07 Μαΐου 2022

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μάρκ. 15,43 – 16,8)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. Καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. Ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καί διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. Ἀλλ ̓ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὁ Ἰωσήφ, ἕνα ἀξιοσέβαστο μέλος τοῦ συνεδρίου, πού καταγόταν ἀπό τήν Ἀριμαθαία, καί περίμενε κι αὐτός τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόλμησε νά πάει στόν Πιλᾶτο καί νά τοῦ ζητήσει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πιλᾶτος ἀπόρησε πού ὁ Ἰησοῦς εἶχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τόν ἑκατόνταρχο καί τόν ρώτησε ἄν εἶχε πεθάνει ἀπό ὥρα. Ὅταν πῆρε τήν ἀπάντηση ἀπό τόν ἑκατόνταρχο, χάρισε τό σῶμα στόν Ἰωσήφ. Ἐκεῖνος ἀγόρασε ἕνα σεντόνι, κατέβασε τόν Ἰησοῦ, τόν τύλιξε μ’ αὐτό καί τόν τοποθέτησε σ’ ἕνα μνῆμα πού ἦταν λαξεμένο σέ βράχο· μετά κύλησε ἕνα λιθάρι κι ἔκλεισε τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ παρακολουθοῦσαν ποῦ τόν ἔβαλαν. Ὅταν πέρασε τό Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου, καί ἡ Σαλώμη, ἀγόρασαν ἀρώματα, γιά νά πᾶνε ν’ ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ἦρθαν στό μνῆμα πολύ πρωί τήν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου, μόλις ἀνέτειλε ὁ ἥλιος. Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: «Ποιός θά μᾶς κυλήσει τήν πέτρα ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος;» Γιατί ἦταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις ὅμως κοίταξαν πρός τά ’κεῖ, παρατήρησαν ὅτι ἡ πέτρα εἶχε κυλήσει ἀπό τόν τόπο της. Μόλις μπῆκαν στό μνῆμα, εἶδαν ἕνα νεαρό μέ λευκή στολή νά κάθεται στά δεξιά, καί τρόμαξαν. Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: «Μήν τρομάζετε. Ψάχνετε γιά τόν Ἰησοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ, τό σταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά καί τό μέρος ὅπου τόν εἶχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα καί πεῖτε στούς μαθητές του καί στόν Πέτρο: “πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς στήν Γαλιλαία καί σᾶς περιμένει· ἐκεῖ θά τόν δεῖτε, ὅπως σᾶς τό εἶπε”». Οἱ γυναῖκες βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπό τό μνῆμα γεμάτες τρόμο καί δέος· δέν εἶπαν ὅμως τίποτα σέ κανέναν, γιατί ἦταν φοβισμένες.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Α΄ Ἰωάν. 1, 1-7)

«Ὅ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περί τοῦ λόγου τῆς ζωῆς – καί ἡ ζωή ἐφανερώθη καί ἑωράκαμεν καί μαρτυροῦμεν καί ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τήν ζωήν τήν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρός τόν πατέρα καί ἐφανερώθη ἡμῖν - ὅ ἑωράκαμεν καί ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καί ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν∙ καί ἡ κοινωνία δέ ἡ ἡμετέρα μετά τοῦ πατρός καί μετά τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ταῦτα γράφομεν ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρά ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη. Καί αὕτη ἐστίν ἡ ἐπαγγελία ἥν ἀκηκόαμεν ἀπ’ αὐτοῦ καί ἀναγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι ὁ Θεός φῶς ἐστι καί σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία. Ἐάν εἴπωμεν ὅτι κοινωνίαν ἔχομεν μετ’ αὐτοῦ καί ἐν τῷ σκότει περιπατῶμεν, ψευδόμεθα καί οὐ ποιοῦμεν τήν ἀλήθειαν. Ἐάν δέ ἐν τῷ φωτί περιπατῶμεν, ὡς αὐτός ἐστιν ἐν τῷ φωτί, κοινωνίαν ἔχομεν μετ’ ἀλλήλων, καί τό αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Σᾶς γράφουμεν γι’ αὐτό πού ὑπῆρχε ἀπό τήν ἀρχή, τό ὁποῖο ἀκούσαμε, εἴδαμε μέ τά μάτια μας, παρατηρήσαμε ἀπό κοντά καί ψηλαφήσαμε μέ τά χέρια μας, δηλαδή τήν αἰτία τῆς ζωῆς. Καί ἡ ζωή αὐτή καθ’ ἑαυτή φανερώθηκε, καί εἴδαμε καί μαρτυροῦμε καί σᾶς ἀναγγέλλουμε τήν αἰώνια ζωή, ἠ ὁποία ἦταν μαζί μέ τόν Πατέρα καί φανερώθηκε σέ μᾶς. Αὐτό τό ὁποῖο εἴδαμε καί ἀκούσαμε ἀναγγέλλουμε καί σέ σᾶς γιά νά ἑνωθεῖτε καί ἐσεῖς μέ ἐμᾶς, ἡ δική μας ἕνωση εἶναι ἕνωση μέ τόν Πατέρα καί μέ τόν Υἱό του Ἰησοῦ Χριστό. Καί σᾶς τά γράφουμε αὐτά, γιά νά εἶναι ὁλοκληρωμένη ἡ χαρά σας. Τό μήνυμα πού ἀκούσαμε ἀπό αὐτόν καί τό ἀναγγέλλουμε καί σέ σᾶς εἶναι τό ἑξῆς, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός εἶναι φῶς, καί δέν ὑπάρχει καθόλου σκοτάδι σ’ αὐτόν. Ἐάν ποῦμε ὅτι εἴμαστε ἑνωμένοι μ’ αὐτόν καί ταυτόχρονα περπατοῦμε στό σκοτάδι, λέμε ψέματα καί δέν συμμορφωνόμαστε μέ τήν ἀλήθεια. Ἐάν ὅμως ζοῦμε μέσα στό φῶς, ὅπως καί αὐτός εἶναι στό φῶς, τότε συνδεόμαστε στενά μεταξύ μας καί τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς καθαρίζει ἀπό ὅλες τίς ἁμαρτίες.

ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΕΝ ΟΥΡΑΝΩ ΦΑΝΕΝΤΟΣ ΣΗΜΕΙΟΥ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, ΩΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ, ΕΠΙ ΚΩΝΤΑΝΤΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ, ΥΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

«Κατά τις ημέρες της Αγίας Πεντηκοστής, την εβδόμη του μηνός Μαΐου και περί ώρα εννέα το πρωί, φάνηκε ο τίμιος και ζωοποιός Σταυρός -  που συνίστατο από φως, κι ενώ έβλεπε όλος ο λαός – να εκτείνεται πάνω από τον άγιο Γολγοθά μέχρι το άγιο όρος των Ελαιών. Ο Σταυρός αυτός από τη λαμπρότητα του φωτός Του κάλυψε τις ακτίνες του ήλιου. Γι᾽ αυτό και κάθε ηλικία,  νέων και γερόντων, μαζί με τα νήπια και αυτά που θήλαζαν,  ήλθε στην Εκκλησία, και με άμετρη χαρά και θερμή κατάνυξη ανέπεμψαν δόξα και ευχαριστία στον Θεό για το παράδοξο αυτό θέαμα».

