12 Μαρτίου 2022

ΤΟ ΔΙΑ ΚΟΛΛΥΒΩΝ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΤΗΡΩΝΟΣ

ΣΑΒΒΑΤΟΝ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τῇ μαρτυρικῇ σου πρός Θεόν παρρησίᾳ Θεόδωρε, τό τοῦ ἀποστάτου, κατά τῆς Χριστοῦ πίστεως μηχάνημα, μάταιον ἀπετέλεσας· ὑπέρμαχος τῷ εὐσεβοῦντι χρηματίσας λαῷ, δι’ ἐπιστασίας φρικτῆς, τῶν μεμολυσμένων βρωμάτων θυσίαις εἰδωλικαῖς αὐτούς λυτρωσάμενος· ὅθεν σε καί εἰδώλων καθαιρέτην καί ὡς τῆς ποίμνης Χριστοῦ σωτῆρα καί φύλακα, καί προστάτην ἡμῶν εὐεπήκοον, τιμῶντες, δεόμεθα ἐν ᾅσμασιν, ἱλασμόν καί φωτισμόν, διά σοῦ δωρηθῆναι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν» (Ἀπόστιχα αἴνων, ἰδιόμελον εἰς ἦχον γ΄).

(Μέ τήν παρρησία πού ἔχεις πρός τόν Θεό ὡς μάρτυς, Θεόδωρε, ὁδήγησες στό κενό τό σχέδιο τοῦ ἀποστάτη βασιλιᾶ Ἰουλιανοῦ κατά τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Διότι ὡς ὑπερασπιστής τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ λύτρωσες, μέ τή φοβερή ἐμφάνισή σου, τούς πιστούς ἀπό τά μολυσμένα φαγητά λόγω τῶν εἰδωλολατρικῶν θυσιῶν. Γι’ αὐτό, τιμώντας σε καί ὡς καταστροφέα τῶν εἰδώλων καί ὡς σωτήρα καί φύλακα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί ὡς γρήγορο προστάτη μας, σέ παρακαλοῦμε μέ τούς ὕμνους μας νά δωρίσει ὁ Κύριος μέ τίς πρεσβεῖες σου στίς ψυχές μας τό ἔλεος καί τόν φωτισμό Του).

Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι τό Σάββατο τῆς πρώτης ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν δέν εἶναι ψυχοσάββατο κατά τόν τύπο τοῦ Σαββάτου τῆς παραμονῆς τῆς Κυριακῆς τῶν Ἀπόκρεω, ἀλλά εἶναι ἀφιερωμένο στόν ἅγιο μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο τόν Τήρωνα, λόγω μίας θαυμαστῆς ἐπέμβασής του, μέ τήν ὁποία ἔσωσε τόν πιστό λαό τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό μολυσμένα εἰδωλολατρικά φαγητά. Ὅπως σημειώνει τό σύντομο συναξάρι τῆς ἡμέρας «ὁ (αὐτοκράτορας) Ἰουλιανός ὁ παραβάτης, γνωρίζοντας ὅτι οἱ χριστιανοί κατεξοχήν καθαρίζουν τίς ψυχές τους μέ νηστεία τήν πρώτη ἑβδομάδα τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποία καί μεῖς οἱ πιστοί γιά τόν λόγο αὐτόν τήν ὀνομάζουμε καθαρά ἑβδομάδα, σκέφτηκε τότε κυρίως νά τούς μολύνει. Γι’ αὐτό καί πρόσταξε κρυφά, νά βάλουν στήν ἀγορά ἐκεῖνες τίς ἡμέρες τρόφιμα πού εἶχαν μιανθεῖ ἀπό τά αἵματα τῶν εἰδωλολατρικῶν θυσιῶν. Μέ θεϊκή ἐπίνευση ὅμως φάνηκε ὁ μάρτυς Θεόδωρος στόν τότε ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Εὐδόξιο τήν ὥρα πού κοιμόταν καί τοῦ φανέρωσε τό σχέδιο, ἐνῶ τοῦ παράγγειλε νά συγκαλέσει τούς πιστούς ἀμέσως τό πρωί τῆς Δευτέρας καί νά τούς ἐμποδίσει νά χρησιμοποιήσουν ἐκεῖνα τά τρόφιμα· τήν ἔλλειψη δέ τῆς ἀναγκαίας τροφῆς νά τήν ἀναπληρώσουν πρόχειρα μέ κόλλυβα πού θά φτιάξουν, δίνοντας ὁ ἅγιος τήν ἑρμηνεία ὅτι κόλλυβα ὀνομάζουμε ἐμεῖς στά Εὐχάϊτα τό βρασμένο σιτάρι. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ματαιώθηκε ὁ σκοπός τοῦ παραβάτη αὐτοκράτορα, ἐνῶ ὁ εὐσεβής λαός πού διαφυλάχθηκε ἀμόλυντος καθόλη τήν καθάρσιμη ἑβδομάδα, ἀπέδωσε στόν μάρτυρα τήν εὐχαριστία κατά τό Σάββατο αὐτό, τελώντας τή μνήμη του μέ κόλλυβα. Κι αὐτά μέν συνέβησαν περί τά μέσα τοῦ 4ου αἰῶνα, ἡ δέ Ἐκκλησία ἐπιτελεῖ κάθε χρόνο τήν ἀνάμνηση τοῦ θαύματος πρός δόξα Θεοῦ καί τιμή τοῦ μάρτυρα».  

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Θεοφάνης είχε πατέρα τον ηγεμόνα Ισαάκ και μητέρα τη Θεοδότη. Πέθανε ο πατέρας του, οπότε τον ανάθρεψε μόνη η μητέρα του. Σε ηλικία δώδεκα ετών, τον αρραβώνιασαν με μια κοπέλα, κι έζησε μαζί της οκτώ χρόνια, έχοντας και οι δύο πλούτο πολύ. Ο όσιος έχοντας ως σύμβουλο  έναν υπηρέτη του, είχε μεγάλο πόθο να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Όταν πέθανε και η μητέρα του, που του άφησε άπειρο πλούτο, ο πεθερός του τον εκβίαζε να εκπληρώσει ό,τι είχε κανονιστεί για τον γάμο. Πράγματι, ήλθε η ημέρα του γάμου, ετοιμάστηκε ο νυφικός κοιτώνας, ψάλθηκε ο γάμος και εκτελέστηκαν όλα τα σχετικά. Όταν όμως ήλθε η ώρα να μείνει μόνο το ζευγάρι, ο Θεοφάνης φανέρωσε τους κρυφούς λογισμούς του περί της αφιερώσεώς του στον Θεό στη νέα, η οποία και συγκατατέθηκε, με τη διαβεβαίωση ότι αυτό που εκείνος προτίθεται να κάνει, το ίδιο θα κάνει και εκείνη με προθυμία. Ο Θεοφάνης όταν άκουσε τον λόγο της γυναίκας του, ευχαρίστησε τον Θεό. Κι από τότε λοιπόν και οι δύο έκαναν τις ημερήσιες και νυκτερινές προσευχές τους.

Έμαθε τα παραπάνω ο Λέων, ο δυσσεβής βασιλιάς, όπως και ο πεθερός του, και προσπάθησε να εμποδίσει τους νέους από το σκοπό τους. Γι’ αυτό και έστειλε τον όσιο ο βασιλιάς για να βοηθήσει στην ανέγερση του Κάστρου της Κυζίκου, το οποίο κτιζόταν τότε. Απήλθε πράγματι ο τίμιος νέος, και με έξοδα δικά του έφερε σε πέρας την υπηρεσία του κυρίαρχου. Στο εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του Θεοφάνη, ο θηριώνυμος βασιλιάς και ο πεθερός του έφυγαν από τη ζωή, οπότε ελευθερώθηκε όχι μόνο ο νέος, αλλά και όλη η οικουμένη, καθώς διαδέχτηκε την εξουσία η Ειρήνη.

