10 Απριλίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΘΝΟ-ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε΄ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«Ο άγιος καταγόταν από την Πελοπόννησο. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς άνθρωποι, γι’  αυτό και τον ανέθρεψαν με φόβο Κυρίου. Σπούδασε στη Σμύρνη κι έζησε βίο αγγελικό, οπότε εξελέγη Μητροπολίτης της σπουδαίας αυτής πόλεως. Όταν χήρευσε ο Πατριαρχικός θρόνος Κωνσταντινούπολης, τον Γρηγόριο κάλεσαν και ψήφισαν για νέο Πατριάρχη. Δύο φορές εκδιώχθηκε χωρίς λόγο, καταφεύγοντας στο Άγιον Όρος, και δύο φορές ανακλήθηκε στη θέση του. Κατά την τρίτη Πατριαρχία του ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση, οπότε ο Γέρων Πατριάρχης προβλέποντας καθαρά τον θάνατό του που θα γινόταν για χάρη του Γένους, ατρόμητα ανέλαβε να σηκώσει τη θυσία του με καρτεροψυχία. Ανήμερα το Πάσχα του 1821, βλέποντας ο σουλτάνος τους ορθοδόξους λαούς να θέλουν να απελευθερωθούν, αποφασίζει να κρεμάσει τον Πατριάρχη σε αγχόνη. Τον άφησε κρεμασμένο στο ξύλο τρεις ημέρες, κι έπειτα τον εξέδωσε στους Εβραίους. Αυτοί τον κακοποίησαν και τον έσυραν σε όλες τις οδούς της Πόλεως, ρίχνοντάς τον τέλος στη θάλασσα. Η Πρόνοια όμως του Κυρίου κράτησε αβλαβές το λείψανό του, στέλνοντάς το σε χέρια ευσεβών. Έτσι ο μάρτυς Πατριάρχης «κατέφυγε» αισίως στο άσυλο των Ρώσων, όπου εκεί τον δέχτηκαν όπως πρέπει και τον κήδευσαν στην Οδησσό. Μετά 50 έτη έγινε η μετακομιδή των λειψάνων του, τα οποία τοποθετήθηκαν με λαμπρές εκδηλώσεις στη Μητρόπολη των Αθηνών, όπου και παραμένουν μέχρι σήμερα».

Δεν θα μας απασχολήσει η φιλολογία ιστορικών και μη περί τη βιοτή και τη θυσία του αγίου Γρηγορίου Ε΄- εκφεύγει των ορίων του κειμένου μας. Εκείνο που θέλουμε να πούμε είναι ό,τι κεντρικό τονίζει η ακολουθία του αγίου, που αναφέρεται στον διπλό χαρακτήρα, εθνικό και θρησκευτικό, του δι’  απαγχονισμού μαρτυρίου του.

Πρώτον. Ο Πατριάρχης οδηγείται στο μαρτύριο με απόλυτη αυτοσυνειδησία ότι ο θάνατός του θα λειτουργήσει ως αποκατάσταση των Ελλήνων στην προγονική τους δόξα. «Ποθώντας ο Πατριάρχης να αναλάβει και πάλι το γένος της Ελλάδας τη δόξα των προγόνων τους, υπέμεινε να αναρτηθεί στην αγχόνη από το δυσσεβές γένος, ο αθώος ως ένοχος». Κι ας προσέξουμε: όχι μόνο θέλοντας ή έχοντας μία διάθεση, αλλά «ποθώντας», που σημαίνει ότι έκαιγε στην καρδιά του η ακατανίκητη δύναμη για λύτρωση των Ελλήνων μέσω της θυσίας του – ό,τι πόθο είχε και ο άγιος Ιγνάτιος για τον «Εσταυρωμένο έρωτά του Χριστό». «Δεν μπορώ να ησυχάσω και να αναπαυτώ, μέχρις ότου δω το ελληνικό έθνος ελεύθερο από τη δουλεία».  

Για τον επίσκοπο υμνογράφο Νικόλαο Κοκκίνη (και τον επιμελητή επίσης επίσκοπο Αβέρκιο Λαμπίρη) είναι σαφές ότι η απόφαση θυσίας του Πατριάρχη ήταν απόφαση του ίδιου του Παντοκράτορος Κυρίου που επιθυμούσε την ελευθερία των υποδούλων διά του δούλου Του Γρηγορίου. «Ας δοξολογήσουμε οι πιστοί τον τρισυπόστατο Παμβασιλέα Θεό, που μας λύτρωσε διά του απαγχονισμού του θείου Πατριάρχου» σημειώνει. Για να εξαγγείλει παρεμφερώς αλλού ό,τι είπε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. «Ο Θεός έβαλε την υπογραφή Του για την ελευθερία της Πατρίδος μας και δεν την παίρνει πίσω» είπε ο Γέρος του Μοριά. «Ο Παντοκράτωρ έγραψε στους ουρανούς με τον κάλαμο της απόφασής Του, να λυτρωθεί το δικό Του Γένος από τον ζυγό» υμνολόγησε ο άλλος.

Και δεύτερον: η θυσία του Πατριάρχη σφραγίζεται από το χριστιανικό στοιχείο. Ο Πατριάρχης θυσιάζεται για το έθνος του, φανερώνοντας όμως την πιστότητά του στο ευαγγέλιο του Χριστού – «υπέρ πίστεως και του έθνους». Το μαρτύριό του ήταν ο μισθός της αγιότητάς του, «τό τελειωθῆναι δι’ αἵματος», γεγονός που έδειχνε τη χαρισματική πορεία όλης της ζωής του. Γιατί; Διότι ως διπλή κεφαλή: του Έθνους και της Εκκλησίας, κινητήρια δύναμη είχε την αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο – αυτό που χαρακτηρίζει κάθε μαθητή του Χριστού. «Πόσο γενναία και αδαμάντινη η ψυχή σου, αξιομακάριστε Γρηγόριε. Γιατί είχες ανένδοτη την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον».

Το μαρτύριό του έτσι πλαισιώνουν άγγελοι, αποκαλύπτει ο υμνογράφος: παρίστανται σ’ αυτό, του ετοιμάζουν στεφάνια την ώρα που απαγχονίζεται, του φορούν τα στεφάνια την ώρα που διασύρεται το τίμιο λείψανό του, του ετοιμάζουν τόπο μαζί με τους παλαιούς μάρτυρες για τη θριαμβευτική είσοδό του στη Βασιλεία του Θεού.

Κι ίσως εκείνο που μπορεί να περιγράψει τη στάση των πιστών Ελλήνων απέναντι στον άγιο ιερομάρτυρα να είναι αυτό που συνιστούν οι ίδιοι οι άγγελοι, όπως βάζει τα λόγια στο στόμα τους ο υμνογράφος στο συγκλονιστικό δοξαστικό του εσπερινού, συντεθειμένο αναλογικά προ το δοξαστικό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου σε οκτώ ήχους. «Οι υπέρτατες των ουρανών δυνάμεις που προπορεύονται μαζί με τον Δεσπότη Χριστό, κραυγάζουν στον όχλο που ακολουθεί (τη σορό του Πατριάρχη): Γιατί σίγησε η γλώσσα όλων σας και δεν φωνάζετε με δυνατή φωνή και θάρρος;  Να, έφθασε ο υπέρμαχος της Ελλάδος. Υψώστε τα χέρια και αποδώστε όλοι ευχαριστίες προς τον αρχιερέα πατέρα σας. Διότι μέσω αυτού πραγματοποιήθηκε η ποθητή σωτηρία μας των Ελλήνων. Δεν έχουμε δύναμη να τον υμνολογήσουμε, και πράγματι δεν είναι εύκολο να προσφέρουμε ύμνο αντάξιό του. Διότι ο τρόπος της ζωής του υπερβαίνει κάθε εγκώμιο».  

