09 Ιουλίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Οὐδέ ἐν τῷ ᾽Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (Ματθ. 8, 10)

 Στό γνωστό περιστατικό τῆς θεραπείας τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου μᾶς παραπέμπει τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, κατά τό ὁποῖο ὁ Κύριος ῾ἐντυπωσιασμένος᾽ ἀπό τήν πίστη ἑνός ἑκατοντάρχου, ἑνός δηλαδή εἰδωλολάτρη στήν οὐσία, τόν ἐπαινεῖ γι᾽ αὐτήν καί ἀνταποκρίνεται στό αἴτημά του: ῾ὡς ἐπίστευσας, γενηθήτω σοι᾽. Ἡ προσέγγιση τῆς πίστης αὐτῆς τοῦ ρωμαίου ἀξιωματούχου λειτουργεῖ καί ἐδῶ - γιά νά χρησιμοποιήσουμε ἕνα σύγχρονο ψυχολογικό ὅρο - ἀρχετυπικά.

 

 1. ῎Εχει ἐπισημανθεῖ ὅτι δύο φορές ὁ Κύριος ἐπαίνεσε τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων σ᾽ ᾽Εκεῖνον ὡς τή φανέρωση τοῦ Θεοῦ: στήν περίπτωση τῆς Χαναναίας γυναίκας, πού παρακαλοῦσε τόν Κύριο γιά τή δαιμονισμένη κόρη της, καί στήν περίπτωση τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, δηλαδή στίς περιπτώσεις δύο θεωρουμένων εἰδωλολατρῶν. ᾽Ενῶ κανονικά θά ἔπρεπε στούς ῾υἱούς τῆς βασιλείας᾽, τούς ᾽Ισραηλίτες, νά ὑπάρχει ἡ πίστη αὐτή, διότι ἡ πίστη στόν Θεό εἶναι τό χαρακτηριστικό τοῦ λαοῦ πού ἐπιλέχθηκε ἀπό Αὐτόν πρός σωτηρία τοῦ κόσμου, τοῦτο δέν συμβαίνει. Τό ἀντίθετο μάλιστα. Τό σύνηθες δυστυχῶς στόν λαό αὐτό τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ ἀπιστία καί ἡ σκληροκαρδία, καταστάσεις, πού ἔλεγχαν διαρκῶς οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπό τόν Θεό προφῆτες, ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ πίστη εἶναι ἕνα λουλούδι, πού φυτρώνει ὄχι ἐκεῖ, πού νομικά, θά ἔλεγε κανείς, ὑπάρχει τό ἔδαφός της, στά πλαίσια δηλαδή ἑνός συγκεκριμένου λαοῦ, ἀλλά ἐκεῖ πού ὑπάρχει ῾καρδιά᾽, δηλαδή καλή διάθεση καί ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, ἄρα ὁπουδήποτε στόν κόσμο καί σ᾽ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο.

