05 Μαΐου 2022

Η ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΣΤΗ ΓΡΑΦΗ!

«Νεαρός φοιτητής που συνομίλησε με τον όσιο μεγάλο Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη, του ανέφερε κάτι και προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

- Παιδί μου, του είπε ο Γέροντας, η δικαιολογία δεν είναι γραμμένη στη Γραφή. Είναι άγνωστη η δικαιολογία στους αγίους. Δεν φταίνε οι άλλοι ούτε ο διάβολος. Ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου είναι ο εαυτός του, δεν είναι ο διάβολος. Μας κυριεύει ο εγωισμός μας. Όταν ο άνθρωπος νικήσει τον εαυτό του, είναι ο μεγαλύτερος μεγαλομάρτυρας ενώπιον του Θεού» (Μητρ. Αργολίδος Νεκταρίου, Αγίων Όρος, εκδ. Επιστροφή).

Είναι κοινή και σαφής η τοποθέτηση όλων των αγίων της Εκκλησίας μας ότι η δικαιολογία ως προσπάθεια συγκάλυψης της όποιας αμαρτίας ή αδυναμίας μας αποτελεί έκφραση εγωισμού. Ο εγωισμός μας που συνιστά την ουσία της αμαρτίας είναι εκείνος που αντιδρά και προσπαθεί να δικαιολογήσει όποια παρέκκλισή μας από τον νόμο του Θεού ή όποιον έλεγχο και παρατήρηση μπορεί να υποστούμε λόγω κάποιας αβλεψίας και κακής ενέργειάς μας. Η αντίδραση μάλιστα του εγωισμού μας φτάνει στο απώγειό του όταν νιώθουμε ότι υφιστάμεθα παρατήρηση για κάτι που για εμάς είναι καλώς τελεσμένο. Τότε νιώθουμε ότι μας «πνίγει το δίκιο μας» κι ότι ο άλλος που μας αμφισβητεί είναι ο εχθρός μας. Λογισμοί ύβρεως και τάσεις εκδικητικότητας πάνε να καταλάβουν τον εσωτερικό μας κόσμο, ενώ η πρώτη αντίδρασή μας είναι η ταραγμένη δικαιολογία μας προκειμένου να κρατήσουμε «καθαρό» το είδωλο του εαυτού μας.

Δυστυχώς τον εγωισμό αυτό ως δικαιολόγηση του εαυτού μας τον επισημαίνουμε ακόμη και στο μυστήριο της εξομολογήσεως. Εξομολογούμαστε πράγματι τις αμαρτίες μας, αλλά αμέσως σπεύδουμε να «αποκαταστήσουμε» την «κακή» εικόνα του εαυτού μας στα μάτια του πνευματικού, επιστρατεύοντας όλων των ειδών τις δικαιολογίες, για να φτάσουμε στο κρυφό ακόμη και για εμάς συνήθως ζητούμενο: αμαρτήσαμε, αλλά κατ’ ανάγκην! Δεν γινόταν αλλιώς! Το πέπλο που απλώνουμε για να σκεπάσουμε τη γύμνια και την αδυναμία μας είναι πράγματι «μεγαλειώδες». Πέπλο βέβαια που τελικώς καλύπτει τα μάτια μας για να μη βλέπουμε την πραγματικότητα του εαυτού μας. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επιβεβαίωση του πόσο πονηρά κινείται ο εγωισμός μέσα μας, του πόσο η αμαρτία δηλαδή βρίσκει χίλιους τρόπους για να έχει το πάνω χέρι, έστω και εκεί που αντικειμενικά λειτουργεί η μετάνοια! Οπότε με πολύ ανάγλυφο τρόπο καταλαβαίνουμε γιατί η δικαιολογία εκφράζει και υπηρετεί τον εγωισμό μας. Διότι πίσω από αυτήν υποκρύπτεται η πίστη στο μεγαλείο(!) του εαυτού μας, ο εαυτός μας με όλα τα κρυμμένα ή φανερά πάθη του βρίσκεται στον θρόνο του είναι μας, η δικαιολογία λοιπόν συνιστά το λιβανωτό για τον πραγματικό θεό μας, το αυτο-είδωλό μας!

Δεν μας παραξενεύει έτσι το γεγονός ότι η δικαιολογία πια συνυπάρχει με την κατάκριση, το ρίξιμο της όποιας ευθύνης στους άλλους που μας «παρασύρουν», ακόμη και στον ίδιο τον διάβολο! «Αμάρτησα», λέει ο πιστός, «αλλά ο διάβολος με έσπρωξε»! Ό,τι συνέβη με άλλα λόγια και στους προπάτορές μας στη διαδικασία της πτώσης τους στην αμαρτία – η άρνηση να επωμιστούν την ευθύνη της πράξεώς τους και η μετάθεση της ευθύνης στους άλλους: ο Αδάμ στην Εύα, η Εύα στον όφι-διάβολο – το ίδιο κάνουμε δυστυχώς τις περισσότερες φορές και εμείς, αποκαλύπτοντας και τη νηπιακή συμπεριφορά μας. Στα νήπια και τα μικρά παιδιά δεν βλέπουμε συνήθως αυτήν την τρομοκρατημένη αντίδραση του εγωισμού, ότι «δεν φταίω εγώ» ή «δεν το έκανα εγώ»; Εγωισμός, δικαιολογία, ψέμα συνήθως βρίσκονται στην ίδια ευθεία. Και στα μεν παιδιά, δικαίως: είναι υπό διαμόρφωση ο χαρακτήρας τους. Στους μεγάλους και ενήλικους όμως;

Ο άγιος Εφραίμ λοιπόν με ελάχιστα λόγια αποκαλύπτει το βάθος της πληγής του ανθρώπου, εν προκειμένω στον νεαρό φοιτητή: «ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου είναι ο εαυτός του. Μας κυριεύει ο εγωισμός μας». Για να σημειώσει ότι στην Αγία Γραφή δεν υπάρχει πουθενά η προτροπή για τη δικαιολογία του εαυτού μας, όπως και δεν τη βλέπουμε πουθενά σε κανέναν άγιό μας. Το μόνο που υπάρχει ως δρόμος αγιασμού είναι η ανάληψη των ευθυνών μας, η αναγνώριση των αμαρτιών μας, η πεποίθηση ότι εμείς αποκλειστικά είμαστε οι αίτιοι για ό,τι κακό κάνουμε. Δεν είναι τυχαίο ότι η μεγαλύτερη των αρετών, η ταπείνωση, έχει ως κύριο γνώρισμά της την αυτομεμψία, τον έλεγχο και την καταδίκη του εαυτού μας, γι’ αυτό και όπου υπάρχει η αρετή αυτή εκεί λειτουργεί και η σωτήρια μετάνοια, ενώ όπου υφίσταται η δικαιολογία εκεί δεν υπάρχει ούτε καν η οσμή της μετάνοιας και της ταπείνωσης. Μόνο σε μία περίπτωση όχι μόνο γίνεται αποδεκτή η δικαιολογία, αλλά και επιβάλλεται: όταν δικαιολογούμε τους άλλους, βρίσκοντας ελαφρυντικά για την όποια κακή και αμαρτωλή συμπεριφορά τους. Η στάση μας αυτή εκφράζει την αληθινή αγάπη μας και στοιχεί στη στάση του ίδιου του Δημιουργού μας, ο Οποίος ευρισκόμενος πάνω στον Σταυρό μάς δικαιολογούσε ενώπιον του Πατέρα Του: «Πατέρα, συγχώρησέ τους, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν»!

