09 Ιουνίου 2022

«Η ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ ΚΡΑΤΑΕΙ ΣΤΟΝ ΙΣΙΟ ΔΡΟΜΟ»

«Έλεγε ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης ότι η Χάρις του Θεού τον κρατά στον ίσιο δρόμο. Αν φύγει η Χάρις, το βράδυ μπορεί να με βρεις στην ταβέρνα» (Οσίου Παϊσίου Αγιορείτου, Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι).

Ο άγιος Γέροντας είχε πλήρη επίγνωση της ανθρωπολογίας της χριστιανικής πίστεως και της πνευματικής ζωής. Διότι ποια η αντίληψη του χριστιανού για τον άνθρωπο; Ότι ναι μεν δημιουργήθηκε από τον Θεό «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Εκείνου, όμως λόγω της αμαρτίας του ο άνθρωπος, της ανυπακοής που επέδειξε προς τον Δημιουργό του, η ομοίωση χάθηκε και ο εικονισμός του Θεού σκοτείνιασε, ζοφώθηκε. Ο άνθρωπος μετά την πτώση στην αμαρτία «παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς», δηλαδή αγόταν και φερόταν από τα πάθη του χωρίς δυνατότητα ρυθμίσεώς του από τον ηγεμόνα νου που τυφλώθηκε. Μετά τον ερχομό του ενανθρωπήσαντος Θεού μας βεβαίως ο άνθρωπος αποκαταστάθηκε: με την πρόσληψή του από τον Χριστό καθαρίστηκε η εικόνα του Θεού μέσα του, ανοίχτηκε και πάλι ο προορισμός της ομοίωσής του προς Αυτόν, με την προϋπόθεση όμως της αποδοχής του Κυρίου εν πίστει στη ζωή του. Ο χριστιανός με άλλα λόγια που έχει πιστέψει στον Χριστό και έχει γίνει μέλος του σώματός Του της Εκκλησίας διά του αγίου βαπτίσματος, ανανεώνοντας και ενεργοποιώντας τη χαρισματική αυτή κατάστασή του διά της μετανοίας και της συμμετοχής του στα μυστήρια της Εκκλησίας, αυτός πράγματι μπορεί να θεωρηθεί ως φυσιολογικός άνθρωπος κατά τον τρόπο της δημιουργίας του.

Η τρεπτότητά του όμως παραμένει: μπορεί να αλλάξει και να αλλάζει διαρκώς, γιατί στον κόσμο τούτο η θέλησή του δεν είναι παγιωμένη στο αγαθό -  η παγίωση στο αγαθό συνέβη με τους αγίους αγγέλους μετά την πτώση του Εωσφόρου και των οργάνων του. Οι άγγελοι ναι! Παραμένουν στο αγαθό πάντοτε, όπως και ο Πονηρός διάβολος στο πονηρό και το κακό. Οι άνθρωποι όμως όχι! Το μόνο σταθερό και αναλλοίωτο και αιώνιο στοιχείο που μπορεί να κρατήσει στέρεο τον χριστιανό, έστω κι αν χαρακτηρίζεται από το τρεπτό της θελήσεώς του, είναι η χάρη του Θεού, όταν κι εκείνος είναι προσανατολισμένος στις άγιες εντολές Του. Κι αυτό συνιστά το γνώρισμα πια του κάθε πιστού χριστιανού: ο αγώνας του μέχρι θανάτου να ακολουθεί τον Κύριο και την οδό Του, δηλαδή να προσπαθεί αδιάκοπα να τηρεί ό,τι Εκείνος καθόρισε ως πορεία της ζωής. Διότι ο Κύριος βρίσκεται μέσα στις εντολές Του – οι εντολές του Θεού μάς προσομοιώνουν μ’ Εκείνον και μας συντονίζουν με την παρουσία Του.

Ο άγιος Παΐσιος λοιπόν λέει το αυτονόητο για έναν χριστιανό εν επιγνώσει: ο ίσιος δρόμος είναι ο δρόμος του Χριστού και του αγίου θελήματός Του, αλλά μόνον η χάρη του Θεού μπορεί να κρατήσει τον άνθρωπο πάνω σ’ αυτόν. Γιατί πρόκειται περί χαρισματικής καταστάσεως, περί της Ζωής Εκείνου που προσφέρεται ως δυνατότητα στον άνθρωπο που καλοπροαίρετα θα ανταποκριθεί στην κλήση της ακολουθίας Του. Κι αυτή η ανταπόκριση εκκινεί από την ένταξη του ανθρώπου στην Εκκλησία διά του βαπτίσματος, αλλά δεν σταματάει ποτέ. Μέχρι το τέλος της ζωής του ο άνθρωπος, μέχρι κυριολεκτικά την τελευταία του πνοή δεν μπορεί να χαλαρώσει. Το όποιο χαλάρωμα ως γνωστόν στην πνευματική ζωή αποτελεί την ίδια στιγμή οπισθοδρόμηση και έκπτωση του πιστού – «όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου» είπε ο Ίδιος ο Κύριος. Θυμόμαστε το περιστατικό από το Γεροντικό, όπου ένας όσιος αββάς φτάνοντας στο τέλος της επίγειας ζωής του άκουσε από τους μαθητές του: σώθηκες τώρα, αββά. Κι εκείνος αμέσως, πριν εκπνεύσει, απάντησε: όχι ακόμη! Αυτή είναι η αίσθηση του αγίου που ξέρει το πόσο εύκολα μπορεί να προσκλίνει  στο κακό η θέληση του ανθρώπου, αν ακριβώς χαλαρώσει την ένταση του πνευματικού του αγώνα. Ο όσιος Παΐσιος μιλάει για την «ταβέρνα» ως πτώση του στην αμαρτία, όχι χαρακτηρίζοντας την ταβέρνα βεβαίως ως τόπο αμαρτίας, αλλά ως τόπο που απάδει προς αυτόν ως καλόγερο.   

Γι’ αυτό και οι άγιοι ακολουθούσαν την οδό της ταπεινώσεως – πώς μπορούσαν να αποδεχτούν τον όποιο υπερήφανο λογισμό ότι κάτι κατάφεραν; Τα λόγια του ίδιου του Κυρίου ηχούσαν πάντοτε στην καρδιά τους: «Όταν εφαρμόσετε όλα όσα σας είπα, να λέτε ότι είμαστε αχρείοι δούλοι. Ότι κάναμε ό,τι οφείλαμε να κάνουμε». Κι ο απόστολος Παύλος ήταν εκείνος που για τον λόγο αυτό φώναζε: «Τι καλό έχεις που δεν το έλαβες από τον Θεό; Κι αφού το έλαβες από Εκείνον τι καυχάσαι σαν να μην το έχεις λάβει;» Ο λόγος μάλιστα του ίδιου έρχεται χωρίς περιστροφές να το βεβαιώσει: «Με τη χάρη του Θεού σωθήκαμε διά της πίστεως. Κι αυτό είναι δώρο του Θεού, δεν είναι κατόρθωμα δικό μας για να μη καυχηθεί κανείς».   

08 Ιουνίου 2022

ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ… ΠΡΟΣΓΕΙΩΜΕΝΟΙ!