Αν η 14η Σεπτεμβρίου αποτελεί την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, εορτή κατά την οποία ανθρώπινα χέρια, Πατριαρχικά και Βασιλικά, ύψωσαν τον Τίμιο Σταυρό, προβάλλοντάς Τον ως το σύμβολο της χριστιανικής πίστης και «το κλείθρον του Παραδείσου», διότι αποτελεί το σημείο της αναφοράς μας σ᾽ Εκείνον που έχυσε το πανάγιο αίμα Του επάνω Του, η 7η Μαΐου αποτελεί μία άλλη εορτή Υψώσεώς Του, όχι από ανθρώπινα χέρια αυτήν τη φορά, αλλά από τα ῾χέρια᾽ του ίδιου του Θεού. Διότι Εκείνος θέλησε, όταν η χριστιανική πίστη είχε ήδη γίνει αποδεκτή και είχε επεκταθεί, να φανερώσει τον Σταυρό στον Ουρανό, σαν μία επέκταση, θα λέγαμε, της φανέρωσής Του επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου, με το γνωστό «Εν τούτω νίκα». Η υμνολογία της Εκκλησίας μας προβάλλει το γεγονός και το διατρανώνει σε όλες τις παραμέτρους του: «Σήμερα χαίρεται το θεϊκό πλήθος των πιστών. Διότι φάνηκε ο Σταυρός στον Ουρανό σε μεγάλη έκταση. Λάμπει ο αέρας από φως άκτιστο. Φωτίζεται ο αέρας και γίνεται ωραίο το πρόσωπο της γης. Τραγουδά θεία άσματα η Εκκλησία του Χριστού. Δείχνει η Εκκλησία τον σεβασμό της, τιμώντας τον θείο και υπερθαύμαστο Σταυρό που την διαφυλάσσει από τον Ουρανό»  (στιχηρό εσπερινού).

Ο άγιος υμνογράφος, ο Ιωάννης μοναχός, δεν απομονώνει τον τίμιο Σταυρό, ως κάτι μαγικό.  Αν έχει τέτοια δύναμη είναι διότι επάνω σ᾽ Αυτόν, όπως είπαμε, έχυσε το αίμα Του ο Σωτήρας μας Κύριος. Κι αυτό θα πει: Χριστός και Σταυρός έκτοτε πάνε πάντοτε μαζί. Κανείς δεν μπορεί να δει ξέχωρα τον Κύριο από τον Τίμιο Σταυρό Του. Όπου Χριστός εκεί και Σταυρός, κι όπου Σταυρός εκεί και Χριστός. Αυτό που προχριστιανικά ήταν κάτι το ατιμωτικό: η σταυρική τιμωρία,  λόγω του Κυρίου έγινε ό,τι ιερότερο και ομορφότερο υπάρχει στον κόσμο. Δύο ξύλα πού από μόνα τους δεν σημαίνουν τίποτε, σχηματισμένα σε σχήμα Σταυρού γίνονται «Θεού δύναμις και Θεού σοφία».  Ο υμνογράφος είναι σαφής: ο Σταυρός μάς παραπέμπει πάντοτε στον Κύριο. «Ισχυροποιημένοι από τη δύναμη του Σταυρού, ας προσέλθουμε στον Κύριο, φωνάζοντας δυνατά να δώσει ειρήνη στον κόσμο και να φωτίσει τις ψυχές μας» (στιχηρό εσπερινού).  Ο Σταυρός δηλαδή έγινε ένα είδος γέφυρας που μας οδηγεί προς τον Ουρανό. «Σήμερα φάνηκε ο πάντιμος Σταυρός σαν τιμιότατη και ένδοξη κλίμακα, που οδηγεί από τη γη προς τα ουράνια αυτούς που τον δοξολογούν με αδίστακτη πίστη» (στιχηρό εσπερινού).

Ο εκκλησιαστικός ποιητής βλέπει στο γεγονός της εμφάνισης του Σταυρού πρώτον: μία θαυμαστή ενέργεια του Θεού προκειμένου να ενισχύσει την πίστη των χριστιανών, ιδίως μάλιστα των αρχόντων. «Έδειξες με σπουδαίο τρόπο την ισχύ του Σταυρού Σου, Σωτήρα, και ενίσχυσες με αυτό και τους πιστούς Βασιλείς μας (απολυτίκιο).  «Ανήγγειλαν οι ουρανοί τη δόξα Σου, Κύριε, δηλαδή το φοβερό σημείο του Σταυρού Σου, και η γη όλη προσκύνησε με φόβο» (δοξαστικό εσπερινού). «Βεβαίωσες το θρήσκευμα των Χριστιανών με το άυλο φως του, Χριστέ, καθώς χάραξες για χάρη μας τον Σταυρό» (ωδή δ´). Δεύτερον: το μυστικό βάθος του Σταυρού, διά του Οποίου ενώθηκαν οι άνθρωποι με τους αγγέλους, λόγω της άρσης επ᾽ αυτού της αμαρτίας των ανθρώπων. «Σήμερα χαίρονται μαζί με τους χορούς των αγγέλων και οι άνθρωποι. Διότι το μεσότοιχο που τους χώριζε, σηκωμένο πια από τον Σταυρό, ένωσε σαφώς τα πάντα σε ένα» (στιχ. Εσπερινού). Και τρίτον: την κατατρόπωση διά του Σταυρού του αρχεκάκου διαβόλου. Ο διάβολος μετά τη Σταύρωση του Κυρίου, και βεβαίως την Ανάσταση που την ακολούθησε, κατέστη ένας ηττημένος και παντελώς αδύναμος. Ο διάβολος δεν μπορεί να επιδράσει καταλυτικά στον πιστό, παρά μόνον αν ο ίδιος του δώσει δύναμη με την πνευματική του χαλάρωση. «Φανέρωσες στη γη τις ακτίνες του Σταυρού, Κύριε, με τον οποίο κατανίκησες τον διάβολο και έσωσες το γένος των αθρώπων» (ωδή α´).

Το συμπέρασμα του υμνογράφου είναι παραπάνω από λογικό: «Ας καλύπτουν τα μάτια τους οι εκτός του νόμου του Θεού. Διότι το κάλλος του Σταυρού που εξαστράπτει δεν το υποφέρουν» (ωδή ς´). Αντιθέτως: «Ας εντρυφούν στη λάμψη του αχράντου Σταυρού αυτοί που γνωρίζουν τον Θεό, τον Θεό που σταυρώθηκε ως άνθρωπος πάνω στο ξύλο» (ωδή ς´). Κι εντρύφηση στη λάμψη του Σταυρού που αποκαλύπτει τον Θεό σημαίνει ζωή θυσιαστικής αγάπης, ζωή δηλαδή μακριά από εγωισμούς και κακίες, όπως το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».

06 Μαΐου 2022

ΗΤΑΝ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΑΣ…

Έχω έναν μακροσυγγενή, τον Β. Τ., προχωρημένης τώρα ηλικίας, που βλεπόμαστε κατά καιρούς. Δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία, μα είναι άνθρωπος ευχάριστος με διάθεση πάντοτε προσφοράς στον άλλον, φιλόξενος, εργατικός. Και ένα σημαντικό πράγμα για εμένα: κατάγεται από την Καστοριά και μάλιστα από το χωριό Κλεισούρα, το χωριό της νεώτερης οσίας της Εκκλησίας, Σοφίας της Κλεισούρας. Λίγο καιρό μετά την αγιοποίηση της οσίας αυτής (4 Οκτωβρίου 2011), έτυχε να βρεθούμε και πάλι, οπότε εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία για να τον ρωτήσω αν γνώριζε την ασκήτρια Σοφία – δεν είχε υπόψη του ότι είχε αγιοποιηθεί. Εξέφρασε την ευχάριστη έκπληξή του για την εξέλιξη αυτή και χωρίς κόπο άρχισε να μου διηγείται πράγματα για την αγία. Καταθέτω το κατ’ εμέ σπουδαιότερο.

«Βεβαίως και την ήξερα, παπα Γιώργη μου» μου είπε. «Κι όχι μόνο την ήξερα, αλλά σχεδόν καθημερινά ανεβαίναμε στο μοναστήρι, γιατί τη θεωρούσαμε, κι εγώ και τα άλλα παιδιά του χωριού, σαν τη γιαγιά μας. Ήταν η γιαγιά μας. Πάντοτε μας καλωσόριζε και πάντοτε είχε κάτι να μας φιλέψει. Κυρίως μας έδινε ψωμί. Ήταν ό,τι καλύτερο για τα χρόνια εκείνα τα φτωχικά που ζούσαμε».