Εύκολα πράγματα; Τρομακτικά δύσκολα! Διότι ακριβώς προϋποθέτουν, όπως λέγει ο άγιος, την υπέρβαση του εαυτού μας, τη νίκη μας απέναντι στον μεγαλύτερο εχθρό μας. Κι η υπέρβαση αυτή γίνεται μόνον εν Χριστώ. Ο εν Χριστώ άνθρωπος, ο βαπτισμένος και χρισμένος στο όνομά Του, ως μέλος Χριστού αγωνίζεται τη ζωή Εκείνου να φανερώνει, που σημαίνει να αίρει την αμαρτία και τη δική του και των άλλων και να αγκαλιάζει τους πάντες μέσα στο πλαίσιο της ανιδιοτελούς αγάπης του. Πρόκειται για τον όσιο Εφραίμ κυριολεκτικά για ένα μαρτύριο, κατά το «δος αίμα και λάβε Πνεύμα», το οποίο κάνει τον άνθρωπο να είναι «ο μεγαλύτερος μεγαλομάρτυρας ενώπιον του Θεού».

ΝΑ ΕΞΟΡΙΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΗΦΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΖΑΛΗ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ

ΠΕΜΠΤΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«Κατήφεια παθῶν καί λογισμῶν ἡ ζάλη, μακράν ἐξοριζέσθω καί οὕτως ἐξανθήσει τό ἔαρ τό τῆς πίστεως» (απόστ. Αίνων).

(Ας εξορισθεί μακριά από εμάς η κατήφεια και η στενοχώρια των παθών, όπως και η ζάλη των λογισμών, και έτσι θα ανθήσει η άνοιξη της πίστης).

Ο άγιος υμνογράφος εξαγγέλλει αυτό που διαλαλεί η Εκκλησία μας με την Ανάσταση του Κυρίου: τα πάντα τώρα είναι πλημμυρισμένα από το φως και τη χαρά της Αναστάσεως. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός». «Ὦ Πάσχα, λύτρον λύπης». Ό,τι ο Κύριος και οι άγιοι άγγελοί Του προέτρεπαν τους αποστόλους και τις μυροφόρες γυναίκες: «Χαίρετε», ό,τι ο απόστολος Παύλος θεωρούσε ως δεδομένο της πίστεως: «Χαίρετε, καί πάλιν ἐρῶ Χαίρετε», αλλά και καρπό της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος που προεκτείνει την αναστημένη παρουσία του Κυρίου: «ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά», ό,τι ο ίδιος πάλι προέτρεπε ως συστατικό της ζωής αλλά και διαρκές αγώνισμα των πιστών: «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε», αυτό λοιπόν προβάλλει και ο άγιος ποιητής. Γιατί; Διότι ανέτειλε ήδη το έαρ, η άνοιξη της πίστεως. Και η άνοιξη αυτή αποτελεί τον ύμνο της χαράς. Οπότε, «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» - χαρά και κατήφεια δεν μπορούν να συνυπάρξουν! Όταν με άλλα λόγια ο πιστός έχει ενσυνείδητα αποδεχτεί τον Χριστό στη ζωή του, τότε είναι αδιάκοπα στραμμένος προς Αυτόν και Αυτόν αναζητεί προκειμένου να Τον έχει Κύριο και Αρχηγό της ζωής του. Και Τον αναζητεί βεβαίως με τον μόνο τρόπο που ο Κύριος καθόρισε: μέσα από τις άγιες εντολές Του, οι οποίες οδηγούν στην εγκατοίκησή Του μέσα στον άνθρωπο, καθιστώντας τον κυριολεκτικά ένα με Εκείνον. «Τηρήστε τις εντολές Μου και θα Με δείτε μέσα σας». Κι έρχεται έτσι η χαρά και η ειρήνη του Χριστού μέσα στον άνθρωπο, χαρά και ειρήνη εσωτερική και βαθειά που κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να τα διαγράψει και να πάρει.

Από την άποψη αυτή ο άγιος υμνογράφος τονίζει το αυτονόητο: αν ζει ο πιστός τη χαρά της Ανάστασης, δεν μπορεί να είναι εγκλωβισμένος στην κατήφεια που φέρνουν με μαθηματική ακρίβεια τα πάθη του ανθρώπου˙ δεν μπορεί να άγεται και να φέρεται από τους λογισμούς που δημιουργούν ζάλη στον άνθρωπο, δηλαδή από τους λογισμούς της απιστίας και της διψυχίας, τους λογισμούς που θέτουν σε κρίση τον άνθρωπο, γιατί δεν μπορεί να πάρει τη σταθερή απόφαση να είναι πάντοτε με το μέρος του Χριστού, δηλαδή εκεί που τον καλούν οι εντολές και το θέλημα Εκείνου. Κι είναι η εμπειρία του καθενός μας: τι είναι εκείνο που δημιουργεί την εσωτερική θλίψη και στενοχώρια και δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε; Μόνον το άφημά μας στα ψεκτά πάθη μας: η ικανοποίηση της σαρκολατρείας μας και του αλαζονικού υπερήφανου φρονήματός μας. Δυστυχώς, έστω και θεωρούμενοι χριστιανοί, ζούμε ακόμη μέσα στον χειμώνα της αμαρτίας μας, όταν έξω, στον αληθινό κόσμο του Θεού – κι είναι αληθινός γιατί είναι ο αιώνιος κόσμος – ήδη έχει ανατείλει το έαρ και η καλοκαιρία της ζεστασιάς της αγκαλιάς του Θεού μας. Ήδη από την πρώτο ύμνο του κανόνα του αγίου Θωμά (α΄ ωδή) ο υμνογράφος επισημαίνει: «Σήμερον ἔαρ ψυχῶν˙ ὅτι Χριστός ἐκ τάφου, ὥσπερ ἥλιος ἐκλάμψας τριήμερος, τόν ζοφερόν χειμῶνα ἀπήλασε τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν» (Σήμερα είναι η άνοιξη των ψυχών. Γιατί ο Χριστός  την τρίτη ημέρα μετά τη σταύρωσή Του βγήκε από τον τάφο, όπως ακριβώς ο ήλιος που έλαμψε μετά τη νύκτα, και έκανε πέρα τον χειμώνα της αμαρτίας μας).

Ο αληθής χριστιανός, δηλαδή ο άγιος, είναι ο χαρούμενος άνθρωπος. Χαρούμενος με την έννοια την πραγματική: χαίρεται η καρδιά του, γι’ αυτό και τη χαρά αυτή σκορπίζει παντού και πάντα. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί άγιοι της Εκκλησίας μας θεωρούσαν ότι ο πασχαλινός χαιρετισμός «Χριστός Ἀνέστη» πρέπει να συνιστά τον διαρκή χαιρετισμό μας όλου του χρόνου. Αρκεί βεβαίως να μη ξεχνάμε ότι η εσωτερική αυτή χαρμόσυνη πραγματικότητα δεν προκύπτει «μαγικά» και γρήγορα. Απαιτεί καθημερινό αγώνα συσταύρωσης με τον Χριστό, οδύνη και «μάτωμα» πάνω στον αγώνα κατά των παθών, που θα πει ότι τελικώς η χαρά αυτή  λειτουργεί για τον «μέσο» χριστιανό, αν υπάρχει τέτοιος όρος, ως όραμα που πρέπει να καθορίζει την πορεία του – μερικές φορές σε βάθος δεκαετιών! Και βεβαίως να τονίσουμε και πάλι το του αποστόλου: η χαρά έρχεται ως καρπός του πνεύματος αγάπης. Όπου αγάπη εκεί και χαρά, εκεί και Ανάσταση, εκεί και Χριστός!

