21 Μαρτίου 2022

ΝΙΚΑΣ ΤΟ ΕΝΑ ΚΑΙ ΝΙΚΑΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ!

 

ΔΕΥΤΕΡΑ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Πίστει ὡς Δαυίδ καί ἡμεῖς, τῆ ταπεινοφροσύνῃ καθοπλισθέντες ὡς ἄλλον Γολιάθ, τόν ὑπερήφανον νοῦν καταβεβληκότες, συνδιακόψωμεν καί μυριάδας παθῶν» (ωδή α΄ Τριωδίου).

(Όπως ο Δαυίδ με την πίστη νίκησε τον Γολιάθ, έτσι κι εμείς εξοπλισμένοι με την ταπεινοφροσύνη, αφού υποτάξουμε τον υπερήφανο νου μας σαν άλλο Γολιάθ, ας περικόψουμε διαμιάς και μυριάδες άλλες από τα πάθη μας).

Η ιστορία του Δαυίδ είναι γνωστή σε όλους: νεαρό παλληκάρι αυτός, αλλά με μεγάλη πίστη στον Θεό, νίκησε τον κατά πολύ ρωμαλεότερό του Γολιάθ – δείγμα ότι η ψυχική δύναμη που δίνει η πίστη στον Θεό οδηγεί σε νίκες που η λογική δεν διανοείται να αποδεχτεί! Το ίδιο όμως συμβαίνει και με κάθε πιστό, σημειώνει ο εκκλησιαστικός ποιητής Θεόδωρος. Άλλος Γολιάθ για κάθε εποχή και για κάθε άνθρωπο είναι η υπερηφάνεια του ίδιου μας του νου, δηλαδή ο μεγαλύτερος εχθρός από τον οποίο κινδυνεύουμε είναι ο ίδιος μας ο εαυτός με τα πάθη και τις αμαρτίες του. Διότι η υπερηφάνεια πράγματι θεωρείται η ρίζα της κάθε αμαρτίας, με την έννοια ότι αποκαλύπτει την πηγή κάθε κακού, τον εωσφορικό εγωισμό. Τι ήταν εκείνο που κατά τη Γραφή έριξε και τον πρώτο αρχάγγελο από την ουράνια θέση του και τον έκανε σατανά, διάβολο, Πονηρό; Η υπερηφάνεια. Όπως ο Ίδιος ο Κύριος έχει αποκαλύψει: «Έβλεπα τον σατανά να πέφτει από τον ουρανό σαν την αστραπή». Οπότε, η κάθε υπερήφανη σκέψη, είτε ως αντιληπτή κενοδοξία και φιλοδοξία και υπερεκτίμηση του εαυτού μας είτε ως υφέρπουσα και «μυστική» στην αίσθησή μας τάση και κατάσταση, συνιστά εκτροπή και ακολουθία των δαιμόνων, που φέρνει με μαθηματική ακρίβεια το «γκρεμοτσάκισμα» πνευματικά του ανθρώπου. Γι’ αυτό και αφενός θεωρείται ότι πίσω από κάθε «φούσκωμα» εγωιστικό του ανθρώπου ενεργεί ύπουλα ο Πονηρός, αφετέρου δεν υπάρχει άνθρωπος της πίστεως, Απόστολος, Πατέρας της Εκκλησίας, κάθε άγιος, που να μην έχει επισημάνει τον δαιμονισμό κυριολεκτικά της υπερηφάνειας και να μην τη θεωρεί ως τη χειρότερη δυνατή κατάσταση που μπορεί να περιπέσει ο άνθρωπος. Έχεις όλες τις αρετές, σημειώνουν, αλλά υπάρχει και μία έστω και κρυφή δόση υπερηφανείας για την ύπαρξή τους; Δεν έχεις τίποτε. Μάλλον έχεις πάρει τη «δόση» του θανάτου σου!

Η θεραπεία της καταστάσεως αυτής είναι μονόδρομος, που απαιτεί όμως τον διαρκή αγώνα του ανθρώπου μέχρι την τελευταία του πνοή – μέχρι να εκπνεύσουμε κινδυνεύουμε από το δηλητήριο αυτό! Κι αυτόν τον δρόμο υποδεικνύει ο υμνογράφος. Η ταπεινοφροσύνη είναι το φάρμακο, μάλλον είναι το υπερ-όπλο με το οποίο μπορεί ο πιστός να καταβάλει τον νέο Γολιάθ, τον κακό εγωιστή εαυτό του. Για να φτάσει πού; Στην αγκαλιά του Θεού! Να ζει ως αληθινός χριστιανός ενδεδυμένος Εκείνον που είναι η πηγή της ταπεινώσεως. «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία». Μαζί με τον Χριστό ως μέλη Χριστού μπορούμε να αντιπαρατασσόμαστε προς τον κάκιστο εαυτό μας, με την έννοια ότι και γνωρίζουμε αλλά και μπορούμε να στρεφόμαστε προς τα εκεί που είναι και λειτουργεί η χάρη του Θεού. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν».

Ο χριστιανός κάνει έτσι έναν «έξυπνο» πόλεμο: πολεμά αφήνοντας στα νώτα του κάθε υπερήφανο λογισμό – τον θέτει στην υπακοή του Χριστού, λέει ο απόστολος Παύλος -, γιατί πορεύεται «αφορών εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν». Η πορεία του με άλλα λόγια είναι να προσγειωθεί στην πραγματικότητα του γνησίου εαυτού του, εκεί που είναι ο Χριστός και όλη η Βασιλεία του Θεού, εγκαταλείποντας την ψευδαίσθηση και την απάτη της αμαρτωλής υπερηφάνειας. Κι αυτό σημαίνει, κατά τον Κύριο, ένα «βύθισμα» μέσα στην καρδιά μας. Διότι «η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστι». Υψοποιό από την άποψη αυτή δεν χαρακτηρίζουν την ταπεινοφροσύνη οι άγιοί μας; Διότι έτσι την όρισε πάλι ο ίδιος ο Θεός μας. «Ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Αλλά είναι μία ύψωση που πατάει σε στέρεο έδαφος: τις πτέρυγες του Πνεύματος του Θεού, και όχι στη «φαντασία» του νου που εξαπατάται από τον Πονηρό – η μεγαλύτερη απατεώνισσα είναι η αμαρτία, διδάσκει η Γραφή.

Και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος επισημαίνει και το γνωστό σε κάθε χριστιανό: την ώρα που αγωνίζεσαι για την ταπείνωση πάνω στα χνάρια του Χριστού, την ώρα που περικόπτεις δηλαδή κάθε υπερηφάνεια, εκείνη την ώρα διαμιάς περικόπτεις και όλα τα γεννήματά της, όλες τις «θυγατέρες» της. Και η υπερηφάνεια έχει πλήθος απογόνων, «μυριάδες παθών», για παράδειγμα: τον θυμό και την οργή, την υπερβολική λύπη, τη διάθεση επιβολής επί των άλλων, τη φιλαρχία, την απιστία, την απόγνωση! Το φίδι για να το σκοτώσεις λοιπόν το κτυπάς στο κεφάλι! Αμέσως πεθαίνει. Ό,τι συμβαίνει με τον μεγάλο αυτόν εχθρό!

ΤΙ ΕΤΡΩΓΑ ΚΑΙ ΤΙ ΤΡΩΩ!