«Διηγούνται ότι ένας νέος έλεγε στον όσιο Παϊσιο τον αγιορείτη ότι είναι έτοιμος να πέσει στη φωτιά για τον Χριστό. Κάποια μέρα λοιπόν τον παρακάλεσε ο όσιος Γέρων να σηκώσει λίγο το παντελόνι του πάνω από την κάλτσα και όταν το σήκωσε ακούμπησε στη γάμπα του τη φλόγα ενός κεριού. Ο νέος πετάχτηκε φωνάζοντας και ο σοφός Γέρων του είπε: Εσύ είσαι που θα ’πεφτες στη φωτιά για τον Χριστό;» (Οσίου Παϊσίου Αγιορείτου, Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι).

Όταν το σπουργίτι νομίζει ότι είναι… αετός! – αυτό θα μπορούσε να είναι ο τίτλος του συγκεκριμένου περιστατικού. Να ομολογείς ότι είσαι έτοιμος να ριχτείς στη φωτιά για τον Χριστό και να μην μπορείς να ανεχτείς τον παραμικρό πόνο, ένα ελαφρό και απαλό κάψιμο! Ο άγιος Παΐσιος αποκαλύπτει με τον δικό του μοναδικό και παραστατικό τρόπο το πρόβλημα του νεαρού επισκέπτη του, αλλά και πολλών άλλων από εμάς τους θεωρουμένους «καλούς» χριστιανούς: να μη διακρίνουμε το όριο των τελείων που δείχνει ο Κύριος και η Εκκλησία μας με το δικό μας όχι απλώς χαμηλό αλλά και κάτω της… βάσεως όριο! Μοιάζει με το περιστατικό που ανέφερε ο εξίσου μέγας όσιος Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης, κατά το οποίο μία Γερόντισσα βλέποντας κάποιους αγίους ψηλά σ’ ένα βουνό θεώρησε ότι είναι εύκολο να τους φτάσει. Αλλά διαπίστωσε ότι το μονοπάτι για την κορυφή ήταν γεμάτο από αγκάθια και τριβόλια – κανείς δεν φτάνει διαμιάς στην κορυφή της σκάλας˙ χρειάζεται να κουραστεί, να επιμείνει, να ματώσει στον αγώνα της πνευματικής ζωής. «Δώσε αίμα και λάβε Πνεύμα» είναι εκείνο που κατεξοχήν χαρακτηρίζει τον εσωτερικό αγώνα ενός πιστού χριστιανού.

Η έλλειψη της διάκρισης λοιπόν το συχνά διαπιστούμενο πρόβλημα πολλών χριστιανών, που σημαίνει την έλλειψη της αυτογνωσίας – «πετάμε στα… σύννεφα!» κατά το κοινώς λεγόμενο. Διότι κινούμαστε με ό,τι ακούμε και διαβάζουμε για τους αγίους μας, φαντασιούμενοι ότι έχουμε φτάσει στα δικά τους μέτρα, έστω κι αν τρώμε… χώμα στην καθημερινότητά μας. Ο άγιος Παΐσιος το έλεγε και με άλλο παρεμφερές με το παραπάνω παράδειγμα: να θέλεις να μαρτυρήσεις για τον Χριστό, αλλά να μη σηκώνεις μύγα στο σπαθί σου όταν κάποιος σε προσβάλει. Πώς είναι δυνατόν να μην αντέχεις έναν προσβλητικό λόγο, μία άδικη κατ’ εσέ απέναντί σου πράξη, ένα βλέμμα ίσως επιτιμητικό, αλλά να δηλώνεις… έτοιμος μάρτυρας; Πρόκειται για τους κατά φαντασίαν χριστιανούς, όπως τους έχουν χαρακτηρίσει, όπου η πράξη δεν συμβαδίζει καθόλου με ό,τι υπάρχει ως εικόνα στο μυαλό! Δεν φανερώνει η κατάσταση αυτή την τραγικότητα που ζούμε πολλές φορές οι χριστιανοί και που δεν είναι άλλη από την κρυμμένη εν πολλοίς αλαζονεία μας; Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο ότι οι άγιοί μας θεωρούν πως τα πνευματικά μας μέτρα μπορούμε να τα επισημάνουμε, όταν δούμε τις αντιδράσεις μας στους πειρασμούς και στις επιθέσεις και προσβολές απέναντί μας. Το περιστατικό από το Γεροντικό με τον άγιο μέγα Αντώνιο είναι γνωστό: επαινούμενο ένα νεαρό μοναχό από άλλους αδελφούς τον πρόσβαλε. Κι όταν εκείνος αντέδρασε, ο άγιος του είπε γεμάτος στοργή: Πρόσεξε, αδελφέ, γιατί είσαι σαν την πόλη εκείνη που μπροστά φαίνεται ωραία αλλά πίσω τη λυμαίνονται ληστές!

Ποια η ενδεδειγμένη στάση του νεαρού στο αρχικό περιστατικό με τον όσιο Παΐσιο; Να θέλγεται και να κατανύσσεται με τη χαρισματική δύναμη αγάπης προς τον Χριστό των αγίων μαρτύρων - «μας χαρίστηκε, λέει ο απόστολος Παύλος, όχι μόνο να πιστεύουμε στον Χριστό αλλά και να πάσχουμε γι’ Αυτόν» - αλλά με ταπείνωση να αναγνωρίζει τη δική του μηδαμινότητα, αγωνιζόμενος στην υπομονή της διακράτησης της αγάπης προς τους συνανθρώπους του στην καθημερινότητά του. Γιατί τελικώς αυτό είναι το ζητούμενο που δίνει τον τόνο και το στίγμα της ποιότητας της πνευματικής μας ζωής: την κάθε ώρα και στιγμή μας να τη θεωρούμε ως την ώρα της χάριτος και της δωρεάς του Θεού για να κρατιόμαστε σε κάθε δυνατή για εμάς αναμαρτησία, να αγωνιζόμαστε δηλαδή να τηρούμε τις άγιες εντολές του Θεού. Τότε ανοίγουμε χώρο στην καρδιά και την ύπαρξή μας για να σκηνώσει η χάρη του Θεού – «οι καθαροί τη καρδία όψονται τον Θεόν» - γεγονός που τη δυναμώνει και την ενισχύει σε βαθμό τέτοιο που πράγματι μπορεί κανείς να αντέξει και τους μεγαλύτερους πειρασμούς, κατεξοχήν δε τη χάρη και του ίδιου του μαρτυρίου για την πίστη μας. Διαφορετικά, όπως είπαμε, θα μοιάζουμε με τον γίγαντα που θέλει να σηκώνει θεόρατο βάρος έχοντας πήλινα ποδάρια.

