05 Μαρτίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ο όσιος Μάρκος υπήρξε φιλόπονος σε όλα: και στη μελέτη των θείων Γραφών αφιέρωσε τον εαυτό του και έφτασε στο άκρο της άσκησης και της αρετής. Απόδειξη και των δύο είναι αφενός οι λόγοι που συνέγραψε, οι οποίοι είναι γεμάτοι από κάθε διδαχή και ωφέλεια, αφετέρου η ενέργεια των θαυμάτων που του δόθηκε από τον Σωτήρα Χριστό. Από αυτά ένα είναι αναγκαίο εξάπαντος να πούμε: Όταν ο όσιος βρισκόταν στην αυλή του ασκηταριού του και εν προσευχή πρόσεχε τον εαυτό του, ήλθε κοντά του μία ύαινα, φέρνοντας και το τυφλό παιδάκι της. Με ταπεινό σχήμα λοιπόν παρακαλούσε τον άγιο να την λυπηθεί και να γιατρέψει την τύφλωση του παιδιού της. Κι αυτός, αφού έφτυσε στους πληγωμένους οφθαλμούς και προσευχήθηκε, τους έκανε υγιείς.

Μετά από κάποιες ημέρες, η ύαινα του έφερε την προβιά ενός μεγάλου κριαριού σαν δώρο για τη θεραπεία, αλλά ο όσιος δεν θέλησε  να το πάρει πριν το θηρίο του υποσχεθεί ότι δεν πρόκειται ποτέ από εδώ και στο εξής να επιτεθεί  σε πρόβατα φτωχών ανθρώπων. Αν όμως ήταν τόσο συμπαθής στην άλογη φύση, πολλαπλασίως είχε αγάπη προς τους ανθρώπους, λόγω της κοινής φύσης μας, η οποία απαιτεί να δείχνουμε πολύ μεγάλη ευσπλαχνία ο ένας προς τον άλλον.

Ήταν τόσο μεγάλη η ψυχική καθαρότητα του άνδρα, ώστε ο πρεσβύτερος της Μονής βεβαίωνε με όρκους ότι ουδέποτε ο ίδιος έδωσε κοινωνία των αχράντων μυστηρίων στον μοναχό Μάρκο, διότι όταν προσερχόταν αυτός να κοινωνήσει, άγγελος Κυρίου του την μετέδιδε, ενώ εκείνος έβλεπε μόνο το χέρι του αγγέλου από τον αγκώνα να κρατάει την αγία λαβίδα, με την οποία ο όσιος μετείχε των αγιασμάτων. Απομακρύνθηκε ο όσιος από τις κοσμικές φροντίδες και από όλους τους θορύβους, όταν ήταν στην ηλικία των σαράντα χρόνων. Κι αφού πέρασε στην άσκηση εξήντα έτη, εκδήμησε προς τον Κύριο. Ήταν κοντός σωματικά, με λεπτό γένι και έχοντας το κεφάλι να λάμπει εσωτερικά από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος».

Ο μακαριστός και επιφανής λόγιος μοναχός Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης σε εισαγωγικό του σχόλιο για κείμενα του οσίου Μάρκου του ασκητή στη Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών  λέγει μεταξύ άλλων τα εξής: «Ο όσιος Μάρκος ο ασκητής είναι ένας από τους πλέον επιφανείς ασκητικούς συγγραφείς των μέσων βυζαντινών χρόνων και ο δημοφιλέστερος δάσκαλος του ασκητικού βίου, ώστε οι βυζαντινοί ασκητικοί χριστιανοί να λένε∙ «πώλησον πάντα και αγόρασον Μάρκον». Γεννήθηκε τον 5ο αιώνα, υπήρξε μαθητής του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και σε μεγάλη ηλικία κατέφυγε σε μια έρημο, όπου και κοιμήθηκε εν Κυρίω σε βαθύτατο γήρας. Τα έργα του όμως επέζησαν ανά τους αιώνες και επηρέασαν αποφασιστικά τη μοναχική σκέψη και εμπειρία… Ο όσιος Μάρκος και οι άλλοι όσιοι Πατέρες, δεν μιλούσαν, ούτε έδιναν μονιμότητα στις σκέψεις τους με την εγγραφή τους, αν δεν ζούσαν τις αλήθειες της πνευματικής ζωής και αν δεν είχαν την καθολική μαρτυρία της πνευματικής παραδόσεως. Έτσι, ο άγιος αυτός ερημίτης έγραψε τις εμπειρίες του στηριζόμενος στις άγιες Γραφές και μέσα στα πλαίσια της πνευματικής παραδόσεως, αλλά με την προσωπική του ιδιοτυπία, που συνίσταται στον τονισμό της λειτουργίας του πνευματικού νόμου».

Δεν επηρέασε μόνο τους μοναχούς όμως ο όσιος Μάρκος. Κάθε χριστιανική ψυχή που ενέκυψε, εγκύπτει ή θα εγκύψει με προσοχή και με ταπείνωση στα κείμενά του, θα διαπιστώσει τη χάρη που τα διέπουν και οπωσδήποτε θα προβληματιστεί και θα παρακινηθεί, όχι ασφαλώς στο να γίνει μοναχός – αυτό είναι ξεχωριστή κλήση του Κυρίου σε όσους δύνανται να χωρέσουν τον λόγο τούτο – αλλά στο να εμβαθύνει στην πνευματική ζωή και στο να ακολουθήσει πιο ενσυνείδητα τον δρόμο του Κυρίου. Κι αυτό είναι το σημαντικότερο: δεν πρόκειται να κρίνει ο Κύριος το είδος της ζωής που επιλέγουμε, τον έγγαμο ή τον μοναχικό βίο, αλλά αν αυτό που επιλέγουμε, το ακολουθούμε με βάση το άγιο θέλημά Του. Κι εδώ έγκειται η συνεισφορά η μεγάλη του οσίου Μάρκου. Με τις γραφές του, στη μορφή των μικρών κεφαλαίων, κατά το πρότυπο των βυζαντινών συγγραφέων της εποχής του, ώστε να είναι ευκολομνημόνευτα, δίνει ισχυρότατη ώθηση σε όλους τους χριστιανούς, μοναχούς ή κοσμικούς, στο να δουν σωστά την πνευματική ζωή και κατά τη δύναμη του καθενός να την ακολουθήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μεγάλος άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, ο ένας εκ των τριών που έχει τιμηθεί από την Εκκλησία μας με τον τίτλο του θεολόγου, προχώρησε από τη νεότητά του στα ύψη της αγιότητας, διότι κράτησε ως κανόνα και αρχή στη ζωή του, κυρίως ένα κεφάλαιο από τα διακόσια του «Πνευματικού Νόμου» του οσίου Μάρκου: «Αν ζητάς να θεραπευτείς, φρόντισε τη συνείδησή σου και κάνε ό,τι σου λέει, και πολύ θα ωφεληθείς».

