Ο προβληματισμός
του Γέροντα και των μοναχών
«Τι θα γίνει, Γέροντα,
με το νερό; Σκεφτήκατε κάτι;» Η αγωνία ήταν έκδηλη στο πρόσωπο του π. Σπυρίδωνα,
του δεύτερου στην τάξη στο μοναστήρι, αλλά και στα πρόσωπα των άλλων καλογέρων.
Ήταν συναγμένοι στη μικρή τραπεζαρία, είχαν αποφάει, αλλά δεν είχαν σηκωθεί. Το
πρόβλημα ήταν έντονο και όσο δεν βρισκόταν λύση, τόσο και το όνειρό τους
απομακρυνόταν. Ο Γέροντας είχε πει να καθίσουν και να συζητήσουν.
«Άλλη λύση από αυτήν που
είχαμε καταλήξει την προηγούμενη φορά δεν βλέπω», και τα ήρεμα μεγάλα μάτια του
σαν να σκοτείνιασαν λίγο. «Θα φωνάξουμε τους μηχανικούς, τους ειδικούς για το θέμα
αυτό, και ό,τι μας πουν εκείνοι. Ο κυρ-Αντρέας που τόσο τρέχει για τις ανάγκες
του μοναστηριού, μας βεβαιώνει ότι πρόκειται για καλούς ανθρώπους με καλή γνώση
του αντικειμένου τους. Έχουν πέσει «μέσα» τις περισσότερες φορές σε ό,τι έχουν
υποδείξει».
Οι μηχανικοί για τους
οποίους μιλούσαν ήταν ειδικοί στα θέματα της γεωλογίας, και μάλιστα για τη
συγκεκριμένη περιοχή. Είχαν μεγάλη πείρα, ήξεραν πολύ καλά τη διαμόρφωση του
εδάφους, μπορούσαν με σχετική ακρίβεια να υποδείξουν το σημείο που έπρεπε να
γίνει η γεώτρηση.
Αυτό ήταν το άμεσο
πρόβλημα του μοναστηριού. Είχαν συστήσει τη συνοδεία τους, χώρο όμως, όπως τον
ήθελαν και τον οραματίζονταν δεν είχαν. Το είχαν συζητήσει με τον Μητροπολίτη
τους, ο οποίος τους αγαπούσε υπερβαλλόντως – παντού διαλαλούσε το πόσο
ευεργετημένος από τον Θεό ένιωθε που έχει τέτοιους ανθρώπους στη Μητρόπολή του –
αλλά κι εκείνος δεν έβλεπε να υπάρχει κάτι που να καλύπτει τις ανάγκες τους. Φιλοξενούνταν προσωρινά σε χώρο που τους είχε παραχωρήσει
ένας ευσεβής κύριος, τελούσαν όλα τα καλογερικά τους καθήκοντα, δρούσαν
ιεραποστολικά στη Μητρόπολη, κι από κει και πέρα… κυνηγούσαν το όνειρό τους! Βρήκαν μετά από αρκετή αναζήτηση κάτι από το ποθούμενό
τους – είχαν υπάρξει και αρκετοί χορηγοί μάλιστα για να τους ενισχύσουν – είχαν
ξεκινήσει τα πρώτα κτίσματα, αλλά… χωρίς νερό πώς θα προχωρούσαν; Πώς θα ζούσαν
έπειτα εκεί; Υπήρχε βέβαια η λύση να αγοράζουν νερό. Μα ήταν ιδιαίτερα
δαπανηρή. Για να βάλουν σωλήνες ούτε… συζήτηση: το μοναστηράκι τους ήταν αρκετά
μακριά από την κατοικημένη περιοχή. Μονόδρομος η γεώτρηση.
«Γέροντα», πήρε τον λόγο
ο επί των οικονομικών της Μονής π. Μιχαήλ. «Αυτή η λύση της γεώτρησης είναι
μονόδρομος, όπως λέτε, αλλά είναι και μέσα στα πλαίσια των οικονομικών μας
δυνατοτήτων. Μπορούμε να τα καταφέρουμε. Μας βοηθάει πολύ και ο κόσμος».