09 Απριλίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ)

«Τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ...καθαριεῖ τήν συνείδησιν ὑμῶν ἀπό νεκρῶν ἔργων εἰς τό λατρεύειν Θεῷ ζῶντι» ( ῾Εβρ. 9, 14)

Τά ἀναγνώσματα τῆς σημερινῆς ἡμέρας, ἐν ὄψει τοῦ ἐπικειμένου τέλους τῆς Σαρακοστῆς,  εἶναι εὐνόητο ὅτι ἀναφέρονται στή Σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου, τό μέν εὐαγγελικό στήν προαναγγελία τοῦ Πάθους καί τῆς ᾽Αναστάσεώς Του, τό δέ ἀποστολικό στό σωτηριῶδες ἀποτέλεσμα πού ἔφερε τό αἷμα τοῦ Κυρίου ἐπί τοῦ Σταυροῦ, τήν κάθαρση τῆς συνειδήσεως τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά μποροῦν νά λατρεύουν τόν ζωντανό καί ἀληθινό Θεό. «Τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ...καθαριεῖ τήν συνείδησιν ὑμῶν ἀπό νεκρῶν ἔργων εἰς τό λατρεύειν Θεῷ ζῶντι».

1. ῾Η λατρεία τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ εἶναι λοιπόν κατά τόν ἀπόστολο τό ἀποτέλεσμα τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου. Αὐτό πού δέν μποροῦσε νά πράξει ὁ ἄνθρωπος μέχρι τόν ἐρχομό ᾽Εκείνου, νά δεῖ καί νά λατρεύσει τόν ἀληθινό Θεό, λόγω τῆς ἁμαρτίας πού ὡς φράγμα εἶχε τεθεῖ μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ Δημιουργοῦ του, γίνεται πραγματικότητα μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, κατεξοχήν δέ μέ τό Πάθος Του ἐπί τοῦ Σταυροῦ, (Γέννηση καί Σταυρός εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένα), ἐπί τοῦ ῾Οποίου «αἴρει τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», «καταργεῖ τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας ἐν τῇ σαρκί Αὐτοῦ» καί συνεπῶς καταλάσσει, συμφιλιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεόν Πατέρα. ῾Ο ἄνθρωπος πιά ἐν Χριστῷ, ἐνσωματωμένος σέ ᾽Εκεῖνον, μπορεῖ νά σχετιστεῖ μέ τόν Θεό, μπορεῖ δηλαδή ἐν Πνεύματι ἁγίῳ νά κράξει «ἀββᾶ, ὁ Πατήρ», νά πεῖ τόν Θεό «Πατέρα», ἔχοντας παρρησία ἐνώπιόν Του, γιατί καθάρισε τήν ζοφωμένη εἰκόνα Αὐτοῦ στήν συνείδησή του ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, συνεπῶς ἄνοιξε ἐκ νέου τόν ἀπαρχῆς προορισμό τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁμοίωσή του μέ τόν Θεό.

Κι εἶναι τοῦτο ἡ βασικότερη ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας, ἡ ὁποία ἀπό τή μία τονίζει τόν ἀπόλυτο καί μοναδικό χαρακτήρα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας – «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία», καί: «᾽Εγώ εἰμι ἡ θύρα,  δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται» -  ἀπό τήν ἄλλη ἐνῶ ἀναγνωρίζει τά θετικά στοιχεῖα τῆς κάθε θρησκείας ὡς ἀναζήτησης τοῦ ἐσκοτισμένου ἀνθρώπου πρός εὕρεση τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖ ὅτι οἱ θρησκεῖες ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους τελικῶς σέ ἀδιέξοδο, διότι λατρεύουν  «δαιμονίοις καί οὐ Θεῷ», ἤ τά ἀποθεωμένα ἀπό τούς ἀνθρώπους ψεκτά πάθη τους. Κατά τόν λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου «πάντες ὅσοι ἦλθον πρό ἐμοῦ κλέπται εἰσί καί λησταί», συνεπῶς ὁ βόρβορος τῶν παθῶν τοῦ ἀνθρώπου ἐξακολουθεῖ καί ὑφίσταταται σ᾽ αὐτόν, μέχρις ὅτου βρεῖ τόν Κύριο καί καθαριστεῖ ἀπό τό Πνεῦμα Του.

2. Κι εἶναι γνωστό βεβαίως ὅτι μιλώντας γιά κάθαρση τῆς συνειδήσεως ὡς ἀποτέλεσμα τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου ἐννοοῦμε τήν ἐπί προσωπικοῦ ἐπιπέδου βίωσή της, ἡ ὁποία προϋποθέτει τήν ἔνταξη τοῦ πιστοῦ στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ τήν ᾽Εκκλησία. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι βεβαίως ὁ Κύριος ὡς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός «ἦρε τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» ἐπί τοῦ Σταυροῦ, λυτρώνοντας τόν ἄνθρωπο σέ ἕνα γενικό ἐπίπεδο, ὅμως ἡ ἐνεργοποίηση τῆς λύτρωσης αὐτῆς γιά τόν κάθε ἄνθρωπο μεμονωμένα πραγματοποιεῖται ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐνσωματωθεῖ στόν Χριστό μέ τήν δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου χρίσματος. ῞Οποια δωρεά λοιπόν ἀπέρρευσε ἀπό τόν Σταυρό, αὐτή γίνεται μεθεκτή στόν πιστό προσωπικά μέ τά παραπάνω μυστήρια, ἐνῶ ἐπεκτείνεται καί ἐπαυξάνεται κάθε φορά πού ὁ πιστός ἐν μετανοίᾳ μετέχει στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐκτός ἀπό χριστολογικό, ἔχει σαφῶς καί ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα.

3. ῎Ετσι ἡ κάθαρση τῆς συνειδήσεως ὡς ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἀναγκαστική φορά πρός τήν ἁμαρτία - ὅ,τι ὀνομάζουμε συνέχεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί τῆς φθορᾶς συνεπῶς πού φέρνει αὐτό – θεωρεῖται ὅρος γιά νά σχετίζεται ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό. Θεός καί βρώμικη συνείδηση ἐκ τῶν πραγμάτων εἶναι πραγματικότητες ἀσυμβίβαστες. ῾Ο ἀπόλυτα καθαρός Θεός ἐπαναπαύεται μόνο στήν καθαρή ἀπό τίς ἁμαρτίες συνείδηση τῶν ἁγίων Του.  Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ναί μέν καθαρίστηκε ἅπαξ ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, διά τοῦ ὁποίου ὅπως εἴπαμε γεύεται ὁ ἄνθρωπος τή δωρεά τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τήν ἁμαρτία ἐν τῷ αἵματι τοῦ Κυρίου, ὅμως ἐλλοχεύει ἀδιάκοπα ὁ κίνδυνος στήν ζωή αὐτή ἐκπτώσεως καί πάλι στήν ἁμαρτία καί συνεπῶς ἀμαυρώσεως τῆς συνειδήσεως. ῾Η λήθη δυστυχῶς, ἡ λησμονιά δηλαδή τῶν δωρεῶν τῆς πίστεως, εἶναι ἡ μόνιμη ἀπειλή γιά τό μέλος τοῦ Χριστοῦ. Λίγο νά μήν προσέξει ὁ πιστός ἐκπίπτει ἀπό τό ὕψος τῆς θέσης του ὡς προέκτασης τοῦ Χριστοῦ καί φανέρωσής Του μέσα στόν κόσμο, πολύ περισσότερο μάλιστα ὅταν εἶναι δεδομένη καί ἡ ἐναντίωση σέ αὐτόν τοῦ πονηροῦ διαβόλου, πού κατά τόν ἀπόστολο Πέτρο «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ».  

