22 Ιουνίου 2022

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ

Ο προβληματισμός του Γέροντα και των μοναχών

«Τι θα γίνει, Γέροντα, με το νερό; Σκεφτήκατε κάτι;» Η αγωνία ήταν έκδηλη στο πρόσωπο του π. Σπυρίδωνα, του δεύτερου στην τάξη στο μοναστήρι, αλλά και στα πρόσωπα των άλλων καλογέρων. Ήταν συναγμένοι στη μικρή τραπεζαρία, είχαν αποφάει, αλλά δεν είχαν σηκωθεί. Το πρόβλημα ήταν έντονο και όσο δεν βρισκόταν λύση, τόσο και το όνειρό τους απομακρυνόταν. Ο Γέροντας είχε πει να καθίσουν και να συζητήσουν.

«Άλλη λύση από αυτήν που είχαμε καταλήξει την προηγούμενη φορά δεν βλέπω», και τα ήρεμα μεγάλα μάτια του σαν να σκοτείνιασαν λίγο.  «Θα φωνάξουμε τους μηχανικούς, τους ειδικούς για το θέμα αυτό, και ό,τι μας πουν εκείνοι. Ο κυρ-Αντρέας που τόσο τρέχει για τις ανάγκες του μοναστηριού, μας βεβαιώνει ότι πρόκειται για καλούς ανθρώπους με καλή γνώση του αντικειμένου τους. Έχουν πέσει «μέσα» τις περισσότερες φορές σε ό,τι έχουν υποδείξει».

Οι μηχανικοί για τους οποίους μιλούσαν ήταν ειδικοί στα θέματα της γεωλογίας, και μάλιστα για τη συγκεκριμένη περιοχή.  Είχαν μεγάλη πείρα, ήξεραν πολύ καλά τη διαμόρφωση του εδάφους, μπορούσαν με σχετική ακρίβεια να υποδείξουν το σημείο που έπρεπε να γίνει η γεώτρηση.

Αυτό ήταν το άμεσο πρόβλημα του μοναστηριού. Είχαν συστήσει τη συνοδεία τους, χώρο όμως, όπως τον ήθελαν και τον οραματίζονταν δεν είχαν. Το είχαν συζητήσει με τον Μητροπολίτη τους, ο οποίος τους αγαπούσε υπερβαλλόντως – παντού διαλαλούσε το πόσο ευεργετημένος από τον Θεό ένιωθε που έχει τέτοιους ανθρώπους στη Μητρόπολή του – αλλά κι εκείνος δεν έβλεπε να υπάρχει κάτι που να καλύπτει τις ανάγκες τους.  Φιλοξενούνταν προσωρινά σε χώρο που τους είχε παραχωρήσει ένας ευσεβής κύριος, τελούσαν όλα τα καλογερικά τους καθήκοντα, δρούσαν ιεραποστολικά στη Μητρόπολη, κι από κει και πέρα…  κυνηγούσαν το όνειρό τους!  Βρήκαν μετά από αρκετή αναζήτηση κάτι από το ποθούμενό τους – είχαν υπάρξει και αρκετοί χορηγοί μάλιστα για να τους ενισχύσουν – είχαν ξεκινήσει τα πρώτα κτίσματα, αλλά… χωρίς νερό πώς θα προχωρούσαν; Πώς θα ζούσαν έπειτα εκεί; Υπήρχε βέβαια η λύση να αγοράζουν νερό. Μα ήταν ιδιαίτερα δαπανηρή. Για να βάλουν σωλήνες ούτε… συζήτηση: το μοναστηράκι τους ήταν αρκετά μακριά από την κατοικημένη περιοχή. Μονόδρομος η γεώτρηση.

«Γέροντα», πήρε τον λόγο ο επί των οικονομικών της Μονής π. Μιχαήλ. «Αυτή η λύση της γεώτρησης είναι μονόδρομος, όπως λέτε, αλλά είναι και μέσα στα πλαίσια των οικονομικών μας δυνατοτήτων. Μπορούμε να τα καταφέρουμε. Μας βοηθάει πολύ και ο κόσμος».

«Τι λες εσύ, π. Πορφύριε;» στράφηκε ο Γέροντας στον νεώτερο της συνοδείας. «Έχεις καμία ιδέα άλλη;»

Ο νέος καλόγερος σαν να κοκκίνισε. «Γέροντα, να με συμπαθάτε», είπε συνεσταλμένα, «αλλά δεν πρέπει να βοηθήσουν και οι άγιοι; Κάνουμε καθημερινά αυτό που μας έχετε πει τόσο καιρό τώρα: προσευχόμαστε στον Κύριο και την Παναγία μας. Έχουμε πολλαπλασιάσει μάλιστα τα κομποσχοίνια μας. Προσευχόμαστε ακόμη και σε όλους τους αγίους που έχουμε διαβάσει ότι είχαν παρόμοιο πρόβλημα και ο Κύριος τούς βοήθησε να το ξεπεράσουν. Σαν τον όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, αλλά και σαν τον Γέροντα Πορφύριο, τον δικό μας, της εποχής μας. Κάτι δεν πρέπει να κάνουν κι αυτοί; Για τη δόξα του Κυρίου και την υπακοή στο άγιο θέλημά Του βρισκόμαστε στο μοναστήρι. Ας βοηθήσουν λοιπόν». Φαινόταν απογοητευμένος. Ίσως περίμενε λίγο πιο… γρήγορη και άμεση την ανταπόκριση των αγίων.

Χαμογέλασε λίγο ο π. Μεθόδιος, ο Γέροντας. «Πάτερ», είπε με συγκατάβαση και τα μάτια του χάιδεψαν τον καλόγερο, «αγωνιζόμαστε για το ανθρώπινο – αυτό το νόημα έχει ο προβληματισμός μας εδώ και η καταφυγή μας στα ανθρώπινα μέσα – αλλά εννοείται ότι θα επιμένουμε στις προσευχές μας. Θα παρακαλούμε τον Κύριο, την Παναγία μας, τους αγίους μας. Χωρίς αυτούς άλλωστε τι νόημα έχει η επιλογή μας να γίνουμε καλόγεροι, αλλά και όλη η ζωή μας; Αλλά… μη βιάζεσαι. Δεν πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στο θέλημα του Κυρίου; Πόσες φορές έχουμε πει ότι η βιασύνη όχι μόνο σε θέματα της πνευματικής ζωής, αλλά και στην καθημερινότητά μας δεν οδηγεί συνήθως σε καλά αποτελέσματα; Πράγματι, κάνουμε πολύ καιρό τώρα προσευχή. Ίσως όμως η απάντηση του Κυρίου να είναι αυτή: να καταφύγουμε απλώς στα ανθρώπινα. Το ίδιο δεν συμβαίνει και με τις αρρώστιες; Παρακαλούμε τον Κύριο, αλλά πηγαίνουμε και στον γιατρό. Κι η καταφυγή αυτή στον γιατρό είναι μάλλον αυτή που θέλει ο Κύριος περισσότερο, γιατί είναι σημάδι ταπείνωσης. Είναι σχεδόν αξίωμα στην πίστη μας: ό,τι γίνεται ανθρώπινα, ο Θεός δεν θέλει να το κάνουμε… θαυματουργικά».

«Λοιπόν, τότε, Γέροντα», είπε και πάλι παίρνοντας τον λόγο ο δεύτερος π. Σπυρίδων. «Να ορίσουμε ένα ραντεβού με τους μηχανικούς. Σε πρώτη φάση ίσως δεν χρειάζεται καν να παρευρισκόμαστε κι εμείς. Θα είναι ο κύριος Ανδρέας, ο οποίος θα τους οδηγήσει στην περιοχή μας, θα τους δείξει τα όριά μας, κι από κει και πέρα ό,τι μας πουν».

«Να ’ναι ευλογημένο», σηκώθηκε ο Γέροντας. «Ας πάμε για το απόδειπνο και ας παρακαλέσουμε πιο έντονα και καρδιακά τους αγίους μας. Σίγουρα δεν θα μας αφήσουν έτσι».

Ο όσιος

«Κύριε», είπε ο δούλος του Θεού Αθανάσιος, κι έλαμψε πιο πολύ το πρόσωπό του, καθώς ενατένιζε τον λατρευτό Του Κύριο. «Κύριε, οι δούλοι Σου απευθύνονται και σε μένα για την εύρεση νερού. Δεν είναι τυχαίο αυτό: το ξέρεις πως κι εγώ όταν ήμουν στον κόσμο, κει πάνω στον ευλογημένο Άθωνα, το Περιβόλι της Υπεραγίας Μητέρας Σου, το είχα αντιμετωπίσει. Τους καταλαβαίνω απόλυτα. Το νερό είναι πρώτης ανάγκης. Και δεν είναι ένας μόνο. Είναι ολόκληρη συνοδεία. Χωρίς αυτό μάλλον δεν θα μπορέσουν να συνεχίσουν. Σε παρακαλώ, στο όνομα της αγάπης Σου, ας γίνει το θέλημά τους. Όπως τότε μου έδωσες κι εσύ την παρόμοια ευκαιρία, δώσε τώρα και στους ανθρώπους σου αυτούς – φίλοι Σου είναι, Κύριε – να βρουν νερό. Εσύ ο ίδιος δεν είπες ότι όποιος τηρεί τα λόγια Σου, θα βλέπει να πραγματοποιούνται τα αιτήματά του;».