«Τι λες εσύ, π. Πορφύριε;»
στράφηκε ο Γέροντας στον νεώτερο της συνοδείας. «Έχεις καμία ιδέα άλλη;»
Ο νέος καλόγερος σαν να
κοκκίνισε. «Γέροντα, να με συμπαθάτε», είπε συνεσταλμένα, «αλλά δεν πρέπει να
βοηθήσουν και οι άγιοι; Κάνουμε καθημερινά αυτό που μας έχετε πει τόσο καιρό
τώρα: προσευχόμαστε στον Κύριο και την Παναγία μας. Έχουμε πολλαπλασιάσει
μάλιστα τα κομποσχοίνια μας. Προσευχόμαστε ακόμη και σε όλους τους αγίους που
έχουμε διαβάσει ότι είχαν παρόμοιο πρόβλημα και ο Κύριος τούς βοήθησε να το
ξεπεράσουν. Σαν τον όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, αλλά και σαν τον Γέροντα
Πορφύριο, τον δικό μας, της εποχής μας. Κάτι δεν πρέπει να κάνουν κι αυτοί; Για
τη δόξα του Κυρίου και την υπακοή στο άγιο θέλημά Του βρισκόμαστε στο
μοναστήρι. Ας βοηθήσουν λοιπόν». Φαινόταν απογοητευμένος. Ίσως περίμενε λίγο
πιο… γρήγορη και άμεση την ανταπόκριση των αγίων.
Χαμογέλασε λίγο ο π.
Μεθόδιος, ο Γέροντας. «Πάτερ», είπε με συγκατάβαση και τα μάτια του χάιδεψαν
τον καλόγερο, «αγωνιζόμαστε για το ανθρώπινο – αυτό το νόημα έχει ο
προβληματισμός μας εδώ και η καταφυγή μας στα ανθρώπινα μέσα – αλλά εννοείται
ότι θα επιμένουμε στις προσευχές μας. Θα παρακαλούμε τον Κύριο, την Παναγία
μας, τους αγίους μας. Χωρίς αυτούς άλλωστε τι νόημα έχει η επιλογή μας να
γίνουμε καλόγεροι, αλλά και όλη η ζωή μας; Αλλά… μη βιάζεσαι. Δεν πρέπει να
έχουμε εμπιστοσύνη στο θέλημα του Κυρίου; Πόσες φορές έχουμε πει ότι η βιασύνη
όχι μόνο σε θέματα της πνευματικής ζωής, αλλά και στην καθημερινότητά μας δεν
οδηγεί συνήθως σε καλά αποτελέσματα; Πράγματι, κάνουμε πολύ καιρό τώρα
προσευχή. Ίσως όμως η απάντηση του Κυρίου να είναι αυτή: να καταφύγουμε απλώς
στα ανθρώπινα. Το ίδιο δεν συμβαίνει και με τις αρρώστιες; Παρακαλούμε τον
Κύριο, αλλά πηγαίνουμε και στον γιατρό. Κι η καταφυγή αυτή στον γιατρό είναι
μάλλον αυτή που θέλει ο Κύριος περισσότερο, γιατί είναι σημάδι ταπείνωσης.
Είναι σχεδόν αξίωμα στην πίστη μας: ό,τι γίνεται ανθρώπινα, ο Θεός δεν θέλει να
το κάνουμε… θαυματουργικά».
«Λοιπόν, τότε, Γέροντα»,
είπε και πάλι παίρνοντας τον λόγο ο δεύτερος π. Σπυρίδων. «Να ορίσουμε ένα
ραντεβού με τους μηχανικούς. Σε πρώτη φάση ίσως δεν χρειάζεται καν να
παρευρισκόμαστε κι εμείς. Θα είναι ο κύριος Ανδρέας, ο οποίος θα τους οδηγήσει
στην περιοχή μας, θα τους δείξει τα όριά μας, κι από κει και πέρα ό,τι μας
πουν».
«Να ’ναι ευλογημένο»,
σηκώθηκε ο Γέροντας. «Ας πάμε για το απόδειπνο και ας παρακαλέσουμε πιο έντονα
και καρδιακά τους αγίους μας. Σίγουρα δεν θα μας αφήσουν έτσι».