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος έχει δώσει την απάντηση με τον δικό του εμπνευσμένο τρόπο: επαινεί εκείνον τον πιστό που ακούγοντας και διαβάζοντας τα υψηλά των εντολών του Χριστού, εφαρμοζόμενα από τους αγίους με προσφορά και της ίδιας τους της ζωής, κτυπά το στήθος του με πένθος και δάκρυα, γιατί βλέπει την αδυναμία του. Και σημειώνει πως η ταπείνωση που επιδεικνύει ο συγκεκριμένος: μπροστά στο ύψος των αγίων να νιώθει ελαχιστότατος, μπορεί να τον οδηγήσει από άλλη πλευρά στην… πρωτοπορία! Διότι ταπεινούμενος με επίγνωση υψώνεται «ιλιγγιωδώς». Ο λόγος του Κυρίου είναι σαφής: «ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται».    

Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΟΥ

 «Ο άγιος Θεόδωρος ζούσε την εποχή του Λικινίου, γεννημένος στα Ευχάιτα και από εκεί καταγόμενος, ζώντας όμως στην Ηράκλεια του Πόντου. Ήταν ωραίος κατά το σώμα, αλλά ωραιότερος κατά την ψυχή, κοσμημένος με λόγο και γνώση και την υπόλοιπη σοφία, γι᾽ αυτό και μερικοί τον ονόμαζαν Βρυορρήτορα (σημ.: βρύση της ρητορικής). Ο άγιος, αφού πέρασε από όλα τα βασανιστήρια, άφησε το μεν μακάριο σώμα του στη γη, το οποίο εκβλύζει ποταμούς ιαμάτων σε όλους αυτούς που το πλησιάζουν με πίστη. Το δε άγιο πνεύμα του αυλίζεται στους ουρανούς. Αυτού του τιμίου και αγίου σώματος τη μετακοδική εορτάζουμε».

Όπως συνήθως συμβαίνει, η εορτή της ανακομιδής του λειψάνου του αγίου μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου δεν περιέχει τίποτε από το καθαυτό γεγονός της ανακομιδής. Η ακολουθία όλη αναλίσκεται στην προβολή της αγιότητας και των αρετών του αγίου – εδώ ο υμνογράφος άγιος Θεοφάνης αξιοποιεί επανειλημμένως και το όνομά του για να πει ότι ο άγιος είναι «επώνυμος των του Θεού δωρεών» (ωδή α´ κ.α.) - όπως και στο μαρτύριο το οποίο υπέστη. Το φρικτό μαρτύριο μάλιστα του αγίου Θεοδώρου δίνει και την αφορμή στον Θεοφάνη να προβεί, έστω δι᾽ ολίγων, και στη θεολογία του μαρτυρίου, που αξίζει ιδιαιτέρως να προσεχτεί για μία ακόμη φορά. Το μαρτύριο δεν είναι βάσανα που υφίσταται ο μάρτυρας μέσα σε μία αυθυπέρβαση της φύσεώς του, αναγόμενος σε υπεράνθρωπες καταστάσεις και γινόμενος πρότυπο ηρωισμού και γενναιότητας. Μία τέτοια θέαση συνιστά οριζόντια και κοσμική κατανόηση των όσων υπέστη. Το χριστιανικό μαρτύριο αποτελεί χαρισματικό γεγονός, το οποίο υφίσταται και υπάρχει με τη δύναμη του Χριστού ως μετοχή στα πάθη Εκείνου. Με άλλα λόγια το μαρτύριο ενός χριστιανού αγίου, όπως εν προκειμένω του αγίου Θεοδώρου, αποτελεί προέκταση του μαρτυρίου του ίδιου του Χριστού, είναι δηλαδή η συσταύρωση του μέλους του Χριστού με τον εσταυρωμένο Κύριο. Όπως ο Κύριος υπέστη το πάθος του Σταυρού, ως αποκορύφωμα του όλου πάθους της ζωής Του, έτσι και ο μάρτυρας του Χριστού, όταν δοθεί η ευκαιρία, υφίσταται και αυτός τα διάφορα μαρτύρια, σαν να είναι και αυτός ανεβασμένος πάνω στον Σταυρό. Με αποτέλεσμα βεβαίως να δέχεται με τη χάρη του Θεού και την αναστάσιμη ενέργεια, η οποία ακολουθεί πάντοτε τον Σταυρό.

«Έλαμψες από ομορφιά, πάνσοφε, γιατί ένωσες τα σεπτά παθήματά σου με τα παθήματα του Δεσπότη Χριστού, και γιατί αξιώθηκες τη λαμπρότητά του και τη χαρά που ποθούσες» (ωδή δ´). «Από πίστη σε Σένα, που υπέμεινες σταυρό και θάνατο για μένα, σταυρώνομαι κι εγώ, Δέσποτα, και πληγώνομαι από τα τοξεύματα και δέχομαι τις φοβερές πληγές, Κύριε, φώναζες, γενναιόφρον μάρτυς Θεόδωρε, την ώρα της άθλησής σου» (ωδή η´).  Έτσι το μαρτύριο χάριν του Χριστού συνιστά την κατεξοχήν πράξη πίστεως σ᾽ Αυτόν. Τότε ο χριστιανός φτάνει στο υψηλότερο σημείο πίστεως, όταν δίνει και την ίδια τη ζωή του για να μείνει σταθερός στο θέλημα του Χριστού.

Έχει τονιστεί επανειλημμένως όμως ότι συνήθως στο μαρτύριο ενός πιστού υπάρχει κάποιος ή κάποιοι άλλοι χριστιανοί που τον ενισχύουν, γινόμενοι αλείπτες (προπονητές και καθοδηγητές) αυτού. Στην περίπτωση του αγίου Θεοδώρου δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοιος αλείπτης. Κι όμως! Ο άγιος Θεοφάνης μάς υπενθυμίζει ότι τέτοιο αλειπτικό έργο ανέλαβε ο ίδιος ο Κύριος. Στη φυλακή ευρισκόμενος ο άγιος Θεόδωρος δέχεται την εμφάνιση του Χριστού, ο Οποίος τον ενισχύει να αντέξει τα μαρτύρια και τον παροτρύνει στους αγώνες κατά του εχθρού. «Την ώρα που αθλούσες νόμιμα, σου φανερώνεται ο Χριστός στη φυλακή που ήσουν κλεισμένος, ο Οποίος σε παρότρυνε σαν αγωνοθέτης προς τους αγώνες, να παλέψεις κατά του εχθρού, ένδοξε» (ωδή ς´). Ο Θεός δεν μας αφήνει ποτέ χωρίς ενίσχυση. Είτε μέσω δικών Του πιστών ανθρώπων είτε με την προσωπική Του παρουσία, πάντοτε  έρχεται αρωγός στις δυσκολίες μας, όταν μάλιστα αυτές υφίστανται από υπακοή προς το άγιο θέλημά Του. Πρόκειται για μία πραγματικότητα που δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ, αρκεί να υπάρχει μέσα μας έστω και μία σπίθα αληθινής πίστεως!