«Αθανάσιε», ακούστηκε η φωνή του Κυρίου σαν το γάργαρο νερό που ξεδιψάει τον διψασμένο διαβάτη και μόνο με το άκουσμά του, και τα μάτια Του σαν ήλιος φώτισαν ακόμη περισσότερο την ευλογημένη ύπαρξη του αγίου Του, «έχεις την ευλογία να τους βοηθήσεις. Πράγματι, είναι αγαπημένοι μου. Αγωνίζονται πάνω στο θέλημά μου. Χαίρομαι με την ύπαρξή τους και τους ευλογώ και με τα δυο μου χέρια!»

Ο όσιος βρισκόταν ήδη στον χώρο του μοναστηριού που αγωνιζόταν να ολοκληρώσει τις εργασίες του. Με μία ματιά είδε ό,τι βρισκόταν κάτω από το έδαφος. Είδε τον υδροφόρο ορίζοντα, αρκετά μέτρα κάτω από την επιφάνεια, και στάθηκε πάνω στο πιο ενδεδειγμένο σημείο. Ήταν εκεί που θα έπρεπε να σκάψουν. Εκεί που θα έβρισκαν το νερό. Στάθηκε προς Ανατολάς και βυθίστηκε στη θεωρία του Ουρανού. Το αστραπόμορφο πρόσωπό του έλαμπε με μία υπερκόσμια λάμψη. Μέσα στην αγιασμένη καρδιά του είχαν ξεχωριστή θέση τα αγαπημένα παιδιά της Μονής αυτής. «Κύριε, φώτιζέ τους να επιτελούν πάντα το άγιο θέλημά Σου. Κύριε, μην τους εγκαταλείπεις ποτέ. Κι αν κάπου κάποιος πάει να ξεστρατίσει, πρόλαβέ τον. Αποτελούν φάρο για την εποχή αυτή». Ο άγιος βρισκόταν πάντα στο συγκεκριμένο σημείο. Η προσευχή του ήταν χωρίς διακοπή, κι ένιωσε τα χέρια του να υψώνονται στον Ουρανό. Κάποια στιγμή έλαμψε το πρόσωπό του περισσότερο: είδε να ενώνονται οι προσευχές του με τις προσευχές του πολυαγαπημένου του φίλου, του Γέροντα Πορφυρίου. «Κι αυτός προσεύχεται για τα παιδιά αυτά», σκέφτηκε κι αναγάλλιασε.

Ο… τρόμος των μηχανικών

«Όπου να ’ναι φτάνουμε», είπε ο κύριος Ανδρέας. «Θέλει λίγη προσοχή μόνο ο δρόμος, γιατί είναι χωματόδρομος κι έχει αρκετά εξογκώματα από τις πέτρες».

Ο άνθρωπος της Μονής συνόδευε τους μηχανικούς. Είχε κλειστεί το ραντεβού μαζί τους και προθυμοποιήθηκε αμέσως να εκτελέσει το… διακόνημα. Φτάσανε, στάθμευσαν, προχώρησαν.

«Αυτό είναι το κτίσμα που έχει γίνει», είπε στους μηχανικούς, «λίγο πιο πέρα σκέφτονται να φτιάξουν τα κελιά, εκεί – κι έδειξε με το χέρι – υπάρχει  η σκέψη για να κτίσουν αργότερα τον μεγάλο ναό».

Οι μηχανικοί ήξεραν την περιοχή. Μακριά κάτω εκτεινόταν το γαλάζιο της θάλασσας. Γύρω η πυκνή βλάστηση έκανε τον τόπο να μοιάζει με μικρό παράδεισο.

«Πολύ ωραίο το μέρος», είπε ο ένας, «και θαυμάσια η θέα. Ας κοιτάξουμε τώρα πού μπορεί να υπάρχει νερό».

Ξεκίνησαν τη δουλειά τους. Στρέφονταν στα διάφορα μέρη του ορίζοντα, κοίταζαν προσεκτικά το έδαφος, συζητούσαν μεταξύ τους, κι άρχιζαν να προσανατολίζονται σε κάποιο πιο συγκεκριμένο σημείο.

«Εδώ πρέπει να υπάρχει νερό. Εδώ πρέπει να γίνουν οι εργασίες της γεώτρησης», είπαν και σταμάτησαν.

«Μα…, κ. Ανδρέα», είπε ξαφνιασμένος ο ένας. «Δεν είπατε ότι θα είμαστε μόνοι μας; Ότι οι καλόγεροι δεν μπορούν να έλθουν;» Κι έδειξε με το χέρι τον υψηλόκορμο καλόγερο που ήταν στραμμένος προς την Ανατολή με υψωμένα χέρια και προσευχόταν.

Είδε ο κυρ-Αντρέας και τα ’χασε. Και συγκλονίστηκε. Πράγματι, ένας ψηλός και λίγο ογκώδης καλόγερος, προσευχόταν με ανοιχτά και υψωμένα τα χέρια. Αλλά δεν έμοιαζε με κανέναν από τους καλόγερους του Μοναστηριού. Δεν του θύμιζε κανέναν.

«Γέροντα», φώναξε και πήγε να πλησιάσει προς τη μαύρη φιγούρα. «Γέροντα, από πού είστε;»

Η μαύρη φιγούρα, ο καλόγερος, φάνηκε να τους άκουσε, αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Σαν να περίμενε εκείνοι να τον πλησιάσουν.

«Γέροντα, ποιος είστε;» ξανάπε ο κυρ-Αντρέας, μ’ ένα δάγκωμα στην καρδιά και μ' έναν φόβο αυτήν τη φορά.

Του φάνηκε πως ο Γέροντας τους ευλογεί, και πριν προλάβει να πει ή να κάνει κάτι άλλο, ο καλόγερος εξαφανίστηκε από μπροστά τους…

«Τον… είδατε κι εσείς! Έτσι δεν είναι;» είπε συγκλονισμένος ο κυρ-Αντρέας.  «Δεν ήταν πλάσμα της φαντασίας μου!»

Οι μηχανικοί φάνηκαν να… τρέμουν. Όχι μόνο τον είδαν, αλλά ήταν εκείνοι που πρώτοι τον επεσήμαναν.

«Πάμε να φύγουμε, γρήγορα!» είπε ο ένας. «Πάμε να φύγουμε γρήγορα!»

Τρέχοντας σχεδόν μπήκαν στο αυτοκίνητο και έφυγαν. Ο ιδρώτας τους ήταν παγωμένος στο πρόσωπό τους…

Ο Γέροντας και οι μηχανικοί

Ο κυρ-Αντρέας είπε «με το νι και με το σίγμα» στον Γέροντα και στους καλόγερους τι διαδραματίσθηκε. Σταυροκοπιόταν συνέχεια.

«Κάποιος άγιος ήταν, δεν μπορεί», επανελάμβανε συνέχεια. «Εγώ δεν πιστεύω στα… φαντάσματα!»

Ο Γέροντας ήταν βέβαιος. Όταν άκουσε τι είχε συμβεί, όταν το επιβεβαίωσε και με τη συνομιλία του στο τηλέφωνο με τους μηχανικούς, δεν του έμεινε καμία αμφιβολία. Ο Θεός απάντησε με έναν άγιό Του. Ήξερε πια ότι το σημείο που θα έπρεπε να γίνει η γεώτρηση, ήταν ακριβώς το σημείο που στεκόταν η… μαύρη φιγούρα με τα υψωμένα χέρια. Δοξολογούσε τον Κύριο, κι αυτός και όλοι οι καλόγεροι. Ένιωσαν  έντονα την παρουσία του Κυρίου στη ζωή τους. Η Πρόνοιά Του ήταν υπερβολικά… έκδηλη ενώπιόν τους.

«Ποιος άγιος όμως μπορεί να ήταν;»

«Μα είναι φως… φανάρι ποιος ήταν!  Ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης», είπε ο π. Σπυρίδων. «Πέντε Ιουλίου δεν έχουμε σήμερα που ήταν το ραντεβού; Πέντε Ιουλίου δεν τον είδατε τον… καλόγερο; Πέντε Ιουλίου είναι του οσίου Πατέρα μας Αθανασίου του εν Άθω. Ο άγιος, στον οποίο τόσες προσευχές και παρακλήσεις κάναμε, έδωσε την απάντησή του. Μας υπέδειξε το μέρος που θα γίνει η γεώτρηση. Αυτήν την ημέρα πρέπει να την τιμούμε ιδιαίτερα. Κι είμαι βέβαιος ότι δεν θα έχουν αντίρρηση και οι μηχανικοί για το συγκεκριμένο σημείο».

Οι μηχανικοί είχαν… αντίρρηση. Οι γνώσεις και η εμπειρία τους έδειχναν ότι το σημείο που υπεδείκνυε πια ο ηγούμενος ήταν στη σωστή μεριά, αλλά λίγο πιο πέρα, καμιά πενηνταριά μέτρα υψηλότερα. Ο Γέροντας δεν είχε λόγο να αμφισβητήσει την επιστημοσύνη τους, την εμπειρία τους, αλλά είχε κάθε λόγο από την άλλη να εμπιστεύεται περισσότερο την υπόδειξη του οσίου.