῾Η καθαρή συνείδηση λοιπόν ἐνῶ θεωρεῖται κάτι δεδομένο γιά τόν πιστό λόγω τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἀποτελεῖ ταυτοχρόνως  καί ἕνα μόνιμο ζητούμενο. Κι αὐτό τό ζητούμενο συνιστᾶ αὐτό πού ὀνομάζεται πνευματική καί ἀσκητική ζωή στήν ᾽Εκκλησία. Μέ ἄλλα λόγια ὅλη ἡ προσπάθεια τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ ἀφότου ἐνσωματώθηκε στήν ᾽Εκκλησία εἶναι πῶς θά διακρατήσει τήν καθαρότητα τῆς συνειδήσεώς του, πῶς δηλαδή θά διακρατήσει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πού τοῦ δόθηκε στό βάθος τῆς καρδιᾶς του, ὥστε νά ζεῖ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, νά λατρεύει τόν ζωντανό Θεό κατά τήν ἀρχική διατύπωση τοῦ ἀποστόλου.

4. Κι ἐννοεῖται ὅτι μιλώντας μέ τόν τρόπο αὐτόν γιά τή συνείδηση τοῦ πιστοῦ,  ἀπό τήν καλή ἤ τήν κακή κατάσταση τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή του, τήν κατανοοῦμε μέ τήν πνευματική της διάσταση. Δέν ἐννοοῦμε δηλαδή ὡς συνείδηση μόνο τήν ψυχολογική ἐκδοχή της: τήν αἴσθηση καί  ἐπίγνωση γιά παράδειγμα τοῦ ἑαυτοῦ ὡς ξεχωριστῆς ὀντότητος στόν κόσμο, διότι ναί μέν ἡ ἐκδοχή αὐτή εἶναι αὐτονόητα δεκτή, δέν εἶναι ὅμως ἐπαρκής γιά τήν θεολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας. Γιά τήν ᾽Εκκλησία μας ἡ συνείδηση θεωρήθηκε ἐξαρχῆς τῆς δημιουργίας παράλληλα μέ τήν φύση τό σκαλοπάτι πού ὁδηγεῖ σέ εὕρεση τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως δηλαδή διά τῆς φύσεως ὁδηγούμαστε σέ δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί μέ τήν συνείδηση: δόθηκε στόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό γιά νά μπορεῖ νά στήνει τήν σχέση του μέ ᾽Εκεῖνον. «Δύο διδάσκαλοι γεγόνασιν ἡμῖν ἐξαρχῆς, ἡ κτίσις καί τό συνειδός» κατά τόν ἀββᾶ Δωρόθεο.

Γιά νά πεῖ ὁ ἴδιος βιβλικοπατερικά πιό συγκεκριμένα: «῞Οταν ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, ἔσπειρε μέσα του κάτι τό θεῖο, ἕναν ζωηρό καί φωτεινό λογισμό πού ἦταν σάν σπινθήρας, φώτιζε τόν νοῦ καί τοῦ ἔδειχνε νά διακρίνει τό καλό καί τό κακό. Τοῦτο καλεῖται συνείδηση, πού εἶναι ὁ φυσικός νόμος. Αὐτόν τόν νόμο, δηλαδή τήν συνείδηση, ἀκολουθώντας οἱ πατριάρχες καί ὅλοι οἱ ἅγιοι πρίν ἀπό τόν γραπτό νόμο εὐαρέστησαν τόν Θεό. ῞Οταν αὐτή καταχώθηκε καί καταπατήθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους προοδευτικῶς διά τῆς ἁμαρτίας, χρειαστήκαμε τόν γραπτό νόμο, χρειαστήκαμε τούς ἁγίους προφῆτες, χρειαστήκαμε τήν ἴδια τήν ἐπιδημία τοῦ Δεσπότη μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ γιά νά τήν ξεσκεπάσει καί νά τήν ἀνοικοδομήσει, γιά νά ἀναζωογονήσει ἐκεῖνον τόν καταχωσμένο σπινθήρα διά τῆς φυλάξεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν του. Στό χέρι μας λοιπόν εἶναι τώρα πιά ἤ νά τήν καταχώσουμε πάλι ἤ νά τήν ἀφήσουμε νά λάμπει καί νά μᾶς φωτίζει, ἐάν πειθόμαστε σ᾽ αὐτήν...῎Ας προσπαθήσουμε λοιπόν νά φυλάξουμε τήν συνείδησή μας, ὅσο εἴμαστε σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο, χωρίς νά τῆς δώσουμε χῶρο νά μᾶς ἐλέγξει γιά κάτι, χωρίς νά τήν καταπατοῦμε σέ κάτι, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἐλάχιστο. Διότι γνωρίζετε ὅτι ἀπό τά μικρά αὐτά καί θά λέγαμε εὐτελῆ ἐρχόμαστε στήν καταφρόνηση καί τῶν μεγάλων».