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΚΑΛΛΙΟΠΗ

«Ἡ ἁγία Καλλιόπη ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλιᾶ Δεκίου (περί τά μέσα τοῦ 3ου αἰ. ) καί ἦταν ἐξαιρετικά ὄμορφη σωματικά ἀλλά καί ψυχικά. Συνελήφθη λόγω τῆς πίστεώς της στόν Χριστό καί προσπάθησαν νά τήν ἐξαναγκάσουν νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν πίστη καί τήν ἀγάπη Αὐτοῦ. Ἐπειδή κρατοῦσε τήν πίστη της μέ δύναμη, γι’ αὐτό καί τήν κτύπησαν μέ σφοδρότητα, ὅπως καί τῆς ἀπέκοψαν τούς μαστούς, τούς ὁποίους ὅμως Ἄγγελος Κυρίου πού παρευρισκόταν τούς ἀποκατέστησε ὑγιεῖς. Ἔπειτα τά ὄργανα τοῦ διαβόλου τήν ἔσυραν πάνω σέ κομμένο ὄστρακο καί στή συνέχεια τήν ἔριξαν στή φωτιά. Τίς καμμένες σάρκες της τίς ἄλειψαν μέ ἁλάτι καί τίς κατάτριψαν μέ τρίχινα ὑφάσματα. Μετά ἀπό αὐτά τῆς ἔκοψαν τό κεφάλι, εἰς δόξαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Ὁ μακαριστός ἅγιος Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ὁ ὑμνογράφος τῆς ἁγίας Καλλιόπης, προκαλεῖται ἀπό τό ὄνομά της προκειμένου νά φανερώσει τό κάλλος καί τήν ὀμορφιά τῆς ἁγίας. Κάλλος πού ἀναφερόταν καί στό σῶμα, πρωτίστως ὅμως στήν ψυχή τῆς ἁγίας κόρης. Διότι εἶναι γνωστό καί πολυειπωμένο ὅτι κατά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖνο πού ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία στόν ἄνθρωπο δέν εἶναι ἡ ἐξωτερική του ὀμορφιά, ἀλλά τό κάλλος τῆς ψυχῆς, τό ὁποῖο διαπορθμεύεται καί στό σῶμα, κάνοντάς το καί αὐτό νά λάμπει μέ ξεχωριστό φῶς. Ὅλοι τό γνωρίζουμε ὅτι μία ἐξωτερική ὀμορφιά χωρίς τήν ἀντίστοιχη ἐσωτερική της διάσταση, ὄχι μόνο δέν λειτουργεῖ θετικά – πέραν ἴσως τῆς προκλήσεως τῶν σαρκικῶν παθῶν στούς ἐμπαθεῖς - ἀλλά δημιουργεῖ καί ἀρνητικά συναισθήματα πού ἀπωθοῦν τούς περισσοτέρους ἀνθρώπους. Σάν ἴσως τά πλαστικά λουλούδια, τά ὁποῖα φαίνονται ὄμορφα, ἀλλά δέν ἔχουν καθόλου ὀσμή. Λοιπόν ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπανειλημμένως τονίζει τό πνευματικό κάλλος τῆς ἁγίας Καλλιόπης, τό ὁποῖο συνεστήθη ἀπό τήν ψυχική της ἁγνότητα καί ἀπό τήν ἱερά ἄθληση τοῦ μαρτυρίου της. Γιά νά συμπληρώσει: ἡ ψυχική της ἁγνότητα, ἀλλά καί ἡ ὑπομονή της στά μαρτύρια ἦταν καρπός τῆς ἀγάπης καί τοῦ ἔρωτά της πρός τόν Κύριο, τοῦ πόθου της γιά τό κάλλος καί τήν ὀμορφιά Ἐκείνου. «Ὅπως λέει τό ὄνομά σου, πόθησες βαθιά, καλλιπάρθενε καί πανεύφημε Καλλιόπη, τό ἄχραντο καί πέρα ἀπό τά ἀνθρώπινα κάλλος τοῦ Χριστοῦ· γι’ αὐτό καί ὀμόρφυνες τόσο πολύ τόν ἑαυτό σου ἀπό τά κάλλη τῆς ἁγνότητας καί ἀπό τήν ἱερά σου ἄθληση» (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

Πάνω στήν ἀγάπη αὐτή τῆς ἁγίας πρός τόν Κύριο ἀφιερώνει τά περισσότερα τροπάρια ὁ μακαριστός Γέρων ὑμνογράφος, γιατί θεωρεῖ ὅτι δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ οὔτε καί νά ἑρμηνευτεῖ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς της, πολύ περισσότερο τό σκληρό μαρτύριό της, ἔξω ἀπό αὐτήν. Κι εἶναι μία ἀλήθεια πού πάντοτε πρέπει νά τονίζεται, δεδομένου ὅτι χωρίς τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό ἀπονευρώνεται κάθε τι πού χαρακτηρίζεται ὡς χριστιανικό. Ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θεωρεῖ τήν ἀγάπη μας πρός Ἐκεῖνον ὡς τό μοναδικό ποιητικό αἴτιο γιά νά εἴμαστε μαζί Του: «ἐάν ἀγαπᾶτέ με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε» λέει μεταξύ ἄλλων γιά παράδειγμα· ὅταν ὅλοι οἱ ἀπόστολοι αὐτήν τήν πραγματικότητα τονίζουν προκειμένου νά εἴμαστε καί νά παραμένουμε χριστιανοί: «εἴ τις οὐ φιλεῖ τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ἤτω ἀνάθεμα» καί «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;» κ.ἄ.π.· τότε πῶς εἶναι δυνατόν καί ἡ Ἐκκλησία μας διά τῆς ὑμνογραφίας της νά μήν τονίζει τήν ἀλήθεια αὐτή; «Ἐπειδή πληγώθηκες ἀπό τόν ἔρωτα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, Καλλιόπη, ἔκανες ἀνδραγαθήματα» (στιχηρό ἑσπερινοῦ)· «Δέχτηκες τή φωτιά τῆς θείας ἀγάπης στήν ψυχή σου, Καλλιόπη, γι’ αὐτό καί ἀκολούθησες τή φωνή τοῦ νυμφίου Χριστοῦ» (δοξαστικό ἑσπερινοῦ).