«Θα σας παρακαλέσω, χωρίς να με παρεξηγήσετε, να σκάψετε στο σημείο της εμφάνειας του οσίου. Για μένα, υπάρχει εδώ σημάδι του ουρανού». Η πίστη του στον Θεό τον καθοδηγούσε απόλυτα. «Διά πίστεως περιπατούμεν, ου δι’ είδους».

Έσκαψαν. Πήγαν αρκετά μέτρα σε βάθος. Νερό δεν βρήκαν. Οι μηχανικοί αισθάνονταν ότι δικαιώνονται.

«Πιο κάτω», είπε ο Γέροντας. «Πηγαίνετε όσο βαθύτερα μπορείτε».

Είχαν τις αντιρρήσεις τους, αλλά κάμφθηκαν μπρος… στο καλογερικό πείσμα.

Και τελικά το βρήκαν! Καθαρό, γάργαρο νερό, αρκετό νερό. Τόσο που να καλύπτει υπερπερισσού τις ανάγκες τους. Ο Θεός μέσα από τον άγιό Του είχε μιλήσει.

Η τιμή του οσίου

Το προσκυνητάρι του οσίου έκτοτε είναι στη συγκεκριμένη θέση της γεώτρησης. Ο προσκυνητής που έρχεται και μαθαίνει τι είχε συμβεί νιώθει την ανάγκη να έλθει να βάλει μετάνοια στον άγιο του Θεού. Τον άγιο που είναι τόσο κοντά μας.

Κι ακόμη: οι αγαπημένοι του Θεού και των αγίων Του έφτιαξαν παρεκκλήσι προς χάρη του. Εκεί πια στη μνήμη του αλλά και πολλές άλλες φορές λειτουργείται ο άγιος. Λειτουργείται ο Κύριος. Αγιάζονται οι καλόγεροι. Αγιάζονται οι πιστοί. Αγιάζεται ο τόπος όλος. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού»!

(Από το βιβλίο των εκδ. "ακολουθείν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Ιστορίες καινές και παλαιές με φόντο το πετραχήλι, 2017)

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΜΟΣΑΤΩΝ

Ο άγιος Ευσέβιος ήταν κατά τους χρόνους του βασιλιά Κωνσταντίου, υιού του μεγάλου Κωνσταντίνου, κατά το έτος 338 μ.Χ., χρημάτισε δε φλογερός ζηλωτής της ορθόδοξης πίστης. Γι᾽ αυτό με πολλή ανδρεία ψυχής και με περιφρόνηση των παρόντων σπούδασε πώς να έλθει σε αύξηση η ευσέβεια και η ορθοδοξία, αν και ο βασιλιάς Κωνστάντιος ήταν αντίθετος, όσο κανείς άλλος, επειδή ήταν Αρειανιστής. Όταν μία φορά φοβέρισε ο βασιλιάς να κόψει το δεξί χέρι του αγίου, αν δεν δώσει το ψήφισμα που έγινε από τον μεγάλο Μελέτιο, ο άγιος άπλωσε και τα δύο του τα χέρια, θέλοντας να δείξει ότι μετά χαράς δέχεται και των δύο την εκκοπή, παρά να προδώσει το ζητούμενο ψήφισμα, και μαζί με εκείνο να προδώσει και την ευσέβεια. Αυτόν τον άγιο πατέρα μας Ευσέβιο, μετά τον Κωνσταντίνο και Ιουλιανό, εξόρισε ο Ουάλης από τον θρόνο του και τον καταδίκασε να περπατά εξόριστος κατά τον ποταμό Δούναβη. Όταν πέθανε ο Ουάλης, επανήλθε ο άγιος στην επισκοπή του τα Σαμόσατα (που βρίσκονται στη Συρία πλησίον του Ευφράτη ποταμού, υπό τον Μητροπολίτη Εδέσσης, και που ονομάζονται κοινώς Σεμψάθ). Ύστερα δε από τους πολλούς αγώνες και νίκες όσες έκανε ο αοίδιμος ζώντας ακόμη υπέρ της ορθοδοξίας, αξιώθηκε να έχει και τέλος μαρτυρικό. Διότι μία γυναίκα κακόδοξη, η οποία φρονούσε την αίρεση του Αρείου, πήρε κεραμίδι από μία στέγη και την έρριψε εναντίον της κεφαλής του αγίου. Από το χτύπημα αυτό θανατώθηκε ο ιεράρχης του Χριστού. Προτού αποθάνει, συγχώρησε τη γυναίκα που τον φόνευσε, μιμούμενος τον Δεσπότη του Χριστό και τον πρωτομάρτυρα Στέφανο. Τελείται δε η σύναξή του και εορτή στον ναό του αγίου Ιωάννου, πλησίον Αρκαδιανών”.

(Από τον Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του αγιορείτου)

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος που ανέλαβε να διακονήσει την υμνολογική εν Εκκλησία προβολή του αγίου Ευσεβίου, στέκεται με απορία  ενώπιον της ασκητικής του διαγωγής καταρχάς -  απόρροιας της εκ νεότητος αγάπης του προς τον Κύριο – η οποία τον έφερε με τη χάρη του Θεού να γίνει ποιμένας της Εκκλησίας και να επιστεφθεί στο τέλος με το στεφάνι του μαρτυρίου. Η επί γης πορεία του δηλαδή ακολούθησε την εξής πορεία: από παιδί αγάπη προς τον Κύριο, ασκητική διαγωγή, ώστε να υποταγεί η σάρκα με τις άτακτες ορέξεις της στις δυνάμεις της ψυχής, ανάδειξη σε θείο κατοικητήριο, ανάληψη ποιμαντικής ευθύνης με προβολή της ορθόδοξης πίστης και καταδίκη της αρειανικής αίρεσης, μαρτυρικό τέλος με το οποίο επιστεγάστηκε η αγιασμένη αυτή πορεία. «Ήδη από τη νεότητά σου, παμμάκαρ, – σημειώνει συγκεκριμένα ο υμνογράφος – πυρπολούμενος από τον πόθο του Χριστού, υπέταξες τη σάρκα σου στις ιερές δυνάμεις της ψυχής και αποδείχτηκες ιερό σκεύος, οπότε διαποίμανες τον λαό με οσιότητα, όσιε, αφού χρίστηκες με το μύρο της ιερατικής χάρης»  (ωδή α´). «Το άγιον Πνεύμα σε προβάλλει ποιμενάρχη που καταστρέφει με τα φωτισμένα λόγια σου τη θολούρα των αιρετικών, σοφέ, και δείχνει την ορθή οδό με σαφήνεια σ᾽ αυτούς που την ακολουθούν κατά το θέλημα του Θεού, μέγιστε Ευσέβιε, φωστήρα των καρδιών μας» (ωδή α´).

Η από αγάπη προς τον Θεό πνευματική άσκηση του αγίου τον γέμισε, κατά τον άγιο Ιωσήφ, με όλες τις αρετές, οπότε δέχτηκε ως τελικό κόσμημά του το μαρτύριο. «Υπήρξες πράος και ανεξίκακος, ταπεινόφρων και μετριοπαθής και γεμάτος από θεία αγάπη, και κοσμήθηκες τελικά με το στεφάνι των μαρτύρων» (ωδή γ´). Δεν είναι παράδοξο λοιπόν ότι ο υμνογράφος θεωρεί το κεραμίδι που του πέταξε στο κεφάλι η αιρετική γυναίκα ως το στεφάνι της όλης πορείας του. «Το κεραμίδι, Ευσέβιε, μάρτυρα Κυρίου, αμέσως έγινε στο κεφάλι σου στεφάνι» (στίχοι συναξαρίου).  Ο άγιος υμνογράφος εν προκειμένω μάς υπενθυμίζει την αλήθεια που προβάλλει ο απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή το κατά Χριστόν μαρτύριο συνιστά ιδιαίτερη χάρη του Κυρίου, είναι ακριβώς το στεφάνι του. «Ἡμῖν ἐχαρίσθη οὐ μόνον τό εἰς Αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ Αὐτοῦ πάσχειν». Κι αυτό σημαίνει: κανείς δεν εισέρχεται στο μαρτύριο απροϋπόθετα, στηριγμένος μόνο στις δικές του δυνάμεις. Χρειάζεται η ψυχή του ανθρώπου να είναι έτοιμη για τη χάρη του μαρτυρίου, δηλαδή πρέπει να έχει ασκηθεί κατά των παθών και υπέρ των αρετών. Ακόμη και στην περίπτωση που αιφνιδίως και χωρίς προετοιμασία φτάνει κανείς να μαρτυρήσει, όπως υπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις, εκεί πρέπει να σκεφτούμε ότι την εσωτερική προετοιμασία την είχε ο μάρτυρας με την καλή του προαίρεση και την αναζήτηση του Θεού, έστω κι αν εξωτερικά δεν φαινόταν κάτι τέτοιο.