Νά λατρεύουμε σωστά τόν ἀληθινό Θεό μας. Δηλαδή νά ζοῦμε σωστά τήν ἐκκλησιαστική καί μυστηριακή ζωή. ᾽Αλλά μέ παράλληλο ἀγώνα ἐπιμέλειας τῆς συνειδήσεώς μας: «ὡς πρός τόν Θεό, ὡς πρός τόν συνάνθρωπο, ὡς πρός τά πράγματα» (ἀββᾶς Δωρόθεος), πού σημαίνει ἀγώνα πάνω στήν ὁδό τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί στή μετάνοια. Χωρίς τόν ἀγώνα αὐτόν ἡ συνείδηση δέν μᾶς μιλᾶ, ἤ κι ἄν μᾶς μιλᾶ, καθοδηγεῖ λανθασμένα.  Τή μετάνοια αὐτή ὡς διαρκές πνευματικό βίωμα πού καθαρίζει τή συνείδησή μας  προβάλλει πάντοτε ἡ ᾽Εκκλησία μας, κατεξοχήν  σήμερα μέ τό συγκλονιστικό παράδειγμα τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Μέσα στήν ἀσωτία βουτηγμένη αὐτή ἐπί δεκαετίες, ἀνταποκρίθηκε στήν κλήση μετανοίας τοῦ Θεοῦ, ἐπιμελήθηκε τή συνείδησή της, τήρησε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, γι᾽ αὐτό καί ἀναδείχθηκε σέ ἐξαίρετο μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας πού λατρεύει ἀέναα πιά τόν ζωντανό Θεό καί πρεσβεύει καί γιά ἐμᾶς.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μάρκ. 10, 32-45)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα καί ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, ὅτι Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται. Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, πῆρε ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητές του κι ἄρχισε νά τούς λέει τά ὅσα ἦταν νά τοῦ συμβοῦν. «Ἀκοῦστε», τούς ἔλεγε· «τώρα πού ἀνεβαίνουμε στά Ἱεροσόλυμα, ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου θά παραδοθεῖ στούς ἀρχιερεῖς καί στούς γραμματεῖς, πού θά τόν καταδικάσουν σέ θάνατο καί θά τόν παραδώσουν στούς ἐθνικούς. Θα τόν περιγελάσουν, θά τόν μαστιγώσουν, θά τόν φτύσουν καί θά τόν θανατώσουν· καί τήν τρίτη ἡμέρα θ’ ἀναστηθεῖ». Πλησιάζουν τότε τόν Ἰησοῦ ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης, οἱ γιοί τοῦ Ζεβεδαίου, καί τοῦ λένε: «Διδάσκαλε, θέλουμε νά μᾶς κάνεις τή χάρη πού θά σοῦ ζητήσουμε». «Τί θέλετε νά κάνω γιά σᾶς;» τούς ρώτησε ἐκεῖνος. «Ὅταν θά ἐγκαταστήσεις τήν ἔνδοξη βασιλεία σου», τοῦ ἀποκρίθηκαν, «βάλε μας νά καθίσουμε ὁ ἕνας στά δεξιά σου κι ὁ ἄλλος στά ἀριστερά σου». Ὁ Ἰησοῦς τότε τούς εἶπε: «Δέν ξέρετε τί ζητᾶτε. Μπορεῖτε νά πιεῖτε τό ποτήρι τοῦ πάθους ποῦ θά πιῶ ἐγώ ἤ νά βαφτιστεῖτε μέ τό βάπτισμα μέ τό ὁποῖο θά βαφτιστῶ ἐγώ;» «Μποροῦμε», τοῦ λένε. Κι ὁ Ἰησοῦς τούς ἀπάντησε: «Τό ποτήρι πού θά πιῶ ἐγώ θά τό πιεῖτε, καί μέ τό βάπτισμα τῶν παθημάτων μου θά βαφτιστεῖτε· τό νά καθίσετε ὅμως στά δεξιά μου καί στά ἀριστερά μου δέν μπορῶ νά σᾶς τό δώσω ἐγώ, ἀλλά θά δοθεῖ σ’ αὐτούς γιά τούς ὁποίους ἔχει ἑτοιμαστεῖ». Όταν τ’ ἄκουσαν αὐτά οἱ ὑπόλοιποι δέκα μαθητές, ἄρχισαν ν’ ἀγανακτοῦν μέ τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη. Τούς κάλεσε τότε ὁ Ἰησοῦς καί τούς λέει: «Ξέρετε ὅτι αὐτοί πού θεωροῦνται ἡγέτες τῶν ἐθνῶν ἀσκοῦν ἀπόλυτη ἐξουσία πάνω τους, καί οἱ ἄρχοντές τους τά καταδυναστεύουν. Σ’ ἐσᾶς ὅμως δέν πρέπει νά συμβαίνει αὐτό, ἀλλά ὅποιος θέλει νά γίνει μεγάλος ἀνάμεσά σας πρέπει νά γίνει ὑπηρέτης σας· καί ὅποιος ἀπό σᾶς θέλει νά εἶναι πρῶτος, πρέπει νά γίνει δοῦλος ὅλων. Γιατί καί ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου δέν ἦρθε γιά νά τόν ὑπηρετήσουν, ἀλλά γιά νά ὑπηρετήσει καί νά προσφέρει τή ζωή του λύτρο γιά ὅλους».

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εβρ. 9, 11-14)

Ἀδελφοί, Χριστὸς παραγενόμενος Ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου, τοῦτ’ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως, οὐδὲ δι’ αἵματος τράγων καὶ μόσχων, διὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τὰ Ἅγια, αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος. Εἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ σποδὸς δαμάλεως ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότητα, πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὃς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ, καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι;

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ὁ Χριστός ἦρθε ὡς ἀρχιερέας τῶν ἀγαθῶν πραγμάτων πού προσμένουμε. Ἡ σκηνή στήν ὁποία μπῆκε εἶναι ἀνώτερη καί τελειότερη. Δέν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, μέρος δηλαδή αὐτῆς τῆς δημιουργίας. Ὁ Χριστός μπῆκε μιά γιά πάντα στά ἅγια τῶν ἁγίων, γιά νά προσφέρει αἷμα ὄχι ταύρων καί μοσχαριῶν, ἀλλά τό δικό του αἷμα· κι ἔτσι μᾶς ἐξασφάλισε τήν αἰώνια σωτηρία. Τό αἷμα τῶν ταύρων καί τῶν τράγων, καί τό ράντισμα μέ τή στάχτη τοῦ δαμαλιοῦ ἐξαγνίζουν τούς θρησκευτικά ἀκάθαρτους καθαρίζοντάς τους ἐξωτερικά. Πόσο μᾶλλον τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ! Αὐτός, ἔχοντας τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πρόσφερε τόν ἑαυτό του ἄψογη θυσία στό Θεό, κι ἔτσι θά καθαρίσει τή συνείδησή σας ἀπό τά ἔργα πού ὁδηγοῦν στό θάνατο, γιά νά μπορεῖτε νά λατρεύετε τόν ἀληθινό Θεό.

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Σαββάτῳ τῆς πέμπτης Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, ἑορτάζομεν τόν Ἀκάθιστον Ὕμνον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας».

Στίχοι: «Ὕμνοις ἀΰπνοις εὐχαρίστως ἡ Πόλις τήν ἐν μάχαις ἄγρυπνον ὑμνεῖ Προστάτιν» (Ευχαρίστως η Κωνσταντινούπολη υμνολογεί με άυπνους ύμνους την άγρυπνη στις μάχες Προστάτιδα Θεοτόκο).

Α. Η εορτή του Ακαθίστου καθιερώθηκε από την Εκκλησία μας, κατά το συναξάρι της ημέρας, λόγω των υπερφυών επεμβάσεων της Υπεραγίας Θεοτόκου – και επί αυτοκράτορος Ηρακλείου (πρώτες δεκαετίες 7ου αι.) όταν οι Άβαροι επιτέθηκαν στην αφύλακτη Βασιλεύουσα λόγω της απουσίας του αυτοκράτορος, και επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (τέλη 7ου αι.) όταν οι Αγαρηνοί τη φορά αυτή επιτέθηκαν και πάλι στην Πόλη – οπότε η θαυμαστή υπέροπλος δύναμή Της κατατρόπωσε τους εχθρούς και κράτησε ελεύθερο το κέντρο της αυτοκρατορίας. Προκειμένου λοιπόν να υπάρχει ανάμνηση των επεμβάσεων αυτών της Παναγίας και σ’ Εκείνην να αναγράφει τα νικητήρια η Πόλη ευχαριστώντας Αυτήν και τον Παντοκράτορα Κύριο και Θεό μας, καθιερώθηκε η συγκεκριμένη εορτή. Ακάθιστος δε ονομάστηκε  ο ευχαριστήριος ύμνος, διότι «ὀρθοστάδην» όλος ο λαός κατά τη νύκτα της νίκης ανέπεμψε τον ύμνο στην Μητέρα του Κυρίου. Και ποια άλλη αρχή μπορεί να υπάρξει των ευχαριστηρίων Της από ό,τι συνιστά την απαρχή της σωτηρίας δι’ Αυτής του ανθρωπίνου γένους: τον Ευαγγελισμό της;

Β. Το τροπάριο που συνοψίζει το γεγονός και τη θεολογία του Ευαγγελισμού είναι το κάθισμα που ακούγεται προ της ενάρξεως του Ακαθίστου Ύμνου.

