25 Ιουνίου 2022

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΤΑ ΕΙΧΕ… ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΑ!

Συγκινημένη η νέα γυναίκα κοίταξε το σπίτι, όταν έφτασε και πάρκαρε το αυτοκίνητό της. Αγκάλιασε τη θέα του με μεγάλη στοργή και τρυφερότητα – εκεί ζούσαν οι γονείς της, τα μικρότερα αδέλφια της, αλλά και ο παππούς και η γιαγιά της, εκεί έζησε και η ίδια βεβαίως μέχρι που παντρεύτηκε και απέκτησε τη δική της οικογένεια. Ένα δάκρυ πήγε να κυλίσει απ’ τα μάτια της μα το ’κρυψε βιαστικά. Δεν ήθελε να την κατακλύσουν τα συναισθήματά της, πολύ περισσότερο που τώρα ερχόταν για να δει κυρίως τον παππού της.

«Ψυχραιμία, Ευτυχία» είπε στον εαυτό της. Το είπε, μα ήξερε πως δεν θα το πολυτηρούσε. Γιατί ο παππούς της, υπέργηρος πια, ενενήντα τριών ετών, μόλις και είχε ξεπεράσει τον κίνδυνο από μία βαριά ίωση που τον ταλαιπώρησε και τον καθήλωσε για αρκετό καιρό. Όλοι είχαν πει πως μάλλον ο παππούς θα τους άφηνε χρόνους – μέσα τους είχαν ήδη ετοιμαστεί για το ενδεχόμενο, που λόγω ηλικίας έτσι κι αλλιώς μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Όμως ο παππούς ήταν «σκληρό καρύδι» που λένε, ξεπέρασε τον κίνδυνο, επανήλθε.

Κι ήταν ένας παππούς… σπάνιος! Εξήντα τόσα χρόνια παππάς, σεβάσμιος, με ήθος ιερατικό τέτοιο που αποτελούσε φάρο για πολλούς άλλους κληρικούς και όχι μόνο. «Σαν τον παπα Σταύρο θα ήθελα να γίνω κι εγώ» είχε ακούσει με τ’ αυτιά της η Ευτυχία αρκετά χρόνια πριν από νέο άνθρωπο που πράγματι έγινε κι αυτός κληρικός έχοντας ως όραμα τον λειτουργό και πνευματικό παπα Σταύρο. Η εικόνα του παππού της ορθώθηκε τεράστια μπροστά της! Μπροστά στην αγία Τράπεζα να λειτουργεί όλα τα χρόνια – ακόμη και μέχρι πριν λίγο καιρό με τη βοήθεια και των άλλων ιερέων είναι αλήθεια τα κατάφερνε μια χαρά! - με τέτοια αίσθηση και κατάνυξη που έκανε πολλούς να κλαίνε και μόνο που τον έβλεπαν και τον άκουγαν. Και τα μάτια του! Τόσο ήρεμα και γαλήνια, αντιφέγγιζαν ένα φως που ήσουν βέβαιος ότι ήταν το φως του ουρανού!

Επανήλθε στο τώρα και σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της – η συγκίνησή της την είχε συνεπάρει! Άνοιξε την πόρτα με το κλειδί που πάντοτε κρατούσε κι έσπευσε στο δωματιάκι του παππού της χωρίς κανείς άλλος να την πάρει είδηση.

«Παππού!» είπε και γρήγορα έσκυψε να πάρει την ευχή του βλέποντάς τον καθισμένο στην πολυθρόνα του.

«Καλώς την Ευτυχία μου, καλώς το παιδάκι μου!» πήγε να σηκωθεί ο ηλικιωμένος παπάς και παππούς καθώς είδε την αγαπημένη εγγόνα του. «Τι κάνεις; Πώς και τα κατάφερες και ήλθες, με τη δουλειά σου, με την οικογένειά σου;»

 Δεν τον άφησε η Ευτυχία να σηκωθεί. Βυθίστηκε στα γεμάτα στοργή και γαλήνη μάτια του. «Παππού, τι κάνεις; Πώς είσαι με την υγεία σου;»

Τον κοίταξε και διαπίστωσε πως ήταν αδυνατισμένος και λίγο χλωμός. «Πόσο άραγε θα ζήσει ακόμα;» έκανε τη σκέψη που γρήγορα θέλησε να τη σβήσει από το μυαλό της. «Πού είναι η γιαγιά;» ρώτησε ήσυχα.

«Εδώ γύρω θα τριγυρίζει, όπως πάντα. Την ξέρεις τη γιαγιά σου…».

 Κάθισε και η Ευτυχία. Δεν πρόλαβε να ρωτήσει οτιδήποτε άλλο και ο παππούς με διάθεση και φόρα άρχισε να της διηγείται τα… κατορθώματά του!

«Ξέρεις, Ευτυχία μου, πήγα δύο μέρες εκδρομή στην Αίγινα, στον άγιο Νεκτάριο! Τον άγιό μας!»

 Ο παππούς πράγματι είχε από πολλά χρόνια ένα εξοχικό στο ιερό νησί και έτρεφε ξεχωριστή αγάπη για τον μεγάλο αυτόν άγιο της Εκκλησίας μας. Μα αρκετά χρόνια τώρα η αδυναμία του λόγω ηλικίας και διαφόρων προβλημάτων υγείας τον έκανε να παραμένει καθηλωμένος στην Αθήνα – μόνο με τη σκέψη του μπορούσε να πηγαίνει˙ το εξοχικό του χρησιμοποιείτο από τα παιδιά και τα εγγόνια του. Ένα αγκάθι σαν να καρφώθηκε στην καρδιά της Ευτυχίας. Δεν μίλησε όμως.

Ο παππούς συνέχισε ακάθεκτος: «Λοιπόν, Ευτυχία μου, πήγαμε στην Αίγινα και όχι μόνο πήγαμε, αλλά και λειτούργησα στον άγιο και χάρηκα πάρα πολύ. Και μετά επισκεφτήκαμε και μία γνωστή μας ταβέρνα και φάγαμε τα ορεκτικά που μας πρόσφερε ο αγαπητός μας κυρ-Κώστας. Τον θυμάσαι, έτσι δεν είναι;» είπε ο παππούς και σαν να αγαλλίασε με τη θύμηση – τα μάτια του πλανήθηκαν λίγο ψηλά Κι ένα χαμόγελο ζωγράφισε το χλωμό πρόσωπό του.

Το αγκάθι στην Ευτυχία προχώρησε… βαθύτερα! «Όχι, Θεέ μου!» ύψωσε νοερά το βλέμμα της στον Κύριο. «Μην επιτρέψεις ο παππούς μου να χάσει το μυαλό του!» Ήξερε ασφαλώς ότι στην ηλικία αυτή η άνοια είναι σχεδόν αναμενόμενη – ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των υπερηλίκων χάνεται στο παρελθόν και το παρόν παρουσιάζεται εντελώς ξεθωριασμένο στη ζωή τους. Ο παππούς βέβαια παπα Σταύρος δεν είχε συμπτώματα μη αναγνώρισης των προσφιλών του προσώπων, τους αναγνώριζε όλους, μα η άνοια έχει διαφόρους βαθμούς εξέλιξης! «Όχι, Θεέ μου!» ψιθύρισε. «Δεν μπορώ να το αντέξω!» - ο παππούς ήταν τόσο αγαπημένος, δεν ήθελε να τον δει να χάνει την επαφή μαζί του.

Σηκώθηκε απότομα. «Παππού, θα σε δω λίγο αργότερα. Πάω να δω τους γονείς μου» είπε τρέμοντας η Ευτυχία, περισσότερο για να προλάβει το ξέσπασμα της καρδιάς της – τα δάκρυά της δεν μπορούσε να τα κρατήσει άλλο!

Ήταν και οι δύο εκεί. Οι γονείς της. Που χάρηκαν πολύ με την απρόσμενη επίσκεψή της αλλά και που ανησύχησαν με το σχεδόν κλαμένο πρόσωπό της.

 «Τι έχεις Ευτυχία μου; Τι έχεις παιδί μου;» έσπευσε να την αγκαλιάσει στοργικά η μητέρα της. «Συνέβη κάτι με την οικογένειά σου; Με τη δουλειά σου; Γιατί είσαι έτσι;»

Πήγε γρήγορα να της φέρει ένα νερό – η μάνα της ήταν η «προσωποποίηση» της προσφοράς και της φιλοξενίας. Ανήσυχος και ο πατέρας της την κοίταξε εξίσου ερωτηματικά. «Τι συμβαίνει;» είπε απαλά.

«Πέρασα από το δωμάτιο του παππού!» είπε χαμηλόφωνα και σχεδόν… συνωμοτικά!

«Ε, και;» ξανάπε εκείνος. «Κάθισε, όμως!» Κάθισε.

«Είναι καλά;» με δισταγμό βγήκε η φωνή της.

«Ναι, γιατί; Πέρασε την ίωση, λίγο βαριά πράγματι, όλοι σκεφτήκαμε μήπως μας αποχαιρετίσει ο παππούς, μα όπως είδες τον φοβήθηκε κι ο… χάρος!»

Χαμογέλασαν οι γονείς και μία γκριμάτσα βγήκε ως χαμόγελο και στην Ευτυχία.

«Το μυαλό του πώς είναι;» δεν το έβαζε κάτω η Ευτυχία. Είδε το ερωτηματικό βλέμμα των γονιών της και συνέχισε: «Τον είδα προηγουμένως τον παππού, μα άρχισε να μου λέει… περίεργα πράγματα!»

«Δηλαδή;»

«Να, ότι μετά από χρόνια πήγε εκδρομή στην Αίγινα, ότι λειτούργησε στον άγιο Νεκτάριο, ότι πήγε σε ταβέρνα και έφαγε με παρέα…». «Μπαμπά», ξέσπασε η Ευτυχία, «έχει… φαντασιώσεις ο παππούς; Το μυαλό του έχει αρχίσει τα ξεστρατίσματα; Είναι αρχή ή προχωρημένη άνοια;» - πάλευε να ελέγξει τη συγκίνησή της, τα δάκρυά της δεν κρύβονταν πια.

Οι γονείς της άρχισαν να γελάνε. Δεν κατάλαβε.