Ο άγιος Ιωσήφ λοιπόν επιμένει στο θεμέλιο της ιερωσύνης και της όλης ποιμαντικής διακονίας, όπως και του ίδιου του χαρισματικού μαρτυρίου, δηλαδή τον πνευματικό εσωτερικό αγώνα. Δεν μπορεί να κατανοήσει την όλη δράση του αγίου Ευσεβίου, τους αγώνες του κατά των αρειανοφρόνων αιρετικών, την ανύστακτη φροντίδα του για την πνευματική τροφοδοσία των πιστών, χωρίς την προϋπόθεση του αγιασμού του ίδιου. «Ήσουν αφιερωμένος στους ύμνους, ιεράρχη, και στις δεήσεις προς τον Θεό, γι᾽ αυτό και κοίμισες τα πάθη σου και έτσι φάνηκες άγρυπνος φύλακας των πιστών» (ωδή ζ´). Θυμίζει η ζωή του αγίου Ευσεβίου με την όλη ποιμαντική δράση του, όπως μας το προσφέρει ο άγιος υμνογράφος, αυτό που διαπιστώνει ο μέγας πατέρας της Εκκλησίας και οικουμενικός διδάσκαλός της άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: πρέπει πρώτα να καθαριστεί κανείς ψυχικά κι έπειτα να βοηθήσει στην κάθαρση των άλλων, πρέπει πρώτα να γίνει σοφός κι έτσι να προσφέρει σοφία, να γίνει φως και να φωτίσει, να πλησιάσει τον Θεό, για να φέρει σ᾽ Αυτόν τους άλλους, να αγιαστεί κι έπειτα να αγιάσει. «Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθάραι, σοφισθῆναι καί οὕτω σοφίσαι, γενέσθαι φῶς καί φωτίσαι, ἐγγίσαι Θεῷ καί προσαγαγεῖν ἄλλους, ἁγιασθῆναι καί ἁγιάσαι».

21 Ιουνίου 2022

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ: "ΑΣ ΜΕΝΟΥΜΕ ΠΙΣΤΟΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ"

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

ΘΕΜΑ: «ΤΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

ΚΑΙ ΟΙ ΨΕΥΔΟΠΡΟΦΗΤΕΣ»

Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,

Μία εβδομάδα μετά την Εορτή της Πεντηκοστής, κατά την οποία φανερώθηκε η Εκκλησία του Χριστού στον κόσμο, τιμούμε τα γεννήματα αυτής της «καινής κτίσεως» της Χάριτος, της Εκκλησίας δηλαδή, που είναι όλοι οι ‘Αγιοι του Θεού, οι αληθινά Πνευματοφόροι άνθρωποι.

Το Πανάγιο Πνεύμα είναι η πηγή της Αγιότητος και όλων των χαρισμάτων. Χαρίζει την θεοποιό Χάρη ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου «καθώς βούλεται». Κατά τους θεοφόρους Πατέρες η εργασία των εντολών και η προσευχή είναι αιτίες χορηγήσεως της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. «Κατ’ αναλογίαν της εργασίας των εντολών», γράφει ο ‘Αγιος Μάρκος ο Ασκητής, όχι οι ακροατές, αλλά οι ποιητές του νόμου θα γίνουν κατοικητήρια του Παναγίου Πνεύματος. Κατά την διδασκαλία των Αγίων, αυτό στο οποίο μπορούμε να μετάσχουμε δεν είναι η ουσία του Θεού, αλλά η ενέργεια. Αυτή η ενέργεια ονομάζεται θεοποιός Χάρη, Φως και Πνεύμα Θεού και οδηγεί τον άνθρωπο στην θέωση. Οι ταπεινοί γίνονται αποδέκτες της Χάριτος του Θεού. Μόνον αυτοί μπορούν να αποφανθούν μετά βεβαιότητος για τα παρόντα και τα μέλλοντα, να διακρίνουν πού υπάρχει αλήθεια και πού το ψεύδος. Οι ‘Αγιοι και θεόπτες των χαρισμάτων δεν κομπάζουν, αλλά ταπεινώνονται ακόμη περισσότερο μετά την θεία Επίσκεψη. Αντίθετα, οι στερούμενοι της Χάριτος είναι ψευδοπροφήτες, πλανώντες και πλανώμενοι, λύκοι βαρείς μη φειδόμενοι των λογικών προβάτων της Εκκλησίας και διακατέχονται από πνεύμα υπερηφανείας και κενοδοξίας. Το φαινόμενο αυτό των ψευδοαγίων υπάρχει σε κάθε εποχή.

Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός έδωσε πολλούς και μεγάλους προφήτες. Όπως παρατηρεί ο σοφός Σολομώντας, η Σοφία του Θεού κατά καιρούς μεταβαίνοντας σε όσιες ψυχές κατασκευάζει φίλους Θεού και προφήτες. Όμως ταυτόχρονα παρουσιάσθηκαν και πολλοί ψευδοπροφήτες στον λαό του Ισραήλ. Ήδη από την αρχή ο Κύριος προειδοποίησε τον λαό Του γι’ αυτούς και έδωσε ως χαρακτηριστικό σημάδι αναγνωρίσεώς τους την παρέκκλιση από την αληθινή πίστη. Οι ψευδοπροφήτες δεν μιλούσαν «από στόματος Κυρίου», αλλά «από καρδίας αυτών». Δεν τους απέστελλε ο Θεός και αυτοί έσπευδαν να προφητεύουν, δεν λαλούσε προς αυτούς ο Θεός και αυτοί προφήτευαν. Για να αρέσουν και να γίνουν αποδεκτοί χρησιμοποιούσαν την κολακεία. Ενώ έβλεπαν ότι ο λαός είχε απωθήσει τον λόγο του Κυρίου, του προφήτευαν ότι θα απολαμβάνει πραγματική ειρήνη. Αποτέλεσμα ήταν να εξαπατούν τον λαό με τις ψευδείς προφητείες τους και να τον οδηγούν στην καταστροφή. Γι’ αυτό στο τέλος καταντροπιάζονταν, γίνονταν καταγέλαστοι και έπεφταν σε τέλεια καταφρόνηση και ανυποληψία από τον λαό. Εμφανίζονταν «ως αλώπεκες εν ταις ερήμοις». Δηλαδή όπως οι αλεπούδες αγαπούν να κυκλοφορούν σε έρημα μέρη, έτσι και οι ψευδοπροφήτες εμφανίζονταν κατ’ εξοχήν σε εποχές κατά τις οποίες ο λαός λόγω της ασέβειας και της αμαρτίας είχε ερημωθεί από την θεία Χάρη και προστασία.

Στην Καινή Διαθήκη ομοίως «πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον». Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ήδη από την αρχή του κηρύγματός Του, στην επί του Όρους Ομιλία, εφιστά την προσοχή των πιστών αναφορικά με τους ψευδοπροφήτες, οι οποίοι έρχονται προς αυτούς με ενδύματα προβάτων, αλλά από μέσα είναι άρπαγες λύκοι. Τα αμαρτωλά έργα τους αποτελούν τρανές αποδείξεις ότι δεν είναι δοχεία της Χάριτος του Θεού. Μάλιστα ο Χριστός έχει προφητεύσει ότι όσο θα περνούν τα χρόνια και θα πληθαίνει η ανομία, θα αυξάνονται οι ψευδοπροφήτες και πολλούς θα παρασύρουν στις πλάνες τους. Χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι να δημιουργούν στην Εκκλησία διχοστασίες και σκάνδαλα, να ενεργούν αντίθετα προς την διδαχή της παραδόσεως της Εκκλησίας, να μην υπηρετούν τον Κύριο, αλλά τα προσωπικά τους συμφέροντα και να χρησιμοποιούν τα κολακευτικά και ευγενικά λόγια για να εξαπατήσουν τις καρδιές των αγαθών ανθρώπων. Με ένα λόγο οι ψευδοπροφήτες και όλοι γενικά οι πλανεμένοι άνθρωποι είναι τα ζιζάνια που φύτευσε ο διάβολος στον αγρό του Κυρίου για να μην τελεσφορήσει το έργο της θείας Οικονομίας για την σωτηρία των ανθρώπων.

Στην σημερινή εποχή πλήθυναν οι εντός της Εκκλησίας ψευδοπροφήτες, οι οποίοι έχουν παρασύρει έναν αριθμό πιστών και κινδυνεύουν να καταλήξουν σε σχίσμα ή αίρεση. ‘Αλλοι από αυτούς έχουν αυτοδιορισθεί διδάσκαλοι και μελλοντολόγοι και ταράσσουν τους πιστούς με διάφορες κινδυνολογίες. ‘Αλλοι παρερμηνεύουν λόγια συγχρόνων ή και παλαιοτέρων Αγίων και τα παρουσιάζουν σύμφωνα με τον δικό τους τρόπο σκέψης. ‘Αλλοι αναφέρονται σε ανώνυμους γέροντες ή γερόντισσες που βρίσκονται εν ζωή, οι οποίοι προφητεύουν επικείμενες καταστροφές και πολέμους και αρκετές φορές μάλιστα θέτουν και συγκεκριμένες ημερομηνίες, και όταν δεν πραγματοποιηθούν, αντί να σιωπήσουν από ντροπή, δεν χάνουν την διάθεσή τους, αλλά θέτουν εκ νέου άλλες ημερομηνίες. ‘Αλλοι επίσης εμφανίζουν ιερά αντικείμενα που δακρύζουν, αιμορροούν και παρουσιάζουν διάφορα άλλα έκτακτα και θαυμαστά φαινόμενα.

