20 Ιουνίου 2022

"Θέλω να πάρω... διαζύγιο!"

Περίμενε τον ιερέα υπομονετικά. Είχε μπει στον ναό, άναψε κεράκι, ασπάστηκε τις εικόνες. Είχε δει τον ιερέα να συζητάει με κάποιον έξω  από το εξομολογητάρι – κάθονταν και οι δύο στη νότια πλευρά του σολέα.

Στοχάστηκε τι ήθελε να συζητήσει μαζί του. Ήταν λίγο πριν από το μεσημέρι κι ήλπιζε ότι θα είχε χρόνο να την ακούσει. Τον ήξερε και τον σεβόταν πολύ. Η ίδια δεν ήταν από τις «φανατικές» της Εκκλησίας, αλλά δεν ήταν και άπιστη. Βαθιά μέσα της πίστευε στον Κύριο, πίστευε στην Εκκλησία. Η Παναγία μάλιστα ήταν η μεγάλη… αγάπη της. Όταν Την κοιτούσε, σχεδόν βούρκωνε. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που την τραβούσε τόσο σ’ Εκείνην, μα αυτό το απροσδιόριστο την έκανε να Την επικαλείται πολλές φορές την ημέρα. Θα περνούσε κάποιος καιρός ακόμη, για να καταλάβει ότι η «αδυναμία» της στη Θεοτόκο, ήταν η χάρη του Θεού, που ενεργοποιούσε την κρυμμένη μέσα της φλόγα του αγίου βαπτίσματος. Γιατί πράγματι, πώς μπορεί κανείς να αγαπά τη Μητέρα του Κυρίου, χωρίς να αγαπά τον Ίδιο τον Κύριο; Οι δρόμοι του Θεού αποτελούν μυστήριο και τον κάθε άνθρωπο ο πανάγαθος Πατέρας τον ελκύει με τον τρόπο που του πρέπει.

«Πάτερ», του είπε όταν είδε ότι τελείωσε η συζήτηση με τον κύριο. «Έχετε καθόλου χρόνο για να συζητήσουμε κάτι που για μένα είναι σοβαρό πρόβλημα;»

Την είδε και την θυμήθηκε. Ερχόταν όχι πολύ συχνά, αλλά τόσες φορές ώστε να μπορεί να τη θυμηθεί.

«Σας έχω ξαναδεί», είπε ο ιερέας. «Στη δική μας ενορία μάλλον ανήκετε, έτσι δεν είναι;»

«Μάλιστα, πάτερ», είπε η κυρία, η οποία πρέπει να πλησίαζε τα πενήντα της χρόνια, αλλά φαινόταν να διατηρείται αρκετά καλά. Καλοκαμωμένη, με προσεγμένη αμφίεση, απέπνεε με όλο το παρουσιαστικό της  σοβαρότητα και σεμνότητα.

«Δεν πρόκειται για εξομολόγηση απ’ ό, τι καταλαβαίνω», είπε ο πάτερ, και η κυρία έγνεψε καταφατικά.

Της πρότεινε να καθίσει, εκεί μπροστά στο σολέα και πάλι. Κάθισε κι αυτός δίπλα,  έχοντας μπροστά τους τον Κύριο Ιησού Χριστό και τον άγιο Ιωάννη Πρόδρομο.

«Κύριε, φώτισέ με να καταλάβω το πρόβλημα του πλάσματός Σου και βάλε τα δικά Σου λόγια στο στόμα μου», ψιθύρισε νοερά ο ιερέας, πριν ξεκινήσει η κυρία.

«Σας ακούω, ποιο το πρόβλημα;»

«Πάτερ, είμαι παντρεμένη αρκετά χρόνια, έχω και δύο παιδιά, μεγάλα πια, φοιτητές είναι. Αγόρια και τα δύο. Με τον σύζυγό μου παντρευτήκαμε από αγάπη και έρωτα που λένε, περάσαμε καλά, αλλά  μέχρι… εκεί. Δύο δεκαετίες πια, έχει επέλθει κούραση στη σχέση μας, κι ένα χρόνο τώρα παλεύω με τον λογισμό… - δυσκολεύτηκε να το ξεστομίσει  - του διαζυγίου. Θέλω να τον χωρίσω, πάτερ, τον άντρα μου. Βλέπω ότι δεν τον αγαπώ όπως παλιά. Ο έρωτας έχει ξεθωριάσει μέσα μου, κι αιτία απ’ ό, τι βλέπω είναι η… ατημελησιά του». Σταμάτησε.  

«Μπορείτε να γίνετε λίγο πιο σαφής;»  ρώτησε ο ιερέας. Του φάνηκε ότι είχε ακούσει κι άλλες φορές την ίδια ή και παρόμοια ιστορία. Ζευγάρια που μετά παρέλευση κάποιων χρόνων ή και δεκαετιών ακόμη, ζητούν να χωρίσουν. Γιατί κουράστηκαν. Γιατί αποξενώθηκαν μεταξύ τους. Γιατί διαπίστωσαν ότι η σχέση τους κρατήθηκε αρκετά χρόνια λόγω των παιδιών τους και μόνο. Όταν τα παιδιά άρχισαν να μεγαλώνουν και να φεύγουν, είδαν το… κενό μεταξύ τους και τρόμαξαν! Πολλοί δυστυχώς βρήκαν τη λύση της εξωσυζυγικής σχέσης: νόμισαν ότι θα ανανέωναν τη ζωή τους. Αλλά μάλλον εις μάτην…

«Ναι, πάτερ. Όπως σας είπα ξεκινήσαμε με έρωτα και μάλιστα μεγάλο. Αλλά το ξέρω ότι αυτό δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα. Είχα ακούσει και σε ένα κήρυγμά σας ότι ο ανθρώπινος έρωτας είναι σαν την μπαταρία: έχει ημερομηνία λήξεως».

«Γι’ αυτό και πρέπει να είμαστε συνδεδεμένοι με την πηγή της αγάπης, τον Κύριο, για να παραμένει πάντοτε ζωντανός», έσπευσε να προσθέσει ο ιερέας. «Κι αυτό είχα πει».

«Το θυμάμαι. Αλλά είναι αρκετά χρόνια τώρα, που εκείνο που μου προκαλεί σχεδόν απέχθεια απέναντι στον άνδρα μου είναι το… πάχος του. Ήταν καλοκαμωμένος, αλλά μετά αφέθηκε. Πήρε αρκετά κιλά, αλλοιώθηκε η σιλουέτα του, έγινε δυσκίνητος. Προσπάθησα πολλές φορές να τον πείσω να κάνει δίαιτα, να προσέξει και την υγεία του μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά μου δηλώνει ότι δεν βρίσκεται στην κατάλληλη ψυχολογία, για να ξεκινήσει κάτι τέτοιο. Κι αυτό μου το λέει χρόνια τώρα. Νιώθω σαν να έχω έναν ξένο δίπλα μου. Δεν τον θέλω πια…». Η γυναίκα έσκυψε το κεφάλι και δύο σταγόνες βρήκαν την ευκαιρία να ξεστρατίσουν από τα βλέφαρά της.

«Να σας ρωτήσω κάτι;» είπε ο ιερέας, ο οποίος συμπάθησε πολύ τη γυναίκα, γιατί είδε ότι ο Πονηρός την πολεμάει με πλάγιους και δόλιους λογισμούς.

«Ασφαλώς, πάτερ», είπε και σκούπισε μ’ ένα μαντηλάκι τα δάκρυά της.

«Σαν άνθρωπος πώς είναι; Είναι βάναυσος απέναντί σας ή απέναντι στα παιδιά σας; Και δεν εννοώ τώρα που είναι μεγάλα τα παιδιά, αλλά και όταν ήταν μικρά. Μήπως είναι μέθυσος; Μήπως τεμπέλης ή γυναικάς; Μήπως χαρτοπαίκτης;»

Δεν δίστασε η γυναίκα. «Όχι, πάτερ. Δεν έχω να του προσάψω κάποια τέτοια κατηγορία. Μπορεί να μην είναι … «θεούσος», αλλά κι αυτός έρχεται κατά καιρούς στην εκκλησία. Και μάλιστα χαίρεται όταν με βλέπει να έρχομαι εγώ συχνότερα από αυτόν. Σας είπα όμως ότι ο βασικός λόγος είναι η έλλειψη φροντίδας για τον εαυτό του. Κι αυτό είναι που με… «δαιμονίζει»: για μένα η έλλειψη αυτή σημαίνει αδιαφορία απέναντί μου. Σημαίνει ότι δεν είμαι γι’ αυτόν κάτι που έχει σημασία. Είναι η απόδειξη ότι απλώς… συνυπάρχει μαζί μου. Ίσως γιατί με θεωρεί απολύτως δεδομένη πια».

