15 Μαρτίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΑΓΑΠΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Οι άγιοι αυτοί έζησαν κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού. Και ο μεν Αγάπιος καταγόταν από την πόλη της Γάζας, ο δε Τιμόλαος από τον Πόντο, οι δύο Διονύσιοι από την Τρίπολη της Φοινίκης, ο Ρωμύλος ήταν υποδιάκονος της Εκκλησίας στη Διόσπολη, ο Πλήσιος και οι δύο Αλέξανδροι ήταν από την Αίγυπτο. Όλοι αυτοί αφού πρώτα συνέδεσαν τις ψυχές τους με τον πόθο προς τον Χριστό, έπειτα έβαλαν τα χέρια τους σε δεσμά και προσήλθαν στον Ουρβανό τον ηγεμόνα της Καισάρειας, ομολογώντας ότι είναι Χριστιανοί. Αυτός τότε αφού δεν μπόρεσε να τους λυγίσει ούτε με τις απειλές ούτε με τις κολακείες κι ούτε βεβαίως να τους απομακρύνει από την πίστη του Χριστού, πρόσταξε να αποκοπούν τα κεφάλια τους με ξίφος».

     Είναι λογικό: ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος έχει ως βάση της θείας του έμπνευσης για τους επτά μάρτυρες - πρώτος των οποίων ο άγιος Αγάπιος - το όνομα ακριβώς του Αγαπίου. Σχεδόν σε κάθε τροπάριο της ακολουθίας που συνέθεσε γι’ αυτούς, τονίζει ότι κίνητρο του μαρτυρίου και της εν γένει αθλήσεώς τους ήταν η σφοδρή αγάπη τους προς τον Κύριο. Ενδεικτικά: «Πληγώθηκες από την αγάπη του Δεσπότη των όλων Χριστού, μάρτυς αξιοθαύμαστε Αγάπιε, και επιθύμησες σφοδρά να πεθάνεις γι’ Αυτόν» (ωδή α΄). «Πόθησες πάρα πολύ τον Χριστό, Αγάπιε, και μιμήθηκες τα πάθη Του με γενναιότητα" (ωδή δ΄). Η αγάπη του αγίου Αγαπίου και των συν αυτώ για τον Κύριο, που τους οδήγησε στη μίμηση και του μαρτυρίου Του, επιτείνεται ακόμη περισσότερο, όταν σκεφτεί κανείς ότι και αυτών το μαρτύριο ήταν εκούσιο, όπως του Χριστού. Κι αυτό το εκούσιο το παρουσιάζει με έντονο τρόπο και ο άγιος υμνογράφος: «Μάρτυρες αξιοθαύμαστοι, προσφέρατε τους εαυτούς σας σε θεληματική σφαγή» (στιχηρό εσπερινού). «Μεγαλομάρτυς αξιοθαύμαστε, σφαγιάστηκες σαν αρνί με τη θέλησή σου»  (ωδή δ΄).

     Το εθελούσιο μαρτύριο των αγίων, καρπός της σφοδρής αγάπης τους προς τον Χριστό, που τους έκανε να μοιάσουν κατά πάντα προς Αυτόν, οδηγεί τη σκέψη του αγίου Ιωσήφ και σε μία άλλη επισήμανση: τέτοιοι άνθρωποι που φανερώνουν τον Χριστό στον κόσμο, δεν μπορεί παρά να αγιάζουν τη γη με το αίμα τους, αλλά και να φωτίζουν και τον αέρα ακόμη από εκεί που διαβαίνουν. «Και τη γη αγιάσατε με τα αίματά σας και τον αέρα καταφωτίσατε με το πέρασμά σας» (στιχηρό εσπερινού). Και είναι ευνόητο: οι άγιοι ζώντας πλούσια τη χάρη του Θεού στην ύπαρξή τους, αυτήν προσφέρουν και στον κόσμο που βρίσκονται. Όπου πατά ένας άγιος αγιάζει τον τόπο και εκδιώκει τα δαιμόνια. Κι όχι μόνον εν ζωή, αλλά και μετά θάνατο με τα αγιασμένα λείψανά του.Το ψέλνει αδιάκοπα η Εκκλησία μας με το γνωστό τροπάριο: "Μάρτυρες Κυρίου, πάντα τόπον αγιάζετε, και πάσαν νόσον θεαπεύετε".

Από την άποψη αυτή οι άγιοί μας συνιστούν τη μεγαλύτερη ευεργεσία για τον κόσμο. Σ' έναν κόσμο που κείται εν τω Πονηρώ και επηρεάζεται από τις ενέργειες εκείνου, συνεπώς διαστρέφεται και αλλοιώνεται, όσο βεβαίως επιτρέπει ο προνοών τα πάντα Κύριος, οι άγιοι λειτουργούν ως θεραπευτικά φάρμακα. Κι αν ο κόσμος μας εξακολουθεί και υφίσταται ακόμη, όπως έχουν επισημάνει πολλοί άγιοι, είναι γιατί ο Κύριος παρατείνει τη χρηστότητά του λόγω της παρουσίας αυτών των αγίων και των προσευχών τους. Συνεπώς αν υπήρχε στοιχειώδης εξυπνάδα και ένα ελάχιστο ποσοστό ανοικτών πνευματικών αισθήσεων, θα έπρεπε όλοι, ιδίως οι έχοντες την εξουσία, να στέκουν με προσοχή απέναντι στους αγίους κι ακόμη: απέναντι στη μήτρα που τους ανέδειξε, την αγία μας Εκκλησία. Αλλά η απιστία συνήθως συνυπάρχει με την ανοησία: ο πονηρός είναι πονηρός αλλά όχι έξυπνος, γι' αυτό και μόνος του συνήθως βγάζει τα μάτια του. Ο άγιος υμνογράφος την παραπάνω αλήθεια επιβεβαιώνει και με το εξής: «Φανήκατε σαν ξίφος, που κόψατε σε κομμάτια μυριάδες από τους δαίμονες, μακάριοι, με τη χάρη του Θεού» (ωδή γ΄).

14 Μαρτίου 2022

ΚΑΤΑΠΟΝΤΙΖΟΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΜΟΥ…

 «Ὁ μόνος ἀγαθός, ἡ πηγή τοῦ ἐλέους, ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων ὡς Θεός τά τοῦ κόσμου ἐγκλήματα, σῶσόν με ἁμαρτημάτων τρικυμίᾳ ποντούμενον, μετανοίας πρός ὅρμον ἰθύνων με» (α΄ωδή Τριωδίου).

 (Μόνε αγαθέ Κύριε, που είσαι η πηγή του ελέους και ο Αμνός του Θεού, Συ που σηκώνεις ως Θεός τα εγκλήματα και τις αμαρτίες του κόσμου, σώσε με καθώς καταποντίζομαι από την τρικυμία των αμαρτημάτων μου, κατευθύνοντάς με προς το λιμάνι της μετάνοιας).