2. Ἡ ἐπαινουμένη ἀπό τόν Κύριο μεγάλη πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου, ὅπως καί ἡ ἀνάλογη βεβαίως τῆς Χαναναίας, δέν ἐξαντλεῖται σέ μία ἀποδοχή ἁπλῶς τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἑνός δασκάλου καί καθοδηγητῆ. ᾽Ακόμη καί ἡ ἀποδοχή Του ὡς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ σέ ἕνα νοησιαρχικό καί ἰδεολογικό ἐπίπεδο ἀπορρίπτεται ἀπό Αὐτόν. Διότι ῾καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίττουσι᾽ (ἅγιος ᾽Ιάκωβος), ὅπως καί ῾οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἀλλ᾽ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς᾽ (ὁ Κύριος). ᾽Εκεῖνο πού γίνεται ἀποδεκτό ὡς πίστη εἶναι αὐτό πού  ἐνεργοποιεῖ τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί τον κάνει νά φεύγει ἀπό τήν ῾ἡσυχία᾽ του καί τήν ἄνεση τῶν παθῶν του καί νά στρέφεται μέ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ἀλλάζοντας ἑπομένως τρόπο ζωῆς. Αὐτή ἡ πίστη, πού χαρακτηρίζεται μεγάλη, ῾συγκινεῖ᾽ τόν Χριστό καί Τόν κάνει νά ἀνταποκρίνεται ὁλοπρόθυμα καί ἄμεσα: ῾ἐγώ ἐλθών θεραπεύσω αὐτόν᾽. Καί ναί μέν δέν ἐπῆγε τελικῶς ὁ ῎Ιδιος, ἀλλά ἡ ἀπάντησή Του ὁδήγησε στό ἴδιο ἀποτέλεσμα: ῾ὡς ἐπίστευσας, γενηθήτω σοι᾽. ῎Ετσι ἡ μεγάλη πίστη εἶναι ἐκείνη πού γίνεται θεραπευτική ἐνέργεια γιά τόν ἄνθρωπο καί τούς οἰκείους του.

3. Ποιά τά γνωρίσματα τῆς μεγάλης πίστης, ὅπως αὐτά φαίνονται στήν παραπάνω περίπτωση;

(1) ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό καί τά λόγια Του, ὅτι δηλαδή εἶναι ᾽Εκεῖνος στόν Ὁποῖο φανερώνεται ὁ Θεός, ᾽Εκεῖνος στόν Ὁποῖο ὑπάρχει ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς ἡ μεγάλη πίστη ὑπερβαίνει ὁποιαδήποτε ἀμφιβολία καί δυσπιστία, πού κάνει τόν ἄνθρωπο δίψυχο καί ἄρα ἀνίκανο νά δεχθεῖ στήν ὕπαρξή του τόν Θεό. Ἡ μεγάλη πίστη εἶναι αὐτή στήν ὁποία μᾶς προσανατολίζει διαρκῶς καί ἡ ᾽Εκκλησία μας, μέ τήν προτροπή ῾ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα᾽. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στίς περιπτώσεις δύσπιστης προσέγγισης στό πρόσωπό Του, ὅπως γιά παράδειγμα τοῦ ἀρχισυναγώγου, μέ τό: ῾εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν᾽, προέτρεπε στήν ὑπέρβαση καί στήν ἐμπιστοσύνη σ᾽ Ἐκεῖνον, ἄν ἤθελε κανείς νά ἔβλεπε αἰσθητά στή ζωή του τήν ἐνέργεια τῆς χάριτός Του: ῾εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι᾽.

(2) ἡ ταπείνωση ὡς συναίσθηση τῆς μικρότητας καί τῆς ἀνεπάρκειας  τοῦ ἀνθρώπου. Συγκινεῖ πράγματι ἡ περίπτωση τοῦ ρωμαίου αὐτοῦ, πού ῾ἐκτός᾽ ἀκόμη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ εὑρισκόμενος, ἄν θά μποροῦσε νά τό πεῖ κανείς, ἀφοῦ ῾τό Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ᾽, παρουσιάζει μία ταπείνωση, τήν ὁποία ἐπισημαίνουμε μόνο στούς βίους τῶν ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας. ῾Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανός, ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς᾽. Καί ξέρουμε ὅτι χωρίς τήν ταπείνωση οὐσιαστικά πίστη στόν Θεό δέν ὑφίσταται. Ποῦ νά σταθεῖ ὁ Θεός, ἄν τό ἐγώ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει γεμίσει τήν καρδιά του καί τόν κάνει νά ἐπιζητεῖ μόνον τήν ἀνθρώπινη δόξα; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πάλι μᾶς ἀπεκάλυψε ὅτι ῾πῶς δύνασθε πιστεῦσαι, δόξαν παρ᾽ ἀλλήλων λαμβάνοντες καί τήν δόξαν τήν παρά τοῦ μόνου Θεοῦ οὐκ ἐπιζητοῦντες;᾽