Η μαρτυρία αυτή νομίζω πως συνοψίζει ό,τι ως αγιότητα έχει προβληθεί και προβάλλεται για τη σοφή Σοφία. Γιατί φανερώνει την πεμπτουσία του χαρακτήρα της: την ταπεινή αγάπη που αγκαλιάζει τους πάντες, κυρίως όμως τα παιδιά. Αυτό δεν είναι το χαρακτηριστικό της γιαγιάς, και μάλιστα της παλαιότερης εποχής; Της ανοιχτής αγκαλιάς, όταν όλοι και όλα φαίνονται να λειτουργούν αρνητικά και με σκληρότητα˙ της καταφυγής δηλαδή που προσφέρει αποκούμπι, ασφάλεια, γλυκασμό, τρυφερότητα, αγάπη. Αλλά αυτό δεν είναι το χαρακτηριστικό και του αγίου ανθρώπου; Να αποδέχεται τον άλλον, είτε μεγάλο είτε παιδί, με καλή και ευχάριστη διάθεση, γιατί τον βλέπει ως εικόνα του Θεού – να νιώθει ο καθένας ότι προσεγγίζει τον παππού και τη γιαγιά του, έναν αγαπημένο κυριολεκτικά φίλο του, κάτι που συνιστά μία μυστική αντανάκλαση κατά κάποιον τρόπο αυτού που βαθιά επιθυμούμε για τον Θεό. Αλλά… πόσος αγώνας πνευματικός υποκρύπτεται κάτω από την απλή θεωρούμενη αγκαλιά εκείνου που τον θεωρούμε παππού και γιαγιά, γνήσιο και ανιδιοτελή φίλο! Ο αγώνας για την εξάλειψη όλων των αγκαθιών του εγωισμού, για να μπορεί να αναπαύεται σ’ αυτόν η χάρη και η αγάπη του Χριστού.  

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΩΒ

«Ο δίκαιος Ιώβ ήταν από την Αυσίτιδα χώρα, που βρισκόταν στα σύνορα της Ιδουμαίας και της Αραβίας, και ήταν ένα από τα παιδιά του Ησαύ, ώστε να είναι πέμπτη γενιά από τον Αβραάμ. Ο πατέρας του λεγόταν Ζαρέθ και η μητέρα του Βοσόρρα. Του είχαν δώσει το όνομα Ιωβάβ και προφήτευσε εικοσιπέντε έτη. Έζησε το 1925 π. Χ. Ο Κύριος έδωσε τη μαρτυρία γι᾽αυτόν ότι ήταν άνθρωπος δίκαιος και άμεμπτος και καλύτερος από όλους τους ανθρώπους στη γενιά του, γι᾽ αυτό και τον Ιώβ ζήτησε από τον Θεό ο διάβολος να πειράξει. Πράγματι, μετά την άδεια που του έδωσε ο Θεός, ο διάβολος απογύμνωσε τον Ιώβ από όλα τα υπάρχοντά του, τον ταλαιπώρησε με φρικτές και απαρηγόρητες πληγές και τέλος έφυγε ντροπιασμένος, γιατί ο δίκαιος φάνηκε άκαμπτος και ανυποχώρητος σε όλες τις προσβολές των πειρασμών. Στο τέλος των άθλων του ο ίδιος ο Θεός τον βράβευσε και του απέδωσε φανερώνει η σχετική με αυτόν ιστορία. Έζησε δε μετά τους πειρασμούς του εκατόν εβδομήντα έτη, που σημαίνει ότι έζησε εν όλω διακόσια σαράντα οκτώ έτη».

Ο άγιος Ιώβ έχει μείνει στην ιστορία ως το κατεξοχήν παράδειγμα της υπομονής. «Η υπομονή του είναι ιώβειος», λέμε συχνά, όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε άνθρωπο που πράγματι υπομένει αγόγγυστα τα θλιβερά που του συμβαίνουν. Κι αυτό όχι τυχαία: ο άνθρωπος αυτός πέρασε τόσα δεινά στη ζωή του, κατά παραχώρηση Θεού, ώστε και μόνο με το άκουσμά τους φρίττει ο καθένας μας: έχασε όλη την περιουσία του, έχασε διά μιας όλα τα παιδιά του, γέμισε από όλες τις αρρώστιες και μάλιστα τις θεωρούμενες μολυσματικές, ώστε να μην μπορεί να κατοικήσει μαζί με άλλους, όχι μόνον δεν είχε συμπαράσταση από τη γυναίκα του, αλλά δέχτηκε πολλές κατηγόριες από αυτήν, τέλος δε από την  υποτιθέμενη παρηγοριά  φίλων του που τον επισκέφτηκαν για τον σκοπό αυτό, είδε και αυτοί να μεταστρέφονται εναντίον του. Και σε όλα αυτά ο μόνος λόγος του ήταν: «ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα επήρε. Ας είναι το όνομα του Κυρίου ευλογημένο». Ποιος ο σκοπός της παραχώρησης από τον Θεό τόσων πειρασμών σ᾽αυτόν που ήταν τόσο δίκαιος; Ασφαλώς ο περαιτέρω αγιασμός του – ο άνθρωπος ποτέ δεν γίνεται τέλειος στον κόσμο τούτο: πάντοτε υπάρχει η παραπάνω προκοπή του – αλλά και η προβολή του διαχρονικά ως το παράδειγμα που θα βοηθούσε και άλλους. Κι αυτό είναι εκείνο που απαρχής τονίζει η ακολουθία του. «Υπεράγαθε Κύριε, έδωσες ως υπόδειγμα υπομονής και ανδρείας τον δίκαιο Ιώβ τον πολύαθλο, ως προς τις αρετές και τα λόγια του και τα θεία του έργα, και προκαλείς τον σωφρονισμό πράγματι σ᾽αυτούς που τα χάνουν από τα ατυχήματα της ζωής» (στιχηρό εσπερινού).

Εκείνο που θα μπορούσε να καταλογίσει κανείς ως ῾αρνητικό᾽ στον άγιο και δίκαιο αυτόν άνδρα είναι το γεγονός ότι στο τέλος των δοκιμασιών του, όταν και οι φίλοι του τον καταδικάζουν, λέγοντάς του ότι ασφαλώς οι αμαρτίες του τον οδήγησαν σ᾽ αυτήν την κατάντια, αρνείται τις κατηγορίες τους, ισχυριζόμενος ότι δεν έφταιξε σε τίποτε και γι᾽ αυτό δεν κατανοεί την αιτία των παθών του. Κι ενώ πράγματι είναι αρνητικό γεγονός ο ισχυρισμός του αυτός: ξεκινά με το δεδομένο της δικαιοσύνης και της αγιωσύνης του, το θέτουμε εντός εισαγωγικών, γιατί ο Ιώβ βρίσκεται μέσα στα πλαίσια της Παλαιάς Διαθήκης. Δεν είχε έλθει ακόμη ο Κύριος Ιησούς Χριστός, για να φανερώσει ότι η πορεία του ανθρώπου στη ζωή αυτή, μετά την πτώση του στην αμαρτία, είναι πορεία που θα περνά πια μέσα από το πάθος και τις δοκιμασίες, καλύτερα το πάθος και οι δοκιμασίες θα είναι πια το μέσον προαγωγής του ανθρώπου στην αγιότητα και της αναγωγής του στη ζωή του Θεού. Κι απόδειξη: ο ίδιος ο Κύριος πέρασε μέσα από το Πάθος για να φτάσει στην Ανάσταση. Οι λόγοι Του είναι σαφείς: «Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών». Και: «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσι». Έκτοτε οι χριστιανοί έμαθαν ότι δεν μπορούν να αρνούνται τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες κι ότι οι δοκιμασίες είναι το μέσον, όπως είπαμε, προκειμένου να μετάσχουν στη δόξα του Χριστού ως «κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού. Ει γαρ συμπάσχομεν, τότε και συνδοξασθώμεν. Ου γαρ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν εις υμάς αποκαλυφθήναι δόξαν» (πρβλ. Ρωμ. 8).