Επειδή όλα έγιναν όπως τα είχε στο νου του, μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και τους ενδεείς και απελευθέρωσε τους υπηρέτες του. Στη δε τίμια σύζυγό του έδωσε πολλά χρήματα και την οδήγησε στη Μονή του Πρίγκιπα να γίνει μοναχή, η οποία ονομάστηκε Ειρήνη αντί Μεγαλώ. Ο ίδιος δε πρόσφερε στον Κύριο τον εαυτό του και ιερουργούσε στη Μονή που βρισκόταν στο όρος των Σιγγρανικίων και που λεγόταν Πολυχρόνια. Όταν έγινε μοναχός, δεν καταδέχτηκε καθόλου να έχει κάποια εξουσία, αλλά καθόταν ησυχάζοντας στο κελί του, έβγαζε τα της τροφής του με τα χέρια του  καλλιγραφώντας, κι έμεινε εκεί στο κελί για έξι χρόνια. Μετά από αυτά, αναχώρησε από εκεί και πήγε στο Νησί που λεγόταν Καλώνυμος, στο οποίο και έφτιαξε μοναστήρι, αλλά και πάλι επέστρεψε στο όρος της Σιγγριανής. Σε ηλικία πενήντα ετών ασθένησε από λιθίαση της κύστης με συμπτώματα νεφρικής ανεπάρκειας. Από αυτό το δύσκολο νόσημα έμεινε για πάντα κλινήρης και ακίνητος.

Ύστερα από αυτά έγινε βασιλιάς ο Λέων ο Αρμένιος. Αυτά όμως που του συνέβησαν τα γνωρίζουν όλοι. Τότε δηλαδή ο ανόητος και ανόσιος έστειλε ανθρώπους του προς τον άνθρωπο του Θεού, λέγοντας του: έλα, προσευχήσου για εμάς, διότι εκστρατεύω κατά των βαρβάρων. Ο όσιος λοιπόν επειδή δεν μπορούσε να κινηθεί, μετατέθηκε με άμαξα σε πλοίο και οδηγήθηκε προς τη Βασιλεύουσα. Και ναι μεν τη δυσειδή όψη του τύραννου δεν είδε, του έστειλε όμως εκείνος μήνυμα, λέγοντάς του: Αν δεχτείς την παράκλησή μου, θα δώσω και σε εσένα και στο Μοναστήρι σου πολλά αγαθά. Αν όχι, θα σε τιμωρήσω κρεμώντας σε σε ξύλο, έτσι ώστε να φοβηθούν και οι άλλοι. Ο δε ομολογητής είπε: Μην αδειάσεις τους θησαυρούς των δωρεών σου,  και το ξύλο της αγχόνης ή και τη φωτιά, ετοίμασέ τα σήμερα. Διότι εγώ αυτό επιθυμώ για την αγάπη του Χριστού μου.

Τα άκουσε αυτά ο αναιδής και τον παρέδωσε στον τότε πατριάρχη, τον Ιωάννη τον Μάντη, ο οποίος καυχιόταν για τη δύναμη των λόγων του και ήταν γεμάτος από το μίσος των εικονομάχων απέναντι στους ορθοδόξους. Πίστευε δηλαδή ο Λέων ότι με τις σοφιστείες του πατριάρχη θα αλλάξει το φρόνημα του οσίου. Πράγματι ο όσιος αφού οδηγήθηκε στη Μονή των Σεργίου και Βάκχου, που βρισκόταν δίπλα από το παλάτι, ήλθε σε αντιπαράθεση λόγων προς τον Μάντη, τον νίκησε, τον κατέπληξε με την υπάρχουσα σοφία του, του έδειξε το αμετάθετο της γνώμης του και τον έστειλε ντροπιασμένο στον μανιώδη τύραννο, με την εντύπωση για τον δειλό του αγροίκου μάλλον παρά του ρήτορα. Ο Μάντης τότε ανήλθε προς τον βασιλιά και του είπε: Βασιλιά, είναι πιο εύκολο να μαλάξεις το σίδερο με το κερί παρά να μεταπείσεις τον άνδρα αυτόν προς το θέλημά σου.

Μόλις άκουσε αυτά ο τύραννος, τον στέλνει στα ανάκτορα του Ελευθερίου και τον φυλακίζει σε ένα σκοτεινότατο οίκημα, βάζοντας και φρουρούς, ώστε κανείς να μην μπορεί να τον διακονήσει. Έμεινε έτσι δύο χρόνια, πιεζόμενος από θλίψεις και στενοχώριες, αλλά ακόμη κι έτσι ντρόπιασε τον τύραννο. Επειδή όμως αναγκαζόταν  καθημερινά να υποκύψει στο θέλημα του βασιλιά και δεν υποχωρούσε, εξορίζεται στη νήσο της Σαμοθράκης. Αυτή όμως η εξορία του έφερε γρήγορα τον θάνατό του. Διότι μετά από είκοσι τρεις  ημέρες στη Νήσο κοιμήθηκε εκεί κι επήγε όσια και ειρηνικά στον Κύριο. Τι πρέπει πια να πούμε για το πόσες πολλές ευλογίες γέμισε τον τόπο και για το πόσες θεραπείες αξιώθηκε να δεχτεί ο χώρος εκείνος;»

Ο άγιος Θεοφάνης είναι ο υμνογράφος του συνονόματού του οσίου Θεοφάνη. «Θεοφάνης μέλπει σε τον Θεοφάνην» είναι μάλιστα η ακροστιχίδα του κανόνα του προς τον όσιο. Και θεωρεί υποχρέωσή του, μένοντας έκπληκτος και με θαυμασμό μπροστά στην αγιότητα του ομωνύμου του οσίου, να ζητήσει τη χάρη εκείνου, προκειμένου και ο ίδιος να κάνει πράξη ό,τι μόνον επιτελεί στα λόγια. Ο οίκος του κοντακίου είναι κατεξοχήν ενδεικτικός αφενός της αγιότητας του οσίου Θεοφάνη, αφετέρου της ταπείνωσης του υμνογράφου αγίου Θεοφάνη, που αναγνωρίζει τη μικρότητα και την αμαρτωλότητά του μπροστά στο ύψος του εγκωμιαζομένου οσίου. «Χωρίς να προτιμήσεις τίποτε επίγειο, ακολούθησες με χαρά τον Χριστό που σε καλούσε. Κι έλαβες τον ζυγό Του στους ώμους σου πρόθυμα και έτσι βρήκες ανάπαυση στην ψυχή σου. Αυτήν την ανάπαυση στείλε την και σε εμένα τον πτωχό και ράθυμο, ο οποίος έχω λόγια αλλά καθόλου πράξη, μένοντας προσκολλημένος στα πράγματα του βίου. Θαυμάζω όμως σε εσένα πώς απομακρύνθηκες από όλα και στερήθηκες και τη γυναίκα σου και τον πλούτο σου». Και  μπορεί βεβαίως η ταπείνωση του αγίου υμνογράφου να τον κάνει να έχει αυτήν τη αίσθηση της μικρότητάς του, μας διδάσκει όμως ότι τους αγίους μας, αν δεν μπορούμε επακριβώς να τους μιμηθούμε, τουλάχιστον πρέπει να τους θαυμάζουμε, ώστε αυτών τη ζωή να προβάλλουμε ως μέτρο και όχι τη δική μας εμπάθεια. Κάτι παρόμοιο δηλαδή που λέει και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ο οποίος γράφοντας για παράδειγμα για την αρετή της ταπείνωσης σημειώνει ότι μπορεί να μην έχουμε φτάσει στο ύψος της, όμως τουλάχιστον πρέπει να την επαινούμε.