(3) τό ἐνδιαφέρον γιά τόν συνάνθρωπο, ἐν προκειμένῳ ἕναν δοῦλο. Ὁ Κύριος – δέν βλασφημοῦμε, ἄν λίγο Τόν ἑρμηνεύσουμε - πρέπει νά συγκινήθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τήν ἀγωνία τοῦ ἀξιωματικοῦ γιά τόν δοῦλο του, γιατί ῾θύμιζε᾽ σ᾽ἕνα βαθμό τή δική Του ἐνέργεια σωτηρίας γιά τόν ἄνθρωπο: ῾Αὐτός Θεός ὤν ἐπτώχευσεν, ἵνα ἡμεῖς τῇ αὐτοῦ πτωχείᾳ πλουτήσωμεν᾽. Ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ῾κλίνει οὐρανούς᾽ καί κατέρχεται πρός τόν ῾κατώτερο᾽ ἄνθρωπο. Προφανῶς, ἡ ἀγάπη αὐτή τοῦ ἑκατοντάρχου στόν δοῦλο του ῾λυγίζει᾽ τήν ἀπειρία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μας.

 

 ᾽Εμπιστοσύνη στόν Χριστό, ταπείνωση, ἐνδιαφέρον γιά τούς ἄλλους. Τά κύρια γνωρίσματα τῆς μεγάλης πίστης, πού ἐνεργοποιοῦν τή σώζουσα καί θεραπευτική ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ. Μήπως καί στή δική μας δύσκολη καί δεινῶς βασανιζόμενη ἐποχή, μέ συμπτώματα πνευματικῆς καί ἠθικῆς παραλυσίας, ἡ λύση θά ἔρθει ἀπό τήν ἐπιθυμία καί τήν προσπάθειά μας νά ἀποκτήσουμε τή μεγάλη πίστη πού ἐπαινεῖ ὁ Χριστός; Ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας μας αὐτό τουλάχιστον ἀποδεικνύει. Ὅταν πολλοί ἅγιοι βεβαιώνουν ὅτι ὁ κόσμος μας στέκεται ἀκόμη, γιατί ὑπάρχουν ἐκεῖνοι πού προσεύχονται καί ζοῦν κατά Θεόν, τότε γιατί νά πιστεύσουμε ὅτι ὑπάρχει ἄλλη ἀποτελεσματική λύση; Ποιός πιά ῾φυσιολογικός᾽ ἄνθρωπος, μέ λίγη γνώση τῆς ἱστορίας καί λίγη πίστη στόν Θεό,  μπορεῖ νά ἔχει ἐμπιστοσύνη στά ἀνθρώπινα σχέδια; Μήπως δέν ἰσχύει πάντοτε αὐτό πού λέει τό γνωμικό: ῾ἐκεῖ πού σχεδιάζουν οἱ ἄνθρωποι, γελάει ὁ Θεός;᾽