Με τη χάρη του Θεού αναγνωρίζει ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος ότι βρίσκεται σ’ έναν κόσμο που κείται στην αμαρτία, συνεπώς ανά πάσα στιγμή υπάρχει ο κίνδυνος καταποντισμού του. Ποιος μπορεί να καυχηθεί ότι είναι αμέτοχος αμαρτιών; Μπορεί ο χριστιανός να έχει βαπτισθεί και να έχει γίνει μέλος Χριστού, όμως δεν παύει στον κόσμο αυτόν να δέχεται τις επιρροές του «παλαιού» ανθρώπου στην ύπαρξή του, καθώς και τις επιρροές του όλου (εξίσου αμαρτωλού) περίγυρού του, κυρίως δε τις επιθέσεις του Πονηρού, ο οποίος χαρά έχει, στον βαθμό που του επιτρέπει βεβαίως ο παντοδύναμος Κύριος, να ταλαιπωρεί τον άνθρωπο και να θέλει να τον σύρει στη δική του κόλαση και τη δική του δυστυχία. Μας μεταφέρει στο σημείο αυτό ο υμνογράφος στον καταποντισμό του αποστόλου Πέτρου στη θάλασσα της Γαλιλαίας, όταν θέλησε να περπατήσει σαν τον Κύριο πάνω στα κύματα. Τα κύματα «έκλεψαν» την προσοχή του και χάνοντας την προσήλωσή του στον Κύριο που τον καλούσε, άρχισε να βυθίζεται και να χάνεται! «Κύριε, σῶσόν με», άρχισε να κραυγάζει. Κι ο Κύριος βεβαίως τον έσωσε, ελέγχοντας όμως την ολιγοπιστία του. Στην ίδια θέση, λέει ο υμνογράφος ότι είναι και ο ίδιος, συνεπώς όλοι οι πιστοί. Τα κύματα της θάλασσας της ζωής, κύματα της αμαρτίας, πάνε να μας ρουφήξουν και να καταποντιστούμε. Όμως, όπως και ο Πέτρος, έτσι κι ο υμνογράφος: έχει μπροστά του τον Κύριο, τον γεμάτο αγάπη, Αυτόν που σήκωσε τις αμαρτίες όλου του κόσμου πάνω Του για τη σωτηρία μας, οπότε σ’ Αυτόν κραυγάζει: σώσε με, Κύριε του ελέους. Για να προσθέσει όμως πού βρίσκεται η σωτηρία αυτή: μόνο στη μετάνοια. Η μετάνοια συνιστά το λιμάνι της ζωής, την ασφάλεια του ανθρώπου, γιατί είναι ο μονόδρομος που οδηγεί αμέσως στο σπίτι του Πατέρα.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ

«Ο όσιος Βενέδικτος στα ελληνικά λέγεται Ευλογημένος. Καταγόταν από τη γη των Ρωμαίων, από χώρα που λεγόταν Νουρσία, κι οι γονείς του ήταν ευσεβείς και πλούσιοι. Άφησε την οικία του και τους γονείς του και την πατρική περιουσία από πολύ μικρή ηλικία και πήγε σε έναν ερημικό τόπο με την παραμάνα του. Εκεί κατέστησε τον εαυτό του κατοικητήριο του Θεού με την αρετή και την άσκησή του κι έλαβε από τον Θεό δύναμη και χάρη των ιάσεων. Και η μεν ιστορία του διηγείται αναλυτικότερα όλα τα παράδοξα που επιτέλεσε,  τα διάφορα θαύματα που έκανε και τις αναστάσεις των νεκρών και πώς μιλούσε για τους απόντες ως παρόντες. Εκείνο όμως πρέπει να πούμε επί πλέον ως αναγκαίο: ότι καθώς έμελλε αυτός να εκδημήσει προς τον Κύριο, εκ των προτέρων είπε στους μαθητές του που βρίσκονταν μαζί του, αλλά και σε εκείνους που ήταν μακριά, με μήνυμα που τους έστειλε, ότι θα υπάρξει κάποιο σημάδι, με το οποίο θα γνωρίσουν όλοι ότι αυτός χωρίζεται από το σώμα του.

Πριν από έξι λοιπόν ημέρες από την οσία του κοίμηση, έδωσε εντολή να ανοιχθεί το μνημείο του. Κι αμέσως τον έπιασε πολύ μεγάλος πυρετός, από τον οποίο επί έξι ημέρες το σώμα του κατακαιγόταν. Την έκτη ημέρα είπε στους μαθητές του να τον σηκώσουν και να τον μεταφέρουν στον ναό. Αφού τον οδήγησαν εκεί και μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων, ευρισκόμενος εν μέσω των μαθητών του, βασταζόμενος και στηριζόμενος, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό, και έτσι ατενίζοντας προς τα πάνω και προσευχόμενος άφησε την αγιασμένη του ψυχή. Την ίδια ώρα, σε δύο αδελφούς, στον ένα που ησύχαζε στο κελί του και στον άλλον που έμενε μακρύτερα, φάνηκε το ίδιο όραμα. Είδαν δηλαδή και οι δύο κάποια θαυμαστή οδό που υψωνόταν προς ανατολάς από το κελί του οσίου μέχρι τον ουρανό, στρωμένη όλη από λαμπρά ένδοξα μεταξένια ιμάτια. Σ’ αυτήν την οδό ανέρχονταν και κάποιοι άνδρες εξαίσιοι, που κρατούσαν λαμπάδες και πήγαιναν με τάξη. Κάποιος άλλος άνδρας δε, ασπρομάλλης και φωτεινός στην όψη του, που στεκόταν κοντά του, ρωτούσε αυτούς, αν γνωρίζουν τίνος είναι η οδός αυτή που βλέπουν με θαυμασμό. Όταν αυτοί είπαν ότι δεν το ξέρουν, είπε αυτός που τους φανερώθηκε: Αυτή είναι η οδός, διά της οποίας ο αγαπητός του Θεού Βενέδικτος ανέρχεται στους ουρανούς. Χάθηκε τότε το όραμα που έβλεπαν και ήλθε ο καθένας στον εαυτό του, οπότε κατάλαβαν το τέλος του αγίου άνδρα, όπως ακριβώς ήταν και τον έβλεπαν να τελειώνεται».

Κέντρο της σκέψης του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ, καθώς επιχειρεί να εγκωμιάσει και να προβάλει τον όσιο Βενέδικτο, είναι η απομάκρυνση του οσίου από τον κόσμο λόγω της εν αγάπη θερμή στροφής του προς τον Κύριο, αλλά και η επανάκαμψή του προς τον κόσμο με καθαρή αγάπη προς αυτόν, μέσω των προσευχών του και των ιαματικών θαυματουργιών του. Με άλλα λόγια ο υμνογράφος τονίζει και την ασκητική από παιδός διαγωγή του οσίου Βενεδίκτου: τα ασκητικά του παλαίσματα, τα δάκρυά του, την εγκράτειά του, που ήταν καρπός του έρωτά του προς τον Κύριο, και τη θεραπευτική όμως παρουσία του στον κόσμο, είτε σε σχέση με τους ίδιους τους μοναχούς μαθητές του είτε σε σχέση με τους απλούς ανθρώπους που τον προσήγγιζαν. Ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού για παράδειγμα ακούμε: «Από πίστη και αγάπη αληθινή προς τον Θεό αρνήθηκες, όσιε πάτερ, από βρέφος τον κόσμο, και με χαρά ακολούθησες τον σταυρωθέντα Χριστό. Κι αφού νέκρωσες τη σάρκα σου με πολλά ασκητικά αγωνίσματα, έλαβες πλούσια τη χάρη των ιάσεων, ώστε να θεραπεύεις ποικίλες αρρώστιες και να εκδιώκεις τα πνεύματα της πονηρίας».

Κι είναι τούτο μία από τις βασικότερες αλήθειες της χριστιανικής μας πίστεως: όσο στρέφεται κανείς προς τον Θεό και φανερώνει την βαθειά αγάπη του σ’ Εκείνον, τόσο η αγάπη αυτή του καθαρίζει την καρδιά, ώστε να αποκτήσει τη σωστή αγάπη και προς τον συνάνθρωπο. Η αγάπη προς τον Θεό δηλαδή μετατρέπεται αμέσως σε αγάπη προς τον άλλον, για να επανακάμψει τελικώς και πάλι προς τον Θεό ως δοξολογία Εκείνου.  Με τον όσιο Βενέδικτο έτσι επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά αυτό που ο Κύριος λέει: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». Και: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους». Συνεπώς, αν αγαπάμε τον Χριστό, αγαπάμε τους άλλους.  Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωσήφ δεν παύει να σημειώνει τις διάφορες προσφορές στον κόσμο του οσίου Βενεδίκτου: τη βροχή που προσευχήθηκε για να έρθει, όπως παλιά ο προφήτης Ηλίας, το άδειο δοχείο που έκανε να γεμίσει με λάδι, τον νεκρό που ανέστησε και μύρια ακόμη θαύματα (στιχηρό εσπερινού). Κι όλα αυτά όμως, όπως είπαμε, «εις δόξαν πάντως του Θεού και Σωτήρος» (στο ίδιο).

