02 Μαρτίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ

«Ο άγιος γεννήθηκε στη Νάξο το 1851, από ευσεβείς γονείς που είχαν ένα εμπορικό καΐκι. Στο κτήμα τους είχαν και παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο. Τον περισσότερο χρόνο του ο άγιος από μικρός τον περνούσε  μέσα σ’  αυτό, ενώ προείπε στους γονείς του τον καταποντισμό του καϊκιού τους έξω από την Πόλη.

Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε από τον εκ μητρός παππού του ιερέα Γεώργιο Μελισσουργό, κοντά στον οποίο έμαθε όλα τα εκκλησιαστικά τελετουργικά. Δεκατεσσάρων ετών ορφάνεψε από πατέρα και η οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Αθήνα. Νεαρός νυμφεύτηκε κι απόκτησε έναν γιο, αλλά σύντομα έχασε τη σύζυγό του. Χειροτονήθηκε διάκονος (1879) και πρεσβύτερος (2 Μαρτίου 1885) και τοποθετήθηκε στον άγιο Παντελεήμονα  Ιλισσού. Λειτουργούσε όμως και στον άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης, όπως και στον άγιο Ελισσαίο Πλάκας, όπου γνώρισε ως ιεροψάλτες τους μεγάλους Αλέξανδρους, Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη.

Διέπρεψε ως εκκλησιαστικός λειτουργός, αφήνοντας σε όλους την εικόνα του αφιλάργυρου, ταπεινότατου, φιλάνθρωπου και απλού ανθρώπου του Θεού. Η ακτινοβολία του κατά τη Θεία Λειτουργία ήταν τέτοια που κυρίως τα παιδιά τον έβλεπαν κάποιες φορές να μην πατάει στο έδαφος.

Η φιλανθρωπία του, η παροιμιώδης απλότητά του, η αφιλαργυρία του ήταν καρπός του Πατερικού του ήθους, το οποίο εδραζόταν στη μεγάλη ταπείνωσή του και την απέραντη αγάπη του στον Χριστό. Δεν είναι τυχαίο ότι λειτουργούσε καθημερινά στον άγιο Ελισσαίο, ενώ η λειτουργία ήταν πολύωρη από το πλήθος  ονομάτων που μνημόνευε.

Χωρίς σπουδές ο άγιος αλλά με σοφία Θεού, χαριτώθηκε από Εκείνον με τα χαρίσματα της προόρασης και της διόρασης, αλλά και της θαυματουργίας. 2 Μαρτίου του 1932, Κυριακή του ασώτου, κοιμήθηκε  οσιακά. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Τον δρόμο τετέλεκα. Δόξα Σοι ο Θεός. Η Θεία Χάρις να σας ευλογεί!» 29 Αυγούστου 1992, χρονιά που διακηρύχθηκε επισήμως η αγιότητά του, τα λείψανά του τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα στον Άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης».

Ο άγιος επιβεβαιώνει τον Παύλειο λόγο  «τα πτωχά του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά». Δεν είχε προσόντα που θαυμάζει ο κόσμος. Το απόλυτο προσόν του ήταν  η απλότητα και η ταπείνωσή του, που μαγνητίζουν τη χάρη του Θεού. Διότι «ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». Μπροστά στον άγιο Νικόλαο δηλαδή τοποθετούμαστε ενώπιον  του Θεού και αναπνέουμε την ατμόσφαιρα Εκείνου. Μια διαφάνεια του ουρανού ήταν όλη η ζωή του.   Η υμνογραφία για τον άγιο  αυτό πρώτα απ’ όλα θίγει: «Αξίωσες, Χριστέ, με τη χάρη Σου,  τα ασθενή του κόσμου να γίνουν ανώτερα από τα ισχυρά και να φθάσουνε  τον ουρανό».

Ο άγιος Νικόλαος δεν ήταν απλός βεβαίως με την έννοια του αφελούς. Την απλότητά του την «έδεσε» με την αγάπη προς τον Θεό, ώστε δι’  αυτής να φανερωθεί η σοφία Εκείνου. Γι’  αυτό και τίποτε επίγειο δεν τον γοήτευε. «Εσένα ο κόσμος δεν σε έλκυσε κι ούτε σε έκανε φίλο του. Την καρδιά σου όμως την έδωσες στον Σωτήρα σου» σημειώνει ο υμνογράφος του μακαριστός Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος Βαλληνδράς. Οπότε όλοι τον ονόμαζαν «άνθρωπο του Θεού», με όλες τις αρετές ενός τέτοιου ανθρώπου. «Ελάτε να δείτε άνθρωπο πράγματι του Θεού. Γνήσιο υπηρέτη Του, αγιασμένο λειτουργό της Χάρης Του, απλό στους τρόπους και αφιλάργυρο, με αγάπη στον Χριστό και διακονία Εκείνου μέσω των ελεημοσυνών και των προσφορών του στους πτωχούς».

Ο εμπνευσμένος υμνογράφος αφορμάται από το όνομά του αφενός για να τονίσει την ιδιαίτερη αγάπη του αγίου προς τον ομώνυμό του  άγιο - «ζήλεψες τον ομώνυμό σου Νικόλαο, τον κανόνα της πίστης και τον πυρσό της εγκράτειας, αλλά και την εικόνα της πραότητας»  – αφετέρου από την προσωνυμία του «Πλανάς», για να χαρακτηρίσει τον  βίο του. «Με ύμνους ας τιμήσουμε τον αγιασμένο Νικόλαο, τον Πλανά μεν στην κλήση του, απλανή όμως στην πίστη  του». Και: «Πορεύτηκες τη ζωή σου απλανώς, πατέρα μας».

Ο άγιος ήταν βραδύγλωσσος σαν τον Πατριάρχη Μωυσή. Ο υμνογράφος δεν διστάζει να τους παραλληλίσει: «Με τον ατελή του λόγο έμοιαζε στον βραδύγλωσσο Μωυσή και δεν υστέρησε στο να φωτίσει πολλούς για να γνωρίσουν τον Κύριο». «Ο Ααρών έγινε συμπαραστάτης του Μωυσή και ο Παράκλητος ήλθε αρωγός στον Νικόλαο» -  πιο μεγάλος και από τον Μωυσή!

Τέλος, ως λειτουργός υπήρξε μοναδικός. Όχι γιατί ήταν καλλίφωνος ή σπουδαίος ιεροκήρυκας, αλλά γιατί «κατέβαζε στη γη τον ουρανό»,  έχοντας σαν τον άγιο Σπυρίδωνα «αγγέλους να συλλειτουργούν μαζί του». Όχι τυχαία λοιπόν σπουδαίοι άνθρωποι της εποχής του, σαν τους Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη, αυτόν προτιμούσαν για λειτουργό στις λειτουργίες, αυτόν κυρίως ένιωθαν μύστη των αρρήτων μυστηρίων, αυτόν βοηθούσαν στο ψαλτήρι.  Ο υμνογράφος επισημαίνει «συνεσκιασμένα». «Είχες άξιους συνεργάτες, που έψελναν καρδιακά στον Κύριο. Τα ονόματα αυτών είναι πασίγνωστα στους εραστές των γραμμάτων, αλλά και γραμμένα από τον Θεό στο βιβλίο της ζωής».

01 Μαρτίου 2022

ΤΡΙΤΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Ἀσμένως λαοί, τήν Νηστείαν ἀσπασώμεθα· ἔφθασε γάρ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἡ ἀρχή· ἀφήσωμεν τῆς σαρκός τήν εὐπάθειαν, αὐξήσωμεν τῆς ψυχῆς τά χαρίσματα, συγκακοπαθήσωμεν ὡς δοῦλοι Χριστοῦ, ἵνα καί συνδοξασθῶμεν ὡς τέκνα Θεοῦ· καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐν ἡμῖν οἰκῆσαν, φωτίσῃ τάς ψυχάς ἡμῶν» (Ἰδιόμελον, ἦχος γ΄. Ἀπόστιχα τῶν αἴνων).

(Ἄς ἀποδεχθοῦμε, πιστοί, τή νηστεία μέ εὐχαρίστηση, γιατί ἔφτασε ἡ ἀρχή τῶν πνευματικῶν ἀγώνων. Ἄς ἀφήσουμε τήν εὐπάθεια τῆς σάρκας, ἄς αὐξήσουμε τά χαρίσματα τῆς ψυχῆς, ἄς συγκακοπαθήσουμε ὡς δοῦλοι Χριστοῦ, προκειμένου νά δοξασθοῦμε μαζί Του ὡς τέκνα Θεοῦ. Καί ἔτσι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀφοῦ κατοικήσει μέσα μας, νά φωτίσει τίς ψυχές μας).