Σταμάτησε για λίγο. Για να συνεχίσει πιο σταθερά: «Πάτερ, μπορεί να σταθεί ένας τέτοιος γάμος κάτω από αυτές τις συνθήκες; Δεν είναι πια σαν να παίζουμε θέατρο; Άρχιζα να σκέπτομαι τον χωρισμό, γιατί μεγάλωσαν τα παιδιά και θα μας καταλάβουν καλύτερα. Άλλωστε, νομίζω ότι κι αυτά βλέπουν την κατάσταση. Μας αγαπούν, νομίζω, και τους δύο, αλλά διαπιστώνουν ότι μεταξύ μας τα πράγματα δεν είναι και τόσο… ρόδινα».

Ο ιερέας προσευχόταν. Είχε προσηλώσει το βλέμμα του στο τέμπλο, στο πρόσωπο του Κυρίου, και Τον παρακαλούσε να φωτίσει κι αυτόν και κυρίως τη γυναίκα. Έβλεπε το δίκιο της, αλλά δεν μπορούσε να έχει σφαιρική άποψη για τη σχέση του ανδρογύνου. Άκουγε μονομερώς τα πράγματα.

«Να σας πω», έκανε κάποια στιγμή. «Νομίζετε ότι – το λέω επειδή είστε πιστή γυναίκα –  αν βρεθείτε στην κρίση του Θεού, ο Θεός θα σας δικαιώσει; Θέλω να πω, πιστεύετε αληθινά ότι το πρόβλημα αυτό συνιστά πραγματικό λόγο διαζυγίου; Ο ίδιος ο Κύριος τον μόνο λόγο διαζυγίου που αναγνώρισε ήταν η πορνεία και η μοιχεία. Και μου λέτε ότι κάτι τέτοιο δεν συντρέχει στην περίπτωση του συζύγου σας. Η ατημελησιά του μάλιστα έρχεται προς επίρρωση αυτού. Συνήθως ένας που… ξενοκοιτάει, φροντίζει τον εαυτό του ιδιαίτερα. Δεν ξενοκοιτάει λοιπόν, δεν είναι πότης, δεν είναι χαρτοπαίκτης, δεν είναι τεμπέλης, δεν είναι βάναυσος. Δεν είναι καν άπιστος. Χαίρεται μάλιστα που εσείς πηγαίνετε και στην Εκκλησία, την οποία και αυτός κάποιες φορές την επισκέπτεται».

Η γυναίκα σαν να άκουγε πρώτη φορά τα… προτερήματα του άνδρα της. Ο ιερέας… ζωγράφιζε το πορτρέτο του, με βάση τα στοιχεία που η ίδια του είχε δώσει. Μάλλον έβλεπε ότι ήταν υπερβολική στις εκτιμήσεις της και στις αποφάσεις της.

«Μα, δεν είναι σοβαρό πρόβλημα αυτό που συμβαίνει;» είπε, κι έκανε μία προσπάθεια να ζωντανέψει το… κλονισμένο της ηθικό.

«Βεβαίως και είναι», συμφώνησε ο ιερέας. «Το ζευγάρι πρέπει να προσέχει πάρα πολύ τη μεταξύ τους σχέση. Γι’ αυτό και σας υπενθύμισα ότι χρειάζεται σύνδεση με την πηγή της αγάπης, τον Κύριο» - Τον έδειξε στο τέμπλο και φαινόταν να παρακολουθεί φιλάνθρωπα τη συζήτηση. «Κανονικά, η σχέση του ζευγαριού πρέπει να είναι το αντικείμενο της καθημερινής φροντίδας του κάθε μέλους. Κάθε μέρα δηλαδή πρέπει ο καθένας: ο άντρας, η γυναίκα, να έχει την έγνοια πώς να αρέσει στον άλλον. Μας το λέει τόσο ωραία ο απόστολος Παύλος: «ο άντρας πρέπει να φροντίζει πώς να αρέσει στη γυναίκα του. Η γυναίκα πρέπει να φροντίζει πώς να αρέσει στον άνδρα της». Κι αυτό γιατί η σχέση τους δεν είναι απλώς μία συνύπαρξη. Αποτελεί μυστήριο που εικονίζει τη σχέση του Χριστού με την Εκκλησία. Υπάρχει περίπτωση ο Χριστός να μην ενδιαφέρεται για την Εκκλησία Του; Καθημερινά θυσιάζεται γι’ Αυτήν. Μπορεί η Εκκλησία να μην ενδιαφέρεται για τον Κύριο; Μα είναι η ζωή και το κεφάλι της. Το ίδιο συμβαίνει και με το ανδρόγυνο. Η ετοιμασία έτσι για τον γάμο δεν τελειώνει με τον… γάμο. Συνεχίζεται και μετά από αυτόν. Όπως σας είπα, καθημερινά. Και για πάντα. Μέχρι το τέλος. Κι όταν έτσι πορεύεται το ζευγάρι, η σχέση τους αυτή προεκτείνεται και στην αιωνιότητα. Μαζί και μετά τον θάνατο, όταν βεβαίως έλθει η ώρα του καθενός. Να σας υπενθυμίσω και μάλιστα κάτι επ’ αυτού για τον όσιο της εποχής μας, τον μεγάλο Γέροντα Πορφύριο. Είδε κάποια φορά την πρεσβυτέρα ενός ιερέα να φεύγει από τη ζωή αυτή και να συναντάται η ψυχή της με την ψυχή του συζύγου της στα Ουράνια. Και δάκρυσε γιατί έβλεπε να την υποδέχεται ο ιερέας με άρρητη χαρά και να λάμπουν και οι δύο μέσα στη χάρη του Θεού. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι μιλάμε για μία σχέση, την έγγαμη, που υπερβαίνει ακόμη και τον θάνατο». Δάκρυσε κι ο ιερέας.

«Τι μου προτείνετε, πάτερ;» είπε η γυναίκα, εμφανώς συγκινημένη κι αυτή.

«Εφόσον εσείς είστε εδώ – μακάρι να ερχόσασταν κάποια φορά μαζί με τον σύζυγό σας, θα ήταν το καλύτερο – θα σας πρότεινα δύο πράγματα: πρώτον, όσο μπορείτε να βαθύνετε τη σχέση σας με την Εκκλησία μας, δηλαδή με τον ίδιο τον Κύριο. Εκείνος θα σας ενισχύει σε κάθε δυσκολία και σε κάθε σας πρόβλημα. Η αγάπη Του είναι η μόνη απόλυτη, πιστή και δεδομένη».

«Και δεύτερον;» ρώτησε η γυναίκα.

«Δεύτερον, πάρτε μία σελίδα και χωρίστε την κάθετα στη μέση. Από τη μία γράψτε σαν τίτλο «Θετικά». Από την άλλη γράψτε «Αρνητικά». Στα Θετικά λοιπόν σημειώστε ό,τι καλό επισημαίνετε για τον άνδρα σας, όπως μερικά μου απαριθμήσατε προηγουμένως. Στα Αρνητικά γράψτε ό,τι σας ενοχλεί και σας πειράζει. Θα διαπιστώσετε, με ευχάριστη έκπληξη νομίζω, ότι τα Θετικά θα υπερτερήσουν συντριπτικά. Και μείνετε σ’ αυτά. Μη ξεχνάτε άλλωστε ότι τέλειος άνθρωπος δεν υπάρχει. Κι ο πιο τέλειος θεωρούμενος έχει πολλές παραξενιές και πολλές αδυναμίες. Προσαρμοστείτε λοιπόν στις αδυναμίες του άνδρα σας, όπως ασφαλώς κι εκείνος στις δικές σας. Και… κάτι ακόμη».

Ανασήκωσε το κεφάλι της η γυναίκα περιμένοντας.

«Αν αρχίσετε να βλέπετε τον άνδρα σας και πάλι με ενδιαφέρον, αν ζωντανέψετε λίγο την αγάπη σας γι’ αυτόν, θα δείτε και την αναθέρμανση του δικού του ενδιαφέροντος και της δικής του αγάπης. Και τότε, να είστε βέβαιη, ότι και τα κιλά του θα ρίξει, και θα γίνει και πάλι κομψός. Γιατί θα έχει λόγο να το κάνει».