Ἀφήνοντας ὅλες τίς διαστάσεις τοῦ θεϊκοῦ ἔρωτα τῆς ἁγίας Καλλιόπης, ἐπικεντρώνουμε σ’ ἕναν ὕμνο ἀπό τήν στ΄ ὠδή. Μᾶς δίνει ὁ ὑμνογράφος μας πολύ ὡραῖες ἀφορμές γιά τή βαθύτερη προσέγγιση τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τῆς ἀγίας. «Ἀφοῦ λάμπρυνες τά ὄμματα τῆς ψυχῆς σου, Καλλιόπη, μέ οὐράνιες μελέτες, ἔβγαλες φτερά προκειμένου νά πετάξεις πρός τό θεῖο κάλλος τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, καί ἔσπευσες νά κερδίσεις αὐτήν τή βασιλεία μέ ἀσφάλεια, σεμνή, μέ τούς κόπους τῆς ἄθλησής σου».  Τί μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Γέρων Γεράσιμος; Πρῶτον· τό κάλλος τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, τό κάλλος τοῦ Χριστοῦ δηλαδή, λειτουργεῖ ὡς μαγνήτης γιά ἐκεῖνον πού Τόν ἔχει πιστέψει καί θέλει νά Τόν ἀκολουθήσει, πού σημαίνει ὅτι τρέχει πρός Αὐτόν σάν νά ἔχει φτερά στά πόδια του – «εἰς ὀσμήν μύρου Σου ἔδραμον, Χριστέ», ὅπως θά ἐπισημάνει σέ κάποιο ἄλλο σημεῖο ὁ ὑμνογράφος, ἀφορμώμενος ἀπό τό «Ἆσμα Ἀσμάτων» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Δεύτερον· ἐκεῖνο πού ἐπιβεβαιώνει τήν ἔνταξη στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τή θετική σχέση πρός τόν Κύριο ὡς ἕνωση μαζί Του, εἶναι ἡ διάθεση τοῦ μαρτυρίου, πολύ περισσότερο ὅταν αὐτό τό μαρτύριο γίνεται κατά χάριν Θεοῦ πραγματικότητα. «Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου», καλεῖ τόν πιστό ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ - ὁ Κύριος πού μᾶς «ἠγάπησεν ἕως τέλους» ζητάει καί ἀπό ἐμᾶς μία παρόμοια στάση, καθώς μᾶς ἐνισχύει πρός τοῦτο μέ τή χάρη Του. Κανείς μέ ἄλλα λόγια δέν μπορεῖ νά εἶναι χριστιανός πορευόμενος μέ διψυχία. Τρίτον, καί ἴσως σπουδαιότερο· ἡ σπουδή γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἡ διάθεση τοῦ μαρτυρίου ἀπαιτεῖ τήν προετοιμασία τοῦ ἀνθρώπου. Κι ἐκεῖνο πού ὄντως προετοιμάζει τόν ἄνθρωπο, μέ τήν ἔννοια ὅτι καθιστᾶ εὔφορο τό ἔδαφος τῆς ψυχῆς του γιά νά ριζώσει ἡ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἱ «οὐράνιες μελέτες». Ποιές εἶναι αὐτές; Ἡ ἀφιέρωση τοῦ ἀνθρώπου στόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, στήν καλλιέργεια τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του, στήν ἐνασχόληση μέ τούς βίους τῶν ἁγίων Του, στήν ἐντρύφηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων. Χριστιανός πού δέν ἀφιερώνει ἔστω καί λίγο χρόνο τήν ἡμέρα γιά τίς «οὐράνιες αὐτές μελέτες» δέν ξέρουμε κατά πόσο μπορεῖ νά νιώσει τήν «ἀναπτέρωσιν» αὐτή, γιά τήν ὁποία κάνει λόγος ὁ ὑμνογράφος. Διότι τελικῶς μέ ὅ,τι κανείς ἀσχολεῖται, αὐτό καί γίνεται. 

07 Ιουνίου 2022

Ο… «ΑΝΑΜΑΡΤΗΤΟΣ»!

Ο κύριος που μπήκε στο εξομολογητάρι περίμενε στην αναμονή αρκετή ώρα. Τον είχε δει ο ιερέας μαζί με τους άλλους, όταν ξεκίνησε την εξομολόγηση. Ήταν αρκετά ευπαρουσίαστος και πολύ ευγενικός. Σταυροκοπήθηκε, φίλησε το χέρι του ιερέα, κάθισε στη θέση του εξομολογουμένου.

«Πρώτη φορά εξομολογείσθε;» ρώτησε ο ιερέας. «Δεν σας έχω ξαναδεί».

«Όχι, πάτερ. Εξομολογούμαι κατά καιρούς, αλλά δεν έχω σταθερό εξομολόγο. Όταν πλησιάζουν οι μεγάλες γιορτές, μπαίνω σε κάποιο ναό και όταν βρω πνευματικό εξομολογούμαι. Δεν θέλω να κοινωνώ χωρίς εξομολόγηση».

«Κάνετε πολύ σωστά. Κι αυτό δείχνει ότι μάλλον έχετε συναίσθηση των μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Η ιερά εξομολόγηση – το γνωρίζετε - είναι από τα υποχρεωτικά λεγόμενα μυστήρια, μαζί με το βάπτισμα, το χρίσμα και τη θεία κοινωνία, γιατί δυστυχώς μετά το βάπτισμά μας αμαρτάνουμε. Οπότε ο Κύριος μάς το πρόσφερε ως τη μεγαλύτερη δωρεά: να μπορούμε και πάλι να καθαρίζουμε την ψυχή μας και να ξαναζούμε τη χάρη της αναγέννησής μας, όπως τότε που βγήκαμε από την αγία κολυμβήθρα. Αρκεί βεβαίως και η εξομολόγηση να γίνεται με τον σωστό τρόπο».

«Ποιος είναι ο σωστός τρόπος, πάτερ;» είπε ο μεσήλικας.

«Αυτό που δηλώνει και το όνομα του μυστηρίου. Λέμε μυστήριο μετανοίας. Συνεπώς πρέπει κανείς να είναι σε αυτήν την ατμόσφαιρα της επίγνωσης των αμαρτιών του και της πίστης στην αγάπη του Θεού, ώστε να προσέλθει σωστά. Χωρίς τη μετάνοια και την απόφαση για αλλαγή της ζωής του, ώστε να βαδίζει πια όσο γίνεται πάνω στις εντολές του Χριστού μας, η εξομολόγηση καταντά μάλλον ένας τύπος που δεν ξέρω κατά πόσο προσφέρει στον άνθρωπο τη χάρη του Θεού».

«Ναι, πάτερ», έδειχνε να συμφωνεί ο κύριος.

«Θέλω όμως και κάτι ακόμη να σας πω», είπε ο ιερέας, «πριν ξεκινήσετε να εξομολογείσθε. Είπατε ότι δεν έχετε σταθερό πνευματικό. Αυτό πρέπει να σας προβληματίσει λίγο. Χωρίς να είναι θέμα δογματικό, όπως λέμε, για την πίστη μας, δηλαδή ότι χωρίς αυτό δεν είμαστε πιστοί και δεν ζούμε τη σωτηρία μας – εκτός κι αν κανείς δεν έχει σταθερό τόπο που ζει - όμως έχει διαπιστωθεί ότι η αναφορά σε ένα μόνο πνευματικό βοηθάει στην πνευματική μας πορεία, για τον λόγο ότι επέρχεται  γνωριμία πραγματική, ψυχική, μεταξύ του εξομολόγου και του εξομολογουμένου, κι επομένως μπορεί ο πνευματικός και να μας καταλάβει καλύτερα και να μας δώσει τις πιο καλές ίσως συμβουλές για τη σχέση μας με τον Θεό. Και το ερώτημα βεβαίως πάντα είναι «γιατί θέλω να αλλάζω πνευματικό;» Αν, σας είπα, είναι λόγω των μετακινήσεων του ανθρώπου, έχει καλώς. Αν όμως η διαρκής αλλαγή οφείλεται στο γεγονός ότι δεν θέλω να δεθώ με κάποιον συγκεκριμένα, τότε τα πράγματα είναι πιο σύνθετα και μοιάζουν με το φυτό που διαρκώς μεταφυτεύεται. Δηλαδή δεν μπορεί τελικώς να καρποφορήσει. Σκεφθείτε μήπως συμβεί τούτο και σε σας. Η πρότασή μου θα ήταν λοιπόν να αποφασίσετε να πηγαίνετε σε κάποιον πιο σταθερά, πιο συγκεκριμένα. Συγγνώμη που σας τα λέω αυτά, αλλά είμαι υποχρεωμένος να σας τα πω. Κι εγώ έχω σταθερό πνευματικό, που επειδή ακριβώς με ξέρει, δεν χρειάζεται να εξηγώ πολλά πράγματα από τη ζωή μου. Ομολογώ εν μετανοία τις αμαρτίες μου, κάνει κάποια παρατήρηση ίσως ο αδελφός κληρικός, και μου διαβάζει την ευχή».