Ἡ Ἐκκλησία μας καί πάλι διά τοῦ ὑμνογράφου της εἶναι ἀπόλυτα προσγειωμένη στήν πραγματικότητα τῶν μελῶν της. Ἐνῶ οἱ πιστοί ὡς μέλη Χριστοῦ ἔχουμε πάρει διά τοῦ μυστηρίων, ἰδίως τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος, τή δύναμη νά μήν ἁμαρτάνουμε, πού θά πεῖ ὅτι ἀδιάκοπα πρέπει νά πορευόμαστε πάνω στίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, «ἀφορῶντες εἰς Αὐτόν ὡς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν» καί κοινωνώντας Τον στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅμως ἡ ἴδια ἡ ζωή ἀποδεικνύει ὅτι αὐτό σ’ ἕνα μεγάλο βαθμό δέν ὑφίσταται. Κι αὐτό γιατί τά προβλήματα καί ἡ καθημερινότητα ἀπορροφοῦν τόσο πολύ τήν ἐνέργεια τοῦ χριστιανοῦ, ὥστε χάνει αὐτό πού πρέπει νά εἶναι ἡ προτεραιότητά του, ἡ σχέση του ἀκριβῶς μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Τό «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ», πού προέτρεψε ὁ Κύριος, δυστυχῶς ἀποτελεῖ «ψιλό γράμμα» γιά τούς πολλούς ἤ ἀνέφικτη πραγματικότητα στόν κόσμο τοῦτο πού ζοῦμε. Ὁπότε ἡ Ἐκκλησία μας, διαπιστώνοντας τόν ἐλλειμματικό χριστιανισμό μας, μᾶς κρούει τόν κώδωνα τῆς ἀφύπνισης: ἔφτασε, μᾶς λέει, καί πάλι ἡ ἀρχή τῶν πνευματικῶν ἀγώνων μέ τή νηστεία τῆς Σαρακοστῆς. Τουλάχιστον τώρα, ἄς προσανατολιστοῦμε ὀρθά, δηλαδή ἄς ζήσουμε μαζί μέ τόν Χριστό, προκειμένου νά λάβουμε τή δόξα πού ἀπολαμβάνουν τά τέκνα τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει νά ἐνεργοποιηθεῖ μέσα στίς καρδιές ἀλλά καί στό σῶμα μας ὁ φωτισμός τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀδιάκοπο ἐμπόδιο στήν πρός τά πρόσω πορεία μας εἶναι ἡ εὐπάθεια τῆς σαρκός μας, ἡ ὁποία πολύ εὔκολα προσκλίνει στά φιλήδονα πάθη της, ἀναζητώντας διαρκῶς τήν ἄνεσή της καί σχηματίζοντας ἔτσι στήν ψυχή ἕνα παχύ στρῶμα πνευματικοῦ «λίπους» πού τήν κάνει ἀδύνατη νά νιώσει τήν παρουσία τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπιλογή συνεπῶς τῆς νηστείας, ὡς περιορισμοῦ τῶν φιλήδονων τάσεων καί ὁρμῶν τῆς σαρκός, εἶναι μονόδρομος γιά τόν εὐαισθητοποιημένο κάπως χριστιανό, γι’ αὐτό καί μέ χαρά κάθε φορά πού ἔρχεται ἡ Σαρακοστή σπεύδει νά τήν ἐνστερνισθεῖ καί νά τήν ἀγκαλιάσει.

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΔΟΚΙΑ Η ΑΠΟ ΣΑΜΑΡΕΙΤΩΝ

«Η οσία Ευδοκία ήταν από την Ηλιούπολη της επαρχίας Λιβανησίας της Φοινίκης, κατά τους καιρούς της βασιλείας του Τραϊανού, που έζησε πρώτα ακόλαστη ζωή, παρασύροντας πολλούς εραστές με την ομορφιά της και μαζεύοντας πολύ πλούτο. Ύστερα όμως προσήλθε στον Χριστό, όταν άκουσε κάποιο μοναχό Γερμανό στο όνομα, ο οποίος κήρυσσε λόγους  ευσεβείας και μετανοίας. Βαπτίζεται λοιπόν από τον επίσκοπο Θεόδοτο, καθώς πείστηκε σε θείες αποκαλύψεις. Διότι της φάνηκε ότι ανήλθε στους ουρανούς, σαν να είχε βγει από τον εαυτό της και καθοδηγείτο από άγγελο, και ότι οι άγγελοι τη συνέχαιραν για την επιστροφή της, όπως και ότι κάποιος μαύρος και φοβερός στην όψη βρυχιόταν και κραύγαζε ότι τάχα αδικείται, αν του την έπαιρναν. Η Ευδοκία λοιπόν μοίρασε τον πλούτο της, τον έδωσε σε πτωχούς και πήγε σε μοναστήρι. Εκεί ζούσε τον δρόμο της ασκήσεως θεάρεστα, έως ότου οι πρώην εραστές της την κατήγγειλαν και την οδήγησαν στον Αυρηλιανό, που είχε τότε ανέβει στον βασιλικό θρόνο. Όταν όμως θαυματούργησε και ανέστησε τον υιό του βασιλιά που είχε πεθάνει, οδήγησε και τον βασιλιά στην πίστη του Χριστού. Μετά από αρκετά χρόνια δικάζεται από τον Διογένη τον ηγεμόνα της Ηλιούπολης, αλλά καθώς θαυματούργησε και πάλι, ελευθερώνεται. Τέλος ο Βικέντιος, που διαδέχτηκε τον Διογένη, έδωσε διαταγή και της έκοψαν το κεφάλι».

Η αγία Ευδοκία αποτελεί τύπο και σύμβολο της δύναμης της μετανοίας, όπως συμβαίνει και με άλλες μεγάλες άγιες της Εκκλησίας μας, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία για παράδειγμα. Και θα ’λεγε κανείς ότι όπως η Εκκλησία μας προβάλλει στο τέλος της Σαρακοστής την οσία Μαρία, για να δώσει θάρρος στους ραθύμους, ώστε, έστω και την τελευταία στιγμή, να μετανοήσουν – ο Κύριος έχει πει δέχεται τον εργάτη της τελευταίας ώρας όπως τον εργάτη της πρώτης, αρκεί να μην υπάρχει πονηρία μετάθεσης της ώρας της μετάνοιας – έτσι και τώρα, ήδη στην αρχή της Σαρακοστής, δίνει ισχυρή ώθηση μετανοίας, με την ευκαιρία της μνήμης της συγκεκριμένης οσίας. Διότι και αυτή, σαν την πόρνη του Ευαγγελίου που ο Κύριος συγχώρησε λόγω της μετανοίας της, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία που είπαμε, ενώ η ζωή της ήταν βουτηγμένη στην ασωτία, ευθύς ως άκουσε λόγο πίστεως και μετανοίας, πίστεψε κι άλλαξε τρόπο ζωής τόσο, ώστε να γίνει καλόγρια, να κάνει θαύματα, να δώσει και την ίδια τη ζωή της προς χάρη του Κυρίου της.

Ο υμνογράφος μάλιστα Ιωάννης ο μοναχός, στο Δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού της ακολουθίας της, κινούμενος στα χνάρια της ποιητικής έμπνευσης της αγίας υμνογράφου Κασσιανής, χρησιμοποιώντας μάλιστα και ίδιες εκφράσεις, μας φέρνει ενώπιον του μεγαλείου της καρδιακής συντριβής της: «Άφησε τα ωραία και ποικίλα του βίου η οσία και μάρτυς, σήκωσε τον σταυρό στους ώμους της και προσήλθε να σε νυμφευθεί, Χριστέ. Και με θρηνητικά δάκρυα φώναζε: Μη με απορρίψεις την πόρνη, συ που καθαρίζεις τους ασώτους. Μη περιφρονήσεις τα δάκρυα που χύνω για τις φοβερές αμαρτίες μου. Αλλά δέξου με, όπως την πόρνη εκείνη που σου πρόσφερε το μύρο, και να ακούσω κι εγώ: η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στον δρόμο της ειρήνης». Ο υμνογράφος πράγματι μας κατανύσσει περιγράφοντας τον εσωτερικό αγώνα της οσίας Ευδοκίας και μας ανάγει στην πνευματική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Εβδομάδας, τότε που το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, αιρόμενοι στα φτερά της ποίησης της αγίας Κασσιανής, γινόμαστε μέτοχοι και εμείς της συντριβής της γυναίκας εκείνης του Ευαγγελίου, που έλουσε με τα δάκρυα της αγάπης της τα πόδια του Κυρίου. Είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό στον Ιωάννη τον μοναχό, τον άγιο υμνογράφο.

