο, βρίσκεται το «μυστικό» θα λέγαμε της όλης εν Χριστώ διαγωγής του αγίου: η κατανόηση (αλλά και ο αγώνας προς επίτευξη) ότι σπουδαιότερη αρετή από την ταπείνωση, η οποία αποκτάται με την ευλογημένη υπακοή, δεν υπάρχει. Όπου δηλαδή ο πιστός άνθρωπος αφήνει κατά μέρος το δικό του θέλημα, για να μπει στο (μη αμαρτωλό εννοείται) θέλημα του άλλου, πολύ περισσότερο όταν αυτό είναι του πνευματικού πατέρα και της Εκκλησίας, εκεί βλέπει κυριολεκτικά θαύματα: την ίδια την παρουσία του Θεού στην ύπαρξή του. Κι αυτό γιατί η υπακοή και η ταπείνωση αυτή εκφράζουν το φρόνημα του ίδιου του Θεού μας, όπως το διατυπώνει με μοναδικό τρόπο ο απόστολος Παύλος: «Αυτό να φρονείτε κι εσείς, όπως και ο Ιησούς Χριστός: έγινε υπάκουος μέχρι θανάτου στον Θεό Πατέρα, μέχρι θανάτου σταυρικού». Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος, μέσα στις διδαχές του προς τις μοναχές του, τόνιζε συχνά πυκνά αυτήν την πνευματική αλήθεια που κείται ως βάση στο οικοδόμημα του χριστιανισμού: «Το θέλημά σας ποτέ να μην το κάμνετε, αδελφές, διότι δεν θα προοδεύσετε ποτέ σας». Και δεύτερο: την αγάπη, κατά κυριολεξία τον έρωτα, προς την Παναγία μας, και μάλιστα παιδιόθεν. «Από παιδί είχες ηδονή της γλώσσας σου την Παρθένο και Αυτήν ως τη μελέτη της καρδιάς σου» (στιχ. εσπ.).

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΟΝΗΣΙΜΟΣ

«Ο άγιος Ονήσιμος ήταν δούλος του Φιλήμονος, Ρωμαίου άνδρα, προς τον οποίον γράφει ο άγιος απόστολος Παύλος (την ομώνυμη επιστολή της Καινής Διαθήκης, την Προς Φιλήμονα). Έγινε μαθητής ο Ονήσιμος του Παύλου, (όταν είχε δραπετεύσει από τον κύριό του τον Φιλήμονα και κατέφυγε στη Ρώμη, όπου και γνώρισε τον απόστολο Παύλο που ήταν υπό περιορισμό μέχρι να δικαστεί από τον Καίσαρα), και τον διακόνησε. Μετά την τελείωση του αποστόλου, συνελήφθη και ο ίδιος και οδηγήθηκε στον Τέρτυλο, τον έπαρχο της χώρας, και από αυτόν εστάλη στα Ποτίολα. Όταν πήγε και ο Τέρτυλος εκεί, βρήκε τον Ονήσιμο να επιμένει στην πίστη του Χριστού, οπότε διέταξε πρώτον να τον κτυπήσουν σφοδρά με ράβδους κι έπειτα να του σπάσουν τα σκέλη. Με τον τρόπο αυτό μεταστάθηκε από την πρόσκαιρη αυτή ζωή».