Η κυρία, μάλλον ανακουφισμένη και συγκινημένη, ευχαρίστησε τον ιερέα, του φίλησε το χέρι και απομακρύνθηκε.

«Πάτερ», είπε γυρίζοντας ελαφρά προς τα πίσω, «θα σας δω σύντομα. Αλλά στο εξομολογητάρι αυτήν τη φορά…».

(Από το βιβλίο των εκδ. "ακολουθείν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Ιστορίες καινές και παλαιές, 2017)

17 Ιουνίου 2022

ΠΩΣ ΜΑΣ ΚΟΡΟΪΔΕΥΕΙ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ!

«Αδελφός μοναχός κάποτε ρώτησε τον όσιο Παΐσιο: - Τι να κάνω με τον απότομο τρόπο μου, που πληγώνει τους άλλους; Αποκρίθηκε: - Τον απότομο τρόπο σου να τον στρέψεις στον παλαιό σου άνθρωπο, για να αξιοποιηθεί. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι μέσα σε μία Αδελφότητα είναι και πληγωμένες ψυχές,  οι οποίες έχουν τουλάχιστον από παρηγοριά ανάγκη, αν όχι από θεραπεία, και όχι από περισσότερο πλήγωμα. Επίσης είναι και Αγγελικές ψυχές, που πρέπει να τις φερόμαστε με ευλάβεια, διότι στα μάτια του Θεού, νομίζω, έχουν μεγαλύτερη αξία και από τους Αγγέλους οι ένσαρκοι Άγγελοι. Ο διάβολος όμως πολλές φορές μας κοροϊδεύει με τον εξής τρόπο: την μεν εικόνα του Αγγέλου να την προσκυνούμε με ευλάβεια μεγάλη, τον δε ένσαρκο Άγγελο, τον πλησίον μας, που είναι εικόνα Θεού, να τον πληγώνουμε, να τον υβρίζουμε κ.λπ.» (Οσίου Γέροντος Παϊσίου αγιορείτου, Επιστολές, εκδ. Ι. Ησυχ. «Ευαγγ. Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης).

Με σοφό και διακριτικό τρόπο ο όσιος Γέρων του Όρους επιχειρεί να διορθώσει την ταραγμένη συμπεριφορά του αρχάριου μοναχού που τον κάνει να μην νιώθει καλά γιατί βλέπει ότι είναι εκτός της χριστιανικής πνευματικής ζωής. Διότι βεβαίως η σχέση προς τον συνάνθρωπο αποκαλύπτει την ποιότητα της χριστιανοσύνης μας: σχέση εν αγάπη και ταπεινώσει αποτελεί δείγμα ότι ορθοποδεί κανείς˙ σχέση με οργή και επιθετικότητα αποτελεί δείγμα ότι βρίσκεται εκτός της χάρης του Θεού, έστω κι αν αριθμεί ίσως δεκαετίες θεωρούμενης χριστιανικής ζωής, ακόμη και καλογερικής. «Αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς» ακούμε την αιώνια προτροπή και εντολή του Κυρίου Ιησού Χριστού˙ και: «ο μη αγαπών τον αδελφόν αυτού ον εώρακε, πώς δύναται αγαπάν τον Θεόν ον ουχ εώρακε;» - «από τον πλησίον μας εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος».

Ο όσιος Παΐσιος λοιπόν ανοίγει τα μάτια στον αρχάριο αδελφό, ο οποίος όμως έχει την ταπείνωση να ρωτήσει τον μεγάλο Γέροντα. Και τι του λέει; Πρώτον, ότι είναι ακριβώς «τυφλός» πνευματικά, γι’ αυτό και αδιάκριτος. Ούτε την πληγή που επιφέρει ψυχικά στον ασθενή αδελφό βλέπει ούτε και το πώς ο ίδιος γίνεται αντίθεος, βάλλοντας κατά ενός εν σαρκί αγγέλου που τον ευλαβείται και ο ίδιος ο Θεός! Αυτό δεν συνιστά και τη μεγαλύτερη τραγωδία ενός θεωρουμένου χριστιανού; Να νομίζει ότι αγωνίζεται και ότι προκόπτει στην πνευματική ζωή, δηλαδή ότι «ανοίγεται» στο φως του Θεού, κι όμως τελικώς να βυθίζεται περισσότερο στο σκοτάδι! Κι ο όσιος Γέροντας προχωρεί ακόμη περισσότερο: η τύφλωση του αδελφού αποκαλύπτεται με την πρακτική αθεΐα του. Γιατί αθεΐα δεν είναι μόνον η άρνηση του Θεού ως οντότητας, κατά το «είπε άφρων εν τη καρδία αυτού, ουκ έστιν Θεός» – κάτι που δεν έχουν οι δαίμονες: εκείνοι «πιστεύουσι και φρίσσουσι» ενώπιον του Θεού, παραμένοντας όμως δαίμονες! – αλλά κυρίως η άρνηση υπακοής στο άγιο θέλημά Του και η αδυναμία αναγνωρίσεώς Του εκεί που υφίσταται η παρουσία Του: στον κάθε πλησίον, κυρίως τον εν Χριστώ αδελφό, στο κάθε τι από τον κόσμο που αποτελεί Δημιουργία Εκείνου. Αυτό που θεωρείται δηλαδή το άπαν της χριστιανικής βιοτής: η θυσιαστική αγάπη προς τον συνάνθρωπο ως στάση κατ’ ουσίαν απέναντι στον ίδιο τον Χριστό, ο χριστιανός το διαγράφει και το υποβαθμίζει.

Οπότε, με ανάγλυφο τρόπο, λέει ο άγιος, φανερώνεται η υποκρισία του χριστιανού: από τη μία να προσκυνεί τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων, των Αγγέλων, και μάλιστα με «ευλάβεια!», και από την άλλη να μη λαμβάνει καθόλου υπ’ όψιν τις ζωντανές εικόνες του Χριστού που είναι οι συνάνθρωποί μας. «Πρόκειται για κοροϊδία του διαβόλου απέναντί μας» καταλήγει. Εμείς που κληθήκαμε εν Χριστώ ως ενδεδυμένοι Εκείνον να διαλύουμε τα έργα του διαβόλου, οι πιστοί που κανονικά θα έπρεπε να κάνουμε  τον διάβολο να τρέμει με την παρουσία μας, οι ίδιοι γινόμαστε τα αντικείμενα του χλευασμού και της κοροϊδίας του – αυτό δεν έλεγε και ο μέγας Πορφύριος, ότι δηλαδή δεν μπορεί να αντέξει τη σκέψη ότι στην κρίση του Θεού ο Κύριος θα παρουσιάζεται «ντροπιασμένος» για τα μέλη Του που Τον αρνήθηκαν στην πράξη!  «Σε ό,τι κανείς έχει ηττηθεί, σ’ αυτό έχει υποδουλωθεί» λέει ο απόστολος Παύλος, που σημαίνει ότι μπορεί σχήματι μεν να είμαστε «νικητές», πράγματι δε να είμαστε υποχείρια και όργανα του Πονηρού! Το δράμα πολλών χριστιανών!

Αλλά ο άγιος Παΐσιος λέει και ένα δεύτερο, θετικό αυτή τη φορά, στον αρχάριο αδελφό: ναι, ο παρορμητικός και οργίλος χαρακτήρας σου σε κάνει να ξεφεύγεις από τη χριστιανική ζωή, όμως «αξιοποίησε» τη μειονεξία αυτή. Πώς; Στρέφοντας την οργή και το απότομο του τρόπου σου κατά του παλαιού ανθρώπου σου, κατά της αμαρτίας σου δηλαδή και όλων των κλάδων της. Κι εδώ ο άγιος εκφράζει αυτό που λένε όλοι οι νηπτικοί Πατέρες της Εκκλησίας: η οργή είναι μία δύναμη της ψυχής που καλούμαστε όχι να την καταστρέψουμε ή να τη διαγράψουμε, αλλά να τη στρέψουμε στην ορθή της κατεύθυνση. Ο Θεός, σημειώνουν, μας έδωσε την ανδρεία της ψυχής για να μπορούμε να πορευόμαστε με δύναμη και θάρρος στον πνευματικό αγώνα και τον κατά Χριστόν προορισμό μας, την ομοίωσή μας με Εκείνον. Που θα πει: κανείς δεν μπορεί να προκόψει πνευματικά αν είναι υποτονικός και χαλαρωμένος και ράθυμος στη ζωή του. «Πνεύμα ηγεμονικόν» ζητάμε διαρκώς από τον Θεό μας στις προσευχές μας, όπως ήδη διά του αγίου βαπτίσματος και του αγίου χρίσματος  λάβαμε από τον Θεό «όχι Πνεύμα δειλίας αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού». «Ζέων τω πνεύματι» θα αναφέρει σε άλλο σημείο και πάλι ο απόστολος, δηλαδή έχοντας ως σύμμαχο την ανδρεία και την ορμή της ψυχής μας να μπορούμε να επιτελούμε το άγιο θέλημα του Θεού: «τω Κυρίω δουλεύοντες». Έλεγχος λοιπόν των δυνάμεών μας, ώστε να μη χάνουμε τον στόχο της ζωής μας: την όσο το δυνατόν αναμαρτησία μας.   