Μία πολύ μικρή γεύση από τα κεφάλαια αυτά του οσίου στη Φιλοκαλία (μετάφραση Αντωνίου Γαλίτη) παραθέτουμε στη συνέχεια:

- Πρώτα-πρώτα γνωρίζουμε ότι ο Θεός είναι αρχή κάθε καλού και μεσότητα και τέλος. Το καλό δεν είναι δυνατό να πράττεται ή να πιστεύεται, παρά μόνο με την ένωση με τον Ιησού Χριστό και με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος.

- Μην προσπαθείς να λύσεις κάποιο δύσκολο πρόβλημα με φιλονικία, αλλά με τα μέσα που επιβάλλει ο πνευματικός νόμος, δηλαδή με την υπομονή, την προσευχή και την απλότητα της ελπίδας.

- Μην πεις ότι απόκτησες αρετή χωρίς θλίψη∙  γιατί είναι αδοκίμαστη η αρετή που απόκτησες με άνεση.

- Να αναλογίζεσαι το αποτέλεσμα κάθε αθέλητης θλίψεως, και θα βρεις σ’ αυτό το σβήσιμο κάποιας αμαρτίας.

- Πολλές συμβουλές των άλλων μας προσφέρονται για το συμφέρον μας. Για τον καθένα όμως τίποτε δεν είναι καταλληλότερο από τη δική του γνώμη.

- Μελέτα τα λόγια της θείας Γραφής με την πράξη και μην επεκτείνεσαι σε πολυλογία, υπερηφανευόμενος για σκέψεις θεωρητικές.

- Τα μικρά αμαρτήματα ο διάβολος τα δείχνει μηδαμινά, επειδή διαφορετικά δεν μπορεί να φέρει τον άνθρωπο στα μεγαλύτερα κακά.

- Εκείνος που ζητεί άφεση, αγαπά την ταπεινοφροσύνη. Εκείνος που κατακρίνει τον άλλον, επισφραγίζει τις αμαρτίες του.

04 Μαρτίου 2022

ΠΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Πρό τοῦ σωτηρίου Σταυροῦ, τῆς ἁμαρτίας βασιλευούσης, τῆς ἀσεβείας ἐπικρατούσης, τῶν ἀνθρώπων ἐμακαρίζετο τρυφή σωματική, καί σαρκικῶν ὀρέξεων ὀλίγοι κατεφρόνουν· ἀφ’ οὗ δέ, τό τοῦ Σταυροῦ μυστήριον πέπρακται, καί δαιμόνων ἐσβέσθη τυραννίς τῇ θεογνωσίᾳ, ἡ τῶν οὐρανῶν ἐπί γῆς ἀρετή πολιτεύεται· διό νηστεία τιμᾶται, ἐγκράτεια λάμπει, προσευχή κατορθοῦται, καί μάρτυς καιρός, ὁ παρών δεδομένος ἡμῖν, ὑπό τοῦ σταυρωθέντος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Ἀπόστιχα τῶν Αἴνων, Ἰδιόμελον, ἦχος πλ. β΄).

(Πρίν ἀπό τή σωτηρία πού ἔφερε σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή βασίλευε ἁμαρτία καί ἐπικρατοῦσε ἀσέβεια, μακαριζόταν σωματική τρυφή τῶν ἀνθρώπων καί γιαὐτό λίγοι καταφρονοῦσαν τίς σαρκικές ὀρέξεις. Ἀφότου ὅμως πραγματοποιήθηκε τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί σβήστηκε τυραννία τῶν δαιμόνων μέ τή γνώση τοῦ Θεοῦ πού ἔφερε Κύριος, γίνεται τρόπος ζωῆς στή γῆ ἀγγελική ἀρετή. Γιαὐτό πιά νηστεία τιμᾶται, ἐγκράτεια λάμπει, προσευχή γίνεται κατορθωτή, καί παρών καιρός πού μᾶς δόθηκε ἀπό τόν σταυρωθέντα Χριστό τόν Θεό μας γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν μας εἶναι μάρτυρας κι ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας αὐτῆς).

Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας τονίζει μέ ἔμφαση τήν ὀξεῖα διάκριση μεταξύ τῆς πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν ἐποχῆς. Ἀπόλυτο κομβικό σημεῖο πού ἔφερε τήν ἀνατροπή τῶν πάντων ἦταν ἡ Σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, λόγω βεβαίως τοῦ ὅτι ὁ Κύριος ἐπί τοῦ Σταυροῦ κατήργησε «τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τόν διάβολον», καί μᾶς ἕνωσε «αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» μέ τόν Τριαδικό Θεό. Πάνω στόν Σταυρό βλέπουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας, μετρᾶμε τό μέγεθος τῆς ἁμαρτίας μας, χαιρόμαστε τή σωτηρία μας. Γνώρισμα τῆς πρό Χριστοῦ ἐποχῆς, κατά τόν ὑμνογράφο μας, ἦταν ἡ κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία ὁδηγοῦσε στήν ἀσέβεια ὡς τρόπο ζωῆς, κύριο στοιχεῖο τῆς ὁποίας ἦταν (καί εἶναι ἀσφαλῶς ὅπου ἐπικρατεῖ) ἡ ἔκδοση στίς σαρκικές ὀρέξεις καί τή σωματική τρυφή. Τό μυστήριο ὅμως τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου ἔφερε τά πάνω κάτω: ἐξαφανίστηκε ἡ τυραννία τῶν δαιμόνων – οἱ δαίμονες βρίσκουν δίοδο ἐπέμβασής τους μόνον ἐκεῖ πού ὑπάρχει συνέχεια τῆς ἀσέβειας λόγω ἀπιστίας στόν Κύριο – καί οἱ ἄνθρωποι μποροῦν πιά νά ζοῦν ὡς ἄγγελοι ἐπί τῆς γῆς, ἐφόσον ἀποδέχονται τήν πίστη καί τή γνώση τοῦ Θεοῦ πού ἔφερε ὁ Κύριος. Ὁπότε ἡ ἀξιολογία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ἄλλαξε: ὅ,τι πρίν ἦταν ἀποκρουστικό: ἡ νηστεία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ προσευχή, ἔγινε καίρια καί κύρια ἀρετή, χαρακτηριστικό τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Καί νά ἡ ἀπόδειξη: ὁ καιρός τῆς νηστείας, ἡ Σαρακοστή – συνεπῶς κατ’ ἐπέκταση καί ὅλη ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ· ἄς θυμηθοῦμε τόν λόγο τοῦ ἁγίου Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου «ὅλη ἡ ζωή μου εἶναι μία Σαρακοστή» - ἐπιβεβαιώνει τή θελτική δύναμη τῶν ἀρετῶν αὐτῶν. Εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς πού ἀποτελεῖ τή δωρεά τοῦ Χριστοῦ σέ καθένα πού Τόν ἀκολουθεῖ συσταυρωμένος μαζί Του.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΕΝ ΙΟΡΔΑΝΗ