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας βέβαια τονίζουν και άλλες όψεις της αγιασμένης ζωής της οσιομάρτυρος. Κι αξίζει κανείς πρώτον να σταθεί στο πώς η οσία μπόρεσε να ξεπεράσει την παθολογική στροφή της στα αμαρτωλά πάθη της. Μας λέει λοιπόν ότι μόνο η δύναμη της αγάπης του Χριστού ήταν εκείνη που της έδωσε τη δύναμη. Διότι κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τα πάθη του και τη γοητεία που ασκεί ο αμαρτωλός κόσμος πάνω σ’ αυτά, αν δεν υπάρξει η μεγαλύτερη δύναμη ελευθερίας στον κόσμο, η δύναμη και η αγάπη του Χριστού. «Προτίμησες, Ευδοκία, τον σεμνό Νυμφίο Χριστό, αντί της αγάπης των εραστών που φθείρουν την ψυχή, και απόθεσες τον εαυτό σου στον άφθαρτο έρωτά Του» (ωδή ς΄). Και δεύτερον, ο υμνογράφος παραλληλίζει την οσία, λόγω της καταγωγής της από τη Σαμάρεια, με τη Σαμαρείτιδα του Ευαγγελίου του αγίου Ιωάννου, τη μετέπειτα αγία μεγαλομάρτυρα Φωτεινή. Για να πει: «η Σαμαρείτις Ευδοκία δεν σου πρόσφερε, Σωτήρα Κύριε, νερό, σαν εκείνην του Ευαγγελίου στο φρέαρ του Ιακώβ, αλλά το αίμα της που έρρευσε από τον τράχηλό της, όταν αποκόπηκε για χάρη Σου η αγία κεφαλή της» (στίχοι κοντακίου). Πράγματι: δεν υπάρχει ανώτερο δώρο προς τον Χριστό από την προσφορά του ίδιου μας του εαυτού. Διότι στην πραγματικότητα πρόκειται περί αντιδώρου, αφού Εκείνος πρώτος μας πρόσφερε ως δώρο το δικό Του αίμα. Όταν Εκείνος μας τα έχει δώσει όλα, δεν μπορούμε εμείς να κινηθούμε σε μικρότερη κλίμακα. Με την παρατήρηση ότι η δική μας προσφορά γίνεται με τη χάρη και πάλι Εκείνου και κατανοείται ως συμμετοχή στη δική Του θυσία.  

28 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ (27 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)

«Ο Όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης γεννήθηκε το 1912 στο Αμπελοχώρι Θηβών. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης Παπανικήτας και η μητέρα του Βικτωρία. Το κοσμικό όνομα του Γέροντα ήταν  Ευάγγελος. Τελείωσε το Γυμνάσιο αλλά η Χάρη του Θεού έκλεισε στον Ευάγγελο όλες τις θύρες της κοσμικής αποκατάστασής του.

Στην Θήβα, όπου είχε μετακομίσει η οικογένειά του, ο Ευάγγελος γνώρισε τους γεροντάδες του, τον Εφραίμ και τον Νικηφόρο, ενώ η ζωή του ήταν καλογερική και πριν γίνει καλόγερος – και στον κόσμο αγωνιζόταν πνευματικά ασκούμενος στην ευχή του Ιησού, τις μετάνοιες, τη νηστεία και κυρίως στην υπακοή. Η ευλαβέστατη μητέρα του αξιώθηκε να λάβει πληροφορία από τον Όσιο Εφραίμ τον Σύρο ότι το θέλημα του υιού της να γίνει μοναχός ήταν και θέλημα Θεού και ότι ο Ευάγγελος θα τιμήσει την μοναχική ζωή. Πράγματι, 14 Σεπτεμβρίου του 1933 ο Ευάγγελος άφησε τον κόσμο και ήλθε στην έρημο του Αγίου Όρους στα Κατουνάκια, στο ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου και έβαλε μετάνοια στη συνοδεία των Γεροντάδων Εφραίμ και Νικηφόρου. Μετά τη δοκιμασία του εκάρη μικρόσχημος μοναχός με το όνομα Λογγίνος. Δύο χρόνια αργότερα έγινε μεγαλόσχημος μοναχός από τον Γέροντά του Νικηφόρο και έλαβε το όνομα Εφραίμ. Τον επόμενο χρόνο χειροτονήθηκε ιερέας.

Ο Όσιος Εφραίμ αξιώθηκε και γνώρισε τον μεγάλο άγιο Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή και συνδέθηκε πνευματικά μαζί του με την ευλογία του Γέροντά του Νικηφόρου. Από τον όσιο Ιωσήφ διδάχτηκε την απλανή πνευματική ζωή και μυήθηκε στα «μυστικά» της νοεράς προσευχής. Έτσι από νωρίς κατάλαβε ότι καμία προκοπή δεν υφίσταται, χωρίς το θεμέλιο όλων, τη υπακοή. Τη γνήσια όμως υπακοή που κίνητρό της έχει την αγάπη και τον ζήλο του Θεού.

Ο όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής έδωσε ένα πρόγραμμα ησυχαστικής ζωής στον νεαρό τότε Εφραίμ, για να καλλιεργεί την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, υιέ του Θεού, ελέησόν με», ώστε να φυλάσσει τις αισθήσεις του και να καθαρίσει όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν την καρδιά του με το φως του Θεού. Το 1973 εκοιμήθη ο Γέροντάς του ιερομόναχος Νικηφόρος, χάριν του οποίου έκανε ο γνήσιος υποτακτικός δεκαεννιά σαρανταλείτουργα!

Υπακούοντας στον όσιο Ιωσήφ, συγκρότησε από το 1980 δική του συνοδεία, δίνοντας πια την ευκαιρία και σε άλλους αναζητητές της ησυχαστικής ζωής να βρουν τον δρόμο των αγίων στους οποίους αναπαύεται το Πνεύμα του Θεού.  Κύριο στοιχείο στον δρόμο αυτόν είναι η αδιάκοπη τέλεση της θείας λειτουργίας, η οποία για τον μεγάλο Γέροντα Εφραίμ συνιστούσε συγκλονιστικό και βιωματικό γεγονός. Δεν είναι τυχαίο ότι είχε εκμυστηρευθεί σε Ιερομόναχο πνευματικό φίλο του ότι από την πρώτη θεία Λειτουργία που τέλεσε, έβλεπε αισθητά όχι μόνο συλλειτουργούντες αγίους αγγέλους αλλά και  τη Χάρη του Θεού να μεταβάλλει τον άρτο και τον οίνο  της προσφοράς σε σώμα και αίμα Χριστού, γι’ αυτό και ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τα δάκρυά του, σε σημείο που να μουσκεύει το αντιμήνσιο της αγίας Τράπεζας. Τα δάκρυα όμως ήταν για τον κατανυκτικό Γέροντα  χαρακτηριστικό όλης της αγίας βιοτής του, γιατί ζούσε βαθύτατα το πένθος που εκφράζει την αληθινή μετάνοια.

Η οσία ασκητική ζωή του μεγάλου Εφραίμ που θεμελιωνόταν στην υπακοή ως φρόνημα του ίδιου του Κυρίου και της Υπεραγίας Θεοτόκου και όλων των αγίων, διήνοιξε τον νου και την καρδιά του και τον έκανε μέτοχο των θείων ενεργειών της διοράσεως και της προοράσεως, όπως και της τελέσεως ακόμη και θαυματουργικών επεμβάσεων. Είναι γνωστό μάλιστα, λόγω επαναλαμβανομένων παρόμοιων καταστάσεων, ότι ο Κύριος του έδινε τη χάρη να «οσμίζεται» την πνευματική κατάσταση των ανθρώπων που τον επισκέπτονταν, ακόμη δε και να καθιστά αισθητή και σε άλλους τη «βρομιά» που εξέπεμπαν άνθρωποι είτε αιρετικοί είτε και με άλλους τρόπους πλανεμένοι.