Ο όσιος
«Κύριε», είπε ο δούλος
του Θεού Αθανάσιος, κι έλαμψε πιο πολύ το πρόσωπό του, καθώς ενατένιζε τον
λατρευτό Του Κύριο. «Κύριε, οι δούλοι Σου απευθύνονται και σε μένα για την
εύρεση νερού. Δεν είναι τυχαίο αυτό: το ξέρεις πως κι εγώ όταν ήμουν στον
κόσμο, κει πάνω στον ευλογημένο Άθωνα, το Περιβόλι της Υπεραγίας Μητέρας Σου,
το είχα αντιμετωπίσει. Τους καταλαβαίνω απόλυτα. Το νερό είναι πρώτης ανάγκης.
Και δεν είναι ένας μόνο. Είναι ολόκληρη συνοδεία. Χωρίς αυτό μάλλον δεν θα
μπορέσουν να συνεχίσουν. Σε παρακαλώ, στο όνομα της αγάπης Σου, ας γίνει το
θέλημά τους. Όπως τότε μου έδωσες κι εσύ την παρόμοια ευκαιρία, δώσε τώρα και
στους ανθρώπους σου αυτούς – φίλοι Σου είναι, Κύριε – να βρουν νερό. Εσύ ο
ίδιος δεν είπες ότι όποιος τηρεί τα λόγια Σου, θα βλέπει να πραγματοποιούνται
τα αιτήματά του;».
«Αθανάσιε», ακούστηκε η
φωνή του Κυρίου σαν το γάργαρο νερό που ξεδιψάει τον διψασμένο διαβάτη και μόνο
με το άκουσμά του, και τα μάτια Του σαν ήλιος φώτισαν ακόμη περισσότερο την
ευλογημένη ύπαρξη του αγίου Του, «έχεις την ευλογία να τους βοηθήσεις.
Πράγματι, είναι αγαπημένοι μου. Αγωνίζονται πάνω στο θέλημά μου. Χαίρομαι με
την ύπαρξή τους και τους ευλογώ και με τα δυο μου χέρια!»
Ο όσιος βρισκόταν ήδη
στον χώρο του μοναστηριού που αγωνιζόταν να ολοκληρώσει τις εργασίες του. Με
μία ματιά είδε ό,τι βρισκόταν κάτω από το έδαφος. Είδε τον υδροφόρο ορίζοντα,
αρκετά μέτρα κάτω από την επιφάνεια, και στάθηκε πάνω στο πιο ενδεδειγμένο
σημείο. Ήταν εκεί που θα έπρεπε να σκάψουν. Εκεί που θα έβρισκαν το νερό.
Στάθηκε προς Ανατολάς και βυθίστηκε στη θεωρία του Ουρανού. Το αστραπόμορφο
πρόσωπό του έλαμπε με μία υπερκόσμια λάμψη. Μέσα στην αγιασμένη καρδιά του
είχαν ξεχωριστή θέση τα αγαπημένα παιδιά της Μονής αυτής. «Κύριε, φώτιζέ τους
να επιτελούν πάντα το άγιο θέλημά Σου. Κύριε, μην τους εγκαταλείπεις ποτέ. Κι
αν κάπου κάποιος πάει να ξεστρατίσει, πρόλαβέ τον. Αποτελούν φάρο για την εποχή
αυτή». Ο άγιος βρισκόταν πάντα στο συγκεκριμένο σημείο. Η προσευχή του ήταν
χωρίς διακοπή, κι ένιωσε τα χέρια του να υψώνονται στον Ουρανό. Κάποια στιγμή
έλαμψε το πρόσωπό του περισσότερο: είδε να ενώνονται οι προσευχές του με τις
προσευχές του πολυαγαπημένου του φίλου, του Γέροντα Πορφυρίου. «Κι αυτός
προσεύχεται για τα παιδιά αυτά», σκέφτηκε κι αναγάλλιασε.
Ο… τρόμος των
μηχανικών
«Όπου να ’ναι φτάνουμε»,
είπε ο κύριος Ανδρέας. «Θέλει λίγη προσοχή μόνο ο δρόμος, γιατί είναι
χωματόδρομος κι έχει αρκετά εξογκώματα από τις πέτρες».
Ο άνθρωπος της Μονής
συνόδευε τους μηχανικούς. Είχε κλειστεί το ραντεβού μαζί τους και
προθυμοποιήθηκε αμέσως να εκτελέσει το… διακόνημα. Φτάσανε, στάθμευσαν,
προχώρησαν.