Ο υμνογράφος λοιπόν επαινεί τον όσιο Θεοφάνη για την πιστότητά του στην ακολουθία του Χριστού. Αν δηλαδή ο όσιος άγιασε, ήταν γιατί τον Χριστό προσπάθησε να ακολουθήσει, φανερώνοντας έτσι τη μεγάλη αγάπη του προς Εκείνον. Πράγματι, επανειλημμένως αναφέρεται στη σφοδρή σαν φωτιά πίστη στον Χριστό του οσίου, και τον βαθύ έρωτά του προς Εκείνον, που τον έκανε να καταφρονήσει κάθε πόθο για τα πράγματα του κόσμου. «Επακολούθησες τα ίχνη του ενανθρωπήσαντος Θεού, Πάτερ, γιατί φλογίστηκες από την πίστη Του» (ωδή α΄). «Θέλχθηκες από τον ποθεινότατο έρωτα του Δεσπότη σου Χριστού, γι’ αυτό και καταφρόνησες κάθε κοσμικό πόθο» (ωδή α΄). Κι είναι μία αλήθεια που επανειλημμένως μας θυμίζει η Εκκλησία μας: δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος άνθρωπος να ξεπεράσει τη γοητεία και τις παγίδες που στήνει ο κείμενος εν τω πονηρώ κόσμος, παρά μόνον αν γοητευθεί από κάτι ισχυρότερο. Και το μόνο ισχυρότερο, που δίνει ώθηση απεμπλοκής και από τα υπάρχοντα μέσα μας πάθη, είναι η αγάπη του Χριστού. «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» σαλπίζει αξιωματικά ο απόστολος Παύλος. Μόνον με το αγαθό νικιέται το κακό. Διαφορετικά, αν πιστεύει κανείς ότι μόνος του ή με τη βοήθεια κάποιων ωραίων φιλοσοφιών μπορεί να νικήσει τα πάθη του, είναι πολύ γελασμένος. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» είναι ο αποκαλυπτικός λόγος του Κυρίου, ο οποίος επιβεβαιώνεται εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια και πλέον στη ζωή των συνεπών πιστών.

Ο άγιος υμνογράφος δεν είναι δυνατόν να μην αναφερθεί και στον αγώνα της Εκκλησίας της εποχής του οσίου Θεοφάνη: κατά των αιρετικών εικονομάχων και στη δίωξη που υπέστη από αυτούς. Ο όσιος Θεοφάνης λοιπόν υπήρξε ομολογητής και για τη σθεναρή στάση του απέναντι στους κρατούντες τότε αιρετικούς. Υπέστη βάσανα, φυλακίσεις, εξορία. Στην εξορία μάλιστα άφησε και την τελευταία του πνοή. Ο υμνογράφος μας όμως μας θυμίζει μία αλήθεια στο θέμα των εικόνων, που όταν βρίσκεται σε παρόμοια περίπτωση αγίων, αρέσκεται στην προβολή της. Ο εορταζόμενος όσιος προσκυνούσε τις εικόνες, και μάλιστα του Δεσπότη Χριστού, γιατί ο ίδιος είχε αναστηλωμένη την εικόνα Του στην ψυχή του. Μόνον δηλαδή όποιος είναι αληθινός άνθρωπος, έχοντας τον Χριστό στην ψυχή του, αυτός μπορεί ανεμπόδιστα και με επίγνωση να προσκυνά και τις άγιες εικόνες της Εκκλησίας μας. Που σημαίνει: πολέμιος των εικόνων γίνεται εκείνος που έχει «στραπατσάρει» την εικόνα του Θεού μέσα του -  τυφλός ως προς τον εαυτό του, χωρίς επίγνωση του μεγαλείου του ίδιου του ανθρώπου ως κατ’ εικόνα Θεού δημιουργημένου, τυφλά προσεγγίζει και τον Χριστό και τους αγίους Του. «Έχοντας την ψυχή σου κατ’ εικόνα του Δημιουργού σου, προσκυνούσες την άχραντη εικόνα του Δεσπότη Χριστού, ασπαζόμενος αυτήν με πόθο» (ωδή ε΄).  

11 Μαρτίου 2022

Α΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ


 «Ἀνοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται Πνεύματος καί λόγον ἐρεύξομαι τῇ βασιλίδι Μητρί, καί ὀφθήσομαι φαιδρῶς πανηγυρίζων καί ἄσω γηθόμενος ταύτης τά θαύματα» (εἰρμός ὠδῆς α΄ κανόνος Ἀκαθίστου Ὕμνου).  

(Θά ἀνοίξω τό στόμα μου καί θά γεμίσει ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καί θά πῶ λόγο γιά τή βασίλισσα Μητέρα, καί θά φανῶ φαιδρός πανηγυριστής καί θά τραγουδήσω μέ χαρά τά θαύματά της).

Ὁ ἅγιος ὑμνωδός μᾶς λέει ὅτι θά μιλήσει, θά φωνάξει γιά τήν Παναγία ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν πιστῶν, πού σημαίνει ὅτι ὁ λόγος του δέν ἐκφράζει μόνο τά δικά του συναισθήματα καί τήν προσωπική του πίστη, ἀλλά τήν πίστη καί τά συναισθήματα ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας – στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει τίποτε ἀτομικό. Καί τί θά πεῖ γιά τή βασίλισσα Μητέρα πού θά ’ναι λόγος δικός του καί δικός μας; Ὄχι βέβαια κάποιον πρόχειρο λόγο - ὅ,τι συνήθως ταιριάζει στίς πονηρίες τοῦ κόσμου τούτου τοῦ ἀπατεώνα. Ἀλλ’ οὔτε καί κάποιον ἀνθρώπινο στοχασμό, ὅσο σοφός κι ἄν εἶναι αὐτός - ὅ,τι διατυπώνει μία φιλοσοφία ἤ μία ἰδεολογία, τίς ὁποῖες κατήργησε ὁ ἀποκαλυμμένος λόγος τοῦ Θεοῦ.

Ὁ λόγος του, σημειώνει, θά εἶναι λόγος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. «᾽Ανοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται Πνεύματος». Αὐτό πού ἐν Πνεύματι λέει ὁ προφητάναξ Δαβίδ: «Κύριε τά χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν σου» (Κύριε θά ἀνοίξεις τά χείλη μου και τό στόμα μου θά Σέ δοξολογήσει), τό ἴδιο ἐν Πνεύματι ἐκφράζει καί ὁ ἅγιος ὑμνογράφος, ἀναφερόμενος σ’ Αὐτήν πού ὑπέρκειται σέ ἁγιότητα καί τῶν ἴδιων τῶν ἀγγέλων. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι μόνον ὁ ἐμφορούμενος ἀπό τό ἅγιον Πνεῦμα μπορεῖ νά δεῖ ὀρθά καί νά μιλήσει σωστά γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι μόνον ἕνας προφήτης ἤ ἕνας ἀπόστολος ἔχει τό δικαίωμα νά ἐκφέρει λόγο γιά τήν Παναγία.