Ο κύριος δεν μιλούσε. Φαινόταν προβληματισμένος και ο ιερέας αναρωτήθηκε μήπως του τα είπε… μαζεμένα και τον φόβισε. Στράφηκε νοερά στον Κύριο να φωτίσει τον άνθρωπο και να του δώσει πραγματική μετάνοια.

«Τι έχετε να πείτε, λοιπόν; Αντί να μιλήσετε εσείς, σας έπιασα… μονότερμα που λέμε».

«Όχι, πάτερ, καλά κάνατε. Εσείς πρέπει να λέτε αυτά που πρέπει. Λοιπόν – ξερόβηξε – δεν έχω να σας πω πολλά πράγματα. Είμαι άνθρωπος της Εκκλησίας, εκκλησιάζομαι δηλαδή, προσεύχομαι, νηστεύω όσο μπορώ, δίνω ελεημοσύνη εκεί που πρέπει. Δεν βλέπω κάτι να βαραίνει την ψυχή μου».

Κάτι του θύμισε του ιερέα η απαρίθμηση αυτή… «Έχετε κάτι εναντίον κάποιου συνανθρώπου σας;» ρώτησε ο ιερέας χαμηλόφωνα.

«Όχι, πάτερ. Τους αγαπώ όλους. Με όλους τα έχω καλά».

«Μελετάτε κανένα πνευματικό βιβλίο;»

 «Ναι, πάτερ, μολονότι δεν μου μένει και πολύς χρόνος λόγω της εργασίας μου».

«Τους λογισμούς σας τους προσέχετε; Γιατί γνωρίζετε ασφαλώς ότι αμαρτία δεν είναι μόνον οι πονηρές πράξεις, αλλά και οι αμαρτωλοί λογισμοί. Ο ίδιος ο Κύριος για παράδειγμα μας είπε ότι «και μία πονηρή επιθυμία για τον άλλο συνάνθρωπό μας – μίλησε για τη γυναίκα απευθυνόμενος σε άνδρες – αποτελεί μοιχεία». Με τους λογισμούς σας λοιπόν πώς τα πάτε;»

«Μια χαρά, πάτερ. Τους προσέχω όλους. Όλα στην πνευματική μου ζωή είναι τακτοποιημένα».

«Πιο πάνω και από τον όσιο Παΐσιο!», του ’ρθε αυθόρμητα η σκέψη του παπά.  Κατάλαβε ότι υπάρχει κάτι… «προβληματικό» στον κύριο. Να μην έχει καμία αμαρτία, να μην ενοχλείται από κανένα λογισμό και να τα αντιμετωπίζει όλα τόσο θεάρεστα!  «Αγγελικό σύνδρομο» δεν το λένε αυτό;

«Έχετε κάποια  αμαρτία σας να εξομολογηθείτε;»

«Όχι, πάτερ. Αυτά που σας είπα. Κι ευχαριστώ που με ακούσατε και με συμβουλεύσατε».

«Θα σας παρακαλέσω», ένιωσε την ανάγκη να πει ο ιερέας, «να κάνετε προσευχή παρακαλώντας τον Κύριο να σας δίνει αληθινή μετάνοια. Συνηθίστε να λέτε εκτός από το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και την προσευχή που έλεγε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «Κύριε, φώτισόν μου το σκότος». Γιατί μετάνοια υπάρχει εκεί που διαπιστώνεται η αμαρτία».

Σηκώθηκε ο παπάς από τη θέση του.

«Αν δεν έχετε κάτι άλλο, να σας διαβάσω τη συγχωρητική ευχή, μολονότι μάλλον είναι… περιττή, αφού δεν έχετε κάτι για να… συγχωρηθείτε».

(Από το βιβλίο των εκδ. "ἀκολουθεῖν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι, 2017)

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΟΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΓΚΥΡΑΣ

«Ο άγιος Θεόδοτος κατηγορήθηκε στον ηγεμόνα Θεότεκνο ότι τα σώματα των αγίων παρθένων που είχαν ριχτεί στη λίμνη, αυτός τα έβγαλε και τα έθαψε, οπότε οδηγήθηκε προς τον ηγεμόνα. Κι όταν με μεγάλο θάρρος ομολόγησε την πίστη του, κτυπήθηκε σκληρά. Έπειτα τον κρέμασαν δύο φορές πάνω σε ξύλο, του ξέσχισαν με σιδερένια νύχια τις πλευρές και τον έκαψαν με λαμπάδες. Έπειτα του σύντριψαν τα σιαγόνια με πέτρες και τέλος του έκοψαν το κεφάλι».

Ο άγιος Θεόδοτος υπήρξε ο αλείπτης, ο καθοδηγητής και ενισχυτής των αγίων παρθένων, προκειμένου να μείνουν μέχρι τέλους σταθερές στην πίστη τους, έστω και με θυσία της ζωής τους. Κι όταν ο ηγεμόνας Θεότεκνος είδε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τις μεταπείσει, έδωσε εντολή να τις ρίξουν στη λίμνη για να πνιγούν. Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος επισημαίνει την αλειπτική αυτή διάσταση του έργου του αγίου Θεοδότου, έστω κι αν το συναξάρι του στο Μηναίο δεν αναφέρεται σ᾽αυτό. «Ενίσχυσες με τα ιερά σου λόγια τις ιερές γυναίκες για τους μαρτυρικούς αγώνες. Κι αφού νίκησαν τον κακό εχθρό με τα ανδρεία παλαίσματά τους, πήραν τα στεφάνια της αφθαρσίας» (ωδή ς´). Η καθοδηγητική και ενισχυτική παρουσία του αγίου Θεοδότου, το αλειπτικό όπως ονομάζεται έργο του, είναι πάγια και σταθερή συνήθεια στην Εκκλησία μας. Τις περισσότερες δηλαδή φορές πριν από το μαρτύριο κάποιου μάρτυρα έχουμε την ενίσχυσή του από κάποιον άλλον χριστιανό, ο οποίος αναλαμβάνει να τον τονώσει στην πίστη, ώστε να μην υποχωρήσει. Η συνέχεια δε επίσης είναι γνωστή: οι ενισχυόμενοι μένουν σταθεροί, αλλά και ο αλείπτης οδηγείται και αυτός στο μαρτύριο.