«Ο όσιος Γεράσιμος μεγάλωσε από παιδί με τον φόβο του Κυρίου και αφού περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα, προχώρησε στην εσώτερη έρημο της Θηβαΐδος, όταν βασιλιάς ήταν ο Κωνσταντίνος ο λεγόμενος Πωγωνάτος, εγγονός του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Έκανε τόσους μεγάλους ασκητικούς αγώνες και ήταν τόσο κοντά στον Θεό, ώστε να εξουσιάζει και τα άγρια θηρία. Διότι ένα λιοντάρι τον διακονούσε, επιτελώντας διάφορα διακονήματα, και μάλιστα να βγάζει για βοσκή και να επιστρέφει έναν όνο που έφερνε νερό. Όταν κάποτε κάποιοι έμποροι του δρόμου έκλεψαν τον όνο, τον οποίο έδεσαν στις καμήλες τους, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι το λιοντάρι κοιμόταν, ο μοναχός που υπηρετούσε τον όσιο, βλέποντας το βράδυ το λιοντάρι να βρίσκεται μόνο του στο κελί, αγανάκτησε. Κι επειδή νόμισε ότι φαγώθηκε από αυτό, ανέφερε τούτο στον Γέροντα. Αυτός τότε έδωσε εντολή να αναλάβει το λιοντάρι την υπηρεσία του όνου. Πράγματι το λιοντάρι την δέχτηκε και για όσο χρόνο ο όνος βρισκόταν στα χέρια των εμπόρων, αυτό έφερνε τα δοχεία νερού στους ώμους του, και τρέχοντας, σαν να έκανε αγώνα δρόμου, αναγκαζόταν να φέρνει το νερό.

Αλλά οι έμποροι επέστρεφαν και πάλι από τον ίδιο δρόμο, όταν το λιοντάρι ήταν στο ποτάμι για να πάρει νερό. Το λιοντάρι είδε και αναγνώρισε τον όνο που ακολουθούσε τις καμήλες, όρμησε ξαφνικά προκαλώντας την κατάπληξη των εμπόρων, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή. Άδραξε τότε το χαλινάρι και τράβηξε τον όνο, ο δε όνος τις καμήλες που ακολουθούσαν, καθώς ήταν δεμένες η μία με την άλλη, όπως τις συνήθιζαν, έως ότου οδήγησε τον όνο και τις καμήλες στο κελί. Και κτυπώντας τη θύρα με την ουρά του, τα έφερε στον Γέροντα σαν κυνήγι. Αυτός τότε μειδίασε και λέει προς τον μοναχό που τον υπηρετούσε: Χωρίς λόγο λοιπόν βάλαμε επιτίμιο στο λιοντάρι. Γι’ αυτό, ας απαλλαγεί από τις συνηθισμένες αγγαρείες και ας πάει να βόσκει και να ζει όπως θέλει. Τότε  το λιοντάρι έκλινε το κεφάλι του και σαν να συμφώνησε με τον Γέροντα άφησε το όρος και παρουσιαζόταν μία φορά την εβδομάδα, κατά την οποία προσερχόταν σ’ αυτόν και έσκυβε το κεφάλι, σαν να προσκυνάει.

Όταν πέθανε δε ο Γέροντας, ήλθε για να αποδώσει τη συνηθισμένη ευχή. Επειδή όμως δεν βρήκε τον όσιο κι έμαθε από τον διακονητή του μοναχό ότι πέθανε και μπήκε σε τάφο, πρώτα μεν θρήνησε πολύ με μικρά βρυχήματα, κι ύστερα με μεγάλο βρυχηθμό άφησε κι αυτό την πνοή του. Έτσι δοξάζει ο Θεός αυτούς που Τον δοξάζουν και κάνει και τα θηρία να τους υπακούνε, αυτούς που διατηρούν το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωσιν άσπιλο και καθαρό».

Ο όσιος Γεράσιμος είναι μία από τις πιο ωραίες παρουσίες στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας. Όχι μόνο για την ασκητική του διαγωγή, αλλά και για την ιδιαίτερη σχέση του με τον ιδιότυπο «υποτακτικό» του, τον ανθρωπόμορφο λέοντα. Το λιοντάρι του αγίου Γερασίμου έχει ταυτιστεί μαζί του τόσο, ώστε οι περισσότερες εικόνες του να απεικονίζουν  και αυτό μαζί με εκείνον. Ασφαλώς δεν είναι η μοναδική περίπτωση,  που θηρία είναι υποταγμένα σε αγίους. Αρκετά συχνά σε συναξάρια βρίσκουμε παρόμοια φαινόμενα, όπως για παράδειγμα στις 11 Φεβρουαρίου μνημονεύεται ο άγιος αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας Βλάσιος, ο οποίος σε όρος ζώντας, με την ευλογία του ξημέρωνε όλα τα άγρια θηρία. Ακόμη και στη νεώτερη εποχή είναι γνωστή η περίπτωση της αρκούδας του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, για να μην αναφερθούμε και στον όσιο Παΐσιο, που και αυτού η πολύ φιλική σχέση με τα ζώα είναι γνωστή. Κατά την πίστη μας, η εξήγηση είναι απλή: ο Δημιουργός Θεός έθεσε τον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού άνθρωπο να άρχει επί όλων των ζώων της γης. Τα ζώα σε αυτόν προσέβλεπαν και αυτόν υπάκουαν, επειδή αυτός προσέβλεπε και υπάκουε  στον Δημιουργό Του. Η αμαρτία όμως που εισήλθε στον άνθρωπο, έφερε μεταξύ των άλλων και την ανατροπή αυτή: τα ζώα έγιναν εχθρικά απέναντί του, κάτι που αποκαταστάθηκε μετά τον ερχομό στον κόσμο του ενανθρωπήσαντος Θεού μας. Από τη στιγμή που ο Χριστός εξάλειψε την αμαρτία και καθάρισε την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, δόθηκε στον άνθρωπο και πάλι η χάρη της βασιλείας του επί της κτιστής φύσεως, στον βαθμό που επιτρέπει τούτο βεβαίως ο ίδιος ο Χριστός, στο μεταξύ διάστημα που βρισκόμαστε μέχρι τη Δευτέρα Του παρουσία.