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 


ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 8, 5-13)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγὼ  ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν. Και ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. Και γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ ̓ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. Καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, μόλις μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στήν Καπερναούμ, τόν πλησίασε ἕνας ἑκατόνταρχος καί τόν παρακαλοῦσε μ’ αὐτά τά λόγια: «Κύριε, ὁ δοῦλος μου εἶναι κατάκοιτος στό σπίτι, παράλυτος, καί ὑποφέρει φοβερά». Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέει: «Ἐγώ θά ἔρθω καί θά τόν θεραπεύσω». Ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος νά σέ δεχτῶ στό σπίτι μου· πές ὅμως μόνο ἕνα λόγο, καί θά γιατρευτεῖ ὁ δοῦλος μου. Εἶμαι κι ἐγώ ἄνθρωπος κάτω ἀπό ἐξουσία, καί ἔχω στρατιῶτες στή διοίκησή μου· λέω στόν ἕνα “πήγαινε” καί πηγαίνει, καί στόν ἄλλο “ἔλα” καί ἔρχεται, καί στόν δοῦλο μου “κᾶνε αὐτό” καί τό κάνει». Ὅταν τόν ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς, θαύμασε καί εἶπε σ’ ὅσους τόν ἀκολουθοῦσαν: «Σᾶς βεβαιώνω πώς τόση πίστη οὔτε ἀνάμεσα στούς Ἰσραηλίτες δέ βρῆκα. Καί σᾶς λέω πώς θά ’ρθουν πολλοί ἀπό ἀνατολή καί δύση καί θά καθίσουν μαζί μέ τόν Ἀβραάμ, τόν Ἰσαάκ καί τόν Ἰακώβ στό τραπέζι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ οἱ κληρονόμοι τῆς βασιλείας θά πεταχτοῦν ἔξω στό σκοτάδι· ἐκεῖ θά κλαῖνε, καί θά τρίζουν τά δόντια τους». Ὕστερα εἶπε στόν ἑκατόνταρχο ὁ Ἰησοῦς: «Πήγαινε, κι ἅς γίνει αὐτό πού πίστεψες». Καί γιατρεύτηκε ὁ δοῦλος ἐκείνη τήν ὥρα.

 


ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ρωμ. 6, 18-23)

Ἀδελφοί, ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ δικαιοσύνῃ. Ἀνθρώπινον λέγω διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς ὑμῶν. Ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν. Ὅτε γὰρ δοῦλοι ἦτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἦτε τῇ δικαιοσύνῃ. Τίνα οὖν καρπὸν εἴχετε τότε ἐφ ̓ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε; τὸ γὰρ τέλος ἐκείνων θάνατος. Νυνὶ δὲ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον. Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, εἶστε ἐλεύθεροι πιά ἀπό τό ζυγό τῆς ἁμαρτίας κι ὑπηρετεῖτε τό καλό καί τό δίκαιο. Χρησιμοποιῶ τήν ἀνθρώπινη εἰκόνα τῆς δουλείας, γιατί δέν μπορεῖτε ἀλλιώτικα νά μέ καταλάβετε. Παλιότερα εἴχατε ὑποδουλώσει ὅλο τό εἶναι σας σέ πάθη καί πράξεις ἀντίθετες στό θεϊκό θέλημα, μέ ἀποτέλεσμα νά ζεῖτε ἀντίθετα πρός τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι πρέπει καί τώρα νά ὑποδουλώσετε ὅλο τό εἶναι σας στό θεϊκό θέλημα, γιά νά βρεθεῖτε κοντά στόν Θεό. Μήν ξεχνᾶτε πώς, ὅσον καιρό ἤσασταν ὑπόδουλοι στήν ἁμαρτία, ἤσασταν μακριά ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ποιό ἦταν τό κέρδος σας ἀπό τή διαγωγή σας ἐκείνη; Ντρέπεστε τώρα γι’ αὐτήν, γιατί ὁδηγοῦσε τελικά στό θάνατο. Τώρα ὅμως εἶστε ἐλεύθεροι πιά ἀπό τήν ἁμαρτία κι ἀνήκετε στό Θεό. Καρπός τῆς καινούριας ζωῆς σας εἶναι ἡ ἁγιοσύνη, καί τό τέλος τῆς πορείας σας εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Γιατί ὁ μισθός πού δίνει ἡ ἁμαρτία εἶναι ὁ θάνατος, ἐνῶ τό δῶρο πού χαρίζει ὁ Θεός εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, τήν ὁποία ἔφερε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Κύριός μας.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΑΥΡΟΜΕΝΙΑΣ

 