Το συναξάρι επικεντρώνει, όπως βλέπουμε, στην ηρωική πράξη του αγίου Θεοδότου να περισυλλέξει τα νεκρά σώματα και να τα θάψει και βεβαίως έπειτα στο φρικτό μαρτύριο που ακολούθησε γι᾽ αυτόν, λόγω ακριβώς της πίστεώς του στον Χριστό. Και χαρακτηρίζουμε ηρωική την πράξη της περισυλλογής, διότι προκαλούσε με τον τρόπο αυτό την οργή του ηγεμόνα και διακινδύνευε και τη δική του τη ζωή. Ο όρος ῾ηρωικός᾽ όμως για έναν χριστιανό είναι καταχρηστικός. Ο χριστιανός δεν κάνει τίποτε άλλο στη ζωή του από το να αγωνίζεται στον δρόμο της υπακοής στο θέλημα του Θεού. Η υπακοή στον Θεό αποτελεί μονόδρομο για τον χριστιανό, συνεπώς δεν πρόκειται για ηρωισμό, όπως κατανοείται στους αρχαίους ´Ελληνες για παράδειγμα ή σε άλλους λαούς. Ο ίδιος ο Κύριος είπε ότι «όταν κάνουμε όλα όσα μας έχει υπαγορεύσει ο νόμος του Θεού, να λέμε ότι είμαστε αχρείοι δούλοι, που επιτελέσαμε ό,τι οφείλαμε να επιτελέσουμε». Αυτό λοιπόν που ήταν δεδομένο για τον άγιο Θεόδοτο: να κάνει αυτό που έπρεπε ως χριστιανός, υμνήθηκε σε αντίστοιχο επίπεδο από τους αρχαίους τραγικούς ποιητές με την περίπτωση της Αντιγόνης. Ο μεγάλος τραγικός ποιητής Σοφοκλής έγραψε την τραγωδία του «Αντιγόνη», ακριβώς έχοντας ως βασικό θέμα την ηρωική πράξη της ηρωίδας του έργου, η οποία παραθεωρώντας την εντολή του βασιλιά της Θήβας Κρέοντα, θάβει τον θεωρούμενο ως προδότη αδελφό της Πολυνείκη, γιατί την υποκινεί η υπακοή της στους θεϊκούς νόμους – να θάβεται ο νεκρός – και η αδελφική της αγάπη. Και ναι μεν ασφαλώς η Αντιγόνη προβάλλεται ως ιερό πρότυπο για την ενέργειά της αυτή, έστω κι αν τελικώς αυτοκτονεί στη φυλακή που κλείστηκε – για τα δεδομένα της προ Χριστού εποχής δεν περιμένει κανείς ίσως κάτι περισσότερο – ο άγιος Θεόδοτος όμως κάνει, όπως είπαμε, το αυτονόητο για έναν χριστιανό: να μείνει σταθερός στην υπακοή στο θέλημα του Θεού.

Και πράγματι. Ο άγιος Ιωσήφ επανειλημμένως τονίζει στην ακολουθία του αγίου ότι ο Θεόδοτος σ᾽αυτό ήταν από τη νεαρή του ηλικία προσανατολισμένος: στο θέλημα του Θεού, λόγω της μεγάλης αγάπης του προς τον Χριστό. «Ανέθεσες τον εαυτό σου στον Θεό, Θεόδοτε, από τη νεαρή σου ηλικία» (ωδή α´). «Υπέμεινες κραυγάζοντας, μάρτυς: Τίποτε δεν θα με χωρίσει διόλου από την αγάπη του Χριστού, ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε κάθε άλλη βάσανος» (στιχηρό εσπερινού). Για τον άγιο υμνογράφο δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο από την εν αγάπη θέληση του ανθρώπου που ενισχύεται όμως από τον ίδιο τον Θεό. Είναι η θέληση που συντρίβει οποιαδήποτε αντίθεη δύναμη, ακόμη και τον ίδιο τον διάβολο, γιατί μένει πάντοτε αδούλωτη η ψυχή.  «Συντρίβει το σώμα με τις πολλές πληγές ο διώκτης, δεν έχει τη δύναμη όμως καθόλου να χαλαρώσει τον τόνο της ψυχής, ο οποίος αποκτά ισχύ από τη θεία στοργή του Σωτήρα Χριστού» (ωδή γ´). «Με την υπομονή σου, μάρτυς σοφέ, υπέμεινες σταθερά τις ορμές των παρανόμων και την κάκωση των βασανιστηρίων και τις πυρακτώσεις, διότι ήσουν περιφραγμένος από τη θεία συμμαχία» (ωδή ε´).

06 Ιουνίου 2022

Ο… «ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ» ΚΛΗΡΙΚΟΣ!

«Τον πάτερ θα θέλαμε!», ακούστηκε κάποια φωνή έξω από το γραφείο των ιερέων.

«Μέσα είναι, περάστε», υπέδειξε ο νεωκόρος.

Η πόρτα κτύπησε, άνοιξε.

«Πάτερ, μπορούμε να σας απασχολήσουμε για λίγο;», μίλησε ο μεγαλύτερος.

Ήταν ένας μεσήλικας άνδρας και ένας περίπου τριαντάχρονος. Πατέρας και γιος απ’ ότι είπαν αργότερα.

«Τι θα θέλατε;» είπε ο ιερέας καλόκαρδα. «Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;» Τους χαμογέλασε.

«Πάτερ, είναι κάτι σοβαρό και θα θέλαμε τη βοήθειά σας», μίλησε και πάλι ο μεγαλύτερος, ο πατέρας. Ήταν εκείνος που τελικά  μονοπώλησε τον λόγο. Ο γιος του ελάχιστα μίλησε, πλην μερικών γνεψιμάτων και μονολεκτικών φράσεων.

«Περί τίνος πρόκειται;»

«Πάτερ, θέλουμε να δώσετε στον γιο μου ένα χαρτί που να το πάμε στον Δεσπότη – έτσι μας είπανε – για να τον κάνει… παπά!» 

Τα ‘χασε λίγο ο ιερέας. Ανέκτησε όμως σύντομα την ψυχραιμία του.

«Δεν σας έχω ξαναδεί στον ναό. Είστε της ενορίας;» είπε κάπως επιφυλακτικά. Η στάση τους και τα πρόσωπά τους δεν του ενέπνεαν και πολλή εμπιστοσύνη. Πολύ περισσότερο δεν φαίνονταν  να μυρίζουν ... λιβάνι!

«Όχι. Ούτε της ενορίας, αλλά ούτε και αυτής της Μητρόπολης. Ερχόμαστε από πιο βορεινά, αλλά εδώ θέλει να ζήσει ο γιος μου, η περιοχή που είστε του αρέσει, οπότε σκεφτήκαμε να έλθουμε σε σας».

«Γιατί θέλετε να γίνετε παπάς;» στράφηκε ο ιερέας στον νέο.

Έσπευσε όμως να απαντήσει και πάλι ο πατέρας.

«Πάτερ, κοντεύει τα τριάντα και δεν έχει κάποια δουλειά. Οπότε σκεφτήκαμε να γίνει παπάς, για να έχει κάτι να κάνει και κάτι να… τρώει».

 Η ειλικρίνεια του πατέρα ήταν αφοπλιστική. Προφανώς όχι από την υπάρχουσα σ’ αυτόν συγκεκριμένη αρετή, αλλά από άγνοια και μάλλον… θράσος.