Έτσι, για να επανέλθουμε στον όσιο Γεράσιμο, η υπακοή του λέοντα ήταν η υπακοή στον χαρισματούχο άνθρωπο, τον αποκαταστημένο ενώπιον του Θεού, με την καθαρότητα της εικόνας του Θεού στην καρδιά του. Η υπακοή του δηλαδή ήταν η συνέχεια της υπακοής των θηρίων στον πρώτο Αδάμ, προ της πτώσεώς του στην αμαρτία, εκεί που η εξουσία του επ’ αυτών φανερωνόταν και με το όνομα που αυτός έδινε στα θηρία. Κι αυτό ακριβώς τονίζει και ο υμνογράφος της ακολουθίας του. «Δόθηκε σαν βραβείο στον Γεράσιμο ένας υπηρέτης θηρίο, επειδή πριν φύγει από τη ζωή φόνευσε τα θηρία των παθών του» (στίχοι συναξαρίου). Κι αλλού: «Επειδή φύλαγες την αξία του κατ’ εικόνα, θεοφόρε, φάνηκες φοβερός στα ανήμερα θηρία» (ωδή ζ΄). Με άλλα λόγια, βασίλεψε πρώτα πάνω στα πάθη του ο άγιος, κι έπειτα του δόθηκε η χάρη να βασιλέψει και πάνω στο λιοντάρι. Τα θηρία αναγνωρίζουν προφανώς τον άνθρωπο του Θεού, τον άνθρωπο δηλαδή που τα αγαπά γνήσια. Το γεγονός ότι έχουμε φαινόμενα που άγιοι κατασπαράσσονται από θηρία, δεν ακυρώνει την αλήθεια αυτή. Τούτο γίνεται, διότι ο Θεός κρίνει ότι με τον τρόπο αυτό οι άγιοι θα κέρδιζαν πιο εύκολα τον Παράδεισο. Το μαρτύριο του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου είναι μία πολύ καλή απάντηση επ’ αυτού.

Ο υμνογράφος Γεώργιος δεν επεκτείνεται άλλο σ’ αυτό το θέμα. Θα μπορούσε να μνημονεύσει και την υπακοή των λιονταριών στον προφήτη Δανιήλ, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, όταν τον είχαν ρίξει σ’ αυτά μέσα σ’ έναν λάκκο. Δεν το κάνει όμως. Και μάλλον διότι περισσότερο τον ενδιαφέρει να προβάλει την πνευματική προσωπικότητα του οσίου Γερασίμου. Κι είναι αλήθεια: τα περισσότερα τροπάρια της ακολουθίας του έχουν ως περιεχόμενο την αναζήτηση του Θεού εκ μέρους του, όταν περιπλανιόταν στις ερημιές, στις σπηλιές και στα όρη, και την αδιάκοπη ενατένισή του προς τον πόθο του Κυρίου του, με αποτέλεσμα να καταυγαστεί από το φως του Πνεύματος του Θεού. «Όσιε Πάτερ Γεράσιμε, ζώντας με πίστη πάντοτε στις ερημιές και στα σπήλαια και στα όρη, τον Θεό εκζήτησες και Αυτόν βρήκες, όπως ακριβώς ήταν η βαθιά σου επιθυμία» (στιχηρό εσπερινού). «Ήσουν προσηλωμένος πάντοτε προς τον άυλο πόθο του Κυρίου, Πάτερ όσιε». «Καταφωτίστηκαν τα νοητά μάτια της ψυχής σου από την έλλαμψη του Πνεύματος του Θεού, θεοφόρε, και τα προσήλωσες στο αιώνιο φως με την αρετή σου» (ωδή α΄). Η κρίση του υμνογράφου Γεωργίου είναι ορθή: δεν θέλει να μας αποπροσανατολίσει με ένα σπουδαίο ασφαλώς γεγονός: το «ανθρώπινο» λιοντάρι, γιατί το ουσιώδες γι’ αυτόν είναι η πνευματική διαγωγή του οσίου, η οποία και μόνη, αν ακολουθηθεί, εκβάλλει στη βασιλεία του Θεού. Με έναν λόγο, τον υμνογράφο τον ενδιαφέρει η αιτία της αγιότητάς του και όχι ένα από τα αποτελέσματα αυτής.

03 Μαρτίου 2022

Η ΛΑΜΨΗ ΤΗΣ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΣΕΜΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ

ΠΕΜΠΤΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Ἔλαμψε τῆς ἐγκρατείας ἡ εὐπρέπεια, τῶν δαιμόνων τήν ἀχλύν φυγαδεύουσα· ἐπεδήμησε τῆς νηστείας ἡ σεμνότης, τῶν ψυχικῶν παθῶν τήν ἰατρείαν φέρουσα· ταύτῃ ποτέ Δανιήλ, καί οἱ ἐν Βαβυλῶνι Παῖδες φραξάμενοι, ὁ μέν, στόμα λεόντων ἐχαλίνωσεν, οἱ δέ, τήν φλόγα τῆς καμίνου ἔσβεσαν· μεθ’ ὧν καί ἡμᾶς δι’ αὐτῆς, σῶσον, Χριστέ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος» (Ἀπόστιχα τῶν Αἴνων, Ἰδιόμελον, ἦχος γ΄).

(Ἔλαμψε ἡ εὐπρέπεια τῆς ἐγκράτειας, ἡ ὁποία διώχνει μακριά τή σκοτεινιά τῶν δαιμόνων. Ἔφτασε ἡ σεμνότητα τῆς νηστείας, ἡ ὁποία γιατρεύει τά ψυχικά πάθη. Μέ τή νηστεία αὐτή ὀχυρωμένοι κάποτε ὁ Δανιήλ, ὅπως καί τά τρία παιδιά στή Βαβυλώνα, ὁ μέν πρῶτος ἔβαλε χαλινάρι στό στόμα τῶν λιονταριῶν, τά δέ παιδιά ἔσβησαν τή φλόγα τῆς καμίνου. Μαζί μ’ αὐτούς καί μέσω αὐτῆς σῶσε καί μᾶς, Χριστέ Θεέ μας, ὡς φιλάνθρωπος).

Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπιμένει στή σπουδαιότητα καί στόν πνευματικό χαρακτήρα τῆς ἐγκράτειας καί τῆς νηστείας πού προβάλλει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἔχει τέτοια σπουδαιότητα μάλιστα, κατ’ αὐτόν,  πού ἡ μέν πρώτη φυγαδεύει ἀκόμη καί τούς δαίμονες - ὁ ἐγκρατής ἄνθρωπος δηλαδή εἶναι κυρίαρχος ὄχι μόνον τοῦ ἑαυτοῦ του ἀλλά καί τῶν πονηρῶν πνευμάτων - ἐνῶ ἡ δεύτερη, ἡ νηστεία, ὡς ἔκφραση βεβαίως τοῦ πνεύματος τῆς ἐγκρατείας, θεραπεύει ὅλα τά ψυχικά πάθη, πού σημαίνει ὅτι ὁ περιορισμός στή σάρκα, πού κινεῖται συνήθως ἄτακτα χωρίς χαλινό, φέρνει ἐκείνη τή χάρη ὥστε νά θεραπεύεται καί ἡ ἴδια ἡ ψυχή. Μιλᾶμε ἀσφαλῶς γιά τήν εὐπρεπή ἐγκράτεια καί τή σεμνή νηστεία, ὅπως τίς χαρακτηρίζει ὁ ὑμνογράφος, γιά νά τίς διακρίνει ἀπό τίς ἀρρωστημένες ἐκτροπές τοῦ φαρισαϊσμοῦ ἤ καί τοῦ δαιμονικοῦ μανιχαϊσμοῦ - ὡς καύχηση ἤ ὡς ἀποστροφή τοῦ σώματος. Τό ἐπιχείρημα τοῦ ὑμνογράφου εἶναι συντριπτικό, ἐφόσον κανείς εἶναι πιστός καί δέχεται τίς Ἅγιες Γραφές: ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, μᾶς λέει, ἔχουμε τά παραδείγματα τοῦ προφήτη Δανιήλ πού ρίχτηκε λόγω τῆς πίστης του σέ λάκκο μέ λιοντάρια, καί τῶν τριῶν παίδων πού ρίχτηκαν στό ἀναμμένο καμίνι. Κι αὐτό γιατί; Διότι καί ὁ προφήτης καί τά τρία παιδιά, σέ νεαρή ἡλικία εὑρισκόμενοι ὅλοι, κατά τήν περίοδο τῆς Βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας τῶν Ἰουδαίων, ἀρνήθηκαν νά ὑποταχτοῦν στά κελεύσματα τῆς εἰδωλολατρικῆς ἐξουσίας, ἐπιλέγοντας θυσιαστικά νά παραμείνουν σταθεροί στήν ἀληθινή λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί στήν παράδοση τῆς ἐγκρατείας καί νηστείας πού καθόριζε ἡ πίστη τους. Καί τό ἀποτέλεσμα ἦταν θαυμαστό: τόν μέν Δανιήλ ἀντιμετώπισαν τά λιοντάρια ὡς τόν καλύτερο «ἀφέντη» τους, ἐνῶ τά τρία παιδιά σεβάστηκε καί ἡ ἴδια ἡ πύρινη μεγάλη φλόγα. Ὁπότε, κατά τόν ὑμνογράφο μας, τό ἴδιο θά συμβεῖ καί μέ ἐμᾶς, ἄν ἀκολουθήσουμε τήν ἀληθινή νηστεία: ἡ σωτηρία μας ἀπό τόν φιλάνθρωπο Κύριο καί Θεό μας.     

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΥΤΡΟΠΙΟΣ, ΚΛΕΟΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΙΣΚΟΣ

«Οι άγιοι αυτοί ζούσαν κατά τους καιρούς του Μαξιμιανού και ήταν συστρατιώτες και συγγενείς του αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος, καταγόμενοι από τη χώρα των Καππαδοκών. Οδηγήθηκαν λοιπόν ενώπιον του Ασκληπιοδότη του ηγεμόνα λόγω της πίστης τους στον Χριστό και κτυπήθηκαν σκληρά. Τον δε άγιο Ευτρόπιο τον πλήγωσαν στο στόμα, διότι εξύβρισε τον ηγεμόνα. Εκεί στο μαρτύριο οι μεν δήμιοι εξαντλήθηκαν λόγω της δύναμης που κατέβαλαν για τα βασανιστήρια, οι δε μάρτυρες έγιναν υγιείς, λόγω της παρουσίας σ’ αυτούς του Κυρίου και του ενδόξου μάρτυρος Θεοδώρου. Επειδή λοιπόν από την παραδοξότητα αυτή πολλοί πίστεψαν στον Χριστό, δέχονται τον θάνατο με ξίφος. Ο ηγεμόνας τότε άλλαξε στάση και επιχείρησε με κολακείες να μεταθέσει από την πίστη του Χριστού τον άγιο Κλεόνικο, δηλαδή πότε με υποσχέσεις και πότε με δωρεές. Ο άγιος βεβαίως όχι μόνο δεν χαλάρωσε και δεν κάμφθηκε καθόλου, αλλά αντίθετα δυναμώνοντας και οργιζόμενος καταγέλασε την ανοησία του ηγεμόνα και καταχλεύασε την ασθένεια των ειδώλων. Γι’ αυτό και την ώρα που επιτελείτο θυσία σ’ αυτά, έριξε κάτω με την προσευχή του το ξόανο της Άρτεμης. Τότε οι ειδωλολάτρες έκαψαν πίσσα και άσφαλτο σε τρεις λέβητες, και τα έχυσαν πάνω στους μάρτυρες. Και αυτοί μεν διαφυλάχτηκαν αλώβητοι, οι δε υπηρέτες των ειδώλων καταφλέχτηκαν. Έπειτα σταυρώνονται ο Κλεόνικος και ο Ευτρόπιος και έτσι τελειώθηκαν. Ο δε άγιος Βασιλίσκος ρίχτηκε στη φυλακή, και μετά από κάποιο χρόνο, και αυτός τελειώθηκε».

Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος αξιοποιεί  καταρχάς την τριάδα των μαρτύρων, προκειμένου να τονίσει την πίστη τους στην αγία Τριάδα, με την έννοια ότι αφενός την κήρυξαν ενώπιον πολλών ανθρώπων, αφετέρου έχουν την παρρησία να πρεσβεύσουν σ᾽ Αυτήν υπέρ ημών. «Την σεπτή Τριάδα η τριάδα των μαρτύρων την ομολόγησε ενώπιον πολλών ανθρώπων» (κάθισμα όρθρου). «Άγιοι, που έχετε ίσο αριθμό με την Αγία Τριάδα, εξευμενίστε αυτήν για εμάς»  (ωδή α´). Κι ακόμη: το ισάριθμό τους με Αυτήν γίνεται αφομή για να φανερώσει ο υμνογράφος το ίσο φρόνημά τους, αλλά και την ίδια ανταμοιβή των κόπων τους. «Αναδειχθήκατε ισάριθμοι της αγίας Τριάδος, μάρτυρες, με τρανό τρόπο, διότι είχατε το ίδιο φρόνημα πίστης σ᾽ Αυτήν και γι᾽αυτό βρήκατε και το ίδιο στεφάνι» (ωδή α´). Αξίζει να σημειωθεί το γεγονός ότι ο υμνογράφος τα πάντα προσπαθεί να αξιοποιήσει από τους αγίους, ακόμη και τον αριθμό τους, προκειμένου να τους δει όχι ως ένα αποκομμένο και μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά ενταγμένο μέσα στην παρουσία του Τριαδικού Θεού μας.

