15 Απριλίου 2022

ΓΙΑΤΙ ΚΛΑΙΜΕ ΑΦΟΥ ΕΙΝΑΙ ΦΙΛΟΣ ΜΑΣ "Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ Η ΖΩΗ";

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Τήν ἀνάστασιν καί ζωήν ἔχουσαι Γυναῖκες προσφιλῆ, τί ἀποδύρεσθε πικρῶς; Παραγίνεται καί ζωώσει τόν γνήσιον φίλον, τῆ αὐτοῦ ἀναστάσει, τήν ἔγερσιν πάντων προμηνύων ὁ πάντων εὐεργέτης» (ωδή η΄ Τριωδίου).

(Γυναίκες (Μάρθα και Μαρία), έχοντας την ανάσταση και ζωή, δηλαδή τον Κύριο, φίλο και αγαπητό σας, γιατί κλαίτε πικρά; Έρχεται και θα δώσει ζωή στον γνήσιο φίλο του τον Λάζαρο, προμηνύοντας με εκείνου την ανάσταση την ανάσταση όλων ο ευεργέτης όλων).

Την ανάσταση του Λαζάρου προβάλλει ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, μία ανάσα προ της ημέρας της αφιερωμένης σ’ αυτόν. Κι αυτό για να τονίσει ότι εκείνου η ανάσταση αποτελεί προμήνυμα της Αναστάσεως του Κυρίου και συνεπώς της αναστάσεως όλων των ανθρώπων – ο Κύριος ανασταίνεται για να αναστηθεί σύμπαν το ανθρώπινο γένος (ό,τι εικονίζει και η εικόνα της εις Άδου καθόδου του Κυρίου). Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας με καταιγιστικό τρόπο εξαγγέλλουν την αλήθεια αυτή με αφθάστου ύψους ποιητική δύναμη. Για παράδειγμα στην ίδια ωδή: «Καθώς ερχόσουν Κύριε προς Βηθσφαγή, ο αποτρόπαιος Άδης αισθάνθηκε τον κρότο των ποδών Σου και άγγιξε τα πόδια του Λαζάρου λέγοντάς του: Αν πρόκειται να σε φωνάξει η Ζωή, μην αργήσεις, αλλά βγες έξω. Διότι γνωρίζω την καταστροφή μου που έρχεται γρήγορα».

Ενόψει λοιπόν του ερχομού του Κυρίου στη Βηθανία για να αναστήσει τον φίλο του Λάζαρο, ο υμνογράφος «ελέγχει» τις αδελφές του Λαζάρου, Μάρθα και Μαρία. Και τις ελέγχει για την ολιγοπιστία τους, με το συντριπτικό πράγματι επιχείρημα: αφού ο Κύριος είναι και δικός σας φίλος, αγαπητός και προσφιλής, Αυτός που είναι η Ανάσταση και η Ζωή, όπως θα το δηλώσει μάλιστα στις ίδιες, τότε γιατί κλαίτε και μάλιστα πικρά, δηλαδή με κάποια απελπισία; Να έχει κανείς τον Χριστό τόσο κοντινό του και να απελπίζεται, είναι μάλλον παράλογο. Εκτός κι αν δεν Τον πιστεύει όπως πρέπει.

Τι θα έπρεπε να πει βεβαίως ο άγιος υμνογράφος και σε μας που έχουμε βαπτιστεί στο όνομα του Χριστού και έχουμε γίνει μέλη του αγίου Σώματός Του – ένα κυριολεκτικά μ’ Εκείνον; Και μάλιστα όταν επιβεβαιώνουμε τούτο με την κοινωνία του αγίου σώματος και αίματός Του; Πώς έρχονται στιγμές ή και μακρύτερα χρονικά διαστήματα που ξεχνάμε την πιο καίρια αυτή αλήθεια της πίστης μας, οπότε μας καταλαμβάνει η βαθιά λύπη της μοναξιάς, ο μεγάλος φόβος για τα δεινά του βίου, ακόμη και η δαιμονική απόγνωση; Δεν είναι απτά σημάδια αυτά της ολιγοπιστίας ή και της απιστίας μας ακόμη; Αλλά ο Χριστός μας επιμένει: είμαι ο φίλος Σας, λέει, είμαι ο Πατέρας και η Μάνα σας, είμαι το σπίτι σας, είμαι η τροφή σας, είμαι ο νυμφίος της ψυχής σας. Είμαι τα πάντα για εσάς. Σας αγαπώ περισσότερο κι από την αγάπη της μάνας προς το λατρευτό βλαστάρι της!

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΛΕΩΝΙΔΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ

Α. «Περί του αγίου Λεωνίδη δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία. Οι περισσότεροι ιστορικοί ταυτίζουν τον άγιο με τον μάρτυρα Λεωνίδα που εορτάζει την 16η Απριλίου. Και για όσους διαφοροποιούν τους δύο αγίους, ο μεν άγιος Λεωνίδης επίσκοπος Αθηνών υπήρξε ο 6ος επίσκοπος Αθηνών που τελείωσε τον βίο του ειρηνικά, ο δε ταυτιζόμενος με τον μάρτυρα Λεωνίδη καταγόταν από την Πελοπόννησο.

Είτε ως επίσκοπος είτε ως λαϊκός πάντως βρέθηκε στην Επίδαυρο και συνελήφθη για την πίστη του στον Χριστό μαζί με επτά γυναίκες και υπέστησαν όλοι πολλά βάσανα. Αρχικά κρέμασαν τον άγιο και ξέσκισαν τις σάρκες του. Μετά τον έριξαν στη θάλασσα μαζί με τις άγιες επτά γυναίκες, αφού έδεσαν στα πόδια τους πέτρες.

Έτσι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και έλαβαν το στέφος της αθλήσεως. Τα άγια λείψανά τους βρέθηκαν κατά θαυμαστό τρόπο το 1916. Πάντως είτε πρόκειται περί ενός αγίου Λεωνίδη ή για δύο διαφορετικούς, έζησαν και οι δύο περί τα μέσα του 3ου αιώνα επί Δεκίου.

Στην Αθήνα υπάρχει πρωτοχριστιανικός ναός (κρύπτη) στο όνομα του αγίου Λεωνίδη πίσω από του στύλους του Ολυμπίου Διός».