«῾Ο ἅγιος Παγκράτιος καταγόταν ἀπό τήν ᾽Αντιόχεια, ἐνῶ χειραγωγήθηκε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν ἀπόστολο Πέτρο, ἀπό τόν ὁποῖο καί χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Ταυρομενίου. Συναντήθηκε κάποια στιγμή μέ τούς ναυτικούς Ρωμύλο καί Λυκαονίδη, ὁπότε καί πῆγε στή Σικελία, τούς κατοίκους τῆς ὁποίας ὁδήγησε στήν εἰς Χριστόν  πίστη ἀπαρχῆς.  ῞Οταν μάλιστα ἔφθασαν στό νησί ὁ Φάλκων καί ὁ Λύσσων, ἐξαφάνισε τά δαιμονικά εἴδωλα καί ἔκανε τόν ἡγεμόνα τοῦ τόπου Βονιφάτιο νά πιστέψει στόν Χριστό καί νά σέβεται τήν ᾽Εκκλησία. ῾Ο ἅγιος θεράπευε κάθε ἀσθένεια καί πρόσθετε καθημερινά πολλά πλήθη στήν ἀληθινή πίστη τοῦ Θεοῦ, ἐντάσσοντάς τα στήν ᾽Εκκλησία διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, μέχρις ὅτου λόγω ἀπουσίας τοῦ ἡγεμόνα Βονιφατίου φονεύτηκε ἀπό τούς αἱρετικούς Μοντανούς».

 

Μπορεῖ νά μήν εἶναι ἰδιαιτέρως γνωστός στήν ἐποχή μας ὁ ἅγιος Παγκράτιος, ὅμως τυγχάνει ἀποστολικός Πατέρας, ἰσοστάσιος σχεδόν τοῦ ἀποστόλου Πέτρου κατά τόν ἱερό ὑμνογράφο του Θεοφάνη, ἀφοῦ ὁ μέγας ἀπόστολος τόν χειραγώγησε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί τόν κατέστησε ἐπίσκοπο, ἐξαποστέλλοντάς τον μάλιστα στή Δύση προκειμένου νά φέρει τό φῶς τῆς ἀλήθειας σ᾽ αὐτήν. Πρόκειται, κατά τήν ὡραία εἰκόνα τοῦ ποιητῆ, γιά δεύτερο ποτάμι, συνέχεια τοῦ πρώτου καί μεγάλου, τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, τό ὁποῖο ἄρδευσε τίς χερσωμένες καρδιές καί ἀποξήρανε τά ποτάμια τῆς ἀσέβειας. ῎Η κατά ἄλλη εἰκόνα ὑπῆρξε ὁ ἅγιος πολύφωτος ἀστέρας πού πῆρε τό φῶς ἀπό τίς φωτοβόλες ἀκτίνες τοῦ Πέτρου, προκειμένου ἀκριβῶς νά φωταγωγήσει τούς πεσμένους στά βάραθρα τῆς ἀγνωσίας ἀνθρώπους τῆς Δύσης.

 «᾽Αφοῦ ἀρδεύτηκε καί γέμισε ὁ Πέτρος ἀπό τήν ἀκρότομη πέτρα τόν Χριστό, σέ στέλνει σάν ἄλλο ποταμό νά ἀρδεύεις χερσωμένες ψυχές καί νά ἀποξηραίνεις τά ποτάμια τῆς ἀσέβειας μέ τά ρεύματα τοῦ θείου κηρύγματος» (ὠδή δ´). «Μέ τά φωτοβόλα πυρσεύματα τοῦ Πέτρου καταυγάσθηκες στήν ψυχή καί τή διάνοια, καί σάν πολύφωτος ἀστέρας ἔφθασες στή Δύση, φωταγωγώντας μέ τίς διδαχές τούς ξεπεσμένους στά βάραθρα τῆς ἀγνωσίας, Παγκράτιε» (ὠδή θ´).