Αἰτία γι’ αὐτό εἶναι τό γεγονός ὅτι  ἡ Παναγία, μόνη Αυτή ὡς τό ὡραιότερο ἄνθος ἀπό ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, χαριτώθηκε ἀπό τόν Θεό νά γίνει ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου, ὁπότε ἡ θέα της ἀποκαλύπτει καί τήν πίστη γιά τόν Υἱό καί Θεό της – συνθεωρούνται πάντοτε ὁ Κύριος Ἰησοῦς καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γι’ αὐτό καί μόνο τά μετασκευασμένα ἀπό τό Ἄγιον Πνεῦμα μάτια τήν βλέπουν σωστά, ὅπως παρομοίως συνέβη καί μέ τήν ἐξαδέλφη της Ἐλισάβετ, μητέρα τοῦ Προδρόμου, μετά τόν Εὐαγγελισμό Της. «Ἐπλήσθη Πνεύματος ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ καί ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καί εἶπε: Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί». Πρέπει νά εἶσαι πνευματοφόρος πιά γιά νά δεῖς τήν Παναγία ὡς Παναγία.

Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή μπροστά στή Μοναδική κρίνεται ἡ ποιότητα τῆς χριστιανικῆς μας συνειδήσεως - ἀποκαλυπτόμαστε ὀρθόδοξοι ἤ αἱρετικοί. Η Παναγία συνιστᾶ κριτήριο ὀρθοδοξίας. Ὅσοι τήν παραθεωροῦν ἤ  πολύ περισσότερο τήν ὑβρίζουν(!), σάν τούς Γιεχωβάδες γιά παράδειγμα, δέν ἀπέχουν πολύ ἀπό τή θέση τῶν ᾽Ιουδαίων τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου: κι ἐκεῖνοι τήν ἔκριναν μέ τίς πιό ἀκατανόμαστες ὕβρεις. Ὅσοι ἀπό τήν ἄλλη ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι μιά ἁπλή γυναίκα, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες, φανερώνουν τήν αἵρεση καί τό ἔλλειμμα τῆς πίστεώς τους, σάν τούς αἱρετικούς Προτεστάντες. Κι ὅσοι τέλος ὑπερτιμοῦν ἀπό τήν ἄλλη τήν Παναγία ἀναβιβάζοντάς την στό ἐπίπεδο τῆς θεότητος, σάν τούς Ρωμαιοκαθολικούς, φανερώνουν τή δεξιά ἀπόκλιση τῆς πλάνης τους. Γιά τούς ᾽Ορθοδόξους ὅμως ἡ Παναγία εἶναι αὐτό πού δηλώνει τό ὄνομά της: Παν-αγία, δηλ. ὑπεράνω ὅλων τῶν ἁγίων, μά ἄνθρωπος. Γεμάτη ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, χωρίς ὅμως νά ξεφεύγει ἀπό τά ἀνθρώπινα ὅρια. Στό πρόσωπο τῆς Παναγίας βλέπουμε τήν ἀνθρώπινη προοπτική: νά θεωθοῦμε, ἐννοώντας ὡς θέωση τήν ἕνωσή μας μέ τόν Κύριο, παραμένοντας ὅμως πάντοτε ἄνθρωποι.

Κι ὁ ὑμνογράφος καταλήγει: σ᾽ αὐτήν τήν κατάσταση, πού τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει λόγο γιά νά μιλήσουμε γιά τήν Παναγία, χαιρόμαστε καί πανηγυρίζουμε. Δέν μποροῦμε νά θυμηθοῦμε τήν Παναγία καί νά μή φαιδρύνει ἡ ψυχή μας, νά μήν πλησθοῦμε εὐφροσύνης. Γιατί βλέπουμε σ᾽ Αὐτήν τήν περίσσεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ πού εἶναι περίσσεια Ἀγάπης δικῆς Του καί δικῆς Της, μορφοποιούμενης στίς θαυμαστές ἀδιάκοπα πρός χάριν μας ἐπεμβάσεις της. Κι ἡ χάρη εἶναι πάντοτε χαρά. Μόνον ὁ διάβολος σκυθρωπάζει καί καίγεται ἀπό τήν ἀναφορά καί μόνο τοῦ ὀνόματός της.

Οἱ συνάξεις μας κάθε φορά ἐπί τῇ μνήμῃ τῆς Παναγίας ἀποδεικνύουν ὅτι κι ἐμεῖς ἐμφορούμαστε ἀπό Πνεῦμα Θεοῦ. Λίγο ἤ πολύ ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος μᾶς ἱκανώνει ἐν Ἐκκλησίᾳ καί πνευματικά ἑνωμένοι νά ἀτενίζουμε τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ἡ εὐθύνη μας εἶναι διπλή: νά κρατᾶμε τή χάρη αὐτή, δηλαδή νά βρισκόμαστε σέ ἑτοιμότητα πάντοτε τιμῆς της, καί νά ἀγωνιζόμαστε νά τήν αὐξάνουμε. Καί διακράτηση καί αὔξηση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, πού πλούσια εἶχε καί ἔχει ἡ Παναγία, σημαίνει: νά ὑποτασσόμαστε κάθε φορά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου» τῆς Παναγίας νά γίνεται καί ἡ δική μας ἀπάντηση στήν ὅποια πρόσκληση τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἀπευθύνει τήν κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας.

Η ΕΞΩΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΔΕΜ

ΚΑΘΑΡΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

«Τό τῆς Νηστείας διάγγελμα, περιχαρῶς ὑποδεξώμεθα· εἰ γάρ ταύτην ὁ Προπάτωρ διεφυλάξατο, τήν τῆς Ἐδέμ ἔκπτωσιν οὐκ ἄν ὑπέστημεν· ὡραῖος ἦν εἰς ὅρασιν, καί καλός εἰς βρῶσιν, ὁ ἐμέ θανατώσας καρπός· μή συναρπασθῶμεν τοῖς βλεφάροις, μηδέ γλυκανθήτω ἡμῶν ὁ φάρυγξ, τοῖς τιμωμένοις βρώμασι μετά τήν μετάληψιν ἀτιμαζομένοις. Φύγωμεν τήν ἀκρασίαν, καί τοῖς μετά κόρου πάθεσι, μή ὑποβληθῶμεν· ἐνσημανθῶμεν τῷ Αἵματι, τοῦ ὑπέρ ἡμῶν ἀχθέντος εἰς θάνατον ἑκουσίως, καί οὐ μή θίγῃ ἡμῶν ὁ ὁλοθρευτής· καί φάγοιμεν Πάσχα, Χριστοῦ ἱερώτατον εἰς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Ἀπόστιχα Αἴνων, Ἰδιόμελον, ἦχος πλ. δ΄).

(Ἄς ὑποδεχθοῦμε μέ χαρά τήν ἐξαγγελία τῆς Νηστείας. Γιατί ἄν  εἶχε διαφυλάξει αὐτήν ὁ Προπάτοράς μας Ἀδάμ, δέν θά εἴχαμε ὑποστεῖ τήν ἔξωση ἀπό τήν Ἐδέμ. Ἦταν ὡραῖος στήν ὅραση καί καλός γιά φάγωμα ὁ καρπός πού μέ θανάτωσε. Μήν ἀπατηθοῦμε λοιπόν ἀπό τά μάτια μας κι οὔτε νά εὐχαριστηθεῖ ἡδονικά ὁ φάρυγγάς μας ἀπό τά νόστιμα φαγητά πού μετά τή λήψη τους γίνονται ἀποβλητέα. Ἄς ἀποφύγουμε τήν ἔλλειψη τῆς ἐγκράτειας κι ἔτσι ἄς μή ὑποταχτοῦμε στά πάθη πού ἀκολουθοῦν τόν χορτασμό. Ἄς σφραγιστοῦμε ἀπό τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ πού ὁδηγήθηκε ἑκούσια στόν θάνατο γιά χάρη μας, καί δέν πρόκειται νά μᾶς θίξει ὁ ἐξολοθρευτής διάβολος. Κι ἄς εὐχηθοῦμε νά φᾶμε τό ἱερότατο Πάσχα τοῦ Χριστοῦ, γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν μας).