Β. Αν οι ιστορικοί προβληματίζονται περί της υπάρξεως ενός ή δύο αγίων με το όνομα Λεωνίδης, ο εκκλησιαστικός ποιητής το θεωρεί λυμένο: πρόκειται περί ενός Λεωνίδη, ο οποίος υπήρξε άγιος επίσκοπος των Αθηνών και πρόσφερε μαρτυρικά τον εαυτό του θυσία στον Κύριο. Σχεδόν σε κάθε τροπάριο της ακολουθίας του αναφέρεται στη διπλή διάσταση της αγιωσύνης του: και αυτή του Ποιμένα και αυτή του μάρτυρα. «Με ποια πνευματικά άσματα να δοξολογήσουμε τον Ιεράρχη; Τον πιο ένδοξο από τους ιερείς και αήττητο από τους μάρτυρες, αυτόν που έλαμψε στον κόσμο διπλά. Διότι για χάρη του Χριστού ιερούργησε σαν άγγελος και αγωνίστηκε στέρεα με μαρτυρικούς αγώνες» (στιχ. εσπ.).  «Ολοκλήρωσες τον δρόμο σου της πίστεως, άγιε, γι’  αυτό και δέχτηκες διπλό στεφάνι από τον παντοκράτορα Κύριο, ως Ιεράρχης και ένδοξος Μάρτυς» (ωδή θ΄).

Έτσι το μαρτύριο του αγίου Λεωνίδη υπήρξε φυσική συνέπεια του αγισμένου αποστολικού βίου του. Διότι ο άγιος έζησε σαν τους αγίους μαθητές του Κυρίου, λάμποντας με τις αρετές εκείνων ως πιστός ακόλουθος του Χριστού. Και το μαρτύριό του υπήρξε εντελώς χαρισματικό για τον πρόσθετο λόγο ότι σταυρώθηκε σαν τον Κύριο. Ο άγιος υμνογράφος μάς καθοδηγεί και για τη ζωή του και για το μαρτύριό του: «Γέμισε από αποστολικές δωρεές με τον ευαγγελικό τρόπο ζωής του και κήρυξε δυνατά σε όλους το μυστήριο της πίστεως, με τον λόγο του, με τη συμπεριφορά του, και τη φανέρωση των ουρανίων πραγμάτων. Και ως ποιμένας αληθινός, μιμούμενος τον Χριστό, θυσίασε τη ζωή του για χάρη του δικού του ποιμνίου» (λιτή). «Ιερούργησες το Ευαγγέλιο του Χριστού, έχοντας τον ένθεο ζήλο των αποστόλων» (κάθισμα όρθρου).

Ο άγιος είχε την ευλογία να μαρτυρήσει, αλλά σταυρικά όπως είπαμε, σαν τον Κύριο. Θυμάται κανείς εδώ τον απόστολο Ανδρέα, ο οποίος και αυτός σταυρώθηκε, αλλά ανάποδα. Ο άγιος Λεωνίδης δεν είχε τέτοια επιλογή. Ο τύραννος ηγεμόνας θέλησε να έχει ο μάρτυρας τον θάνατο του Αρχηγού του, χωρίς να καταλαβαίνει βεβαίως ότι αυτό συνιστά τη μεγαλύτερη ευλογία για έναν αληθινά πιστό. Οι περιγραφές του ποιητή είναι συγκλονιστικές. «Υψώθηκες στον σταυρό όπως ο Δεσπότης Κύριος, και δείχθηκες κοινωνός των ζωοποιών Του παθών» (ωδή γ΄).

Βλέποντας δε ο τύραννος  την καρτερία και το θάρρος του αγίου εξοργιζόταν και πρόσθετε οργή πάνω στην οργή του, πιστεύοντας ότι με την αύξηση των βασανιστηρίων θα έκαμπτε το ανδρείο φρόνημά του. Αλλά δεν μπορούσε βεβαίως ο δείλαιος να δει αυτό που βλέπει και νιώθει ένας μάρτυρας, τη χάρη του Θεού που τον ενισχύει με τρόπο υπερφυή.  Ας παρακολουθήσουμε τον άγιο υμνογράφο:

«Καθώς σε είδαν, όσιε, οι δήμιοι που κομμάτιαζαν τις σάρκες σου να υποφέρεις με ανδρεία τις οδύνες και να επιθυμείς να πάθεις περισσότερα για χάρη της αγάπης του Χριστού, καταξέσχισαν όλο το πολύαθλο σώμα σου» (ωδή ε΄). «Καθώς υψώθηκες στο ξύλο, Λεωνίδα σοφέ, και κομματιαζόσουνα με τους κατασπαραγμούς του σώματός σου, έγινες σύμμορφος με τα Πάθη του Δεσπότη Χριστού. Γι’  αυτό αναδείχτηκες μέτοχος της λαμπρότητάς Του και της δόξας Του» (ωδή ζ΄). «Σπάστε και ξεσχίστε τις σάρκες του, κραύγαζε ο τύραννος στους δήμιους που σε κατασπάραζαν, μέχρι να τον θανατώσετε και να τον εξαφανίσετε. Συ όμως, άγιε Πατέρα, ενώ δεχόσουνα τα κτυπήματα, χαιρόσουνα, γιατί έβλεπες με τα ψυχικά σου μάτια τον Σωτήρα να σου παρέχει δύναμη» (ωδή η΄). 

Η ανάσα μας κόβεται με το «ζωγράφισμα» που κάνει ο άγιος υμνογράφος. Αλλά και ευφραινόμαστε γιατί μετέχουμε στην ένθεη θεώρησή του – το τι διαδραματίζεται στο βάθος, πίσω από τα αισθητά γεγονότα. Αλλά το πάγωμά μας μαζί με την παράδοξη ζεστασιά μας αυξάνουν, γιατί το μαρτύριο του αγίου είναι και μαρτύριο επτά αγίων  γυναικών, μαθητριών και πιστών του Κυρίου, αλείπτης, δηλαδή καθοδηγητής και εμψυχωτής των οποίων υπήρξε ο άγιος. «Αγωνίστηκε με δύναμη στους μαρτυρικούς αγώνες (ο Λεωνίδης), μαζί με θεοφόρες γυναίκες, ως σοφός αλείπτης και εκπαιδευτής τους στην πίστη και την ευσέβεια» (στιχ. εσπ.).  «Απέκτησαν ισχύ μαζί σου οι πάνσεμνες γυναίκες, καθώς ενδυναμώμονταν από τη δύναμη του Παντοκράτορος Κυρίου ώστε να αφανίσουν τον πολυμήχανο εχθρό. Διότι ως Ποιμένας πανάριστος, Πάτερ, οδήγησες στον καλό Ποιμένα τα πρόβατά σου και βρήκες επάξια ανταμοιβή» (ωδή θ΄).