«Αλήθεια είναι ό,τι σου είπε», βεβαίωσε ο πατέρας της. «Ήρθε ο θείος σου, τον πήρε με το «ζόρι» μαζί με τη γιαγιά -  καλά δεν σου είπε εκείνη; - και τους πήγε ένα διήμερο στην Αίγινα. Πράγματι λειτούργησε στον άγιο Νεκτάριο και μετά πήγαν για φαγητό στην ταβέρνα του κυρ-Κώστα. Ό,τι λοιπόν σου διηγήθηκε είναι τα γεγονότα όπως έγιναν!»

Η Ευτυχία έπεσε από τα σύννεφα! Το αγκάθι στην καρδιά της έφυγε και σαν να απελευθερώθηκε. Χαρά και αγαλλίαση γέμισαν τα στήθη της. Σηκώθηκε και αγκάλιασε αυθόρμητα τους γονείς της, που την έκλεισαν στην αγκαλιά τους μέσα.

«Και μην ξανατολμήσεις να… αμφισβητήσεις και πάλι το μυαλό του παππού σου!» σχολίασε γελώντας ο πατέρας της. «Ο παππούς τα είχε, τα έχει και μάλλον θα τα έχει για πολύ ακόμη… τετρακόσια!»

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΦΕΒΡΩΝΙΑ Η ΠΟΛΥΑΘΛΟΣ

«Αυτή η αοίδιμη από νεαρής της ηλικίας σήκωσε τον χρηστό ζυγό του Κυρίου και ήλθε σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν στα σύνορα Ρωμαίων και Περσών, σε πόλη που ονομαζόταν Νήσιβη (η Αντιόχεια της Μυγδονίας), έγινε μοναχή και ξεπέρασε όλες τις καλόγριες του μοναστηριού κατά την άσκηση και τη σύνεση και κατά τη μελέτη των θείων Γραφών. Ηγουμένη όλων των εκεί μοναζουσών ήταν η οσία Βρυαίνη. Κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, το 288, επειδή ο ηγεμόνας Σελήνος δίωκε τους χριστιανούς, οι μεν υπόλοιπες καλόγριες έφυγαν από το μοναστήρι, ζητώντας να σωθούν από τον θάνατο, η δε μακαρία Φεβρωνία, επειδή ήταν ασθενής, δεν μπόρεσε να φύγη, αλλά βρισκόταν κατάκοιτη πάνω σε ένα κρεββάτι, ενώ πλησίον της καθόταν η ηγουμένη Βρυαίνη και η ονομαζόμενη Ιερία. Εκεί λοιπόν πήγαν οι στρατιώτες του Σελήνου και αφού σύντριψαν τις θύρες με πελέκεις, μπήκαν στο μοναστήρι, κι αμέσως γύμνωσαν τα μαχαίρια τους, θέλοντας να κατακόψουν τη Βρυαίνη. Παρεκάλεσε όμως αυτούς ο Πρίμος ο ανιψιός του Λυσιμάχου νά μην την κτυπήσουν, διότι αυτός φερόταν πάντοτε προς τους χριστιανούς με συμπάθεια και ευσπλαχνία. Άρπασαν τότε τη Φεβρωνία και την έφεραν στον Σελήνο, ενώ ακολουθούσαν τη Φεβρωνία η Βρυαίνη, η Ιερία και η Θωμαΐδα, οι οποίες την στήριζαν στην πίστη και την νουθετούσαν να μη φοβηθεί τα βάσανα ούτε να προδώσει την ευσέβεια στον Χριστό. Παρακινούσαν δε αυτήν να ενθυμηθεί τις αδελφές Λιβύα και Λεωνίδα, από τις οποίες η μεν Λιβύα αποκεφαλίστηκε για τον Χριστό, η Λεωνίς παραδόθηκε στη φωτιά, η δε νέα Ευτροπία, όταν άκουσε να της λέγει η μητέρα της ῾Μη φύγεις, τέκνο μου᾽, αμέσως έδεσε τα χέρια της πίσω κι αφού έκλινε τον λαιμό της στον δήμιο, θανατώθηκε με προθυμία.

Και η μεν Βρυαίνη, αφού δίδαξε τη Φεβρωνία, επανήλθε στο μοναστήρι κλαίγοντας και θρηνώντας, γιατί φοβόταν για το άδηλο τέλος της. Γι᾽ αυτό παρακαλούσε τον Θεό να της χαρίσει νίκη κατά του διαβόλου. Η δε Θωμαΐς και Ιερία, αφού ντύθηκαν ανδρικά φορέματα και ενώθηκαν με τους υπηρέτες, ακολουθούσαν τη Φεβρωνία. Οδηγήθηκε λοιπόν η αγία στον Λυσίμαχο, τον ανιψιό του Σελήνου, και ρωτήθηκε από αυτόν να πει ποιο είναι το όνομά της, το γένος της και η θρησκεία της. Η δε μάρτυς αντί άλλης αποκρίσεως έλεγε ότι είναι χριστιανή. ´Υστερα δε ο θείος του Σελήνος επιχείρησε να μεταθέσει την αγία από την πίστη του Χριστού με κολακείες, αλλά επειδή δεν μπόρεσε, πρόσταξε να την ξαπλώσουν από τα τέσσερα μέρη, και από κάτω να την καίνε με φωτιά, ενώ από πάνω να την δέρνουν με ραβδιά. Επειδή δε όχι μόνο πλήγωσαν την αμνάδα του Χριστού από τους δαρμούς, αλλά έριχναν ακόμη και λάδι στη φωτιά, γι᾽ αυτό διαλύθηκαν οι σάρκες της μακαρίας Φεβρωνίας και έπεφταν κατά γης. Έπειτα την κρέμασαν και την ξέσχιζαν με σιδερένια νύχια και την έκαιγαν με τη φωτιά. Μετά από αυτά έκοψαν τη γλώσσα της, την οποία η αγία με ανδρεία πολλή μόνη της την έβγαλε έξω από το στόμα της. Έπειτα ξερίζωσαν τα δόντια της και έκοψαν με μαχαίρι τους δύο μαστούς της, και πάνω στο κόψιμο έβαλαν κάρβουνα αναμμένα. ´Υστερα έκοψαν τα χέρια και τα πόδια της αγίας και τελευταία την αποκεφάλισαν και έτσι έλαβε η τρισόλβια τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου. Κατά προσταγή του Λυσιμάχου μαζεύτηκε από τους χριστιανούς το σώμα της αγίας και οδηγήθηκε στο μοναστήρι της διά μέσου του Φίρμου του κόμητα. Το βάσταζαν δε και στρατιώτες μαζί με τον Φίρμο. Και τα μεν άλλα μέλη της αγίας συναρμόστηκαν το καθένα στην τάξη και τη φυσική του αρμονία, τα δε δόντια της τέθηκαν πάνω στο στήθος της. Και έτσι μαζεύτηκαν επίσκοποι και κληρικοί με μοναχούς και πλήθος πολύ από τους χριστιανούς, και ψάλλοντας ψαλμούς και ύμνους και κάνοντας αγρυπνία, ενταφίασαν το μαρτυρικό εκείνο και άγιο λείψανο.

Λένε δε ότι όταν κατ᾽ έτος τελείτο η μνήμη της αγίας στο μοναστήρι, βλεπόταν η μάρτυς κατά το μεσονύκτιο να είναι παρούσα μαζί με τις άλλες αδελφές και να συμψάλλει και να αναπληρώνει τον τόπο, στον οποίο και όταν ήταν ζωντανή στεκόταν, μέχρι ότου γινόταν η ευχή. Μία δε φορά θέλησε η Βρυαίνη να την πιάσει, αλλά αμέσως έγινε άφαντη. Ο δε Λυσίμαχος θεώρησε ως βαριά συμφορά το μαρτύριο της αγίας, και διότι καταγόταν από μητέρα χριστιανή και διότι ο θείος του Σελήνος έδειξε μεγάλη απανθρωπιά και ωμότητα στη μάρτυρα, καθώς κατέστρεψε το κάλλος της νέας παρθένου, το οποίο ήταν σχεδόν υπεράνθρωπο. Γι᾽ αυτό από τη λύπη και την πικρία της ψυχής του τότε μεν δεν έφαγε, αλλά θρήνησε και έκλαψε πικρά τον θάνατο της αγίας, ύστερα δε, πίστεψε στον Χριστό μαζί με τον Πρίμο, και έλαβε μαζί με εκείνον το άγιο βάπτισμα. Ο δε Σελήνος έγινε έξω φρενών, κοίταξε προς τον ουρανό και μούγγρισε σαν βόδι. Έπειτα κτύπησε το κεφάλι του σε μία κολόνα, οπότε ο κακός στην ψυχή έφυγε από τη ζωή αυτή με κακό τρόπο. Τελείται δε η σύναξη της αγίας και η εορτή της στον ναό του αγίου προφήτου προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννη, που βρίσκεται στην Οξεία».

(Από τον Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)

Ο υμνογράφος άγιος Θεοφάνης κινείται πάνω στις ράγες του μαρτυρίου όλων των οσιομαρτύρων γυναικών: προβάλλει το μαρτύριο της αγίας Φεβρωνίας ως την κατακόσμηση της αγιασμένης ασκητικής διαγωγής της. Πρώτα δηλαδή η αγία  έζησε θαυμαστά ως μοναχή στο μοναστήρι της κι έπειτα, όταν οι περιστάσεις το κάλεσαν, πρόσφερε τον εαυτό της θυσία στον Κύριο με το μεγάλο και θαυμαστό μαρτύριό της. (ωδή η´). Γι᾽ αυτό και δεν βλέπει να υπάρχει στην αγία καμία κηλίδα αμαρτίας: όλη η ζωή της ήταν μία σπουδή πάνω στην αγάπη της προς τον Κύριο. «Δεν υπάρχει καμμία κατηγορία σε σένα, πανεύφημε Φεβρωνία. Διότι εσύ από δύο μεριές σπούδασες να ευαρεστήσεις τον Λυτρωτή και Εραστή σου που είχες ποθήσει: πρώτον στολισμένη με τους κόπους της μοναχικής άσκησης, δεύτερον στολισμένη με τους άθλους των μαρτύρων, θεόφρον πανόλβιε» (ωδή δ´).