Ο άγιος υμνογράφος επεκτείνει την παραπάνω προβληματική. Ο όσιος Βενέδικτος έγινε όργανο του Θεού, προκειμένου να εκφραστεί μέσω αυτού η αγάπη Εκείνου στον κόσμο. Ο άγιος Ιωσήφ δηλαδή υπενθυμίζει ότι η αγάπη του Θεού που ψάχνει αδιάκοπα τρόπους για να φανερωθεί στους ανθρώπους, υποστέλλεται συχνά λόγω αδιαφορίας και απιστίας των ανθρώπων. Κι οι άγιοί Του Τού δίνουν την αφορμή: παρακαλούν εκείνοι τον Θεό να γίνει ίλεως στην ταραχή των ανθρώπων, οπότε χάριν των αγίων αυτών ενεργοποιεί ο Θεός την αγάπη Του. Μοιάζει μ’ αυτό που κάνει πάντοτε η Εκκλησία μας, όταν βάζει «μεσίτες» της σχέσεώς μας προς τον Θεό όλους τους αγίους, κατεξοχήν όμως την Παναγία. Παρακαλούμε Εκείνη και τους αγίους να δεηθούν αυτοί στον Θεό για εμάς, διότι έχουν παρρησία και δύναμη στις προσευχές τους. «Πολύ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου». Σαν την περίπτωση της εικόνας της «Παναγίας της Παραμυθίας» στο Βατοπαίδι. Ο Κύριος δεν αντιδρούσε στον κίνδυνο των μοναχών, λόγω της αμέλειας και της ολιγοπιστίας τους. Κι έπρεπε να παρακαλέσει η ίδια η Παναγία μας για να «πειστεί» ο Κύριος. Να δούμε πώς το αναφέρει ο υμνογράφος για τον όσιο Βενέδικτο. «Δέχτηκε ο Θεός τις δικές σου άγιες προσευχές, Βενέδικτε τρισμακάριε, και χορηγούσε στους ενδεείς τις αφορμές να ζήσουν, δοξάζοντάς σε θαυμαστά στη γη με τις θαυματουργίες σου» (ωδή η΄). 

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΥΠΟΜΟΝΗ (13 ΜΑΡΤΙΟΥ)

«Η Αγία Υπομονή ήταν η βασίλισσα του Βυζαντίου Αυγούστα Ελένη – Δραγάση Παλαιολόγου. Ήταν κόρη του αυτοκράτορα των Σλάβων Κωνσταντίνου Δραγάση. Έγινε αυτοκράτειρα του Βυζαντίου ως σύζυγος του Εμμανουήλ Β’ του Παλαιολόγου. Είχε 6 παιδιά και ως αυτοκράτειρα, κατά τον φιλόσοφο Γεώργιο Πλήθων Γεμιστό, διακρινόταν για τη σωφροσύνη της και την δικαιοσύνη της. Ήταν η μητέρα του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ο αυτοκράτορας σύζυγός της έγινε αργότερα μοναχός με το όνομα Ματθαίος και μετά το θάνατό του έγινε και η ίδια μοναχή στο μοναστήρι της Κυρά - Μάρθας. Ήταν μια μοναχή σαν όλες τις άλλες και, ακόμη και αν ήταν αυτοκράτειρα, έκανε όλα τα διακονήματα στο μοναστήρι.

Η Αγία Υπομονή βοήθησε να ιδρυθεί ένας οίκος ευγηρίας, με το όνομα ‘Η ελπίδα των απελπισμένων’, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη (του τιμίου Προδρόμου) της Πέτρας όπου φυλασσόταν το σκήνωμά του Αγίου Παταπίου.

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης συνέβη κατά τη στιγμή που εκείνη και ο σύζυγός της είχαν εξοριστεί (1390 – 1392). Η Αγία Υπομονή πέθανε στις 13 Μαρτίου του 1450, 3 χρόνια πριν η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα του Βυζαντίου, πέσει στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων, έπειτα από μακρά πολιορκία. Στην πτώση της Κωνσταντινούπολης ο αυτοκράτορας υιός της, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, πέθανε στη μάχη. Η Αγία Υπομονή ετάφη στη μονή του Παντοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ετάφησαν ο αυτοκράτορας σύζυγός της και 3 από τα παιδιά τους (εκ των οποίων τα 2 ήταν μοναχοί).

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453, ο Αγγελής Νοταράς, συγγενής του αυτοκράτορα (ανιψιός της Αγίας Υπομονής) μετέφερε στο βουνό Γεράνεια στη Νότια Ελλάδα (κοντά στην Αθήνα) και έκρυψε το λείψανο του Αγίου Παταπίου σε μια σπηλιά, κοντά στην πόλη Θέρμαι (το σημερινό Λουτράκι) που ήταν ήδη ασκητήριο μοναχών από τον 11ο αιώνα μ.Χ. Στο σπήλαιο αυτό βρέθηκε Βυζαντινή αγιογραφία της Αγίας Υπομονής και η αγία κάρα της. Στο σπήλαιο αυτό χτίστηκε το 1952 από τον γέροντα Νεκτάριο Μαρμαρινό το μοναστήρι του Αγίου Παταπίου, όπου και φυλάσσεται η σεπτή κάρα της Αγίας Υπομονής» (Πηγή: Βικιπαίδεια)

Είναι αξιοθαύμαστη η περίπτωση της πριγκιποπούλας, μετέπειτα  αυτοκράτειρας κι ύστερα μητέρας αυτοκράτορα, που έγινε μοναχή, της Ελένης Δραγάση και μετέπειτα Υπομονής. Διότι ασφαλώς δεν είναι εύκολο να αφήσει κανείς τις τιμές και τις δόξες, έστω και σε περίοδο παρακμής, για να εγκλειστεί σε μοναστήρι, ζώντας ως «κοινός» θνητός, με επιτέλεση και των πιο δύσκολων και «χαμηλών» διακονημάτων. Αυτό δείχνει μία ιδιαίτερη ταπείνωση, που αποτελεί την προϋπόθεση για να δεχτεί κανείς πλούσια τη χάρη του Θεού.  Το ακόμη θαυμαστότερο όμως  είναι ότι όχι μόνον έγινε μοναχή, αλλά έφτασε και σε μέτρα αγιότητας τέτοια που η Εκκλησία μας τα διαπίστωσε, ώστε να διακηρύξει και  την οσιότητά της. Τα θαύματα για παράδειγμα που έχουν καταγραφεί από τις επεμβάσεις της, παλαιότερα και νεώτερα, είναι πολλά, σαν την περίπτωση εκείνου του οδηγού ταξί, που σαν σήμερα πριν λίγα μόλις χρόνια, μεταφέροντας στο Λουτράκι από την Αθήνα μία απλή καλόγρια και αποκαλύπτοντας το πρόβλημά του – καρκίνο στο δέρμα – δέχτηκε την ευλογία της που λειτούργησε άμεσα ως θεραπεία από το νόσημά του. Κι όταν μετά από μία μικρή στάση την αναζήτησε, αυτή είχε εξαφανιστεί, δεν την είχε δει κανείς, όπου ρώτησε εκεί γύρω που σταμάτησε, την αναγνώρισε δε λίγο αργότερα στο ιατρείο που προσήλθε, γιατί ο ιατρός είχε αναρτημένη την αγία εικόνα της.