Ο απόστολος Ονήσιμος είναι μία ακόμη περίπτωση ανθρώπου που δέχτηκε στη ζωή του την παντοδύναμη ενέργεια της θείας χάρης και μεταστράφηκε: από σκληρός και δύστροπος δούλος έγινε απόστολος του Χριστού. Από άνθρωπος δηλαδή που λόγω της καταπίεσης που αισθανόταν έτρεφε αρνητικά συναισθήματα για τον κόσμο, έγινε άνθρωπος που τέθηκε στην υπηρεσία εν αγάπη των συνανθρώπων του, δίνοντας και τη ζωή του στο τέλος προς χάρη του Χριστού. Κι αυτό σημαίνει βεβαίως ότι για να βρεθεί στο σημείο να δεχτεί τον λόγο του ευαγγελίου, διατηρούσε μέσα του καλά στοιχεία, υπήρχε δηλαδή στην ψυχή του κάποια αναζήτηση της αλήθειας. Και μοιάζει κατά τούτο με τον πνευματικό του πατέρα, τον άγιο απόστολο Παύλο, ο οποίος και αυτός από διώκτης της χριστιανικής πίστεως έγινε ο σπουδαιότερος κήρυκας και θεολόγος αυτής. Τα σχετικά με τον άγιο Ονήσιμο βλέπουμε και μέσα στην Καινή Διαθήκη, στη γνωστή επιστολή «Προς Φιλήμονα» του αποστόλου Παύλου. Μία πολύ μικρή επιστολή πράγματι, αλλά με σπουδαιότατες αλήθειες, ειδικά στο πώς πρέπει να βλέπει κανείς τον συνάνθρωπό του, και μάλιστα τον αναγεννημένο εν τη πίστει, σαν τον Ονήσιμο. Να θυμίσουμε ότι ο απόστολος, αφού είχε δεχτεί τον δραπέτη δούλο Ονήσιμο και με τη χάρη του Θεού τον μετέστρεψε στην πίστη, τον έστειλε και πάλι πίσω στον κύριό του Φιλήμονα, αλλά με την παρατήρηση: «στον στέλνω πίσω, όχι πια ως δούλο, αλλά ως αδελφό. Να τον δεχτείς λοιπόν και παραπάνω από αδελφό. Να τον δεχτείς σαν εμένα, σαν τον ίδιο τον Κύριο. Είναι τα σπλάχνα μου».

Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης τονίζει πολύ την ιδιαίτερη σχέση του Ονησίμου με τον απόστολο Παύλο. Προβάλλει επανειλημμένως στους ύμνους του κανόνα του ότι ο Ονήσιμος φωτίστηκε από τον πνευματικό ήλιο Παύλο και έτσι ξέφυγε από το σκοτάδι της άγνοιας που βρισκόταν, όπως βεβαίως ότι το φως αυτό του ευαγγελίου του Παύλου τον απελευθέρωσε πραγματικά από τα δεσμά της δουλείας. «Καταφωτίστηκες από τις ακτινοβόλες λαμπηδόνες του Παύλου, ένδοξε, κι έτσι διέφυγες από το σκοτάδι της άγνοιας εύκολα» (ωδή α΄)∙ «Ο δέσμιος Παύλος σε έλυσε από τη δουλεία της πλάνης, κι αφού τιμήθηκες από την ελευθερία της χάρης κι έγινες Υιός του Θεού, αναδείχτηκες κληρονόμος του Θεού» (ωδή γ΄).

Ο υμνογράφος βεβαίως, ναι μεν τονίζει την πνευματική σχέση του Ονησίμου με τον απόστολο Παύλο, αλλά δεν ξεχνά να μας πει ότι η σχέση αυτή στην πραγματικότητα είναι σχέση του Ονησίμου με τον Χριστό. Ο άγιος  Παύλος δηλαδή λειτουργούσε ως όργανο του Χριστού και προς τον Χριστό κατηύθυνε τους πάντες: ό,τι άλλωστε ήταν το διαρκές κήρυγμά του.  «Ο Κύριος που θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι  – θα πει ο Θεοφάνης στην δ΄ ωδή του κανόνα – σε έκανε από δούλο ιερουργό Του, μακάριε και θεοφάντορα Ονήσιμε, ώστε να ιερουργείς το σεπτό Ευαγγέλιο». Η ανάδειξη αυτή του Ονησίμου σε ιερέα και ιερουργό του Ευαγγελίου σημαίνει στην πραγματικότητα, κατά τον υμνογράφο, ανάδειξή του σε ναό του Θεού, θεμελιωμένο στο άγιον Πνεύμα. Με άλλα λόγια, αυτός που θα γνωρίσει τον Χριστό, θα οδηγηθεί στο ανώτερο δυνατό σημείο που μπορεί να φτάσει ποτέ άνθρωπος: να γίνει και αυτός υιός Θεού, κατοικητήριο Εκείνου, έχοντας μέσα του το ίδιο το φως της θείας χάρης. «Δείχτηκες πανευπρεπής ναός, που είχες μέσα σου σα λυχνάρι το φως της θείας χάρης και που ήσουν θεμελιωμένος στο οικοδόμημα του Θείου Πνεύματος, μακάριε Ονήσιμε» (ωδή ε΄).