Ἔχοντας ὡς τύπο καί προεικόνιση τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ὁ ἱερός ὑμνογράφος τά γεγονότα τῆς Ἐξόδου τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τή δουλεία τῆς Αἰγύπτου, (ὅπου ἀφενός τό αἷμα τοῦ σφαγμένου ἀρνιοῦ, μέ τό ὁποῖο, κατ’ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἄλειψαν οἱ ὑπόδουλοι Ἑβραῖοι τούς παραστάτες τῶν θυρῶν τους, τούς γλίτωσε ἀπό τόν ἐξολοθρευτή ἄγγελο, κι ἀφετέρου ἡ τροφή τους τήν ἡμέρα τῆς Ἐξόδου τους: ἀρνί, πικρά χόρτα καί ἄζυμο ἄρτο – σύμβολα αὐτά εἰς ἀνάμνηση τῆς δουλείας τους – τούς δυνάμωσε γιά τήν πορεία τῆς ἐλευθερίας τους μέσω καί τῆς διάβασης τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας), εὔχεται νά φτάσουμε καί οἱ πιστοί στό δικό μας χριστιανικό πιά Πάσχα, τό ὁποῖο προϋποθέτει τή συσταύρωσή μας μέ τόν Κύριο καί τήν κοινωνία τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματός Του. Ἡ σφραγίδα μας μάλιστα ἀπό τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι κατά τόν ὑμνογράφο μας ἐκεῖνο πού μᾶς κάνει νά ὑπερβαίνουμε τίς ὅποιες ἐπιρροές τοῦ ἀνθρωποκτόνου Πονηροῦ. Προκειμένου ὅμως νά ζήσουμε τό σωτήριο καί ἱερότατο Πάσχα οἱ πιστοί χριστιανοί – τή δική μας διάβαση διά τοῦ Χριστοῦ στή Βασιλεία Του -, ὑπενθυμίζει ὁ ποιητής τήν ἀναγκαιότητα καί πάλι τῆς νηστείας. Καί τό συντριπτικό ἐπιχείρημα πού φέρνει εἶναι ὅ,τι συνέβη μέ τούς Προπάτορές μας, οἱ ὁποῖοι καταστρατηγώντας τήν ἐντολή τῆς Νηστείας, μή ὑπακούοντας δηλαδή στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά μή φᾶνε ἀπό τό συγκεκριμένο δέντρο πού τούς εἶχε ὑποδείξει, ἐξώσθησαν ἀπό τόν Παράδεισο καί ὁδηγήθηκαν σέ ὅλα ἐκεῖνα πού ἀποτέλεσαν πιά πάθη ἀτιμίας – κάτι πού ἔκτοτε διαιωνίζεται σέ κάθε ἄνθρωπο πού ἐπιλέγει στή ζωή του τόν δρόμο τῆς ἀκρασίας.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ

«Αὐτός ὁ μέγιστος φωστήρας τῆς ᾽Εκκλησίας γεννήθηκε στήν τοποθεσία τῆς Φοινίκης πού καλεῖται Λιβανοστέφανος, στήν πόλη τῆς Δαμασκοῦ, ἀπό εὐσεβεῖς καί σώφρονες γονεῖς, πατέρα μέν τόν Πλινθᾶ, μητέρα δέ τή Μυρώ. Συνδυάζοντας τήν φυσική εὐφυΐα μέ τήν ἐπιμέλειά του ἀπέκτησε τήν δύναμη ὅλων τῶν ἐπιστημῶν. ᾽Ενῶ κατοικοῦσε ἀκόμη στήν Δαμασκό, ἐξασκοῦσε κάθε ἀρετή πού ἀκολουθεῖται στίς ἐρήμους ἀπό τούς ἀσκητές. ῎Επειτα πηγαίνει στήν Μονή τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου, ὅπου ἐκεῖ σχολάζοντας στήν προσευχή καί ἀφιερωμένος στόν Θεό κατοχύρωσε μέ τή μελέτη τῶν θείων Γραφῶν τήν καρδιά καί τόν νοῦ του, ὁπότε αἰχμαλώτισε κάθε νόημα στήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ. ῎Επειτα ἐπειδή ἐπιθυμοῦσε νά ἀποκτήσει περισσότερη παιδεία καί φιλοσοφία, πηγαίνει στήν ᾽Αλεξάνδρεια, στήν ὁποία βρῆκε ἕναν ἀξιόλογο ἄνδρα γεμάτο ἀπό κάθε σοφία καί σύνεση. ῎Εμεινε μαζί μέ αὐτόν, κάνοντας τήν ἴδια ζωή καί ἔχοντας τήν ἴδια γνώμη, παίρνοντας αὐτά πού εἶχε ἐκεῖνος νά τοῦ δώσει ὡς μαθήματα  καί δίνοντας ὁ ἴδιος σ᾽ αὐτόν τά δικά του. ᾽Εκεῖ εὑρισκόμενος ἔπαθε ἐπίχυση τῶν ὀφθαλμῶν του (καταρράκτη) καί θεραπεύτηκε ἀπό τούς ἁγίους ᾽Αναργύρους Κύρο καί ᾽Ιωάννη, ὁπότε τοῦ ζήτησαν ὡς μισθό γιά τήν θεραπεία  νά καταγράψει τά θαύματα πού καθημερινά τελοῦνταν ἀπό αὐτούς ἐκεῖ, κάτι πού τό ἔκανε.

῎Επειτα λόγω τῆς μεγάλης του ἀρετῆς χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος ῾Ιεροσολύμων. Κι ὅταν ἡ ῾Αγία Πόλη ῾Ιερουσαλήμ ἁλώθηκε ἀπό τούς ἀλιτήριους Πέρσες, πῆγε στήν ᾽Αλεξάνδρεια πρός τόν μέγα ᾽Ιωάννη τόν ἐλεήμονα, τόν ποιμένα  τοῦ ἀποστολικοῦ ἐκείνου θρόνου. ῞Οταν ὁ ἅγιος αὐτός ἔφυγε μακαρίως ἀπό τήν ζωή αὐτή, ὁ Σωφρόνιος, ἀφοῦ θρήνησε καί ὁ ἴδιος τήν μακαριότητά του, ἔγραψε ἐγκωμιαστικό λόγο γι᾽ αὐτόν ἐπαινώντας τόν ἄπειρο θησαυρό τῆς ἐλεημοσύνης του καί τήν ἐνάρετη ζωή του.