«Τό προσταχθέν μυστικῶς λαβών ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσήφ σπουδῇ ἐπέστη ὁ Ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμῳ∙ Ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τούς Οὐρανούς χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί∙ ὅν καί βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν ἐξίσταμαι κραυγάζειν σοι∙ Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε».

(Ο αρχάγγελος Γαβριήλ αφού γνώρισε τη μυστική προσταγή του Κυρίου, έσπευσε να βρεθεί στον οίκο του Ιωσήφ του μνήστορος λέγοντας στην Παρθένο Κόρη Μαριάμ: Αυτός που κλίνει με την κατάβασή Του τους Ουρανούς χωρείται  χωρίς καμία αλλοίωσή Του ως προς τη θεϊκή Του φύση ολόκληρος μέσα σ’ εσένα. Και βλέποντας Αυτόν στη μήτρα σου να λαμβάνει μορφή δούλου (και να γίνεται άνθρωπος) φτάνω σε έκσταση που με κάνει να σου φωνάζω δυνατά: Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε).  

Ο θεολογικότατος ύμνος λοιπόν έχει ως κεντρικό πρόσωπο τον Ασώματο Αρχάγγελο Γαβριήλ και την περιγραφή της διακονίας που αναλαμβάνει από τον Παντοκράτορα Κύριο για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Και το πρώτο που επισημαίνει ο άγιος υμνογράφος είναι η απορία και η έκσταση στην οποία βρίσκεται ο λειτουργός του Κυρίου, διότι το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου ήταν κρυμμένο και από τους ίδιους τους αγγέλους – καμία κτιστή φύση, ούτε και των πιο υψηλά ισταμένων Αρχαγγέλων, δεν γνώριζε την απόφαση αγάπης του Δημιουργού: ήταν το «χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον μυστήριον»! Κι αυτό το μυστήριο έπρεπε επιπλέον να διαφυλαχθεί άχρι καιρού «μυστικό». Η απορία του αρχιστρατήγου Γαβριήλ επιτείνεται και φτάνει στο απόλυτο βεβαίως από ό,τι του αποκαλύπτει ο Κύριος: όχι μόνον θα σώσει τον άνθρωπο, αλλά θα τον σώσει γινόμενος ο Ίδιος άνθρωπος, κι αυτό μέσα από μία μικρή κόρη σε μία εντελώς άσημη πολίχνη του Ισραήλ, τη Ναζαρέτ. Ο Παντοκράτωρ και Παντοδύναμος Θεός περικλείεται και «χωρεῖται» στη μήτρα μίας μικρής κοπέλας, χωρίς να σταματά να είναι το ίδιο Θεός!

Ουδέποτε βεβαίως κτιστή διάνοια όπως είπαμε, αγγελική ή αρχαγγελική ή και ανθρώπινη ακόμη, θα μπορούσε να φανταστεί το σχέδιο αυτό του Θεού – εδώ στηρίζεται ας σημειώσουμε παρενθετικά και η έκπληξη του «Άδη» που δέχεται άνθρωπο όπως νομίζει, κατά την ανθρωπομορφική εποπτεία της υμνολογίας, και του αποκαλύπτεται Θεός! Γι’ αυτό και η θεία οικονομία χαρακτηρίζεται μυστήριο, όπως συμβαίνει σε κάθε επέμβαση ασφαλώς του Θεού, και μάλιστα «μέγα μυστήριον». Το σημειώνει έκθαμβος και ο απόστολος Παύλος: «Ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον∙ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Και σε άλλο σημείο, μιλώντας για τον Δημιουργό που ενανθρώπησε: «Ἐν Αὐτῷ (τῷ Χριστῷ) κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς». Και η εξήγηση βεβαίως που θα δώσει έπειτα ο ίδιος ο Κύριος ως άνθρωπος για την ακατανόητη αυτή ενέργειά Του είναι ότι ο Θεός είναι αγάπη. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν μονγενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον». Η άπειρη Αγάπη του Θεού ερμηνεύει όλα τα ακατανόητα, όπως γίνεται και σε ανθρώπινο πια επίπεδο: όπου υφίσταται αληθινή αγάπη, εκεί διανοίγεται και φωτίζεται ο νους ώστε να κατανοήσει όλα τα κεκρυμμένα!

Στα μάτια του Αρχαγγέλου η μικρή κόρη Μαριάμ εξέρχεται των φυσικών απλών ορίων. Μετέχοντας της ενέργειας του Θεού γίνεται και αυτή «άκτιστη», η ίδια γίνεται μυστήριο: έκτοτε θα είναι η «Κεχαριτωμένη», η «Νύμφη ἀνύμφευτος» - ποτέ πια δεν θα μπορεί να προσεγγιστεί διά της λογικής και των ανθρωπίνων ακριβώς δυνάμεων. Κάθε προσέγγισή της θα περιέχει ταυτοχρόνως και τη θεώρηση του Υιού και Θεού της, μία πραγματικότητα που και η ίδια η Παναγία σταδιακά θα κατανοεί, κυρίως δέ όταν κι αυτή θα λάβει το Πνεύμα το Άγιον την ημέρα της Πεντηκοστής. Διότι κανείς χωρίς το Πνεύμα του Θεού δεν μπορεί να δει το φως του Θεού στην ύπαρξή του και οπουδήποτε αλλού. «Ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς».

Κι εκείνο που μας συγκινεί και μας παραδειγματίζει ιδιαιτέρως στη διακονία του αγίου Γαβριήλ, τέλος, είναι η ανταπόκρισή του στο κέλευσμα του Δημιουργού του: παίρνει την εντολή και «σπουδῇ», με βιάση δηλαδή, βρίσκεται στον τόπο της αποστολής του. Ό,τι ο Κύριος στην προσευχή που μας δώρισε, το «Πάτερ ἡμῶν», αποκαλύπτει, αυτό και βλέπουμε έμπρακτα στο πρόσωπο του αρχαγγέλου. Τι λέει ο Κύριος: «γενηθήτω τό θέλημά Σου, ὡς ἐν Οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς». Το θέλημα του Θεού είναι αμέσως εκτελεστό από τους αγίους αγγέλους – «όλος ο ουρανός και όλοι οι άγιοι ένα θέλημα έχουν» όπως σημειώνει ο όσιος Σωφρόνιος, «εν αντιθέσει με εμάς τους ανθρώπους, που όλοι έχουν το δικό τους θέλημα» - όλοι οι άγγελοι λοιπόν έχουν ήδη κινηθεί και έχουν τεθεί σε ενέργεια, μόλις και μόνον νεύει προς αυτούς ο παντοδύναμος Κύριος. Κι αυτό γιατί; Γιατί και ο ίδιος ο Υιός και Λόγος του Θεού έτσι αποκαλύπτεται, ως ο απόλυτα υπήκοος στο θέλημα του Θεού Πατρός, γι’ αυτό και έκτοτε, με πρώτη την Παναγία, η υπακοή είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητας ενός χριστιανού. Υπακοή ως ελεύθερη επιλογή πίστεως στον Κύριο και την Εκκλησία Του, που φανερώνει την αλήθεια της από τη γνήσια ταπείνωση και την άδολη αγάπη.