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΕΙΡΗΝΗ

Η Αγία Μεγαλομάρτυς Ειρήνη άθλησε κατά τον 4ο αιώνα.  Ήταν θυγατέρα του Λικινίου, που ήταν βασιλιάς κάποιου μικρού βασιλείου, και της Λικινίας. Καταγόταν από την πόλη Μαγεδών και αρχικά ονομαζόταν Πηνελόπη. Όταν η Αγία έγινε έξι ετών, ο πατέρας της Λικίνιος την έκλεισε σε ένα πύργο και ανέθεσε την διαπαιδαγώγησή της σε κάποιον γέροντα, ονόματι Απελλιανό, ο οποίος και έγραψε τα υπομνήματα του μαρτυρίου αυτής.

Μια νύχτα η Ειρήνη είδε το εξής όραμα: μπήκε στον πύργο ένα περιστέρι κρατώντας με το ράμφος του κλαδί ελιάς, το οποίο και άφησε επάνω στο τραπέζι. Επίσης, μπήκε και ένας αετός μεταφέροντας στεφάνι από άνθη, το οποίο τοποθέτησε και αυτός επάνω στο τραπέζι. Έπειτα μπήκε από άλλο παράθυρο ένας κόρακας, ο οποίος έβαλε επάνω στο τραπέζι ένα φίδι. Το πρωί που ξύπνησε απορούσε και σκεπτόταν τι άραγε να σημαίνουν αυτά που είδε. Τα διηγήθηκε λοιπόν στον γέροντα Απελλιανό και εκείνος τα ερμήνευσε ως προάγγελμα των στεφάνων της δόξας και του μαρτυρικού τέλους αυτής μετά τη βάπτισή της.

Στο Χριστιανισμό ελκύσθηκε από κάποια κρυπτοχριστιανή νέα, η οποία, λόγω της τιμιότητας και των αρετών της, έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως από τους γονείς της Πηνελόπης και είχε τοποθετηθεί από αυτούς ως θεραπαίνιδα της θυγατέρας τους. Ένας ιερεύς, ονόματι Τιμόθεος, βάπτισε κρυφά τη νεαρή ηγεμονίδα και τη μετονόμασε Ειρήνη.

Το γεγονός δεν άργησε να πληροφορηθεί ο πατέρας της Λικίνιος, όταν μάλιστα η Αγία Ειρήνη συνέτριψε τα είδωλα της πατρικής της οικίας ομολογώντας με αυτό τον τρόπο την πίστη της στον Χριστό. Για τον λόγο αυτό διέταξε να τη δέσουν στα πόδια ενός άγριου αλόγου, να τη σκοτώσει με κλοτσιές. Αλλά από θαύμα το άλογο στράφηκε εναντίον του και σκότωσε αυτόν. Τότε επικράτησε μεγάλη σύγχυση μεταξύ των εκεί παρευρισκομένων ανθρώπων. Αλλά η Ειρήνη τους καθησύχασε με τα λόγια του Χριστού: «όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει» (Μαρκ. θ΄ 23). Και πράγματι, με θαυμαστή πίστη προσευχήθηκε και ο πατέρας της σηκώθηκε ζωντανός. Τότε, οικογενειακώς όλοι βαπτίστηκαν χριστιανοί. Στη συνέχεια έπαθε πολλά από τους Πέρσες και τους βασιλείς αυτών Σεδεκία και Σαπώριο Α'.

Έπειτα η Αγία Ειρήνη πήγε στην Καλλίπολη του Ελλησπόντου, όπου βασίλευε ο Νουμεριανός. Εκεί παρουσιάσθηκε σε αυτόν και ομολόγησε με παρρησία την πίστη της στον Χριστό. Οι ειδωλολάτρες την έκλεισαν διαδοχικά σε τρία πυρακτωμένα χάλκινα βόδια. Το τρίτο όμως βόδι, τη στιγμή που βρισκόταν εντός του η Μεγαλομάρτυς, όλως παραδόξως κινήθηκε, ενώ ήταν άψυχο ανθρώπινο κατασκεύασμα. Στη συνέχεια αυτό σχίσθηκε και βγήκε από μέσα του η Αγία εντελώς αβλαβής από την κόλαση της πυράς. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προσέλθουν στην πίστη του Χριστού χιλιάδες ψυχές. Στην πόλη Μεσημβρία της Θράκης η Αγία Ειρήνη θανατώθηκε, αλλά με τη δύναμη του Θεού αναστήθηκε και είλκυσε στην πίστη τον διοικητή και ολόκληρο το λαό. Τέλος, η Αγία κατέφυγε μαζί με το δάσκαλό της Απελλιανό στην Έφεσο της Μικράς Ασίας, όπου διέμεινε επιτελώντας πολλά θαύματα και τιμώμενη ως αληθινή ισαπόστολος. Εκεί ανέπτυξε μεγάλη δράση μέχρι την ημέρα της κοιμήσεως αυτής, το 315.

Στο Συναξάρι της αναφέρεται ότι στην Έφεσο η Αγία βρήκε μία λάρνακα, στην οποία δεν είχε ως τότε ενταφιασθεί κανένας, μπήκε μέσα σε αυτήν και κοιμήθηκε με ειρήνη. Πριν δε από την κοίμησή της η Αγία Ειρήνη είχε δώσει εντολή να μην μετακινήσει κανένας την ταφόπετρα, με την οποία θα σκέπαζε τη λάρνακα ο δάσκαλός της Απελλιανός, προτού περάσουν τέσσερις ημέρες. Μετά όμως από δύο ημέρες επισκέφθηκαν τον τάφο ο Απελλιανός και οι άλλοι, οι οποίοι είδαν ότι η ταφόπετρα ήταν σηκωμένη και η λάρνακα κενή.

Κατά τα δυτικά Μαρτυρολόγια η Αγία Ειρήνη μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη, αφού ρίχθηκε στην πυρά ενώ κατά το Μηνολόγιον του αυτοκράτορα Βασιλείου Β', η Αγία Ειρήνη τελειώθηκε μαρτυρικά δι' αποκεφαλισμού” (Από το ιστολόγιο: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).

Ο εκκλησιαστικός ποιητής θεωρεί προτεραιότητα στην ακολουθία της αγίας να εξηγήσει την αλλαγή του ονόματός της από Πηνελόπη σε Ειρήνη. «Ο ίδιος ο Χριστός σε ονόμασε Ειρήνη. Διότι πρώτον, έμοιασες σε Εκείνον που είναι η ίδια η ειρήνη και δεύτερον, δίνεις την ειρήνη της ψυχής σε όλους εκείνους που επιτελούν τη μνήμη  και προστρέχουν με ύμνους και ωδές πνευματικές στον θείο ναό σου, με το δεδομένο της μεγάλης παρρησίας που έχεις ενώπιον της Τρισηλίου Θεότητος, ώστε να πρεσβεύεις γι᾽ αυτούς» (απολ.). Το ίδιο βλέπουμε και στο κοντάκιο της εορτής: «Από τον Θεό έλαβε η νύμφη Χριστού την ονομασία που έχει ο Ίδιος. Διότι άγγελος Θεού ήλθε και την ονόμασε από Πηνελόπη σε Ειρήνη».