ΠΩΣ ΓΝΩΡΙΖΩ ΟΤΙ ΕΧΩ ΠΡΟΚΟΨΕΙ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ;

«Γέροντα, από πού θα γνωρίσω ότι έχω προκόψει στην πνευματική ζωή;»

Το ερώτημα του νεαρού προσκυνητή στο κελάκι του Γέροντα φαινόταν καίριο κι έκανε και τους άλλους προσκυνητές να εντείνουν την προσοχή τους. Όλοι κοίταζαν τον Γέροντα περιμένοντας με ενδιαφέρον την απάντησή του. Είχε προηγηθεί αρκετή συζήτηση προηγουμένως για την πνευματική ζωή και τι είναι αυτή, σε αντιδιαστολή με άλλες, εξωχριστιανικές και μη, κατανοήσεις της ζωής αυτής.

Ο Γέροντας δεν έσπευσε να απαντήσει. Ξεκούκισε λίγο το κομποσχοίνι του, κοίταξε ένα γύρο τα πρόσωπα που φαίνονταν ότι διψούσαν για γνήσια πνευματική εσωτερική ζωή, και μετρώντας τα λόγια του είπε αργά.

 «Προκοπή στην πνευματική ζωή σημαίνει καταρχάς ότι έχω κάνει την καρδιά μου δεκτική ώστε να λάβει περισσότερη χάρη Θεού. Σημαίνει δηλαδή ότι έχω προσπαθήσει και προσπαθώ να καθαρίσω την καρδιά μου από κάθε τι εμπαθές, είτε φιλήδονο είναι αυτό είτε φιλάργυρο είτε φιλόδοξο. Λοιπόν, όπου ο άνθρωπος υπηρετεί τα πάθη του, που θα πει τον εγωισμό του, εκεί πνευματική ζωή δεν υπάρχει».

«Ναι, Γέροντα», διέκοψε λίγο απότομα είναι αλήθεια τον λόγο του Γέροντα ο νεαρός, «αλλά από ποια συγκεκριμένα πράγματα θα γνωρίζω ότι έχω προκόψει ή έστω προκόβω;»

«Αυτό θα έλεγα τώρα», μειδίασε λίγο ο Γέροντας κι αγκάλιασε με το βλέμμα του τον νεαρό. «Δεν θα σας πω βαθιές θεωρίες. Απλά πράγματα μας δείχνουν την προκοπή μας ή όχι, έστω κι αν πολύ συχνά νομίζουμε ότι έχουμε προκόψει γιατί διαβάζουμε κάποια πνευματικά βιβλία ή πηγαίνουμε στην Εκκλησία. Και να ορισμένα από αυτά:

Έρχεται η ώρα της προσευχής και βαριέσαι να ψελλίσεις έστω δυο λόγια προσευχής. Η προσευχή θεωρείται από τους αγίους μας ότι είναι ο καθρέπτης της πνευματικής ζωής. Αν λοιπόν δεν έχω πόθο για προσευχή, αν δεν ελκύομαι από την αναφορά μου προς τον Θεό, ε, τότε βρίσκομαι πολύ πίσω στα πνευματικά».

«Μόνο η προσευχή, Γέροντα, δείχνει την προκοπή μας;» ακούστηκε από κάποιον μεσήλικα η ερώτηση. «Όχι, βέβαια», απάντησε. «Σε όλα τα καθημερινά μας αποκαλύπτουμε το τι σόι χριστιανοί είμαστε. Γιατί είπαμε ότι η πνευματική ζωή δείχνει τη χριστιανική μας ζωή.

Λοιπόν, άλλο πράγμα: η βιασύνη μας. Σήμερα μάλιστα με τούς καταιγιστικούς ρυθμούς της ζωής, όλοι βιάζονται. Ποιος θα πάρει τη θέση του άλλου είναι ο αγώνας, και το θεωρούμε μάλιστα κατόρθωμα αυτό. Λοιπόν, αν βιάζεσαι σημαίνει ότι όχι μόνο δεν προκόβεις αλλά διαρκώς και οπισθοχωρείς. Κι αυτό γιατί η βιασύνη αποκαλύπτει την έλλειψη υπομονής που έχουμε, άρα την κρυφή υπερηφάνεια που μας κατατρώγει. Ο ανυπόμονος άνθρωπος είναι ο υπερήφανος άνθρωπος. Κι όπου υπάρχει υπερηφάνεια εννοείται ότι εκεί δεν υπάρχει το ησύχιο και πράο Πνεύμα του Θεού.

Ακόμη: η έλλειψη πίστης στην Πρόνοια του Θεού. Πόσοι χριστιανοί ομολογούν την πίστη τους στον Θεό, αλλά με το παραμικρό πρόβλημα τα χάνουν, πανικοβάλλονται, περιπίπτουν σ’ ένα χάος. Πού είναι η πίστη στα λόγια του Χριστού μας που μας βεβαιώνει ότι «και οι τρίχες όλες της κεφαλής μας είναι αριθμημένες από Εκείνον;»

Και πέραν τούτων, εκείνο που κατεξοχήν δείχνει αν είμαστε προκομμένοι ή ανεπρόκοποι στα πνευματικά είναι η στάση μας απέναντι στον κάθε συνάνθρωπό μας. Ο Χριστός μας μάς έχει αποκαλύψει ότι στον κάθε συνάνθρωπό μας πρέπει να βλέπουμε δύο πράγματα: Πρώτον, την παρουσία Εκείνου – «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου εμοί εποιήσατε» -,  και δεύτερον, τον ίδιο τον εαυτό μας – «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Και τι βλέπουμε καθημερινά, και μάλιστα στους χριστιανούς μας; Πώς ο ένας να βγάλει το μάτι του άλλου, πώς να τον αδικήσει πολλές φορές προκειμένου ο ίδιος να σταθεί, πώς να τον υποβαθμίσει, πώς να τον προσβάλει...»

Σταμάτησε ο Γέροντας και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα βαθουλωμένα μάτια του. Τα σκυμμένα κεφάλια των προσκυνητών έδειχναν ότι τα λόγια του μάλλον είχαν πιάσει τόπο. Ο Γέροντας τους είδε. Αλλά επειδή ήξερε βαθιά την ανθρώπινη φύση, δεν αναθάρρησε. Τους χαιρέτισε, αποσύρθηκε στο κελί του κι άρχισε με βαθύ πόνο την προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, του κόσμου που ήταν κομμάτι του εαυτού του…