08 Απριλίου 2022

ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

«Ο όσιος Πορφύριος τόνιζε ότι εκείνο που τον είχε βοηθήσει πάρα πολύ, ήταν η μελέτη και η ενασχόληση, η σχολή – κατά το «σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμι Κύριος ο Θεός» - στα υμνογραφικά, κυρίως, κείμενα της Εκκλησίας μας. Πολύ αγαπούσε τους ύμνους της Εκκλησίας μας και του άρεσε να τους διαβάζει,  να τους απαγγέλλει και να τους ψάλλει. Οι ύμνοι, αυτοί οι πνευματικοί θησαυροί της Ορθοδοξίας μας, υπομνηματίζουν κατά τον καλύτερο τρόπο την Αγία Γραφή, την Ορθόδοξη παράδοσή μας, τα πατερικά κείμενα, τη δογματική της Εκκλησίας και όλη τη θεολογία» (Από το Ανθολόγιο Συμβουλών οσίου Πορφυρίου ιερομονάχου, έκδ. Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, Μήλεσι Αττικής).

Αν ένας τόσο μεγάλος όσιος της Εκκλησίας, σαν τον όσιο Πορφύριο, ομολογούσε ότι η μελέτη των υμνογραφικών κειμένων της Εκκλησίας τον έχει βοηθήσει πάρα πολύ για την πνευματική του προκοπή, τι θα έπρεπε να πούμε οι περισσότεροι χριστιανοί που βρισκόμαστε ακόμη στα πρώτα σκαλοπάτια, αν βρισκόμαστε κι εκεί, της πνευματικής ζωής! Και η εξήγηση που δίνει είναι πράγματι αυτό που μπορεί να επιβεβαιώσει και ο ελάχιστος πιστός, αν έχει κάποια σχέση με την Εκκλησία και την Αγία Γραφή: ότι στην εκκλησιαστική υμνολογία αποτυπώνεται όλη η θεολογία της Εκκλησίας, αγιογραφική και πατερική. Οι ύμνοι της Εκκλησίας τι άλλο είναι παρά τραγουδισμένη η Αγία Γραφή και η Πατερική παράδοση; Όπως το ίδιο συμβαίνει και με τις ακολουθίες των αγίων μας. Οι ύμνοι γι’ αυτούς δεν αποτελούν την εμμελή απόδοση του βίου τους, ενός βίου που είναι το ενσαρκωμένο ευαγγέλιο; Γι’ αυτό και έλεγε ο ίδιος όσιος ότι ο πιστός που μελετά τους ύμνους και τα λειτουργικά κείμενα, ιδίως μάλιστα το βιβλίο της Παρακλητικής, σε λίγο χρόνο εμβαθύνει στα της πίστεως σαν εκείνον που παίρνει πτυχίο μίας θεολογικής Σχολής!

Χρειάζεται όμως να προσέξουμε λίγο τα λόγια του μεγάλου οσίου. Διότι χρησιμοποιεί λέξεις που αποτελούν τις προϋποθέσεις για τη μελέτη των ύμνων – αποκαλύπτουν τη δική του θερμουργό εσωτερική στάση απέναντι στην εκκλησιαστική ποίηση. Και πρώτον, για τον άγιο οι ύμνοι συνιστούν «τους πνευματικούς θησαυρούς της Ορθοδοξίας». Περιέχουν δηλαδή υπό την εικόνα των γραμμάτων το κάλλος και την ομορφιά της αποκάλυψης εν Χριστώ του Θεού, ό,τι χαρακτήριζε ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ως «απόθετον κάλλος», κρυμμένη ομορφιά, τα λόγια της Γραφής. Οπότε κάτω και πίσω από τις λέξεις, τις δοσμένες μάλιστα μ’ έναν μοναδικό τρόπο: το βυζαντινό εκκλησιαστικό μέλος που γλυκαίνει τις καρδιές, φέρεται το Πνεύμα του Θεού, η χάρη του Θεού, όπως το δηλώνει και ο απόστολος Πέτρος για τους λόγους των προφητών: «υπό πνεύματος αγίου φερόμενοι ελάλησαν άγιοι του Θεού άνθρωποι», οι άγιοι του Θεού προφήτες εμπνεόμενοι από το Πνεύμα του Θεού μίλησαν. Θα έλεγε κανείς ότι στα λόγια της Γραφής, αλλά και στα υμνολογικά κείμενα της Εκκλησίας, έχουμε μία εικόνα του ανθρώπου με την ψυχή και το σώμα του. Ψυχή και πνεύμα στα κείμενα είναι η πνοή του Παρακλήτου Πνεύματος, σώμα οι λέξεις που ενδύουν την πνοή αυτή. Γι’ αυτό και ο πιστός της Εκκλησίας αισθάνεται τη δύναμη των λόγων αυτών, που καθαρίζουν την ψυχή του, θερμαίνουν τη διάθεσή του, κατανύσσουν την καρδιά του, δημιουργούν το κλίμα της μετανοίας στο οποίο μπορεί και επαναπαύεται ο Θεός. «Τομώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν» λέει ο απόστολος Παύλος ότι είναι ο λόγος του Θεού, που μπορεί και φτάνει μέχρι τα τρίσβαθα του είναι του και του αλλοιώνει επί τα βελτίω την ύπαρξή του.

Αλλά για τον όσιο Πορφύριο η προσέγγιση των πνευματικών αυτών θησαυρών, η προσέγγιση στην πραγματικότητα της χάρης και της ενέργειας του Θεού που περικλείουν οι εκκλησιαστικοί ύμνοι, απαιτεί δεύτερον «σχολή» και «πολλή αγάπη». «Σχολή», αφιέρωση χρόνου δηλαδή, όπως αφιερώνει κανείς χρόνο σε κάτι που θεωρεί πολύ σημαντικό και το αγαπά, γιατί «αλλοίμονο στον άνθρωπο που προσεγγίζει τα του Θεού με αμελή τρόπο!» Όπως το πώς στεκόμαστε στην προσευχή και στις εικόνες του Χριστού και των αγίων μας  φανερώνει το ποσόν και το ποιόν της αγάπης μας προς τον Θεό, κατά τον ίδιο τρόπο και η στάση μας έναντι των λόγων του Θεού, έναντι αυτών που ο Ίδιος έχει εμπνεύσει, αποκαλύπτει την εσωτερική κατάστασή μας, τα πνευματικά μέτρα μας. Άλλωστε με τους εκκλησιαστικούς ύμνους προσευχόμαστε κι αυτοί είπαμε ανοίγουν και διευρύνουν τον νου μας και ζωογονούν την καρδιά μας. Συνεπώς απαιτείται κανείς να «σχολάσει» στα λόγια αυτά, προσεγγίζοντάς τα με μεγάλη αγάπη σαν τον άγιο Πορφύριο. Κι είναι μάλιστα τούτο μία άσκηση του χριστιανού για την καλλιέργεια της κεντρικής εντολής του Κυρίου, της εξ όλης της ψυχής και της καρδίας και της διανοίας και της δύναμης αγάπης προς Αυτόν – ο χριστιανός προστρέχει προς τους ύμνους σαν να κυνηγάει Εκείνον, σαν να τρέχει προς την οσμή του μύρου Του! Και δείγμα της αγάπης αυτής είναι η εκμάθησή τους, η αποστήθιση ορισμένων από αυτούς, το ψάλσιμό τους νοερώς και όπου μπορεί και με τα χείλη, σαν τον άγιο «που του άρεσε να τους διαβάζει, να τους απαγγέλλει, να τους ψάλλει». Μετράμε λοιπόν την προκοπή μας στα πνευματικά με το μέτρο της αγάπης μας προς τον λόγο της Γραφής αλλά και προς την εκκλησιαστική μας ποίηση. Εκεί φανερώνουμε αν όντως και σε μας η Ορθόδοξη πίστη μας λειτουργεί ως αληθινός θησαυρός.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΚΑΘΙΣΤΟ ΥΜΝΟ

«Χαῖρε ὁ πόκος ὁ ἔνδροσος, ὅν Γεδεών Παρθένε, προεθεάσατο»

(Χαῖρε, Παναγία, πού εἶσαι τό δροσερό ποκάρι (μαλλί), πού προεῖδε ὁ Γεδεών).