Την τριαδικότητά τους την βλέπει κατ᾽ επέκταση και ως στοιχείο ενότητάς τους. Οι άγιοι δηλαδή κατά τον άγιο Θεοφάνη ήταν συνδεδεμένοι  μεταξύ τους με τον σύνδεσμο της ειρήνης, κι αυτός ο σύνδεσμός τους τους έδωσε τη δύναμη με τη χάρη του Θεού να κατατροπώσουν την πλάνη του εχθρού. Εξηγεί όμως ότι ο σύνδεσμός τους αυτός δεν στηριζόταν σε κάτι εξωτερικό, αλλά στην κοινή πίστη τους, απότοκο της αποδοχής των λόγων του Θεού στην καρδιά τους. Κι αυτό θα πει: όποιος αληθινά και με συναίσθηση νιώσει την ενέργεια των λόγων του Θεού, αυτός συνδέεται με δεσμούς ειρήνης με τους συνανθρώπους τους και παίρνει τη δύναμη να υπερνικά όλες τις επιθέσεις του πονηρού και των οργάνων του. «Ακούσατε στην καρδιά σας τα θεϊκά λόγια κατά τρόπο πνευματικό, και ενωμένοι στον ίδιο σκοπό, με τον σύνδεσμο της ειρήνης μεταξύ σας, κατατροπώσατε την πλάνη του εχθρού (ωδή α´). Την ίδια αλήθεια ο Θεοφάνης προβάλλει και αλλού (ωδή δ´) με διαφορετικό τρόπο. «Στερεωμένοι στην πέτρα της αλήθειας, δηλαδή τον Χριστό, φανήκατε ακλόνητοι στις προσβολές των βασάνων».

Η επισήμανση του προηγουμένου ύμνου ότι οι μάρτυρες «ενηχήθησαν των θεϊκών ρημάτων πνευματικώς» (άκουσαν στην καρδιά τους τα θεϊκά λόγια κατά τρόπο πνευματικό) χρήζει περαιτέρω σχολιασμού. Διότι δεν αρκεί να ακούσει κανείς τα λόγια του Θεού ή να διαβάσει απλώς την αγία Γραφή. Πολλοί ακούνε και διαβάζουνε, αλλά δεν επενεργεί σ᾽αυτούς ο λόγος. Χρειάζεται η μελέτη ή η ακρόαση να γίνεται «πνευματικώς», δηλαδή με φωτισμό από το Πνεύμα του Θεού, άρα με διάθεση ταπείνωσης. «Ουχ οι ακροαταί, αλλ᾽ οι ποιηταί του Νόμου δικαιωθήσονται» σημειώνει ο λόγος του Θεού. Είναι αυτό που λέει ο Κύριος στην παραβολή του καλού σπορέως. Ο σπόρος μπορεί να πέφτει σε πολλά εδάφη, αλλά στο καλό έδαφος μόνον καρποφορεί. Στο πατημένο και σκληρυμένο μάλιστα έδαφος δεν προλαβαίνει ούτε καν να ριζώσει. «Εχθρός άνθρωπος», δηλαδή ο διάβολος, έρχεται και παίρνει τον λόγο. Συνεπώς ο λόγος του Θεού έχει πράγματι τεράστια δύναμη, όπως βλέπουμε και στους τρεις άγιους σήμερα μάρτυρες, αλλ᾽ όταν και ο ίδιος ο άνθρωπος έχει τη διάθεση να τον ακούσει, ώστε να τον αποδεχτεί στην καρδιά του και εκεί να καρποφορήσει. Και διάθεση αποδοχής του λόγου του Θεού σημαίνει αναζήτηση του Θεού καρδιακά από τον άνθρωπο. Οι άγιοι τρεις μάρτυρες μας καθοδηγούν και σ᾽αυτό. «Όλη την έφεση του εαυτού τους την έτειναν προς τον Δημιουργό τους», σημειώνει και πάλι ο Θεοφάνης, και έτσι «φάνηκαν ακλόνητοι» (ωδή δ´).

02 Μαρτίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΗΣΥΧΙΟΣ Ο ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΟΣ

«Ο άγιος Ησύχιος έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Μαξιμιανού (302) κι ήταν ο πρώτος στο παλάτι και στη βουλή της Συγκλήτου. Επειδή ο Μαξιμιανός πρόσταξε όλοι οι χριστιανοί που ήσαν στρατιώτες βασιλικοί, αν δεν αρνηθούν τον Χριστό, να στερηθούν τις ζώνες τους – το σημάδι της βασιλικής τους αξίας – και να ζουν ως ιδιώτες και άτιμοι, λόγω  λοιπόν αυτής της παράνομης προσταγής πολλοί χριστιανοί προτίμησαν να ζουν καλύτερα χωρίς καμία εξωτερική τιμή, παρά να έχουν μεν τιμή αλλά να χάνουν την ψυχή τους. Κι ένας από αυτούς τους χριστιανούς  ήταν και ο άγιος Ησύχιος. Το έμαθε ο βασιλιάς και έδωσε διαταγή να αποδυθεί κι αυτός τα πολυτελή ενδύματά του και να ενδυθεί φτωχό μανδύα, χωρίς μανίκια, υφασμένο από μαλλί, και να ζει μαζί με τις γυναίκες.

Όταν έγινε αυτό, προσκάλεσε ο βασιλιάς τον Ησύχιο και του ζητούσε να του πει αν δεν ντρέπεται που ξέπεσε από την τιμή των μαγίστρων στον άτιμο αυτόν τρόπο ζωής, κι αν έχει επίγνωση ότι κανείς από τους χριστιανούς δεν μπορεί να τον αποκαταστήσει στις προηγούμενες τιμές και εξουσίες που είχε. Ο άγιος απάντησε ότι η παρούσα τιμή είναι πρόσκαιρη, ενώ του Χριστού είναι απέραντη και αιώνια, οπότε ο βασιλιάς οργισμένος πρόσταξε να δεθεί μία μυλόπετρα στον τράχηλό του και να ριχτεί στον Ορόντη ποταμό (στη Συρία), μέσα στον οποίο ο άγιος δέχτηκε το μακάριο τέλος».  