Το παράδοξο όμως της ζωής της: από αυτοκράτειρα να γίνει απλή και ταπεινή καλόγρια και μάλιστα να αγιάσει, αίρεται και κατανοείται, όταν δει κανείς την όλη πορεία της απαρχής. Η Ελένη οσία Υπομονή ζούσε με αίσθηση της παρουσίας του Θεού, με φροντίδα επιτέλεσης των αγίων εντολών Του, με ταπείνωση και κυρίως με αγάπη προς τους συνανθρώπους της, θα έλεγε κανείς, από γεννησιμιού της. Είτε στα ανάκτορα είτε στο μοναστήρι, είτε μικρή κοπέλα είτε σύζυγος αυτοκράτορα, την ίδια ζωή στην ουσία ζούσε, κάτι που περίτρανα αποδεικνύει ότι ο καλοπροαίρετος άνθρωπος, ο άνθρωπος που αγαπά αληθινά τον Χριστό δεν επηρεάζεται από τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής, αλλά από αυτό που έχει θέσει ως στέρεο στόχο της ζωής του. Με άλλα λόγια η οσία Υπομονή είναι μία επιπλέον περίπτωση πραγματικού αγίου ανθρώπου, που μπορούσε να λέει ό,τι και ο απόστολος Παύλος: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να είμαι με τον Χριστό. Κι ίσως εκείνο που μας κάνει να μένουμε περισσότερο έκθαμβοι στην περίπτωσή της είναι το γεγονός ότι ζούσε οσίως και σωφρόνως κι όσο ακόμη ήταν στις μεγάλες θέσεις και δεν είχε κλειστεί στο μοναστήρι. Σαν να μην την ακουμπούσε τίποτε επίγειο, σαν να ήταν ένα είδος περιστεριού που περιίπτατο υπεράνω της συγχύσεως του κόσμου τούτου. Και πράγματι μεταξύ των άλλων έτσι την αντιμετωπίζει ο υμνογράφος της. Μας καλεί «να την εγκωμιάσουμε, αυτήν που ήταν ένδοξη βασίλισσα, γιατί σαν περιστέρι ευλαβικό πέταξε πάνω από τον κόσμο της σύγχυσης προς τις σκηνές του ουρανού κι έζησε με αληθινή αγάπη, με άσκηση, με ταπείνωση» («Την κλεινήν βασιλίδα εγκωμιάσωμεν, Υπομονήν την οσίαν, περιστεράν ευλαβή εκ του κόσμου πετασθείσαν της συγχύσεως προς τας σκηνάς του ουρανού, εν αγάπη ακλινεί, ασκήσει και ταπεινώσει») (απολυτίκιο της οσίας).

Έχει τονιστεί πολλές φορές ότι τη χάρη ενός αγίου και γενικώς ενός ανθρώπου απλού την βλέπουμε φανερά από το τι μας προκαλεί στην προσέγγισή του. Ένας άγιος πάντοτε μας ανεβάζει πνευματικά, μας κάνει να βλέπουμε τον αληθινό σκοπό της ζωής, μας δίνει ώθηση να αποκαλυφθεί ο καλύτερος εαυτός μας. Με τον άγιο δηλαδή βγαίνει το γέλιο της ψυχής μας, γινόμαστε όντως άνθρωποι. Αυτό με ένα λόγο που έχει ο άγιος, τη χάρη του Θεού, αυτό και μεταγγίζει. Πώς το λέει ο ίδιος ο Κύριος; «Το δένδρον εκ του καρπού γινώσκεται». Αυτό ακριβώς συνέβαινε και με την οσία Υπομονή. Η προσέγγισή της από κάθε άνθρωπο οδηγούσε στην εν Θεώ αύξηση του ανθρώπου, στη φανέρωση του χαρισματικού εαυτού του. Και δεν είναι λόγια που τα λέμε εμείς σήμερα εγκωμιαστικά. Είναι η εμπειρία της εποχής, καταγεγραμμένη από ανθρώπους που την ήξεραν και μάλιστα αγίους. Ας ακούσουμε για παράδειγμα τι λέει ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση της Πόλης, Γεννάδιος ο Σχολάριος, σε συγκεκριμένο λόγο του «Επί τη κοιμήσει της μητρός του Βασιλέως Κωνσταντίνου ΙΑ΄ αγίας Υπομονής» :

 «Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».

Κι ακόμη: «Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού, αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:  Ως προς δε την αοίδιμον εκείνην Δέσποιναν Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν”. Η «Αγία Δέσποινα», όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. “Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής”» (Ι. Μητρόπολις Μονεμβασίας και Σπάρτης).

Το μόνο που ίσως αυθόρμητα έρχεται και σε εμάς να κάνουμε μπροστά στην οσία Υπομονή είναι να τη μεγαλύνουμε όπως και η Εκκλησία μας: «Είθε να χαίρεις, Υπομονή, συ που αναδείχτηκες πρότυπο υπομονής, στήλη της σωφροσύνης, στέρεο τείχος των αρετών και ταμείο της αγάπης, συ που είσαι η ένδοξη κορυφή των ένθεων βασιλισσών» («Χαίροις εκμαγείον υπονονής, στήλη σωφροσύνης, αδιάσειστον αρετών τείχος και ταμείον, Υπομονή, αγάπης, ενθέων βασιλίδων κέρας περίδοξον»).

12 Μαρτίου 2022

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ κ. Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΠΙ Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2022

Τέκνα μου ἀγαπητὰ καὶ περιπόθητα,

Τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ κρατώντας, τῶν Ἁγίων τὶς ὄψεις, τὰ τίμια λείψανά τους, πορευόμαστε ἀνάμεσα στοὺς Χριστιανοὺς μέσα στὸ Ναό, ὅπως τὸ Τυπικὸ ὁρίζει κι ἡ παλαιὰ συνήθεια. Μὰ κι οἱ πιστοὶ στὰ χέρια τους εὐλαβικὰ βαστοῦν εἰκόνες χάρτινες, μ’ ἐκεῖνες τὶς ἅγιες μορφὲς ποὺ τιμοῦν κι ἀγαποῦν. Γιορτάζουμε καὶ χαίρεται ἡ ψυχή μας σήμερα τὶς μορφές.

Κι ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς μνημόνευσης «Τῶν τῆς Ὀρθοδοξίας προμάχων», ὅλων ἐκείνων ποὺ δὲν πείστηκαν ἀπὸ τὸ ψεῦδος· ἐκείνων ποὺ ἔμειναν στὴν ἀλήθεια σταθεροί· ἐκείνων «τῶν εὐσεβῶν Βασιλέων, ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν, Ἀρχιερέων, Διδασκάλων, Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν», μὲ συγκίνηση καὶ θαυμασμὸ ἀναρωτιόμαστε: πῶς οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ σήκωσαν στοὺς ὤμους τους ὁλάκερη τὴν οἰκουμένη.

Κι ἂν σήμερα τιμοῦμε καὶ θαυμάζουμε τὴ στάση τους, δὲν συνέβη τὸ ἴδιο καὶ στὴν ἐποχή ποὺ ἔζησαν. Γιατὶ ὑπέστησαν τὰ πάνδεινα οἱ τῶν εἰκόνων φίλοι καὶ προσκυνητές: λοιδωρίες καὶ ταπεινώσεις, κατηγορίες καὶ διαβολές, ἀποκλεισμοὺς καὶ ἀποπομπές, διώξεις καὶ ποινές, φυλακίσεις καὶ ἐξορίες, βασανισμοὺς καὶ μαρτύρια φρικτά. Εἶναι τὰ συναξάρια γεμάτα μὲ μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τῆς σκοτεινῆς αὐτῆς περιόδου τῆς εἰκονομαχίας. Ψυχὲς γενναῖες ποὺ εἵλκυσαν τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν διέπεμψαν στὸν κόσμο ὅλο.