Το σκεπτικό λοιπόν του Ιώβ «γιατί πάσχω, ενώ είμαι δίκαιος;» είναι το σκεπτικό του Ιουδαίου ανθρώπου (δικαιολογημένο σ᾽ έναν βαθμό, αφού δεν είχε ακόμη καλλιεργηθεί η μετά θάνατον ζωή), που θεωρεί ότι ο δίκαιος πρέπει να απολαμβάνει μόνο τις χάρες και τη δόξα του Θεού, διότι τηρεί το θέλημα Αυτού. Αλλά ακριβώς αυτό είναι και το σκεπτικό των ῾φίλων᾽ του που ήλθαν να του ῾συμπαρασταθούν᾽: για να υφίστασαι τόσα δεινά, άρα έχεις αμαρτήσει. Και θα οδηγούνταν τα πράγματα σε αδιέξοδο, αν δεν επενέβαινε ο ίδιος ο Θεός στο τέλος της συνομιλίας τους, για να ελέγξει τόσο τους φίλους όσο και τον ίδιο τον Ιώβ, με την επισήμανση ῾έχετε εμπιστοσύνη στην αγάπη Μου, έστω κι αν δεν την καταλαβαίνετε᾽. Κι είναι η απάντηση αυτή του Θεού η τελική απάντηση στο ευρύτερο πρόβλημα που ταλανίζει διαχρονικά την ανθρωπότητα, η οποία σε κάθε εποχή διαπιστώνει τα πάθη και τις συμφορές της: γιατί πάσχει ο δίκαιος άνθρωπος; Πού υπάρχει η δικαιοσύνη του Θεού, όταν βλέπουμε ένα σωρό αδικίες, όπως πολέμους, φτώχεια, αρρώστιες, θανάτους μικρούς παιδιών κλπ.; Η απάντηση δηλαδή του Θεού κυμαίνεται σε επίπεδο υπέρ την ανθρώπινη λογική, στο επίπεδο της πίστης σ᾽ Εκείνον, ο Οποίος καλεί ακριβώς τον άνθρωπο να έχει εμπιστοσύνη στην αγάπη Του, έστω κι αν η λογική του αδυνατεί να Την κατανοήσει.

Ο δίκαιος Ιώβ βεβαίως δοκιμάστηκε σαν χρυσός (βλ. ωδή γ´) και έλαμψε περισσότερο η λάμψη του. Γι᾽ αυτό και ο Θεός τελικώς τον ανταμείβει διπλά και τον προβάλλει πρότυπο αιώνιο. Ο άγιος υμνογράφος εμμένει, και δικαίως, στην αρετή και την αγιωσύνη του Ιώβ. Όλη η υμνογραφία  του είναι ένας ύμνος προς τις αρετές του δικαίου,  τη συνέπειά του στον λόγο του Θεού, στην υπέρ φύσιν πίστη του. Δεν θέλει να ῾εκτραπεί᾽ στον παραπάνω θεολογικό προβληματισμό – δεν υπάρχει ούτε ένα τροπάριο επ᾽ αυτού -  που θέτει με οξύτητα το πρόβλημα της θεοδικίας. Για τον άγιο ποιητή «ο Ιώβ στεφανώθηκε επαξίως με τη λαμπρότητα της υπομονής» (ωδή θ´), φανερώνοντας και το στήριγμα της υπομονής του αυτής, την αγία ταπείνωσή του: «Όπως δικαιολογείται ο άνθρωπος όταν δει τη δόξα Σου, Κύριε, έτσι κι ο Ιώβ είδε την αθέατη αυτή δόξα, και ζυμωμένος με την ευλάβεια και τον φόβο Σου, φώναξε πολύ έντρομος: Είμαι γη και στάχτη, ενώ εσύ είσαι ο Κύριος» (ωδή θ´), όπως και την θερμή αγάπη του στον συνάνθρωπο: «Ιώβ ένδοξε, θεραπεύοντας τον πόνο κάθε θλιμμένης καρδιάς, από βλέφαρα συμπάθειας έχυνες δάκρυα, καθώς ήσουν ο προστάτης των ορφανών και των χηρών» (ωδή ς´).  Γι᾽ αυτό «και όλοι τον τιμούμε και υμνολογούμε τη μνήμη του» (κοντάκιο). 

Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΗΛΕΙΟΥ

Ὁ Γερο-Λάζαρος κάθιδρος καί κουρασμένος κάθισε σέ μιά γωνιά  τοῦ δρόμου, ὅπου ὑπῆρχε ἕνα κάθισμα, ἐνῶ ἕνα δέντρο τοῦ πρόσφερε τήν παχιά σκιά του - ἰδανικό σημεῖο γιά κάθε περαστικό, ἰδίως τίς μέρες αὐτές τοῦ καλοκαιριοῦ μέ τόν σκληρό ἥλιο. Ἀκούμπησε κάτω τήν πραμάτεια του, τά καλάθια πού καιρό ἔπλεκε, ἔβγαλε ἕνα μικρό λαγήνι γιά νά βρέξει τά φρυγμένα χείλη του καί σκούπισε μέ τήν ἀνάστροφη τοῦ χεριοῦ του τό μέτωπό του.

«Δόξα Σοι, ὁ Θεός», βγῆκε ἀπό τήν καρδιά του ὁ στεναγμός, κι ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἀνασήκωσε λίγο τόν καλογερικό του σκοῦφο καί... μία φωνή ἑνός μεσήλικα ἄνδρα πού διερχόταν ἀπό τό σημεῖο πού καθόταν τόν ἔκανε νά ἀνασηκώσει τά μάτια του κάπως  ξαφνιασμένος.

«Εὐλογεῖτε, Γέροντα. Ἀπό τή σκήτη μᾶς ἔρχεστε μᾶλλον, γιατί δέν σᾶς ἔχω ξαναδεῖ στά μέρη μας». 

«Ὁ Κύριος νά σέ εὐλογεῖ, παιδί μου», εἶπε ὁ π. Λάζαρος, κι ἔκανε μιά προσπάθεια νά ἀνασηκωθεῖ γιά νά χαιρετήσει τόν ἄγνωστο ἄνδρα. 

«Ὄχι, μή σηκώνεστε, Γέροντα», ἀντέδρασε ὁ ἄνδρας θορυβημένος, καί προσπάθησε νά κρατήσει στή θέση του τόν ἀββᾶ. «Εἶστε κουρασμένος, δέν χρειάζεται νά σηκωθεῖτε. Μόνο τήν εὐλογία σας νά μοῦ δώσετε, γιατί στήν πολυάνθρωπη καί μεγάλη αὐτή πόλη πού ζοῦμε, ἐδῶ στήν Ἀλεξάνδρεια, χρειαζόμαστε αὐξημένες δυνάμεις γιά νά τά βγάζουμε πέρα. Πολύς ὁ κόσμος, ἀπό πολλά μέρη, δύσκολη ἡ ἐργασία, πολλή δυστυχῶς καί ἡ ἁμαρτία».

«Ἔχεις δίκιο, παιδί μου», εἶπε ὁ Λάζαρος. «Κι ἐγώ, κατ’ ἀνάγκην ἦλθα, γιατί πρέπει νά πουλήσω τό ἐργόχειρό μου, ὥστε νά ἔχω γιά ἀρκετό διάστημα τά ἀπαραίτητα γιά νά ζῶ. Ἔχεις δίκιο πού λές ὅτι ἔρχομαι ἀπό τά κάτω μέρη τῆς Αἰγύπτου, ἀπό τή σκήτη, τόν μοναχικό συνοικισμό, γιατί ἐκεῖ ζῶ ἐδῶ καί δεκαετίες, ὁπότε ἀρκετά σπάνια εἶναι ἀλήθεια, ἀνεβαίνω στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἀλλά μή ξεχνᾶς τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου ὅτι “ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις”. Πολλή ἡ ἁμαρτία στή μεγαλούπολη αὐτή, ἀλλά προφανῶς ὁ Θεός δίνει καί πολλές εὐκαιρίες μετανοίας καί σωτηρίας. Ἀρκεῖ βεβαίως…», κοντοστάθηκε λίγο ὁ ἀββᾶς κι ἕνα δάκρυ σάν νά ἔλαμψε στά μάτια του, «…νά θέλει κανείς τή σωτηρία του καί νά τήν ἐπιδιώκει», συμπλήρωσε τόν λόγο του. 