Έτσι αιτία της θαυμαστής ζωής της αγίας ήταν η φλογερή αγάπη της προς τον Θεό. Η αγία κατέβαλε τον δικό της οβολό: την αγάπη της αυτήν («Εξ απαλών ονύχων πόθησες, μάρτυς, την αιώνια πηγή της αγάπης, την επιθυμητή από όλους τους λογικούς ανθρώπους» - ωδή δ´) κι Εκείνος την ανέλαβε αφενός ενισχύοντάς την καθ᾽ όλη τη διάρκεια της επί γης πορείας της («Συ, τώρα, στερέωσες με την παντοδύναμη δεξιά Σου, Δέσποτα, την ένδοξη Φεβρωνία που αγωνιζόταν μαρτυρικά» - ωδή γ´. «Ο άγγελος που σε έσωζε, πανεύφημε Φεβρωνία, σε προστάτευε από παντού» - στιχηρό εσπερινού),  αφετέρου προσλαμβάνοντάς την στην ένδοξη βασιλεία Του («Αξιώθηκες να επιτύχεις μακαριστό τέλος, καθώς τώρα συμβασιλεύεις με τον Χριστό» -ωδή θ´).

Ο άγιος Θεοφάνης προβαίνει και σε μία σημαντική επισήμανση ως προς την ασκητική διαγωγή της αγίας Φεβρωνίας που της έδωσε και τη χάρη να μείνει μέχρι τέλους σταθερή και στο μαρτύριο. Η αγία ζούσε ως μοναχή έχοντας καθημερινή μελέτη της τον θάνατο. Μελετώντας τον θάνατο βρισκόταν σε εκείνη την πνευματική εγρήγορση, ώστε όταν κλήθηκε για το μαρτύριο όχι απλώς το δέχτηκε, αλλά έτρεξε προς αυτό. «Λάμπρυνες, μάρτυς Φεβρωνία, την ψυχή σου με την αδιάκοπη μελέτη του θανάτου, γι᾽ αυτό και έτρεξες προς το ύψος του μαρτυρίου, οδηγημένη στον Χριστό μέσα από πολλά βάσανα» (ωδή α´). Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι κανείς δεν μπορεί να βαδίσει ορθά την πνευματική ζωή, αν δεν σκέπτεται ότι η κάθε ημέρα του μπορεί να είναι η τελευταία. Η μνήμη του θανάτου θεωρείται ως χάρη του Θεού, γιατί ακριβώς κάνει τον έχοντα αυτήν να βρίσκεται ξύπνιος πνευματικά, συνεπώς σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δαιμονική προσβολή είτε μέσω των παθών είτε μέσω των διώξεων.

«Θυμίσου το τέλος σου και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ»,  μας επισημαίνει  ήδη ο λόγος του Θεού, όπως κι ο απόστολος Παύλος αποκάλυπτε για τον εαυτό του ότι «καθ᾽ ημέραν απέθνησκε», κάθε ημέρα περίμενε ότι μπορεί να είναι η τελευταία του. Η αγία Φεβρωνία είχε τη χάρη αυτή κι ίσως πρέπει κι εμείς να εντάξουμε στα αιτήματα της προσευχής μας κι αυτό: να μας δίνει ο Θεός τη χάρη να θυμόμαστε το τέλος μας. Αν ῾κοντύνουμε᾽ την προοπτική της ζωής μας,  παλεύοντας εποδμένως για την αγιότητα της κάθε ημέρας, της σημερινής, ίσως δεν θα αργήσουμε κι εμείς να βρεθούμε μέσα στην έκπληξη της μεγάλης χάρης που δίνει ο Κύριος σε όλους αυτούς που Τον προσμένουν. 

24 Ιουνίου 2022

ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ ΚΟΝΩΝΑ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ

Το μοναστήρι και το πρόβλημα

«Γέροντα», είπε ο Θεόδωρος, ο ηλικιωμένος καλόγερος, απευθυνόμενος στον ηγούμενο, «κάτι πρέπει να κάνουμε με τις βαπτίσεις. Ο αριθμός των προσκυνητών διαρκώς και αυξάνει, ενώ πολλοί ζητούν να βαπτιστούν εδώ. Και δεν είναι θέμα ότι έχουμε πλήθος προσκυνητών – αυτό είναι μεγάλη ευλογία στην εποχή μας που τόσοι άνθρωποι ψάχνουν τον Κύριο και βλέπουν το μοναστήρι μας ως φάρο που τους προσανατολίζει σ’ Αυτόν. Το θέμα, το πρόβλημα πια καλύτερα, είναι ότι ζητούν πολλοί και να βαπτιστούν, κι ένα μεγάλο μέρος αυτών είναι γυναίκες».

«Το γνωρίζω, Θεόδωρε», είπε πολύ σκεφτικός ο Γέροντας Ιωάννης. «Το γνωρίζω καλύτερα από όλους. Άντρες και γυναίκες θεωρούν ως τη μεγαλύτερη ευλογία της ζωής τους να έρθουν εδώ, να γίνουν χριστιανοί, μπαίνοντας στα αγιασμένα νερά του Ιορδάνη. Εδώ που βαπτίστηκε ο Κύριος, εδώ θέλουν να βαπτιστούν κι αυτοί. Κι είναι μεν κατανοητή η επιθυμία τους αυτή, αλλά δεν μπορούν να καταλάβουν τον πειρασμό τον δικό μας».

«Εμ, βέβαια, Γέροντα», διέκοψε με μικρή έξαψη ο μοναχός. «Εμείς γίναμε καλόγεροι και απομακρυνθήκαμε από τον κόσμο, για να αφιερωθούμε απερίσπαστοι στον Θεό. Θελήσαμε να φύγουμε από τις αφορμές που δίνει ο κόσμος και από την παρουσία των γυναικών,  και, να, που ο τόπος της μετανοίας μας έγινε τόπος που δέχεται διαρκώς γυναίκες…». Σταμάτησε ο Θεόδωρος, για να συνεχίσει σχεδόν μονολογώντας: «…και να θέλουν να βαπτίζονται από εμάς που ορκιστήκαμε διά βίου την παρθενία». Φάνηκε εξουθενωμένος.

«Δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά», είπε ο ηγούμενος. «Είναι εντολή του αρχιεπισκόπου, του Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Του εξήγησα, όχι μία αλλά πολλές φορές, ποιο είναι το πρόβλημα. Ποιος είναι ο πειρασμός. Αλλά, το καταλαβαίνω, βλέπω το δίκιο του, είμαστε  μοναστήρι πολύ κοντά στην ιερή πόλη. Ο Ιορδάνης ποταμός είναι δίπλα μας. Είμαστε όχι ένα κελί ή μία απλώς λαύρα, αλλά μεγάλο κοινόβιο. Λοιπόν, «είναι μονόδρομος να έρχονται σε σας και να βαπτίζονται», μου είπε. Δεν έχουμε επιλογή».

«Τι μπορεί να γίνει τότε;» είπε ο Θεόδωρος.

«Θα κάνουμε αυτό που αποφασίσαμε χθες, όλη η Γεροντία, και που δεν το έμαθες, γιατί ήσουν σε εξωτερικό διακόνημα».

«Ποιο;» ανασήκωσε το κεφάλι του γεμάτος περιέργεια ο καλόγερος.

«Αποφασίσαμε να αναθέσουμε αποκλειστικά το μυστήριο του βαπτίσματος στον πατέρα Κόνωνα, τον ιερομόναχο από την Κιλικία. Τον γνωρίζουμε όλοι καλά πια, και ξέρουμε πόσο ενάρετος και αφοσιωμένος στον Θεό είναι. Οι ασκητικοί του αγώνες είναι σπουδαίοι – μπορώ να το βεβαιώσω πολύ καλά αυτό – και είναι αγωνιστής άνθρωπος. Σ’ αυτόν θα αναθέσουμε τη βάπτιση. Αυτό θα είναι το αποκλειστικό του διακόνημα».

«Το ξέρει ο ίδιος;» ρώτησε με επιφύλαξη ο Θεόδωρος.

«Το ξέρει, φοβάται, μα θα κάνει, είπε, υπακοή. Ό,τι του πούμε θα το εφαρμόσει».

Σταυροκοπήθηκαν και οι δύο.

Ο πρεσβύτερος Κόνων και οι πειρασμοί του

Κι άλλες φορές είχε αναλάβει να διακονήσει το μυστήριο: έχριε με το αγιασμένο λάδι τα σώματα των ανθρώπων, τους βάπτιζε, τους πρόσφερε μέλη Χριστού στην Εκκλησία. Είχε πλήρη επίγνωση του ύψους του μεγάλου αυτού εισαγωγικού μυστηρίου της Εκκλησίας: να εξορίζεται ο πονηρός από την καρδιά του ανθρώπου, και να εγκαθίσταται εκεί ο Κύριος!  Να δίνεται στον άνθρωπο η δυνατότητα αρχής στη νέα ζωή που έφερε Εκείνος!  Να μπορεί ο πιστός, με τη συνέργεια και της δικής του θελήσεως βέβαια, να είναι μία φανέρωση Χριστού στον κόσμο!

Τώρα όμως, είναι διαφορετικά! Δεν θα βαπτίζει μία στο τόσο, με εναλλαγή και των άλλων ιερέων του μοναστηριού, αλλά αποκλειστικά εκείνος. Εκείνος, ο καλόγερος παπα Κόνων, θα έρχεται ενώπιος ενωπίω με τη χάρη του Θεού που μεταμορφώνει τους ανθρώπους, αλλά και ενώπιος ενωπίω με τον παλαιό δικό του άνθρωπο. Καλόγερος ήταν, παπάς ήταν, αγωνιζόταν να μένει στις εντολές του Κυρίου, μα στον κόσμο τούτο έβλεπε τους πειρασμούς να τον κυκλώνουν πολύ συχνά, και να τον βάζουν σε όριο… πτώσης. Ήταν οι στιγμές που ένιωθε πως… σχοινοβατεί. «Κύριε», προσευχόταν, «ενίσχυσέ με. Δες την αδυναμία μου. Κινδυνεύω». Και σαν τον Πέτρο μέσα στα κύματα, άπλωνε το χέρι του και κραύγαζε: «Κύριε, σώσε με. Χάνομαι!».