«Αυτό είναι το κτίσμα
που έχει γίνει», είπε στους μηχανικούς, «λίγο πιο πέρα σκέφτονται να φτιάξουν
τα κελιά, εκεί – κι έδειξε με το χέρι – υπάρχει η σκέψη για να κτίσουν αργότερα τον μεγάλο ναό».
Οι μηχανικοί ήξεραν την
περιοχή. Μακριά κάτω εκτεινόταν το γαλάζιο της θάλασσας. Γύρω η πυκνή βλάστηση
έκανε τον τόπο να μοιάζει με μικρό παράδεισο.
«Πολύ ωραίο το μέρος»,
είπε ο ένας, «και θαυμάσια η θέα. Ας κοιτάξουμε τώρα πού μπορεί να υπάρχει
νερό».
Ξεκίνησαν τη δουλειά
τους. Στρέφονταν στα διάφορα μέρη του ορίζοντα, κοίταζαν προσεκτικά το έδαφος,
συζητούσαν μεταξύ τους, κι άρχιζαν να προσανατολίζονται σε κάποιο πιο
συγκεκριμένο σημείο.
«Εδώ πρέπει να υπάρχει
νερό. Εδώ πρέπει να γίνουν οι εργασίες της γεώτρησης», είπαν και σταμάτησαν.
«Μα…, κ. Ανδρέα», είπε
ξαφνιασμένος ο ένας. «Δεν είπατε ότι θα είμαστε μόνοι μας; Ότι οι καλόγεροι δεν
μπορούν να έλθουν;» Κι έδειξε με το χέρι τον υψηλόκορμο καλόγερο που ήταν
στραμμένος προς την Ανατολή με υψωμένα χέρια και προσευχόταν.
Είδε ο κυρ-Αντρέας και
τα ’χασε. Και συγκλονίστηκε. Πράγματι, ένας ψηλός και λίγο ογκώδης καλόγερος,
προσευχόταν με ανοιχτά και υψωμένα τα χέρια. Αλλά δεν έμοιαζε με κανέναν από
τους καλόγερους του Μοναστηριού. Δεν του θύμιζε κανέναν.
«Γέροντα», φώναξε και
πήγε να πλησιάσει προς τη μαύρη φιγούρα. «Γέροντα, από πού είστε;»
Η μαύρη φιγούρα, ο
καλόγερος, φάνηκε να τους άκουσε, αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Σαν να
περίμενε εκείνοι να τον πλησιάσουν.
«Γέροντα, ποιος είστε;»
ξανάπε ο κυρ-Αντρέας, μ’ ένα δάγκωμα στην καρδιά και μ' έναν φόβο αυτήν τη
φορά.
Του φάνηκε πως ο
Γέροντας τους ευλογεί, και πριν προλάβει να πει ή να κάνει κάτι άλλο, ο
καλόγερος εξαφανίστηκε από μπροστά τους…
«Τον… είδατε κι εσείς!
Έτσι δεν είναι;» είπε συγκλονισμένος ο κυρ-Αντρέας. «Δεν ήταν πλάσμα της φαντασίας μου!»
Οι μηχανικοί φάνηκαν να…
τρέμουν. Όχι μόνο τον είδαν, αλλά ήταν εκείνοι που πρώτοι τον επεσήμαναν.
«Πάμε να φύγουμε,
γρήγορα!» είπε ο ένας. «Πάμε να φύγουμε γρήγορα!»
Τρέχοντας σχεδόν μπήκαν
στο αυτοκίνητο και έφυγαν. Ο ιδρώτας τους ήταν παγωμένος στο πρόσωπό τους…
Ο Γέροντας και οι
μηχανικοί
Ο κυρ-Αντρέας είπε «με
το νι και με το σίγμα» στον Γέροντα και στους καλόγερους τι διαδραματίσθηκε.
Σταυροκοπιόταν συνέχεια.
«Κάποιος άγιος ήταν, δεν
μπορεί», επανελάμβανε συνέχεια. «Εγώ δεν πιστεύω στα… φαντάσματα!»
Ο Γέροντας ήταν βέβαιος.