Είναι περιττό να τονίσουμε ότι ο άγιος υμνογράφος επιμένει ότι εκείνο που ερμηνεύει την κατά Χριστόν ζωή και πολιτεία της όπως και τα μαρτύριά της, είναι ο θερμός έρωτάς της προς τον Κύριο και η προσήλωσή της προς εκείνα που ο Ίδιος υποσχέθηκε για εκείνους που Τον αγαπούν. Το έχουμε επισημάνει και άλλοτε, και όχι μία μόνο φορά: στη χριστιανική πίστη αν βγάλει κανείς το στοιχείο της θερμής αγάπης προς τον Χριστό, ως το βασικό κίνητρο κάθε αγίου - ό,τι με άλλα λόγια ζήτησε ο Ίδιος από τους πιστούς Του: «εάν τις αγαπά με τον λόγον μου τηρήσει» - σταματά η χριστιανική πίστη να είναι αυτή που ξέρουμε. Εκπίπτει σε κάτι άοσμο και άγευστο, σε κάτι από το οποίο ελλείπει η ίδια η ζωή. «Θέλχθηκες από τον έρωτα του Χριστού και μίσησες τους θεούς των ειδωλολατρών και τα άψυχα ξόανα, Ειρήνη ένδοξη, και παρουσιάστηκες πολύ φανερά σ᾽αυτούς που σε έβλεπαν ως στήλη θεογνωσίας». «Υπέμεινες, πανεύφημη, την ορμή της φωτιάς που κατέφλεγε τα πάντα και όλα τα ξεσχίσματα του σώματος, γιατί ήσουν προσηλωμένη σ᾽εκείνα που υποσχέθηκε και προετοίμασε ο Ιησούς γι᾽ αυτούς και μόνον που Τον αγάπησαν και Τον πόθησαν σαν τον ωραιότατο νυμφίο των ψυχών τους» (στιχηρά εσπερινού). «Πυρπολήθηκες, πανσέβαστη, βρέφος ακόμη από τον έρωτα του νυμφίου Χριστού και έτρεξες σαν ελαφίνα που διψάει, στις αιώνιες πηγές» (οίκος κοντακίου).

Ο υμνογράφος, βλέποντας το πλήθος των ανθρώπων που πίστευαν στον Χριστό λόγω της καρτερίας της αγίας στα βάσανα που περνούσε και λόγω των υπερλίαν θαυμαστών που γίνονταν στη ζωή της, δεν μπορεί παρά να επισημάνει έκθαμβος ότι τελικά η καρτερία της αυτή, αποτέλεσμα της χάρης του Θεού που ενίσχυε το ανδρειωμένο φρόνημά της (ωδή δ´),  ήταν εκείνη που κατεξευτέλισε όλους τους πιστούς της ματαιότητας και της αθεΐας. Με άλλα λόγια, όταν και ο μεγαλύτερος άθεος και υβριστής της πίστης προσκρούσει στον ογκόλιθο της θερμής αγάπης προς τον Χριστό και της χάριν Αυτού θυσίας της ζωής, καταπίπτει και εξευτελίζεται ως προς την δική του μάταια πίστη. Ό,τι συνέβη δηλαδή με τους εχθρούς της πίστης μπροστά στην Εσταυρωμένη Αγάπη, τον Ίδιο τον Κύριο: κατέπεσαν και χάθηκαν,  το ίδιο συμβαίνει σε κάθε εποχή και μπροστά στους αγίους: χάνονται και καταπίπτουν, έστω κι αν προσωρινά φαίνονται να κυριαρχούν. Διότι ο λόγος της Γραφής είναι αψευδής και αιώνιος: «Αύτη η πίστις η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». «Η καρτερία σου στα βάσανα, Ειρήνη στεφανηφόρε, ξεφτέλισε αυτούς που πίστευαν στη ματαιότητα και την αθεΐα» (ωδή η´).

04 Μαΐου 2022

Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΘΑ ΣΕ ΓΙΑΤΡΕΨΕΙ!

Σε πνευματικό τέκνο του που του είπε ο όσιος Πορφύριος κάτι που αργότερα συμφώνησαν και οι γιατροί τόνισε: «Τώρα πρέπει να γεμίσεις την ψυχή σου με Χριστό, με θείο έρωτα, με χαρά. Η χαρά του Χριστού θα σε γιατρέψει. Όταν είσαι πολύ κουρασμένος, παίρνε για την αδυναμία σου και κανένα φάρμακο. Πρέπει να κάνουμε τη γενική εξομολόγηση, για να θεραπευτούν οι μυστικές πληγές της ψυχής σου. Αυτό θα δώσει πολλή χαρά και σε σένα και σε μένα». “Τα λόγια του μού έκαναν εντύπωση, ιδιαίτερα εκείνο το «η χαρά του Χριστού θα σε γιατρέψει». Πρώτη μου φορά άκουα για μία τόσο χαρμόσυνη προοπτική θεραπείας. Δεν επρόκειτο για μία θεραπεία από τις γνωστές, επρόκειτο για θεραπεία σώματος και ψυχής”» (Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στον Γέροντα Πορφύριο, Ι. Ησυχ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος).

Θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς ότι ο άγιος Πορφύριος ήταν κατά των φαρμάκων. Πώς να είναι άλλωστε κατά της ιατρικής και των φαρμάκων εκείνος που διακονούσε δεκαετίες μέσα στην Πολυκλινική του αγίου Γερασίμου στο κέντρο της Αθήνας και σχετιζόταν με όλων των ειδικοτήτων τους ιατρούς; Είναι γνωστό δε ότι το ενδιαφέρον του για την Ιατρική ήταν πολύ μεγάλο, τόσο που αγόραζε βιβλία Ιατρικής προκειμένου να μαθαίνει τη συγκεκριμένη ορολογία για τις διάφορες παθήσεις και να μπορεί να διαλέγεται με τους ιατρούς και κάποιες φορές να τους βοηθάει με το διορατικό του χάρισμα. Δεν ήταν λίγες μάλιστα οι φορές που πνευματικά του τέκνα ιατροί, ακόμη και καθηγητές Πανεπιστημίου, σε δύσκολα προβλήματα που αντιμετώπιζαν για τη διάγνωση της πάθησης ενός ασθενούς, στον άγιο προσέφευγαν και ζητούσαν τη γνώμη του. Τα λόγια του μάλιστα στο συγκεκριμένο απόσπασμα το επιβεβαιώνουν: «όταν είσαι πολύ κουρασμένος, παίρνε για την αδυναμία σου και κανένα φάρμακο» - κάτι που έκανε βεβαίως και ο ίδιος, ο οποίος έπασχε από του κόσμου τις αρρώστιες!

Η στάση του όμως απέναντι στην ασθένεια ήταν αυτή που έχει καταλήξει βεβαίως και η ίδια η Ιατρική: την όποια ασθένεια πρέπει να τη βλέπουμε με καθολικό τρόπο, ως σύμπτωμα δηλαδή της ψυχοσωματικής υποστάσεως του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, κατά τη χριστιανική πίστη, δεν είναι ούτε μόνο σώμα ούτε μόνο ψυχή. Είναι σώμα και ψυχή μαζί, τα οποία είναι συνδεδεμένα με τέτοιο τρόπο που συνιστούν μία αδιαίρετη ενότητα. Γι’ αυτό και για την Εκκλησία ο θάνατος θεωρείται ένα μυστήριο – πώς χωρίζεται η ψυχή από το σώμα! Οπότε για τον άγιο Πορφύριο κάθε τι που συμβαίνει στο σώμα επηρεάζει την ψυχή, όπως και κάθε τι που συμβαίνει στην ψυχή επηρεάζει το σώμα. «Είναι μπλεγμένο το πράγμα» όπως συνήθιζε να λέει χαριτολογώντας. Κι ασφαλώς ο άγιος πίστευε αυτό που η Εκκλησία μας πιστεύει, ότι δηλαδή η όποια ασθένεια αποτελεί καρπό της πεσμένης στην αμαρτία ανθρώπινης φύσεως. Ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο να πάσχει ούτε και να πεθαίνει – η αθανασία ήταν η προοπτική του ανθρώπου ως έκφραση της εν υπακοή και αγάπη σχέσεώς του με τον Δημιουργό του. Όμως η ανυπακοή του τελικώς στο θέλημα του Θεού έφερε στην τρεπτή και μεταβαλλόμενη φύση του ως αποτέλεσμα τη φθορά και τον θάνατο. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος».