Με το πνεύμα Χριστού που ζούσε επιθυμούσε βαθύτατα την ενότητα όλων και προσευχόταν με πόνο υπέρ αυτής. Αλλά με τις προϋποθέσεις που θέτει η Πατερική εκκλησιαστική παράδοση: ως ενότητα και αγάπη εν τη αληθεία. Έλεγε μάλιστα χαρακτηριστικά κάτι που ιδίως για τη σύγχρονη εποχή ηχεί απολύτως προφητικά: «το σχίσμα γίνεται εύκολα, η ένωση όμως είναι δύσκολη». Την ενότητα του Χριστού δεν την έβλεπε ο όσιος Γέρων μόνον στο επίπεδο της πίστεως και των Εκκλησιών, αλλά και στην καθημερινότητα των ανθρώπων, ιδίως των εγγάμων. Βοήθησε πολλούς οικογενειάρχες να διατηρήσουν τον γάμο τους και να κατανοήσουν ότι ο γάμος είναι δρόμος αγιασμού τους, όπως νουθέτησε, εν πνεύματι ελευθερίας, και πολλούς νέους να αφήσουν την «άσωτη» ζωή και να κάνουν ευλογημένη οικογένεια.

Το 1996 ο Όσιος έπαθε εγκεφαλικό και έπεσε σε ακινησία. Όχι μόνο δεν γόγγυσε αλλά το θεώρησε ως ευκαιρία μεγαλύτερης δοξολογίας του Θεού. 27 Φεβρουαρίου 1998 ο μέγας Γέρων του Αγίου Όρους παρέδωσε την οσία ψυχή του στα χέρια του Δημιουργού του που εκ νεότητος υπηρέτησε.

Στις 20 Οκτωβρίου 2019, και ευρισκόμενος στις Καρυές του Αγίου Όρους, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ανήγγειλε ότι επίκειται η επίσημη αγιοκατάταξη του Γέροντος Εφραίμ Κατουνακιώτου, κάτι που έγινε πράξη στις 9 Μαρτίου 2020, όταν η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, απηχώντας την ορθόδοξη συνείδηση του λαού που τον γνώρισε, τον ενέγραψε στο αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας» (Στοιχεία του συναξαριού από το ιστολόγιο Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Απαρχής της ακολουθίας του οσίου Εφραίμ, ο συντάκτης της σεμνός και έμπειρος της πνευματικής ζωής ιερομόναχος Ιγνάτιος τονίζει αυτό που είναι γνωστό σε όλους όσοι έστω και λίγο γνώρισαν τον γίγαντα Γέροντα Εφραίμ: ότι ήταν το γνήσιο τέκνο της υπακοής. Ο «χαρισματούχος υποτακτικός» είναι ο πιο γνωστός χαρακτηρισμός που του αποδίδεται. Κι αυτό γιατί ήδη και από την κοσμική του ζωή, πολύ περισσότερο όταν έγινε μοναχός, είχε κατανοήσει το ύψος και το βάθος της χαρισματικής αυτής καταστάσεως: αφήνεις κατά μέρος το δικό σου θέλημα για να κάνεις το θέλημα του έμπειρου στα πνευματικά Γέροντά σου, που θα πει να μάθεις να υπακούς τελικά στον Θεό! Η υπακοή δεν συνιστά άλλωστε, όπως είναι γνωστό, το φρόνημα του ίδιου του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού, καθώς το μαρτυρεί ο μέγας απόστολος Παύλος, γι’ αυτό και προτρέπει το ίδιο αυτό φρόνημα να αποκτήσει και κάθε πιστός που θέλει να ακολουθεί την οδό Εκείνου; «Αυτό το φρόνημα να έχετε κι εσείς, όπως το βλέπουμε στον Ιησού Χριστό. Αυτός μολονότι Θεός «κένωσε» τον εαυτό του, έγινε άνθρωπος από την ταπείνωσή Του κι έγινε υπάκουος στον Θεό Πατέρα μέχρι σημείου να θανατωθεί και μάλιστα πάνω σε Σταυρό».

Γι’ αυτό και η υπακοή - η γνήσια και όχι η αναγκαστική και «καταπιεσμένη», δηλαδή αυτή που κινείται από την ορμή αγάπης προς τον Χριστό - θεωρείται ο ανώτερος βαθμός φανέρωσης της ταπείνωσης, η οποία επισύρει πλούσια στον άνθρωπο τη χάρη του Θεού. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». Και γι’ αυτόν τον λόγο ταυτοχρόνως οδηγεί και στην αγάπη, γιατί «ο Θεός αγάπη εστί». Υπακοή, ταπείνωση, αγάπη συνυπάρχουν στον εργάτη της πίστεως, χαρισματικές καταστάσεις που ψηλαφώνται στο έπακρο στον μεγάλο όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη. Και πάνω σ’ αυτά κινείται διαρκώς ο σεμνός υμνογράφος του οσίου. «Αγάπησες την υπακοή, μακάριε», σημειώνει από τα πρώτα ήδη στιχηρά του εσπερινού, «και διακήρυττες ότι αυτή είναι η ανώτερη από όλες τις αρετές». Για να συμπληρώσει ό,τι έλεγε εξίσου ο άγιος: «Από την υπακοή αυτή πηγάζει η αδιάλειπτη προσευχή κατά τρόπο άρρητο».

Κι εδώ πράγματι μας αποκαλύπτεται ο άγιος Εφραίμ σε όλο του το μεγαλείο. Ήταν τέκνο υπακοής, για να μπορεί να ζει την παρουσία του Θεού στην ύπαρξή του, την ψυχή και το σώμα του, και να «χάνεται» μέσα στην αδιάλειπτη προσευχή εν αγάπη προς Αυτόν, που σημαίνει ότι η υπακοή δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ο μοναδικός δρόμος για να «βλέπει» κανείς τον Χριστό ήδη από τον κόσμο τούτο, να Τον κοινωνεί και να Τον γεύεται πάντοτε, προσδοκώντας το πότε θα ξανάλθει στη Δευτέρα Του παρουσία για να αυξήσει σε υπερθετικό βαθμό τη σχέση του μαζί Του. «Τον ένδοξο Εφραίμ, τον εργάτη της υπακοής και τον εραστή της προσευχής και τον ζηλωτή και μύστη της πιο μεγάλης άσκησης ας τιμήσουμε με τους ύμνους μας» θα πει έκθαμβος και πάλι ο καλός υμνογράφος (στιχ. εσπ.). Κι ακριβώς επειδή γνωρίζει καλά και ο ίδιος ότι τέτοια πνευματικά αναστήματα πατάνε στην πράξη των αρετών κι ανεβαίνουν στα ύψη της θεωρίας ως θέας του Θεού, τον παρομοιάζει δικαίως ως «υψιπέτη αετό που έζησε στο Άγιον Όρος». Ποιος δεν θαυμάζει και δεν στέκεται με δέος και θάμβος μπροστά στον βασιλέα των πτηνών, τον αετό; Είναι πραγματικά ένας άρχοντας, που δεν διανοείται κανείς να τον προσεγγίσει εική και ως έτυχε. Θυμόμαστε τον άγιο μεγάλο Πορφύριο που μιλούσε για την «εξημέρωση» ενός τέτοιου βασιλιά: πόσο τον πλησίαζε με δέος, πόσο διαρκώς έκανε μικρά βήματα προσέγγισης, μέχρις ότου φτάσει μετά από αρκετό καιρό στο σημείο απλώς να τον «χαϊδέψει»! Τέτοιος άρχοντας, τέτοιος πνευματικός βασιλιάς που εντρυφούσε αδιάκοπα στον Κύριο ήταν και ο άγιος Εφραίμ. «Σαν υψιπέτης αετός στο όρος Άθω ανέβηκες στο ύψος της μυστικής θεωρίας, θεοφόρε Εφραίμ, μετέχοντας πολλές φορές πλούσια στη θεία Χάρη» (στιχ. εσπ.).