«Πῶς, Γέροντα;» ρώτησε ὁ καλόκαρδος ἄνδρας, ὁ ὁποῖος βρῆκε τήν εὐκαιρία στή μέση τοῦ δρόμου νά ἐκμεταλλευτεῖ τήν παρουσία τοῦ ἁγιασμένου, ἀπ’ ὅ,τι τοῦ φάνηκε, καλόγερου. «Πῶς νά τήν ἐπιδιώκει, ὅταν τόσες πολλές προκλήσεις καθημερινά τόν ἀποπροσανατολίζουν; Νά, γιά παράδειγμα, κοιτάξτε ἀπέναντι, λίγο παρακάτω ἀπό τό σημεῖο πού βρισκόμαστε. Βλέπετε αὐτούς πού κατεβαίνουν κάποια σκαλοπάτια; Σέ καπηλειό μπαίνουν, γιά νά φᾶνε, νά πιοῦνε, νά ἀκούσουν τραγούδια καί μουσικές πού δέν φαίνονται ὅ,τι καλύτερο… Καί ξέρετε, Γέροντα, συχνάζουν ἐκεῖ καί γυναῖκες ἀμφίβολης ἠθικῆς στάθμης καί ποιότητας. Καί δυστυχῶς, δέν εἶναι τό μόνο σημεῖο στήν πόλη. Μεγάλη, ὅπως σᾶς εἶπα, ἡ πόλη, πολλές καί οἱ ἀφορμές καί οἱ προκλήσεις γιά ἁμαρτία».

Δέν ἔσπευσε ὁ Γέροντας νά ἀπαντήσει αὐτήν τή φορά. Σάν νά προσευχόταν καί κάποια στιγμή εἶπε: «Ἄν θέλουμε τόν Κύριο, πού θά πεῖ ἄν λίγο Τόν ἀγαπᾶμε, μποροῦμε νά ζοῦμε τήν παρουσία Του, ἀποφεύγοντας ὅσο μποροῦμε τούς τόπους τῶν προκλήσεων καί τῶν ἀφορμῶν τῆς ἁμαρτίας. Γιατί πράγματι δέν εἶναι δυνατόν κανείς νά εἶναι καί μέ τόν Θεό καί μέ τόν Πονηρό διάβολο. Ὅπως τό λέει ὁ ἴδιος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: “οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν”. Γι’ αὐτό σοῦ εὔχομαι, παιδί μου, καί σ’ ἐσένα καί στήν οἰκογένειά σου, ἄν ἔχεις, νά ζεῖτε ὅσο μπορεῖτε μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ καί μέ τήν προσπάθεια νά βρίσκεστε πάνω στίς ἐντολές πού μᾶς ἔδωσε. Γιατί μέσα στίς ἅγιες ἐντολές Του κρύβεται ὁ Ἴδιος».

«Εὐλογεῖτε, Γέροντα. Νά εὔχεστε», εἶπε συγκινημένος ὁ ἄνδρας, ὁ ὁποῖος ἔσκυψε μέ ταπείνωση καί φίλησε τό ροζιασμένο χέρι τοῦ ἁγίου καλόγερου, τοῦ ἀββᾶ πού ὁ Θεός τόν ἔφερε στόν δρόμο του.

«Στήν εὐχή τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας μας, παιδί μου. Στό καλό καί ὁ Χριστός νά εἶναι πάντοτε μαζί σου».

Κάθισε γιά λίγο ἀκόμη ὁ Γέροντας, προβληματισμένος ὅμως ἰδιαίτερα ἀπό τόν διάλογο μέ τόν σεμνό αὐτόν ἄνθρωπο. Τά λόγια πού μέ πόνο τοῦ εἶχε πεῖ, τόν ἔκαναν νά δακρύζει καί νά πονᾶνε τήν καρδιά του. «Πολλή ἡ ἁμαρτία, Γέροντα, πολλή!»

Ἔκανε νά σηκωθεῖ γιά νά μαζέψει τά καλάθια του καί νά προχωρήσει στόν τόπο πού συνήθιζε νά τά πηγαίνει. Μά μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του ξέκρινε μιά μαύρη φιγούρα, στόν ἀπέναντι δρόμο λίγο παρακάτω, ἐκεῖ πού ἦταν τό καπηλειό, πού τοῦ τράβηξε τήν προσοχή. Κοίταξε κι ἔμεινε ἀποσβολωμένος. Οὔτε κεραυνός νά τόν εἶχε κτυπήσει. Ἔνας νεαρός καλόγερος, μέ ἄνεση καί σβελτάδα, κατέβαινε τά σκαλοπάτια τοῦ κακόφημου μαγαζιοῦ. 

«Δέν εἶναι δυνατόν!» σκέφτηκε. «Μά πῶς; Τί δουλειά ἔχει ἐκεῖ;» 

Ξανακάθισε γιά νά σκεφτεῖ. Δέν μποροῦσε νά παρέλθει τό γεγονός ἔτσι, σάν νά μήν εἶχε δεῖ τίποτα. Ἄρχισε νά προσεύχεται νά τόν φωτίσει ὁ Θεός· νά φωτίσει καί τόν νέο καλόγερο πού βρισκόταν ἤδη μέσα στό καπηλειό. Προσπάθησε νά κάνει καλό λογισμό. «Μήπως βρέθηκε ἐκεῖ γιατί ἦταν σταλμένος ἀπό τό μοναστήρι του γιά κάποια ἀποστολή; Μακάρι νά ἦταν ἔτσι. Μά, τέτοιες ἀποστολές, ἄν ὑπάρχουν, ἀναλαμβάνουν συνήθως οἱ μεγαλύτεροι σέ ἡλικία, καί ποτέ βεβαίως μόνοι τους. Πάντοτε συνοδεύονται καί ἀπό κάποιον ἄλλον. “Οὐαί τῷ ἑνί”, πού λέει ὁ ἁγιογραφικός λόγος. Λοιπόν, δέν πρόκειται μᾶλλον γιά ἀποστολή ἤ πολύ περισσότερο γιά ἱεραποστολή».

«Θά καθίσω νά μάθω», σιγοψιθύρισε στόν ἑαυτό του. «Πρέπει νά μάθω, γιατί εἶναι καλόγερος. Τί δουλειά ἔχει σέ τέτοιους τόπους;»