Ο Χριστός όμως που ήλθε, ως ο Θεός που σαρκώθηκε, αποκατέστησε τον άνθρωπο. Η πρόσληψη από Αυτόν της ανθρώπινης φύσεως υπήρξε η θεραπεία του ανθρώπου – με τον Χριστό καταργήθηκε το αίτιο των πληγών της ψυχής και του θανάτου, η αμαρτία, και ο άνθρωπος απέκτησε και πάλι τη δυνατότητα να βλέπει Θεού πρόσωπο. Ο πιστός στον Χριστό άνθρωπος, ενταγμένος διά του αγίου βαπτίσματος μέσα στο μυστικό σώμα του Χριστού την Εκκλησία ως μέλος Αυτού, μπορεί να κρατάει καθαρή την εικόνα του Θεού και να πορεύεται προς την ομοίωση Εκείνου. Θεραπεία του ανθρώπου σημαίνει έτσι αποκατάσταση της σχέσης του με τον Τριαδικό Θεό. Κάτω από την οπτική αυτή λοιπόν ο άγιος Πορφύριος θεωρούσε δεδομένη τη θεραπεία του ανθρώπου όσο αυτός εκτείνεται εν αγάπη προς τον Χριστό. Αγάπη προς τον Χριστό, δηλαδή τήρηση των αγίων εντολών Του, σημαίνει ενεργοποίηση της χάρης να είναι μέλος Εκείνου, γεγονός που αποκαθιστά όχι μόνο την ψυχή αλλά πολύ συχνά και το σώμα του ανθρώπου. Κι αν ο Κύριος κρατάει ασθενές το σώμα και δεν το θεραπεύει πάντοτε, τούτο γίνεται για το καλό του πιστού, γιατί του δίνει περισσότερες και μεγαλύτερες αφορμές πνευματικής προκοπής και αγιασμού του. «Σου αρκεί η χάρη Μου», απάντησε ο Κύριος στον απόστολο Παύλο, όταν εκείνος εξουθενωμένος από κάποια αρρώστια του Τον παρακάλεσε να τον θεραπεύσει. «Διότι η δύναμή Μου μέσα από την ασθένεια φτάνει στην τελείωσή της».

Και ναι μεν η αρρώστια έτσι γίνεται όχημα πνευματικής ανόδου και περιτύλιγμα της δυνάμεως του Θεού για τον άνθρωπο, όμως υπάρχουν φορές που και το σώμα το άρρωστο αποκτά με την αγάπη του Θεού την υγεία του, κάτι που και στο Ευαγγέλιο το βλέπουμε στα διάφορα θαύματα του Κυρίου αλλά και που το τόνιζε συχνά και ο μέγας Πορφύριος. Και στο τελευταίο αυτό επικεντρώνει στο παραπάνω απόσπασμα ο άγιος. «Αν γεμίζεις την ψυχή σου με Χριστό και θείο έρωτα και χαρά, τότε η χαρά του Χριστού θα σε γιατρέψει». Γιατί ακριβώς, όπως είπαμε, η δυναμική στροφή προς τον Χριστό οδηγεί σε εγκατοίκηση Αυτού μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου, συνεπώς τον ομαλοποιεί ψυχικά και σωματικά φέρνοντάς τον στον δρόμο της απαρχής δημιουργίας του. Είναι αυτό που σημείωνε και σε άλλους αδελφούς: «Όταν ο άνθρωπος πορεύεται εν Χριστώ, τότε όλα τα συστήματά του βρίσκονται στην κανονική τροχιά τους και όλοι οι αδένες του εκκρίνουν αυτό που πρέπει» - ψυχή και σώμα λειτουργούν σωστά όταν ο άνθρωπος τα βρίσκει με τον Θεό εν Χριστώ. Έφτανε μάλιστα στο σημείο ο άγιος να αποκαλύπτει και το εξής καταπληκτικό: «Με την αγάπη προς τον Χριστό μπορεί κανείς να ελέγχει και τον ίδιο τον καρκίνο!» Και βεβαίως στοιχείο που ενισχύει καθοριστικά την ομαλοποίηση αυτή του ανθρώπου είναι η γενική εξομολόγηση που πρότεινε συχνά ο άγιος. Γιατί σ’ αυτήν συνειδητοποιεί ο πιστός κρυμμένες ή ξεχασμένες αμαρτίες του, οι οποίες τον ταλαιπωρούν συχνά εν αγνοία του. Πληγή λοιπόν η αμαρτία, Χριστός και αγιασμός η θεραπεία. Πράγματι, η πιο «χαρμόσυνη προοπτική θεραπείας».      

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΠΕΛΑΓΙΑ

Η αγία Πελαγία ήταν από την Ταρσό, κατά τούς χρόνους του βασιλιά Διοκλητιανού. Άκουσε για την πίστη του Χριστού και ζήτησε να μάθει τι είναι αυτή. Τότε είδε σε όνειρο τον Επίσκοπο της περιοχής της να την βαπτίζει. Έφυγε λοιπόν από τη μητέρα της, τάχα ότι πηγαίνει στην παραμάνα της, ενώ πήγε προς τον Επίσκοπο. Αυτός φωτίστηκε από τον Θεό, την δέχτηκε και την βάπτισε. Έμαθε τι συνέβη ο υιός του βασιλιά που την ήθελε γυναίκα του, κι έγινε τόσο έξαλλος από τον έρωτα που τον διακατείχε, ώστε αυτοκτόνησε. Ο Διοκλητιανός τότε έστειλε και του έφεραν την παρθένο κόρη, κι επειδή δεν μπόρεσε να την μεταπείσει από την πίστη του Χριστού, πύρωσε έναν χάλκινο ταύρο και έβαλε μέσα την αγία. Εκεί η αγία δέχτηκε το τέλος της και το στεφάνι της ομολογίας της”.

Δεν είναι τυχαία η αγία μάρτυς Πελαγία. Ήταν πλούσια και όμορφη κόρη που θα γινόταν βασίλισσα, καθώς την ήθελε γυναίκα του ο γιος του βασιλιά Διοκλητιανού. Κι όμως! Χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση από την οικογένειά της με τη χριστιανική πίστη, όχι μόνο γίνεται χριστιανή, αλλά δίνει και τη ζωή της για τον Χριστό. Πώς; Καλώντας την ο Κύριος μέσω ενός ονείρου, το οποίο τελικά γίνεται ο δρόμος της για την ένταξή της στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, διά του αγίου βαπτίσματος. Πρόκειται για τις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις ονείρων που η προέλευση δεν είναι φυσική ή δαιμονική, αλλά εκ Θεού. Και πώς είμαστε βέβαιοι για τη θεϊκότητα του ονείρου; Ήταν ο Επίσκοπος που με φωτισμό Θεού αναγνώρισε την κλήση με αυτόν τον τρόπο του Κυρίου. Διαφορετικά, γνωρίζουμε από τους αγίους μας ότι τα όνειρα στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούν μέσα παραπλάνησής μας, γι᾽ αυτό και πρέπει να μη δίνουμε σημασία και βάση σ᾽ αυτά. Κατά τη ρήση του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος μάλιστα "όποιος πιστεύει στα όνειρα είναι παντελώς άπειρος και άσοφος".