Εφραίμ λοιπόν σημαίνει άνθρωπος της προσευχής, άνθρωπος δηλαδή που είναι ερωτευμένος με τον Χριστό, γιατί κατάλαβε κι ένιωσε ότι η σχέση μαζί Του γίνεται με την καρδιά και όχι με την ψυχρή και υπολογιστική λογική. «Ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» λέει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, το ίδιο έλεγε και ζούσε ο άγιος Εφραίμ: δίνεις την καρδιά σου σ’ Εκείνον που στα έδωσε όλα! Όπως σημειώνει και ο σεμνός ιερομόναχος υμνογράφος στο κοντάκιό του οσίου: «Σε μαγνήτισε η ωραιότητα του Χριστού, γι’ αυτό και ακολούθησες απολύτως τα ίχνη Του, με την προσευχή, την υπακοή, την άσκηση και την ταπείνωση». Γι’ αυτό και τα βιώματά του και από την άσκηση της μονολόγιστης ευχής, του Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, και από την τέλεση του κέντρου όλης της εκκλησιαστικής ζωής, της Θείας Λειτουργίας ήταν μοναδικά και συγκλονιστικά.

Μαζεμένοι νοερώς με δέος μπρος στα πόδια του τον ακούμε να λέει: «Λες την ευχούλα. Αργά, γλυκά, σταθερά, παρακαλεστικά, κλαψιάρικα, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Η ευχή ζωογονεί, τρόπον τινά, την ψυχή. Να βράζει η ψυχή με την προσευχή. Έτσι μαλακώνει, έτσι ησυχάζει, έτσι αναπαύεται… Μαλακώνει και σφραγίζεται από τη Χάρη. Να νιώθεις τις λέξεις. Κρατήσου από την κάθε λέξη. Σωσίβιο είναι το κομποσκοινάκι». Και παρακάτω: «Με την ευχή η ψυχή ντύνεται και στολίζεται. Είναι το ένδυμα που έχασε ο Αδάμ, γιατί δεν είπε στον Θεό “ελέησον”, γιατί δεν είπε στον Δημιουργό “ευλόγησον”. Πριν ντυθεί, όμως, η ψυχούλα λιώνει από τη θερμότητα της πίστεως και του θείου, να πούμε, έρωτος. Νομίζεις πως θα σου φύγει η ψυχή μέσα από τα δάκρυα, παιδί μου».

Κι εξίσου νοερώς τον βλέπουμε να ιερουργεί σχεδόν καθημερινά, «βλέποντας» κι «ακούοντας» αυτός πράγματα που δεν επιτρέπεται σε άνθρωπο να πει. Ο υμνογράφος μάς βοηθάει: «Ιερότατε πατέρα, ιερουργώντας καθημερινά έβλεπες  μέσα στο πλήθος των δακρύων σου καθαρά τη χάρη του Πνεύματος που επισκίαζε τα Τίμια Δώρα όπως και την πραγματική μεταβολή τους σε σώμα και αίμα Χριστού» (δόξα Λιτής). Μικρή ιδέα παίρνουμε και απ’ αυτό που έπαθε, όπως έλεγε, ο ίδιος: «Να σας πω τι έπαθα με τον γέροντα Νικηφόρο που εκοιμήθη το 1973. Είδα ότι δεν είχε, τρόπον τινά, άνεση. “Θα αφήσω έτσι τον γέροντά μου;», είπα. “Όχι, όχι. Θα αγωνιστώ, θα αγρυπνήσω, θα κοπιάσω, θα προσευχηθώ”. Κυνηγούσα τον Θεό: “Στην ευσπλαχνία Σου! Στο έλεός Σου! Στην Αγάπη Σου, Χριστέ μου!”. Έκανα δεκαεννέα σαρανταλείτουργα. Ένιωθα τον Θεό να μου λέει: “Λέγε, λέγε”.  Η Χάρη με ενθάρρυνε, να πούμε, να προχωρήσω. Σαν να μου έλεγε: “πες μου, πες μου”. Σε άλλη όμως περίπτωση, για άλλη ψυχή, ένιωσα να μου λέει: “Δεν σε ακούω. Σταμάτα. Ό,τι και να λες, ό,τι και να κάνεις, δεν ακούω”».  

Το μόνο που μπορούμε πια να κάνουμε απέναντι σ’ αυτόν τον Γίγαντα όπως είπαμε της πνευματικής ζωής, που «και με μόνη τη θεϊκή όψη του εκπλήττονταν οι πάντες» (ωδή ε΄) – είναι γνωστό το περιστατικό του συγκλονισμού που ένιωσε νεαρό παλληκάρι όταν είδε την εικόνα του μετά την κοίμησή του: «δεν έχω ξαναδεί τέτοια μάτια να διεισδύουν στην ψυχή μου» είπε και άλλαξε ζωή – είναι να τον παρακαλούμε να συνεχίζει να δέεται και για εμάς ενώπιον του ουράνιου θυσιαστηρίου με τη μεγάλη παρρησία που έχει στον Κύριο. Με τα λόγια του υμνογράφου Ιγνατίου που δέεται στον όσιο για τον εαυτό του, αλλά ασφαλώς και για εμάς: «Θυμήσου, θεομακάριστε Εφραίμ, κι εμάς που επιτελούμε την πανσεβάσμια μνήμη σου, καθώς παρίστασαι τώρα στο επουράνιο θυσιαστήριο, και δώρησε από τον ουρανό που βρίσκεσαι σ’ αυτόν που ύφανε με ευλάβεια και πόθο ύμνους για χάρη σου ζέση πίστεως» (ωδή θ΄).  

(Ακολουθία του οσίου και λόγια του από: π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου, "Έλα φως...", Συνάντηση με τον όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, εκδ. Θεσβίτης, Θήρα 2021). 

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Φαιδρά προεόρτια τῆς ἐγκρατείας, λαμπρά τά προοίμια τῆς νηστείας σήμερον∙ διό συνδράμωμεν ἐν πεποιθήσει, ἀδελφοί, καί προθυμίᾳ πολλῇ» (ὠδή α΄ τριωδίου).

(Καλοδεχούμενα τα προεόρτια της εγκράτειας, λαμπρά τα προοίμια της νηστείας σήμερα. Γι’ αυτό ας τρέξουμε από κοινού, αδέλφια, με πίστη και μεγάλη προθυμία).

Απαρχή των ύμνων των Τριωδίων ο παραπάνω ύμνος, από τον πολυγραφότερο όλων των υμνογράφων άγιο Ιωσήφ. Τρία σημεία θίγει με πολύ συνοπτικό τρόπο:

Πρώτον, ότι πρώτη ημέρα της εβδομάδας της Τυρινής σήμερα, ξεκίνησε η περίοδος της νηστείας και της εγκρατείας. Διότι μπορεί να μην εισήλθαμε στην καθαυτό Σαρακοστή – αυτό θα γίνει με την Καθαρά Δευτέρα – όμως είμαστε στην τελευταία εβδομάδα της εισαγωγής της, όπου αφήνουμε κατά μέρος τα κρεατικά: η πρώτη νηστεία, μένοντας μόνο στα γαλακτομικά και στα ψάρια. Και δεν είναι τυχαία η διπλή επισήμανση: εγκράτεια, νηστεία. Για να δηλωθεί ότι μιλώντας για τη νηστεία στην Εκκλησία δεν εννοούμε ένα απλό διαιτολόγιο, αλλά έναν περιορισμό φαγητών που έχει όμως πνευματικό χαρακτήρα. Διότι η εγκράτεια αυτό δηλώνει: την πράξη της θέλησης του ανθρώπου που κινείται από τον ηγεμόνα νου του, προκειμένου να απεγκλωβιστεί από τη γοητεία των υλικών αγαθών, ώστε πιο ελεύθερα να στραφεί προς Κύριο και Θεό του. Μη ξεχνάμε: η απόλυτη εν αγάπη αναφορά του ανθρώπου είναι ο Χριστός κι αυτή η αναφορά μονίμως παρεμποδίζεται από την εμπαθή προσκόλληση στην ύλη και τα πάθη του – «ὅς ἄν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται». Οπότε, η νηστεία ως εγκράτεια παθών λειτουργεί απελευθερωτικά για τον πιστό άνθρωπο. Γι’ αυτό και σε άλλο σημείο ο άγιος Ιωσήφ θα επισημάνει ότι τέτοιον εγκρατή άνθρωπο που φανερώνει ότι η στροφή της θέλησής του είναι ο Χριστός δεν τολμούν να τον πλησιάσουν οι δαίμονες, ενώ βρίσκονται πάντοτε ως βοηθοί του οι άγγελοι («οὔτε ἐπήρεια δαιμόνων κατατολμᾶ τοῦ νηστεύοντος, ἀλλά καί οἱ φύλακες τῆς ζωῆς ἡμῶν ἄγγελοι φιλοπονώτερον παραμένουσι τοῖς διά νηστείας ἡμῖν κεκαθαρμένοις»: απόστιχα αίνων).