Δέν ἔφυγε. Ὁ κόσμος πού περνοῦσε καί τόν ἔβλεπε, παρατηροῦσε ἕναν καλόγερο προχωρημένης ἡλικίας, μέ μάτια χαμηλωμένα πού ἡ ἀναπνοή του διακοπτόταν κατά καιρούς ἀπό ἀναστεναγμούς, ἐνῶ μ’ ἕναν μαντήλι σκούπιζε διαρκῶς τά δακρυσμένα μάτια του. Κάποια στιγμή μόνο τά σήκωσε, γιατί ἀρώματα βαριά κέντρισαν τήν ὄσφρησή του. Μιά νέα σχετικά γυναίκα, βαμμένη καί ντυμένη προκλητικά, τόν εἶχε πλησιάσει καί τόν κοίταζε μέ τρόπο αὐθάδη κι ἄσεμνο. Τήν κοίταξε σάν νά ’βλεπε τόν διάβολο νά παίζει στό πρόσωπό της καί τά δάκρυά του πολλαπλασιάστηκαν. Ἡ γυναίκα ντράπηκε, ψιθύρισε ἕνα «συγγνώμη, πάτερ», καί γρήγορα προχώρησε γιά νά κατέβει κι αὐτή σέ λίγο στό καπηλειό. Ὁ συγκεκριμένος τόπος ἦταν ὁ τόπος της. Ἐκεῖ ἔβρισκε αὐτό πού ἤθελε καί ἀποτελοῦσε τή δουλειά της. Ἡ εἰκόνα τοῦ Γέροντα σάν ἕνα μικρό ἀγκάθι φευγαλέα τή συνόδεψε γιά λίγα λεπτά, γιά νά ἐξανεμιστεῖ ὅμως τάχιστα ἀπό τά τραγούδια τοῦ κέντρου, ἀπό τά πρῶτα ποτά, ἀπό τά πρῶτα πονηρά πειράγματα τῶν ἀνδρῶν. Ἐκεῖνο πού τήν παραξένεψε καί ἀποτέλεσε ἕνα δεύτερο μικρό κεντρί ἦταν ἡ εἰκόνα σ’ ἕνα τραπέζι ἑνός νέου καλόγερου, πού ἔδειχνε νά μετέχει στήν ὅλη κατάσταση καί νά τήν ἀπολαμβάνει. Γρήγορα ὅμως ξεπέρασε κι αὐτό τό κεντρί - ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τά ἔσβηνε καί τά σκέπαζε ὅλα.

Κάποια στιγμή ὁ Γερο-Λάζαρος εἶδε τόν καλόγερο τοῦ καπηλειοῦ νά ἐξέρχεται ἀναψοκοκκινισμένος καί μέ εὔθυμη διάθεση. Τόν πλησίασε γρήγορα τήν ὥρα πού ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νά βάλει καί νά φτιάξει τόν καλογερικό σκοῦφο στό κεφάλι του.

 «Εὐλόγησον, ἀδελφέ», τοῦ εἶπε χαμηλόφωνα, καί τόν ἔπιασε ἀπό τό μπράτσο. «Μπορῶ νά σοῦ πῶ κάτι ἰδιαιτέρως;» Ὁ νεαρός καλόγερος σάν χαμένος τόν ἀκολούθησε. Ἡ εὔθυμη διάθεσή του φάνηκε νά τόν ἐγκαταλείπει. Πῆγαν σέ μία ἀπόμερη γωνιά πού δέν πολυπερνοῦσε κόσμος.

«Τί συμβαίνει, Γέροντα;» εἶπε στό τέλος, προσπαθώντας νά ἀνακτήσει τόν ἔλεγχο τῆς κατάστασης, πού προσωρινά φάνηκε ὅτι τήν εἶχε χάσει. «Γιατί μέ σέρνεις ἐδῶ; Γνωριζόμαστε;» Τό κρασί τοῦ προκαλοῦσε μία ἐλαφρά ζαλάδα, ἀλλά καί ἕνα εἶδος αὐθάδειας καί ἀλαζονείας. «Ἀπό ποῦ ξεφύτρωσε κι αὐτός;» σκέφτηκε.

«Ἄκου, παιδί μου», ἄρχισε νά λέει μέ μεγάλη σεμνότητα, ταπείνωση καί ἀγάπη ὁ Γερο-Λάζαρος. «Σέ βλέπω σάν τόν Κύριο, εἶσαι ἀδελφός μου, γι’ αὐτό καί δέν μπορῶ νά μήν ἐπέμβω σ’ αὐτά πού βλέπω».

«Καί σάν τί βλέπεις δηλαδή;» ἔκανε ὁ καλόγερος πού εἶδε τήν καρδιά του νά σκληραίνει, παίρνοντας ἀμέσως ἀμυντική στάση ἀπέναντι στον Γέροντα ἀσκητή.

«Ἀδελφέ μου», συνέχισε ὁ ἀσκητής παραβλέποντας τήν ἀντίδραση τοῦ νέου, «δέν ξέρεις ὄτι φορᾶς τό ἅγιο σχῆμα; Δέν ξέρεις ὅτι εἶσαι νέος; Δέν ξέρεις ὅτι πολλές εἶναι οἱ παγίδες τοῦ διαβόλου; Δέν ξέρεις ὅτι κι ἀπό τά μάτια κι ἀπό τήν ἀκοή κι ἀπό τίς χειρονομίες βλάπτονται οἱ μοναχοί, ὅταν ζοῦν στίς πόλεις; Ἐσύ ὅμως, μπαίνοντας χωρίς φόβο στά καπηλειά, κι ἐκεῖνα πού δέν θέλεις ἀκοῦς κι ἐκεῖνα πού δέν θέλεις βλέπεις καί συναναστρέφεσαι κι ἄσεμνα μέ γυναῖκες. Μή, σέ παρακαλῶ, ἀλλά πήγαινε στήν ἔρημο, ὅπου μπορεῖς νά σωθεῖς, ὅπως τό θέλεις».

Ἔκανε νά ἀγκαλιάσει τόν καλόγερο ὁ Λάζαρος, μά ἐκεῖνος ἀποτραβήχτηκε ἐνστικτωδῶς. «Αὐτό μᾶς ἔλειπε δά», σκεφτόταν, «ἕνας γέρος νά θέλει νά μοῦ κάνει τόν δάσκαλο, λές καί δέν ξέρω τί κουμάσια εἶναι κι αὐτοί οἱ γέροι!» Σκλήρυνε τή φωνή του καί ἀπάντησε ἀπότομα: «Ἄντε τράβα ἀπό δῶ, καλόγερε, πού μοῦ κάνεις τόν ἅγιο καί τον πολύξερο. Τί μοῦ λές τά λόγια αὐτά, λές καί ἀγνοεῖς – μπορεῖ ὅμως καί νά τά ἀγνοεῖς, ἔστω κι ἄν εἶσαι γέρος - ὅτι ὁ Θεός δέν θέλει τίποτε ἄλλο παρά «καρδίαν καθαράν»; Ἀκοῦς λοιπόν; «Καρδίαν καθαράν» ζητάει ἀπό μᾶς ὁ Θεός καί ὄχι τό ποῦ πηγαίνουμε καί ποῦ συχνάζουμε. Παντοῦ δέν εἶναι ὁ Θεός; Κι ἐδῶ καί στό μοναστήρι, ἀλλά καί στό καπηλειό. Λοιπόν, ἐγώ καί στό καπηλειό τόν Θεό Τόν βλέπω. Δέν εἶναι ὁ τόπος πού ἐμποδίζει. Ἡ βρόμικη καρδιά εἶναι τό ἐμπόδιο. Μάθε καί κάτι ἀπό μᾶς τούς νέους καί τούς πιό μορφωμένους».

Ὁ ἀββᾶς κατάλαβε. Ἡ καρδιά τοῦ νεαροῦ ἦταν σκληρυμένη καί ἀνεπίδεκτη ἀπό λόγο Θεοῦ. Τό πρόσωπό του ἄλλωστε τό ἔδειχνε καθαρά: ἦταν σάν μία μάσκα ἀνέκφραστη, ἐνῶ τά μάτια του, κυρίως αὐτά, φαίνονταν τόσο ταραγμένα, πού ἀσυναίσθητα ὁ ἀσκητής  ἔστρεψε ἀλλοῦ τά δικά του. Δέν θέλησε νά συνεχίσει - ἦταν ἐντελῶς μάταιο. «Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ», σκέφτηκε τόν λόγο τοῦ μεγάλου ἀποστόλου.

Τότε, ἀργά καί μέ τρόπο πού ἔδειχνε τή δραματικότητα τῆς στιγμῆς πού ζοῦσε, ὁ Λάζαρος ὕψωσε τά χέρια του πρός τόν Οὐρανό καί εἶπε: «Δόξα Σοι, Θεέ μεγαλοδύναμε, ἐπειδή ἔχω στή Σκήτη πενήντα χρόνια κι ἀκόμα δέν ἀπόκτησα “καρδίαν καθαράν”. Κι ὁ ἀδελφός αὐτός, γυρίζοντας στά καπηλειά, ἀπόκτησε “καρδίαν καθαράν”».