ΔΕΥΤΕΡΑ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Βρῶσιν λελοιπώς ἀγγελικήν, παρωμοιώθην κτήνεσιν, ἐν τῷ σιτίζεσθαι τήν μοχθηράν κακίαν˙ ἀλλ’ οὖν ἐπιστρέφοντα, δέξαι με, ὥσπερ ἕνα τῶν μισθίων, οὐράνιε Πάτερ» (ωδή α΄).

(Αφού εγκατέλειψα την τροφή των αγγέλων, έγινα όμοιος με τα κτήνη, τρώγοντας την πονηρή κακία. Αλλά Ουράνιε Πατέρα, τώρα που επιστρέφω σε Σένα, δέξου με ως ένα των δούλων Σου).

Τον άσωτο υιό έχει ενώπιόν του ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ. Τον άσωτο που αποτελεί τον τύπο της αληθινής μετανοίας, συνεπώς εκείνον που χαρακτηρίζει όχι μόνο την περίοδο της Σαρακοστής, αλλά όλη τη ζωή του ανθρώπου – να θυμηθούμε τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη, ο οποίος έλεγε ότι ποθεί όλη η ζωή του να ήταν μία Σαρακοστή. Ο άσωτος λοιπόν αποτελεί το όραμα για κάθε πιστό, αφού χαράζει τον δρόμο της μετανοίας που εκβάλλει στο Σπίτι, δηλαδή την αγκαλιά του Ουράνιου Πατέρα. Το δεδομένο και πάλι για τον άγιο υμνογράφο που κινείται βεβαίως ευαγγελικά είναι η αγάπη του Θεού, που είναι όχι ο αυστηρός και εκδικητής Θεός, αλλά ο Πατέρας που το μόνο που κάνει είναι να ποθεί με ζήλο το κάθε παιδί Του, πότε δηλαδή θα θελήσει να ανταποκριθεί στην αγάπη Του. Αρκεί η θέλησή του αυτή να έχει όντως τα χαρακτηριστικά της αληθινής μετάνοιας: πρώτον, τη συναίσθηση ότι η αμαρτία ως απομάκρυνση από τον Θεό συνιστά μία κτηνώδη κατάσταση για τον άνθρωπο, με την έννοια της υποβίβασης και της υποδούλωσής του από τον αγγελικό επίπεδο στη διαστροφική κακία και πονηρία˙  δεύτερον, την κίνηση επιστροφής στον Θεό με διάθεση ταπείνωσης. Τα χαρακτηριστικά αυτά «συγκινούν» τον φιλάνθρωπο Πατέρα μας και Τον κάνουν να μας «κυνηγάει» με ανοιχτές αγκάλες!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Ιάκωβος ακολούθησε από μικρή ηλικία την ασκητική ζωή και καθάρισε την καρδιά του με τη νηστεία και τη λοιπή κακοπάθεια. Γι’ αυτό και η Εκκλησία τον εξέλεξε επίσκοπο. Ως επίσκοπος υπέμεινε πολλούς διωγμούς, γιατί πολεμούσε την πλάνη των εικονομάχων. Υπομένοντας τους διωγμούς και παλεύοντας με την πείνα και τη δίψα της εξορίας παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό».

Ο άγιος υμνογράφος Ιγνάτιος μένει έκθαμβος μπροστά στον ασκητή του Κυρίου όσιο Ιάκωβο. Διότι ενώ υπήρξε επίσκοπος της Εκκλησίας με σπουδαίο αγωνιστικό φρόνημα κατά της αιρέσεως της εικονομαχίας, η οποία αμφισβητούσε την ενανθρώπηση του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, και μάλιστα παρέθεσε το πνεύμα του εξαιτίας των κόπων των διωγμών που υπέστη από τους εικονομάχους, όμως το κέντρο βάρους της βιοτής του βρισκόταν στην ασκητική του διαγωγή. Η άσκησή του ως ακολουθία των εντολών του Κυρίου, δηλαδή ζώντας ως εσταυρωμένος και αυτός για τα πάθη του, ήταν η μόνιμη προτεραιότητά του, είτε απαρχής της ζωής του είτε στην εξέλιξή του είτε και στην επισκοπική του διακονία. Ένας ασκητής επίσκοπος θα ήταν ο τίτλος που χαρακτήριζε τη ζωή του. «Σηκώνοντας τον σταυρό στους ώμους σου, όσιε πάτερ, ακολούθησες επακριβώς τον Σταυρωθέντα Κύριο και μονάζοντας με πάνσοφο τρόπο μείωσες τα πάθη σου με την εγκράτεια» (ωδή α΄). Ο όσιος Ιάκωβος δηλαδή είχε κατανοήσει βαθύτατα ότι ακριβώς αυτός ήταν ο σκοπός της χριστιανικής πίστεως: να ακολουθεί τον Χριστό, διότι δι’ Αυτού Μόνου μπορεί να γίνει μέτοχος των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος και να έχει ζωντανή σχέση με τον Θεό. «Έγινες σκεύος που χώρεσε τα χαρίσματα του Πνεύματος από μικρός στην ηλικία» σημειώνει και πάλι ο υμνογράφος, «και έτσι έγινες πολίτης και κληρονόμος της βασιλείας του Θεού, μακάριε Ιάκωβε» (ωδή α΄).

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι την ασκητική θυσιαστική του διαγωγή ο ποιητής Ιγνάτιος τη θεωρεί όχι μόνο ως προϋπόθεση για τους υπέρ της αληθείας αγώνες του αλλά και γι’ αυτήν τη διακονία του στο θυσιαστήριο της Εκκλησίας. Πρόσφερε δηλαδή την αναίμακτη θυσία της θείας Λειτουργίας με τον τρόπο που θέλει ο Θεός και καθορίζει η Εκκλησία, διότι ο ίδιος βρισκόταν εσωτερικά στην ένταση του πνευματικού αγώνα όπου ο πιστός προσφέρεται ως θυσία στον Κύριο νεκρώνοντας την αμαρτία. Που σημαίνει: τότε η Θεία Λατρεία γίνεται ευάρεστη στον Θεό, όταν τη διακονούν άνθρωποι, κυρίως ο κληρικός αλλά και ο πιστός λαός, που «ματώνουν» στον αγώνα κατά της αμαρτίας. Δεν είναι τυχαίο επ’ αυτού ότι η εκκλησιαστική παράδοση καταγράφει περιπτώσεις κατά τις οποίες το Πνεύμα του Θεού «αργούσε» να κατέλθει προς μεταβολή των τιμίων δώρων, όταν στο θυσιαστήριο βρίσκονταν άνθρωποι βουτηγμένοι αμετανόητα στις αμαρτίες τους – το «αμετανόητα» φέρει το βάρος της φράσεως, διότι αμαρτωλοί έτσι κι αλλιώς είμαστε όλοι μας. «Ως καθαρό θύμα πρόσφερες τον εαυτό σου στον Κύριο με τη νέκρωση της αμαρτίας» εξηγεί ο άγιος υμνογράφος, «και έτσι ως Ιεράρχης που ζούσε κατά τον νόμο του Θεού πρόσφερες και τις αναίμακτες θυσίες σ’ Αυτόν» (ωδή γ΄).