1. Μία ἁπλή ἀνάγνωση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἀκαθίστου ὕμνου (κανόνα καί οἴκων) ὁδηγεῖ ἀμέσως στή διαπίστωση ὅτι βρίθει ἀπό εἰκόνες παρμένες ἀπό σύνολη τήν Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη. Ὁ ποιητής εἶναι ἐγκρατής θεολόγος: κινεῖται μέ ἄμεση σέ ὅλον τόν βιβλικό λειμώνα, ὅπως καί σέ ὅλη τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί τί κάνει; Στοιχώντας στήν ἀποστολική παράδοση, μᾶς ὑπενθυμίζει ἀδιάκοπα ὅτι κάθε τι ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἔχει ἀντίκτυπο στήν Καινή, ἤ μέ ἄλλα λόγια, ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀποτελεῖ μία προφητεία τῶν γεγονότων ἀλλά καί πολλῶν προσώπων τῆς Καινῆς, ὥστε νά διακηρύσσουμε ὅτι χωρίς τήν Καινή εἶναι ἀκατανόητη ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅπως καί ἡ Καινή χωρίς τήν Παλαιά χωλαίνει ἐπικίνδυνα ὡς πρός τήν κατανόησή της. Θυμόμαστε τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος τόνιζε τήν πραγματικότητα αὐτή λέγοντας ὅτι πρόκειται γιά δύο ἀδελφές πού ἔχουν κοινό Δεσπότη, ὁπότε τά καινά δέν εἶναι καινά, γιατί εἶχαν προαναγγελθεῖ ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, τά δέ παλαιά δέν εἶναι παλαιά, γιατί ἐκπληρώθηκαν καί ἐπιβεβαιώθηκαν ἀπό τήν Καινή. Γι’ αὐτό καί γιά μία ἀκόμη φορά φαίνεται πόσο ἀνενημέρωτοι, γιά νά μήν ποῦμε κινούμενοι ἐκ τοῦ πονηροῦ, εἶναι ὅσοι προτείνουν τή διαγραφή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὡς τάχα βιβλίου τῶν Ἑβραίων. Χωρίς ἐπίγνωση προτείνουν τή διαγραφή καί τῆς Καινῆς. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ἕνας μᾶλλον μόνον ἀπό τούς πολλούς πού ἀπεκάλυψε πάνω στό θέμα, εἶναι καταπέλτης γιά τέτοιους ἰσχυρισμούς: «ὅ,τι ἔγραψαν ὁ Μωυσῆς καί οἱ προφῆτες γιά μένα τό ἔγραψαν».

2. Στό τμῆμα τοῦ προκείμενου ὕμνου ἀπό τήν ἕκτη ὠδή τοῦ κανόνα τοῦ ἀκαθίστου ὕμνου ἡ παραπάνω ἀλήθεια ἐπιβεβαιώνεται μέ τήν ἀναφορά στόν κριτή Γεδεών. Ὁ Γεδεών, γιά νά θυμίσουμε λίγο τήν ἱστορία ἀπό τό βιβλίο τῶν Κριτῶν, (τό βιβλίο πού ἀναφέρεται σέ μία περίοδο περίπου 150 ἐτῶν, κατά τήν ὁποία οἱ ἡγέτες τῶν Ἑβραίων ἦταν διαλεγμένοι ἀπό τόν Θεό ἄνθρωποι, ἄνδρες ἀλλά καί γυναῖκες ἀκόμη, μέχρι τήν πρώτη ἐκλογή βασιλιᾶ, τοῦ Σαούλ), ἦταν ἕνα νεαρό παλληκάρι, ἀπό φτωχή καί ἁπλή οἰκογένεια, πού κλήθηκε ἀπό ἄγγελο Κυρίου προκειμένου νά ἀναλάβει τήν ἡγεσία τοῦ λαοῦ του ἀπέναντι στίς καταστροφικές ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν τῶν Ἐβραίων Μαδιανιτῶν. Ὁ Γεδεών ἀρνεῖται νά παραδεχτεῖ ὅτι αὐτός, ὁ πιό μικρός ἀπό τήν οἰκογένειά του καί ἐντελῶς ἄσημος, εἶναι ὁ διαλεγμένος ἀπό τον Θεό γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ. Καί ζητάει ἀπό τόν ἄγγελο «σημεῖα» τῆς ἀλήθειας του. Ἕνα τέτοιο σημεῖο εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού σχετίζεται μέ τόν ὕμνο: ἀπαιτεῖ γιά νά πειστεῖ, σ’ ἐποχή ξηρασίας νά βάλει σέ χωράφι ἕνα ποκάρι, μαλλί δηλαδή ἀπό πρόβατο, κι αὐτό νά μουσκέψει, νά γεμίσει ἀπό δροσιά, ἐνῶ ὅλα γύρω νά εἶναι ξερά. Καί γίνεται - ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τοῦ κάνει τή χάρη. Ἀπαιτεῖ ὅμως καί τό ἀντίστροφο: σέ ἐποχή ὑγρασίας τό ποκάρι καί μόνο αὐτό νά παραμείνει ξερό. Κι αὐτό πραγματοποιεῖται. Ἀλλά στή συνέχεια δέν μένει μόνο σ’ αὐτά. Ζητάει καί ἄλλες «ἀποδείξεις», πού ὅλες τελικῶς πραγματοποιοῦνται, ὁπότε καί πείθεται, ἀναλαμβάνει τήν ἡγεσία, νικᾶνε οἱ Ἑβραῖοι, ἀπαλλάσσονται ἀπό τή συμφορά τῶν Μαδιανιτῶν.

3. Ποῦ ἔγκειται μέ τόν Γεδεών ἡ προεικόνιση τῆς Παλαιᾶς ἐν σχέσει μέ τήν Καινή; Γιατί λέμε ὅτι ἐδῶ ὑφίσταται μία προφητεία δηλαδή χωρίς λόγια; Διότι κατά τόν ὑμνογράφο καί κατά τήν Ἐκκλησία μας τό ποκάρι αὐτό συνιστᾶ προεικόνιση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Παναγίας μας. Ὅπως ἐκεῖνο σέ ξηρασία γέμισε ἀπό δροσιά, μούσκεψε, ἔτσι καί ἡ Παναγία μας: χωρίς ἄνδρα καί φυσικές σχέσεις μέ ἄνδρα («πῶς ἔσται μοι τοῦτο ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;») συλλαμβάνει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ μέσα στή μήτρα της ὡς ἄνθρωπο. Ἡ ἐνέργεια δηλαδή τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ λειτούργησε ὡς δροσιά γιά τή μικρή καί πάναγνη Μαριάμ, ὅπως τῆς τό ἀποκαλύπτει ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ καί τό ὁμολογοῦμε ἔπειτα διαρκῶς στό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι». Καί στό γεγονός αὐτό ἔχουμε τήν ἀπαρχή τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, κάτι πού παραπέμπει ἀφενός στό λεγόμενο Πρωτευαγγέλιο: τήν πρώτη ὑπόσχεση γιά σωτηρία τῶν ἀνθρώπων μετά τήν πτώση τους στήν ἁμαρτία, ἀφετέρου στή Γέννηση τοῦ Κυρίου καί κατ’ ἐπέκταση βεβαίως στά συνδεδεμένα μέ αὐτήν φρικτά καί ὑπερφυῆ γεγονότα, τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση Ἐκείνου.