Ο άγιος ποιητής βεβαίως δεν παύει να τονίζει πέραν της δύναμης που κινούσε τους μάρτυρες: της θερμής αγάπης προς τον Χριστό (ωδή δ΄, η΄ κ.α.), και τη χάρη που απολάμβανε και απολαμβάνει η ένδοξη Αθήνα από το γεγονός ότι ο άγιος Λεωνίδης υπήρξε επίσκοπός της, όπως οι άγιοι Διονύσιος και Ιερόθεος (ωδή θ΄), αλλά και ότι εκεί, στην πόλη αυτή, υπάρχουν τα άγια ευωδιάζοντα λείψανα και αυτού και των συναθληθεισών μαζί του. Κι είναι σημαντική η επισήμανσή του ότι την πόλη την σκέπαζε ο άγιος, έστω κι αν δεν είχαν γνώση οι κάτοικοι των Αθηνών για τον πολύτιμο θησαυρό που ήταν κρυμμένος στα σπλάχνα της, αφού στους έσχατους χρόνους βρέθηκαν τα άγια λείψανα και του ίδιου και των αγίων γυναικών. «Σαν πλούτο ακριβώς ουράνιο είχε τη σορό των λειψάνων σου από παλιά, άγιε Λεωνίδα, η Μητρόπολη των Αθηνών η ξακουστή. Τώρα όμως (που βρέθηκαν) σε μακαρίζει ως ποιμένα ένδοξο και θερμό βοηθό και πρεσβευτή και μεσίτη προς τον Κύριο» (στιχ. εσπ.).

Τι απομένει λοιπόν να κάνουν οι πιστοί Αθηναίοι, αλλά και όλοι οι Έλληνες και απανταχού της γης οι Ορθόδοξοι μπροστά στον μεγάλο θησαυρό της πίστεως, τον αποστολικό άνδρα μέγα Λεωνίδα; Ο άγιος ποιητής με συντομία προτείνει: «Εμπρός λοιπόν ας γεμίσουμε από την οσμή της ζωής και ας εορτάσουμε πνευματικά και αληθινά» Δόξα εσπ.). Δεν υπάρχει άλλος τρόπος τιμής ενός αγίου και ενός μάρτυρα, από το να διανοίξουμε τις πνευματικές μας αισθήσεις, ακολουθώντας τον δρόμο του Κυρίου και δικό του δρόμο, δηλαδή να καθαρίσουμε την καρδιά μας από τις αμαρτίες, και έτσι να γιορτάσουμε με ό,τι ο Κύριος είπε στη Σαμαρείτισσα γυναίκα, την αγία μεγαλομάρτυρα και ισαπόστολο Φωτεινή: ο Θεός τιμάται και εορτάζεται μόνον «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ».

14 Απριλίου 2022

ΠΩΣ ΝΑ ΥΠΟΔΕΧΤΟΥΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Πρᾷοι τῇ ψυχῇ καί ταπεινοί τῇ γνώμῃ γενόμενοι χάριτι, ὑποδεξώμεθα πρᾷον τόν πάντων ἐρχόμενον Δεσπότην, τήν ἀλαζονείαν τοῦ πονηροῦ συντρίψαι» (ωδή η΄ Τριωδίου).

(Αφού γίνουμε με τη χάρη του Θεού πράοι κατά την ψυχή και ταπεινοί κατά τη γνώμη, ας υποδεχθούμε τον Κύριο όλων Χριστό που έρχεται πράος, προκειμένου να συντρίψει την αλαζονεία του πονηρού).

Στη Βαϊοφόρο, τη θριαμβευτική είσοδο του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα δηλαδή, αναφέρεται ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ, προκειμένου  π ρ ώ τ ο ν, να τονίσει τον σκοπό του γεγονότος. Ο Κύριος έρχεται «πραΰς, καθήμενος επί πῶλον ὄνου» για να ολοκληρώσει το σχέδιο της θείας οικονομίας, τη συντριβή δηλαδή της αλαζονικής εξουσίας του πονηρού διαβόλου πάνω στις καρδιές των ανθρώπων, που θα πει τη συντριβή της αμαρτίας και του αποτελέσματός της, του θανάτου. Οι ημέρες πια είναι μετρημένες. Η κάθε ημέρα αποκτά τεράστιο βάρος και σημασία για σύνολη την ανθρωπότητα, απαρχής μέχρι συντελείας των αιώνων – ο κάθε άνθρωπος σ’ αυτές τις ημέρες προσβλέπει για τη σωτηρία του: την άμεση και προσωπική σχέση του με τον Θεό. Και το καταλαβαίνουμε αν σκεφτούμε πως ό,τι τραγικό συνέβη με την πτώση των προπατόρων μας στην αμαρτία λόγω της ανυπακοής τους στο θέλημα του Θεού, αυτό σβήστηκε και διαγράφηκε πάνω στον Σταυρό του Κυρίου - ένα μυστήριο που αντανακλά έκτοτε στην κάθε αμαρτία που επιτελούμε οι άνθρωποι διαχρονικά και όπου γης. Ένας από τους πιο δυνατούς ύμνους της Εκκλησίας μας, από την ακολουθία της τρίτης ώρας, σημειώνει την αλήθεια αυτή  κατά μοναδικό τρόπο: «Ὁ ἐν ἕκτῃ ἡμέρᾳ τε καί ὥρᾳ τῷ Σταυρῷ προσηλώσας τήν ἐν τῷ παραδείσῳ τολμηθεῖσαν τῷ Ἀδάμ ἁμαρτίαν, καί τῶν πταισμάτων ἡμῶν τό χειρόγραφον διάρρηξον, Χριστέ ὁ Θεός, καί σῶσον ἡμᾶς» (Χριστέ Θεέ μας, Συ που κάρφωσες πάνω στον Σταυρό, ημέρα Παρασκευή και δώδεκα το μεσημέρι, την αμαρτία που τόλμησε να επιτελέσει ο Αδάμ στον παράδεισο, σχίσε και το χειρόγραφο και των δικών μας πταισμάτων και αμαρτιών και σώσε μας).