Ο πνευματικός εσωτερικός αγώνας του οσίου Ιακώβου εκφραζόταν, μας λέει ο άγιος ποιητής, με τις άγρυπνες δεήσεις και προσευχές του στον Κύριο, με την εγκράτεια και τις νηστείες του, κατεξοχήν όμως με το κατά Θεόν πένθος του, τα αείρροα δάκρυά του, την αδιάκοπη εκζήτηση του πνεύματος της ταπεινοφροσύνης. Κι είναι τα στοιχεία αυτά που πράγματι αποδεικνύουν το πόσο φωτισμένος από τον Θεό ήταν ο όσιος και πόσο φως σκορπούσε και στην εποχή του αλλά και διαχρονικά σε όλους τους πιστούς της Εκκλησίας. Το ταπεινό φρόνημα δεν είναι αυτό που κυρίως τονίζει ο ίδιος ο Χριστός ως εκείνο που «μαγνητίζει» τη χάρη του Θεού; Το πένθος λόγω της επιγνώσεως της αμαρτίας δεν είναι εκείνο που φέρνει τα δάκρυα που καθαρίζουν την όποια βρομιά της ψυχής του ανθρώπου; «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν» και «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται» βεβαιώνει ο λόγος του Θεού. Ο Ιγνάτιος μάς αποκαλύπτει: «Λουόμενος, παμμακάριστε, συνεχώς από τα ρεύματα των δακρύων, φάνηκες καθαρό δοχείο του Πνεύματος» (ωδή δ΄). «Με την πολλή εγκράτεια, με την εκτενή αγρυπνία, όσιε, με την προσευχή και την κακοπάθεια, ζήτησες τον Θεό, ο Οποίος σε μετέθεσε προς τις άνω μονές» (ωδή ε΄). Και με ένα λόγο: «Όσιε ιεράρχα, υπήρξες ταπεινός και μετριόφρων και συμπαθής στους ανθρώπους, ακέραιος ψυχικά και σώφρων» (ωδή δ΄).

20 Μαρτίου 2022

Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ

Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ

Πρός

τό Χριστεπώνυμο Πλήρωμα

τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

 

Θέμα: «Περί τοῦ πολέμου στήν Οὐκρανία»

 

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ἡ Δι­αρ­κής Ἱ­ερά Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἑλ­λά­δος μέ αἴ­σθημα εὐ­θύ­νης ἐ­νώ­πιον τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς κοι­νό­τη­τος, κατά τήν συ­νε­δρί­αση Αὐ­τῆς τῆς 14ης Μαρ­τίου 2022, ἀ­σχο­λή­θηκε ἐ­πι­στα­μέ­νως καί μέ τό ζή­τημα τῶν τρα­γι­κῶν γε­γο­νό­των τοῦ πο­λέ­μου στήν Οὐ­κρα­νία.

Ἡ Ἱ­ερά Σύ­νο­δος, ἀ­φοῦ ἐ­νη­με­ρώ­θηκε ἀπό τόν Μα­κα­ρι­ώ­τατο Ἀρ­χι­ε­πί­σκοπο Ἀ­θη­νῶν καί πά­σης Ἑλ­λά­δος κ. Ἱ­ε­ρώ­νυμο τόσο γιά τίς ἐ­πι­στο­λές, τίς ὁ­ποῖες ἀ­πέ­στειλε πρός τόν Μα­κα­ρι­ώ­τατο Μη­τρο­πο­λίτη Κι­έ­βου καί πά­σης Οὐ­κρα­νίας κ. Ἐ­πι­φά­νιο καί τόν Μα­κα­ρι­ώ­τατο Πα­τρι­άρχη Μό­σχας καί πά­σης Ρω­σίας    κ. Κύ­ριλλο, ὅσο καί γιά τήν δι­α­βού­λευση πού εἶχε μέ τό ἁρ­μό­διο Ὑ­πουρ­γεῖο Με­τα­να­στευ­τι­κῆς Πο­λι­τι­κῆς, ὡς πρός τήν πα­ροχή βο­η­θείας πρός τούς ἐκ τοῦ πο­λέ­μου πρό­σφυ­γες, ἀ­πο­φά­σισε νά ἀ­πευ­θυν­θεῖ καί πάλι πρός τόν Ἱ­ερό Κλῆρο καί τόν εὐ­σεβῆ Ὀρ­θό­δοξο Λαό, ἐκ­φρά­ζον­τας τήν θλίψη καί τήν ἀ­γω­νία Της γιά τόν κα­τα­στρε­πτικό πό­λεμο πού δι­ε­ξά­γε­ται ἐναντίον τῆς Οὐ­κρα­νίας.

Ἡ Ἱ­ερά Σύ­νο­δος αἰ­σθά­νε­ται ἔν­τονο τό χρέος νά κα­τα­δι­κά­σει τήν βί­αιη εἰ­σβολή τῶν ρωσικῶν στρατευμάτων καί τόν πό­λεμο στήν Οὐ­κρα­νία καί νά ὑ­ψώ­σει φωνή δι­α­μαρ­τυ­ρίας γιά ὅλα τά, ὡς μή ὤ­φειλε, θύ­ματα τοῦ πο­λέ­μου καί ὅ­λους τούς δι­ω­κο­μέ­νους. Θρη­νεῖ γιά ὅ­σους θα­να­τώ­θη­σαν, ἀλλά καί γιά ὅ­σους ἀ­κόμη δο­κι­μά­ζον­ται καί δι­ώ­κον­ται.

Ὁ πό­λε­μος δέν εἶ­ναι κάτι και­νούρ­γιο στήν ἀν­θρώ­πινη ἱστο­ρία, ὅ­μως τοῦτο δέν τόν κα­θι­στᾶ, ὡς γε­γο­νός, λι­γό­τερο ἀπο­τρό­παιο. Ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός ἀρ­νεῖ­ται καί κα­τα­δι­κά­ζει τήν βία σέ ὅ­λες τίς μορ­φές της. Μά­λι­στα, ποτέ δέν χρη­σι­μο­ποί­ησε βία ἐ­ναν­τίον τῶν ἀν­θρω­πί­νων προ­σώ­πων, ἀ­κόμη κι ὅ­ταν ὁ Ἴ­διος τήν ὑ­πέ­στη παν­τοι­ο­τρό­πως.

Ἐξ ἐ­πό­ψεως Ὀρ­θο­δό­ξου, κα­νένα γε­γο­νός, κα­μία πρό­κληση, κα­μία ἐ­πι­δί­ωξη καί κα­μία πρό­φαση δέν δύ­να­ται νά δι­και­ο­λο­γή­σει τήν θη­ρι­ω­δία τοῦ πο­λέ­μου, ἡ φύση τοῦ ὁ­ποίου προ­ϋ­πο­θέ­τει τήν ἐ­πι­βολή τῆς βου­λή­σεως τοῦ ἰ­σχυ­ροῦ στόν ἀ­νί­σχυρο. Τοι­ου­το­τρό­πως, πα­ρά­γε­ται τό λε­γό­μενο «δί­καιο» τοῦ ἰσχυ­ροῦ, τό ὁ­ποῖο, βε­βαίως, δέν ἔ­χει κα­μία σχέση μέ τήν ἔν­νοια τῆς δι­και­ο­σύ­νης, τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς ἐ­λευ­θε­ρίας, πού εὐ­αγ­γε­λί­ζε­ται ὁ Χρι­στός.