Είπε τις επιφυλάξεις του στον ηγούμενο. Ομολόγησε την αδυναμία του. «Δεν είναι μόνο οι πειρασμοί της υπερηφάνειας, άγιε Γέροντα, δεν είναι μόνο το πάθος της φιλοκτημοσύνης, ακόμη και για τα ευτελέστερα, που με περιτριγυρίζουν, αλλά προπάντων τώρα, με το διακόνημα αυτό, θα έρχομαι διαρκώς αντιμέτωπος με τον πειρασμό της σάρκας. Γέροντα, νιώθω αδύναμος. «Ει δυνατόν, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο».

Δεν άλλαξε την απόφαση του Γέροντα και του συμβουλίου. Το διακόνημα έπρεπε να το αναλάβει και ο Θεός… βοηθός!

Το εκτελούσε με απόλυτη συνέπεια. Ο Κύριος τον ευλογούσε και συχνά ένιωθε τη γλυκύτητα της χάρης Του να τον περιβάλλει. Αλλά όταν ερχόταν η ώρα να βαπτίσει κάποια γυναίκα, εκεί ένιωθε να ταράζεται. Ιδίως την ώρα της χρίσης με το άγιο λάδι. Τότε που έπρεπε να χρίσει τα διάφορα προβλεπόμενα από την ακολουθία μέρη του σώματος. Ο πειρασμός γινόταν πιο έντονος. Του ερχόταν να σταματήσει το μυστήριο και να… φύγει. «Φεύγε και σώζου!» δεν έλεγαν οι άγιοι; Μα, το ‘βλεπε ότι αυτό θα δημιουργούσε μεγαλύτερο σκάνδαλο. Και για εκείνον και για όλο το μοναστήρι. Και υπέμενε.

Κάποιες φορές που η επίθεση των σαρκικών λογισμών ήταν εντονότερη και τον «τρέλαιναν», σε βαθμό που αποφάσιζε να εγκαταλείψει το διακόνημα και το μοναστήρι – κι αυτό συνέβαινε όχι τόσο την ώρα του μυστηρίου, όσο  όταν επέστρεφε στο κελί του – έριχνε τον εαυτό του κάτω στο έδαφος. Έκλαιγε με λυγμούς κτυπώντας το στήθος του. Οίκτιρε την αδυναμία του. Και τότε ιδίως, απευθυνόταν στον αγαπημένο του άγιο: τον μέγα Ιωάννη τον Πρόδρομο, τον προστάτη της Μονής και του ίδιου. Γιατί ο Κόνων ήταν η συνέχεια εκείνου: στο «πόδι» του βρισκόταν βαπτίζοντας τους ανθρώπους. Κι είναι αλήθεια ότι είχε ζήσει το θαύμα της… παρουσίας του. Όχι μία φορά. Πολλές φορές.

Του παρουσιαζόταν ο άγιος μέσα σε άφατο φως, κι ένιωθε τη στοργική ματιά και τη χάρη του να τον αγκαλιάζουν και να τον ηρεμούν. Η φωνή του μάλιστα τις φορές αυτές ηχούσε τόσο γαλήνια στην καρδιά του, που διασκέδαζε τους φόβους και τους πειρασμούς του, κατεξοχήν όταν του έδινε την υπόσχεση: «Αδελφέ μου Κόνων, κάνε υπομονή και θα σε ελαφρύνω από τον πόλεμο που δέχεσαι».

Κι έκανε υπομονή, κι έπαιρνε θάρρος και συνέχιζε. Αλλά οι πειρασμοί… ξανάρχονταν. Κι όχι μόνο δεν έφευγαν, αλλά πολλές φορές και πολλαπλασιάζονταν.  Ο Κόνων ζούσε με ταραχή και στην… κόψη του ξυραφιού.

Η απόλυτη εμπλοκή! Ο μέγας πειρασμός

Κυριακή ήταν. Τελείωσε η Θεία Λειτουργία, κοινώνησαν οι καλόγεροι, κοινώνησαν οι πιστοί, κοινώνησε και ο ιερέας Κόνων. Τον ειδοποίησαν για μία βάπτιση. Αλλά ο καλόγερος που τον ειδοποίησε,  τον κοίταζε αλλοιωμένος και… ταραγμένος. Δεν μπόρεσε να καταλάβει. Μετά είδε και… τρόμαξε. Κι αρνήθηκε.

Η υποψήφια χριστιανή, η κατηχημένη που έπρεπε να βαπτίσει, ήταν από την Περσία. Νέα κοπέλα που η εμφάνισή της όμως… «θάμπωνε» τους ανθρώπους. Πανέμορφη στην όψη, με καλοφτιαγμένο σώμα. «Παράδεισος ή κόλαση;» αναρωτήθηκε ο Κόνων, που ένιωσε την προσβολή του πειρασμού σαν ξίφος που τον κτυπά κατάστηθα.

Έκανε αμέσως μεταβολή και έφυγε. Ρίχτηκε μπροστά στον άγιο Πρόδρομο, στο κλεισμένο καλά κελί του, και άρχισε τις προσευχές. Στρεφόταν πότε στον Κύριο, πότε στην Παναγία Μητέρα Του, πότε στον άγιο. Διεκτραγωδούσε το πρόβλημά του. Τους εξηγούσε για πολλοστή φορά τον πειρασμό του. Μα, τη φορά αυτή, έβλεπε ότι τα πράγματα δεν ελέγχονται. Αρνιόταν να ξαναβγεί και να αντικρύσει την… ουράνια ομορφιά. Με τρόμο αναλογιζόταν την ώρα της χρίσης του σώματος της κοπέλας. Όχι, δεν άντεχε!

Κλείστηκε δύο ημέρες, αρνούμενος να δεχτεί τον οποιονδήποτε. Ούτε και τον Γέροντα. Αρνήθηκε τροφή και νερό. Έθεσε τον εαυτό του σε απόλυτη νηστεία και άσκηση. Δεν θα έδινε δικαίωμα στον πειρασμό να τον πειράξει περισσότερο. Δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του.

Ο Γέροντας δεν επέμεινε. Κατανοούσε τον ιερομόναχο, αλλά έπρεπε να δοθεί κάποια λύση. Οι άλλοι ιερείς αρνιόντουσαν κι εκείνοι να μπουν στο διακόνημά του. Ο ίδιος φόβος με του Κόνωνα διακατείχε κι εκείνους. Αν γινόταν άλλωστε μία τέτοια αρχή, δεν θα σταματούσε εκεί. Από την άλλη, η κοπέλα ανέμενε. Και οι καλόγεροι… κρύβονταν!

Αναφέρθηκαν στον αρχιεπίσκοπο. Τον Πέτρο Ιεροσολύμων. Να δώσει εκείνος τη λύση. Να δώσει ο Θεός σ’ εκείνον φωτισμό.

«Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί», είπε. «Πράγματι, μπαίνετε σε πειρασμό κάθε φορά που έρχεται να βαπτιστεί γυναίκα, και μάλιστα τέτοιας σπάνιας ομορφιάς, όπως λέτε. Λοιπόν, η λύση είναι να σας στείλω μία γυναίκα διάκονο, από τις διακόνισσες που υπηρετούν στην αρχιεπισκοπή. Θα είναι μαζί σας και θα αναλαμβάνει εκείνη τη συγκεκριμένη υπηρεσία της χρίσης του ελαίου».

Αρνήθηκαν χωρίς σκέψη και δισταγμό. Και ο Γέροντας και ο δεύτερος του μοναστηριού που τον συνόδευε.  «Μακαριώτατε», είπε ο ηγούμενος, με σεβασμό αλλά και αποφασιστικότητα, «πάμε να γλιτώσουμε από έναν πειρασμό, και τώρα θα τον διπλασιάσουμε; Το μοναστήρι είναι ανδρικό και δεν θέλουμε γυναίκες μέσα στα διακονήματά μας. Δυστυχώς, αυτό δεν μπορούμε να το δεχτούμε».

Δεν δόθηκε λύση. Η λύση ήλθε «εκβιαστικά» και άνωθεν.

Η φυγή του Κόνωνα και η εμφάνιση του αγίου Προδρόμου

«Κύριε, δεν αντέχω. Πολλές φορές το αποφάσισα, αλλά τώρα νομίζω ότι ήλθε η ώρα». Ο Κόνων μόλις είχε μάθει την χωρίς αποτέλεσμα επιστροφή του ηγουμένου από τον αρχιεπίσκοπο και έπεσε κατά γης. Τα δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπό του. Το κεφάλι του ακουμπούσε στο έδαφος και μία μικρή λίμνη είχε σχηματιστεί κάτω από τα μάτια του.

Δεν στράφηκε στον άγιο Ιωάννη ούτε και τον επικαλέστηκε. Αισθανόταν προδομένος. Του είχε υποσχεθεί ενίσχυση, του είχε μιλήσει  για ελάφρυνση του πειρασμού του, αλλά όλα αποδείχθηκαν... λόγια του αέρα. Ένιωσε βλάσφημος με τη σκέψη αυτή, αλλά η καρδιά του σαν να ‘ χε πετρώσει. Ένα πείσμα περίεργο είχε σφηνωθεί στην καρδιά του που τον έκανε να λειτουργεί αυτόματα. Πήρε το πανωφόρι του και έφυγε. «Δεν μένω πια στον τόπο τούτο», ήταν τα τελευταία του λόγια πριν κλείσει οριστικά τη θύρα του κελιού του. Έτσι νόμιζε.

Πήρε τον δρόμο για τα βουνά. Εκεί ήλπιζε ότι θα ήταν απερίσπαστος. Θα μπορούσε να αφιερωθεί στην προσευχή, όπως το ήθελε. Μακριά από τους πειρασμούς. Μέσα του επανελάμβανε: «φεύγε και σώζου, φεύγε και σώζου». Κάποια σπηλιά θα γινόταν ο τόπος της καταπαύσεώς του. Μόνος μόνω Θεώ. Κάθισε κατάκοπος κάποια στιγμή, κάτω από έναν βράχο που εξείχε. Έπρεπε να πάρει μία ανάσα. Ήπιε λίγο νερό από το παγούρι που φρόντισε να πάρει μαζί του μέσα στη φούρια  του. Τα μάτια του πήραν λίγο να κλείνουν.