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΝΔΟΞΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΙΣΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«῾Ο ἅγιος ῎Ισαυρος καί οἱ σύν αὐτῷ Βασίλειος καί ᾽Ιννοκέντιος  (3ος αἰ.) κατάγονταν ἀπό τήν ᾽Αθήνα. Ἔφυγαν ὅμως ἀπό τήν πατρίδα τους καί φτάνοντας σ' ἕνα σπήλαιο τῆς Ἀπολλωνίας βρῆκαν ἐκεῖ τόν Φήλικα καί τόν Περεγρίνο καί τόν Ἑρμεία. Ὁ ἅγιος ῎Ισαυρος  τότε βρῆκε τήν εὐκαιρία καί τούς δίδαξε νά μήν εἶναι ὡς χριστιανοί  προσκολλημένοι πρός τά παρόντα γήϊνα πράγματα, λόγια πού ἐκεῖνοι τά ἔκαναν ἀμέσως πράξη. Διότι ἀποστράφηκαν τήν συναναστροφή μέ τούς συγγενεῖς τους πού ἦταν ἄπιστοι καί γι᾽ αὐτό κατηγορήθηκαν στόν ἔπαρχο Τριπόντιο. ῾Ο ἔπαρχος τούς συνέλαβε κι ἐπειδή δέν μπόρεσε νά τούς κάνει νά ἀποστατήσουν ἀπό τόν Χριστό, πρόσταξε νά τούς κόψουν μέ ξίφος τά κεφάλια. ῾Ο ῎Ισαυρος, ἀπό τήν ἄλλη, ὁ ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ, καί αὐτοί πού ἦταν μαζί του, ὁδηγήθηκαν στόν ᾽Απολλώνιο, τόν γιό τοῦ ἐπάρχου. ῾Ο ᾽Απολλώνιος τούς ἔριξε στά βασανιστήρια τῆς φωτιᾶς καί τοῦ νεροῦ, αὐτοί ὅμως κατά παράδοξο τρόπο σώθηκαν ἀπό αὐτά, μέ ἀποτέλεσμα  νά πιστέψουν στόν Χριστό πολλοί ἄνθρωποι, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί οἱ πρῶτοι τῆς πόλεως, οἱ κατά σάρκα ἀδελφοί Ροῦφος καί Ρουφίνος. Τέλος ἀποφασίστηκε ἡ θανάτωσή τους καί τούς ἔκοψαν τά κεφάλια».

῾Ο ὑμνογράφος τῶν σημερινῶν ἁγίων Γρηγόριος προκειμένου νά προβάλει διαμιᾶς τήν σημασία τους στόν κόσμο χρησιμοποιεῖ μία φράση πού εἶναι ἰδιαιτέρως προσφιλής στούς ὕμνους ὅλων τῶν ἁγίων: οἱ ἅγιοι εἶναι αὐτοί πού «οὐράνωσαν τήν γῆν», ἔκαναν τή γῆ δηλαδή οὐρανό. Διότι ζώντας στήν ὕπαρξή τους τή χάρη καί τό φῶς τοῦ Θεοῦ ἔγιναν μία δική Του προέκταση μέσα στόν κόσμο, μέ ἄλλα λόγια στά πρόσωπά τους  βλέπουμε τήν ἴδια τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόν Θεό κυριολεκτικά παρόντα ἀνάμεσά μας. «῾Ο ῎Ισαυρος ὁ ἔνδοξος καί ὁ δυνατός ᾽Ιννοκέντιος καί ὁ θεῖος Βασίλειος, ὁ θαυμάσιος Φήλικας, ὁ δοξασμένος ῾Ερμείας καί ὁ Περεγρίνος, αὐτοί πού κάνανε τή γῆ οὐρανό ἀπό τίς θεῖες λάμψεις τῶν θαυμάτων τους, ἄς μακαριστοῦν μέ πίστη» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι εἶναι εὐνόητο βεβαίως ὅτι ἐκεῖνο κατά τόν ὑμνογράφο πού τούς κατέστησε ἱκανούς νά ἀκτινοβολοῦν τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί νά «περιπολοῦν στόν κόσμο ὡς θεοί» δέν ἦταν κάποια ξεχωριστή δική τους φυσική ἱκανότητα, ἀλλά ἡ διάθεσή τους νά ὑπακοῦνε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά ὑπηρετοῦν ᾽Εκεῖνον. «῎Ας μακαριστοῦν μέ πίστη ὡς ὑπηρέτες τοῦ Κυρίου». ᾽Εδῶ βρίσκεται ὡς γνωστόν τό μυστικό τῆς τεράστιας δύναμης ὅλων τῶν ἁγίων μας: ζοῦν  ἐν ταπεινώσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί γεμίζουν ἀπό τήν παντοδυναμία ᾽Εκείνου, ὁ ῾Οποῖος «κάνει θαυμαστούς τούς ἁγίους τούς ἐν τῇ γῇ Αὐτοῦ».

Μέ τήν παραπάνω ὑπενθύμισή του ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής δίνει καί μία ἀξιοσημείωτη διευρυμένη θεώρηση τῆς ἔννοιας τῆς τιμιότητας τοῦ ἀνθρώπου. Συνήθως τίμιο χαρακτηρίζουμε ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀκέραιος στίς σχέσεις του μέ τούς συνανθρώπους του, μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν τούς κλέβει, δέν τούς ἀδικεῖ, δέν ἀποτελεῖ ἀπειλή γιά τήν ὑπόστασή τους καί τήν περιουσία τους. Κι ἀπό τήν ἄποψη αὐτή τίμιοι ἄθρωποι ὑπάρχουν σέ πολλούς χώρους καί μή χριστιανικούς - δέν εἶναι προνόμιο μόνο τῶν χριστιανῶν ἡ ἠθική ἀκεραιότητα. ῾Ο ὑμνογράφος ὅμως προχωρεῖ ἀκόμη περισσότερο. Δέν τοῦ ἀρκεῖ ἡ γενική ἔννοια τῆς τιμιότητας. Γι᾽ αὐτόν καί γιά σύνολη τήν πίστη μας ἀσφαλῶς, ὁ πλήρως τίμιος ἄνθρωπος, ὁ καθ᾽ ὁλοκληρίαν θά λέγαμε ἄρτιος καί ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος, εἶναι ὁ χριστιανός, ὁ ὁποῖος δέν φέρει συμβατικά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τό τιμᾶ μέ τόν πρέποντα τρόπο, δηλαδή κάνει πράξη αὐτό πού δηλώνει τό ὄνομά του. «῎Εγινες τίμιος», σημειώνει συγκεκριμένα γιά τόν ἅγιο ῎Ισαυρο, «γιατί τίμησες τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ» (ωδἠ γ´). Κι ἔχει δίκιο: ἄν ὁ πραγματικά ἀληθινός ἄνθρωπος εἶναι ὁ Κύριος, διότι ὡς «τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος ἦταν χωρίς ἁμαρτία» - ἡ ἁμαρτία κολοβώνει καί τραυματίζει τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση - κατά συνέπεια ἀληθινός ἄνθρωπος γίνεται ἐκεῖνος πού εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Κύριο, παίρνοντας τή δύναμή Του γιά νά μήν ἁμαρτάνει. Κι ἐπιβεβαιώνει ὁ ὑμνογράφος μας τήν ἄλλη θέαση αὐτή τῆς τιμιότητας μέ ὅ,τι λέει ῾παίζοντας᾽ μέ τό ὄνομα τοῦ ἁγίου στούς στίχους τοῦ συναξαρίου του. «Κόπηκε ὁ ῎Ισαυρος μαζί μέ τήν πεντάδα τῶν συνάθλων του ὡς πρός τήν κεφαλή, κόβει (ταυτοχρόνως) στή μέση καί τήν καρδιά τῆς νοητῆς σαύρας, (τοῦ διαβόλου)».

Οἱ δοξολογικές καί ἑρμηνευτικές τῆς ἁγιότητας τοῦ ᾽Ισαύρου ἀναφορές τοῦ ὑμνογράφου δέν γίνονται αὐθαίρετα. Πέραν τῆς ἀλήθειας πού προβάλλουν γιά τήν θέση του στό νοητό στερέωμα τῆς ᾽Εκκλησίας, συνιστοῦν τή βάση γιά τό ποθούμενό του: τήν ἐκζήτηση τῶν πρεσβειῶν του καί γιά τή δική του σωτηρία. Κι εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι σχεδόν σέ ὅλα τά τροπάρια ὁ ποιητής ἐκεῖ καταλήγει: νά παρακαλεῖ τή μεσιτεία τοῦ ἁγίου νά γίνει ὁ Κύριος ἵλεως καί σέ αὐτόν, ἤ, ἄμεσα ὁ ἅγιος νά προσφέρει τή χάρη τῆς θεραπείας του σέ αὐτόν. Μέ τή σωστή ὅμως ἱεράρχηση: ὄχι μονομερῶς νά τόν θεραπεύσει ἀπό σωματικές θλίψεις καί ἀρρώστιες, ἀλλά αὐτές νά θεραπευτοῦν, ἀφοῦ πρῶτα θεραπεύσει τά βασικά τραύματα τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς. ῾Ο ὑμνογράφος κινεῖται μέ καθαρό θεολογικό τρόπο: ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς εἶναι τό ζητούμενο καί ἄν θελήσει ὁ Κύριος καί ἡ θεραπεία τοῦ σώματος. «᾽Αφοῦ θεραπεύσεις τίς ἐκτροπές τοῦ νοῦ μου καί τά πάθη τῆς καρδιᾶς μου, θεόφρον, σῶσε με καί ἀπό τούς σωματικούς πόνους» (ὠδή ς´).