Ο άγιος υμνογράφος όμως, δ ε ύ τ ε ρ ο ν, προβάλλει, πέραν του βασικού αυτού σκοπού της Βαϊοφόρου, και τη διαχρονικότητά της, όπως συμβαίνει και με όλα τα γεγονότα της επί γης πορείας του Κυρίου. Εννοούμε πως η ζωή του Κυρίου με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος πλατύνεται και αγκαλιάζει όλες τις διαστάσεις του χωροχρόνου. Είναι αυτό το σήμερον που λέει κάθε φορά η Εκκλησία όχι ως σχήμα λόγου αλλά ως μυστηριακή πραγματικότητα – ό,τι σημειώνουν οι θεολόγοι μας για τον λειτουργικό λεγόμενο χρόνο: κάθε γεγονός της θείας οικονομίας βιώνεται ως παρόν! Έτσι λοιπόν και με τη Βαϊοφόρο: καλούμαστε ως πιστοί να μετάσχουμε σ’ αυτήν, να είμαστε από τους ακολούθους και από εκείνους που με ανοιχτή την καρδιά υποδεχόμαστε τον Κύριο. Το αντικειμενικό ιστορικό γεγονός, όπως είπαμε, που γίνεται εν πνεύματι γεγονός της εκκλησιαστικής ζωής μας.

Και τι τονίζει ο άγιος υμνογράφος; Μπορούμε να υποδεχτούμε τον ερχόμενο πράο Χριστό, όταν κι εμείς με τη χάρη Εκείνου έχουμε αποδυθεί στον αγώνα πραότητας και ταπείνωσής Του. Με άλλα λόγια αποδέχεται και υποδέχεται ο πιστός τον Χριστό, όταν παλεύει να λειάνει τους εσωτερικούς του δρόμους για να τους βαδίσει χωρίς πρόσκομμα Εκείνος – ό,τι πολύ απλά αλλά και πολύ βαθιά σημείωνε ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης, λέγοντας ότι με τον Χριστό είναι μόνον εκείνος που συγγενεύει μαζί Του. Υπάκουος λοιπόν ο Χριστός στον Θεό Πατέρα; Στον υπάκουο στο δικό Του θέλημα και στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία επιβλέπει με στοργή. Πράος και ταπεινός ο Ίδιος; Στον πράο και ταπεινό έρχεται με χαρά. Αγάπη άπειρη Εκείνος; Στον αγωνιζόμενο στην αγάπη βρίσκει «καταφυγή».

Δυο λόγια του αγίου Ιωσήφ που περικλείουν όμως τόσο βάθος θεολογίας και παράκλησης Κυρίου!

13 Απριλίου 2022

ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ ΓΕΝΝΙΟΜΑΣΤΕ

«Τρεις φορές, θα λέγαμε, γεννιόμαστε. Την πρώτη, όταν βγαίνουμε από τους μητρικούς κόλπους, οπότε από γη ερχόμαστε πάλι σε γη. Με τις άλλες δύο γεννήσεις όμως ανεβαίνουμε από τη γη στον ουρανό. Και απ’ αυτές η μία, που πραγματοποιείται με το άγιο βάπτισμα, συντελείται από τη θεία χάρη. Αυτή την ονομάζουμε, και είναι πραγματικά, «παλιγγενεσία» (δηλαδή αναγέννηση). Η άλλη πάλι συντελείται από τη μετάνοιά μας και τους κόπους της αρετής. Σ’ αυτή βρισκόμαστε τώρα»  (οσία Συγκλητική, από τον Μικρό Ευεργετινό, έκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου).

Με σαφή και συνοπτικό τρόπο η μεγάλη αγία της Εκκλησίας μας Συγκλητική (3ος αι.) μας υπενθυμίζει ότι ναι μεν ερχόμαστε στον κόσμο τούτο από τους κόλπους της μητέρας μας, όμως η προοπτική μας είναι ο κόσμος ο πέραν της γης, ο ουρανός, δηλαδή η Βασιλεία του Θεού. Η αγία λέει με απλότητα ό,τι βλέπει ένας άνθρωπος του Θεού, ένας πιστός στον Χριστό. Και τι βλέπει; Όχι μόνο αυτό που επισημαίνουν οι σωματικές αισθήσεις, αλλά και αυτό που επισημαίνει ο νοερός οφθαλμός που φωτίζεται από το φως της αποκαλύψεως του Κυρίου Ιησού Χριστού: ο άνθρωπος γεννιέται στον κόσμο τούτο με φυσικό τρόπο, αλλά γεννιέται και πνευματικά «δι’ ύδατος και Πνεύματος» με το άγιο βάπτισμα της Εκκλησίας, καθιστάμενος μέλος Χριστού και μέλος έτσι της Βασιλείας του Θεού – ο χριστιανός «ντύνεται» κυριολεκτικά τον ίδιο τον Χριστό και λειτουργεί στον κόσμο ως μία δική Του προέκταση, όπως το κλαδί ενός δένδρου. «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (απ. Παύλος). Ποιο μεγαλύτερο δώρο μπορεί να υπάρξει για τον άνθρωπο από τη χάρη αυτή της εντάξεώς του στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, συνεπώς από τη χάρη να μπορεί να ζει μέσα στον Θεό του και Εκείνος μέσα σ’ αυτόν, να στέκεται ενώπιος ενωπίω Θεώ, λατρεύοντάς Τον «εν Πνεύματι και αληθεία» και  προσδοκώντας την τελείωση της ζωντανής αυτής σχέσεως όταν φύγει από τον κόσμο τούτο και μάλιστα όταν έλθει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου; Τότε η έτσι κι αλλιώς πράγματι εδώ όραση του Θεού εν πίστει, από «θολή και αινιγματική» που είναι λόγω της παχύτητας του σώματος θα γίνει εντελώς καθαρή, «πρόσωπον προς πρόσωπον» που λέει ο απόστολος Παύλος. «Άρτι βλέπομεν δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον».