῾Ως καλός θεολόγος ὅμως ὁ ὑμνογράφος ἅγιος Θεοφάνης γνωρίζει ὅτι ἡ παράδοση τοῦ Πέτρου πρός τόν Παγκράτιο γιά τή διακονία τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἀνθρώπων ἀποτελεῖ στήν πραγματικότητα παράδοση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Πνεύματός Του πρός αὐτόν. Διότι ἀσφαλῶς ὅ,τι ἔχουν ὡς χάρη οἱ ἀπόστολοι εἶναι χάρη τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία διοχετεύει ὁ ῎Ιδιος μέσω αὐτῶν καί στούς ὑπολοίπους μαθητές Του. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος μέ ἄλλα λόγια ἔχει τόν πρῶτο καί τελευταῖο λόγο γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, οἱ δέ ἀπόστολοι καί ὅλοι οἱ μετά ἀπό αὐτούς ἀπόστολοι συνιστοῦν ὄργανα ᾽Εκείνου πού διακονοῦν τό ἔργο Του. Κι αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο τῆς χριστιανικῆς μας πίστεως: ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό εἶναι ἄμεση καί προσωπική μέ τόν ῎Ιδιο, ἐνῶ βεβαίως οἱ ἀπόστολοί Του, ὅπως καί οἱ διάδοχοί τους ἐπίσκοποι ἀποτελοῦν τά ἐχέγγυα τῆς γνήσιας αὐτῆς σχέσης μας πρός Αὐτόν, πού σημαίνει ὅτι ἔχουμε κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τόν Τριαδικό Θεό μας, ὅταν διατηροῦμε κοινωνία μέ τούς ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους. Γι᾽ αὐτό λοιπόν ὁ ἅγιος Θεοφάνης δέν παραλείπει νά σημειώσει: «Μέ τό πῦρ τοῦ Παρακλήτου ἀναδείχτηκες  πυρίπνοος, Παγκράτιε σοφέ, κι ἔφλεξες ἔτσι τήν ἀπάτη» (ὠδή δ´). «Σοῦ χαρίτωσε καί σοῦ λάμπρυνε τόν νοῦ πλούσια ὁ ᾽Ιησοῦς πού εἶναι ὁ φωτισμός καί ὁ Θεός ὅλων, καί ἔτσι ἔσωσε ἀπό τήν ἀλογία τούς λαούς μέ τόν λόγο σου» (ὠδή ς᾽).

Εἶναι περιττό βεβαίως νά σημειώσουμε ὅτι ὁ ἅγιος ποιητής ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ δύναμη τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Παγκρατίου, μέ τήν ὁποία μετέστρεφε στήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ τούς ἀνθρώπους, ἦταν δύναμη πού ἐνισχυόταν ἀφενός μέ τά θαύματα πού ἔκανε – μή λησμονοῦμε ὅτι κατά τήν πίστη μας τό θαῦμα ἔρχεται ὡς ὑπομνηματισμός τοῦ λόγου καί συνέχεια αὐτοῦ - καί ἀφετέρου μέ τόν ἁγιασμένο βίο του, τόν ὁποῖο σφράγισε καί μέ τό ἅγιο μαρτύριό του. ῎Αλλωστε μόνον ὁ λόγος χωρίς τή στήριξη τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς πολύ λίγα μπορεῖ νά προσφέρει στόν ἄνθρωπο. Γιά τόν ἅγιο Παγκράτιο ἴσχυε ὅ,τι καί γιά τούς ἀποστόλους καί ὅλους βεβαίως τούς ἁγίους: ῾οἷος ὁ λόγος, τοῖος ὁ βίος᾽. ῎Ετσι ὁ ἅγιος Παγκράτιος δίδασκε καί μέ τόν λόγο του, ἀλλά καί μέ τή σιωπή του, γι᾽ αὐτό καί ὑπῆρξε μία ἀκόμη φανέρωση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο. Μέ τά ἴδια τά λόγια τοῦ ἁγίου Θεοφάνη: «῾Ο βίος σου ἀστράπτοντας ἀπό τίς θεῖες καλλονές, μαύρισε τίς ὁρμές ὅλων τῶν δαιμόνων» (ὠδή δ´). «Προσέλκυσες τούς λαούς μέ τά θαύματά σου» (ὠδή ε´). «῾Ιερούργησες, σοφέ, τό εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ καί σφράγισες τίς ἔνθεες διδαχές σου λαμπρά μέ τό αἷμα σου, ἱερομύστα μάρτυς Παγκράτιε» (ὠδή ς΄). 