«Κόνων», άκουσε μία φωνή γλυκιά δίπλα του. «Κόνων, ξύπνα».

Μισάνοιξε τα μάτια και νόμισε πως ονειρεύεται. Μπροστά του και πάλι ο άγιός του, ο προστάτης του άγιος Πρόδρομος. Δεν τρόμαξε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που του εμφανιζόταν. Ανακάθισε.

«Τι θέλεις;» είπε άτονα, και το πείσμα που είχε νιώσει πριν λίγη σχετικά ώρα, το είδε και πάλι να εμφανίζεται ζωντανό. «Τι ζητάς από εμένα;»

«Γύρισε στο μοναστήρι σου και θα σε ελαφρύνω από τον πόλεμο».

Η αργή και ήσυχη φωνή του μεγάλου προφήτη πήγαν να τον κινήσουν σε δάκρυα. Αλλά, η… εμπειρία του για τις υποσχέσεις του αγίου τον σκλήρυναν και πάλι. Η απάντησή του ακούστηκε άγρια, γεμάτη οργή που τρόμαξε και τον… ίδιο!

«Σε βεβαιώνω ότι δεν πρόκειται να επιστρέψω, γιατί πολλές φορές μου το υποσχέθηκες και τίποτε δεν έκανες»!

Δεν μίλησε ο άγιος. Μόνον άπλωσε το χέρι του και σήκωσε απαλά τον ιερέα. «Ακολούθησέ με», του είπε. Υπάκουσε.

Τον οδήγησε σε ένα μικρό ύψωμα που βρισκόταν λίγο πιο πέρα, τον έβαλε να καθίσει και στάθηκε μπροστά του περίεργα: σαν να εξέταζε για ώρα  προσεκτικά τα ρούχα του.

Ο Κόνων δεν μπορούσε να καταλάβει. Η χάρη του αγίου τού προκαλούσε αισθήματα χαράς και αγαλλίασης. Αλλά… αντιστεκόταν!

Ο άγιος ύψωσε το χέρι του και σφράγισε τρεις φορές με το σημείο του σταυρού το σημείο κάτω από τον αφαλό του. Ένιωσε σαν να βγαίνει κάποιος ελαφρός καπνός. «Τι ανάλαφρος αισθάνομαι», είπε μέσα του.

Ο άγιος κοιτώντας τον γεμάτος ιλαρότητα του είπε με επίσημη αυτήν τη φορά φωνή: «Πρεσβύτερε Κόνων, σε βεβαιώνω ότι αθετούσα την υπόσχεση που σου έδινα κάθε φορά, γιατί ήθελα το καλό σου: με τον πόλεμο από τους σαρκικούς πειρασμούς σου και με την υπομονή που θα έδειχνες, θα αποκτούσες πολλά και μεγάλα πνευματικά στεφάνια. Μα δεν θέλησες. Γι’ αυτό και σε ελαφρύνω από τον πόλεμο, σε απαλλάσσω με τη δύναμη του Κυρίου από τον πειρασμό αυτόν, αλλά από δω και πέρα, θα είμαι κοντά σου και θα σε ενισχύω, μα μισθό από αυτό το πράγμα  δεν θα έχεις καθόλου». Είπε ο άγιος και χάθηκε. Ο Κόνων ζούσε σαν σε όνειρο.

Η επιστροφή και το τέλος

Ο ιερέας γύρισε πίσω. Λίγοι ήταν εκείνοι που κατάλαβαν τι είχε διαδραματιστεί. Ο ηγούμενος τα έμαθε αργότερα. Ο Κόνων ανέλαβε αμέσως το διακόνημά του. Ετοιμάστηκε, και την επομένη, χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα, έχρισε και βάφτισε την Περσίδα. Ο άγιος Πρόδρομος είχε κρατήσει την υπόσχεσή του: έβλεπε την κοπέλα και δεν παρατήρησε καν ότι ήταν γυναίκα κατά τη φύση.

Αυτό συνεχίστηκε και στην υπόλοιπη ζωή του πρεσβυτέρου  Κόνωνα. Για δώδεκα ολόκληρα χρόνια έχριε και βάφτιζε, άνδρες και γυναίκες, χωρίς ποτέ πια να κινηθεί σαρκικά το σώμα του και χωρίς να «βλέπει» καμιά γυναίκα κατά τη φύση της. Τελειώθηκε εν Κυρίω και αναπαύτηκε.

Στην έξοδό του άγγελοι παρέλαβαν την αγία ψυχή του. Ο άγιος Πρόδρομος παρακολουθούσε με αγαλλίαση στην καρδιά.

(Από το βιβλίο των εκδ. «ακολουθείν», Δι’ εμού του αμαρτωλού, Ιστορίες καινές και παλαιές με φόντο το πετραχήλι, 2017)

ΛΥΣΗ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ!

«Όταν κάποιοι χριστιανοί, που φέρουν μόνον το όνομα, ζητάνε να τους λύσουμε τις διαφορές τους (όταν τρώγωνται μεταξύ τους), να δεχτούμε μόνον, όταν δεχτούν να τις λύσουμε με το Ευαγγέλιο, διότι όλες οι άλλες λύσεις είναι ένας συνεχής πονοκέφαλος με ασπιρίνες. Όλοι οι άνθρωποι που μαλώνουν μεταξύ τους, όλοι τους λένε ότι έχουν και δίκαιο, μόνον που παίρνουν περισσότερο δίκαιο απ’ ό,τι δικαιούνται, γι’  αυτό και διαφωνούν συνέχεια. Το Ευαγγέλιο κάνει την καλύτερη μοιρασιά» (Οσίου Παϊσίου Αγιορείτου, Επιστολές, έκδ. Ι. Ησυχ. Ευαγγ. Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης).

Όχι μόνον οι εκτός της Εκκλησίας αλλά και οι εντός αυτής χριστιανοί «που φέρουν μόνον το όνομα», κατά τον όσιο μεγάλο Γέροντα, συνεπώς ζουν και αυτοί ως «άθεοι εν τω κόσμω» (απ. Παύλος), έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους τον εγωισμό, δηλαδή την ενεργούμενη αμαρτία με όλα τα παρακλάδια της. Κατ’ ακρίβεια βέβαια ακόμη και οι θεωρούμενοι προχωρημένοι στην πνευματική ζωή ταλαιπωρούνται από τις νύξεις του εγωισμού, διότι στον κόσμο τούτο όλοι υποκείμεθα στην αμαρτία, κανείς δεν είναι αναμάρτητος. Η διαφορά μεταξύ ενός εν επιγνώσει πιστού χριστιανού και ενός απίστου έγκειται στο ότι ο πιστός βρίσκεται αδιάκοπα σε μία πορεία αύξησης της χάρης του Θεού, στον βαθμό που τηρεί τις εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού, που σημαίνει ότι τον εγωισμό του όταν πάει να εκδηλωθεί τον επισημαίνει και αγωνίζεται εν μετανοία να τον μεταστρέψει για να τον κάνει αληθινή και άδολη αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Ο μη πιστός όμως δεν κάνει αυτόν τον αγώνα. Άγεται και φέρεται συνήθως από τις παρορμήσεις της εμπαθούς καρδιάς του, οπότε η επιβολή του δικού του θελήματος με παραθεώρηση του Θεϊκού θελήματος γίνεται η καθημερινή πρακτική του – το εγώ του είναι και ο θεός του.

Αυτήν την επιβολή του εγώ εις βάρος του άλλου συνανθρώπου επισημαίνουμε αδιάκοπα στις μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις, με το «συντριπτικό» κατ’ αυτούς επιχείρημα ότι ο καθένας είναι βέβαιος για το «δίκιο του». Αν ερωτηθεί ένας που είναι οργισμένος κατά του πλησίον του, δεν υπάρχει περίπτωση να μη δικαιολογηθεί, να μη θεωρήσει ότι καλώς εχθρεύεται τον άλλον, γιατί τον έθιξε, γιατί τον αδίκησε, γιατί του συμπεριφέρθηκε με τρόπο πονηρό και συμφεροντολογικό. Κι έχει «δίκιο»! Γιατί σε ένα ποσοστό στον κόσμο τούτο όλοι λίγο πολύ φταίμε – «πολλά γάρ πταίομεν άπαντες» όπως λέει η Γραφή. Το πρόβλημα όμως, καθώς επισημαίνει ο άγιος, είναι ότι διεκδικούμε παραπάνω δίκιο από όσο μας πρέπει. Κι αυτό γιατί; Διότι ο νους μας θολωμένος από τον εγωισμό δεν διακρίνει σωστά – ο νους πάντοτε πλανάται όταν η καρδιά δεν είναι καθαρή, όταν δηλαδή δεν είναι γεμάτη από αγάπη. Το αποτέλεσμα; Η σπίθα και η φωτιά. Ο ένας εγωισμός που συγκρούεται με τον άλλο εγωισμό, σαν δύο πέτρες που βγάζουν σπίθα από τη μεταξύ τους σύγκρουση.

Τι γίνεται στην περίπτωση που μία τέτοια διαμάχη έρθει ενώπιόν μας; Τι μπορούμε και πρέπει να πούμε, όταν δύο με διαφωνία μεταξύ τους θελήσουν να τα βρουν με «διαιτητή» εμάς; Εννοείται ότι ο καθένας θα θελήσει να μας πάρει με το μέρος του, παρουσιάζοντάς μας τα πράγματα εντελώς «φουσκωμένα» για τον άλλον και εντελώς «εν σμικρύνσει και αθώα» για τον εαυτό του. Ο ίδιος ο Κύριος βρέθηκε σε τέτοια στιγμή: Του ζήτησαν δύο άνθρωποι να τους λύσει τη διαφορά. Κι Εκείνος, ο παντογνώστης και καρδιογνώστης, αρνήθηκε! «Ποιος με έβαλε δικαστή ανάμεσά σας;» είπε, παραπέμποντας ουσιαστικά και στο ανάλογο περιστατικό από την Παλαιά Διαθήκη με τον Μωϋσή (που έκανε τον δικαστή και βρέθηκε στη συνέχεια ο ίδιος υπόδικος!). Κι είναι η στάση Του αυτή που μας δείχνει τον δρόμο: να μη πέφτουμε στην παγίδα του κριτή – θα κατηγορηθούμε και από τους δύο διαφωνούντες.