«Ανεπίγνωστη πορεία. Θεέ μου, βόηθα», ύψωσε νοερά το βλέμμα στον Κύριο ο ιερέας.

«Δεν είναι εύκολα τα πράγματα», άρχισε κάτι να λέει ο παπάς. «Δεν πάει έτσι το… πράμα», είπε να μιλήσει στη γλώσσα τους.

«Έχετε σπουδάσει κάτι;» στράφηκε και πάλι στον νεαρό. «Θεολογία μήπως; Έχετε πάει στην Ανωτέρα; Κάποια εκκλησιαστική σχολή τέλος πάντων;»

«Όχι», απάντησε ο νεαρός – και φάνηκε ότι η ερώτηση ερχόταν από άλλον… κόσμο.

«Τι σχέση έχετε με την Εκκλησία;» επέμεινε ο ιερέας. «Εκκλησιάζεστε τις Κυριακές, τις εορτές; Έχετε πνευματικό; Γιατί αυτά είναι πράγματα που με τον πνευματικό σας πρέπει να τα συζητήσετε».

«Τι πνευματικό, πάτερ;» επανήλθε δριμύτερος ο πατέρας. «Παπάς θέλει να γίνει. Τι δουλειά έχει ο πνευματικός; Κι από Εκκλησία, πάμε. Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα. Αλλά τώρα που θα γίνει παπάς, θα πηγαίνει τακτικά. Έτσι δεν είναι;» έπιασε να γελάει, ευχαριστημένος από το… αστείο του!

«Αν δεν είναι ανέκδοτο, μάλλον ζω σε άλλον… πλανήτη!» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο παπάς. Είπε να δώσει ένα τέλος στο… ανέκδοτο.

«Δυστυχώς, δεν μπορώ να δώσω εγώ ένα τέτοιο χαρτί, το οποίο μάλιστα δεν υφίσταται. Αλλά και να υφίστατο, τι να βεβαιώσω για κάποιον που τον βλέπω πρώτη φορά, και μάλιστα δεν έχει και κάποια σχέση με την Εκκλησία; Κοιτάξτε: αυτό που ζητάτε είναι πολύ σοβαρό, ίσως το σοβαρότερο στον κόσμο, αφού η ιερωσύνη «τελείται μεν επί της γης, αλλ’ έχει τάξιν επουρανίων πραγμάτων», κατά τον άγιο Χρυσόστομο. Δηλαδή, ο ιερέας κάνει πράγματα εδώ στον κόσμο, αλλά ανήκει στους ουρανούς, όπως και οι άγγελοι. Δεν ξέρω πόσοι ιερείς είναι στην υψηλή αυτή κατάσταση, αλλά τουλάχιστον πρέπει να υπάρχει ένα ελάχιστο ποσοστό, ένα μίνιμουμ προϋποθέσεων, που απ’ ότι φαίνεται δεν πρέπει να το έχει ο γιος σας. Δηλαδή να υπάρχει έστω και κάποια επίγνωση. Και ξέρετε ότι υπάρχουν και τα λεγόμενα κωλύματα της ιερωσύνης. Εμπόδια για να γίνει κανείς ιερέας. Δεν του ζητείται βεβαίως η αναμαρτησία, κάτι ανέφικτο, αλλά απαιτείται να είναι πιστό μέλος της Εκκλησίας, να πιστεύει ορθά στον Κύριο, να εκκλησιάζεται τακτικά, να εξομολογείται, να ζει όσο μπορεί την παρουσία του Κυρίου».

«Είναι παντρεμένος;» ρώτησε τον πατέρα, γιατί έβλεπε ότι μάλλον δεν θα έπαιρνε απάντηση από τον νέο.

«Όχι, αλλά θα παντρευτεί. Συζεί με κάποια κοπέλα - τι κοπέλα δηλαδή, μεγαλοκοπέλα - χωρισμένη με ένα παιδάκι, αλλά θα την πάρει. Αυτό είναι κανονισμένο. Απλώς δουλειά δεν έχει και γι’ αυτό, όπως σας είπα, σκεφτήκαμε να γίνει παπάς».

«Αυτό που λέτε δεν μπορεί να γίνει», απάντησε κοφτά ο ιερέας, «γιατί δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις. Και το κυριότερο: δεν τον συμφέρει τον γιο σας να γίνει. Γιατί είναι σαν να αποφασίζει τον… χαμό του. Και να σας πω: δεν νομίζω ότι θα βρεθεί παπάς, οπουδήποτε στον κόσμο, που θα σας δώσει αυτό που ζητάτε. Και πείτε ότι βρίσκετε τέτοιον παπά. Δεν υπάρχει Δεσπότης που να χειροτονήσει τον γιο σας. Κι αυτό για το καλό του. Δεν παίζουμε με τον Θεό και με την αγία Του Εκκλησία». Είπε ο ιερέας και φάνηκε εξουθενωμένος. Του ήλθε να κλάψει από την άγνοια, από την επιπολαιότητα, από… ένα σωρό πράγματα που έβλεπε μπροστά του.

«Πάτερ, σας παρακαλώ…», άρχισε να κλαψουρίζει λίγο ο αγέρωχος μέχρι τώρα πατέρας. «Βοηθείστε μας. Μία δουλειά ψάχνει για να ζήσει. Θα έχετε και σεις παιδιά και μπορείτε να με καταλάβετε».

«Δεν είναι θέμα ελεημοσύνης η ιερωσύνη, σας είπα, μα δεν το καταλάβατε. Σας παρακαλώ, μην μπαίνετε σε μία τέτοια διαδικασία, που διακυβεύεται το αιώνιο μέλλον σας, και του παιδιού σας και το δικό σας. Το παιδί σας φαίνεται καλό παιδί, γι’ αυτό ας ψάξει να βρει μία δουλειά, ας παντρευτεί την κοπέλα με την οποία συζεί, ας κάνει και δικά του παιδάκια, και όσο μπορεί ας ζει χριστιανικά μέσα στην Εκκλησία. Όπως λένε σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι άγιοί μας, «μπορεί να γίνει άγιος, όχι όμως παπάς».

Άστραψε λίγο το μάτι του πατέρα τώρα. Σαν να αγρίεψε. Κάτι πήγε να πει με οργή, αλλά τον έκοψε με αποφασιστικό τρόπο ο ιερέας. Σηκώθηκε όρθιος, άνοιξε την πόρτα και τους ξεπροβόδισε.

«Στην ευχή της Παναγίας να πάτε. Εύχομαι να σας φωτίσει ο Θεός!» Έφυγαν… παρεξηγημένοι. Σαν να άκουσε κάποιες ψιθυριστές βρισιές ο παπάς και από τους δυο.

Γύρισε και κάθισε πάλι στο γραφείο. Ένιωσε το κεφάλι του βαρύ και ασήκωτο. Το κράτησε και με τα δυο του χέρια, κι έμεινε εκεί μέχρι που άκουσε την καμπάνα του εσπερινού να χτυπάει…

(Από το βιβλίο των εκδ. «ἀκολουθεῖν», Δι’ εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι, 2017).