16 Ιουνίου 2022

«Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΙΛΟΥΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΙ Ο ΑΛΛΟΔΑΠΟΣ ΑΓΓΛΙΚΑ!»

«Πνευματικό τέκνο του οσίου Παϊσίου διηγείται: “Πέρασα στο Αρχονταρίκι του Γέροντα Παϊσίου και βρήκα έναν αλλοδαπό επισκέπτη. Μέχρι να ετοιμάση ο Γέροντας το κέρασμα, με τα λίγα Αγγλικά που ήξερα, πιάσαμε τη συζήτηση και μου είπε ότι χθες βράδυ ήρθε αργά. Καθυστέρησε, γιατί έχασε τον δρόμο, πέρασε η ώρα και ο Γέροντας τον φιλοξένησε. Στην αρχή δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν. Ο Γέροντας τον άφησε για δέκα λεπτά (φαίνεται έκανε προσευχή) και μετά συνεννοούνταν χωρίς καμμιά δυσκολία. Ο Γέροντας μιλούσε Ελληνικά και ο αλλοδαπός Αγγλικά αλλά καταλάβαινε ο ένας τον άλλον”» (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος).

Το γεγονός της Πεντηκοστής, κατά το οποίο το σταλέν υπό του Κυρίου Ιησού Χριστού Άγιον Πνεύμα στους αποστόλους και μαθητές Του με τη μορφή πυρίνων φλογών σφράγισε τη ζωή της Εκκλησίας ώστε η Πεντηκοστή να θεωρείται η γενέθλια ημέρα της, είναι συγκλονιστικό. Το Άγιον Πνεύμα έκτοτε είναι Εκείνο που ενεργεί τα θαυμάσια της σωτηρίας του ανθρώπου στον κόσμο, που σημαίνει ότι κάθε τι στην Εκκλησία επιτελείται με τη δύναμη και την ενέργειά Του – στην πραγματικότητα ενέργεια όλου του Τριαδικού Θεού – όπως εξίσου κάθε τι που συντελεί στην έλξη προς τον Θεό του καλοπροαίρετου ανθρώπου όπου γης είναι δικό Του έργο. Ο Θεός μας εργάζεται αδιαλείπτως χωρίς κενά και διαστήματα για να μας κερδίσει εντελώς και ολοκληρωτικά. «Ο Πατήρ μου έως εργάζεται, καγώ εργάζομαι» βεβαίωσε ο Κύριος.

Κι είναι γνωστό ότι η επιφοίτηση του Πνεύματος Αυτού την Πεντηκοστή συνοδεύτηκε από πλήθος παραδόξων σημείων που φανέρωναν το εξαιρετικό της παρουσίας Του, όπως για παράδειγμα το κήρυγμα των Αποστόλων στους συναθροισμένους ανθρώπους της Ιερουσαλήμ, το οποίο ενώ γινόταν στη γλώσσα των Αποστόλων, κατενοείτο  και από τους αλλοδαπούς, το Άγιον Πνεύμα δηλαδή μεταποιούσε τους ξένους φθόγγους στα αυτιά τους σε οικείους της δικής τους γλώσσας – δεν υπήρχε κανείς που να μην καταλαβαίνει. Αλλά η παραδοξότητα αυτή συνεχίστηκε και στους μετέπειτα αιώνες μέχρι σήμερα. Διότι έχουμε πολλά περιστατικά, όπου εν Πνεύματι Αγίω όταν υπάρχει άγιος του Θεού άνθρωπος ομιλεί αυτός και γίνεται κατανοητός και από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα του. Κι ένα τέτοιο περιστατικό καταγράφει το παραπάνω απόσπασμα. Δεν θυμίζει και το ανάλογο περιστατικό με τον άλλο μεγάλο όσιο Γέροντα Πορφύριο, όπου συναντήθηκε αυτός με μία άθεη θεωρούμενη Γαλλίδα καθηγήτρια, η οποία ήταν σε πνευματική σύγχυση, αλλά δίψαγε να βρει τον αληθινό δρόμο της ζωής; Η Γαλλίδα δεν γνώριζε καθόλου Ελληνικά, ο Γέροντας δεν γνώριζε καθόλου Γαλλικά, όμως στο τέλος συνεννοήθηκαν… θαυμάσια, τόσο που συγκλονισμένη η καθηγήτρια έγινε θερμή πίστη, βαπτίστηκε ορθόδοξη και κατέληξε… καλόγρια σε μοναστήρι!

Μολονότι παράδοξα πράγματα αυτά, όμως δεν παραξενευόμαστε πολύ! Διότι το Άγιον Πνεύμα, ο Θεός μας δηλαδή, είναι ο ίδιος πάντοτε και παντού. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» ομολογεί ο απόστολος Παύλος. Συνεπώς, όπου το Πνεύμα του Θεού βρίσκει ανοιχτές καρδιές που διψούν για την αλήθεια, εκεί έχουμε μία ιδιαίτερη δράση Του, η οποία κατά πώς κρίνει ο Θεός μπορεί να επαναλαμβάνει το γεγονός της Πεντηκοστής. Το σημαντικό όμως δεν είναι αυτό˙ είναι η κατάληξη της επέμβασης αυτής του Θεού που θέλει τον άνθρωπο να γίνει δικό Του «κομμάτι», να ενταχθεί στο σώμα του Χριστού, να γίνει μία δική Του συνέχεια στον κόσμο τούτο και αιώνια, κάτι που πραγματοποιείται με το άγιο βάπτισμα και το άγιο χρίσμα, όπου ο άνθρωπος ζει την προσωπική του Πεντηκοστή. Αν ο Θεός κάνει και το πιο μεγάλο θεωρούμενο θαύμα είναι για να οδηγήσει τον άνθρωπο στη μετάνοια – το θαύμα ποτέ δεν λειτουργεί αποκομμένα και… «ξεκάρφωτα»! Σκοπός του Θεού μας δεν είναι να «θαμπώσει» τον άνθρωπο, αλλά να τον «ξεθαμπώσει» από τα «φώτα» των παθών και του διαβόλου, ώστε να ορθοποδήσει πνευματικά και να βρει τον Θεό και τον εαυτό του.

Κι όταν συμβεί αυτό και ο άνθρωπος σταθεί με επίγνωση στην πίστη του Χριστού και της Εκκλησίας, τότε αρχίζει να λειτουργεί μία άλλη «Πεντηκοστή» που ενώνει τους ανθρώπους και τους κάνει να μιλάνε όλοι την ίδια γλώσσα, έστω κι αν ο καθένας μιλάει τη δική του ξεχωριστή. Πρόκειται για την παγκόσμια γλώσσα της αγάπης, η οποία φωτίζει τον πιστό να βρίσκει τρόπους συνεννόησης κι εκεί που οι άνθρωποι ζουν στους δικούς τους μικρόκοσμους κι αποξενωμένοι μεταξύ τους. Γιατί η αγάπη αυτή που είναι του Χριστού η αγάπη πλαταίνει την καρδιά του ανθρώπου εν Πνεύματι Αγίω και την καθιστά «χωρητική» ολόκληρου του κόσμου. Η «Πλατυτέρα των Ουρανών» Παναγία Μητέρα δακτυλοδεικτεί το όριο αυτό και γι’ αυτό πάντοτε η Παναγία αποτελεί το αιώνιο παράδειγμά μας. Κι ίσως είναι καλό εδώ να θυμηθούμε και αυτό που έλεγε η αγία Γερόντισσα Γαβριηλία (Παπαγιάννη) με τον γνωστό και άμεσο τρόπο της γι’ αυτή την παγκόσμια γλώσσα:

«Με αυτές τις πέντε γλώσσες γυρίζεις όλη τη γη και όλος ο κόσμος είναι δικός σου. Όλους τους αγαπάς το ίδιο. Ασχέτως θρησκείας και έθνους. Ασχέτως με όλα. Παντού υπάρχουν άνθρωποι του Θεού. Και δεν ξέρεις αυτός που βλέπεις σήμερα, αν αύριο δεν θα είναι ο Άγιος…

Η πρώτη είναι το χαμόγελο…

Η δεύτερη είναι τα δάκρυα…

Η τρίτη είναι το άγγιγμα…

Η τέταρτη είναι η προσευχή…

Η πέμπτη είναι η αγάπη…»

ΤΟ… «ΑΓΚΑΘΙ»!