Ασφαλώς η Εκκλησία αναμφισβήτητα αποδέχεται και τα άγια αντικείμενα και τις άγιες Εικόνες και την εκδήλωση ποικίλων φαινομένων της θείας Χάριτος διά μέσου αυτών, όμως χρειάζεται επίσης πολλή προσοχή και διάκριση, ιδίως στην εποχή μας, στην οποία, με την κυριαρχία του διαδικτύου, τέτοιες καταστάσεις προβάλλονται ταχύτατα και γίνονται αμέσως γνωστές. Ο μεγάλος Άγιος και προφήτης των ημερών μας, ο γέροντας Πορφύριος, παρατηρούσε ότι «αυτά τα σημεία… δεν είναι όλα θεϊκά. Μερικά απ’ αυτά τα προκαλεί ο διάβολος μέσω των ανθρώπων. Χρειάζεται προσοχή». Γι’ αυτό είναι ανάγκη να είμαστε πολύ προσεκτικοί σε ανάλογες περιπτώσεις, μήπως πίσω από αυτές δεν βρίσκεται το χέρι του Θεού, αλλά ο πονηρός και άνθρωποι που διακατέχονται από πνεύμα πλάνης και διάθεση αυτοπροβολής, αυτόκλητοι σωτήρες, που δεν υπηρετούν το θείο θέλημα, αλλά το ίδιον συμφέρον.

Έχοντας αυτά υπ’ όψιν εφιστούμε την προσοχή των πιστών της Εκκλησίας μας – να μην παρασύρονται από τους διαφόρων ειδών πλάνους και αγύρτες και ψευδοπροφήτες, οι οποίοι τους αποσπούν από τον κύριο σκοπό τους, την πρόοδο στην ορθόδοξη πίστη και την πνευματική ζωή, και στρέφουν την προσοχή τους σε αρρωστημένες καταστάσεις και σε δραστηριότητες και ενασχολήσεις που δεν ωφελούν σε τίποτε, αλλά μάλλον προξενούν θόρυβο και ταραχή και σκανδαλισμό και σχίσιμο του αρράφου χιτώνος της Εκκλησίας, δηλαδή του Χριστού.

Ας μένουμε πιστοί στην παράδοση που έχουμε παραλάβει μέσα στην Εκκλησία μας, ας αποφεύγουμε όσους αυτοαπομονώνονται και ας τιμούμε και υπακούμε στους Ποιμένες και Επισκόπους της Εκκλησίας μας, οι οποίοι αγρυπνούν υπέρ ημών, και ας επιδιώκουμε προ πάντων «τα της ειρήνης και τα της οικοδομής της εις αλλήλους», για να αναπαύεται μέσα μας η Χάρη του Αγίου Πνεύματος – του Πνεύματος της Αληθείας, της Ειρήνης και της Ενότητος. Αμήν».

Ο ΤΡΕΛΛΟΣ ΚΙ Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ…

«Κάποτε πήγαν στον όσιο Παΐσιο τον Αγιορείτη έναν άνθρωπο που βρισκόταν σε ψυχική κρίση για να τον βοηθήσει και τους είπε να τον πάνε πρώτα στο ψυχιατρείο να του σφίξουν λίγο τις βίδες και μετά να τον φέρουν να συζητήσουν. Διότι με τον τρελλό σε κρίση, όπως και με τον μεθυσμένο, δεν μπορείς να συνεννοηθείς αν δεν πιει έναν καφέ να ξεμεθύσει» (Οσίου Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Ι. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Μήλεσι 2007).

Υπήρχαν κάποιοι συνάνθρωποί μας που τους οσίους Γέροντες της εποχής μας, σαν τον όσιο Παΐσιο, τους θεωρούσαν ως «πανάκεια» για κάθε νόσο και κάθε αρρώστια, είτε σωματική είτε ψυχική, μία κολυμβήθρα του Σιλωάμ, θα λέγαμε, που θα πει ότι τους αντιμετώπιζαν σχεδόν ακριβώς όπως τον Ιησού Χριστό. Και ναι μεν οι άγιοι πράγματι αποτελούν μία συνέχεια του Ιησού Χριστού, όπως και κάθε πιστός από τη στιγμή μάλιστα που βαπτίζεται και γίνεται μέλος Εκείνου, όμως άλλο πράγμα είναι η αγιοσύνη τους και άλλο η εν τω κόσμω τούτω, και ενόσω ζουν, θεωρούμενη παντοδυναμία τους. Το κύριο γνώρισμα ενός αγίου που αγωνίζεται εν χάριτι να τηρεί τις άγιες εντολές του Θεού είναι η μεγάλη παρρησία που έχει ενώπιον του Θεού, η δύναμη δηλαδή της προσευχής του – χάριν αυτού επεμβαίνει τις περισσότερες φορές ο Θεός μας και για εμάς τους υπολοίπους – και όχι μία αυτόνομη παντοδυναμία του που λειτουργεί ως ένα «μαγικό ραβδί». Τι σημαίνει αυτό; Ότι και ένας άγιος μπορεί να προσεύχεται για έναν ταλαιπωρημένο συνάνθρωπό του, κι εδώ όσο ζει αλλά και μετά θάνατον ακόμη, και να μην εισακούεται η προσευχή του. Διότι η κρίση είναι του Θεού, ο Οποίος είναι ο μόνος που γνωρίζει σε όλο το πλάτος και το βάθος το κάθε πλάσμα Του και αν μία επέμβασή Του επομένως είναι για το καλό του ή όχι.

Πολύ περισσότερο μειώνεται η επέμβαση ενός αγίου, όταν διαπιστώνει ότι το πρόβλημα που του θέτουν οι άλλοι μπορεί να αντιμετωπιστεί εξ ολοκλήρου με ανθρώπινο τρόπο ή απαιτεί μία δευτερογενή δική του ενέργεια. Ιδιαιτέρως ο άγιος Παΐσιος ήταν αυτός που τόνιζε πως ποτέ ο Θεός δεν επεμβαίνει στα ανθρώπινα προβλήματα με άμεσο τρόπο, αν ο άνθρωπος δεν έχει εξαντλήσει όλες τις ανθρώπινες δυνατότητες που υφίστανται προς επίλυσή του. Κι αυτό γιατί το ανθρώπινο, η καταφυγή δηλαδή σε έναν συνάνθρωπο, π.χ. σε έναν ιατρό, είναι άλλος τρόπος δράσεως του ίδιου του Θεού – ο Θεός έδωσε την ιατρική στον άνθρωπο, όπως ο Ίδιος φώτισε και φωτίζει τους ανθρώπους ώστε να μπορούν να επιβιώνουν μέσα στο πλαίσιο των λεγομένων «δερματίνων χιτώνων» σ’ αυτόν τον δύσκολο και πεσμένο στην αμαρτία κόσμο. Λοιπόν, όπου ο άνθρωπος μπορεί να καταφύγει στον συνάνθρωπό του, δηλαδή σε ό,τι έχει κτιστεί συν Θεώ ως ανθρώπινος πολιτισμός, εκεί ο Θεός χαίρεται να «αποσύρεται». Αυτό δεν μας έμαθε και η ενσάρκωσή Του; Έγινε άνθρωπος ο Θεός για να μας σώσει, χωρίς να προβεί σε μία άμεση «μαγική» κίνησή Του – η ταπείνωση είναι ο δρόμος Του και σ’ αυτήν την ταπείνωση πάντοτε επαναπαύεται.

Από την άποψη αυτή κατανοούμε τα λόγια του μεγάλου οσίου Γέροντα: χρειάζεται καταφυγή στην επιστήμη για έναν που είναι σε ψυχική κρίση, εν προκειμένω κλείσιμο σε ψυχιατρείο ώστε να «σφιχτούν λίγο οι βίδες», κι έπειτα μία δική του ίσως επέμβαση μέσω διαλόγου που απαιτεί ένα μίνιμουμ ψυχικής ισορροπίας. Γι’ αυτό φέρνει και το παράδειγμα με τον μεθυσμένο άνθρωπο: όσο βρίσκεται υπό την επήρεια του αλκοόλ, καμία συζήτηση δεν μπορεί να υπάρξει. Αν όμως ξεμεθύσει, πίνοντας κάποιους καφέδες, τότε μπορεί να του μιλήσει και ο άλλος με κάποια καθαρότητα να τον καταλάβει. Πρόκειται για την παρόμοια κατάσταση που αντιμετώπισε ο όσιος με έναν νεαρό. Ταραγμένος ο νεαρός που τον επισκέφτηκε του ζήτησε να τον εξομολογήσει και να τον καθοδηγήσει. Και η απάντηση του οσίου πράγματι ήταν εξόχως λογική και διακριτική: στην κατάσταση που είσαι έτσι ταραγμένος, και να σου μιλήσω δεν πρόκειται να με ακούσεις και να με καταλάβεις. Πήγαινε, βρες πρώτα έναν πνευματικό, κι αφού εξομολογηθείς και λίγο ησυχάσεις τότε μπορεί να συντονιστούμε. Και για να χρησιμοποιήσουμε κι ένα άλλο παράδειγμα: τι νόημα έχει να θελήσουμε να κάνουμε τραπέζι σ’ ένα καλό εστιατόριο σε άνθρωπο που βρίσκεται με γαστρορραγία; Πρώτα πρέπει να οδηγηθεί σε νοσοκομείο κι έπειτα αφού φτιαχτεί το στομάχι του να απολαύσει ίσως το καλό φαγητό.