 Ὅταν ἐπέστρεψε πάλι πρός τήν ῾Αγία Πόλη, δέν μπορεῖ νά πεῖ κανείς μέ πόση φροντίδα καί κόπο ποίμανε τήν ᾽Εκκλησία πού τοῦ ἔλαχε. Διότι δέν ἔδωσε καθόλου ὕπνο στούς ὀφθαλμούς του οὔτε νυσταγμό στά βλέφαρά του. Κι ἡ πάλη του δέν ἦταν μόνο κατά τῶν δαιμόνων, ἀλλά καί κατά τῶν αἱρετικῶν, τούς ὁποίους μέ ἀποδείξεις ἀπό τίς ῞Αγιες Γραφές καί μέ τίς Παραδόσεις ἀπό τούς Πατέρες τούς ἀνέτρεπε καί μέ τίς διδασκαλίες του τούς ἐξαφάνιζε. Καί ἄλλα πολλά ἄξια συγγράμματα λόγου καί μνήμης ἄφησε στήν ᾽Εκκλησία, τά ὁποῖα διδάσκουν τούς πιστούς νά ζοῦν ὀρθά καί νά πολιτεύονται κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μεταξύ τῶν ὁποίων ἕνα εἶναι καί τό ὑπερθαύμαστο διήγημα τῆς ἰσάγγελης ἀνάμεσα στίς γυναῖκες Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἡ ὁποία ἀγωνίστηκε στήν ἔρημο ὑπέρ τήν ἀνθρώπινη φύση. ᾽Αφοῦ ἔζησε λοιπόν ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἔτσι καλῶς καί θεοφιλῶς καί δίδαξε καί ἄλλους καί χρημάτισε στόμα Χριστοῦ καί κατηύθυνε τό ποίμνιο πού τοῦ δόθηκε μέ ὅσιο τρόπο, μέσα σέ τρία χρόνια μεταστάθηκε ἐν εἰρήνῃ πρός τόν Θεό».

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος Θεοφάνης θέλοντας νά δώσει τό στίγμα τοῦ σημερινοῦ μεγάλου ἁγίου Σωφρονίου, ὅτι δηλαδή ἀγωνίστηκε νά τηρήσει ἐπακριβῶς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στήν ζωή του, αὐτό πού λέμε ῾μέχρι κεραίας᾽, ὁπότε κατά φυσικό τρόπο δοξάζεται τώρα στούς  οὐρανούς, σημειώνει στόν στίχο τοῦ συναξαρίου του: «ὁ Σωφρόνιος ἔτρεχε νά τηρήσει καί τό παραμικρό ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί τό τρόπαιό του εἶναι στούς οὐρανούς». Πράγματι, ἐπανειλημμένως ὁ ὑμνογράφος του τονίζει ὅτι ἡ στροφή του πρός τόν Θεό δέν ἦταν περιστασιακή οὔτε καί μερική, ἀλλά ὁλοκληρωτική, γιατί ὁ Θεός ἦταν ἡ μοναδική του ἀγάπη, ὁπότε μέσα στό φῶς ᾽Εκείνου ζοῦσε τή θεωρία Του. «Μέ ὁλοκληρωτικό τρόπο πόθησες τόν μόνο ἀγαθό Θεό, ἀφοῦ φλογίστηκες ἀπό τό νοητό φέγγος, καί ἀγάπησες τήν πηγή τῆς ἀφθαρσίας, πάνσοφε, καθώς βρισκόσουν σέ ἀνάταση πρός αὐτήν». Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἄν θέλουμε νά νιώσουμε τίς ὀμορφιές πού δίνει ὁ Θεός ἤδη ἀπό τήν ζωή αὐτή, θά πρέπει νά ἀποφασίσουμε ὁριστικά ὅτι ὁ Θεός συνιστᾶ τό κέντρο τῆς ζωῆς μας. ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ φυσιολογία μας ὡς ἀνθρώπων ἔγκειται στήν ὁλική ἀγάπη μας πρός τόν Θεό, συνεπῶς καί στήν εἰκόνα Αὐτοῦ τόν ἄνθρωπο, γιατί γι᾽ Αὐτόν δημιουργηθήκαμε καί μόνον μέ Αὐτόν συνεπῶς βρίσκουμε τήν ἰσορροπία τῆς ζωῆς μας. Μέ τόν τρόπο αὐτό μάλιστα γινόμαστε ὅ,τι μᾶς δόθηκε διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, νά εἴμαστε δηλαδή μέλη Χριστοῦ καί κατοικητήριά Του, κάτι πού τό μᾶς τό ἐπισημαίνει καί πάλι ὁ ἅγιος Θεοφάνης μέ τήν χαριτωμένη γραφίδα του: «῎Εγινες ζωντανός καί ἔμψυχος ναός τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ νεκρώθηκες ὡς πρός ὅλα τά ἁμαρτωλά τῆς γῆς».

῾Ο ἅγιος Θεοφάνης βεβαίως ὡς ἐμπνευσμένος ὑμνογράφος δέν μπορεῖ νά μήν ἀξιοποιήσει γιά νά προβάλει τήν ἀρετή καί τό ἔργο τοῦ ἁγίου Σωφρονίου τήν εὐκαιρία πού τοῦ δίνει τό ἴδιο τό ὄνομά του. Θεωρεῖ ὅτι ἐκ Θεοῦ ὀνομάστηκε Σωφρόνιος, προκειμένου νά ἐπιβεβαιώσει τή σωφροσύνη μέ τή ζωή του, νά ὁδηγηθεῖ δι᾽ αὐτῆς καί στίς παρεμφερεῖς ἀρετές, δηλαδή τή φρόνηση, τή δικαιοσύνη καί τήν ἀνδρεία (γενικές ἀρετές πού ναί μέν εἶναι δανεισμένες ἀπό τήν Πλατωνική φιλοσοφία, ἀλλά μέ χριστιανικό πιά περιεχόμενο), νά διδάξει δι᾽ αὐτῆς τήν ὀρθή θεολογία τῆς ᾽Εκκλησίας, σέ ἐποχή μάλιστα πού οἱ αἱρετικοί μονοθελῆτες ἀμφισβητοῦσαν τήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὡς τελείου Θεοῦ καί τελείου ἀνθρώπου, ἀφοῦ δέν δέχονταν τήν διπλή θέλησή Του, φανερώνοντας συνεπῶς τήν ἔκπτωσή τους στόν καταδικασμένο ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας μονοφυσιτισμό.  Μέ ἄλλα λόγια ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἀποδείχτηκε σώφρων σέ ὅλες τίς διαστάσεις τῆς ζωῆς του καί συνεπῶς ἐνεργούμενος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί ὁ λόγος του ἀφενός ἦταν σάν τό ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ πού παρασύρει τίς διάφορες ἀκαθαρσίες, ἀφετέρου σάν τό μέλι πού καταγλυκαίνει τίς καρδιές τῶν πιστῶν. «Πλούσια ἐκχύθηκε ἡ χάρη τοῦ παναγίου Πνεύματος, θεόφρον, στά χείλη σου. Γι᾽ αὐτό καί τά λόγια σου εἶναι σάν τά ρεύματα τοῦ ποταμοῦ» (ωδή ς΄). Κι ἀλλοῦ: «Σάν φοίνικας στόν οἶκο τοῦ Κυρίου ἄνθησες μέ τήν εὐκαρπία τῶν λόγων σου, καταγλυκαίνοντας καί μέ τόν καθαρό βίο σου τίς καρδιές αὐτῶν πού σέ τιμοῦν μέ πίστη, ἱεράρχα» (ωδή ς΄).