Πῶς ὅμως ἔφθασαν σὲ τοῦτο τὸ κατόρθωμα; Πῶς ἀναγνώρισαν τὸ δόγμα τὸ ὀρθὸ καὶ τὸ βίωμα τῆς ἀληθείας; Πῶς δὲν ξεγελάστηκαν ἀπὸ τὴν πλάνη, ποὺ ντύθηκε μανδύα πνευματικό; Πῶς ἔμειναν σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὴ δίνη τῆς κακίας τῶν ἰσχυρῶν;

Πρώτιστα ἀγάπησαν τὸ Θεὸ καὶ τὸ λόγο Του. Ἀναζήτησαν τὴ φωνή Του παντοῦ: στὴ Γραφή, στὴ Λατρεία, στὴν Ἄσκηση, στοὺς Πατέρες, στὴ φύση, στὸ συνάνθρωπο. Ἔψαξαν τὰ σημεῖα τοῦ Θεοῦ, τὰ χνάρια Του μέσα στὴν ἱστορία. Γύρεψαν τὴ μυστική Του παρουσία στὴ ζωή, τοὺς ψιθυρισμούς Του καὶ τὶς σιωπές Του. Κι ὁ Θεός, παρότι εἶναι «ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος» ὡς πρὸς τή φύση, ἀπὸ τὴν πολλὴ Του ἀγάπη πρὸς Ἐκείνους ποὺ τὸν ἀναζητοῦν, ἔγινε προσιτός καὶ προσεγγίσιμος, καταληπτός καὶ μεθεκτός, ἔγινε φῶς καὶ ἐνέργεια ἄκτιστη ποὺ κοινωνεῖ καὶ χαριτώνει τοὺς Ἁγίους σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ περίσταση.

Τὰ Ἅγια αὐτὰ πρόσωπα, ποὺ ἀξιώθηκαν θείων ἐμπειριῶν, αἰσθάνθηκαν τὴ μέγιστη χαρά, μὰ ἔπειτα καὶ λύπη μεγάλη. Χαρὰ ἀνεκλάλητη γιὰ τὴ θεία ἐπίσκεψη. Λύπη ἄφατη, γιατὶ ὁ Θεὸς μετὰ τὴν ἀποκάλυψή Του ἀποσύρεται πάντα ξανὰ στὴ σιωπή.

Γλυκὰ πληγώθηκε ἡ ψυχή τους ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ πῆραν ἀπόφαση νὰ ζήσουν κάθε στιγμὴ τοῦ βίου τους μὲ τρόπο τέτοιο ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ ἑλκύει τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔκαναν τὴ θεία ἐμπειρία βίωμα καθημερινό. Κάθε ἀνάσα καὶ κάθε πνοή τους ἔψαχνε τὸ Θεῖο, κάθε ἔργο καὶ κάθε κόπος προσφέρονταν στὴν ἀναζήτησή Του, κάθε λόγος καὶ κάθε προσευχή ἀποσκοποῦσαν στὴ σχέση μαζί Του. Κι ἦταν ἡ ζωὴ αὐτὴ ὄμορφη. Κι εἶχε νόημα αὐτὴ ἡ ζωή. Κι ἦταν μιὰ ζωὴ ἀληθινὴ ποὺ ἀντιστεκόταν στὰ πάθη, καὶ καταργοῦσε τὶς κακίες, και νικοῦσε τελικά τὸν ἴδιο τὸ θάνατο.

Κι ὅταν κάποιος ἔχει ζήσει μιὰ ζωὴ ὀμορφιᾶς καὶ ἀλήθειας, δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει τὸ βίωμα τῆς ἀσχήμιας καὶ τοῦ ψεύδους. Τοῦτο συνέβη καὶ στοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας. Κάποια πρόσωπα ποὺ προσέγγιζαν τὴν πίστη ἰδεολογικά, καὶ ὄχι ἐκκλησιαστικά, ἔκριναν πὼς ἡ προσκύνηση τῶν εἰκόνων ὁδηγεῖ σὲ λατρεία τῆς ὕλης, τοῦ κτιστοῦ κόσμου καὶ ὄχι τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ. Ὁ πειρασμὸς ποὺ ἀναφέρονταν ὑπαρκτός. Ἡ ἐπιχειρηματολογία τους ἔμοιαζε ἄρτια καὶ πλήρης. Τὰ ἐπιχειρήματα πού προέβαλαν λογικοφανή καὶ πειστικά. Ὁ λόγος τους φιλοσοφικός καὶ βαθυστόχαστος. Ο τρόπος τους ἔμοιαζε ἀνώτερος καὶ πνευματικός. Κι ὅμως οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας δὲν πείστηκαν ἀπὸ τὴ δική τους θεώρηση, δὲν ἀκολούθησαν τὴ δοξασία τῆς ἀπόρριψης τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Γιατί αὐτὸ συνέβη;

  Μὰ ἀκριβῶς γιατί οἱ λόγοι τῶν εἰκονομάχων δὲν εἶχαν σχέση μὲ τὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶχε ἐντάξει στὴ ζωή Της τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν εἰκόνων ἀπὸ πολὺ νωρίς. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ ἁγιογράφησε τὴν ὅψη τῆς Θεοτόκου. Τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ μορφὲς τῶν Ἁγίων βρίσκονται ἀποτυπωμένες ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς στὶς κατακόμβες. Οἱ πρῶτοι Ναοὶ κοσμήθηκαν ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων. Οἱ πιστοί τοποθέτησαν εἰκόνες τοῦ σαρκωμένου Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Μητρός Του, τῶν Ἁγίων Του στὰ σπίτια τους. Ἔζησαν ἀνάμεσα στὶς εἰκόνες, προσευχήθηκαν μπροστά σ’ αὐτές, κατέθεσαν πόνους καὶ παθήματα ἐνώπιόν τους, τὶς λιτάνευσαν σὲ καιροὺς εἰρήνης καὶ σὲ χρόνους δυστυχιῶν, δέχθηκαν θεραπεῖες καὶ θαύματα ἀπὸ τὴν προσκυνησή τους. Ἡ ζωή, ἡ πίστη καὶ ἡ εὐλάβεια τῶν χριστιανῶν ἦταν συνυφασμένη γιὰ αἰῶνες μὲ τὶς ἱερές εἰκόνες, γιατί ἡ τιμή «διαβαίνει στό πρωτότυπο».

Οἱ πολέμιοι τῶν εἰκόνων εἰσηγήθηκαν, καὶ τελικὰ προσπάθησαν νὰ ἐπιβάλουν μὲ τὴ βία, μιὰ ζωή χωρὶς εἰκόνες. Μιὰ ζωὴ ποὺ ὁ Θεὸς εἶναι ἀπόμακρος, ξένος, ἄγνωστος. Μιὰ ζωὴ ποὺ ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, τὸ πρόσωπό Του, τὸ σῶμα του, τὰ γεγονότα τοῦ βίου του ὑποτιμῶνται καὶ δὲν κρίνονται ἄξια ἰδιαίτερης ἀναφορᾶς. Μιὰ ζωὴ ποὺ στερεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁπτὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.