Δεύτερον, ότι ακριβώς για τον παραπάνω λόγο η περίοδος της νηστείας και της εγκρατείας είναι περίοδος για τον πιστό όχι κατήφειας και θλίψης, όχι οργής και καταπιεσμένης επιθετικότητας, αλλά περίοδος που με χαρά την προσμένει ο χριστιανός προσβλέποντας στη λαμπρότητα που εκπέμπει. Αν η θλίψη και η στενοχώρια είναι το κυρίαρχο στοιχείο που τον διακατέχει, τούτο οφείλεται ακριβώς σε ό,τι είπαμε προηγουμένως: η θέληση προσκλίνει κατά προτεραιότητα στα πράγματα του κόσμου και όχι στον Θεό – «Θεός» είναι ο κόσμος και όχι ο αληθινός Θεός, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ο χριστιανός, μολονότι βιώνει την ένταση στην ύπαρξή του της αμαρτίας που τον κινεί σε αντίθετη κατεύθυνση προς ό,τι καλεί ο Θεός, συνεχίζει «κόντρα στο ρεύμα» του κόσμου να τρέχει προς τον Χριστό και τις άγιες εντολές Του. Και σ’ αυτήν τη διαδικασία ευρισκόμενος βλέπει το φως του Χριστού να ανατέλλει στην καρδιά του. «Ἐν τῶ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς» μάς λέει συνεχώς η Εκκλησία, με το φως του Χριστού λοιπόν βλέπει τη χαρά και τη λαμπρότητα της νηστείας και της εγκρατείας ο αγωνιστής χριστιανός. «Δεν στοχεύουμε στα ορατά αλλά στα αόρατα» λέει ο απόστολος Παύλος, κι αυτό συμβαίνει και με την περίοδο της Σαρακοστής.

Και τρίτον, επομένως: με πίστη και μεγάλη προθυμία κινείται προς την περίοδο της Σαρακοστής ο χριστιανός. Αν ενώπιόν μας έχουμε το όραμα του Χριστού που προβάλλει μέσα από το σταύρωμα των εμπαθών επιθυμιών μας, αν το όραμά μας, όραμα της Εκκλησίας, είναι ο αναστημένος Χριστός που περνάει μέσα από τη Σταυρική Του θυσία, τότε πράγματι η περίοδος των Νηστειών έχει ένα νόημα που για να το γνωρίσει κανείς πρέπει να το ενσωματώσει στον εαυτό του. Ζώντας την περίοδο αυτή ζει ο πιστός τα υπέρ φύσιν γεγονότα της ζωής του Χριστού ή με άλλα λόγια μ’ αυτόν τον τρόπο ενεργοποιεί στο έπακρον την ήδη σ’ αυτόν δοσμένη χάρη του Βαπτίσματος να είναι μέλος Χριστού. Οπότε: η μεγάλη προθυμία προς συμμετοχή στον αγώνα του σταδίου αυτού ισοδυναμεί με τον αγώνα να καθαρίσει ο πιστός όλα τα εμπόδια της καρδιάς του για να φανερωθεί μέσω αυτού ο ίδιος ο Χριστός!

 Κι αξίζει να ακούσουμε τον άγιο Σωφρόνιο του Έσσεξ στο τι έλεγε για το θέμα αυτό.

 «Πῶς πρέπει νά περάσουμε τήν περίοδο τῶν Νηστειῶν; Σᾶς μίλησα ἤδη γιά τή μέθοδό μου, τήν ὁποία σᾶς συνιστῶ νά ἀφομοιώσετε. Ἡ μέθοδος αὐτή εἶναι ἡ ἀκόλουθη: νά δοῦμε τόν τελικό μας σκοπό καί νά βαδίσουμε πρός αὐτόν ἀρχίζοντας ἀπό τό ἀλφάβητο. Ὅσον ἀφορᾶ τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, πρέπει νά θέσουμε στόν ἑαυτό μας τήν ἴδια ἀκριβῶς ἀρχή, ἀλλά σέ μικρότερες διαστάσεις. Πρέπει νά ἐννοήσουμε ὅτι μᾶς προτείνονται πενήντα ἡμέρες νηστείας ὡς προετοιμασία γιά τήν ὑποδοχή τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως. Καί ἐμεῖς θά οἰκοδομήσουμε ἔτσι τή θεωρία μας: Τώρα ἀρχίζει ὁ πνευματικός μας ἀγώνας. Ἡ ἔμπνευσή μας πολλαπλασιάζεται μέ τή σκέψη ὅτι ἑκατομμύρια χριστιανοί θά τηρήσουν τή Νηστεία αὐτή. Ἡ ὁδός πρός τήν ἀνάσταση, ἀκόμη καί γιά τόν Ἴδιο τόν σαρκωθέντα Θεό, πέρασε ἀπό παθήματα. Τό μυστήριο τῶν παθημάτων θά τό κατανοήσουμε μόνο ἀργότερα.... «Δι’ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καί ἀπό ἕναν Ἄνθρωπο ἔρχεται ἡ σωτηρία. Ἄν μπροστά μας ὑψώνεται τέτοιος σκοπός, θά δεχθοῦμε τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή ὡς ἁγία περίοδο στή ζωή ὅλου τοῦ χρόνου. Καί ὅταν μέ χαρά καταβάλλουμε σωματικό ἀγώνα ἐγκρατείας ἀπό τροφές, αὐτό δέν μᾶς φθείρει, ἀλλά μᾶς βοηθᾶ σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί στό πνευματικό καί στό φυσικό... Ἐπιπλέον, παρατηρῶ μέ πόνο καρδιᾶς ἕνα πολύ τραγικό φαινόμενο: γιά λόγους ὑγείας οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἱκανοί νά ὑπομείνουν μακρά καί αὐστηρή δίαιτα, ἀλλά γιά τόν Θεό δέν εἶναι διατεθειμένοι νά τηρήσουν τήν καθιερωμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία νηστεία, διότι ὑπάρχει κάποιο πνεῦμα πού παρεμποδίζει κάθε προσπάθεια νά ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό» («Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ..., τόμ. Β΄, σελ. 220-222»).

Η ΑΓΙΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΚΥΡΑΝΝΑ

«Η Αγία νεομάρτυς Κυράννα γεννήθηκε στο χωριό Αβυσσώκα ή Βυρσόκα, στη σημερινή Όσσα της Θεσσαλονίκης, από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Στο Μαρτύριό της αναφέρεται ότι ήταν εξαιρετικά όμορφη. Αυτή η εξωτερική ομορφιά της Κυράννας, που δεν ήταν τίποτε άλλο από το αντικατόπτρισμα της εσωτερικής της ωραιότητας, αποτέλεσε και την αφορμή να οδηγηθεί στο μαρτύριο, καθώς κάποιος γενίτσαρος, εισπράκτορας των φόρων στο χωριό της Κυράννας, που την ερωτεύθηκε, προσπάθησε επανειλημμένα με κολακείες και δώρα να την ελκύσει και να την πείσει να αλλαξοπιστήσει, για να τη νυμφευθεί. Επειδή όμως η Κυράννα δεν αποδεχόταν τις κολακείες, ούτε πολύ περισσότερο τα δώρα του Τούρκου, αυτός νομίζοντας πως θα την κάμψει με τον φόβο άρχισε να την απειλεί ότι θα την βασανίσει σκληρά και τέλος θα την θανατώσει, αν δεν υποχωρήσει και δεν αρνηθεί την πίστη της. Αλλά ούτε αυτά τα μέσα έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα για το γενίτσαρο. Τότε την οδήγησε βίαια στον κριτή της Θεσσαλονίκης και ψευδομαρτύρησε εναντίον της, ότι του είχε δηλώσει ότι θα αλλαξοπιστήσει για να τη νυμφευθεί, αλλά τελικά δεν τήρησε την υπόσχεσή της. Η Αγία Κυράννα με πνευματική ανδρεία ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Έτσι οι Τούρκοι την οδήγησαν στη φυλακή.

Ο γενίτσαρος, που την οδήγησε στον κριτή, ζήτησε και έλαβε την άδεια του Αλή Εφέντη, μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, να επισκέπτεται την Αγία στη φυλακή, όπου με κολακείες αλλά και βασανιστήρια προσπαθούσε να την μεταπείσει. Όταν έφευγε αυτός, συνέχιζε τα βασανιστήρια ο δεσμοφύλακας, τον οποίο έλεγχαν για την σκληρότητά του τόσο οι υπόλοιποι φυλακισμένοι, όσο και κάποιος άλλος φύλακας Χριστιανός.