Δέν θά θέλαμε μέσα στό πλῆθος τῶν ἀφορμῶν πού παρέχει ἡ ἀκολουθία τοῦ ἁγίου νά μή μνημονεύσουμε μία ὡραία ἔμπνευση τοῦ ἁγίου Θεοφάνη, πού τοῦ δίνει τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος ὑπῆξε ἀρχιεπίσκοπος τῆς ἱερῆς πόλης τῶν ῾Ιεροσολύμων. Κατά τόν ὑμνογράφο ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἔχοντας πάντοτε ἐνώπιόν του τόν τάφο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, συνεπῶς εὑρισκόμενος ἐνώπιον μίας διαρκοῦς προκλήσεως πόθου καί ἀγάπης του πρός Αὐτόν καί ἱεροῦ στοχασμοῦ τῆς ἀναστάσεώς Του σημειώνει ὅτι ἀπό τή θεωρία του αὐτή ἄντλησε τή θεολογία του καί τή μετέδωσε ὡς ἔλλαμψη καί στούς πιστούς. Θυμίζει ἡ διαπίστωσή του αὐτή ἐκεῖνο πού σημειώνει ἐπίσης ὁ ἅγιος ὑμνογράφος γιά τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη τόν Θεολόγο, ὅτι δηλαδή πηγή τῆς θεολογίας του ὑπῆρξε τό στῆθος τοῦ ᾽Ιησοῦ, ὅταν στόν Μυστικό Δεῖπνο ἀνέπεσε σ᾽ αὐτό. «Θεωρώντας  μέ διαρκή πόθο τήν σεπτή ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί τόν τάφο Του πού εἶναι ζωή, ἄντλησες τίς μυστικές καί κρυφές θεωρίες τῆς ἔλλαμψης καί τίς μετέδωσες, ἱεράρχη, στούς πιστούς» (ωδή ε΄).

Μαζί μέ τόν ὑμνογράφο κραυγάζουμε καί ἐμεῖς: ἀλήθεια, «ἔλαμψεν ἐν κόσμῳ ἡ ἐν σοί σωφροσύνη, Πάτερ».

10 Μαρτίου 2022

ΓΙΑ ΟΛΟ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ!

«Ἀσφαλῶς, χωρίς τόν Χριστό, χωρίς τό Πνεῦμα τό Ἄγιο, δέν μποροῦμε νά δοῦμε τήν ἁμαρτία μας. Στήν πραγματικότητα ὀφείλουμε νά διαβάζουμε κατά τή διάρκεια ὅλου τοῦ ἔτους τήν προσευχή τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου: “Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης (μετανοίας, κατανύξεως, ὑπακοῆς) χάρισαί μοι... Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα”» (Όσιος Σωφρόνιος Αθωνίτης (του Έσσεξ), Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ, τόμ. Β΄, σελ. 68).

Στην αυτογνωσία που συνιστά το αδιάκοπα ζητούμενο από τον άνθρωπο επικεντρώνει την προσοχή μας ο μεγάλος Γέροντας όσιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης. Μ’ αυτήν δεν παλεύει σύμπασα η προβληματιζόμενη ανθρωπότητα σε όλους τους αιώνες; Τι είναι ο άνθρωπος! Για να δηλωθεί ότι δεν είμαστε όντα που απλώς βρεθήκαμε σε έναν κόσμο ακατανόητο και εν πολλοίς και αυτόν άγνωστο, αλλά όντα που διαρκώς ψάχνουμε την ταυτότητά μας, τις ρίζες μας, τον σκοπό μας, μ’ έναν λόγο το νόημα της υπάρξεώς μας. Και ποιο το αποτέλεσμα της αναζητήσεως αυτής; Χάος στην κυριολεξία. Ανάλογα με τις προϋποθέσεις της κάθε θρησκείας, της κάθε φιλοσοφίας, της κάθε ιδεολογίας έχουμε και τον αντίστοιχο «ορισμό» περί ανθρώπου. Και δικαιολογημένα: για τη χριστιανική πίστη μας η αμαρτία στην οποία περιέπεσε ο άνθρωπος μετά την εκ Θεού πλάση του σκοτείνιασε τον νου και τις δυνάμεις του, οπότε έκτοτε βρίσκεται στην αναζήτηση του φωτός μέσα στο σκοτάδι!

Μα η πίστη αυτή από την άλλη μάς ανοίγει το παράθυρο της θέας όχι μόνο της δικής μας, των ανθρώπων, πραγματικότητας αλλά και του ίδιου του Θεού μας. Τι είμαστε οι άνθρωποι; Πλάσματα του Θεού, δημιουργημένα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου»! «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν  και καθ’ ομοίωσιν». Και πιο συγκεκριμένα: «Έλαβε χώμα από τη γη ο Θεός και έπλασε τον Αδάμ και φύσηξε στο πρόσωπό του πνοή ζωής και έγινε ο άνθρωπος ζωντανή ύπαρξη». Υλικό και πνευματικό ον λοιπόν ο άνθρωπος, με σώμα και ψυχή που ζωοποιούνται από το Πνεύμα του Θεού. Γι’ αυτό και ενώ πατάει γη ο άνθρωπος διαρκώς στρέφεται νοσταλγικά προς τα Ουράνια. Χωρίς Θεό δεν μπορεί να ζήσει. Χωρίς Θεό το μόνο που «κερδίζει» είναι ο θάνατος. Κι αυτόν πράγματι κέρδισε μετά την ανυπακοή του προς τον Δημιουργό του. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος».  

Μα ήλθε ο Δημιουργός του στη γη και έγινε άνθρωπος στο πρόσωπο του Χριστού. Και πήρε τον άνθρωπο και τον ενσωμάτωσε στον εαυτό Του, καθαρίζοντάς τον και ανοίγοντάς του και πάλι την κλεισμένη λόγω της αμαρτίας μεγαλειώδη προοπτική του: τη θέωσή του. Ο άνθρωπος μετά τον Χριστό μπορεί να δει και πάλι ποιος είναι, να έχει ταυτότητα, να έχει νόημα στη ζωή του! Και τι καταλαβαίνει λοιπόν ο εν Χριστώ αυτός άνθρωπος; Ότι αποτελεί «μίμημα Χριστού». Και χωρίς Αυτόν περιπίπτει και πάλι στο σκοτάδι και στη νέκρωση. Ό,τι μπορεί να κάνει, να πει και να σκεφτεί, για να είναι μέσα στη φυσιολογία του πια πρέπει να είναι εν Χριστώ, καρπός της ένωσής του με Εκείνον. Το απεκάλυψε ο Ίδιος ο ενσαρκωθείς Δημιουργός: «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε». Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε δηλαδή χωρίς Χριστό είναι οι αμαρτίες μας. Ακόμη και ό,τι θεωρείται σπουδαίο και σοφό και ρωμαλέο για τον κόσμο και τον άνθρωπο: κάθε κατάκτηση επιστημονική και τεχνολογική και κάθε φύσεως, χωρίς Εκείνον «όζει» αλαζονείας και υπερηφάνειας, που το επόμενο βήμα του είναι η με πάταγο πτώση. Τα όπλα και οι βόμβες και οι αστρονομικές κατακτήσεις δεν το επιβεβαιώνουν καθημερινά; «Κατορθώματα» του ανθρώπου που στοχεύουν στην κυριαρχία των ισχυρών και την ταλαιπωρία και την εξουδένωση των αδυνάμων. Ο σοφός λόγος της αρχαιότητας πράγματι επισημαίνει την αλήθεια αυτή: «Κάθε επιστήμη και γνώση χωρισμένη από την αρετή δεν είναι σοφία αλλά πονηρία και πανουργία».