Την αιτία της κλήσης του Κυρίου στην παρθένο κόρη περιγράφει επανειλημμένως ο άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας μας: η αγία, έστω και σε άγνοια ευρισκόμενη, εκ βρέφους διψούσε για την αλήθεια. Κι από τότε, κατά πρόγνωση μάλιστα Θεού, είχε αναθέσει τον εαυτό της στον Δημιουργό. "Ανέθεσες, σεμνή, από βρέφος κατά πρόγνωση Θεού τον εαυτό σου στον Κτίστη σου᾽" (ωδή α´). Κι όποιος διψάει για την αλήθεια, όποιος αναζητεί την αλήθεια, ανήκει, κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου, σε Εκείνον. "Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής" (Ιωάν. 18, 37). Η αγία Πελαγία λοιπόν και πριν από το βάπτισμά της ήταν χριστιανή. Κι ο πόθος της για τον Κύριο φούντωσε, αφότου ένιωσε την κλήση Του και έγινε μέλος Του διά του βαπτίσματος. "Βρήκες, μάρτυς, αυτόν που σε οδήγησε στην πίστη, και με ευφροσύνη και χαρά έτρεξες γρήγορα στον ποθούμενο Κύριο, οπότε αξιώθηκες θαυμαστών θεωριών. Σαν κοπέλα μάλιστα έτρεξες πίσω από τον Νυμφίο σου" (στιχηρό εσπερινού). Το πλείστο των τροπαρίων της ακολουθίας της αγίας αναφέρονται σ᾽ αυτήν την  θερμή αγάπη της προς τον Κύριο, που της έδωσε βεβαίως και τη δύναμη να περιφρονήσει όλα τα ωραία του βίου τούτου και να θυσιάσει και την ίδια της τη ζωή. Για παράδειγμα: "Πυρώθηκες από τον πόθο του Χριστού και έτσι εισήλθες με ανδρείο φρόνημα στο σφοδρά καμμένο χαλκούργημα" (κάθισμα όρθρου). "Ο πόθος για τις ουράνιες ομορφιές αμαύρωσε τους επίγειους πόθους, αθληφόρε. Κι απέκτησες φτερά για τον Χριστό, φωνάζοντας και λέγοντας: Δόξα στη δύναμή Σου, Κύριε" (ωδή δ´).

Ο άγιος υμνογράφος σημειώνει και κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό: η αγία με το μαρτύριό της, που αποδείκνυε περίτρανα την αγάπη της για τον Χριστό, έγινε και αληθινή θεολόγος. Κατά τους αγίους μας, ως γνωστόν, θεολόγος δεν είναι εκείνος που έχει πάρει ένα πτυχίο μίας θεολογικής Σχολής ούτε καν εκείνος που η γλώσσα του κινείται με ευκολία στις θεολογικές διδασκαλίες. Θεολόγος αληθινός είναι εκείνος που η ζωή του φανερώνει την παρουσία του Θεού, που η ζωή του είναι μία διαρκής προσευχή. "Ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει, και ει θεολόγος ει, αληθώς προσεύχη". Η αλήθεια της πίστης κατεξοχήν φανερώνεται την ώρα του μαρτυρίου. Εκεί δεν μπορεί κανείς να κοροϊδέψει: είναι η ώρα της κρίσης της ίδιας της ζωής. Η αγία Πελαγία λοιπόν ως μάρτυς Κυρίου θεολογούσε τη δύναμη Εκείνου την ώρα του μαρτυρίου της. Κι αυτή η χαρισματική ώρα της ήταν εκείνη που καλούσε τον κόσμο στο να πιστέψει στον Κύριο. "Σαν αληθινότατη μάρτυς του Χριστού, πανεύφημε, θεολόγησες την δύναμή Του, διδάσκοντας όλους με φρόνηση Θεού, και έλκυσες τους λαούς προς την αληθινή πίστη" (ωδή η´).

03 Μαΐου 2022

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΚΑΙ ΜΑΥΡΑ

«Ο άγιος Τιμόθεος που ανήκε στους κληρικούς, ήταν δάσκαλος των ιερών λόγων, καταγόταν από την κώμη των Πεναπέων, και μόλις είχε έλθει σε γάμου κοινωνία με την Μαύρα. Δεν είχαν περάσει ούτε είκοσι ημέρες από το γάμο του, και κατηγορήθηκε ότι ήταν χριστιανός, οπότε οδηγείται προς τον ηγεμόνα της Θηβαΐδος Αρριανό. Όταν πρόσταξε αυτός να του φέρει τα βιβλία που διαβάζει στους χριστιανούς, δεν το έκανε βεβαίως, αντείπε μάλιστα στον Ηγεμόνα ότι θεωρεί τα βιβλία σαν παιδιά του, από τα οποία αντλεί στήριγμα, ότι αυτά φρουρούνται από τους Αγγέλους, επειδή η δύναμη των γραμμένων σ᾽αυτά τους καλεί σε βοήθεια, κι ότι ασφαλώς κανείς δεν παραδίδει μόνος του τα παιδιά του σε θάνατο. Γι᾽ αυτόν τον λόγο πέρασαν στα αυτιά του σίδερα πυρωμένα, από τα οποία οι κόρες των οφθαλμών ξεράθηκαν και έπεσαν. Έπειτα δένουν τους αστραγάλους του σε τροχό, περνάνε χαλινάρι στο στόμα του και το κρεμάνε στο κεφάλι του, αφού του πρόσδεσαν στον τράχηλό του και μία πέτρα.

Καθώς όμως δεν υποχωρούσε με όλα αυτά, ήλπισε ο Ηγεμόνας ότι θα εξαπατήσει τη γυναίκα του Μαύρα, την οποία προσπάθησε να πείσει με κολακείες, ώστε να την οδηγήσει σε λατρεία των ειδώλων. Αυτή βεβαίως δεν τον άκουσε, κι αφού πείστηκε μάλλον στις παραινέσεις του αγίου, ομολόγησε ενώπιον του Ηγεμόνα ότι είναι χριστιανή. Της έκοψαν λοιπόν τις τρίχες της κεφαλής, τις απέκοψαν και τα δάκτυλα και την έριξαν μέσα σε βραστό νερό. Έμεινε όμως άφλεκτη μέσα σ᾽αυτό, τόσο που ο Ηγεμόνας υπενόησε  ότι το νερό στο οποίο ρίχτηκε δεν ήταν θερμό αλλά ψυχρό. Γι᾽ αυτό  προστάζει να ραντιστεί στο χέρι με το νερό. Όταν λοιπόν η αγία πήρε νερό με το χέρι της από τον λέβητα και το έριξε πάνω στο δικό του χέρι, αμέσως έσκασε το δέρμα του Ηγεμόνα. Μετά από αυτό λοιπόν σταυρώνει και τους δύο, τον Τιμόθεο και την Μαύρα, κι αφού παρέμειναν εννέα ημέρες πάνω στο ξύλο, προέτρεπαν και συμβούλευαν ο ένας τον άλλον διαδοχικά να υπομένουν με καρτερία τα βασανιστήρια και να μην υποχωρήσουν, και έτσι παρέδωσαν τα πνεύματά τους στον Κύριο.