Ένδοξος όσο ζούσε στον κόσμο αυτό ο άγιος Ησύχιος λόγω της μεγάλης του θέσης στο παλάτι του αυτοκράτορα, μέγιστος όμως και στο τέλος του λόγω της πιστότητάς του στον Χριστό και του μαρτυρίου του. Κι ακόμη ενδοξότερος βεβαίως μετά τη θριαμβευτική είσοδό του στη Βασιλεία του Θεού, ζώντας πια μαζί με τους αγγέλους ενώπιον του Κυρίου του.  «Και στον βίο σου ένδοξος και μεταξύ των μαρτύρων μέγιστος ήσουν γνωστός, αθλητά Ησύχιε, και μαζί με τις ουράνιες δυνάμεις παρίσταται με δόξα μπροστά στον Βασιλέα των όλων» θα πει με θάμβος ο άγιος υμνογράφος του Ιωσήφ (στιχ. εσπ.). Κι είναι ακριβώς η ένδοξη κοσμική θέση του που φωτίζει τον πλούτο της χριστιανικότητάς του. Γιατί είχε να αντιπαλέψει με ό,τι αποτελεί στον κόσμο τούτο «μεγάλο και τρανό»: την εξουσία, τα χρήματα, την αποδοχή. Κι όμως εκείνος τα έκανε όλα πέρα, τα θεώρησε κυριολεκτικά ως σκουπίδια. «Εγκατέλειψες τα αξιώματα και τον πλούτο και τη φθαρτή δόξα, κι ακολούθησες μόνο τον Χριστό» (ωδή θ΄). Σαν τον απόστολο Παύλο που κι εκείνος κάπως έτσι προχώρησε στη ζωή του: από «πριγκιπόπουλο» του Ιουδαϊσμού, όπως ήταν, να γίνει «περικάθαρμα» και έσχατος όλων. Κι αυτό γιατί; Για να κερδίσει τον Χριστό. «Ηγούμαι πάντα σκύβαλα (σκουπίδια) είναι ίνα Χριστόν κερδήσω».

Τι υπέκειτο ως κινητήρια δύναμη και στον απόστολο Παύλο, αλλά και στον άγιο Ησύχιο τον Συγκλητικό που εορτάζουμε σήμερα; Αυτό που όλοι γνωρίζουμε καλά: η αγάπη τους προς τον Κύριο, ο θερμός πόθος και έρωτάς τους προς Εκείνον. Ό,τι ζητάει ο λόγος του Θεού: την απόλυτη στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό, «εξ όλης της ψυχής και της καρδίας και της διανοίας και της ισχύος», αυτό έκαναν πράξη οι άγιοι όλοι, αυτό έκανε και ο άγιος Ησύχιος. «Αγάπησες μόνο το ποθητό κάλλος του Χριστού, μακάριε, γι’ αυτό και περιφρόνησες τα κάλλη και τις ομορφιές του κόσμου» (ωδή γ΄). Αυτή είναι η αλήθεια: μόνο η δύναμη του Θεού που ριζώνει ως αγάπη στην καρδιά του ανθρώπου μπορεί να τον κάνει να υπερβεί και την ίδια τη φύση του, την πεσμένη στην αμαρτία και που ρέπει «επιμελώς εκ νεότητος επί τα πονηρά». Κι η δύναμη αυτή όχι μόνο   απεμπλέκει από την έλξη και τη γοητεία των υλικών αγαθών, αλλά και οδηγεί τον πιστό στην κατάθεση και του πιο μεγάλου θεωρούμενου αγαθού, της ίδιας της ζωής. «Ο Κύριος, πανσεβάσμιε, στον καιρό των μαρτυρικών άθλων, σού φανερώθηκε στήριγμα και κραταίωμα. Γι’ αυτό και δεν φοβήθηκες τον θάνατο» (ωδή δ΄). Η αφοβία του θανάτου άλλωστε δεν είναι εκείνη που χαρακτηρίζει τον γνήσιο χριστιανό; Γιατί ζει, κατά την ακραία ιδίως κατάσταση του μαρτυρίου, τη χαρισματική αγάπη του Χριστού που είναι δυνατότερη και από τον θάνατο – ο Σταυρός είναι η επιβεβαίωση πάντοτε της πιστότητας στην αλήθεια.

Πώς συγκεκριμενοποιείται όμως ο θερμός πόθος προς τον Χριστό του μάρτυρα και κάθε αγίου; Τι σημαίνει δηλαδή αγαπώ τον Χριστό ώστε μου δίνει τη δύναμη να αντέξω τα μαρτύρια μέχρι θανάτου; Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ δίνει την απάντηση, θεμελιωμένη στη Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας: αγάπη προς τον Χριστό σημαίνει εναγκαλισμό των εντολών του Χριστού και πορεία ζωής με βάση αυτές – σαν να περιχαρακώνεται ο πιστός ψυχικά και σωματικά από ό,τι ο Κύριος καθορίζει. Διότι ο Κύριος μέσα στις εντολές Του περικλείεται. «Περιχαρακωμένος από τις εντολές του Κυρίου, απόκρουσες, παμμακάριστε Ησύχιε, τις πονηρές θωπείες των ανόμων ηγεμόνων, αθλούμενος καρτερικότατα» (ωδή α΄). Αυτό είναι το αποτέλεσμα στον άνθρωπο που βαδίζει με αγάπη προς το θέλημα του Θεού: νιώθει σαν να είναι μέσα σε φρούριο, παντοδύναμος σχεδόν, που κάθε θεωρούμενη ελκτική δύναμη είναι ενώπιόν του ως αράχνη.

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Προσευχαῖς καί νηστείαις τόν Λυτρωτήν ἱλεωσώμεθα∙ συγχαίρει γάρ ὁ Κτίστης τῇ μετανοίᾳ τῶν κτισμάτων αὐτοῦ» (ωδή γ΄ 1ου καν. Τριωδίου).

(Ας καταστήσουμε τον εαυτό μας άξιο του ελέους του Λυτρωτή Χριστού με τις προσευχές και τις νηστείες μας. Διότι ο Δημιουργός συγχαίρει με τη μετάνοια των δημιουργημάτων Του).

Ο μεγάλος Πατήρ και μεγαλοφυής υμνογράφος άγιος Ανδρέας ο Κρήτης είναι ο ποιητής του πρώτου κανόνα του Τριωδίου της ημέρας, συνεπώς και του συγκεκριμένου ύμνου. Με ελάχιστα λόγια τονίζει τρεις καίριες και βαθιές αλήθειες της πίστεώς μας, ενόψει της εισόδου μας στην αγία μεγάλη Τεσσαρακοστή.