Ὁ πό­λε­μος ὄχι μόνο δέν λύ­νει τά προ­βλή­ματα, ἀλλά ἐνερ­γεῖ πολ­λα­πλα­σι­α­στι­κῶς, ἀ­να­πα­ρά­γον­τας καί ἀ­να­τρο­φο­δο­τών­τας τόν κύ­κλο τῆς βίας, τοῦ μί­σους, τοῦ πό­νου, τοῦ ξε­ρι­ζω­μοῦ, τῆς προ­σφυ­γιᾶς, τῆς πεί­νας καί τῆς ἀ­πώ­λειας τῆς ἴ­διας τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζωῆς, πού ὡς Χρι­στι­α­νοί ὀ­φεί­λουμε νά σε­βό­μα­στε, νά προ­στα­τεύ­ουμε καί νά τι­μοῦμε.

Τίς ἡ­μέ­ρες αὐ­τές, ἡ Οὐ­κρα­νία βι­ώ­νει τόν πα­ρα­λο­γι­σμό καί τήν σκλη­ρό­τητα τοῦ πο­λέ­μου. Ἄ­μα­χοι βομ­βαρ­δί­ζον­ται, μέ θύ­ματα ἀ­κόμη καί παι­διά, κα­τα­στρέ­φον­ται Ἱ­ε­ροί Ναοί καί Ἱ­ε­ρές Μο­νές, ζω­τι­κές ὑ­πο­δο­μές καί μνη­μεῖα μα­κραί­ω­νης πο­λι­τι­σμι­κῆς ση­μα­σίας, στρα­τιές προ­σφύ­γων ἀ­να­ζη­τοῦν ἀ­πελ­πι­σμένα δι­ό­δους δι­α­φυ­γῆς. Ἐ­πι­πλέον, ἐλ­λο­χεύει ὁ κίν­δυ­νος μιᾶς πυ­ρη­νι­κῆς κα­τα­στρο­φῆς, ἐνῶ τί­ποτε δέν ἀ­πο­κλείει ὁ πό­λε­μος νά λά­βει παγ­κό­σμιες δι­α­στά­σεις.

Ἡ εὐ­θύνη πάν­των ἡ­μῶν τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Χρι­στι­α­νῶν ἔναντι αὐ­τῶν τῶν ὀ­λε­θρίων κα­τα­στά­σεων συ­νε­πά­γε­ται ἔμ­πονη προ­σευχή καί ἔν­τονη δράση δι­ότι καί ὁ Ἱ­δρυ­τής τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας, προ­σευ­χό­με­νος γιά τήν σω­τη­ρία μας, ἀ­νέ­λαβε, ἐν­τός τῆς ἱ­στο­ρίας, ρόλο ἐ­νεργό, ὁ ὁ­ποῖος Τόν ὁ­δή­γησε μέ­χρι τόν Σταυρό καί τόν θά­νατο, μέ σκοπό νά εὐ­αγ­γε­λι­σθεῖ τήν εἰ­ρήνη καί νά ἑ­νώ­σει τά πρίν δι­ε­στῶτα, δη­λαδή τόν ἄν­θρωπο μέ τόν Πλα­στουργό καί Θεό του.

Ὀ­φεί­λουμε, λοι­πόν, πρός δό­ξαν Θεοῦ νά πλη­ρο­φο­ρή­σουμε τήν δι­α­κο­νία μας. Ἡ Ἐκ­κλη­σία τῆς Ἑλ­λά­δος, σχε­τικά μέ τήν πα­ροχή ἀν­θρω­πι­στι­κῆς βο­η­θείας πρός τούς πρό­σφυ­γες, ἔχει ἤδη θέ­σει στήν δι­ά­θεση τῆς Πο­λι­τείας, σέ ἀ­γα­στή συ­νερ­γα­σία μέ τό ἁρ­μό­διο Ὑ­πουρ­γεῖο Με­τα­να­στευ­τι­κῆς Πο­λι­τι­κῆς, δο­μές τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πῆς Ἀ­θη­νῶν καί Ἱ­ε­ρῶν Μη­τρο­πό­λεων, κα­θώς καί ξε­νῶ­νες τῆς Ἀ­στι­κῆς Μή Κερ­δο­σκο­πι­κῆς Ἑται­ρείας «Συ­νύ­παρ­ξις» καί τοῦ Φι­λαν­θρω­πι­κοῦ Ὀρ­γα­νι­σμοῦ «Α­ΠΟ­ΣΤΟΛΗ», γιά τήν φι­λο­ξε­νία Οὐ­κρα­νῶν προ­σφύ­γων, ἰδίως παι­διῶν καί ἀ­συ­νό­δευ­των ἀ­νη­λί­κων. Ἐ­πι­προ­σθέ­τως, πολ­λές Ἱ­ε­ρές Μη­τρο­πό­λεις, σέ συ­νερ­γα­σία μέ φι­λαν­θρω­πι­κές ὀρ­γα­νώ­σεις καί φο­ρεῖς, προ­βαί­νουν σέ συγ­κέν­τρωση ἀν­θρω­πι­στι­κοῦ ὑ­λι­κοῦ, τό ὁ­ποῖο μέ φρον­τίδα τῶν προ­α­να­φερ­θέν­των φο­ρέων θά προ­ω­θη­θεῖ πρός τούς πλη­γέν­τες ἐκ τοῦ πο­λέ­μου.

Ταὐ­το­χρό­νως, ἡ Ἐκ­κλη­σία μας ἀ­νέ­λαβε τήν πρω­το­βου­λία καί σέ ἐκ­κλη­σι­α­στικό ἐ­πί­πεδο νά ἀ­πευ­θύ­νει ἔκ­κληση πρός τούς ἁρ­μο­δί­ους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἡ­γέ­τες μέ σκοπό τήν οὐ­σι­α­στική πα­ρέμ­βασή τους πρός τούς κο­σμι­κούς ἄρ­χον­τες τῆς δι­και­ο­δο­σίας τους γιά τόν τερ­μα­τι­σμό τοῦ πο­λέ­μου.

Τέ­κνα ἐν Κυ­ρίῳ ἀ­γα­πητά,

Ἡ Ἐκ­κλη­σία τῆς Ἑλ­λά­δος, ὅ­πως ἔ­πραξε καί στό πα­ρελ­θόν κατά τόν πό­λεμο καί τήν βί­αιη εἰ­σβολή στήν Σερ­βία, τό Κοσ­συ­φο­πέ­διο καί τήν χει­μα­ζο­μένη καί αἱ­μάσ­σουσα ἐπί πε­ντη­κον­τα­ε­τία ὅλη Κύ­προ μας, το­νί­ζει ἐκ νέου ὅτι καί στήν πε­ρί­πτωση τῆς εἰ­σβο­λῆς στήν Οὐ­κρα­νία ὁ πό­λε­μος δέν ἐ­πι­λύει ὁποι­εσ­δή­ποτε ἀν­θρώ­πι­νες δι­α­φο­ρές, ὅσο ση­μαν­τι­κές κι ἄν εἶ­ναι, σέ κοι­νω­νικό, ἐ­θνικό ἤ παγ­κό­σμιο ἐ­πί­πεδο.

Δυ­στυ­χῶς, μέσα ἀπό αὐ­τές τίς τρα­γι­κές κα­τα­στά­σεις φα­νε­ρώ­νε­ται καί ἡ ἀ­πο­τυ­χία μας ὡς ἀν­θρώ­πων καί εἰ­δι­κό­τερα ὡς Χρι­στι­α­νῶν, ἀ­κόμη καί ὡς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἡ­γε­τῶν, νά ζοῦμε μέσα στήν εἰ­ρήνη πού μᾶς κλη­ρο­δό­τησε ὁ Χρι­στός: «Εἰ­ρή­νην ἀφί­ημι ὑ­μῖν, εἰ­ρή­νην τήν ἐ­μήν δί­δωμι ὑ­μῖν» (Ἰω. 14,27).