Ἔκανε ἕνα βῆμα πίσω ὁ Γερο-Λάζαρος, ὁ ἀσκητής, ὁ ὑποπιαστής τοῦ σώματος, ὁ ἀγαπημένος τοῦ Κυρίου, στράφηκε μέ μεγάλη ἀγάπη πρός τόν καλόγερο, ὁ ὁποῖος φαινόταν, παρόλη τή σκληρότητά του νά τά ἔχει πιά λίγο χαμένα, καί τόν ἀποχαιρέτισε μέ τήν εὐχή· «Ὁ Θεός κι ἐσένα νά σώσει κι ἐμένα νά μή μέ διαψεύσει ἀπό τήν ἐλπίδα μου».

Τά βήματά του ἀργά τόν ἔσυραν ἐκεῖ πού εἶχε ἀφήσει τό ἐργόχειρό του. Ἤξερε ὅμως ὅτι εἶχε νά κάνει διπλάσιο τώρα ἀσκητικό ἀγώνα: νά ἀναπληρώνει ὅσο μπορεῖ τό ἔλλειμμα καί τοῦ νεαροῦ ἄγνωστου καλόγερου.      

(Από το βιβλίο «Ως έλαφος διψώσα» των εκδ. ἀκολουθεῖν)

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΕΡΑΦΕΙΜ Ο ΕΝ ΤΩ ΟΡΕΙ ΔΟΜΒΟΥ ΑΣΚΗΣΑΣ

«Ὁ ἅγιος μεταξύ τῶν ἁγίων καί διαπρεπής ὡς πρός τά θαύματά του ὅσιος Σεραφείμ γεννήθηκε το 1527 ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους σέ κάποιο χωριό τῆς ἐπαρχίας Λοκρίδας, πού ὀνομάζεται Ζέλι, ὅπου καί διδάχτηκε τά ἱερά γράμματα. Ἐπειδή ἦταν καλῆς φύσεως ἄνθρωπος καί μελετοῦσε μέ ἐπιμέλεια τά ἱερά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί τούς βίους τῶν ἁγίων, αἰσθανόταν μέσα στήν καρδιά του θεῖο ἔρωτα πρός τόν μοναχικό βίο καί, ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἐγκατέλειψε τούς γονεῖς του καί τούς συγγενεῖς καί πορεύτηκε πρός εὕρεση τῆς ψυχικῆς του σωτηρίας πού ποθοῦσε. Ἀφοῦ γύρισε πολλούς τόπους, καί ἐρημικούς καί κατοικημένους, καί ἀγωνίστηκε μέ πολλούς ἀσκητικούς ἀγῶνες, λόγω τῶν ὁποίων ἔγινε ἄξιος νά λάβει ἀπό τόν Θεό καί τή χάρη νά ἐπιτελεῖ θαύματα, κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 6η Μαϊου 1602, στή Μονή πού φέρει τό ὄνομά του· τή Μονή αὐτήν ἔκτισε ὁ ἴδιος στή δυτική πλαγιά τοῦ Ἐλικῶνα, πού ὀνομάζεται Ντομποῦ ἤ Δοντοῦ, ὅπως καί ἀνήγειρε σ’ αὐτήν καί περικαλή σταυροπηγιακό ναό ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Δέχτηκε ἐκεῖ καί πολλούς ἐνάρετους μοναχούς πού ποθοῦσαν τήν ἔρημο καί ζητοῦσαν τήν ψυχική τους σωτηρία. Στή Μονή αὐτή, (στήν ὁποία ζώντας ἀκόμη ὁ ἅγιος Σεραφείμ δοξάστηκε ἀπό τόν Θεό μέ τή θαυματουργική χάρη Του κι ἐκεῖ ζοῦν ἀκόμη καί τώρα μοναχοί πού διαπρέπουν στήν ἀρετή καί στήν ὁσιότητα τοῦ βίου), φυλάσσονται σάν ἱερό κειμήλιο τά ἅγια λείψανά του - ἀποδεδειγμένα μέ πατριαρχικά σιγίλλια καί βεβαιωμένα μέ θαύματα -, τῶν ὁποίων τήν ἰαματική χάρη πολλοί ἀπό πολλά μέρη καθημερινά τήν  λαμβάνουν καθώς τήν ἐπικαλοῦνται πρός δόξα Θεοῦ πού δοξάζει μ’ αὐτόν τόν τρόπο τούς ἁγίους Του».   

«Βλάστημα τῆς Ἑλλάδος» ὁ ὅσιος Σεραφείμ,  μᾶς συγκαλεῖ σήμερα στή μνήμη του καί μᾶς παραθέτει πνευματικό τραπέζι. Ποιά τά ἐδέσματα τοῦ τραπεζιοῦ αὐτοῦ; Οἱ ἀρετές του, ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὁ Χριστός τόν Ὁποῖο προβάλλει μέ τόν πιό ξεκάθαρο καί διαφανή τρόπο. Πού σημαίνει: τόν πλησιάζουμε καί νιώθουμε τόν Χριστό νά μᾶς ἀγκαλιάζει, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά μᾶς κατακλύζει, τό ἄρωμα τῶν ἀρετῶν του νά μᾶς «σπάει» τή μύτη! Ὁ ὅσιος ἦταν καί εἶναι ἕνας «γνήσιος φίλος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ», ὅπως κατεξοχήν βεβαίως ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι καί ὅσιοι. Κι ὁ ὑμνογράφος του ἔρχεται, μεταξύ πολλῶν ἄλλων προβολέων πού ρίχνει προκειμένου νά ἀναδείξει τό σπουδαῖο μέγεθος τῆς ὁσιότητάς του, νά μᾶς πεῖ: «Πληγώθηκες στήν ψυχή ἀπό τόν θεϊκό πόθο καί φωτίστηκες στή διάνοια ἀπό τό φῶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, Πατέρα μας ὅσιε, ὁπότε σάν ἐλάφι διψασμένο, περιπολοῦσες στίς ἐρήμους καί βρῆκες τήν ἀείζωη πηγή. Γι’ αὐτό κι ἀφοῦ γέμισες ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό τό νάμα τῆς ἐγκράτειας, ἀναβλύζεις χωρίς σταματημό ἀπό τή σορό τῶν λειψάνων σου πηγές θαυμάτων σ’ αὐτούς πού τά προσεγγίζουν μέ πίστη. Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς μαζευόμαστε στήν ἁγία μνήμη σου πνευματικά καί λέμε·  μή σταματήσεις  νά προσεύχεσαι ὑπέρ ἡμῶν πρός τόν Κύριο γιά νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας» (δοξαστικό στιχηρῶν ἑσπερινοῦ).