08 Ιουλίου 2022

ΟΙ ΣΥΜΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

 

«Οι συμφορές και οι κίνδυνοι δίδαξαν πολλούς να προσεύχονται. Μ’ επισκέφτηκε κάποτε στην αποθήκη τροφίμων ένας στρατιωτικός, που κατευθυνόταν στη Θεσσαλονίκη. Η ψυχή μου τον αγάπησε και του λέγω: «Προσεύχου στον Κύριο να λιγοστέψουν οι θλίψεις». Κι αυτός απαντά: «Ξέρω να προσεύχομαι. Το έμαθα στον πόλεμο, όταν ήμουν στις μάχες. Παρακαλούσα θερμά τον Κύριο να με φυλάξει ζωντανό. Τα βόλια έπεφταν, τα βλήματα έσκαζαν και λίγοι έμειναν στη ζωή. Αν και πήγα πολλές φορές στη μάχη, ο Κύριος με φύλαξε». Ενώ τα έλεγε αυτά, έδειχνε πως προσευχόταν και από τη στάση του σώματός του φαινόταν πως ήταν όλος βυθισμένος στον Θεό» (Οσίου Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας). 

 

Ένας από τους πιο βαθιά προσευχομένους ανθρώπους της συγχρόνου εποχής, που θα πει τους ολοκληρωτικά στραμμένους με μεγάλο πόθο στην αγάπη του Θεού, ήταν ο μεγάλος όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Ο εξίσου μεγάλος Σωφρόνιος ευτύχησε, όπως ομολογεί, να έχει ως Γέροντά του τον Σιλουανό τα τελευταία οκτώ έτη της ζωής του οσίου και ευτυχήσαμε και εμείς μαζί του, γιατί ο Θεός τον φώτισε και διέσωσε τα πολύτιμα χειρόγραφά του, τα οποία και σχολίασε μυώντας μας στο απόθετο κάλλος τους, συνεπώς φέρνοντας ενώπιόν μας έστω και ως υποψία κάτι από τη βαθιά καρδιά του μεγάλου Αθωνίτη. Κι είναι διπλό το καλό, ας πούμε εν παρενθέσει, από την εμπνευσμένη ενέργειά του. Πρώτον γιατί φάνηκε πολύ καθαρά πως το Πνεύμα του Θεού σε κάθε εποχή όπου συναντά άνθρωπο με πόθο και αγάπη προς Αυτόν, εκεί προσφέρεται πλουσιοπάροχα – «ουκ εκ μέτρου δίδωσι το Πνεύμα του ο Θεός». Δεύτερον, γιατί ενώπιον του αγίου και του ιλιγγιώδους πνευματικού ύψους του κατανοούμε οι σύγχρονοι χριστιανοί πόσο μικροί και μηδαμινοί είμαστε, πόσο τα θεωρούμενα «κατορθώματά» μας μοιάζουν ψελλίσματα βρέφους μπροστά σε σοφό επιστήμονα, που σημαίνει ότι μαζί του τελικώς προχωρούμε κι εμείς λόγω ακριβώς της ταπείνωσής μας αυτής.