Γι’ αὐτό καί προ­τρέ­πουμε πα­τρι­κῶς τό εὐ­σε­βές πλή­ρωμα τῆς Ἐκ­κλη­σίας, τόσο τούς ἐκ τοῦ ἱ­ε­ροῦ Κα­τα­λό­γου, ὅσο καί τούς εὐ­λα­βεῖς πι­στούς, σέ ἐγ­κάρ­δια προ­σευχή πρός τόν Ἄρ­χοντα τῆς Εἰ­ρή­νης, τόν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, μέ σκοπό νά φω­τί­σει τίς δι­ά­νοιες τῶν ἐ­χόν­των τήν κο­σμική ἐ­ξου­σία καί λαμ­βα­νόν­των ἀ­πο­φά­σεις, γιά τήν κατάπαυση κάθε πε­ραι­τέρω πο­λε­μι­κῆς ἐ­πι­βου­λῆς, τήν δι­ά­σωση τῶν ἀν­θρώ­πων καί τήν ἐ­πι­κρά­τηση παγ­κό­σμιας εἰ­ρή­νης.

Ἄς μᾶς κα­θο­δη­γή­σει ὅ­λους ἡ ἀ­γάπη τοῦ Θεοῦ, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­σους εὑ­ρί­σκον­ται στήν δεινή δο­κι­μα­σία τοῦ πο­λέ­μου, ὥ­στε νά δι­έλ­θουμε τό ὑ­πό­λοιπο στά­διο τῆς Ἁ­γίας καί Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς ἐν εἰ­ρήνῃ, με­τα­νοίᾳ καί φι­λαλ­λη­λίᾳ καί νά ἀ­ξι­ω­θοῦμε τῆς με­το­χῆς στό σω­τή­ριο γε­γο­νός τῆς Ἀ­να­στά­σεως τοῦ Χρι­στοῦ μας ἀ­κέ­ραιοι καί εἰ­ρη­νι­κοί.

Μετά πατρικῶν εὐχῶν καί ἀγάπης,

          † Ὁ Ἀ­θη­νῶν  Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρό­ε­δρος

† Ὁ Σά­μου καί Ἰ­κα­ρίας Εὐ­σέ­βιος

† Ὁ Φλω­ρί­νης, Πρε­σπῶν καί Ἐ­ορ­δαίας Θε­ό­κλη­τος

† Ὁ Κασ­σαν­δρείας Νι­κό­δη­μος

† Ὁ Σερ­ρῶν καί Νι­γρί­της Θε­ο­λό­γος

† Ὁ Σι­δη­ρο­κά­στρου Μα­κά­ριος

† Ὁ Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πίας Ἰ­ωήλ

† Ὁ Ἀρ­γο­λί­δος Νε­κτά­ριος

† Ὁ Θεσ­σα­λι­ώ­τι­δος καί Φα­να­ρι­ο­φερ­σά­λων Τι­μό­θεος

† Ὁ Με­γά­ρων καί Σα­λα­μῖ­νος Κων­σταν­τῖ­νος

† Ὁ Κε­φαλ­λη­νίας Δη­μή­τριος

† Ὁ Τρίκ­κης, Γαρ­δι­κίου καί Πύ­λης Χρυ­σό­στο­μος

† Ὁ Καρ­πε­νη­σίου Γε­ώρ­γιος

Ὁ Ἀρ­χι­γραμ­μα­τεύς

† Ὁ Ὠ­ρεῶν Φι­λό­θεος

19 Μαρτίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Β´ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)

Η Κυριακή Β΄ Νηστειών είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στον μεγάλο Πατέρα και Διδάσκαλό της άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, στο πρόσωπο του οποίου βλέπει τη συνέχεια της νίκης της κατά των αιρέσεων γενικώς, συνεπώς η Κυριακή αυτή προεκτείνει την προηγουμένη της Ορθοδοξίας. Ο άγιος Γρηγόριος έτσι δεν είναι για την Εκκλησία ένας απλός άγιος, αλλά σύμβολο και όρος Ορθοδοξίας, στου οποίου τη διδασκαλία κρίνεται το ορθόδοξο από το αντορθόδοξο και αιρετικό, το γνήσιο και αληθινό από το κίβδηλο και ψεύτικο. Από την άποψη αυτή η προσέγγιση του αγίου αυτού Πατρός αποτελεί προσέγγιση στα καθαρά νάματα της ορθόδοξης πίστης και γι’ αυτό στέρεα τροφή στον σύγχρονο πνευματικά πεινασμένο άνθρωπο της εποχής μας. Δεν θα σταθούμε στη ζωή και τη διδασκαλία του αναλυτικά.  Εκείνο που θα μας απασχολήσει και μάλιστα δι’ ολίγων, είναι η γνωστή προσευχή που αδιάκοπα έκραζε ο άγιος: «Φώτισόν μου, το σκότος, φώτισόν μου το σκότος, Κύριε

Ο άγιος Γρηγόριος προσευχόταν ο Κύριος να φωτίσει το υπάρχον σ’ αυτόν σκότος. Το σκότος που έβλεπε να υπάρχει στην ψυχή και την καρδιά του, το σκότος δηλαδή της αμαρτίας και των παθών. Αφετηριακό με άλλα λόγια σημείο της πνευματικής του ζωής ήταν η αναγνώριση της αμαρτωλότητάς του. Κι ίσως πει κανείς: άγιος αυτός και αναγνώριζε αμαρτωλότητα πάνω του; Αλλά τούτο ακριβώς συνιστά το σημάδι της αγιότητας. Ο άγιος, ως γνωστόν, δεν είναι αυτός που νιώθει αναμάρτητος – αυτό αποτελεί σύμπτωμα της πιο βαθιάς αμαρτίας και του υπάρχοντος δαιμονισμού του ανθρώπου, όπως το βλέπουμε στο πρόσωπο του κατακεκριμένου από τον ίδιο τον Κύριο Φαρισαίο της γνωστής παραβολής. Αντιθέτως: είναι εκείνος που έχει τη μεγαλύτερη συναίσθηση των αμαρτιών του, η οποία μάλιστα βαίνει αυξανόμενη, καθώς θέτει τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, ζώντας αδιάκοπα κάτω από τις ακτίνες του ήλιου της Δικαιοσύνης Του.  Όσο δηλαδή προσεγγίζει τον Θεό, τόσο και φωτίζεται στο να βλέπει και την παραμικρότερη κηλίδα της ψυχής του. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με ό,τι σ’ ένα κλειστό δωμάτιο:  λόγω του σκότους δεν βλέπει κανείς το τι υπάρχει, ενώ όταν αρχίζει να μπαίνει σ’ αυτό λίγο φως και στη συνέχεια περισσότερο φως,  βλέπει κανείς πια  και το παραμικρότερο σκουπιδάκι, και την ελάχιστη βρωμιά.

Ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα ζώντας σε κατάσταση ταύτισης με τον Χριστό – «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20) – ομολογούσε ενσυνείδητα και με πλήρη επίγνωση: «Χριστός ήλθε αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτός ειμι εγώ» (Α΄Τιν. 1, 15). Ο μέγιστος δηλαδή των αποστόλων, αυτός που κοπίασε περισσότερο όλων στη διάδοση του Ευαγγελίου, έβλεπε τον εαυτό του πρώτο στην κλίμακα των αμαρτωλών. Κι ας θυμηθούμε ότι ο προφήτης Ησαΐας, ευρισκόμενος ενώπιον του θρόνου του Θεού, κατά τη συγκλονιστική στιγμή της εν οράματι κλήσεώς του στο προφητικό αξίωμα (6, 1-12), νιώθει μικρός και βδελυκτός. «Ω, τάλας εγώ… Ότι άνθρωπος ων και ακάθαρτα χείλη έχων…εγώ οικώ και τον Βασιλέα Κύριον Σαβαώθ είδον τοις οφθαλμοίς μου». Η στάση ενώπιον του απολύτως αγίου Θεού τον οδηγεί αμέσως και στην επίγνωση της δικής του εμπαθούς καταστάσεως. Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν να συμβεί διαφορετικά και με τον άγιό μας, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Η μικρή αυτή προσευχή του «φώτισόν μου το σκότος» ήταν και είναι μία τρανή ένδειξη της μεγάλης αγιότητάς του.

Τι βλέπουμε όμως; Ενώ ο όσιος Πατήρ αναγνώριζε τη σκοτεινιά της αμαρτίας μέσα του, δεν απελπιζόταν. Ριχνόταν με ελπίδα στην αγκαλιά του Θεού μέσω της προσευχής και ζητούσε εναγώνια από Αυτόν τον φωτισμό Του. Η αίτηση αυτή φωτός από τον Θεό μπορεί να περιλαμβάνει βεβαίως μερικές μόνο λέξεις, περικλείει όμως απύθμενο βάθος θεολογίας, για την οποία αγωνίστηκε σ’ όλη του τη ζωή ο μεγάλος αυτός φωστήρας της Εκκλησίας. Διότι αυτή η εκζήτηση φωτός προϋποθέτει την πίστη ότι ο Θεός είναι φως, ότι ο άνθρωπος γίνεται φως καθόσον μετέχει του Θεού, και βεβαίως ότι υπάρχει η δυνατότητα σχέσεως του Θεού με τον άνθρωπο. Βάση συνεπώς της μικρής αυτής προσευχής αποτελεί η διάκριση στον Θεό της λεγομένης ουσίας και της ενεργείας – ή αλλιώς φωτός, δόξας, χάρης -  σ’ Αυτόν. Η διάκριση αυτή ιδιαιτέρως τονίστηκε και αναπτύχθηκε από τον άγιο Γρηγόριο, σε εποχή που παρουσιάστηκαν προβλήματα πίστεως τέτοια, που έθεταν ακριβώς σε αμφιβολία αυτήν τη δυνατότητα πραγματικής σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Ο άγιος Παλαμάς απάντησε στις προκλήσεις αυτές  με τον φωτισμό του Θεού και με την ανάπτυξη της προγενέστερης παράδοσης της Εκκλησίας.

Κατά τη διάκριση αυτή, ο Θεός είναι ουσία, ζει δηλαδή μέσα τον εαυτό Του, άρα είναι παντελώς απρόσιτος και αμέθεκτος και μακρινός από εμάς, μη δυνάμενος να γίνει γνωστός από οποιοδήποτε κτίσμα, είτε άνθρωπο είτε και άγγελο ακόμη, κι όχι μόνο σ’ αυτήν τη ζωή, αλλά και στη συνέχειά της, την αιώνια. Ο μόνος που γνωρίζει την ουσία του Θεού είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, ο Ίδιος δηλαδή ο Τριαδικός Θεός. Ταυτοχρόνως όμως ο Θεός είναι και ενέργεια, ζει δηλαδή και έξω από τον εαυτό Του, δημιουργώντας τον κόσμο και τον άνθρωπο, προνοώντας διαρκώς γι’ αυτόν, απολυτρώνοντάς τον, αγιάζοντάς τον, ερχόμενος άρα σε κοινωνία και μέθεξη μαζί του. Έτσι κατά τη διάκριση αυτή ο Θεός μας είναι μαζί μας και πέρα από εμάς, κοντινός και μακρινός, γνωστός και άγνωστος, παρών και απών. Γι’ αυτό και τίποτε επίγειο δεν μπορεί να θεωρηθεί μέτρο για την κατανόησή Του – ακόμη και η λέξη «ουσία» κατανοείται ως «υπερουσιότητα», πέρα από οτιδήποτε κτιστό – κι ακόμη: η σχέση μας μαζί Του κινείται πάντοτε μεταξύ της αγάπης και του φόβου ως συναίσθησης της απόστασής Του.

Η διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου περί της ουσίας και της ενεργείας του Θεού, (οι όροι ήταν φιλοσοφικοί, αλλά απλώς ενδεικτικοί και με επίγνωση της σχετικότητάς τους),  δεν ήταν κάτι νέο και ξένο ασφαλώς για την Εκκλησία μας. Αυτό θα σήμαινε μία Παλαμική θεολογία και όχι μία Εκκλησιαστική, δηλαδή του Χριστού θεολογία. Ο άγιος Γρηγόριος δεν έκανε τίποτε άλλο από το να αναπτύξει χάριτι Θεού την ήδη υπάρχουσα επί του θέματος παράδοση της Εκκλησίας, κι αυτήν την ανάπτυξη επικύρωσε η ίδια η Εκκλησία με Οικουμενικό κύρος έχουσες Συνόδους.  Ο άγιος Βασίλειος, για παράδειγμα, είχε ήδη μιλήσει γι’ αυτήν τη διάκριση, χωρίς όμως να διευκρινίσει αν οι ενέργειες του Θεού είναι κτιστές ή άκτιστες. Η προσφορά του αγίου Παλαμά έγκειται ακριβώς σ’ αυτό: διευκρίνισε ότι οι ενέργειες είναι άκτιστες, δηλαδή μιλώντας γι’ αυτές μιλάμε για τον Ίδιο και πάλι Θεό, που παρών προσωπικά γίνεται μεθεκτός από τον άνθρωπο, αρκεί βεβαίως αυτός να ανοίξει την καρδιά του και να θελήσει εν μετανοία να καθαρίσει τον εαυτό του από τα αμαρτήματά του. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι κέντρο της θεολογικής σκέψης του έγινε η θεοφάνεια της Μεταμόρφωσης του Κυρίου: εκεί το άκτιστο φως του Κυρίου γίνεται μεθεκτό από τους μαθητές Του, δίνοντάς τους έτσι τη δυνατότητα πραγματικής σχέσης με τη θεότητά Του.