Γιατί τα θυμόμαστε αυτά; Διότι δίνει την αφορμή ο άγιος Σωφρόνιος με τη σοφή εμπνευσμένη από τον Θεό παρατήρησή του: «χωρίς τον Χριστό και το άγιον Πνεύμα δεν μπορούμε να δούμε την αμαρτία μας». Όχι να δούμε κάτι πολύ βαθύ και μακρινό μας, αλλά τη «χειροπιαστή» αμαρτία μας. Γιατί όλοι μας, όποιοι κι αν είμαστε και όπου κι αν ζούμε, αμαρτάνουμε καθημερινώς και αδιαλείπτως. «Πολλά πταίομεν άπαντες». Κι «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Δεν σκεπτόμαστε πονηρά; Δεν λέμε πράγματα ανούσια και προσβλητικά; Δεν συμπεριφερόμαστε συχνά άδικα και προκλητικά χωρίς την πρέπουσα αγάπη; Κι όμως κι αυτά μας… διαφεύγουν! Και μας διαφεύγουν όχι γιατί πράγματι δεν τα καταλαβαίνουμε, αλλά γιατί δεν μπορούμε να τα εντάξουμε μέσα στο ορθό πλαίσιο: της σχέσεως με τον Θεό μας. Προκαλούμε και πληγώνουμε για παράδειγμα τον συνάνθρωπό μας, και δεν βλέπουμε ότι έτσι καθορίζουμε οι ίδιοι τη σχέση μας με τον Θεό μας. «Αμαρτάνοντες εις τον αδελφόν εις Χριστόν αμαρτάνετε». Λοιπόν και στο πιο εξώφθαλμο και προφανές αποδεικνυόμαστε ολότελα τυφλοί!

Ο Χριστός με το άγιον Πνεύμα Του φωτίζει τη συνείδησή μας για να δούμε σωστά τον εαυτό μας, να δούμε τα λάθη μας, να τα αξιολογήσουμε ως αμαρτίες, να μπορούμε να μετανοήσουμε, να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής προς τον Θεό και της αποκαταστάσεώς μας. Μπροστά στον Θεό με τη χάρη Του ανοίγουν τα μάτια μας. Σαν την ακτίνα του φωτός στο σκοτεινό δωμάτιο που αποκαλύπτει το τι υπάρχει σ’ αυτό με τις ακαθαρσίες του, που έλεγε και ο άγιος Πορφύριος. Ζούμε, μπορούμε να ζήσουμε σ’ έναν βαθμό ό,τι υπήρξε συγκλονιστική εμπειρία του προφήτη Ησαΐα, όταν εν χάριτι βρέθηκε ενώπιον της μεγαλειότητας του Θεού. Και τότε ένιωσε πόσο μικρός και αμαρτωλός ήταν! Κι αυτό υποδεικνύει και ο άγιος Σωφρόνιος, μνημονεύοντας και επιβεβαιώνοντας τον λόγο του με την αναφορά και στον άγιο της Σαρακοστής, Εφραίμ τον Σύρο: «Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου», δώσε μου ως δωρεά, Κύριε, να βλέπω τα πταίσματά μου και να μη κατακρίνω για τον λόγο αυτόν τον αδελφό μου.

Για να γίνει όμως αυτό, να μπορούμε να βρισκόμαστε στο χαρισματικό αυτό επίπεδο ορθής οράσεως του εαυτού μας, απαιτείται να βρισκόμαστε πάντοτε στην ένταση του πνευματικού αγώνα, δηλαδή του αγώνα απομακρύνσεώς μας από κάθε τι κακό και πονηρό και στροφής και προσανατολισμού μας σε κάθε τι αγαθό και ενάρετο – ό,τι επίσης προβάλλει με την προσευχή ο άγιος Εφραίμ: «πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μου δίνεις. Χάρισέ μου όμως πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης». Έχουμε την εντύπωση ότι κάθε εχέφρων πιστός άνθρωπος θα προσυπέγραφε αμέσως την πρόταση του αγίου Σωφρονίου. Η προσευχή του αγίου Εφραίμ πρέπει να είναι ενταγμένη μέσα στις καθημερινές προσευχές μας, όλου του χρόνου και όχι μόνο στην ευλογημένη περίοδο της Σαρακοστής.

ΝΑ ΖΗΛΕΨΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ!

ΚΑΘΑΡΑ ΠΕΜΠΤΗ

«Ἀρετῶν Ἠλιού, προσεπιβάς ἅρματι θείῳ, τῇ νηστείᾳ λαμπρυνθείς ἀνεφέρετο, ἐπί τό ὕψος τό οὐράνιον. Τοῦτον ζήλωσον, ταπεινή ψυχή μου καί νήστευσον, πάσης κακίας, καί φθόνου ἔριδος, καί τρυφῆς ἀπορρεούσης καί ἐνηδόνου· ὅπως ὀδύνην χαλεπήν ἐκφύγῃς διαιωνίζουσαν τῆς γεέννης ἐκβοῶσα τῷ Χριστῷ· Κύριε δόξα σοι» (Στιχηρόν ἰδιόμελον ἑσπερινοῦ, ἦχος β΄).

(Ὁ προφήτης Ἠλίας, ἀφοῦ ἀνέβηκε στό θεῖο ἅρμα τῶν ἀρετῶν κι ἔλαμψε ἀπό τή νηστεία, ὁδηγεῖτο στό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτόν ζήλεψε, ταπεινή ψυχή μου, καί νήστεψε ἀπό κάθε κακία, κι ἀπό φθόνο καί ἔριδα, κι ἀπ’ τήν ἐνήδονη μαλθακότητα πού σέ κάνει νά χάνεις τόν ἑαυτό σου. Μέ τόν τρόπο αὐτόν, φωνάζοντας στόν Χριστό: Κύριε, δόξα Σοι, θά ἀποφύγεις τήν αἰώνια τραγική ὀδύνη τῆς κόλασης).

Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος γιά μία ἀκόμη φορά μέ τρόπο ἤρεμο καί ταπεινό προτρέπει τόν ἑαυτό του – τύπο τοῦ κάθε πιστοῦ χριστιανοῦ - νά στραφεῖ «ζηλωτικά» στή φοβερά μεγάλη προσωπικότητα τοῦ προφήτη Ἠλία, ὁ ὁποῖος ναί μέν ἀνήκει στήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά ἐπαινεῖται ἐπανειλημμένως καί στήν Καινή ἀπό τόν Κύριο, τοῦ Ὁποίου θά προαναγγείλει τή Δευτέρα Παρουσία μέ μία δική του τότε ξεχωριστή ἀποστολή. Καί γιατί νά ζηλέψει τόν συγκεκριμένο προφήτη; Διότι ἦταν αὐτός πού ἀνέβηκε στά οὐράνια, ἀφοῦ ἀγωνίστηκε ν’ ἀποκτήσει τίς θεῖες ἀρετές καί νά ζήσει μέ τό φῶς τῆς νηστείας. Μέ ἄλλα λόγια ὁ ὑμνογράφος θεωρεῖ ὡς παράδειγμα τόν προφήτη, γιατί δείχνει πολύ ἄμεσα τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στόν οὐρανό· τίς θεϊκές ἀρετές καί τή νηστεία. Χωρίς νά χρονοτριβεῖ ὅμως τονίζει τήν ἀληθινή ἔννοια τῆς νηστείας: εἶναι αὐτή πού περικόπτει τήν κακία, τόν φθόνο, τήν ἔχθρα, τή φιλόσαρκη στάση ζωῆς πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά χάνει κυριολεκτικά τόν ἑαυτό του καί τήν πίστη του. Ὁπότε ἡ ἀκολουθία τοῦ προφήτη ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο καί ἀπό τήν ὀδύνη τῆς κόλασης, ἐνῶ τοῦ δημιουργεῖ δοξολογική διάθεση ἀπέναντι στόν Κύριο.