Συνέβη δε σαν σε έκσταση να έλθει ο διάβολος στην αγία μάρτυρα, όταν ήταν ακόμη στον σταυρό, και να της προσφέρει ποτήριο γεμάτο από μέλι και γάλα, προτρέποντάς την να το πιει. Αυτή όμως τον απώθησε με προσευχή. Και πάλι συνέβη να την οδηγήσει σε ποτάμι που έρρεε τους ίδιους χυμούς, το μέλι δηλαδή και το γάλα, και την προέτρεπε να πιει. Αυτή τότε είπε: ᾽Δεν πίνω από αυτά, αλλά απο το ποτήριο που με κέρασε ο Χριστός᾽. Και έτσι ο διάβολος απήλθε ηττημένος από αυτήν. Ήλθε τότε άγγελος του Θεού και φάνηκε να οδηγεί την αγία στον ουρανό, κρατώντας την από το χέρι, και της έδειξε θρόνο και λευκή στολή και στεφάνι και της είπε: ῾Αυτά ετοιμάστηκαν για σένα᾽. Έπειτα την οδήγησε σε υψηλότερο μέρος και πάλι της έδειξε άλλο θρόνο και ωραιότατη στολή και στεφάνι, λέγοντάς της πάλι: ῾Αυτά κληρώθηκαν για τον άνδρα σου. Η διαφορά του τόπου σού δείχνει ότι ο άνδρας σου έγινε μάλλον για σένα πρόξενος της σωτηρίας᾽. Τελείται δε η σύναξή τους στο αγιότατο μαρτυρείο τους, που βρίσκεται πέραν στις Ιουστινιανές».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος αξιοποιεί για μία ακόμη φορά τα ονόματα των αγίων, προκειμένου να χαρακτηρίσει με αυτά το ποιόν της αγιότητάς τους. ῾Τίμησαν τον Θεό και μαύρισαν την πλάνη – σημειώνει – ο Τιμόθεος βεβαίως και η ένδοξη Μαύρα᾽ (κάθισμα όρθρου). Επανειλημμένως χρησιμοποιεί τα σχήματα του λόγου, κατεξοχήν την αντίθεση μεταξύ του φωτός και του σκότους, για να δείξει ότι παρ᾽όλον ότι Μαύρα ονομάζεται η αγία, είναι γεμάτη από το φως του Θεού. ῾Με αστράπτουσα μορφή, σεμνή Μαύρα παμμακάριστη, και με το φως της χάρης που είχες μαύρισες τις όψεις του φοβερού τύραννου᾽ (στιχηρό εσπερινού). ῾Απέρριψες τη σκοτεινή κακή γνώμη, θεομακάριστε, και έγινες φως με το μαρτύριο᾽ (ωδή ε´).

Το φως του Θεού με το οποίο ήταν γεμάτοι οι άγιοι υπήρξε αποτέλεσμα του πνευματικού τους αγώνα. Ο άγιος υμνογράφος τονίζει ότι αν αξιώθηκαν ῾οι μεγαλομάρτυρες του Χριστού᾽(ωδή δ´) να μετάσχουν στη δόξα και το φως Εκείνου ήταν γιατί τήρησαν τις εντολές και τους νόμους Του και έγιναν στο τέλος κοινωνοί και των παθημάτων Του. ῾Αξιωθήκατε να δείτε την δόξα Αυτού  που άδειασε τον εαυτό Του από αγάπη για εμάς, πανεύφημοι. Διότι φυλάξατε τους νόμους Του και γίνατε κοινωνοί των παθημάτων Του᾽ (ωδή θ´). Η κοινωνία των παθημάτων του Κυρίου από το ιερό ζεύγος, με αποκορύφωση τον σταυρό τους, είναι κάτι στο οποίο επιμένει ο υμνογράφος. Όχι μία και δύο, αλλά πολλές φορές προβάλλει τον εξεικονισμό του πάθους του Κυρίου από τους μάρτυρες. ῾Σας κρέμασαν πάνω στο ξύλο του σταυρού, πανεύφημοι, για πολλές ημέρες και εξεικονίσατε έτσι το σεπτό πάθος Εκείνου που έπαθε με τη θέλησή Του᾽ (ωδή η´). Και ποια η αιτία της τήρησης του νόμου του Κυρίου και του με σταυρό μαρτυρίου τους; Όχι άλλο από εκείνο που συνιστά, όπως γνωρίζουμε, το κίνητρο κάθε αγίου: την θερμή αγάπη προς τον Θεό. ῾Συνδέσατε τις ψυχές σας τελείως με την αγάπη του Χριστού᾽ (ωδή ς´). ῾Πυρπολείτο η ψυχή σου από ένθεο πόθο, μάρτυς᾽ (ωδή γ´). ῾Έφερες στην καρδιά σου σαν φωτιά την αγάπη του Χριστού᾽ (ωδή ζ´).

Ο άγιος Ιωσήφ προβάλλει το ιερό ζεύγος ως πρότυπο συζυγίας. Μολονότι δεν μακροχρόνισε η επίγεια σχέση τους, απέκτησε βάθος αιώνιο, γιατί την στήριξαν στον ζυγό του Κυρίου. Για τον άγιο υμνογράφο η άριστη συζυγία είναι αυτή που προϋποθέτει την άρση του ζυγού του Κυρίου. Μόνον όταν το ζευγάρι, ο άνδρας και η γυναίκα, θέσουν ως θεμέλιο της σχέσης και της ζωής τους τον Χριστό, μπορούμε να πούμε ότι έχουμε σωστή και αρμονική συζυγία, πράγματι άριστη συζυγία. ῾Συνδεδεμένοι σαφώς με άριστη συζυγία, σηκώσατε μαζί τον ελαφρότατο ζυγό του Κυρίου στους αυχένες σας, και έτσι ενωθήκατε με το πλήθος των μαρτύρων᾽ (ωδή η´). Αν δεν υπάρχει ο Χριστός στη συζυγία, τότε έχουν μπει τα θεμέλια της διάλυσης, ήδη απαρχής της κοινής ζωής. Διότι τι θα κρατήσει την ενότητα του ζεύγους μέσα σε τόσα προβλήματα και τόσους πειρασμούς ιδίως της σημερινής εποχής; Χωρίς Χριστό εκείνο που κυριαρχεί δεν είναι η αγάπη, αλλά ο εγωισμός. Και όπως λέει ένα λαϊκό άσμα, ῾όπου ο εγωισμός, εκεί κι ο χωρισμός᾽. Οι άγιοι Τιμόθεος και Μαύρα συνιστούν παράδειγμα ενότητας και συζυγίας. Μακάρι όλοι οι έγγαμοι κι όλοι που συνάπτουν σχέση με το άλλο φύλο να τους είχαν ως πρότυπο και κανόνα ζωής. Η ζωή τους ίσως γινόταν από εδώ ένα κομμάτι Παραδείσου.

02 Μαΐου 2022

ΜΗΝ ΚΟΥΡΑΣΤΕΙΣ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΑΙ!

Πνευματικό τέκνο του αγίου Πορφυρίου έγραψε: «Ο Γέροντας με συμβούλευε να αντιμετωπίζω όλα τα προβλήματά μου με την προσευχή, μέχρι τη λύση τους. Μου έλεγε: “Να προσεύχεσαι χωρίς αγωνία, ήρεμα, με εμπιστοσύνη στην αγάπη και στην Πρόνοια του Θεού. Μην κουραστείς να προσεύχεσαι”. Μου ζητούσε να προσεύχομαι και για να του χαρίζει ο Θεός υπομονή στις ασθένειές του, που τον έκαναν να υποφέρει πολύ» (Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στον Γέροντα Πορφύριο, Ι.Ησυχ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος).