Η Εκκλησία μας προβάλλει σήμερα τον άγιο Γρηγόριο, όπως είπαμε, ως όριο Ορθοδοξίας, αλλά και ως διαπρύσιο κήρυκα της χάρης και του φωτός του Θεού. Η προσευχή του «φώτισόν μου, το σκότος»  επιβεβαιώνει την αλήθεια αυτή και λειτουργεί παραδειγματικά και σε εμάς. Ας ευχηθούμε να γίνει και η δική μας προσευχή, με την πεποίθηση ότι λέγοντάς την όχι μόνο καλούμε τον Θεό να γίνει η λαμπάδα μέσα μας που θα φωτίζει το νου και τη ζωή μας, ώστε να πορευόμαστε τον δρόμο που οδηγεί στην αιώνια βασιλεία Του, αλλά και θα κατακαίει κάθε εμπαθή κίνηση της ψυχής μας και κάθε εναντίον μας δαιμονική επιρροή.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μάρκ. 2, 1-12)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Καπερναοὺμ· καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. Καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. Καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν  φέροντες,  αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων.  καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες  χαλῶσι  τὸν  κράβαττον, ἐφ ̓ ᾧ ὁ παραλυτικὸς  κατέκειτο. Ἰδὼν  δὲ ὁ Ἰησοῦς  τὴν  πίστιν  αὐτῶν  λέγει  τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; Καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς  τῷ πνεύματι  αὐτοῦ ὅτι  οὕτως  αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου  αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε  καὶ ἆρον  τὸν  κράβαττόν  σου  καὶ περιπάτει; Ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας, λέγει τῷ παραλυτικῷ. Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. Καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στήν Καπερναούμ καί διαδόθηκε ὅτι βρίσκεται σέ κάποιο σπίτι. Ἀμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ὥστε δέν ὑπῆρχε χῶρος οὔτε κι ἔξω ἀπό τήν πόρτα· καί τούς κήρυττε τό μήνυμά του. Ἔρχονται τότε μερικοί πρός αὐτόν, φέρνοντας ἕναν παράλυτο, πού τόν βάσταζαν τέσσερα ἄτομα. Κι ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά τόν φέρουν κοντά στόν Ἰησοῦ ἐξαιτίας τοῦ πλήθους, ἔβγαλαν τή στέγη πάνω ἀπό 'κεῖ πού ἦταν ὁ Ἰησοῦς, ἔκαναν ἕνα ἄνοιγμα καί κατέβασαν τό κρεβάτι, πάνω στό ὁποῖο ἦταν ξαπλωμένος ὁ παράλυτος. Ὅταν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τήν πίστη τους, εἶπε στόν παράλυτο: «Παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες». Κάθονταν ὅμως ἐκεῖ μερικοί γραμματεῖς καί συλλογίζονταν μέσα τους: «Μά πῶς μιλάει αὐτός ἔτσι, προσβάλλοντας τό Θεό; Ποιός μπορεῖ νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες; Μόνον ἕνας, ὁ Θεός». Ἀμέσως κατάλαβε ὁ Ἰησοῦς ὅτι αὐτά σκέφτονται καί τούς λέει: «Γιατί κάνετε αὐτές τίς σκέψεις στό μυαλό σας; Τί εἶναι εὐκολότερο νά πῶ στόν παράλυτο: "σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες" ἤ νά τοῦ πῶ, "σήκω, πάρε τό κρεβάτι σου καί περπάτα"; Γιά νά μάθετε λοιπόν ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου ἔχει τήν ἐξουσία νά συγχωρεῖ πάνω στή γῆ ἁμαρτίες» – λέει στόν παράλυτο: «Σ' ἐσένα τό λέω, σήκω, πάρε τό κρεβάτι σου καί πήγαινε στό σπίτι σου». Ἐκεῖνος σηκώθηκε ἀμέσως, πῆρε τό κρεβάτι του καί μπροστά σ' ὅλους βγῆκε ἔξω, ἔτσι πού ὅλοι θαύμαζαν καί δόξαζαν τό Θεό: «Τέτοια πράγματα», ἔλεγαν, «ποτέ μέχρι τώρα δέν ἔχουμε δεῖ!»

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εβρ. 1,10 - 2,3)

Κατ ̓ ἀρχάς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού  εἰσιν οἱ οὐρανοί· αὐτοὶ ἀπολοῦνται,  σὺ δὲ διαμένεις· καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον  παλαιωθήσονται,  καὶ  ὡσεὶ  περιβόλαιον ἑλίξεις  αὐτούς,  καί ἀλλαγήσονται· σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι. Πρὸς τίνα δὲ τῶν ἀγγέλων  εἴρηκέ ποτε· κάθου ἐκ  δεξιῶν  μου ἕως ἂν  θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; οὐχὶ πάντες εἰσὶ λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν; Διὰ τοῦτο δεῖ  περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μήποτε παραρρυῶμεν. Εἰ γὰρ ὁ δι' ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος,  καὶ πᾶσα  παράβασις  καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν,  πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα  τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας; ἥτις ἀρχὴν  λαβοῦσα  λαλεῖσθαι  διὰ τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀρχικά ἐσύ, Κύριε, στερέωσες τὴ γῆ κι ἔργο δικό σου εἶναι οἱ οὐρανοί. Αὐτοί  θά ἐξαφανιστοῦν, ἐνῶ ἐσύ  αἰώνια  παραμένεις.  Τά  πάντα  θά παλιώσουνε σάν ροῦχο. Σάν μανδύα θά τούς τυλίξεις, καί θ’  ἀλλάξουν. Ἐσύ ὅμως  παραμένεις  πάντα ὁ ἴδιος,  τά  χρόνια  σου  ποτέ  δέ  θά τελειώσουν. Σέ κανέναν ἀπ’ τούς ἀγγέλους δέν εἶπε ποτέ ὁ Θεός: Κάθισε στά δεξιά μου, ὡσότου ὑποτάξω τούς ἐχθρούς σου κάτω ἀπό τά πόδια σου. Δέν εἶναι, λοιπόν, ὅλοι οἱ ἄγγελοι πνεύματα πού ὑπηρετοῦν τόν Θεό κι ἀποστέλλονται ἀπ’  αὐτόν  γιά  νά  βοηθήσουν ὅσους  μέλλουν  νά σωθοῦν; Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς πρέπει νά μένουμε πιό σταθεροί στίς ἀλήθειες πού ἀκούσαμε, γιά νά μήν ξεστρατίσουμε ποτέ. Γιατί, ἄν ὁ λόγος πού δόθηκε ἄλλοτε  μέσω ἀγγέλων, ἀποδείχτηκε ἀληθινός,  κι ὅσοι  τόν παρέβηκαν ἤ δέν ὑπάκουσαν σ’ αὐτόν, δέχτηκαν τήν τιμωρία πού τούς ἔπρεπε,  πῶς  εἶναι  δυνατόν ἐμεῖς  νά  ξεφύγουμε, ἄν  δέ  δώσουμε  τήν προσοχή πού ταιριάζει σέ μιά τόσο σπουδαία σωτηρία; Τή σωτηρία αὐτή, πού ἄρχισε νά διακηρύττει ὁ Κύριος, μᾶς τή βεβαίωσαν ὅσοι ἄκουσαν τό λόγο του.

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ

«Σε πιστό που είχε επισκεφτεί τον όσιο Γέροντα Πορφύριο ο όσιος είπε: “Είδα καθαρά την ψυχή σου τώρα. Έχεις ψυχολογικές δυσκολίες που σε καθηλώνουν συχνά, αλλά έρχεται η χάρις του Χριστού και σε ελευθερώνει”. Ο άνθρωπος έμεινε έκπληκτος. Έλεγε έπειτα σε γνωστό του ότι κανείς δεν θα μπορούσε να περιγράψει τόσο εύστοχα την όψη αυτή της ψυχής του, όσο ο Γέροντας» (Οσίου Πορφυρίου, Ανθολόγιο συμβουλών, έκδ. Μεταμόρφωσις του Σωτήρος).