Μόνο σε μία περίπτωση μπορούμε να πούμε τη γνώμη μας, αλλά με ταπείνωση και αγάπη και προσευχή: όταν προτείνουμε τη λύση του Ευαγγελίου. Και μάλιστα τότε που διαπιστώνουμε ότι οι διαφωνούντες έχουν έστω και μία μικρή διάθεση να ακούσουν, έχουν δηλαδή κάποια μικρή ταπείνωση. Και τι προτείνει το Ευαγγέλιο; Τίποτε άλλο από την αγάπη των ανθρώπων μεταξύ τους, δηλαδή από τη διάθεση ο καθένας να δίνει περισσότερο δίκιο στον άλλον! Θυμόμαστε και πάλι το όσιο Αγιορείτη που έλεγε με τον μοναδικό εποπτικό τρόπο του: «Χριστιανική μοιρασιά και δικαιοσύνη είναι από τα δέκα να πάρω εγώ τα δύο και να δώσω στον άλλον τα οκτώ!» Κάθε άλλος τρόπος για έναν χριστιανό είναι «συνεχής πονοκέφαλος με ασπιρίνες».

Αν όπως είπαμε οι διαφωνούντες είναι καλοπροαίρετοι και έχουν κάποιο χριστιανικό στοιχείο μέσα τους θα δεχτούν τη λύση και θα ευχαριστήσουν τον Θεό, κι ίσως κι εμάς. Αν όμως δεν είναι, τότε ματαίως κοπιάζουμε, ματαίως μιλάμε και εκφέρουμε γνώμη: η γνώμη μας γίνεται αφορμή μεγαλύτερης έξαψης των παθών που την «πληρώνουμε» κι εμείς. Σπουδαίο παράδειγμα επ’ αυτού έχουμε από τον βίο του μεγάλου οσίου νηπτικού Πατέρα της Εκκλησίας Ισαάκ του Σύρου. Μόλις είχε γίνει επίσκοπος Νινευί ο ησυχαστής όσιος Ισαάκ, και μάλιστα με μεγάλη πίεση και αποκάλυψη Κυρίου, και ήρθαν δύο χριστιανοί για να βρουν το δίκιο τους. Ο ένας ήταν δανειστής και ο άλλος οφειλέτης. Ο δανειστής είχε τα δίκια του: του χρωστούσε ο άλλος και αργοπορούσε την εξόφληση. Ο οφειλέτης είχε κι αυτός τα δικά του: φτωχός άνθρωπος μεροκαματιάρης ήταν και ήθελε μία παράταση χρόνου από τον δανειστή. Ο πρώτος έξαλλος επιτέθηκε με σκαιό τρόπο κατά του άλλου «αδελφού», φώναζε, έλεγε, έλεγε… Ο άλλος μαζεμένος άκουγε. Ο άγιος Ισαάκ που προσευχόταν με πόνο με την όλη κατάσταση πήρε κάποια στιγμή τον λόγο. Και τι είπε; Ό,τι λέει το Ευαγγέλιο. «Αδελφέ μου, ο Κύριος στο Ευαγγέλιο ζητάει να αγαπάμε ο ένας τον άλλον, να είμαστε συγκαταβατικοί, να παραιτούμαστε κάποιες φορές και από τα δικαιώματά μας». Ο δανειστής βεβαίως με τα λόγια του αγίου εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο. Στράφηκε και κατά του επισκόπου του. Αποτέλεσμα: έφυγε απειλώντας ότι θα σύρει τον χρεώστη στα δικαστήρια. Και ο άγιος Ισαάκ, αφού αγκάλιασε τον άνθρωπο και τον παρηγόρησε, λέγοντας ότι θα κάνει ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό, μάζεψε τα πράγματά του, εγκατέλειψε τον επισκοπικό του θρόνο και επανήλθε στο ησυχαστήριό του. Το σκεπτικό του ήταν ατράνταχτο: «Αν δεν μπορώ να πείσω τους χριστιανούς μου με τον λόγο του Ευαγγελίου, τότε ποια είναι η θέση μου εδώ;»

ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ

Ἡ ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου Προδρόμου συνιστᾶ ἰδιαίτερα χαρμόσυνο γεγονός γιά ὅλη τή Δημιουργία : χαίρουν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, ὅλος ὁ πιστός στόν Χριστό κόσμος, ἀλλά ἀκόμη καί ἡ ἴδια ἡ ἄλογη φύση: «Γήθεται ἅπασα κτίσις τῷ σῷ τόκῳ θεϊκῶς». Αἰτία γι᾽ αὐτό εἶναι ὄχι μόνον ὅτι γεννήθηκε ἕνας ἀκόμη ἄνθρωπος – καί αὐτό κατά τόν Κύριο εἶναι γεγονός χαρᾶς: «διά τήν χαράν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος ἐν τῷ κόσμῳ» εἶπε κάπου - ἀλλά ὅτι γεννήθηκε ἐκεῖνος πού προετοίμασε τό ἔδαφος γιά τόν ἐρχομό τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ, δηλαδή φάνηκε τό λυχνάρι πρίν ἔρθει τό φῶς, ἦρθε ἡ αὐγή πρίν ἀνατείλει ὁ Ἥλιος, ἀκούστηκε ἡ φωνή πού φανέρωσε τόν ἴδιο τόν Λόγο. Οἱ ὕμνοι τῆς ᾽Εκκλησίας μας δέν φείδονται ἐπαίνων καί ἐγκωμίων γιά νά δηλώσουν τή χαρμόσυνη αὐτή πραγματικότητα, ὅπως π.χ. «γεννήθηκε ὁ Πρόδρομος, ἡ φωνή τοῦ Λόγου καί τοῦ φωτός», «τό λυχνάρι ἔρχεται πρίν τό φῶς, ἡ αὐγή φανερώνει τήν ἔλευση τοῦ ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, προκειμένου να δημιουργηθοῦν ἐκ νέου ὅλα καί νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας».

῎Ετσι ἡ γέννηση τοῦ ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου ἀφενός ἀποτελεῖ χαρά πού ἀντανακλᾶ τήν ὑπέρμετρη καί ἄφατη χαρά γιά τόν ἐρχομό στόν κόσμο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ μας, ἀφετέρου προβάλλει τό μέγεθος τῆς προσωπικότητας τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη, ἀφοῦ εἶναι ὁ μόνος μάλιστα πού δέχτηκε ἀργότερα τόσους ἐπαίνους ἀπό τόν Κύριο καί συνεπῶς δηλώθηκε μέ τόν πιό πανηγυρικό τρόπο τό ὕψος τῆς ἁγιότητάς του: «Κανείς ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν εἶναι μεγαλύτερος τοῦ Ἰωάννου», «ὁ μεγαλύτερος προφήτης ἀπό ὅλους τούς προφῆτες, πού ἄλλος σάν κι αὐτόν δέν ὑπάρχει οὔτε πρόκειται νά γεννηθεῖ». Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας, στοιχώντας στόν ἴδιο τόν ἀρχηγό της, τόν τοποθέτησε δεύτερο μετά τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, μέ ἰδιαίτερη καθημερινή μνημόνευσή του μετά ἀπό Αὐτήν καί μέ τή θέση του στό τέμπλο κάθε ναοῦ στά ἀριστερά τοῦ Κυρίου.

Τό προφητικό καί προδρομικό του στοιχεῖο δηλώθηκε ἀπό τήν ἀρχή τῆς δράσης του στήν ἔρημο τοῦ ᾽Ιορδάνου, πρῶτον μέ τό κήρυγμα τῆς μετανοίας καί τό βάπτισμα τῆς μετανοίας καί δεύτερον μέ τή διαρκή ἀναφορά του στόν ἐρχόμενο Μεσσία. Κι αὐτά τά δύο ἦταν ἄμεσα συνδεδεμένα μεταξύ τους, διότι κανείς δέν μποροῦσε καί δέν μπορεῖ νά πιστέψει στόν Χριστό, ἀποδεχόμενος Αὐτόν ὡς προσωπικό του λυτρωτή, ἄν δέν μετανοήσει γιά τίς ἁμαρτίες του, μέ ἀλλαγή τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς του καί μέ προσανατολισμό του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνησιότητα τῆς δράσης του ἀπό τήν ἄλλη, δηλαδή ὅτι βρίσκεται στό ἔργο αὐτό σταλμένος ἀπό τόν Θεό, ἐπιβεβαιώθηκε καί ἀπό τό μαρτυρικό τέλος τῆς ζωῆς του, πού ἐπιστέγασε οὐσιαστικά τήν ὅλη μαρτυρική πορεία του, καί κυρίως ἀπό τά λόγια, ὅπως εἴπαμε, τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, γιά τόν Ὁποῖο ὁ Ἰωάννης πάντοτε τόνιζε ὅτι «Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι» - Ἐκεῖνος πρέπει νά αὐξάνει καί ἐγώ νά ἐλαττώνομαι. Ἡ μεγαλωσύνη του ἀπό τήν ἄποψη αὐτή φάνηκε καί ἀπό τό μέγεθος τῆς ταπείνωσής του.