4. Ἡ παραπάνω προεικόνιση ὅμως τοῦ περιστατικοῦ τοῦ πόκου μέ τόν Γεδεών ἔχει ἀντίκτυπο καί σέ κάθε πιστό. Γιατί μή ξεχνᾶμε ὅτι ἡ Παναγία μας συνιστᾶ τύπο καί γιά κάθε χριστιανό, πού σημαίνει ὅτι αὐτό πού τῆς συνέβη μπορεῖ νά συμβεῖ καί στόν κάθε ἄνθρωπο, ἀρκεῖ βεβαίως νά λειτουργεῖ αὐτός μέ πίστη· πίστη γνήσια μέ τό βασικό γνώρισμά της, τήν ἐν ἀγάπῃ ὑπακοή πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως μέ ἄλλα λόγια ἡ Παναγία μας δέχτηκε τή δροσιά τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί σάρκωσε μέσα της τόν ἴδιο τόν Θεό τήν ὥρα πού ἔκλινε τήν κεφαλή καί ὑπήκουσε στό κέλευσμα τοῦ Θεοῦ («ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου»), κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ χριστιανός: ὑπακούοντας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ στήν καθημερινότητά του δέχεται τή δρόσο τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καί γίνεται καί αὐτός «Παναγία»: σαρκώνει μέσα του τόν Χριστό. Εἶναι τό μυστήριο πού διενεργεῖται στήν Ἐκκλησία, ὅπου ὁ χριστιανός εἶναι ἕνα μέ τόν Κύριο, γιατί εἶναι μέλος Του καί τρέφεται ἀπό Ἐκεῖνον: καί μυστηριακά μέ τή Θεία Εὐχαριστία, ἀλλά καί πνευματικά μέ τήν ἐφαρμογή τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του.

Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας μέ πρώτη τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀλλά καί ὅλοι οἱ χριστιανοί, δέν «μυρίζουν πτωμαΐνη». Δέν εἶναι οἱ ἀποχυμωμένοι πνευματικά πού τούς βλέπει ὁ κόσμος καί τούς φοβᾶται. Εἶναι τό φῶς καί ἡ δροσιά τοῦ κόσμου, εἶναι τό ἁλάτι τῆς γῆς, ὁ λόγος τους ρέει «ἐν χάριτι», γιατί ἀκριβῶς ἔχουν τή δροσιά τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Κι αὐτό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τό ἔχουμε ἤδη λάβει διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἀλλά ἐνεργοποιεῖται στήν ὕπαρξή μας μόνο στόν βαθμό πού ἐσαεί βρισκόμαστε σέ πορεία ἐξόδου ἀπό τόν ἐγωισμό μας, πάνω δηλαδή στόν δρόμο τῆς ὑπακοῆς καί τῆς τηρήσεως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.   

ΜΕ ΦΡΟΝΤΙΣΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΟΥ!

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Αὐτεξουσίως ἐξεδύθην, τῇ πρώτῃ μου παραβάσει, τῶν ἀρετῶν τήν εὐπρέπειαν· ἠμφιασάμην δέ ταύτην αὖθις, τῇ πρός με συγκαταβάσει, Λόγε Θεοῦ· οὐ παρεῖδες γάρ με τόν ἐν δεινοῖς παθήμασι καταστιχθέντα, καί λῃστρικῶς ὁδοπατηθέντα, ἀλλά τῇ παναλκεῖ σου δυναστείᾳ περιποιησάμενός με, ἀντιλήψεως ἠξίωσας, Πολυέλεε» (Στιχηρόν ἰδιόμελον ἑσπ., ἦχος πλ. δ΄).

(Μέ τή θέλησή μου ξεντύθηκα τήν ὀμορφιά τῶν ἀρετῶν, λόγω τῆς πρώτης  μου παράβασης, ἐνῶ τή φόρεσα καί πάλι, λόγω τῆς συγκατάβασης πρός ἐμένα, Λόγε Θεοῦ. Γιατί δέν μέ περιφρόνησες, ἐμένα πού γέμισα ἀπό τά στίγματα τῶν φοβερῶν παθῶν μου καί ρίχτηκα κάτω ἀπό τούς ληστές· ἀντίθετα μέ τήν παντοδύναμη ἐξουσία σου μέ φρόντισες καί μέ κατέστησες ἄξιο τῆς βοήθειάς Σου, Πολυέλεε».

Τό στιχηρό ἰδιόμελο, ἐπαναλαμβανόμενο δύο φορές λόγω τῆς σπουδαιότητάς του, συνιστᾶ μία σύντομη σύνοψη ὁλόκληρης τῆς πνευματικῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας. Μᾶς μεταφέρει στήν ἐποχή τῶν πρωτοπλάστων, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιώντας κακῶς τήν ἐλευθερία πού τούς ἐμπιστεύτηκε ὁ Δημιουργός («αὐτεξουσίως»), ἔδειξαν ἀνυπακοή πρός τόν λόγο Του, εἰσάγοντας ἑπομένως στή ζωή τους τήν ἁμαρτία (καί δι’ αὐτῆς τόν θάνατο, πνευματικό καί σωματικό). Ἀποτέλεσμα; Ἀπέβαλαν τό χαρισματικό ἔνδυμά τους, τή χάρη τῶν ἀρετῶν, καί ντύθηκαν τόν γεμάτο στίγματα χιτώνα τῶν παθῶν τους – σάν νά βρέθηκαν ποδοπατημένοι καί ριγμένοι στό χῶμα ἀπό ληστρική ἐναντίον τους ἐπιδρομή. Ἀλλ’ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα δέν τούς ἄφησε στήν κατάντια αὐτή· ἔστειλε τόν Υἱό καί Λόγο Του, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος γενόμενος ἄνθρωπος προσέλαβε μέ τήν παντοδυναμία Του τόν τραυματισμένο καί ἡμιθανή ἄνθρωπο μέσα στόν ἑαυτό Του, τόν ἔκανε δικό Του κομμάτι - ἔγινε ἔνδυμα τοῦ ἀνθρώπου Αὐτός ὁ Ἴδιος: «ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε» - τόν περιποιήθηκε καί τόν φρόντισε ὡς ἰατρός, τόν ἔσωσε. Ὁ ὑμνογράφος εἶναι σαφής: ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ἐμφαίνεται μέσα ἀπό τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου.  Ὁ περιπεσών εἰς τούς ληστάς, ὁ ὁποῖος τραυματίστηκε θανάσιμα, εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἁμάρτησε καί ἁμαρτάνει, ἐνῶ Καλός Σαμαρείτης πού τόν σώζει εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.