Κάποια φορά ο γενίτσαρος επισκέφθηκε και πάλι την Αγία στη φυλακή και την βασάνισε μέχρι θανάτου. Ο Χριστιανός φύλακας επέπληξε τότε δριμύτατα τον δεσμοφύλακα και τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στο πασά, επειδή επέτρεπε να εισέρχονται στη φυλακή παράνομα άνθρωποι ξένοι και να βασανίζουν τους φυλακισμένους. Έτσι, όταν μετά από λίγο ο γενίτσαρος ξαναήλθε στη φυλακή, φοβούμενος ο δεσμοφύλακας, δεν του επέτρεψε την είσοδο. Αυτός τότε τον κατήγγειλε στον Αλή Εφέντη, ο οποίος τον κάλεσε και τον επέπληξε, γιατί παράκουσε τις διαταγές του. Ύστερα από αυτό το γεγονός, ο δεσμοφύλακας επέστρεψε οργισμένος στη φυλακή και ξέσπασε πάνω στην Κυράννα, την οποία κρέμασε και άρχισε να χτυπά αλύπητα. Μπροστά σε αυτό το θέαμα όλοι οι φυλακισμένοι, ακόμη και οι Μωαμεθανοί, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να καταφέρονται εναντίον του δεσμοφύλακος, ο οποίος άφησε την Αγία κρεμασμένη κι έφυγε. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1751.

Κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες ένα θείο φως κάλυψε ξαφνικά το σώμα της Αγίας Κυράννας, η οποία άφησε την τελευταία της πνοή, και ύστερα εξαπλώθηκε σε όλη την φυλακή. Μπροστά σε αυτό το θαύμα οι Χριστιανοί ευχαριστούσαν τον Κύριο, ενώ οι Μωαμεθανοί ενόμιζαν ότι ήταν φωτιά και τρομοκρατήθηκαν.

Ο Χριστιανός φύλακας, ο οποίος πήγε να κατεβάσει την κρεμασμένη Αγία, τη βρήκε νεκρή. Στο μεταξύ το φως είχε υποχωρήσει, αλλά παρέμενε σε όλο το χώρο μια άρρητη ευωδία. Ο φύλακας τότε, περιποιήθηκε το ιερό λείψανο της Μάρτυρος, το οποίο την επόμενη μέρα παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη. Στο Συναξάρι της Νεομάρτυρος αναφέρεται ότι το σκήνωμα της Αγίας ενταφιάσθηκε «ἔξω τῆς πόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἐνταφιάζονται καὶ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν τὰ λείψανα», δηλαδή στο Κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής»[1].

Ο πασίγνωστος μακαριστός υμνογράφος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης μπροστά στο φαινόμενο Κυράννα, μπροστά δηλαδή σε μία απλή παρθένο κόρη που αναδεικνύεται σε γίγαντα αρετής με ατσαλένια θέληση που θα τη ζήλευαν και οι πιο σκληροτράχηλοι ήρωες,   επισημαίνει με θαυμασμό, πρώτα από όλα, τι κρυβόταν πίσω από την απαλότητα[2] του σαρκίου της και τη νεανικότητά της: μία καρδιά που «ολικώς»[3] ήταν στραμμένη προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Ό,τι δηλαδή επισημαίνουμε σε όλους τους μεγάλους αγίους: τη φλεγόμενη από έρωτα Θεού καρδιά τους, το ίδιο επισημαίνουμε και στην αγία νεομάρτυρα Κυράννα[4]. Και τι λέει στηρίζοντας αγιογραφικά την περίπτωσή της; Η Κυράννα ανήκει σε εκείνους τους πιστούς που λόγω της ετοιμότητάς της αποδέχτηκε τη φωτιά που ήλθε ο Χριστός να βάλει. «Είχες ως πλούτο της ψυχής σου το πυρ της θείας αγάπης, το οποίο ήλθε ο Χριστός να βάλει στη γη»[5] (δοξ. αποστ.) σημειώνει συγκεκριμένα. Ο Χριστός δηλαδή, αποκαλύπτει ο Ευαγγελικός λόγος, δεν ήλθε ως ένας απλός δάσκαλος, ξερός και αυστηρός για να υποδείξει έναν δρόμο στη ζωή. Είναι ο ίδιος ο Θεός, που «ως πυρ» έρχεται να ανάψει φωτιές. Και το αποκαλύπτει: «Πυρ ήλθον βαλείν επί της της και τι θέλω ει ήδη ανήφθη»[6].

Με το ερμηνευτικό αυτό κλειδί εξηγεί ο άγιος υμνογράφος το ακατανόητο για τα ανθρώπινα δεδομένα μαρτύριό της: και όλες τις σκληραγωγίες που υπέστη – σε βαθμό που αντιδρούσαν και οι αλλόπιστοι – αλλά και το υπερφυές φως που παρουσιάστηκε την ώρα της εκπνοής της. Δεν ήταν μόνο το φως του Χριστού που ενισχύει γενικά τους μάρτυρες την ώρα των βασάνων τους. Ήταν το λαμπρό φως Του που την ώρα της εκπνοής της μάρτυρος φανέρωνε τη θριαμβευτική είσοδό της στη Βασιλεία του Θεού. Ο υμνογράφος θεωρεί το γεγονός πράγματι ιδιαίτερο, γι’ αυτό και πολλές φορές το επισημαίνει.

Ενδεικτικά: «Καλλιπάρθενε μάρτυς, έλαμψε ουράνιο φως στη φυλακή και κατεκάλυψε το θείο σώμα σου, όταν έδινες πίσω το πνεύμα σου στα χέρια του Δημιουργού σου, το πνεύμα που έγινε λαμπρό από τη άθληση του μαρτυρίου»[7] (στιχ. εσπ.). «Αφού έγινες λαμπρή σαν το χρυσάφι και έλαμψες παραπάνω και από τον ήλιο, ανήλθες κρατώντας λαμπάδα στον ουράνιο θάλαμο»[8] (Λιτή).

Αφήνοντας κατά μέρος ωραίες «πινελιές» για την αγία του μακαριστού υμνογράφου, όπως ότι χρησιμοποιεί το όνομά της για να δηλώσει ότι με τη ζωή και το μαρτύριό της επιβεβαίωσε την αλήθεια του: Κυράννα – Κυρία των παθών της και των βασάνων της[9], στεκόμαστε ξεχωριστά σ’ έναν ύμνο από τη λιτή (ήχος β΄) που νομίζουμε ότι έχει ευρύτερη σημασία για την εν γένει πνευματική ζωή. «Καθώς σου επιτέθηκε ο εχθρός με βάσκανο μάτι, προσπαθούσε να διασκορπίσει τον πλούτο της ψυχής σου, Κυράννα νύμφη του Θεού. Εσύ όμως επειδή ατένιζες προς τον Χριστό με τα μάτια του νου, καθόλου δεν σαλεύτηκες από την ανώτερη στάση σου, και με ανδρεία γνώμη διαπέρασες το στάδιο των Μαρτύρων»[10].

Τι επισημαίνει ο ποιητής μας και δι’ αυτού η Εκκλησία; Ότι ο χριστιανός έχει να αντιμετωπίσει τις πνευματικές επιθέσεις του διαβόλου και των οργάνων του, ανεξάρτητα από το αν ο ίδιος δίνει κάποιο δικαίωμα σ’ αυτό – σαν την αγία που βρισκόταν διαρκώς σε πορεία σεμνότητας και ανεπίληπτου ήθους. Όμως ο Πονηρός πάντοτε καραδοκεί, διότι του δίνει το δικαίωμα βεβαίως ο Κύριος, προκειμένου διά των επιθέσεών του να γίνει ο πιστός περισσότερο δόκιμος και να λάβει αυξημένα πνευματικά στεφάνια. Το επισημαίνει,  όπως γνωρίζουμε, η Γραφή διά του αποστόλου Πέτρου: «ὁ ἀντίδικος ἡμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ»[11]. Είναι δεδομένη λοιπόν η αντίθεση και η επίθεση του Πονηρού κατά του χριστιανού. Υπάρχει όμως και ο τρόπος άμυνας, που συνιστά και τη σπουδαιότερη επίθεση, κι αυτόν τον τρόπο επισημαίνει ο υμνογράφος μέσα από το παράδειγμα της αγίας. Τι έκανε η αγία[12]; Μπορεί να επιχειρούσε ο εχθρός γενίτσαρος να την φέρει στα νερά του, όπως λέμε, και μάλιστα με βάσκανο βλέμμα, ἄρα γενόμενος υποχείριο του διαβόλου – αυτό δεν είναι η βασκανία[13]; Η ενέργεια του πονηρού μέσα από ανθρώπους που τους χρησιμοποιεί ως όργανά του: είτε με την όραση είτε με τα λόγια είτε με μαγείες κλπ. – όμως η αγία ουδόλως πτοήθηκε και παρασαλεύτηκε, γιατί το δικό της βλέμμα, ο εσωτερικός της οφθαλμός, δηλαδή ο νους της, ήταν αδιάκοπα προσηλωμένος με προσοχή και ένταση στον Ιησού Χριστό.