Το μεγαλείο όμως του χριστιανού, το οποίο μπορεί να «δει» μόνον αυτός όπως είπαμε που έχει ανοικτές πνευματικές αισθήσεις και εξετάζει και τα μη βλεπόμενα των σωματικών οφθαλμών, βρίσκεται αδιάκοπα στον κόσμο τούτο υπό την απειλή ενός μεγάλου κινδύνου: του κινδύνου της εκπτώσεως στην αμαρτία. Ενώ δηλαδή διά της αναγεννήσεώς του με το βάπτισμα, όπου εν χάριτι έγινε ένας άλλος Χριστός, πήρε τη δύναμη να μην αμαρτάνει όπως σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος, η καθημερινότητα και η αμεσότητα της ζωής αποκαλύπτει το αντίθετο: όχι μία αλλά πολλές φορές αμαρτάνει, ξεσκίζοντας το ένδυμα που ντύθηκε, δηλαδή κάνοντας πέρα τον ίδιο τον Κύριο και διαγράφοντας επί προσωπικού επιπέδου το απολυτρωτικό Του έργο. Ο χριστιανός που αμαρτάνει, και μάλιστα αμαρτάνει εν επιγνώσει και συνειδήσει, αποκαλύπτεται ως ο μεγαλύτερος άφρων και παράφρων, αφού επιλέγει αντί του θρόνου της θεότητος που τον θέτει ο Πατέρας και Δημιουργός του, τα σκουπίδια και τον βόρβορο των παθών του, αναμειγμένα με το δηλητήριο του ανθρωποκτόνου Πονηρού. Λογικά το πράγμα είναι ακατανόητο˙ είναι όμως πραγματικό! Και στο πραγματικό δυστυχώς αυτό μετέχουμε όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, και οι εκτός εννοείται της πίστεως, αλλά πολύ περισσότερο οι εντός, οι χριστιανοί.

Ποια η θεωρούμενη αιτία της «αλογίας» και της παραφροσύνης αυτής; Η αμέλειά μας. Η αμέλεια που συνυπάρχει πάντοτε με την «τυραννίδα» των παθών, τη λήθη. Απορροφώμαστε δυστυχώς τόσο πολύ από τους ρυθμούς της καθημερινότητάς μας και τα γρανάζια των ποικίλων εργασιών μας, ώστε ξεχνάμε το σημαντικότερο που έχει αιώνιο χαρακτήρα: το θέλημα του Θεού και τη διαρκή προκοπή μας προς το πρόσωπο του Θεού μας. Ως χριστιανοί τον Θεό και το θέλημά Του θα έπρεπε να είχαμε προτεραιότητα, όπως μας δίνει την εντολή ο Κύριος: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού» και όλα τα υπόλοιπα της ζωής σας θα ακολουθήσουν. Δεν το κάνουμε όμως, διότι προφανώς η πίστη μας λόγω της αμέλειάς μας είναι λειψή, γεγονός που οδηγεί τον χριστιανό στην παράδοξη το λιγότερο θεωρούμενη θέση, να μετέχει του Τριαδικού Θεού με ταυτόχρονη αποστροφή του από Εκείνον! Μία ιδιότυπη πράγματι «σχιζοφρένεια»! Αλλά με τον Θεό δεν μπορεί κανείς να… παίζει! «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος». Αρχίζουν τα προβλήματα για τον επιμελώς αμαρτάνοντα χριστιανό, οι παραχωρήσεις δηλαδή εκ Θεού εκείνων των δοκιμασιών που καθιστούν τη ζωή του δύσκολη, δοκιμασιών που φτάνουν στο σημείο να παραδίδεται αυτός στα χέρια του μεγαλύτερου εχθρού του, του ίδιου του διαβόλου και των σκληρών οργάνων του.

Η ευλογία θα είναι η επίγνωση της τραγικότητάς του: της απώλειας του Θεού από τη ζωή του˙ και γι’ αυτό η μετάνοιά του. Μόλις ο πιστός συνειδητοποιήσει την πτώση του και με «επαινετή αναίδεια» ελπίσει προς τον Θεό του, τότε και πάλι θα δει αισθητά στην ύπαρξή του το έλεος του Θεού. Θα δει κι αυτός όπως ο άσωτος της παραβολής τον ίδιο τον Κύριο να προστρέχει σ’ εκείνον, να τον αγκαλιάζει και να τον καταφιλεί. Κι ακόμη περισσότερο: να του διαγράφει τις όποιες αμαρτίες του και να τις θεωρεί ως μη…γενόμενες! Οπότε το ένδυμα του Χριστού που στην ασωτία του ο πιστός το χάλασε και ίσως το πέταξε, το ενδύεται και πάλι – δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από τον Κύριο να έχει στην αγκαλιά Του το παιδί Του, και μάλιστα το πλανεμένο και χαμένο παιδί Του. Μας το δήλωσε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο: «αφήνει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και ψάχνει το ένα το χαμένο»! Και η κατάσταση αυτή αναδεικνύει το ύψος της μετανοίας. Της μετανοίας που είναι η μόνη που μπορεί να προκαλεί κύματα χαράς σε όλον τον Ουρανό: τον Κύριο, τους αγγέλους, τους αγίους. «Χαρά γίνεται εν ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι».  

Με μία βεβαίως παρατήρηση, την οποία κάνει η αγία Συγκλητική: η μετάνοιά μας να είναι αληθινή. Και αληθινή είναι όταν συνοδεύεται από τους «κόπους των αρετών». Στη μικρή αυτή φράση της οσίας δίνεται η απάντηση της κρίσεως που παρουσιάζουμε διαχρονικά οι χριστιανοί. Γιατί συχνά «μετανοούμε» αλλά η μετάνοιά μας είναι στα λόγια μας ή ίσως σε μία απλή διάθεσή μας. Αλλά αν η μετάνοια δεν σημάνει την αποφασιστική έως θανάτου αλλαγή της ζωής μας – ας δούμε το πρότυπο της μετανοίας, την αγία Μαρία την Αιγυπτία – δυστυχώς τίποτε δεν κάνουμε. Και μάλλον προσθέτουμε αμαρτία στις ήδη υπάρχουσες αμαρτίες μας. Η αληθινή όμως μετάνοια συνιστά την τρίτη γέννησή μας, από την οποία εξαρτάται και η αιώνια σωτηρία μας. Ο άγιος Ανδρέας ο Κρήτης στον εξαίσιο Μεγάλο Κανόνα του υπομνηματίζει την κατάληξη του λόγου της μεγάλης Συγκλητικής: «Δεύρο τάλαινα ψυχή, συν τη σαρκί σου, τω πάντων Κτίστη εξομολογού και απόσχου λοιπόν της πριν αλογίας», εμπρός ταλαίπωρη και άθλια ψυχή μου, μαζί με το σώμα σου, εξομολογήσου στον πάντων Δημιουργό και απομακρύνσου από την προηγούμενη άλογη κατάσταση της αμαρτίας. Η εξομολόγησή μας στον πνευματικό της Εκκλησίας με άλλα λόγια έχει νόημα όταν έχει προηγηθεί η γνήσια μετάνοια και εξομολόγησή μας ενώπιον του Κυρίου, δηλαδή η εξομολόγηση που κάνει η ίδια η ζωή μας, μακριά από τις αμαρτίες μας.    

ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Πρός Ἰουδαίαν, Κύριε, πάλιν ἀπαίρειν εἰπών, τούς Μαθητάς ἐφόβησας˙ ἀλλ’ εὐθαρσῶς ὁ Θωμᾶς ἐκβοᾷ˙ Ζωή ἐστιν ἄγωμεν˙ καί γάρ ἄν θνηξώμεθα, αὖθις ἀναζήσωμεν» (ωδή γ΄ β΄ καν., ήχος γ΄).

(Κύριε, φόβισες τους Μαθητές Σου, μόλις τους είπες να σηκωθείτε να πάτε πάλι στην περιοχή της Ιουδαίας. Με θάρρος όμως ο Θωμάς λέει δυνατά: Είναι η Ζωή (ο Διδάσκαλος), ας πάμε. Γιατί κι αν πεθάνουμε, πάλι θα ξαναζήσουμε).

Ενόψει του Σαββάτου του αγίου Λαζάρου, ο άγιος υμνογράφος υπενθυμίζει τα γεγονότα που προηγήθηκαν. Ο φίλος του Κυρίου Λάζαρος έχει κοιμηθεί, έχει πεθάνει, ο Κύριος το αποκαλύπτει στους μαθητές Του και τους καλεί να Τον ακολουθήσουν και πάλι στη Βηθανία προκειμένου και αυτοί μαζί με τους άλλους να γίνουν μέτοχοι της συγκλονιστικής ανάστασης που θα επιτελέσει: ο κεκοιμημένος ήδη Λάζαρος να έλθει και πάλι στη ζωή, μ’ έναν απλό λόγο Του. Γιατί ακριβώς Αυτός είναι «ἡ Ζωή καί ἡ Ἀνάστασις», όπως θα πει και στις αδελφές του Λαζάρου. Οι μαθητές του Κυρίου βεβαίως φοβήθηκαν από τον λόγο του Διδασκάλου τους. Όπως το διατυπώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «(Ο Κύριος) λέει στους μαθητές: “Ας ξαναγυρίσουμε στην Ιουδαία”. Του λένε τότε οι μαθητές: “Διδάσκαλε, μόλις τώρα οι Ιουδαίοι ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν, κι εσύ θες να πας πάλι εκεί;”». Κι όταν ο Κύριος τους εξηγεί τι συμβαίνει, εκείνος που παίρνει θαρρετά τον λόγο είναι ο απόστολος Θωμάς, προτρέποντας τους άλλους να μην αντιδράσουν, αλλά να κάνουν υπακοή έστω κι αν συναντήσουν τον θάνατο! «Τότε ο Θωμάς που λεγόταν Δίδυμος, είπε στους άλλους μαθητές: Ας πάμε κι εμείς, να πεθάνουμε μαζί του».

Δεν γνωρίζουμε με τι αίσθηση καρδίας μίλησε ο απόστολος Θωμάς – έχει μείνει στην ιστορία ως άνθρωπος που κινείται με «τετράγωνη λογική» και εξετάζοντας τα πράγματα με τα δεδομένα των αισθήσεών του - ο άγιος υμνογράφος όμως κατανοεί την επέμβασή του ως έκφραση απόλυτης πίστης στον Κύριο μέχρι βαθμού θανάτου. Πρόκειται μάλλον για ερμηνευτική προσέγγιση που λαμβάνει υπ’ όψιν τη μετέπειτα πορεία του «δύσπιστου» μαθητή, ο οποίος όχι μόνο πίστεψε στον Αναστημένο Κύριο που αρχικά αρνήθηκε, αλλά τον κήρυξε στα πέρατα της οικουμένης, μέχρι κι αυτής της Ινδίας, και παρέδωσε και τη ζωή του προς χάριν Του. Εκ των υστέρων λοιπόν η κρίση του υμνογράφου Θεοδώρου για τον Θωμά της ώρας της επανόδου στη Βηθανία, κι είναι ο Θεόδωρος αυτός που ανάγει την πίστη του Θωμά στο επίπεδο της μεγάλης πίστης του πατριάρχου Αβραάμ, όταν δεν διστάζει να υπακούσει στην εντολή του Θεού να θυσιάσει τον μονάκριβο γιο του! Κι είναι ο απόστολος Παύλος εν προκειμένω που εξηγεί την πίστη του μεγάλου Πατριάρχη: υπήκουσε ο Αβραάμ στη θεωρούμενη «παράλογη» εντολή, γιατί πίστευε βαθύτατα ότι μόλις θυσιάσει τον γιο του, αμέσως ο Κύριος θα τον αναστήσει και θα του τον δώσει πάλι πίσω υγιή. Με τα ίδια τα λόγια του αποστόλου (Εβρ. 11): «Με την πίστη πρόσφερε ο Αβραάμ τον Ισαάκ, όταν δοκιμάστηκε από τον Θεό. Αυτός που πήρε τις υποσχέσεις του Θεού πρόσφερε τον μονάκριβο γιο του, μολονότι του είχε ειπωθεί: Από τον Ισαάκ θα προέλθουν οι απόγονοί σου. Ο Αβραάμ σκέφτηκε πως ο Θεός μπορούσε και τους νεκρούς να ζωντανέψει˙ μπορούμε λοιπόν να πούμε πως στην ουσία ο Αβραάμ τον πήρε πίσω από τους νεκρούς».