Μὰ πῶς νὰ συμφωνήσουν οἱ Θεόπτες Ἅγιοι, ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός, τούτη τὴν ἀλλαγή; Πῶς νὰ δεχθοῦν μιὰ ζωὴ χωρὶς τὴν ὅψη τοῦ Θεοῦ; Πῶς νὰ στερηθοῦν τὴ παρηγορία τῆς μορφῆς τῶν Ἁγίων; Πῶς νὰ ἐκφράσουν ἁπτὰ τὴν ἀγάπη τους χωρὶς τὸ ἄγγιγμα καὶ τὸν ἀσπασμό τῶν ἱερῶν εἰκόνων;

Ὁ δρόμος τοῦ βιώματος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε τοὺς ὑπέρμαχους τῶν εἰκόνων νὰ ἀπορρίψουν τὶς δοξασίες τῶν εἰκονοκλαστῶν. Ἔχοντας βιώσει τὴν ἀλήθεια, τὸ κάλλος, τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, μποροῦσαν νὰ ἀναγνωρίσουν ποιὰ δόγματα ἦταν ἀληθῆ καὶ ποιὰ ὁδηγοῦσαν στὴν πλάνη καὶ τὴν ἀπώλεια.

Αὐτὸν τὸν τρόπο τῶν Ἁγίων ἔχουμε κι ἐμεῖς, ἀγαπητά μου παιδιά, μεγάλη ἀνάγκη στοὺς δύσκολους καιρούς μας. Σήμερα ποὺ πολλὰ ἀκούγονται ἀπὸ πολλούς. Σήμερα ποὺ ὑπάρχει σύγχυση μεγάλη τόσο ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, ὅσο καὶ ἐξαιτίας τῆς πλάνης. Σήμερα πρέπει νὰ ἀκολουθήσουμε τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν ὁμολογητῶν τὸ παράδειγμα.

Πρέπει νὰ ζήσουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Κάθε τι ποὺ ἡ Ἐκκλησία κομίζει καὶ μᾶς προσφέρει ὑπάρχει γιὰ νὰ γίνει ζωὴ πίστης, ὁμορφιᾶς καὶ νοήματος. Πρέπει νὰ ζήσουμε καὶ νὰ χαροῦμε τὴ σχέση μας μὲ τὸ Θεό, μὲ τοὺς ἀδελφούς μας, μὲ τὴν κτίση ὅλη. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐλευθερία γιὰ τὸν χριστιανὸ ἀποτελοῦν κριτήρια ἀληθείας σὲ κάθε περίσταση τοῦ βίου. Ὁ ἄνθρωπος ὁ σφιγμένος, ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μπερδέψει τὴ μιζέρια μὲ τὴν πνευματικότητα, δὲν θὰ εἶναι δύσκολο νὰ ξεγελαστεῖ καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ ἕνα κίβδηλο δόγμα ἢ μιὰ πλανεμένη διδασκαλία.

Πρέπει ἐπίσης, τὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ τὸ κάνουμε λόγο. Τὰ ὅσα ζήσαμε μέσα στὴ μυστηριακὴ ζωή, μέσα στὸν κοινοτικὸ βίο, μέσα στὰ ἅγια καὶ στὰ καθημερινὰ καλούμαστε νὰ τὰ ἐκφράσουμε, νὰ τὰ περιγράψουμε καὶ νὰ τὰ μοιραστοῦμε μὲ τοὺς ἀνθρώπους γύρω μας. Μ’ αὐτὸν τον τρόπο θέτουμε τὴν ἐμπειρία μας ταπεινὰ στὴν κρίση τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἐμπιστευόμαστε τὸν κλειστό μας ἑαυτό, ἀλλὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα. Κι ἔτσι ὁ λόγος γίνεται διάλογος γόνιμος μεταξύ μας ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀλήθεια. Κι ὁ λόγος αὐτὸς παρηγορεῖ, θεραπεύει καὶ θαυματουργεῖ γιατὶ εἶναι γνήσια ἐκκλησιαστικός. Γιατί δὲν εἶναι λόγος ποὺ καταγγέλει καὶ διαμαρτύρεται ἀδιάκριτα, δὲν εἶναι λόγος ποὺ εἰσάγει ἔριδες καὶ σχίσματα. Ἀλλὰ εἶναι λόγος ἀγάπης καὶ ἑνότητας και θυσίας.

Ἔτσι ἡ ἐκκλησιαστική ζωή ἀνοίγεται σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ γίνεται πρόσκληση πρὸς κάθε πονεμένο ἄνθρωπο. Ὄχι ἀόριστη καὶ ἀσαφής, ἀλλὰ συγκεκριμένη καὶ σαρκωμένη, στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὴν Ἐκκλησία, στὴ ζωὴ τοῦ κάθε χριστιανοῦ, στὸ κάθε πρόσωπο.

Γιορτάζουμε σήμερα, ἀγαπητά μου παιδιά, τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν Ὀρθοπραξία, τὸ λόγο καὶ τὴν πράξη, τὴ θεωρία καὶ τὸ βίωμα. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύφθηκε στοὺς Πατέρες μας καὶ ἀποκαλύπτεται μυστικὰ καὶ σὲ μᾶς γιὰ νὰ πιστέψουμε καὶ νὰ ζήσουμε, γιὰ νὰ ἀγωνιστοῦμε καὶ νὰ εὐφρανθοῦμε, γιὰ νὰ φωτισθοῦμε καὶ νὰ ἀγιασθοῦμε. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται μυστικὰ καὶ σὲ μᾶς γιὰ νὰ μὴ χαθοῦμε στό σκοτάδι τοῦ ψεύδους ποὺ πάντα πειράζει τοὺς ἀγωνιστὲς μέσα στὸν κόσμο.

Εὐχόμαστε σὲ ὅλους, τούτη τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ νὰ ἀξιωθεῖτε νὰ βιώσετε τὴν Ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει καὶ ἀναπαύει, τὴν Ἀλήθεια ποὺ χαριτώνει καὶ σώζει, τὴν Ἀλήθεια ποὺ φωτίζει καὶ ἑνώνει.

   Εὔχομαι ἀπὸ καρδίας ἔτη πολλὰ καὶ καρποφόρος ἡ ἀρξαμένη Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή!

Μετά πατρικῶν εὐχῶν

Ο  Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)

Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας πού ἀκοῦμε τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν ἐκφράζει τήν πεποίθηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὅτι ἡ ἴδια βρίσκεται στόν κόσμο ὄχι σάν ἕνας κλῶνος στό δένδρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως πιστεύουν διάφοροι αἱρετικοί, ἀλλά σάν τό ἴδιο τό δένδρο, ἡ προέκταση κατ’ ἀλήθειαν τοῦ Κυρίου, «ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας» (ἱερός Αὐγουστίνος).

 «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν… ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν. Οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν…». «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξεν».

1. Ἡ πεποίθηση αὐτή σημαίνει πρῶτα ἀπό ὅλα ὅτι ἄν θέλει κανείς νά ἔχει ὀρθή σχέση μέ τόν Χριστό, ἄν θέλει νά Τόν δεῖ ἀνόθευτα καί γνήσια, πρέπει νά ἐνταχτεῖ στό σῶμα της, νά γίνει μέλος της, νά βαπτιστεῖ ὀρθόδοξος χριστιανός. Διότι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κρατάει στέρεη, μέ ἱστορικά στοιχεῖα καί ἀποδείξεις ἀλλά καί χαρισματικά μέ τό πλῆθος τῶν ἁγίων της, τήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τήν φανερώνει στόν κόσμο μέ σύνολη τή ζωή της. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ χριστιανός δέν ἔχει δική του πίστη καί κοσμοθεωρία. Ἡ πίστη του εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος (πρέπει νά) εἶναι συνειδητό μέλος. Ἄν ἐνδεχομένως διαφοροποιηθεῖ καί θελήσει νά ἔχει δική του πίστη, τότε παύει αὐτομάτως νά ἀνήκει καί στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ἔθεσε τόν ἑαυτό του ὑπεράνω τοῦ ὅλου, τοῦ σώματος - στήν πραγματικότητα κινήθηκε στόν δρόμο τῆς «αὐτοθεοποίησης», ἐπιλέγοντας τό ἐγώ του ὡς κριτήριο πάντων. 