«Σήμερα, τα είπες κάπως καλύτερα από άλλες φορές! Αλλά ό,τι και να κάνεις, δεν φτάνεις ούτε στο… μικρό δαχτυλάκι του τον παπα Θόδωρο, τον πνευματικό μου. Εκεί ν’ ακούσεις κήρυγμα! Εκεί να δεις πώς ο κόσμος κρέμεται από τα χείλη του»!

Μια στο καρφί και μια στο πέταλο! Η διαρκής κριτική και αμφισβήτηση του καλού παπα Χαράλαμπου, όχι από κάποιον ξένο ή άγνωστο, αλλά από συγγενή του, αίμα του, εξάδελφό του. Πάλι καλά που κάποιες φορές σαν τη σημερινή, το δηλητήριο ήταν σε… μικρότερη δόση! Αλλά βεβαίως πάντοτε υπήρχε και η… δόση αυτή! «Καλά τα είπες, αλλά… όχι σαν τον πνευματικό μου»!

Τα σπίτια τους ήταν πολύ κοντά: ο ιερέας με την οικογένειά του – την ευλογημένη πρεσβυτέρα του και τα τρία παιδιά του, δύο αγόρια και ένα κορίτσι· ο εξάδελφός του με τη δική του οικογένεια – τη γυναίκα του, μία καταπιεσμένη λίγο γυναίκα, και τα δύο του παιδιά, δύο αγόρια. Κατ’ ανάγκην έκαναν πολύ παρέα, η μία οικογένεια βρισκόταν διαρκώς μέσα στην άλλη!

Ο παπα Χαράλαμπος το ‘βλεπε αυτό και… αντιδρούσε! Αγαπούσε τον εξάδελφό του και τη φαμίλια του – πολλές φορές μάλιστα του είχε συμπαρασταθεί: και οικονομικά! – αλλά ήξερε και το ζούσε ότι αυτή η πολύ κοντινή συνύπαρξη δεν κάνει καλό σε κανέναν! Το συζητούσε με την πρεσβυτέρα του και κάθε φορά κατέληγαν και οι δύο στο ίδιο συμπέρασμα: πρέπει να κάνουμε υπομονή! Μπορεί η στάση και τα λόγια του ξαδέλφου να λειτουργούν σαν… αγκάθια, μπορεί η αδιακρισία να χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του, όμως είναι η ευκαιρία που δίνει ο Θεός  για πνευματικό αγώνα.

Ωστόσο όμως έβαζαν όσο μπορούσαν και κάποια… όρια! Χωρίς όρια δυστυχώς αλλοιώνονται τα κριτήρια, δεν μπορεί κανείς να δει σωστά ούτε τον εαυτό του ούτε και τον άλλον. Το κάθε σπίτι έχει και πόρτα, που θα πει ότι κλείνει κάποια στιγμή για τους απέξω, όσο δικοί κι αν θεωρούνται. Αν ο ίδιος ο Κύριος μίλησε για το «ταμείον της ψυχής», προκειμένου εκεί να συναντά κανείς πιο ζωντανά και άμεσα τον Θεό, το ίδιο δεν ισχύει και με την οικογένεια; Αποσύρεται δηλαδή η οικογένεια, μόνη της, σαν ένα είδος περισυλλογής, για να δει καλύτερα τον εαυτό της, να ελέγξει τα λάθη της, να δει πού πρέπει να ρίξει περισσότερο το βάρος της. Κι έτσι ανανεωμένη να ανοιχτεί καλύτερα και περισσότερο και στους άλλους. Πρώτα βεβαίως στους συγγενείς, αλλά και σ’ όλους τους άλλους. Κι αν τούτο πρέπει να συμβαίνει σε κάθε οικογένεια, πολύ περισσότερο σε μία ιερατική οικογένεια. Όχι λοιπόν «μπάτε σκύλοι αλέστε»!

Το ίδιο δεν κάνουν και τα μοναστήρια; Μία ανοιχτή αγκαλιά είναι για όλους: δεν κάνουν διακρίσεις – όλοι οι προσκυνητές είναι αδέλφια τους, έστω κι αν κάποιοι είναι… τουρίστες! – αλλά υπάρχει… ωράριο. Κλείνει κάποτε η κεντρική θύρα. Και μένουν οι καλόγεροι μόνοι για να κοιτάξουν λίγο πιο στοχαστικά τον εαυτό τους, να αφιερωθούν λίγο στα διακονήματά τους, να ξεκαθαρίσουν τους… λογαριασμούς τους με τον Ύψιστο!

Και τα κατάφερνε ο παπα Χαράλαμπος, και τα κατάφερνε και η πρεσβυτέρα, έστω και με τα αναμενόμενα προβλήματα. Ο πειρακτικός λόγος όμως του ξαδέλφου, πάντοτε και αδιάκοπα εκεί! Τόσο που ο ιερέας, που διάβαζε και ενημερωνόταν όχι μόνο από πλευράς πνευματικής, αλλά και από πλευράς κοσμικής και ψυχολογικής, άρχισε να διαισθάνεται ότι η αδιακρισία και η άλλοτε υποφώσκουσα και άλλοτε εξώφθαλμη επιθετικότητα του εξαδέλφου πρέπει να έχει βαθύτερη αιτία.

«Κάποιο πρόβλημα βασανίζει τον ξάδελφο», έλεγε στην παπαδιά του, «κάτι που τον ενοχλεί και του… βγαίνει εναντίον μου. Αν δεν είναι κάτι που εγώ του έκανα και ίσως το παρεξήγησε, μπορεί να είναι κάποια κρυμμένη ενοχή, που αρνείται να την παραδεχτεί, οπότε την καταπιέζει, και παίρνει τη μορφή της επιθετικότητας. Και να σου πω, παπαδιά μου.  Μαθαίνω ότι δεν συμπεριφέρεται έτσι μόνο σε μένα. Πειρακτικά, επιθετικά, στέκει και απέναντι σε πολλούς. Ακόμη και  στη δουλειά του μου είπαν κάποιοι, ότι έτσι κάνει. Σπάνια να τον δει κανείς με καλό λόγο και με χαμόγελο στα χείλη».

Δεν ήθελε όμως ο παπάς να το ψάξει περισσότερο. Δεν ήταν αυτή η δουλειά του. Δουλειά του ήταν να προσεύχεται για όλους, να είναι η αγκαλιά του μία αγκαλιά για τους ενορίτες του, για τον κόσμο που σχετίζεται, για τον κόσμο όλο, όπως τον… σπρώχνει σ’ αυτό η θεία Λειτουργία της Εκκλησίας, όπως κυρίως τον σπρώχνει σ’ αυτό ο ίδιος ο Κύριος. Οπότε, ενέτεινε τις προσευχές του και για τον εξάδελφό του.

Πήρε αφορμή το όποιο πρόβλημα που πιθανόν ταλάνιζε τον συγγενή του, και προσπαθούσε να τον κατανοεί και να τον δικαιολογεί, όπως και παρακαλούσε τον Κύριο να ελεεί και αυτόν και εκείνον. Προσπάθησε μάλιστα να εφαρμόσει και κάτι που είχε διαβάσει ότι έλεγε  γι’ αυτές τις περιπτώσεις ο όσιος Γέροντας Πορφύριος, τον οποίο αγαπούσε υπερβαλλόντως. «Ακολούθα τις πατημασιές του θεωρούμενου εχθρού σου, και να λες στον Κύριο: Κάνε με να μοιάσω Κύριε, του δούλου σου, και κάνε αυτόν να μοιάσει σε Σένα».

Πάλευε λοιπόν ο παπα Χαράλαμπος κι είχε πάντοτε απέναντί του τον εξάδελφό του, αλλά και… τον παπα Θόδωρο, ο οποίος βεβαίως αγνοούσε πλήρως τα υπέρ αυτού (!) λόγια που έλεγε το πνευματικοπαίδι του!