Το θέμα που τίθεται από τον όσιο είναι τεράστιο: η ψυχική ισορροπία ως στάση ανθρώπου που μπορεί να λειτουργεί με έναν κοινά αποδεκτό τρόπο κατά τα δεδομένα των περισσοτέρων ανθρώπων, συνιστά προϋπόθεση για την ύπαρξη της πνευματικής χριστιανικής ζωής. Ένας τρελλός ή ένας μεθυσμένος, κατά τον άγιο, μπορεί να αγιάσει – ο Θεός τους αγαπά και τους δύο υπέρμετρα – αφού όμως λίγο βοηθηθούν για να κατανοούν τη γύρω τους πραγματικότητα, τον εαυτό τους και τους άλλους. Διαφορετικά και οι δύο κυμαίνονται σε επίπεδα εκτός εαυτού. Το «εις εαυτόν ελθών» της παραβολής του ασώτου δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιείται από τον ίδιο τον Κύριο ως πρώτος όρος για να υπάρξει η μετάνοια, η οποία παίρνει την οριστική μορφή της με το «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου». Άνθρωπος εκτός εαυτού δηλαδή βρίσκεται έξω από την «εμβέλεια» και του ίδιου του Θεού – άλλη είναι η θεραπευτική εκεί προσέγγισή του από τον Ίδιο. Έχουμε την εντύπωση πως αυτό είχε υπ' όψιν του και ο απόστολος Παύλος, όταν προέτρεπε τους χριστιανούς να μην επιμένουν να μεταστρέψουν έναν αιρετικό άνθρωπο: «μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού!» Γιατί; Διότι «εξέστραπται ο τοιούτος» - έχει εκτραπεί, δεν είναι ο εαυτός του. Κι είναι αυτό που πρέπει να λαβαίνουμε σοβαρότατα υπ’ όψιν μας σε όλες τις σχέσεις μας, πολύ περισσότερο μέσα στον χώρο της εκκλησιαστικής ζωής. Η σοφή διακριτικότητα του αγίου Παϊσίου πρέπει να μας καθοδηγεί και στο συγκεκριμένο σημείο.    

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΤΑΡΣΕΥΣ

«Ο άγιος Ιουλιανός καταγόταν από τα Ανάζαρβα, τη δεύτερη επαρχία της Κιλικίας, και ήταν γιος κάποιου βουλευτή, ενώ η μητέρα του ήταν χριστιανή. Από τη μητέρα του έμαθε την κατά Χριστόν ευσέβεια, γι’ αυτό και με επιμονή μελετούσε τις θείες Γραφές. Δεκαοκτώ ετών κατηγορήθηκε ως χριστιανός και οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Μαρκιανό, ο οποίος τον πρόσταξε να θυσιάσει στα είδωλα. Επειδή εκείνος αμέσως αρνήθηκε, δέχτηκε βασανισμούς και κτυπήματα σε όλα τα μέρη του σώματός του. Έπειτα τον έκλεισαν στη φυλακή, όπου τον επισκέφτηκε η μητέρα του, η οποία τον συμβούλεψε να μείνει σταθερός στην πίστη του και να πεθάνει για τον Χριστό αν χρειαστεί. Η επιμονή του εξόργισε τον ηγεμόνα που έδωσε εντολή να κλειστεί σε ένα σάκκο γεμάτο από άμμο που μέσα είχαν βάλει δηλητηριώδη ερπετά και άλλα είδη φιδιών και να τον ρίξουν στο μέσο της θάλασσας. Με τον τρόπο αυτό δέχτηκε το στεφάνι του μαρτυρίου. Τον μάρτυρα Ιουλιανό τίμησε με εγκώμια και ο μέγας Χρυσόστομος».

Δεν είναι τυχαίο ότι ο μέγας Πατέρας της Εκκλησίας άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος θεώρησε τιμή του να εγκωμιάσει τον άγιο μάρτυρα του Χριστού Ιουλιανό τον Ταρσέα, πολύ περισσότερο που επρόκειτο για νεαρό παλληκάρι μόλις δεκαοκτώ ετών. Δεν είχε ξεκινήσει καν τη ζωή του δηλαδή ο Ιουλιανός και βρέθηκε να εμπνέεται από τη Σοφία των αιώνων, τόσο που ο μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας Ιωάννης μοναχός τον χαρακτηρίζει ως «στήλη που είχε την πνοή κάθε αρετής» (ωδή η΄). Κι αυτό σημαίνει ότι η φρόνηση και η σοφία στον άνθρωπο «δεν μετριέται με τον αριθμό των χρόνων της ζωής του» αλλά με την πίστη του στον Θεό  και τη θερμή αγάπη του προς Αυτόν. «Αποστάζει ευωδιαστό μύρο η σεβαστή και ένδοξη μνήμη σου, στρατιώτη του Χριστού» φωνάζει ο υμνογράφος, «κι εμείς που σε δοξολογούμε στεφόμαστε μαζί σου από άρρητη και ουράνια δόξα» (ωδή ζ΄) – μνημονεύουμε τον Ιουλιανό και γεμίζουμε από άρωμα και δόξα! Γι’ αυτό και η θέση του στην Εκκλησία είναι «του φωτεινού ήλιου που καταυγάζει τον κόσμο όλο, ενώ απομακρύνει τα σκοτάδια της αθεΐας» (στιχ. εσπ.).

Μυημένος στη χριστιανική πίστη από την αγία μητέρα του ο μάρτυρας, η οποία τον παρότρυνε όπως είδαμε να μείνει σταθερός στην πίστη του έως θανάτου – πώς μας θυμίζει τη μητέρα του νεαρού μάρτυρα επίσης από τους αγίους Σαράντα στη λίμνη της Σεβαστείας! – στέκεται ενώπιον του ηγεμόνα σαν λιοντάρι. Όχι μόνο δεν πτοείται, αλλά όσο μεγαλώνουν τα βασανιστήρια τόσο αυξάνει και η πνευματική και ψυχική δύναμή του. Ο άγιος υμνογράφος περιγράφει εξαίσια το τι συνέβη στην παράστασή του αυτή. «Στεκόσουν μπρος στο τυραννικό βήμα, μάρτυς Χριστού Ιουλιανέ, σαν να βρισκόσουν μπροστά στον Κριτή των ζώντων και των νεκρών» (ωδή γ΄). Και τι λέει στον «φρενοβλαβή δικαστή»; «Δεν μας έδωσε εντολή ο Θεός να λατρεύουμε λιθάρια και έργα ανθρωπίνων χεριών». «Εγώ ομολογώ την πίστη μου στην αγία Τριάδα, γιατί δεν είμαι άφρων» (ωδή γ΄) – μόνον ο άφρων άνθρωπος μπορεί να διαγράφει τον Θεό από τη ζωή του και να λατρεύει είδωλα.

Πού έβρισκε τη δύναμη αυτή ο νεαρός Ιουλιανός για να στέκεται έτσι; Μήπως ήταν η νεότητα που τον είχε συνεπάρει, όπως βλέπουμε συχνά σε νεαρούς που προβαίνουν σε «αποκοτιές»; Όχι, επισημαίνει ο άγιος ποιητής. «Δεν ήταν η ρώμη της νεότητάς του που τον έκανε νικητή της δεισιδαίμονος πλάνης, αλλά ο αήττητος πόθος για τα πάθη του Χριστού» (ωδή δ΄). Τον Χριστό και μάλιστα Εσταυρωμένο έβλεπε ενώπιόν Του αδιάκοπα ο νεαρός μάρτυς, κι «Αυτόν επιθυμούσε να μιμηθεί σε όλα» (ωδή ε΄). Και μάλιστα μέσα στα μαρτύρια ευρισκόμενος «σαν άκακο αρνί κι αυτός όπως ο Κύριος» (ωδή ε΄) «δεν ένιωθε τους πόνους, γιατί φυλασσόταν από τον πόθο του Χριστού» (ωδή δ΄). Και τι συμβαίνει; «Μετά τα πρώτα βασανιστήρια με μεγαλύτερη δύναμη σαν λιοντάρι καλούσε τους τυράννους με νήφουσα κραυγή να μετανοήσουν και να υμνολογήσουν και αυτοί τον αληθινό Θεό» (ωδή η΄).