Οι άγιοι Πατέρες μάς αποκαλύπτουν και τις μεθοδείες του διαβόλου αλλά κυρίως τη δική μας μέθοδο αποφυγής των παγίδων του. Και ναι μεν λένε πως υπάρχει η δυνατότητα του αντιρρητικού πολέμου – να πολεμά κανείς με τη λογική, με την Αγία Γραφή ό,τι υποβάλλει εκείνος – μπορεί να αποδύεται κανείς σε ασκητικά μέσα σκληρά, όπως τις νηστείες, τις σκληραγωγίες κλπ., όμως το σημαντικότερο και το σπουδαιότερο εξ όλων των μεθόδων είναι η περιφρόνηση του πονηρού με τον μοναδικό τρόπο που κατακαίεται: τη στροφή της προσοχής στον Κύριο. Αυτό δεν έλεγε, για να θυμηθούμε μόνο έναν από τους τελευταίους Πατέρες και αγίους, και ο άγιος Πορφύριος; Στο σκοτάδι το μόνο που κάνουμε είναι να ανάβουμε το φως[14].

Η αγία Κυράννα, στην οποία υποκλινόμαστε μαζί με την ιδιαίτερη πατρίδα της την Όσσα[15], μας καθοδηγεί με τη ζωή της. Και με την παρρησία που έχει ενώπιον του Κυρίου ως καλή Του νύμφη, την παρακαλούμε να εύχεται και για εμάς.   


[1] Ιστολόγιο: Ορθόδοξος Συναξαριστής.

[2] «Τοῦ Κυρίου τὰ στίγματα ἔφερες τῷ ἁπαλῷ σου σώματι» (Δόξα Λιτής).

[3] «τὸν γὰρ Κύριον τῶν κυρίων, ὁλικῶς Χριστὸν ἀγαπήσασα» (Λιτή ήχ. α΄).

[4] Βλ. για παράδειγμα: «Χαίροις Παρθενομάρτυς Χριστοῦ, ἡ τοῦ Σωτῆρος πτερωθεῖσα τῷ ἔρωτι» (απ. εσπ.).

[5] «Τῆς θείας ἀγάπης, ἐν τῇ ψυχῇ τὸ πῦρ πλουτήσασα, ὃ βαλεῖν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐλήλυθε Χριστός».

[6] Λουκ. 12, 49.

[7]«Φῶς οὐράνιον ἔλαμψεν, ἐν εἱρκτῇ καλλιπάρθενε, καὶ τὸ θεῖον σῶμά σου κατεκάλυψεν, ὅτε εἰς χεῖρας τοῦ κτίστου σου, ἀπέδως τὸ πνεῦμά σου, τῇ ἀθλήσει λαμπρυνθέν».

[8] «Ως χρυσὸς λαμπρυνθεῖσα, καὶ ὑπὲρ ἥλιον λάμψασα, λαμπαδοφόρος ἀνῆλθες, εἰς τὸν οὐράνιον θάλαμον».

[9] Στίχοι συναξαρίου. Βλ. και Δοξαστικό στιχ. εσπ.: «χαίροις  τὴν κλῆσιν τῇ πράξει σφραγίσασα» κ.α.

[10] «Βασκάνῳ ὄμματι, ἐπελθών σοι ὁ ἐχθρός, τὸν τῆς ψυχῆς σου πλοῦτον, ἐπειρᾶτο συλᾶν, Κυράννα θεόνυμφε· σὺ δὲ Χριστῷ ἀτενίζουσα, ὄμμασι νοός, οὐδαμῶς σεσάλευσαι, τῆς κρείττονος στάσεως, καὶ ἀνδρείᾳ γνώμῃ, τὸ τῶν Μαρτύρων ὑπῆλθες στάδιον».

[11] Α΄Πέτρ. 5, 8.

[12] «ταῖς τοῦ ἐχθροῦ γὰρ μεθοδείαις, ἐν συνέσει πολλῇ, καὶ ἀνδρείᾳ φρενῶν ἀντικατέστη» (αντιπαραβλήθηκε στις μεθόδους του εχθρού με πολλή σύνεση και ανδρεία φρενών) (Δοξ. αίνων).

[13] Βλ. ευχή βασκανίας από το Ευχολόγιο της Εκκλησίας.

[14] «Άφησε τον αυτόν, μου έλεγε ο π. Πορφύριος για το διάβολο. Μην του δίνεις σημασία. Όσο του δίνεις σημασία, τόσο περισσότερο σε πλησιάζει. Αν θέλεις να τον διώξεις, να τον απομακρύνεις από κοντά σου, πάψε να του δίνεις σημασία. Περιφρόνησέ τον. Μόνο η περιφρόνηση του αξίζει. Από τη στιγμή που θα αρχίσει να την εισπράττει, θα αρχίσει και θα υποχωρεί. Μέχρι που, τελικά, θα τραπεί σε φυγή. Η περιφρόνηση αποτελεί το δεύτερο όπλο,μετά τον Τίμιο Σταυρό, κατά του διαβόλου! Και τον μεν Τίμιο Σταυρό τον φοβάται και, κυριολεκτικά, τον τρέμει και τρέπεται σε άτακτη φυγή.Την δε περιφρόνηση δεν την αντέχει. Γιατί είναι υπερόπτης και σκάει από το κακό του! Εξάλλου, αυτή η υπεροψία ήταν αιτία να εκπέσει και να γίνει αυτό που έγινε.Εισέπραξε την τιμωρία του…» (Ανθολόγιο Συμβουλών).

[15] «Χαῖρε και σκίρτα η ῎Οσσα ἐν θείῳ Πνεύματι· ἐκ σοῦ γὰρ ὡς εὐῶδες, ἀνεβλάστησε κρίνον, Κυράννα ἡ ἐν Μάρτυσι θαυμαστή, τοὺς πιστοὺς κατευφραίνουσα, καὶ τὴν σεπτὴν αὐτῆς μνήμην ἄγε λαμπρῶς, τὸν Σωτῆρα μεγαλύνουσα»(Αίνοι). «Ως ημέρα της μνήμης της Νεομάρτυρος αναφέρεται σε Λαυρεωτικό Κώδικα η 1η Ιανουαρίου. Στην Όσσα όμως, η Αγία Κυράννα εορτάζεται στις 8 Ιανουαρίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ίσως είναι το ότι ο εορτασμός της κατά τις 28 Φεβρουαρίου συχνά συνέπιπτε με την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περίοδο χαρμολύπης, ενώ στις 8 Ιανουαρίου επιπλέον οι κάτοικοι της Όσσας ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στο χωριό τους εξαιτίας των εορτών των Χριστουγέννων. Η μνήμη της Αγίας τιμάται πανηγυρικά και από τους Οσσαίους της Θεσσαλονίκης και στο ναό της Αχειροποιήτου κατά τη Κυριακή μετά τις 8 Ιανουαρίου. Στο χωριό Όσσα, βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Κυράννας, που είναι και πολιούχος της κοινότητας, αφιερωμένος στη μνήμη της νεομάρτυρος Κυράννας. Ο ναός κτίστηκε το 1840, όπως αναφέρει ο Αστέριος Θηλυκός ή το 1868 σύμφωνα με επιγραφή κτίσεως. Σε αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Αγίας Κυράννας, φιλοτεχνημένη γύρω στο 1870, από τον Χριστόδουλο Ιωάννου Ζωγράφο από την Σιάτιστα» (Από το ιστολόγιο: Ορθόδοξος Συναξαριστής).