2. Ἔτσι τό βασικό γνώρισμα τοῦ ὀρθοδόξου πιστοῦ εἶναι ἡ ὑπακοή («ἐλάβομεν χάριν καί ἀποστολήν εἰς ὑπακοήν πίστεως» (Ρωμ.1,5) θά ἐπισημάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος), ἄρα καί ἡ ταπείνωση – ταπείνωση καί ὑπακοή πάντοτε συνυπάρχουν. Γι’ αὐτό καί ἐπανειλημμένως τονίζεται ὅτι ὀρθόδοξος δέν εἶναι τόσο ὁ ἐνάρετος (κι ἴσως ὑπερήφανος), ὅσο ὁ ταπεινός. Κι ἡ ταπείνωση αὐτή κρίνει καί τή γνησιότητα τῆς ὅποιας νομιζομένης ἁγιότητας. Μέ ἄλλα λόγια ὁ θεωρούμενος ἅγιος εἶναι τόσο πιό πολύ ἅγιος, ὅσο εἶναι ἕτοιμος νά ὑπακούει στήν Ἐκκλησία, μέ τήν ὑπάρχουσα ἁγιοπνευματική συνοδική δομή της καί τούς κανονικούς ποιμένες της. Ποτέ κανείς πραγματικά ἅγιος ἄλλωστε δέν ἔθεσε τή δική του ἁγιότητα ὑπεράνω τῆς ἁγιότητας τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι οἱ μεγάλοι σύγχρονοι ἅγιοι Γέροντες, σάν τούς ὁσίους Πορφύριο, Παΐσιο, Ἰάκωβο, Σωφρόνιο, εἶχαν ἔντονο ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί παρέπεμπαν πάντοτε τούς ἀνθρώπους νά ἐνταχτοῦν στήν κανονική ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέλη τίμια τῆς ὁποίας ἦσαν καί εἶναι καί οἱ ἴδιοι.

(Ἄς ἀκούσουμε γιά παράδειγμα τόν συγκλονιστικό λόγο τοῦ ὁσίου Πορφυρίου, ἐπαναλαμβάνοντας παρόμοιο λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «προτιμῶ νά πλανῶμαι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας παρά νά εἶμαι ἅγιος ἐκτός αὐτῆς», ἤ αὐτά πού γράφει ἐκτεταμένα ἐπ’ αὐτοῦ σέ μιά ἐπιστολή του ὁ ὅσιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ: «Πιστεύω στόν Χριστό. Πιστεύω τόν Χριστό. Εἶμαι δεμένος μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἐμπιστεύομαι μόνον τόν Χριστό πού γνώρισα στήν Ἐκκλησία… Ὁ Χριστός, τόν Ὁποῖο μοῦ ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία! Δέν καταφρονῶ κανένα μέσο πού συντελεῖ στήν ἕνωσή μου μέ τόν Χριστό. Ἀλλά εἶναι ἄραγε δυνατό νά βροῦμε κάπου ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ μεγαλύτερη ἀφθονία αὐτά τά μέσα; Στήν Ἐκκλησία ἔχω τόν ἐνσαρκωθέντα Θεό μέ τρόπο, ὥστε νά τρῶμε καί νά πίνουμε τόν Θεό, νά ἀναπνέουμε τόν Λόγο Του. Μέ τό ὄνομά Του, τόν Λόγο Του, τή δύναμή Του τελοῦμε τά μυστήρια. Καί τά μυστήρια αὐτά δέν ἀποτελοῦν κάποια ἁπλά μόνο σύμβολα, ἀλλά ἀληθινή πραγματικότητα. Καί ὅλη ἡ πεῖρα αὐτό μαρτυρεῖ τόσο ὁλοφάνερα». Καί σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς σημειώνει τά ἑξῆς καταπληκτικά: «Ὁ χριστιανισμός δέν μπορεῖ νά μήν εἶναι ἐκκλησιαστικός, ἄν ἐξετάσουμε προσεκτικά τήν Ἐκκλησία ὡς σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἤ ὡς ἱστορικό φαινόμενο, ὡς κοινότητα τῶν χριστιανῶν… Τί εἶναι λοιπόν αὐτό πού μοῦ δίνει ἡ Ἐκκλησία; Τό βάπτισμα, τή μετάνοια, τήν κοινωνία, τήν ἱερωσύνη κλπ. Μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία, σύμφωνα πάντα μέ τό μέτρο τῶν δυνατοτήτων μου, γίνομαι κληρονόμος τῆς πιό μεγαλειώδους παραδόσεως πού ὑπάρχει στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας καί μέσα στήν Ἐκκλησία ζῶ συνεχῶς τήν πιό ζωντανή σχέση μέ τόν Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν Παῦλο καί τούς Ἀποστόλους, μέ τόν Ἀθανάσιο, τόν Βασίλειο καί τούς ἄλλους Πατέρες, μέ τόν Ἀντώνιο καί τον Σισώη, μέ τόν Μακάριο καί τόν Ἰσαάκ, μέ τόν Μάξιμο καί τόν Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, μέ τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ, τόν Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Αὐτοί εἶναι οἱ οἰκεῖοι μου, οἱ συγγενεῖς μου. Τούς παρέλαβα ὅμως στήν ἐκκλησιαστική τάξη. Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία ὁ σύνδεσμος μαζί τους ἐξασθενεῖ. Ἔστω καί σέ μικρότερο μέτρο, ζῶ ὅμως τήν ἴδια ζωή μέ αὐτούς. Διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας διαμορφώνω στή συνείδησή μου τήν εἰκόνα τοῦ ἀπό ἄπειρη ἀγάπη Ἐσταυρωμένου γιά τίς ἁμαρτίες μας Χριστοῦ. Εἰκόνα πού πάντοτε μέ πρᾶο, ἀλλά ἔντονο τρόπο, ἑλκύει τήν ψυχή μου! Καί νά, ὅλα αὐτά μοῦ δίνουν τή δύναμη νά ὑπομένω πολλά ἀνόητα διεστραμμένα, πού συναντᾶμε στό ἐκκλησιαστικό περιβάλλον»).

3. Εἶναι αὐτονόητο βεβαίως ἔτσι ὅτι ὀρθόδοξος δέν εἶναι ὁ ἁπλῶς ὀρθοδοξολογῶν, ἀλλά ἐκεῖνος πού ζεῖ τήν ὀρθόδοξη πίστη, πού τηρεῖ τό θέλημα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, ἐκεῖνος δηλαδή πού  κ α ί  πιστεύει στόν Χριστό, ἀλλά  κ α ί  ἀγαπᾶ τόν συνάνθρωπό του κατά τήν ἐντολή τοῦ Ἴδιου. Μία ὀρθοδοξολογία χωρίς τήν ἐμψύχωσή της ἀπό τήν ἴδια τή ζωή συνιστᾶ τόν ὁρισμό τῆς ὑποκρισίας καί τῆς πνευματικῆς νέκρας! «Ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν» (Ἰακ. 2, 26). «Πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλ. 5, 6). Ἡ ἐνεργοποίηση αὐτή τῆς πίστεως διά τῆς ἐν Χριστῶ ἀγάπης καθιστᾶ βεβαίως τόν ἄνθρωπο προέκταση τοῦ Χριστοῦ - ἕνας ἄλλος Χριστός ἐπί τῆς γῆς! Ὄπως τό ἀπεκάλυψε καί τό ὑποσχέθηκε ὁ Ἴδιος: «ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα» (Ἰωάν. 15, 5). Κι ὅπως τό κήρυσσαν καί οἱ Ἀπόστολοι: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20).