Είναι περιττό και να σημειώσουμε ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας μας εξ αφορμής του Ονησίμου επισημαίνουν τη βασικότατη αλήθεια ότι τότε γίνεται κανείς αληθινά ελεύθερος, όταν όχι απλώς δραπετεύσει από κάποια επίγεια δεσμά, αλλά όταν μπορέσει να απελευθερωθεί από τα πραγματικά δεσμά των παθών της κακίας του και του αρχεκάκου διαβόλου. Κι αυτό σημαίνει ότι μπορεί κανείς να είναι εξωτερικά ελεύθερος και να είναι όντως μέσα του δούλος, όπως και να είναι κανείς δούλος εξωτερικά, και να είναι αληθινά μέσα του ελεύθερος. Κι αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι η αληθινή ελευθερία βρίσκεται εκεί που υπάρχει η πηγή της, το Πνεύμα του Θεού. Όπως το σημειώνει και ο απόστολος: «Ου το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία». Συνεπώς, για να γίνει κανείς ελεύθερος πρέπει να γίνει δούλος του Θεού. Μόνον όποιος υποτάσσεται και «δουλώνεται» στον Κύριο, απελευθερώνεται ουσιαστικά. Κι επειδή ο Κύριος δεν θέλει δούλους, αυτούς που δουλώνονται σ’ Αυτόν, Τον υπακούουν δηλαδή, τους εξυψώνει σε υιούς Του. Ο άγιος Θεοφάνης είναι σαφής. Πέραν των παραπάνω μνημονευθέντων ύμνων του και ο επόμενος κινείται στην ίδια βάση: «Απαλλάχτηκες από τη δουλεία της πλάνης και φάνηκες απελεύθερος του Θεού, γινόμενος με τη χάρη Του γνήσιος δούλος Αυτού» (κάθισμα όρθρου).

14 Φεβρουαρίου 2022

ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ… ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ Η ΓΗ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΜΑΣ!

«Ὑπῆλθες, ἐθελουσίοις νεύμασι, πάτερ Αὐξέντιε, σύ τόν ζυγόν Κυρίου τόν χρηστόν, καί τήν γῆν ἐκαινούργησας τῶν ἀρετῶν τοῖς δάκρυσι, καταπιαίνων ταύτην, ἔνδοξε» (ωδή α΄ κανόνος οσίου Αυξεντίου).

(Ανέλαβες εκούσια, πάτερ Αυξέντιε, τον χρηστό ζυγό του Κυρίου και έκανες καινούργια τη γη, καθιστώντας την εξαιρετικά εύφορη, ένδοξε, με τα δάκρυα του αγώνα σου για τις αρετές).