Ἡ ὑπέρμετρη ἁγιότητά του καί τό καταλυτικό γιά τήν προετοιμασία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Χριστοῦ ἔργο του δέν ὀφείλονται μόνο στή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ᾽Ιωάννης ἦταν ὁ ἐνεργούμενος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ προφήτης, ἀλλά πού συνήργησε σ᾽ αὐτό καί ὁ ἴδιος τά μέγιστα, γιά νά ἀναδειχθεῖ στό σημεῖο πού ἔφτασε. Καί ἡ συνέργειά του ἔγκειτο στήν κατάθεση τῆς θέλησής του στήν ὑπακοή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. ᾽Αδιάκοπα ὁ ᾽Ιωάννης , ἤδη ἐκ βρέφους κοιλίας, ἔθετε τόν ἑαυτό του στήν ὑπηρεσία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, γεγονός πού σημαίνει ὅτι αὐτά πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός – τά χαρίσματα τοῦ κατά φύσιν – τά ἐργάστηκε μέ τέτοιον τρόπο διά τῆς ἁγνότητάς του καί τῆς σωφροσύνης του, ὥστε νά ἀποφύγει ὅ,τι ὁδηγοῦσε στήν ἁμαρτία – τό λεγόμενο παρά φύσιν – καί νά φτάσει μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ στό μεγαλεῖο τῆς ἐν Θεῷ παραμονῆς του – σ᾽ αὐτό πού ὀνομάζεται ὑπέρ φύσιν.  Κατά τά λόγια μάλιστα τοῦ δοξαστικοῦ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ, ποιήματος τῆς ἁγίας Κασσιανῆς, «ἁγνείαν γάρ παντελῆ καί σωφροσύνην ἀσπασάμενος, εἶχε μέν τό κατά φύσιν, ἔφυγε δέ τό παρά φύσιν, ὑπέρ φύσιν ἀγωνισάμενος». Αὐτόν λοιπόν ὅλοι οἱ πιστοί, μιμούμενοι κατά τίς ἀρετές του, ἄς τόν παρακαλοῦμε νά πρεσβεύει γιά ἐμᾶς, γιά νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας.

23 Ιουνίου 2022

ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: «ΠΟΥ ΕΜΑΘΑ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ»

«Κύριε, σώσον ημάς! Είδατε μυστικά (της πνευματικής ζωής)! Δεν τα ξέρουνε αυτά οι άνθρωποι. Αυτά είναι μυστικά που εγώ τα έχω μάθει μέσα στην Παρακλητική, μέσα στα Μηναία. Πω! Πω! Όλα, και ο άγιος Εφραίμ και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος και όλοι οι καλοί. Μέσα όμως η υμνολογία έχει τρόπους και μεγαλεία και λεπτότητες και ευαισθησίες και μεταρσιώματα και οράματα και μεταρσιώσεις… Ήρθε μία που δεν ήτανε τόσο καλά γιατί την εβλάψανε οι ακολουθίες, κουράστηκε και δεν ήθελε να πάει στην Εκκλησία. Λοιπόν, λέει: «Ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου, και κάθε βράδυ. Κουράστηκα, δεν μπορώ να ακούω αυτά τα πράγματα». Ενώ το να λες «Ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου, Κύριε των Δυνάμεων, επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου», πώς το λέει εκεί, «Εις τας αυλάς του Κυρίου, επιποθεί και εκλείπει η ψυχή». Λοιπόν, αυτά και όλη την ημέρα να λες «Ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου» και όλα και όλη την ημέρα να λες ψαλμούς, ποτέ δεν έχω κούραση. Εδώ πέρα βλέπεις που αγαπιούνται και λένε «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» και όλα τα τραγούδια που ακούς στα ραδιόφωνα «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» όλα, όλο αυτή τη λέξη ακούεις. Καταλάβατε; Αυτή, ας πούμε, του έρωτος του επιγείου. Αλλά στον Θεό είναι άλλος έρως, άλλο πράμα, άλλη, άλλη χαρά» (Ευαγγ. Καραδήμου, Βίος και Πολιτεία του οσίου Γέροντος Πορφυρίου, εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι, 2011).

Δεν είναι λίγες οι φορές που ο όσιος Πορφύριος τόνιζε όχι απλώς τη σημασία της εκκλησιαστικής υμνογραφίας για την πνευματική ζωή ενός πιστού χριστιανού, αλλά τη μέγιστη αξία που έχει. «Τα μυστικά της πνευματικής ζωής από τους ύμνους της Εκκλησίας τους έμαθα» σημείωνε. «Και μπορεί να μην έχω φτάσει το ύψος στο οποίο μας οδηγούν, όμως έμαθα τον τρόπο». Φτάνει μάλιστα σε σημείο ίσως υπερβολής, όταν ομολογεί ότι ακόμη και από τους μεγάλους οσίους, τους «καλούς», άγιο Εφραίμ, άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, οι ύμνοι της Παρακλητικής και των Μηναίων – ό,τι εξαγγέλλει μέσα από αυτούς η Εκκλησία για την Αγία Τριάδα, για τους αγίους, για την πνευματική ζωή – πρόσφεραν στον ίδιο μεγαλύτερη ωφέλεια. Κι αυτό γιατί, κατά τα λεγόμενά του, εκεί βρίσκεις «τρόπους και μεγαλεία και λεπτότητες και ευαισθησίες και μεταρσιώματα και οράματα και μεταρσιώσεις». Κι ήταν βαθιά πεποίθησή του ότι τούτο ισχύει όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για όλους τους χριστιανούς. Όταν προέτρεπε τους αδελφούς που τον επισκέπτονταν να ακολουθήσουν τη μέθοδο αυτή αγιασμού τους, εκείνοι, κι αν ακόμη εξέφραζαν στην αρχή κάποια επιφύλαξη, αργότερα όμως υπακούοντας, από την εμπειρία τους βεβαίωναν την ίδια αλήθεια. «Είχα μία – έλεγε – η οποία δεν διάβαζε κανόνες, δεν έδινε σημασία στους αγίους και στην υμνολογία και αυτά που λέω σχεδόν τέτοια. Μια μέρα την κατατόπισα και τώρα… Τόσο πολύ της άρεσαν∙ διαβάζει, και κανένα που χτυπάει πολύ, με παίρνει στο τηλέφωνο και μου λέει: «Σ’ ευχαριστώ, Γέροντα, που μ’ έβαλες σ’ αυτούς τους θησαυρούς που περιφρονούσα, επειδή σχεδόν έτσι είχα διδαχτεί».

Κατά τον μεγάλο όσιο λοιπόν, στην υμνολογία της Εκκλησίας βρίσκεις όλους τους τρόπους για να αγιάσεις, βρίσκεις εκφρασμένη με γλυκό τρόπο την Αγία Γραφή αλλά και την Πατερική Παράδοση – η υμνολογία συνιστά μία σύνοψη όλων των θησαυρών του Αγίου Πνεύματος. Κι ένας βασικός λόγος της πραγματικότητας αυτής για τον όσιο ήταν ότι οι εκκλησιαστικοί μεγάλοι ποιητές, Ιωάννης μοναχός, Ιωσήφ, Θεοφάνης κ.ά., ήταν κι αυτοί μεγάλοι άγιοι που μπορούσαν να διακρίνουν τα σημάδια της αγιότητας και να επισημάνουν και όλες τις παραμέτρους τους. Ο λόγος του είναι σαφής: «Δεν γνωρίζουν αυτοί που ασχολούνται, ίσως και οι μοναχοί πολλές φορές, το μεγαλείο των αγίων ποιητών που έχουν ασχοληθεί με την υμνολογία της Εκκλησίας μας. Πω! Πω! Τι είναι αυτό!...Σας λέω ότι είναι σαν τον άγιο Σάββα, σαν τον άγιο Εφραίμ, σαν τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος. Τέτοιοι είναι και αυτοί. Μέσα στους ύμνους τους, μέσα στους κανόνες τους, μέσα στους όρθρους που έχουνε φτιάξει. Τι μεγαλεία! Εκεί μαθαίνει κανείς όλους τους τρόπους πώς να γίνει άγιος. Επαινώντας τον άγιο, κατείχαν όλα οι ίδιοι από πείρα και επαινούσαν τον άγιο και έγραφαν όλους τους τρόπους που μεταχειριζόταν ο άγιος

Πώς όμως παρουσιάζει την περίπτωση ο μέγας Γέρων εκείνης της εν Χριστώ αδελφής που είχε κουραστεί από τη διαρκή επανάληψη των ψαλμικών λόγων και των ίδιων κάθε φορά ακολουθιών, τόσο που δεν ήθελε πια να πηγαίνει και στην Εκκλησία; Η απάντησή του δίνει την απάντηση και για ένα μεγάλο μέρος χριστιανών μας, οι οποίοι και αυτοί «βαριούνται» και «πλήττουν» στις ακολουθίες, βρίσκοντας τρόπο «διαφυγής» είτε με την απουσία τους από τον Ναό είτε, συχνότερα, από τη «σμίκρυνση» της παρουσίας τους – όσο αργότερα και προς το τέλος, τόσο και καλύτερα! Τι λέει; Δεν υπάρχει αγάπη προς τα λόγια του Θεού και των αγίων. Μετέχουμε δηλαδή στις εκκλησιαστικές προσευχές, αλλά τυπικά και όχι καρδιακά. Τα λόγια είτε των ψαλμών είτε των ύμνων δεν μας κινητοποιούν, δεν μας αλλοιώνουν τον εσωτερικό κόσμο, δεν γίνονται το όχημα αναβάσεως της καρδιάς μας σε ό,τι μας αποκαλύπτουν. Οπότε, χωρίς αγάπη δεν υπάρχει το ανάλογο ενδιαφέρον. Δεν είναι τυχαίο ότι φέρνει ο άγιος το παράδειγμα των διαφόρων ερωτικών κοσμικών τραγουδιών. Εκεί αδιάκοπα προβάλλεται η αγάπη του άνδρα προς τη γυναίκα, της γυναίκας προς τον άνδρα: «σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ», γιατί έχει πληγεί η καρδιά από τον ανθρώπινο έρωτα. Κι αν αυτό συμβαίνει σ’ αυτόν τον έρωτα, λέει ο άγιος, πόσο περισσότερο πρέπει να συμβαίνει στον θεϊκό έρωτα που είναι απείρως βαθύτερος και μεγαλύτερος από τον κοσμικό!