Οι ψυχολογικές δυσκολίες για τις οποίες κάνει λόγο ο όσιος Πορφύριος στον συγκεκριμένο πιστό που τον επισκέφτηκε, συνιστούν πια μία συνηθισμένη κατάσταση στην εποχή μας. Όχι λίγοι ή έστω πολλοί, αλλά πολυάριθμοι και ίσως όλοι οι ζώντες σήμερα παρουσιάζουμε περιστασιακά ή συχνότερα ψυχολογικά προβλήματα, δυσκολίες, εμπλοκές, τόσο που ο άλλος σπουδαίος μεγάλος Γέροντας όσιος Παΐσιος έλεγε ότι σήμερα οι άνθρωποι πάσχουν από αυτά τα τρία: τον καρκίνο, τα διαζύγια, τις ψυχικές παθήσεις. Από την άποψη αυτή ο λόγος του διορατικού μεγάλου Πορφυρίου έχει ξεχωριστή βαρύτητα, γιατί έβλεπε εν πνεύματι την κατάσταση της ψυχής των ανθρώπων.

Τι επισημαίνει ο άγιος στον ταλαίπωρο πιστό; Ότι οι ψυχολογικές του δυσκολίες τον καθηλώνουν συχνά, τον κάνουν δηλαδή να μην μπορεί να λειτουργήσει ελεύθερα, να μην μπορεί να αναπνεύσει ψυχικά και να χαρεί τη ζωή του, συνεπώς τον οδηγούν σε μία κατάσταση μελαγχολίας και σκότους. Και τι είναι εκείνο που δημιουργεί τις δυσκολίες αυτές; Ασφαλώς ο όλος περίγυρος της ζωής που ζούμε σ’ έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία – αρνητικά τα περισσότερα στοιχεία από όσα γίνονται και πράττονται παγκοσμίως αλλά και στην πατρίδα μας -, ο βαθμός από την άλλη της ευαισθησίας του χαρακτήρα μας – ένας ευαίσθητος άνθρωπος βιώνει πολύ πιο έντονα τις αρνητικές καταστάσεις -, αλλά επίσης αυτό που λέει και ο άγιος σε άλλο σημείο στον συγκεκριμένο άνθρωπο: η επήρεια του Πονηρού διαβόλου. Ο όσιος Πορφύριος έβλεπε ό,τι οι πολλοί δεν βλέπουμε, αλλά αισθανόμαστε και πρέπει να το πιστεύουμε: την παρουσία του Πονηρού που χαρά του έχει την ταλαιπωρία του κάθε ανθρώπου. Όπως το αποκαλύπτει και ο απόστολος Πέτρος: «ο αντίδικός μας διάβολος γυρίζει τον κόσμο σαν λιοντάρι που ωρύεται ζητώντας ποιον να καταπιεί»! Με τα συγκεκριμένα λόγια του οσίου: «Όταν σου κάνει κλοιό ο σατανάς και σε πιέζει, μη μένεις ακίνητος, όπως μερικοί που μελαγχολούν και σκέπτονται επί ώρες, σαν να τους απασχολούν πολύ σοβαρά προβλήματα, ενώ δεν συμβαίνει τίποτε απ’ αυτά˙ απλώς τους έχει καθηλώσει ο σατανάς».

Είναι πολύ παρήγορος ο λόγος του αγίου. Έχοντας καθαρή την εικόνα της ψυχής πολλών ανθρώπων, όπως του συγκεκριμένου επισκέπτη του, επισημαίνει ότι τις περισσότερες φορές τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε τελικώς δεν είναι προβλήματα, δεν υφίστανται. Ή κι αν υφίστανται είναι πολύ μικρότερα από ό,τι νομίζουμε. Οι λογισμοί μας είναι εκείνοι που «φουσκώνουν» τη θεωρούμενη πραγματικότητά μας, κάνοντάς μας να βλέπουμε ως βουνό εκείνο που είναι ένα… πετραδάκι! Κι αιτία γι’ αυτό είναι ακριβώς η παρουσία του Πονηρού. Πάνω στους λογισμούς μας «δουλεύει» ο διάβολος, εκείνος μας τοξεύει με την πλάνη της φαντασίας μας, οπότε δεν έχουμε θέα της αλήθειας αλλά του «έργου» που μας παίζει με μαεστρία. Είναι πολύ καλό εδώ να θυμηθούμε για μία ακόμη φορά με ό,τι συνέβη και με την αγία Μαρίνα, ευρισκόμενη μέσα στη φυλακή. Ο πονηρός θέλοντας να την φοβίσει και να την ταράξει, διότι ο φόβος είναι το κλίμα το δικό του, της παρουσίασε ενώπιόν της έναν μεγάλο δράκο. Και τι έκανε η αγία, η οποία σε πρώτη φάση όντως φοβήθηκε και πανικοβλήθηκε; Άρχισε την προσευχή, την καρδιακή και την έμπονη. Κι ο Χριστός την άκουσε αμέσως: το «θηρίο» το είδε στις πραγματικές του διαστάσεις, ως ένα μικρό μαύρο σκυλί, το οποίο το άρπαξε η αγία και μ’ ένα κτύπημα το διέλυσε.

Ποια η ολοκληρωμένη πρόταση επ’ αυτού λοιπόν του αγίου Πορφυρίου; Ο άνθρωπος την ώρα του πειρασμού από τον Πονηρό να μη μένει «ακίνητος». Να αντιδρά. Και πάλι με τα δικά του λόγια: «Να έχεις ετοιμότητα αντιδράσεως, να αντιστέκεσαι, να αποκρούεις την πολιορκία του σατανά, όπως ένας άνθρωπος που τον πιάνουν κάποιοι κακοποιοί και τον καθηλώνουν και τότε εκείνος κάνει μια απότομη κίνηση και τινάζοντας τα χέρια του, τους πετά από δω κι από κει, ξεφεύγει το σφίξιμό τους και στρέφεται προς άλλη κατεύθυνση, προς τον Χριστό, που τον ελευθερώνει». Να λοιπόν η λύση στα ψυχολογικά προβλήματα σ’ έναν μεγάλο βαθμό – γιατί υπάρχουν κι εκείνα που χρήζουν τον άλλο τρόπο δωρεάς του Θεού, την καταφυγή δηλαδή και στη βοήθεια των ιατρών: η με ζέουσα ορμή της ψυχής κινητοποίησή μας, δηλαδή η στροφή μας προς τον Χριστό, η επίκληση του αγίου ονόματός Του, η προσήλωσή μας προς την άγια μορφή Του. Στην πραγματικότητα η λύση που προτείνει ο άγιος είναι η μόνιμη λύση που μας δίδαξε ο ίδιος ο Θεός μας και φέρνει τη θεραπεία στα περισσότερα αρρωστήματα της ψυχής: να γαντζωθούμε πάνω στην κάθε λέξη των αγίων Του εντολών. Και μόνο η στροφή μας αυτή φανερώνει την καλή μας διάθεση, η οποία συγκινεί τον Θεό μας και μας δίνει την απευλευθερωτική χάρη Του. «Όποιος τηρεί τις εντολές του Θεού μένει μέσα στον Θεό και Εκείνος μέσα σ’ αυτόν». «Δείξτε ότι με αγαπάτε με την τήρηση των εντολών μου και εγώ θα σας φανερωθώ». Και ασφαλώς όπου υπάρχει η χάρη του Θεού εκεί δεν υπάρχει χώρος για την παρουσία του Πονηρού – καίγεται και εξαφανίζεται αμέσως.