Όταν άκουσε τι είχε συμβεί, όταν το επιβεβαίωσε και με τη συνομιλία του στο
τηλέφωνο με τους μηχανικούς, δεν του έμεινε καμία αμφιβολία. Ο Θεός απάντησε με
έναν άγιό Του. Ήξερε πια ότι το σημείο που θα έπρεπε να γίνει η γεώτρηση, ήταν
ακριβώς το σημείο που στεκόταν η… μαύρη φιγούρα με τα υψωμένα χέρια.
Δοξολογούσε τον Κύριο, κι αυτός και όλοι οι καλόγεροι. Ένιωσαν έντονα την παρουσία του Κυρίου στη ζωή τους. Η Πρόνοιά
Του ήταν υπερβολικά… έκδηλη ενώπιόν τους.
«Ποιος άγιος όμως μπορεί
να ήταν;»
«Μα είναι φως… φανάρι
ποιος ήταν! Ο όσιος
Αθανάσιος ο Αθωνίτης», είπε ο π. Σπυρίδων. «Πέντε Ιουλίου δεν έχουμε σήμερα που
ήταν το ραντεβού; Πέντε Ιουλίου δεν τον είδατε τον… καλόγερο; Πέντε Ιουλίου
είναι του οσίου Πατέρα μας Αθανασίου του εν Άθω. Ο άγιος, στον οποίο τόσες
προσευχές και παρακλήσεις κάναμε, έδωσε την απάντησή του. Μας υπέδειξε το μέρος
που θα γίνει η γεώτρηση. Αυτήν την ημέρα πρέπει να την τιμούμε ιδιαίτερα. Κι
είμαι βέβαιος ότι δεν θα έχουν αντίρρηση και οι μηχανικοί για το συγκεκριμένο
σημείο».
Οι μηχανικοί είχαν…
αντίρρηση. Οι γνώσεις και η εμπειρία τους έδειχναν ότι το σημείο που υπεδείκνυε
πια ο ηγούμενος ήταν στη σωστή μεριά, αλλά λίγο πιο πέρα, καμιά πενηνταριά
μέτρα υψηλότερα. Ο Γέροντας δεν είχε λόγο να αμφισβητήσει την επιστημοσύνη
τους, την εμπειρία τους, αλλά είχε κάθε λόγο από την άλλη να εμπιστεύεται
περισσότερο την υπόδειξη του οσίου.
«Θα σας παρακαλέσω,
χωρίς να με παρεξηγήσετε, να σκάψετε στο σημείο της εμφάνειας του οσίου. Για
μένα, υπάρχει εδώ σημάδι του ουρανού». Η πίστη του στον Θεό τον καθοδηγούσε
απόλυτα. «Διά πίστεως περιπατούμεν, ου δι’ είδους».
Έσκαψαν. Πήγαν αρκετά
μέτρα σε βάθος. Νερό δεν βρήκαν. Οι μηχανικοί αισθάνονταν ότι δικαιώνονται.
«Πιο κάτω», είπε ο
Γέροντας. «Πηγαίνετε όσο βαθύτερα μπορείτε».
Είχαν τις αντιρρήσεις
τους, αλλά κάμφθηκαν μπρος… στο καλογερικό πείσμα.
Και τελικά το βρήκαν!
Καθαρό, γάργαρο νερό, αρκετό νερό. Τόσο που να καλύπτει υπερπερισσού τις
ανάγκες τους. Ο Θεός μέσα από τον άγιό Του είχε μιλήσει.
Η τιμή του οσίου
Το προσκυνητάρι του
οσίου έκτοτε είναι στη συγκεκριμένη θέση της γεώτρησης. Ο προσκυνητής που
έρχεται και μαθαίνει τι είχε συμβεί νιώθει την ανάγκη να έλθει να βάλει
μετάνοια στον άγιο του Θεού. Τον άγιο που είναι τόσο κοντά μας.
Κι ακόμη: οι αγαπημένοι
του Θεού και των αγίων Του έφτιαξαν παρεκκλήσι προς χάρη του. Εκεί πια στη
μνήμη του αλλά και πολλές άλλες φορές λειτουργείται ο άγιος. Λειτουργείται ο
Κύριος. Αγιάζονται οι καλόγεροι. Αγιάζονται οι πιστοί. Αγιάζεται ο τόπος όλος. «Θαυμαστός
ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού»!
(Από το βιβλίο των εκδ. "ακολουθείν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Ιστορίες καινές και παλαιές με φόντο το πετραχήλι, 2017)