Σ’ έναν κόσμο που έχει καταστεί και διαρκώς καθίσταται «γέρικος», καθώς βουλιάζει αδιάκοπα σ’ αυτό που φθείρει και αποσυνθέτει τον άνθρωπο ψυχικά και σωματικά: την αμαρτία ως σαρκολατρεία και αλαζονεία – διότι το μόνο που «κερδίζει» ο άνθρωπος από το αποκομμένο από τον Θεό σαρκικό του φρόνημα είναι ο θάνατος, όπως το εκφράζει μεγαλειωδώς ο απόστολος Παύλος: «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» και: «διά της αμαρτίας ο θάνατος» - η επισήμανση του παραπάνω ύμνου ηχεί παράδοξα και ανέλπιστα ευχάριστα! Υπάρχει η δυνατότητα η γη που πατάμε και η ζωή που ζούμε να γίνει και πάλι καινούργια. Πώς; Όταν βρεθούν οι άνθρωποι, σαν τον άγιο Αυξέντιο, που με αποφασιστικό τρόπο, ελεύθερα και επιμελώς, στρέψουν την καρδιά τους προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον ενανθρωπήσαντα Θεό. Διότι Εκείνος ως η πηγή της ζωής και εν γένει του είναι με την ενέργειά Του χορηγεί αενάως τη νεότητα και τη ριζική ανακαίνιση των πάντων. «Ἰδού, καινά ποιῶ πάντα» ακούμε αίφνης από το Πνεύμα Του στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Όλα τα κάνω καινούργια! Διότι ακριβώς σ’ Αυτόν δεν υπάρχει υποψία φθοράς και σκότους! Είναι «ὁ Ὤν»! Και ο απόστολος Παύλος εκφράζοντας την εμπειρία της αλήθειας αυτής εν Εκκλησία το διαλαλεί: «Εἴ τις εν Χριστώ καινή κτίσις», όποιος είναι ενωμένος με τον Χριστό είναι καινούργια δημιουργία. Ο χριστιανός: το μυστήριο που περιπατεί στον κόσμο τούτο, προεκτείνοντας τη μοναδική και απόλυτη παρουσία Εκείνου, ένας άλλος Θεός που περιπολεί στη γη. Οπότε, κάθε πατημασιά ενός αγίου, κάθε κίνηση και ανάσα του συνιστούν «ενέσεις» ζωής και ανακαίνισης του κόσμου μας – το βλέπουμε στα άγια πρόσωπά τους: λάμπουν ακόμη και μέσα στα γηρατειά τους! Δεν χρειάζεται να κάνουν μπότοξ ή άλλες χειρουργικές επεμβάσεις αισθητικής για να φανούν «νέοι»! Γιατί ζει μέσα τους Εκείνος που είναι η διαρκής νεότητα ως σφρίγος αληθινής ζωής.  

Κι ο ύμνος για τον άγιο προσθέτει: στρέφεται κανείς προς τον Χριστό και προσφέρει τη δύναμη του ανακαινισμού Του, όταν αρχίζει να ζει με μετάνοια αληθινή, όταν δηλαδή τα δάκρυα από τον πνευματικό αγώνα για την άσκηση των αρετών πλημμυρίζουν την ύπαρξή του. Κάθε δάκρυ του, μας λέει ο άγιος υμνογράφος, που πέφτει στη γη τη λιπαίνει, την καθιστά εύφορη, την κάνει καινούργια – ό,τι πρώτα συνέβη στη δική του ψυχοσωματική ύπαρξη! Όσο υπάρχουν λοιπόν άγιοι, όσο υπάρχουν αληθινοί πιστοί, τόσο και ο κόσμος μας θα γίνεται και πάλι καινούργιος. Πόση ευγνωμοσύνη πρέπει να νιώθουμε που υπάρχουν! Πόση παρηγοριά μας προσφέρει η σκέψη πως η κάθε δική τους ματιά είναι και μία νέα απαλή θέαση του κόσμου, που χύνει βάλσαμο στο πληγωμένο σώμα της γης και των κατοικούντων σ’ αυτήν και δημιουργεί συνθήκες ανάνηψης και ανάστασής τους. Αλλά σε αυτήν την πραγματικότητα και το όραμα ζωής μάς καλεί η Εκκλησία όλους μας, ιδίως την περίοδο του ευλογημένου Τριωδίου που εισήλθαμε. Να ανανεωθούμε με τη μετάνοιά μας και να κάνουμε και τον κόσμο μας μέσω ημών καινούργιο!