Τον ρίξανε μαζί με δηλητηριώδη φίδια μέσα σε σάκκο στη θάλασσα κι εκεί τελειώθηκε μαρτυρικά. Μα η τελείωσή του αυτή ήταν νίκη του «κι απέναντι στον αλαζόνα αρχέκακο δράκοντα διάβολο ως πολύμορφο φίδι» (κάθισμα όρθρου, ωδή θ΄), αλλά «κι απέναντι στην υπερηφάνεια του τυράννου» (ωδή θ΄). Έτσι γίνεται πάντοτε, όπως το βλέπουμε στον Σταυρό του Κυρίου: θεωρείσαι ότι ηττήθηκες, αλλά η «ήττα» σου αυτή συνιστά τη μεγαλύτερη νίκη απέναντι σε όλες τις αντίθεες δυνάμεις, αισθητές και υπεραισθητές. Γιατί η «ήττα» αυτή ως καρπός υπακοής στο θέλημα του Θεού και αγίας ταπείνωσης επισύρει πλούσια την παντοδύναμη χάρη Εκείνου. Ο Θεός βεβαίως δεν άφησε τον άγιο στα βάθη της θάλασσας. «Το Πνεύμα του Θεού τον έφερε στην ξηρά, όπου μία αγία χριστιανή γυναίκα φωτίστηκε και κατάλαβε τι συνέβαινε. Υποδέχτηκε το λείψανο και το ενταφίασε με τον πρέποντα τρόπο» (στιχ. εσπ.). Έκτοτε πολλά τα σημεία και τα θαύματα που επιτελεί ο άγιος Ιουλιανός, και με την επίκλησή του και με τη σκόνη ακόμη των λειψάνων του (στιχ. εσπ., ωδή ς΄).

20 Ιουνίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΤΑΡΩΝ

«Αυτός ο μακάριος ανέθεσε τον εαυτό του από την παιδική του ηλικία στον Θεό, γι᾽ αυτό και έγινε θείο σκεύος και δοχείο του αγίου Πνεύματος. Έλαβε την ιερωσύνη από τη θεία χάρη, με το θέλημα του Θεού, και ποίμανε καλώς και θεοφιλώς το ποίμνιο που του εμπιστεύτηκε η Εκκλησία, καταφωτίζοντας με λόγια παράκλησης το πλήρωμα της Εκκλησίας. Όταν είδε να διαχέεται η πλάνη του Ωριγένη, σαν άριστος ποιμένας την κατέφλεξε με τη θεία φλόγα, διαλύοντας έτσι τη θολούρα και τη μανία του σκοταδιού με τη σοφία των λόγων του και τη θεία χάρη. Η αστραπή μάλιστα των λόγων του και η σάλπιγγα της γνώσης έφτασε σε όλη τη γη. Γι᾽ αυτό, μη υποφέροντας ο εχθρός την παρρησία και την αντιρρητική δύναμη των λόγων του μεγάλου αυτού, οπλίζει τους υπηρέτες του για την εξόντωσή του. Αυτός δε αφού ντύθηκε πριν από το μαρτύριο τη ζωηφόρο νέκρωση, με αποτομή διά ξίφους της κεφαλής του, μετατέθηκε προς την καλύτερη ζωή. Πρώτα μεν ιερουργώντας τον αμνό του Θεού, ύστερα δε θυσιαζόμενος, οδηγήθηκε στον Χριστό ως ζωντανή θυσία. Γι᾽ αυτό και κατακοσμήθηκε με διπλούς στεφάνους ο γενναίος υπερασπιστής της αλήθειας. Κι αφού έλαβε το τέλος με μαρτυρικά αίματα, αναπαύτηκε αιώνια.

Αυτός ο θείος πράγματι ιερέας του Θεού και μάρτυρας μάς άφησε συγγράμματα της φιλοπονίας του, που είναι γεμάτα από κάθε γνώση και ωφέλεια. Αλλά και για τα μέλλοντα με μεγάλη σαφήνεια προφήτευσε και προανήγγειλε καθαρότατα, για τις εναλλαγές των βασιλειών και τις μεταβολές και τις αλλαγές τους, και για τις επεκτάσεις εθνών και τις ερημώσεις χωρών και τόπων και τους αφανισμούς. Για ορθοδόξους και αιρετικούς βασιλείς και για τη συντέλεια του κόσμου, και για τον Αντίχριστο και τη βασιλεία του, και για τον αφανισμό και την πανωλεθρία κάθε ανθρώπου. Όλα αυτά σαφέστατα ο θείος αυτός άνδρας τα προφήτευσε».

Ο υμνογράφος άγιος Θεοφάνης για μία ακόμη φορά αφορμάται από το όνομα του αγίου, προκειμένου να το αξιοποιήσει από πλευράς πνευματικής. Το όνομα του αγίου λειτουργεί κατ᾽ αυτόν με τρόπο που υπενθυμίζει τη μέθοδο που πρέπει να ακολουθεί κανείς για τη σωτηρία του, δηλαδή για να οδεύει τον δρόμο της αρετής που οδηγεί προς τον Θεό. «Η μνήμη σου, Ιεράρχα Μεθόδιε, που φέρνει σε εμάς την οδό της σωτηρίας, έφτασε με λαμπρότητα» (στιχηρό εσπερινού). «Δίδαξέ με, μακάριε μύστη, τη μέθοδο της αρετής» (ακροστιχίδα κανόνα).  Κι αυτό συμβαίνει, κατά τον άγιο υμνογράφο, διότι ο άγιος Μεθόδιος με τους λόγους του, αλλά και με το μαρτύριό του φώτισε το πλήρωμα της Εκκλησίας, διαλύοντας το σκοτάδι της πολυθεΐας, κι έφτασε στο αιώνιο φως της Βασιλείας του Θεού. Συνεπώς η ζωή του η ίδια συνιστά την ορθή μέθοδο που ακολουθώντας την κανείς εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού (στιχηρό εσπερινού).

Ο υμνογράφος επιμένει ιδιαιτέρως στη διπλή θυσία που πρόσφερε στον Θεό ο άγιος Μεθόδιος. Πρώτα πρόσφερε ως ιερέας τις αναίμακτες θυσίες στον Θεό κι έπειτα ολόκληρο τον εαυτό του διά του μαρτυρίου (κάθισμα όρθρου). Γι᾽ αυτό και τονίζει ο Θεοφάνης ότι άστραψε με δύο στεφάνια ο άγιος Μεθόδιος: με το στεφάνι της ιερωσύνης και με το στεφάνι του μαρτυρίου. «Έχοντας ως κόσμημα το στεφάνι του μαρτυρίου και το μύρο της ιερωσύνης, μακάριε, και με τα δύο άστραψες» (ωδή α´). Προβαίνει όμως ο άγιος υμνογράφος σε μία πολύ σημαντική παρατήρηση, αναφερόμενος στις αναίμακτες θυσίες λόγω της ιερωσύνης του. Ο άγιος Μεθόδιος δεν λειτουργούσε ως ιερέας με έναν τρόπο τυπικό και επιφανειακό. Το πρώτο θυσιαστήριο, πάνω στο οποίο πρόσφερε την αναίμακτη θυσία, ήταν η ίδια η καρδιά του. «Είχες κάνει ωραίο θυσιαστήριο την καρδιά σου, ιερουργέ, και πάνω σ᾽ αυτό πρόσφερες τις αναίμακτες θυσίες στον Θεό» (κάθισμα όρθρου). Με άλλα λόγια ο άγιος Μεθόδιος είχε ως πρώτη αγία Τράπεζα για να λειτουργεί στον Θεό την ίδια την καρδιά του, γεγονός που σημαίνει ότι ο ιερέας αν τη θυσία που επιτελεί χάριτι Θεού δεν την επιτελεί καρδιακά, δεν είναι σωστός ιερέας. Η αλήθεια αυτή υπενθυμίζει αυτό που υπάρχει ως παράδοση στην πίστη μας, ότι δηλαδή σε περίπτωση που ελλείπει από κάπου αγία Τράπεζα αλλά υπάρχει ιερέας, το στήθος του ιερέα μπορεί να παίξει τον ρόλο της αγίας αυτής Τραπέζης. Πόσο ζωντανή και με αισθήματα καθιστά την πίστη μας μία τέτοια τοποθέτηση της θείας ιερουργίας σαν αυτή που προβάλλει ο άγιος Θεοφάνης για τον άγιο Μεθόδιο. Και βεβαίως είναι ευνόητο ότι μία τέτοια πυρακτωμένη καρδιά που λειτουργεί στον Θεό με τέτοιο τρόπο καταλήγει εύκολα και στη θυσία της ζωής, όταν συντρέξουν οι συνθήκες.

Ο Θεοφάνης συνεχίζει το παραπάνω σκεπτικό και με άλλο τρόπο. Η καρδιακή ιερουργία του αγίου Μεθοδίου αποδείκνυε ότι ο ίδιος είχε νεκρωθεί κατ᾽ άνθρωπον ως προς τις αμαρτίες του. Διότι βεβαίως κανείς δεν μπορεί να έχει τον Χριστό στην καρδιά του, αν δεν έχει εξορύξει από εκεί την αμαρτία. «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν», όπως είπε ο Κύριος. Έτσι ο άγιος Μεθόδιος ήδη ήταν νεκρωμένος και πριν από το μαρτυρικό τέλος του, είχε δηλαδή ενεργοποιηθεί σε αυτόν η εν Χριστώ ανάστασή Του – η νέκρωση της αμαρτίας συνιστά την ανάσταση μέσα μας του Χριστού – συνεπώς το μαρτύριό του ήταν η μετάθεσή του προς την αιώνια ζωή. «Ντύθηκες, πάτερ, τη ζωηφόρο νέκρωση πριν από το τέλος σου, και όταν αποτεμνόσουν την κεφαλή με το ξίφος κατά το μαρτύριό σου, μετατέθηκες, ένδοξε, προς ζωή απείρως καλύτερη από την εδώ» (ωδή ε´). Η επισήμανση αυτή του αγίου υμνογράφου παραπέμπει στο γνωστό ασκητικό λόγιο, που ηχεί λίγο παράδοξα, εκφράζει όμως τη βαθύτατη παραπάνω πνευματική αλήθεια: «Αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις, όταν πεθάνεις». Ο άγιος λοιπόν πριν ακόμη πεθάνει σωματικά, είχε πεθάνει ως προς την αμαρτία. Συνεπώς εν Χριστώ ήταν αναστημένος, κάτι που επιβεβαιώθηκε ακόμη περισσότερο και με το άγιο μαρτύριό του.