Πρώτον, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Λυτρωτής μας και ο Δημιουργός μας. Δεν είναι ένας σπουδαίος και σημαντικός άνθρωπος, αλλά ο Ίδιος ο Θεός, ο «δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο», η ίδια η πηγή της ζωής. Όσο κι αν φαίνεται να προκαλεί την ανθρώπινη σκέψη η αλήθεια αυτή, πρόκειται για την αποκάλυψη του Θεού μας, από την οποία εξαρτάται η σωτηρία και η λύτρωσή μας. Αυτός που αποκαλύφθηκε στην Παλαιά Διαθήκη στον Αβραάμ και τους λοιπούς Πατριάρχες και που φανέρωσε το όνομά Του στον μέγα Μωϋσή μέσα από τη φλεγόμενη αλλά μη κατακαιόμενη βάτο: «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν», ο Γιαχβέ εβραϊστί, ο Ίδιος είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, στον οποίο, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου «κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς». Τα λόγια του ταπεινού Θεού μας Ιησού Χριστού ηχούν συγκλονιστικά, όπως ο ήχος του λιονταριού που προκαλεί φόβο στους πάντες, για να θυμηθούμε τον προφήτη Αμώς. «Ἐάν μή πιστεύσητε ὅτι Ἐγώ εἰμι, ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν» (αν δεν πιστέψετε ότι Εγώ είμαι η πηγή της Ζωής, ο Ίδιος ο Θεός δηλαδή, θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας). Η αποδοχή του Κυρίου Ιησού ως τελείου Θεού και τελείου ανθρώπου στη ζωή μας – κι εννοείται όχι κατά θεωρητικό νοησιαρχικό τρόπο – μας κάνει μετόχους της πραγματικής ζωής και μας οδηγεί στην υπέρβαση και του ίδιου του θανάτου. Ο πιστός στον Χριστό ζει την αιώνια ζωή ήδη από τη ζωή αυτή.

Δεύτερον, ότι ο Χριστός ως Δημιουργός και Λυτρωτής μας είναι πλήρης ελέους και αγάπης απέναντι στα πλάσματά Του, και μάλιστα τα πλανεμένα και απομακρυσμένα από Αυτόν πλάσματά Του. Κατά τον λόγο Του, είναι Αυτός που αφήνει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και ψάχνει για το ένα το χαμένο. Και χαίρεται, όταν το βρει, σαν να βρήκε τον κόσμο όλο (Λουκ. 15, 4 εξ). Ο κάθε άνθρωπος, όποιος κι αν είναι αυτός, ακόμη και ο θεωρούμενος ανθρωπίνως ο πιο έσχατος – ο «έσχατος»: η μεγάλη αγάπη του Χριστού! – είναι το κέντρο της αγάπης Του και της αδιάκοπης φροντίδας Του. Μπορεί δηλαδή οι πάντες στον κόσμο τούτο να μας ξεχάσουν και να μας περιφρονήσουν, ακόμη και η μάνα μας να μας διαγράψει, Εκείνος ποτέ δεν μας ξεχνά, δεν μας περιφρονεί, δεν μας διαγράφει. Διότι είμαστε «εικόνα» Του – μία άλλη «επανάληψη» (όσιος Σωφρόνιος) του Ίδιου. «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν»! Ποιος μπορεί να ακούσει με ανοιχτή καρδιά την αποκάλυψη αυτή του Θεού μας και να μη συγκινηθεί και να μη κατανυχθεί; Μόνον ο κατακτημένος από τον Πονηρό που έχει πετρωμένη την καρδιά του και δεν αφήνει καμία ρωγμή για να ρουφήξει αχόρταγα το οξυγόνο της αγάπης του Πατέρα του! Οπότε, ο Δημιουργός μας, η Αυτοαγάπη και η Αυτοαγαθότης, χαίρεται με την πιο μεγάλη χαρά, όταν δει το πλάσμα Του να προσκλίνει προς Αυτόν εν μετανοία, δηλαδή να δείχνει έμπρακτα ότι Τον θέλει στη ζωή του. «Χαρά γίνεται ἐν Οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». Το παράδειγμα της επιστροφής του ασώτου υιού, που τον υποδέχεται με χαρά και αγαλλίαση ο Πατέρας του δείχνει με απόλυτη καθαρότητα την πραγματικότητα.

Και τρίτον, ότι ναι μεν ο Χριστός Θεός μας είναι γεμάτος Αγάπη και Έλεος απέναντί μας, αλλά όπως είπαμε θέλει και τη δική μας ανταπόκριση. Ποτέ δεν έρχεται η Αγάπη εκβιαστικά στη ζωή μας, γιατί έτσι σταματάει να είναι Αγάπη. Αγάπη σημαίνει ακριβώς σεβασμός στην ελευθερία μας, που θα πει ότι όπου υπάρχει αμετανοησία και επιλογή της πονηρίας ως τρόπου ζωής, εκεί ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει συνθήκες ώστε και την Αγάπη και το Έλεος του Θεού να τά «εισπράττει» ως οργή του Θεού. Συνεπώς, προκειμένου να καθιστούμε τον εαυτό μας άξιο του Ελέους του Θεού: η Αγάπη Του να βρίσκει χώρο μέσα στην ύπαρξή μας και να έχουμε κοινωνία μαζί Του, απαιτείται κι εμείς να στρέφουμε τη θέλησή μας προς Εκείνον. Κι αυτό που φανερώνει το «ναι» μας προς τον Θεό είναι το άνοιγμά μας προς το Πρόσωπό Του, η προσευχή μας δηλαδή, η οποία γίνεται καθαρή όταν κάνουμε πέρα αυτό που την εμποδίζει. Και τι εμποδίζει την προσευχή και την εν αγάπη αναφορά μας προς τον Κύριο παρά η γοητεία που ασκεί επάνω μας η ηδονή των υλικών αγαθών; Εκεί εντοπίζεται και η αξία της νηστείας: αποκαλύπτει με μοναδικό τρόπο τη θέληση του ανθρώπου να απεγκλωβιστεί από τα χαμερπή και να κοιτάξει λίγο πιο ψηλά, εκεί που είναι ο Χριστός. «Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας». Ο ίδιος ο Κύριος το είχε πει στους μαθητές Του με σαφήνεια: Τα πάθη του ανθρώπου και τα δαιμόνια που ενεργούν σ’ αυτά δεν φεύγουν παρά μόνο με την προσευχή και τη νηστεία. «Τοῦτο τό γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ».  Από την άποψη αυτή, η Σαρακοστή που μας κινητοποιεί στο ανώτερο δυνατό και στην προσευχή και στη νηστεία συνιστά το μεγαλύτερο δώρο του Θεού για την πνευματική μας προκοπή και την πορεία μας προς συνάντησή Του. Για να το εκφράσουμε με τα λόγια του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου αυτήν τη φορά (ωδή γ΄, 2ος καν.): «Αφού δεχτήκαμε τη δωρεά της νηστείας, ας δοξάσουμε Αυτόν που μας την έδωσε για τη σωτηρία μας». Και με το δεδομένο της διαρκούς δυστυχώς αδυναμίας μας: «Ας φωνάξουμε δυνατά με δάκρυα στον Δεσπότη Χριστό: Δώσε μας, Κύριε πολυέλεε, χάρη που να μας βοηθεί για να τηρούμε τα θελήματά Σου»!