Η προσευχή για τον μεγάλο άγιο Πορφύριο τον καυσοκαλυβίτη δεν ήταν ένα τυπικό καθήκον κάποιων στιγμών της ημέρας. Ήταν γι’ αυτόν κυριολεκτικά θέμα ζωής ή θανάτου – ζούσε με την προσευχή και από την προσευχή. Ό,τι σημείωνε ο μέγας Πατήρ της Εκκλησίας Γρηγόριος ο Θεολόγος: «μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», πρέπει να μνημονεύουμε τον Θεό περισσότερο και από όσο αναπνέουμε, αυτό συνιστούσε έντονο βίωμα για τον άγιο της εποχής μας, γεγονός που τον ανέβαζε στο επίπεδο της αιωνιότητας ήδη από τη ζωή αυτή. Και πώς θα μπορούσε να συνέβαινε αλλιώς, αφού η προσευχή για τον πιστό άνθρωπο, πολύ περισσότερο για τον άγιο, τον κατεξοχήν πιστό, αποτελεί την πιο απτή έκφραση της σχέσεώς του με τον Θεό, πράγματι το σημείο ότι ανταποκρίνεται εν αγάπη προς την πλημμύρα της Αγάπης Εκείνου απέναντί του! Για τον άνθρωπο του Θεού με άλλα λόγια ο Θεός δεν είναι Κάποιος ή Κάτι που απλώς υφίσταται και υπέρκειται όλων των δημιουργημάτων, αλλά η πηγή της Ζωής και του Είναι, «ο Ων» κατά την αποκάλυψή Του στον μέγα Μωυσή, που σημαίνει ότι χωρίς Αυτόν ζωή δεν υφίσταται, ιδίως για τον άνθρωπο τον κατ’  εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργημένο. Ο άνθρωπος χωρίς Θεό δεν μπορεί να ζήσει. Κι αν ζει διαγράφοντας τον Θεό η ζωή του είναι μία μη ζωή, μία ζωή εν θανάτω, όπως το απεκάλυψε ο Κύριος στην παραβολή του ασώτου: «ο γιος μου ο άσωτος ήταν χαμένος και νεκρός»!

Για τον άγιο Πορφύριο λοιπόν και όχι μόνο, η προσευχή ήταν ο ρυθμός της ζωής του, ανέπνεε τον Χριστό, γιατί ζούσε το Πνεύμα του Θεού μέσα του που τον έκανε να κράζει «αββά, ο Πατήρ»! Κι όλα αυτά γιατί είχε πλήρη συνείδηση ότι από την ώρα που βαπτίστηκε εν Χριστώ έγινε μέλος Εκείνου, ντύθηκε Εκείνον, με αποτέλεσμα τελικώς ο Χριστός να δρα και να ενεργεί μέσω εκείνου – κάθε λόγος και ενέργειά του ήταν ουσιαστικά μία προσευχή. Πώς λοιπόν να μην προτείνει ο άγιος την προσευχή ως μέσο αντιμετωπίσεως όλων των προβλημάτων; Αν ο ψαλμωδός ήδη από την Παλαιά Διαθήκη βοά «γνώρισέ μου, Κύριε, τον δρόμο που πρέπει να πορευτώ, γιατί σε Σένα ύψωσα τα μάτια της ψυχής μου», πόσο περισσότερο μπορεί και πρέπει να ομολογεί κάτι τέτοιο ο μετά Χριστόν πιστός άνθρωπος, ο οποίος προεκτείνει Εκείνον στη ζωή του, όπως το κλήμα το αμπέλι;

Προβλήματα έτσι κι αλλιώς υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο όπου γης και διαχρονικά – άνθρωπος χωρίς προβλήματα δεν υπάρχει: είναι το τίμημα της πεσμένης στην αμαρτία φύσεως. Αλλά για τον χριστιανό υπάρχει η μεγαλύτερη δύναμη υπερβάσεως των προβλημάτων κι αυτή είναι η προσευχή ως αναφορά σ’ Εκείνον που τον έχει περιλάβει στη δική Του ύπαρξη – τα προβλήματά του συνιστούν πια προβλήματα και του Κυρίου. Η αγάπη και το ενδιαφέρον του Χριστού είναι παραπάνω από δεδομένα: η Πρόνοιά Του που αγκαλιάζει και το παραμικρότερο χορταράκι του αγρού πολλαπλασίως εκτείνεται σ’ εκείνον που είναι μέλος Του και έλλογο δημιούργημά Του. Οπότε σε κάθε πρόβλημα η λύση είναι η προσευχή στον Κύριο, ο Οποίος δίνει αμέσως και την απάντηση. Απλώς η απάντησή Του συχνά δεν είναι η εξάλειψη του προβλήματος, αλλά η υπομονή για την αντιμετώπισή του. Κι αυτό γιατί Εκείνος ως παντογνώστης και πανάγαθος και Ευεργέτης μας γνωρίζει ότι τις περισσότερες φορές τα προβλήματα λειτουργούν για το καλό μας, με την έννοια ότι μας θυμίζουν την παρουσία Του και μας ασκούν στη σωτήρια αρετή της υπομονής. «Εν τη υπομονή κτήσασθε τας ψυχάς υμών», κερδίστε τις ψυχές σας με την υπομονή.

Ο μέγας Πορφύριος λοιπόν συμβούλευε ό,τι υπαγόρευε η χριστιανική πίστη, η οποία αποτελούσε και το δικό του βίωμα. Αλλά συμπλήρωνε και δύο ακόμη πράγματα. Βεβαίως η προσευχή πρέπει να γίνεται με εμπιστοσύνη στην αγάπη και την Πρόνοια του Θεού, αλλά γι’ αυτό ακριβώς να γίνεται «χωρίς αγωνία, ήρεμα» και χωρίς να πει κανείς ότι κουράστηκε. Κι είναι ευνόητο: η αγωνία και η νευρικότητα φανερώνουν ολιγοπιστία και «θεληματάρικη» διάθεση. Κρύβουν δηλαδή μεγάλο εγωισμό που δεν ανέχεται την παδαγωγία του Κυρίου – τώρα θέλω τη λύση των προβλημάτων μου και τον Θεό Τον αντιμετωπίζω εντελώς «χρηστικά». Δεν είναι τυχαίο ότι η έλλειψη της υπομονής θεωρείται από όλους τους αγίους Πατέρες μας ως το κατεξοχήν σύμπτωμα της δαιμονικής υπερηφάνειας, η οποία δεν ανέχεται τίποτε άλλο πέρα από τη δική της κυριαρχία και επιβολή. Κι ακόμη, προσευχή αδιάκοπη, με επιμονή, χωρίς κούραση. Αυτό δεν έδωσε εντολή ο Ίδιος ο Κύριος; «Δει πάντοτε προσεύχεσθαι και μη εκκακείν», πρέπει πάντοτε να προσευχόμαστε και να μη δυσανασχετούμε. Κι ο απόστολός Του ο μέγας Παύλος το ίδιο δεν πρότεινε; «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Και πώς αλλιώς; Αν αγαπάς κάποιον, δεν είναι χαρά σου να βρίσκεσαι αδιάκοπα κοντά του;

Η κατάληξη όμως του λόγου του αγίου στο πνευματικό τέκνο του: να προσεύχεται και για εκείνον να του δίνει ο Θεός υπομονή, προσθέτει και μία άλλη διάσταση εξαιρετικά σημαντική: αφενός το πόσο και ο ίδιος υπέφερε από την πληθώρα των προβλημάτων υγείας που είχε, αφετέρου το πόσο ταπεινός ήταν και πόσο σπουδαίο εκκλησιολογικό φρόνημα είχε. Αντιμετώπιζε τον κάθε συνάνθρωπό του, ιδίως τον πιστό χριστιανό, ως ίσο με αυτόν, ώστε να του ζητάει και τις δικές του προσευχές, ως να μην είχε τεράστια παρρησία ενώπιον του Κυρίου! Κι από την άλλη: όλοι γνωρίζουν ότι ήταν γεμάτος από αρρώστιες, δύσκολες και ανίατες, για τις οποίες όμως δεν ζητούσε την ίασή τους από τον Κύριο. Ζητούσε όμως τη δύναμη της υπομονής για να τις αντέχει. Πόσο ανθρώπινος ο άγιος, πόσο προσγειωμένος, πόσο ρεαλιστής. Πόσο πράγματι άγιος!