Ο άγιος Θωμάς λοιπόν, κατά τον άγιο υμνογράφο, θεωρείται στο σημείο αυτό πρότυπο αληθινής χριστιανικής πίστεως. Γιατί πιστεύει ότι εφόσον έχουν μαζί τους τον Χριστό οι μαθητές, και ο θάνατος να έρθει θα ξεπεραστεί. Διότι ο Χριστός ακριβώς είναι η Ζωή, η πηγή της Ζωής, «ὁ Ὤν» και ο Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης. Μ’ αυτό το όριο βεβαίως πρέπει να μετράμε και εμείς την όποια πίστη θεωρούμε ότι έχουμε. Αν πιστεύουμε ότι ο Χριστός είναι ο Παντοδύναμος Θεός κι Αυτός που μας δίνει τη ζωή και μας κρατάει στη ζωή, το κάθε τι στη ζωή μας, κυρίως δε το θεωρούμενο αρνητικό: πόνος, δοκιμασία, αρρώστια, «ατυχία», βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο της αγάπης Του για εμάς και αποσκοπεί στο καλό μας. Κι είναι Εκείνος που αν το αποδεχτούμε με εμπιστοσύνη θα το μεταποιήσει και θα το αποκαταστήσει, κάνοντάς το μέσον σωτηρίας μας.

 Η πίστη! Η αληθινή και μεγάλη πίστη! Η παντοδύναμη που μετακινεί και βουνά!

12 Απριλίου 2022

ΕΙΜΑΙ ΣΕ ΟΛΙΣΘΗΡΟ ΔΡΟΜΟ

ΤΡΙΤΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑϊΩΝ

«Ὀλισθηρῶς τοῖς παραπτώμασι καί ταῖς σειραῖς τῶν ἁμαρτημάτων συνδεδεμένη, ὦ ψυχή, τί ῥαθυμεῖς; τί ἀμελεῖς; φεῦγε ἀεί Σοδόμων καί Γομόρρας ὡς ὁ Λώτ ἀσελγείας τόν ἐμπρησμόν˙ μή στραφῇς εἰς τά ὀπίσω καί γένῃ καθάπερ στήλη ἁλός˙ εἰς ὄρος ἀνασώζου τῶν ἀρετῶν˙ φεῦγε ἀεί τοῦ ἀπηνοῦς Πλουσίου ἀσπλαγχνίας τήν φλεγμονήν˙ εἰς τούς κόλπους πρόβαινε τοῦ Ἀβραάμ, ὡς ὁ Λάζαρος, διά ταπεινοφροσύνης κράζουσα˙ Ἡ ἐλπίς μου καί καταφυγή, Κύριε, δόξα σοι» (απόστιχα αίνων, ήχος πλ. α΄).

(Ψυχή μου, καθώς είσαι συνδεδεμένη με τρόπο ολισθηρό με τα παραπτώματα και τις συνεχείς αμαρτίες, γιατί δείχνεις ραθυμία και αμέλεια; Απόφευγε πάντοτε όπως ο Λωτ τον εμπρησμό των Σοδόμων και των Γομόρρων. Μη στραφείς προς τα πίσω και γίνεις σαν στήλη άλατος. Κατάφυγε για να σωθείς στο όρος των αρετών. Απόφευγε πάντοτε τη φλεγμονή της ασπλαχνίας του σκληρόκαρδου πλουσίου. Προχώρα εκεί που είναι η αγκαλιά του Αβραάμ, όπως ο Λάζαρος, κραυγάζοντας με ταπείνωση: Κύριε που είσαι η ελπίδα και η καταφυγή μου, δόξα Σοι).

 Απόλυτα προσγειωμένος ο άγιος υμνογράφος βλέπει με τη χάρη του Θεού ότι η αμαρτία δεν είναι κάτι από το οποίο εύκολα μπορεί να ξεφύγει. Μπορεί να είναι βαπτισμένος και συνδεδεμένος πραγματικά με τον Ιησού Χριστό, ένα με Εκείνον, διότι «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε», όμως διαπιστώνει ότι τα απομεινάρια της αμαρτίας και οι ρίζες των παθών του τον κατατρύχουν και τον ταλαιπωρούν. Κι αυτό γιατί; Διότι κυριαρχείται από την τυραννίδα των παθών, τη ραθυμία και την αμέλεια. Ο άνθρωπος εύκολα γλιστράει στην αμαρτία, τα πάθη του λειτουργούν μέσα του ως δρόμος ολισθηρός, όπως είναι πολύ εύκολο κάποιος να γλιστρήσει όταν περπατάει εκεί που έχουν χυθεί λάδια! Κι είναι μία έμμεση εξαγγελία του αγίου ποιητή ότι στην πνευματική ζωή δεν μπορείς να ξεχαστείς. Μόλις ξεχαστείς και αρχίσεις τη ρέμβη από τα ηδέα της ζωής, έχεις κιόλας πέσει. Η πνευματική ζωή δηλαδή χαρακτηρίζεται από τη νήψη, από την εγρήγορση, τη διαρκή πρόκληση δηλαδή προς την ίδια την ψυχή μας να βρισκόμαστε σε ένταση – όλες οι δυνάμεις του ανθρώπου, ψυχικές και σωματικές πρέπει να είναι σε λειτουργία. Κι όχι μόνο για το «λεῖον τῶν ἡδονῶν», αλλά και για τον «ζήλο» που δείχνει ο αντίδικος ημών διάβολος, ο οποίος σαν λιοντάρι ωρύεται ψάχνοντας ποιον να καταπιεί. Ο ίδιος ο Κύριος επανειλημμένως τόνιζε «γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν». Κι ο πατερικός λόγος διά στόματος μάλιστα του οσίου Σωφρονίου του Αθωνίτου θα το πει με δραματική ένταση: «Αν είστε αμελείς για τη σωτηρία σας, ο Θεός επίσης θα γίνει “αμελής” προς εσάς» - βλέποντας ο Θεός την άρνησή μας να βρισκόμαστε σε υπακοή προς τον λόγο και το θέλημά Του, μας αφήνει στο νοσηρό δικό μας θέλημα. Η κόλαση της «αμέλειας» του Θεού έναντι ημών!