Η έλλειψη βεβαίως της αγάπης προς τα λόγια του Θεού αποκαλύπτει την έλλειψη αγάπης προς τον ίδιο τον Θεό. Θεός και λόγια του Θεού ευρίσκονται στην ίδια συστοιχία – ο Θεός «κρύβεται» μέσα στα λόγια Του, μας διδάσκουν οι άγιοι. Ο ίδιος άλλωστε ο Κύριος είπε ότι θα φανερώσει τον εαυτό Του σ’ εκείνον που θα Τον αγαπήσει, τουτέστιν θα τηρήσει τις άγιες εντολές Του. Όταν μιλάμε για αγάπη προς τον Θεό μιλάμε πάντοτε για αγάπη προς τα λόγια, τις εντολές, τα κρίματα, τα δικαιώματά Του! Αναζητώ τον Θεό λοιπόν σημαίνει ότι «κυνηγάω» τις εντολές Του, προκειμένου να τις κάνω ένδυμα και σπίτι μου, να ενοικήσω σε αυτές, διαπιστώνοντας και τη δύναμη που περικλείουν, τη χάρη Εκείνου. Ο Κύριος για παράδειγμα που μας έμαθε να προσευχόμαστε με το «Πάτερ ημών», μας έμαθε στην πραγματικότητα να μπορούμε να Τον «αγκαλιάζουμε» μ’ έναν πολύ αισθητό και άμεσο τρόπο – το Πνεύμα Του προσεγγίζουμε κάτω από τις λέξεις και τους φθόγγους. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με όλη την Αγία Γραφή και με όλη την εκκλησιαστική υμνογραφία. Να ακούσουμε και πάλι τον άγιο πάλι στον συγκεκριμένο παραπάνω στίχο του «Ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου, Κύριε». «Μα θα πεις, “Ως αγαπητά”. Τι αγαπητά, μωρέ, εδώ είναι λαχτάρα. “Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου”. Σε ποθώ, Θεέ μου, και λιώνει η ψυχή μου κοντά Σου. Στην αγάπη Σου λιώνει. Ίσως αυτό θα έχει να πει “εκλείπει η ψυχή μου”. Ίσως θα έχει να πει: Λιώνει η ψυχή μου».

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΑΓΡΙΠΠΙΝΑ

«Η αγία Αγριππίνα, γέννημα και θρέμμα της ένδοξης Ρώμης, προσφέρει έντονα σαν μοσχομύριστο τριαντάφυλλο σε κήπο την ευωδία στις καρδιές των πιστών και διώχνει μακριά τη δυσωδία των παθών, ήδη από τη μικρή της ηλικία. Κι αυτό γιατί ομόρφυνε την ψυχή της με την παρθενία και τη γενναιότητά της κι έγινε νύμφη του Θεού και μάλιστα προχώρησε με θαρραλέο και ανδρείο τρόπο προς το μαρτύριο. Λοιπόν λόγω του έρωτα και της αγάπης της προς τον νυμφίο της Χριστό παραδόθηκε σε πολλά βασανιστήρια. Και καταρχάς ενώ ραβδίστηκε κατά το σώμα, συνέτριψε τα οστά της ασέβειας. Και στη συνέχεια, ενώ γυμνώθηκε από τα ενδύματά της, στηλίτευσε και έλεγξε τη γύμνωση του εχθρού. Κι ακόμη, ενώ την έδεσαν και της στρέβλωσαν τα πόδια, λύθηκε από άγγελο του Θεού και διέλυσε κάθε κακία. Οπότε, μέσα σ’ αυτά τα βάσανα ευρισκόμενη παρέδωσε την ψυχή της στον Θεό.

Τότε, η Βάσσα και η Παύλα και η Αγαθονίκη πήραν κρυφά το σώμα της μάρτυρος από την πόλη της Ρώμης κι αφού πέρασαν πολλά μέρη και θάλασσες έφτασαν στη Σικελία κι εκεί την έθαψαν. Όταν λοιπόν η Σικελία δέχτηκε το σώμα της, αμέσως λυτρώθηκε από το φοβερό σκότος των πονηρών πνευμάτων. Μάλιστα οι Αγαρηνοί που τόλμησαν να συλήσουν το τείχος του ναού της υπέστησαν παντελή καταστροφή. Από τότε και μέχρι σήμερα όσοι προσέρχονται στον ναό και το σκήνωμά της με πίστη βλέπουν να καθαρίζονται από τα πάθη και τις αρρώστιες τους, όπως και κάθε νόσος θεραπεύεται με τη δική της πρεσβεία στον Θεό».  

Όλη η ακολουθία της αγίας μάρτυρος Αγριππίνας, ποίημα κατά πάσα πιθανότητα του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους, ακολουθεί σχεδόν κατά πόδας το σύντομο παραπάνω συναξάρι, με πολύ μικρές παρεκβάσεις και επεξηγήσεις. Κι αυτό σημαίνει ότι ο υμνογράφος αναλώνεται πρωτίστως στην περιγραφή των διαφόρων βασάνων της μάρτυρος, όπως βεβαίως και στη συγκλονιστική θαυμαστή διάσωση του λειψάνου της από τις τρεις άγιες κι αυτές γυναίκες, τη Βάσσα, την Παύλα και την Αγαθονίκη, καθώς και την καταστροφή που υπέστησαν οι Αγαρηνοί από την απόπειρα σύλησης του ναού της. Κι εκείνο που αξίζει ιδιαιτέρως να επισημανθεί ως προσθήκη στο συναξάρι είναι ότι κατά τη μεταφορά του λειψάνου της αγίας μέχρι να φτάσει στην επαρχία των Σικελών ο υμνογράφος μάς αποκαλύπτει τη διπλή θαυμαστή ενέργεια της χάρης του Θεού, η οποία αφενός φώτιζε την πορεία των γυναικών – η νύχτα γινόταν ημέρα κι ο κάθε τόπος ευωδίαζε από όπου περνούσε το ιερό λείψανο – αφετέρου διάνοιγε τον νου της Βάσσας ώστε να προλέγει τα μέλλοντα. «Η νύχτα γινόταν ημέρα για χάρη των γυναικών που μετέφεραν το λείψανό σου, μάρτυς∙ κι ο κάθε τόπος που σε δεχόταν ευωδίαζε, όπως και με σφοδρότητα χανόταν κάθε δαιμονική παράταξη» (ὠδή η΄). «Έχοντας φωτισμένο νου γεμάτο από προφητεία η αοίδιμη Βάσσα, αξιώθηκε να προλέγει τα μέλλοντα ως παρόντα» (ὠδή ε΄).

Όμως δεν παύει διαρκώς από την άλλη να τονίζει ο άγιος Θεοφάνης, ευκαίρως ακαίρως, εκείνο το οποίο αποτελούσε κίνητρο της αγίας προκειμένου να παραμένει εν Χριστώ μέχρι της τελευταίας εκπνοής της: τον πόθο και την αγάπη της για τον νυμφίο της Χριστό. Κι εδώ συναντάται πράγματι η αγία με όλους τους αγίους και όλες τις αγίες της Εκκλησίας. Διότι όντως δεν μπορεί να κατανοηθεί η όποια αγιότητα ενός πιστού, αν δεν υπάρχει και δεν ληφθεί υπόψη η αγάπη και ο βαθύς έρωτας για τον Ιησού Χριστό και τον Τριαδικό Θεό. Εντελώς δειγματοληπτικά: «Πόθησες τον αθάνατο ζωοδότη νυμφίο, μάρτυς αοίδιμε, και γι’ αυτό του πρόσφερες ως αρραβώνα την άθλησή σου» (ὠδή α΄)∙ «Τη χτυπούσαν με ράβδους κι αυτή χαιρόταν, καθώς σύντριβε τα οστά της ασέβειας και φώναζε δυνατά: Τίποτε δεν θα με χωρίσει από την αγάπη Σου, Χριστέ» (ὠδή γ΄)∙ «Ξεπέρασες όλο τον πόλεμο της σάρκας, λόγω της αγάπης του νυμφίου σου, γι’ αυτό και υπέφερες με δύναμη τα βασανιστήρια τότε που σε χτυπούσαν, φωνάζοντας δυνατά: Η αύξηση των παθών δεν θα με χωρίσει από τη στοργή σου, Χριστέ» (ὠδή δ΄).

Η αγάπη και ο πόθος για τον Χριστό της αγίας Αγριππίνας εξηγείται περισσότερο με έναν συγκεκριμένο ύμνο από την ωδή γ΄. Αξίζει να τον παρουσιάσουμε. «Ο υπηρέτης της ασέβειας ακυρώθηκε και είδε μάταιο τον αγώνα του, όταν άπλωσε στη γη το σώμα σου. Κι αυτό γιατί  είχες τη διάνοιά σου σε πλήρη ανάταση προς τον Κύριο». Τι σημειώνει ο άγιος υμνογράφος; Ότι η αγάπη προς τον Χριστό δεν αποτελεί μία στοχαστικού χαρακτήρα κίνηση του πιστού, αλλά μία ολοκληρωτική στροφή του νου και της διάνοιάς του προς Εκείνον – κυριολεκτικά μία απόλυτης έντασης ορμή και διάθεση της ψυχής και της καρδιάς που αυτονόητα συμπαρασύρει και το σώμα. Πρόκειται γι’ αυτό που εντέλλεται ο λόγος του Θεού, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη πολύ περισσότερο όμως από τον Κύριο στην Καινή, «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος».

Με άλλα λόγια ο πιστός χριστιανός που θέλει να ζει με συνέπεια τις εντολές του Θεού βρίσκεται σε μία διαρκή ένταση, «σαν τεταμένη χορδή» για να θυμηθούμε τον όσιο Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ, δηλαδή ποτέ δεν μπορεί να παραμένει χαλαρός έστω κι αν εξωτερικά δεν δείχνει κάτι το ιδιαίτερο. Κι αυτήν την ένταση τη ζει κυρίως όταν οι εξωτερικές συνθήκες της ζωής του τον πιέζουν για να τον εκτρέψουν από την «ὁδόν» του Κυρίου, όπως συνέβη και την εποχή του μαρτυρίου της αγίας Αγριππίνας. Θα λέγαμε ότι το «τεταμένον τῆς διανοίας» ισοδυναμεί με το «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου» του προφητάνακτα Δαυίδ ή με το «ὅπου εἰμί ἐγώ, ἐκεῖ καί ὁ διάκονος ὁ ἐμός ἔσται» του ίδιου του Κυρίου. Στην περίπτωση αυτή, μας λένε οι άγιοι, ενεργεί τόσο πολύ η χάρη του Θεού, ώστε ο άγιος και στο μαρτύριο ευρισκόμενος δεν αισθάνεται καθόλου τους πόνους. «Ὁ πόθος νικᾶ τήν φύσιν», όπως σημειώνει αλλού η υμνογραφία της Εκκλησίας μας.