Ο άγιος Θεοφάνης όμως δεν μπορεί να μην αναφερθεί και στο κηρυκτικό έργο του αγίου ιερομάρτυρα. Ο άγιος Μεθόδιος υπήρξε χαρισματούχος δάσκαλος της Εκκλησίας, σε βαθμό τέτοιο μάλιστα, που ορισμένοι, υπερτονίζοντας το έργο του αυτό,  επιμένουν, λανθασμένα βεβαίως, ότι ήταν μόνον δάσκαλος και όχι ιερέας. Ως δάσκαλος όχι μόνο κήρυσσε με τον προφορικό λόγο, αλλά και με τον γραπτό. Μας άφησε μάλιστα και σπουδαία συγγράμματα, όπως ήδη αναφέρθηκε στο συναξάρι του. Το κήρυγμά του στρεφόταν τόσο κατά των αιρετικών, των οπαδών της πλάνης του Ωριγένη εν προκειμένω, όσο και στην προβολή της χριστιανικής πίστης και διδασκαλίας. Κατά τον υμνογράφο μας: «Είδες να διαχέεται η απάτη του Ωριγένη, κι επειδή ήσουν άριστος ποιμένας κατέφλεξες σύντομα όλη την αχλύ εκείνου με το θείο πυρ» (ωδή γ´). Ενώ: «κήρυξες την ορθόδοξη πίστη, πανσεβάσμιε, και δίδαξες το ποίμνιό σου»  (ωδή δ´). Και το κήρυγμά του αυτό ήταν «γλυκασμός ψυχωφελής που προέρχεται σαν από πηγή, η οποία ευφραίνει όλους τους μετόχους της και καταγλυκαίνει τα αισθητήρια της ψυχής» (ωδή δ´).

Βρίσκει μάλιστα την ευκαιρία ο άγιος Θεοφάνης να προβάλει έμμεσα το γνωστότερο έργο του αγίου Μεθοδίου, ο οποίος περισσότερο είναι γνωστός ως Μεθόδιος Ολύμπου, παρά Πατάρων, το «Συμπόσιον ή περί Παρθενίας», κατά αντιστοιχία προς το διάσημο έργο του αρχαίου Έλληνα φιλόσοφου Πλάτωνα «Συμπόσιον». Στο έργο αυτό ο άγιος, χωρίς να υποβαθμίζει τον γάμο, τονίζει όμως τη σπουδαιότητα της παρθενίας, κι αυτό έχοντας υπόψη του ο Θεοφάνης σημειώνει: «Το αξιοσέβαστο της παρθενίας και το κάλλος της αγνότητας τα έμαθες από την πείρα σου, ένδοξε, γι᾽αυτό με τη σοφία σου και τη χάρη των λόγων σου υποδεικνύεις σε όλους την ομορφιά αυτών και την αιώνια χαρμοσύνη τους» (ωδή γ´).

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 ῞Αγιος εἶναι ὁ μάρτυρας. Αὐτός πού ὁμολογεῖ (μαρτυρεῖ) τόν Χριστό ὡς Κύριο καί Θεό του («πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»), κυρίως ὅμως αὐτός πού Τόν ὁμολογεῖ (μαρτυρεῖ) μέ τίς πράξεις τῆς καθημερινότητάς του, τηρώντας τόν λόγο Του καί ζώντας τή Ζωή Ἐκείνου μέχρι θανάτου. Κι αὐτό γιατί σ᾽ ἕναν κόσμο πεσμένο στήν ἁμαρτία πού ὁ ἐγωϊσμός καί τό συμφέρον συνιστοῦν τήν προτεραιότητα, ἡ πιστότητα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ θεωρεῖται ἐλάττωμα πού πρέπει νά ἐξαφανιστεῖ. ῾Ο κόσμος τῆς ἁμαρτίας δέν ἀνέχεται τό διαφορετικό ἀπό αὐτόν. Τό διαφορετικό ἀποτελεῖ ἔλεγχο τῆς ἁμαρτίας του, γι᾽ αὐτό καί ἐπιδιώκει πάντοτε τόν ἐξαφανισμό του. Κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «πᾶς ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς καί οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ».

Ὁπότε ἅγιος καταρχάς εἶναι ὁ ὁμολογητής μάρτυρας πού ἔδωσε καί τή ζωή του γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ καί τό αἷμα του ἀποτέλεσε τή σφραγίδα  γνησιότητας τῆς πίστεώς του. Μία εἰκόνα τοῦ ἀπολυτικίου τῶν ἁγίων Πάντων μᾶς δίνει ποιητικά τήν ἀλήθεια αὐτή. «Ἡ Εκκλησία σου, Χριστέ, στολισμένη μέ τά αἵματα τῶν μαρτύρων σου ὅλου τοῦ κόσμου σάν μέ πορφύρα κι ἀκριβό μετάξι» («Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καί βύσσον τά αἵματα ἡ ᾽Εκκλησία Σου στολισαμένη...». Πορφυρό εἶναι τό χρῶμα τοῦ ἐνδύματος τῆς ᾽Εκκλησίας, λόγω τοῦ αἵματος τῶν μαρτύρων της, ὅπως τό πανάχραντο αἶμα τοῦ Χριστοῦ ἔβαψε τόν Σταυρό Του. Γι᾽ αὐτό καί τό μαρτύριο ἀποτελεῖ τή φυσιολογία τῆς Ἐκκλησίας. «Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν» εἶπε ὁ Χριστός.

Συνεπῶς ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος γιά τήν ᾽Εκκλησία εἶναι ἡ λεγόμενη ἐκκοσμίκευση: ἡ ᾽Εκκλησία (κατά τό ἀνθρώπινό της) νά συσχηματισθεῖ μέ τόν κόσμο, νά γίνει καί ἡ ἴδια κόσμος. Ἀποτέλεσμα; Ἀντί νά εἶναι τό ἅλας τῆς γῆς, νά χάνει τήν ἁλιστική δύναμή της, τή χάρη τοῦ Θεοῦ, καί «νά πετιέται καί νά ποδοπατιέται ἀπό τούς ἀνθρώπους»! Γι᾽ αὐτό καί οἱ ἅγιοι, τίς εἰρηνικές ἐποχές πού ὅλα φαίνονται ὅτι βαίνουν καλῶς, τίς θεωροῦν ὡς τίς πιό ἐπικίνδυνες καί καλοῦν τούς πιστούς σέ συνεχή ἐγρήγορση.

Ἡ ἐγρήγορση αὐτή, ἡ διαρκής δηλαδή ἔνταση νά τηρεῖ ὁ πιστός τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, προβάλλει τό ἄλλο μαρτύριο πού δέχεται ἡ Ἐκκλησία, αὐτό τῆς συνειδήσεως. Τό μαρτύριο τοῦ αἵματος δηλώνει ἀσφαλῶς τή γνησιότητα τῆς πίστεως, ἀλλά καί ὁ ἀγώνας νά βρίσκεται κανείς στήν Ὁδό  τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μικρότερο μαρτύριο – τέτοιο μάλιστα πού θεωρεῖται προϋπόθεση τοῦ πρώτου. Ἄς σκεφτοῦμε πόση προσπάθεια καί χάρη Θεοῦ ἀπαιτεῖται γιά νά ἔχει κανείς τήν καρδιά του ὁλοκληρωτικά στήν ἀγάπη στόν Θεό καί στόν συνάνθρωπο, ἰδίως τόν θεωρούμενο ἐχθρό! Ἴσως αὐτό νά ὑπερβαίνει καί τό μαρτύριο τοῦ αἵματος! Κι ὅμως αὐτό ζητάει ὁ Κύριος. «Φλέγομαι ἀπό τόν πόθο νά μαρτυρήσω γιά τόν Χριστό, εἶπε ἀρχάριος μοναχός σέ ἔμπειρο Γέροντα. - Ἄν τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ σηκώσης εὐχαρίστως τό βάρος τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, εἶναι σάν νά ρίχτηκες στήν κάμινο τῶν τριῶν Παίδων» (Γεροντικό).

 Μάρτυρας λοιπόν κατά τήν ᾽Εκκλησία ὁ κάθε πιστός: εἴτε πάντοτε τῆς συνειδήσεως εἴτε καί τοῦ αἵματος, ἄν τό ζητήσει ἡ ἐποχή. Ὁπότε ὁ κάθε πιστός εἶναι ἅγιος.