Ο άγιος υμνογράφος επιστρατεύει παραδείγματα από τη Γραφή: Αρνητικά: την καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων που επέμεναν αμετάκλητα στην αμαρτία τους˙ τη γυναίκα του Λωτ που παρήκουσε την εντολή του Θεού και στράφηκε και πάλι στα αμαρτωλά γινόμενη στήλη άλατος˙ τον σκληρόκαρδο πλούσιο της παραβολής με τον πτωχό Λάζαρο. Και θετικά: τον Λωτ που υπήκουσε και σώθηκε˙ τον Λάζαρο που με την ταπείνωσή του γεύτηκε τις δωρεές του Αβραάμ. Για τον ποιητή μας και σύνολη την Εκκλησία μας βεβαίως η πνευματική ζωή είναι μονόδρομος: ανάβαση στο όρος των αρετών, δηλαδή πορεία στα ίχνη του Χριστού. Και τα ίχνη του Χριστού τα βλέπουμε αποκλειστικά και μόνο στις άγιες εντολές Του. Οι εντολές του Κυρίου αποκαλύπτουν το περιεχόμενο και της δικής Του ζωής, επομένως ο πιστός δεν πορεύεται στα τυφλά. Ο δρόμος είναι ξεκάθαρος μπροστά του. Αρκεί να κινήσει προς τα εκεί εν αγάπη και τη θέλησή του.

11 Απριλίου 2022

ΝΗΣΤΕΨΑ, ΑΛΛΑ ΑΠΟ… ΑΡΕΤΕΣ!

ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«Ἐκ πάντων ἐνήστευσα κατορθωμάτων, εἰς κόρον ἀπήλαυσα τῶν σφαλμάτων, Κύριε· νῦν οὖν πεινῶντά με, σωτηριώδους καί σεπτῆς ἔμπλησον βρώσεως» (ὠδή α΄ ἦχος α΄)

(Νήστεψα ἀπό ὅλα τά κατορθώματα, ἀπόλαυσα μέχρι κορεσμοῦ τά σφάλματα, Κύριε. Τώρα λοιπόν πού πεινάω, γέμισέ με ἀπό τή σωτήρια καί ἱερή σου βρώση).

Ἀπό τήν πρώτη ὠδή τοῦ κανόνα τό τροπάριο, ἐκφράζει τήν πνευματική κατάσταση πού συνήθως ἀπαντᾶται στούς πιστούς στόν Χριστό ἀνθρώπους: τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν, τήν ἔλλειψη τῶν καρπῶν του Πνεύματος. Καί δέν πρέπει νά μᾶς παραξενεύει τοῦτο. Γιατί καί μία ὥρα νά εἶναι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς, μᾶς διδάσκει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, καί πάλι δυστυχῶς θά ἁμαρτήσει – εἶναι τό τίμημα τῆς ἀνυπακοῆς τῶν πρωτοπλάστων πού σάν ρίζα πού μολύνθηκε διαπερνάει ὁλόκληρο ἔκτοτε τό δένδρο τῆς ἀνθρωπότητας. Καί μπορεῖ βεβαίως ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός νά ἔχει ἔλθει καί νά μᾶς ἔχει δώσει τή δυνατότητα, μέ τήν ἐνσωμάτωσή μας στό ἅγιο σῶμα Του διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, νά ξεπερνᾶμε τήν ἁμαρτία, ὅμως εἶναι τέτοια ἡ ραθυμία τῆς ζωῆς μας, ὥστε οὔτε αὐτό τελικῶς κάνουμε: παρ’ ὅλη τή βοήθειά Του νά συνεχίζουμε τόν δρόμο καί τῆς δικῆς μας ἀνυπακοῆς. Ὅσο λοιπόν προχωράει ἡ ζωή μας, τόσο βλέπουμε καί τήν αὔξηση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ὅμως διαπιστώνουμε τήν ἁμαρτία μας καί ἀπό ἄλλη πλευρά: ὅσο σχετιζόμαστε μέ τόν Κύριο, ὅσο μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἀγωνιζόμαστε νά τηροῦμε τίς ἐντολές Του, τόσο διανοίγεται ὁ πνευματικός μας ὀφθαλμός καί βλέπει πράγματα πού πρίν ἀγνοοῦσε, δηλαδή διαπιστώνει ἁμαρτίες πού πρίν οὔτε κἄν τίς ὑποψιαζόταν. Σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἐνῶ δέν ἔβλεπε κάποια ὁρατή ἁμαρτία στή συνείδησή του, δέν ἐπαναπαυόταν. Γιατί «Κριτής μου εἶναι ὁ Κύριος», ἔλεγε, δηλαδή Ἐκεῖνος πού βλέπει καί τίς πιό ἀδιόρατες κινήσεις τῆς ψυχῆς, πού καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀγνοοῦμε. Δέν εἶναι τοῦτο μία ἐκ πλαγίου ἐπιβεβαίωση αὐτοῦ πού καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἡ νεώτερη ψυχολογία τοῦ βάθους, ὅπως λέγεται, ἐπισημαίνει; Δηλαδή ὅτι μιλώντας γιά την ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, μιλᾶμε γιά κάτι πού ἔχει βάθος ἀπύθμενο, κυριολεκτικά γιά μία «ἄβυσσο» τοῦ ἀσυνειδήτου, ἡ ὁποία ἔχει τούς δικούς της «κανόνες» καί τούς δικούς της τρόπους; Λοιπόν νήστεψα, λέει ὁ ἅγιος Ἰωσήφ ὁ ὑμνογράφος, ἀλλά ὄχι ἀπό φαγητά καί κακίες, ἀλλά ἀπό κατορθώματα. Καί ἔφτασε σέ κορεσμό γι’ αὐτόν τόν λόγο ἀπό σφάλματα καί ἁμαρτίες. Δέν μᾶς ἀφήνει ἐκθέτους ὅμως ὁ ποιητής. Μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι πάντοτε ὑπάρχει ἡ ὁδός διαφυγῆς, ἡ θεραπεία καί ἡ σωτηρία: ἡ στροφή πρός τόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς συγχωρήσει καί νά μᾶς προσφέρει ἐκείνη τήν τροφή πού γεμίζει τήν πεινασμένη μας ψυχή, δηλαδή τή χάρη Του, τόν ἴδιο Του τόν ἑαυτό. Ἡ λύση γιά ὅλα τά ἀρνητικά τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλλά καί τοῦ κόσμου τούτου, εἶναι πάντοτε ἡ ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ μας.