4. Κι ἔτσι οἱ ἅγιοί μας πού ἔζησαν καί ζοῦν τήν πίστη δείχνουν τό βάθος τῆς σημασίας καί τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν εἰκόνων - ὅ,τι ἑορτάζουμε ἱστορικά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας: ἀποκατέστησαν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τή ζοφωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέσα τους, γι’ αὐτό καί τιμώντας αὐτούς τόν Χριστό στήν πραγματικότητα τιμοῦμε καί δοξάζουμε. «…Τόν μέν (Χριστόν) ὡς Θεόν καί Δεσπότην προσκυνοῦντες καί σέβοντες, τούς δέ (ἁγίους) διά τόν κοινόν Δεσπότην, ὡς αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες, καί τήν κατά σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμοντες» κατά τή διατύπωση καί πάλι τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποτελεῖ ἑορτή ὄχι γιά θριαμβολογίες ἀλλά γιά πρόκληση προβληματισμοῦ πάνω στήν ποιότητα καί τῆς δικῆς μας πίστεως: ἄν πορευόμαστε μέ γνώμονα τήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ ἤ ἄν τήν ἀλλοιώνουμε μέ ξένα πρός αὐτήν στοιχεῖα. Κι ὁ Κύριος ὑπῆρξε ἀπόλυτος στό σημεῖο αὐτό: «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει» (Ματθ. 12, 30). Ἤ μαζί Του ἤ δυστυχῶς ἐναντίον Του!

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 1, 44-52)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται,  εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν  τὸν  υἱὸν  τοῦ Ἰωσὴφ  τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;  λέγει  αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου  καὶ ἴδε.  εἶδεν ὁ Ἰησοῦς  τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· Πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. ἀπεκρίθη Ναθαναήλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦΘεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψῃ. καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε  τὸν  οὐρανὸν ἀνεῳγότα,  καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, ὁ Ἰησοῦς ἀποφάσισε νά πάει στή Γαλιλαία. Βρίσκει τότε τόν Φίλιππο καί τοῦ λέει: «Ἔλα μαζί μου». Ὁ Φίλιππος καταγόταν ἀπό τή Βηθσαϊδά, τήν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέα καί τοῦ Πέτρου. Βρίσκει ὁ Φίλιππος τόν  Ναθαναήλ καί τοῦ λέει: «Αὐτόν πού προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς στόν νόμο καί οἱ προφῆτες, τόν βρήκαμε· εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ γιός τοῦ Ἰωσήφ ἀπό τή Ναζαρέτ». «Μπορεῖ ἀπό τή Ναζαρέτ νά βγεῖ τίποτα καλό;» τόν ρώτησε ὁ Ναθαναήλ. «Ἔλα καί δές μόνος σου», τοῦ λέει ὁ Φίλιππος. Ο Ἰησοῦς εἶδε τόν Ναθαναήλ νά πλησιάζει καί λέει γι' αὐτόν: «Νά ἕνας γνήσιος Ἰσραηλίτης, χωρίς δόλο μέσα του». «Ἀπό ποῦ μέ ξέρεις;» τόν ρωτάει ὁ Ναθαναήλ. Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε: «Προτοῦ σοῦ πεῖ ὁ Φίλιππος νά ’ρθεῖς, σέ εἶδα πού ἤσουν κάτω ἀπ' τή συκιά». Τότε ὁ Ναθαναήλ τοῦ εἶπε: «Διδάσκαλε, ἐσύ εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἐσύ εἶσαι ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ». Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ἐπειδή σοῦ εἶπα πώς σέ εἶδα κάτω ἀπό τή συκιά, γι' αὐτό πιστεύεις; Θά  δεῖς  μεγαλύτερα  πράγματα ἀπ' αὐτά».  Καί  τοῦ λέει:  «Σᾶς βεβαιώνω ὅτι σύντομα θά δεῖτε νά ἔχει ἀνοίξει ὁ οὐρανός, καί οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ νά ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν πάνω στόν Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εβρ. 11, 24-26, 32-40)

Ἀδελφοί, πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν,  μείζονα  πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ, ἀπέβλεπεν γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν. Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπιλείψει με γὰρ διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών, Ἰεφθάε, Δαυῒδ  τε  καὶ Σαμουὴλ  καὶ τῶν  προφητῶν,  οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο  βασιλείας,  εἰργάσαντο  δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον  στόματα  μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν  πολέμῳ,  παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον  γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως  τοὺς  νεκροὺς  αὐτῶν· ἄλλοι  δὲ ἐτυμπανίσθησαν,  οὐ προσδεξάμενοι  τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι  δὲ δεσμῶν  καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν  μηλωταῖς, ἐν  αἰγείοις  δέρμασιν, ὑστερούμενοι,  θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐπὶ ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, μέ τήν πίστη ὁ Μωυσῆς, ὅταν πιά μεγάλωσε, ἀρνήθηκε νά ὀνομάζεται γιός τῆς κόρης τοῦ Φαραώ· προτίμησε νά ὑποφέρει μαζί μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ, παρά ν' ἀπολαμβάνει τήν πρόσκαιρη ἁμαρτωλή ζωή.  Θεώρησε  μεγαλύτερο  πλοῦτο ἀπό  τούς  θησαυρούς  τῆς Αἰγύπτου τόν ἐξευτελισμό, σάν ἐκεῖνον πού ὑπέφερε ὁ Χριστός, γιατί ἀπέβλεπε στήν ἀνταπόδοση. Χρειάζεται νά συνεχίσω; Δέ θά μέ πάρει ὁ χρόνος  νά  διηγηθῶ γιά  τόν  Γεδεών,  τόν  Βαράκ,  τόν  Σαμψών,  τόν Ἰεφθάε, τόν Δαβίδ, τόν Σαμουήλ καί τούς προφῆτες. Μέ τήν πίστη κατατρόπωσαν  βασίλεια, ἐπέβαλαν  τό  δίκαιο,  πέτυχαν  τήν πραγματοποίηση  τῶν ὑποσχέσεων  τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν  στόματα λεόντων· ἔσβησαν τή δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τή σφαγή, ἔγιναν ἀπό ἀδύνατοι ἰσχυροί, ἀναδείχτηκαν ἥρωες στόν πόλεμο, ἔτρεψαν σέ φυγή ἐχθρικά στρατεύματα· γυναῖκες ξαναπῆραν πίσω στή ζωή τούς ἀνθρώπους τους, κι ἄλλοι βασανίστηκαν ὥς τόν θάνατο, χωρίς νά δεχτοῦν τήν ἀπελευθέρωσή τους, γιατί πίστευαν ὅτι μποροῦσαν ν' ἀναστηθοῦν σέ μιά καλύτερη ζωή. Ἄλλοι δοκίμασαν ἐξευτελισμούς καί μαστιγώσεις, ἀκόμη καί δεσμά καί φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν,  πέρασαν  δοκιμασίες,  θανατώθηκαν  μέ  μαχαίρι, περιπλανήθηκαν  ντυμένοι  μέ  προβιές  καί  κατσικίσια  δέρματα, ἔζησαν μέ στερήσεις, ὑπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις καί κακουχίες –ὁκόσμος δέν ἦταν ἄξιος νά ’χει τέτοιους ἀνθρώπους– πλανήθηκαν σέ ἐρημιές καί βουνά, σέ σπηλιές καί σέ τρύπες τῆς γῆς. Ὅλοι οἱ παραπάνω, παρά τήν καλή μαρτυρία τῆς πίστης τους, δέν πῆραν ὅ,τι τούς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Αὐτός εἶχε προβλέψει κάτι καλύτερο γιά μᾶς, ἔτσι ὥστε νά μή φτάσουν ἐκεῖνοι στήν τελειότητα χωρίς ἐμᾶς.