Είναι αλήθεια όμως ότι κάποιες φορές, σε ώρες αδυναμίας, το «αγκάθι» τον γρατσουνούσε πιο βαθιά. Η μόνιμη αμφισβήτηση του συγγενούς του τον έκανε να σκέπτεται να λειτουργήσει στα… ίσια. Αμφισβήτηση εκείνος; Αμφισβήτηση κι αυτός! Πειρακτικά λόγια εκείνος; Πειρακτικά κι αυτός! Κι ήταν οι ώρες που καταλάβαινε και τη δική του μικρότητα, πόσο μακριά είναι από το ύψος που ζητάει από τους πιστούς ο Κύριος, κι έκλαιγε και ελεεινολογούσε τον εαυτό του…

Μία τέτοια ώρα πόνου και οδύνης του, μετά από έντονη και πάλι πρόκληση και επίθεση του… «αγκαθιού» του, αποσύρθηκε στο δωμάτιό του, έπεσε στα γόνατα, και κοιτώντας προς την εικόνα της Παναγίας που δέσποζε στο προσκυνητάρι του, άρχισε τα κλάματα και τα παρακάλια.

«Παναγία μου», έλεγε, «τι σόι παπάς είμαι, να μην μπορώ να κρατήσω με τον τρόπο που πρέπει την προσβλητική έστω κουβέντα του συνανθρώπου μου; Παναγία μου, εσύ έζησες τόση οδύνη από όσα έπαθε ο Κύριος και Θεός Σου. Εκείνος, ο πανάγαθος και παντοδύναμος Θεός, υπέστη με ταπείνωση και αγάπη όχι μόνο ύβρεις, αλλά και όλες του κόσμου τις ταπεινώσεις. Και υπέμεινε και συγχωρούσε. Όπως κι Εσύ… Κι εγώ…».

Κτυπούσε το στήθος του και περίμενε.

Και να, μετά από αυτήν την έντονη προσευχή σαν να επέβλεψε λίγο η Παναγία Μητέρα του Κυρίου και δική του μητέρα. Σαν να την είδε να γλυκαίνουν τα μάτια Της και ν’ απλώνει τ’ άγιο χέρι Της επάνω του. Κι ένιωσε ότι του φεύγει από μέσα του η τάση για εκδίκηση. Να εξαφανίζεται η όποια μνησικακία. Το «αγκάθι» να ξεριζώνεται. Ένας γλυκασμός πήρε να φυσάει μαλακά και ήσυχα στην καρδιά του, και τα δάκρυα οδύνης του μεταποιήθηκαν ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενε, σε δάκρυα κατάνυξης. Μία υπερφυής αγάπη τον τύλιξε και στην ψυχή και στο σώμα του, και τον έκανε να νιώθει ότι κρατάει στη δική του αγκαλιά τον εξάδελφό του. Σαν να ήταν εκείνος η μάνα που κρατάει τρυφερά το βλαστάρι της!

Και τότε φωτίστηκε… και κατάλαβε το πρόβλημα του εξαδέλφου του, που φώλιαζε κρυφά μέσα του τόσα χρόνια. Και τον δικαιολόγησε και έκλαψε γι’ αυτόν. Τότε πήρε την… πληροφορία! Μαζί με τη δική του απελευθέρωση, υπήρξε απελευθέρωση και του εξαδέλφου του. Η χάρη που βίωσε ως ουράνιο δώρο σαν να μεταγγίστηκε και στον… θεωρούμενο εχθρό του. Βγήκε από το δωμάτιο, και είδε απέξω… χωρίς λόγο είναι αλήθεια, να στέκει ο συγγενής του. Και την ίδια ώρα έκαναν και οι δύο την ίδια κίνηση: έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Κλάψανε σαν παιδιά. Οι υπόλοιποι της οικογένειας παρακολουθούσαν τη σκηνή εμβρόντητοι, δίχως να καταλαβαίνουν, ίδια στήλη άλατος!

Ο παπα Χαράλαμπος στο επόμενο κήρυγμά του ένιωσε την ανάγκη, καθώς του δόθηκε η αφορμή από το Ευαγγελικό ανάγνωσμα, να αναφερθεί στην προσωπική του περίπτωση. Με δάκρυα στα μάτια, μιλώντας για την αρετή της ανεξικακίας, αποκάλυψε πώς η Παναγία, μετά από έντονη προσευχή του, μεταποίησε την πίκρα της καρδιάς του σε γλυκασμό. Σαν τον αββά του Γεροντικού, που παρεκάλεσε τον Κύριο, τον προσβλητικό λόγο ενός συνασκητή του να τον βγάλει από μέσα του. «Και να, έλεγε, έφτυσα αίμα και έφυγε η όποια πίκρα του λόγου του».

(Από το βιβλίο των εκδ. "ακολουθείν", Δι'  εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι, 2017)

ΜΙΚΡΕΣ ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΔΑΚΡΥΩΝ ΣΑΝ ΑΙΜΑ!

«Όπως σε όλα τα άλλα, έτσι και στην περίπτωση των δακρύων ο καλός και δίκαιος Κριτής μας λαμβάνει υπόψη Του και τη φυσική προδιάθεση και δύναμη του καθενός. Είδα μικρές σταγόνες να χύνονται με πόνο σαν αίμα. Και είδα βρύσες δακρύων που έτρεχαν χωρίς δυσκολία. Εγώ τουλάχιστον βαθμολόγησα τους αγωνιστές ανάλογα με τον πόνο και όχι με το ποσόν των δακρύων. Και ο Θεός νομίζω παρόμοια θα τους έκρινε» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. ζ΄ 25).

Ο όσιος είναι εντελώς βέβαιος για την κρίση του: «Και ο Θεός νομίζω παρόμοια θα έκρινε». Πού έγκειται το απόλυτο της κρίσης του οσίου; Ότι ο Θεός κρίνει τους ανθρώπους, και μάλιστα εκείνους που αγωνίζονται πάνω στο άγιο θέλημά Του, όχι με κριτήριο κάποιες εξωτερικές εκδηλώσεις τους, σαν τα δάκρυα για παράδειγμα, αλλά την πνευματική τους διάθεση. Κι αυτό γιατί ο Κύριος βλέπει την καρδιά του καθενός, τη φυσική προδιάθεση και τη δύναμή του, τον αληθινό δηλαδή εαυτό του. Τον κρίνει εξατομικευμένα: ο καθένας είναι ξεχωριστός και μοναδικός για την αγάπη Του! Πόσες ανατροπές θα περιλαμβάνει η τελική κρίση Του για τους ανθρώπους!

Έχε θάρρος λοιπόν! Μπορεί εκ φύσεως να μην είσαι πολύ συναισθηματικός και γι’ αυτό τα δάκρυα, οι διαχυτικότητες, τα χαμόγελα να μην σου πάνε και να μη… σου βγαίνουν. Η παραμικρή όμως γνήσια κίνηση της καρδιάς σου προς τον Θεό, αυτή που γίνεται με πόνο κυρίως και όχι τόσο εύκολα, αυτή μετράει πρωτίστως ενώπιόν Του. Ο Θεός μάς βαθμολογεί «ανάλογα με τον πόνο και όχι με το ποσόν». Και αυτό ισχύει για τα πάντα, όχι μόνο για τα δάκρυα. Αν λοιπόν προσεύχεσαι και η προσευχή σου περιέχει ένα στοιχείο θυσίας – καταβάλλεις κόπο – τότε ναι! Γίνεται αποδεκτή η προσευχή σου. Αν είσαι θυμώδης και προσπαθείς να περιορίσεις λίγο το στόμα σου, έστω κι αν βράζεις μέσα σου, τότε ναι!  Ο Θεός θα σε χαριτώσει σύντομα. Σε όλα λοιπόν βάζε τον κόπο και τον πόνο: είναι η συμμετοχή στον δικό Του Σταυρό που θα σου φέρει τη χαρά.

Καυχώνται κάποιοι αιρετικοί χριστιανοί για τις πληθωρικές εκδηλώσεις τους, για τις συναισθηματικές τους εκρήξεις, για τις κραυγές και τους αλαλαγμούς τους στις συνάξεις τους!  «Είναι η παρουσία του Πνεύματος», λένε. Μα, κράτα… μικρό καλάθι! Πρόκειται για την επιφάνεια και όχι για την ουσία. Όπως το είπε σπουδαίος μακαριστός Γέροντας του Όρους σ’ έναν τέτοιο χριστιανό, που του μίλησε για τις συνάξεις τους αυτές: «Εσείς μένετε σ’ έναν συναισθηματισμό. Εμείς καλλιεργούμε την κατάνυξη. Η κατάνυξη κινείται από το Πνεύμα του Θεού. Ο συναισθηματισμός κινείται από ανθρώπινα αίτια, που τις περισσότερες φορές είναι σκέτος… εγωισμός».