Τί ἐξαίσια ἡ εἰκόνα πού χρησιμοποιεῖ ὁ ὑμνογράφος γιά νά ἀποδώσει τό ποιόν τῆς ἁγιότητας τοῦ Σεραφείμ! Ὁ ἅγιος τρέχει σάν διψασμένο ἐλάφι – μία εἰκόνα πού παραπέμπει στά ἁγιογραφικά καί στά πατερικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ψάχνει καί κυνηγάει νά βρεῖ τό πνευματικό νερό, τῆς χάρης τοῦ Χριστοῦ, γιατί γνώρισε αὐτήν τή χάρη, πληγώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ του καί δέν μπορεῖ νά σταθεῖ μέχρις ὅτου εὕρει τήν ἴδια τήν πηγή. Εἶναι γνωστή ἡ ἀλήθεια πώς μόνον ἐκεῖνος πού ἔχει δεχθεῖ τό βέλος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μπορεῖ καί νά Τόν ἀναζητεῖ «ἄχρι θανάτου». Καί δέν ἡσυχάζει μέχρις ὅτου πράγματι Τόν συναντήσει πληρέστερα, κάτι πού αὐξάνει ἔτι πλέον τήν ἀναζήτησή Του. Τό νά βρεῖ κανείς τόν Χριστό σημαίνει ὅτι Τόν ἀναζητεῖ διαρκῶς (ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης) – τί τέλος μπορεῖ νά ὑπάρξει στήν ἀπειρία τοῦ Θεοῦ! Ὁπότε ὁ ὅσιος Σεραφείμ, ἀφοῦ πληγώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη αὐτή καί φωτίστηκε ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἤξερε ποιός εἶναι ὁ ἀδιάκοπος προσανατολισμός του! Εὑρισκόμενος ἔτσι στήν πορεία «ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων» γινόταν καί ὁ ἴδιος μία ἄλλη πηγή, πού προχεόταν ἐν ἀγάπῃ στόν κόσμο ὅλον, εἴτε στή ζωή αὐτή εἴτε καί μετά τήν ὁσία του κοίμηση. Γι’ αὐτό καί τόν παρακαλοῦμε κι ἐμεῖς νά μή μᾶς  ξεχνάει στίς δεήσεις του πρός τόν Κύριο, πού θά πεῖ βεβαίως νά μήν ξεχνᾶμε ἐμεῖς νά τόν ἐπικαλούμαστε, ἀφοῦ ἐκείνου ἡ ἀγάπη εἶναι δεδομένη γιά ἐμᾶς.

ΑΠΙΣΤΗΣΕ, ΨΗΛΑΦΗΣΕ, ΚΗΡΥΞΕ

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«Ἐψηλάφησε τήν πλευράν τοῦ Δεσπότου ἀπιστήσας ὁ Θωμᾶς καί ψηλαφήσας διπλῆν οὐσίαν ἐκήρυξε» (απόστ. αίνων όρθρου).

(Αφού απίστησε ο Θωμάς για την Ανάσταση του Κυρίου, ψηλάφησε την πλευρά Του. Κι αφού Την ψηλάφησε κήρυξε τη διπλή ουσία του Κυρίου, ότι είναι Θεός και άνθρωπος).

Η υμνογραφία της Εκκλησίας μας επιμένει πάλιν και πολλάκις να τονίζει την κατ’ οικονομία Θεού απουσία του Θωμά από τον κύκλο των Αποστόλων την πρώτη ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, όταν ο Κύριος εμφανίστηκε σ’ αυτούς χορηγώντας τους την ειρήνη Του και το Πνεύμα Του το Άγιον – κάτι που θα ενεργοποιείτο κατά τρόπο δραστικό από την ημέρα της Πεντηκοστής και μετέπειτα. Κι αυτό γιατί η απουσία του Θωμά θα απεκάλυπτε περίτρανα την αγάπη του Θεού απέναντι και σ’ εκείνον, αλλά και σε κάθε εγκλωβισμένο στις αισθήσεις του άνθρωπο της κάθε εποχής μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος: τη συγκατάβασή Του ώστε να ερευνηθεί και να ψηλαφηθεί «χειρί» του αμφισβητούντος αποστόλου, οπότε και να «πιστωθεῖ» έτι πλέον η Ανάστασή Του. «Χαίρει ἐρευνώμενος» ο Κύριος (ωδή δ΄) τονίζει ο άγιος υμνογράφος, για να διευκρινίσει πιο έντονα παρακάτω (ωδή ε΄): «Ἀπιστίαν πίστεως γεννήτριαν ἡμῖν τήν τοῦ Θωμᾶ ἀνέδειξας∙ σύ γάρ πάντα τῇ σοφίᾳ σου προνοεῖς συμφερόντως, Χριστέ ὡς φιλάνθρωπος» ( Ανέδειξες την απιστία του Θωμά γεννήτρια πίστεως για χάρη μας. Διότι Συ Χριστέ ως φιλάνθρωπος που είσαι, προνοείς με τη σοφία Σου τα πάντα κατά το συμφέρον μας).

Την πρωτοβουλία της ψηλάφησης βεβαίως είχε ο ίδιος ο Κύριος, όταν είδε το καλοπροαίρετο του μαθητή Του – έφυγε από την απομόνωσή του και ήλθε έστω και με λογισμούς στη σύναξη των μαθητών. «Ἇψαι Θωμᾶ τῆς πλευρᾶς τῇ χειρί, λέγει Χριστός, καί τούς τύπους τῶν ἥλων δεῦρο ψηλάφησον, πίστει ἐρεύνησον, καί γίνου μοι πιστός καί μή γίνου ἄπιστος» (δοξαστικό αίνων) (Ακούμπησε, Θωμᾶ, με το χέρι σου την πλευρά Μου, λέγει ο Χριστός, κι εμπρός ψηλάφησε τα σημάδια των καρφιών, ερεύνησέ τα με πίστη και γίνε μου πιστός και μη γίνεσαι άπιστος). Κι ήταν η συγκατάβαση και η οικονομία του Κυρίου τέτοια, ώστε έκτοτε ο Θωμάς να τίθεται στο ίδιο επίπεδο θεολογίας με τον απόστολο Ιωάννη: ο Ιωάννης έμαθε τη θεολογία από το στήθος του Κυρίου, όταν έγειρε πάνω Του στον Μυστικό Δείπνο∙ ο Θωμάς κατενόησε την οικονομία του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, όταν έθεσε ακριβώς το χέρι του στις πληγές του Κυρίου (βλ. στιχ. εσπ. εορτής). Κι αυτήν την οικονομία του Θεού έκανε περιεχόμενο του κηρύγματός του ο Θωμάς, αλλά και όλοι οι απόστολοι και βεβαίως η αγία Εκκλησία του Κυρίου: ότι ο Κύριος έχει «διπλῆν τήν οὐσίαν», είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος – «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».  

Κι αξίζει να σημειώσουμε ότι η υμνογραφία της Εκκλησίας μας δεν άφησε ασχολίαστη και τη γλώσσα ακόμη του αποστόλου Θωμά. Όχι μόνο επικεντρώνει στο χέρι που τόλμησε να ψαύσει το «φλόγεον ὀστοῦν» (οίκος συναξαρίου) του Κυρίου, αλλά προβάλλει και την παμμακάριστη γλώσσα του – ό,τι έχει κάνει και στο δάκτυλο και στο χέρι του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού όταν βάπτιζε και υπεδείκνυε τον Κύριο ως τον αμνό του Θεού!  Γιατί ακριβώς ο Θωμάς κήρυξε τον Ιησού ως Θεό και Κύριο. Με τα ίδια τα λόγια του αγίου υμνογράφου (ωδή δ΄ εορτής): «Σοῦ ἡ παμμακάριστος ὑμνεῖται γλῶσσα ὦ Δίδυμε∙ πρώτη γάρ εὐσεβῶς κηρύττει τόν ζωοδότην Ἰησοῦν, Θεόν τε καί Κύριον, ἐκ τῆς ἁφῆς πλησθεῖσα τῆς χάριτος» (Η παμμακάριστη γλώσσα σου, Θωμά, είναι αντικείμενο ύμνου. Διότι πρώτη με πίστη μεγάλη κηρύττει τον ζωοδότη Ιησού ως Θεό και Κύριο, επειδή γέμισε λόγω της ψηλάφησης από τη χάρη Του). Στον Θωμά για ακόμη μία φορά  επιβεβαιώνουμε ότι η θεολογία μας έχει χαρακτήρα εμπειρικό. Δεν έχουν σημασία οι διανοητικοί στοχασμοί περί του Θεού  - ό,τι η ανθρώπινη φαντασία, έστω και θεολογική, «παράγει» περί Θεού – αλλά αυτό που αποτελεί έκφραση της ζωντανής παρουσίας του Θεού στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου εννοείται που ζει εν Εκκλησία και σφραγίζεται από την αλήθεια της αποστολικής παραδόσεως.