Όχι μόνο τα σχόλια του μαθητή και υποτακτικού αγίου Σωφρονίου, αλλά κυρίως τα ίδια τα έργα του οσίου Σιλουανού αποκαλύπτουν ότι κάθε λόγος του οσίου είναι καρπός και απαύγασμα προσευχής. Εκείνος, ως αληθώς προσευχόμενος, είχε τον φωτισμό να διακρίνει ακόμη και από τη στάση του ανθρώπου που συναντούσε αν όντως αυτός σχετιζόταν με τον Θεό εν προσευχή ή όχι – ό,τι επισημαίνει ο απόστολος Παύλος για τον αληθινό χριστιανό: «ο πνευματικός ανακρίνει πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται». Το ομολογεί απερίφραστα ο όσιος: «και από τη στάση του σώματός του φαινόταν πως ήταν όλος βυθισμένος στον Θεό». Εμείς το καταλαβαίνουμε από τα κείμενά του, γιατί μιλούν για την προσευχή, τις προϋποθέσεις αυτής, τα ενεργήματά της, τις δυσκολίες και τους κινδύνους που μπορεί να αναπτυχθούν από τη μη ορθή εξάσκησή της, με τον τρόπο που βλέπουμε στην Αγία Γραφή, στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, στους βίους των αγίων μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σοφοί μεγάλοι σύγχρονοι θεολόγοι και ιεράρχες έχουν εν ταπεινώσει ομολογήσει ότι κάθε πρόταση του αγίου Σιλουανού μπορεί να αποβεί έναυσμα για ολόκληρη πραγματεία – είναι τέτοιο το βάθος της σοφίας του λόγου του που απαιτούνται πολλοί άλλοι λόγοι για να αναλυθεί και να γίνει σαφές σε εμάς τους πολλούς.

Ας δώσουμε ένα δείγμα από τον λόγο του για την προσευχή: «Όποιος αγαπά τον Κύριο, σκέφτεται πάντα Εκείνον και η θύμηση του Θεού γεννά την προσευχή. Αν δεν θυμάσαι τον Κύριο, τότε και δεν θα προσεύχεσαι∙ και χωρίς την προσευχή δεν θα παραμείνει η ψυχή στην αγάπη του Θεού, γιατί η χάρη του Αγίου Πνεύματος έρχεται με την προσευχή».

«Η προσευχή δίνεται στον προσευχόμενο. Η προσευχή που γίνεται μόνο από συνήθεια, χωρίς καρδιά συντετριμμένη για τις αμαρτίες της, δεν είναι αρεστή στον Θεό. Θα διακόψω για λίγο τον λόγο για την προσευχή. Νοσταλγεί η ψυχή μου τον Κύριο και Τον αναζητώ με πόθο και η ψυχή μου δεν μπορεί να σκέφτεται τίποτε άλλο».

«Ω άνθρωπε, μάθε την κατά Χριστόν ταπείνωση και θα σου χαρίσει ο Κύριος να γευτείς τη γλυκύτητα της προσευχής».

Τι λέει επιπλέον όμως ο όσιος Σιλουανός στο απόσπασμα του λόγου του με το οποίο ξεκινήσαμε; Ότι βεβαίως ο ίδιος ο Κύριος διδάσκει την προσευχή σ’ εκείνον που αγωνίζεται σ’ αυτήν: «Αυτός εστιν ο διδούς ευχήν τω ευχομένω» κατά τη Γραφή, όμως και «οι συμφορές και οι κίνδυνοι δίδαξαν πολλούς να προσεύχονται». Διότι όπως είναι ευνόητο στις δύσκολες αυτές καταστάσεις όπου διακυβεύεται η ίδια η ζωή του ανθρώπου η μόνη καταφυγή, ιδίως για έναν χριστιανό, είναι ο Θεός. Όταν δεν έχεις κανένα ανθρώπινο και επίγειο αποκούμπι – και στις συμφορές και στους κινδύνους πράγματι εξανεμίζονται όλα τα ανθρώπινα στηρίγματα – πού αλλού να στραφείς πέραν του Θεού σου; Ακόμη και δηλωμένοι άθεοι στους κινδύνους βλέπουμε να βοούν προς τον Κύριο, γιατί στον κίνδυνο για τη ζωή χάνεται η όποια «παλληκαριά» και η κάθε ψευδαίσθηση της δύναμης του ανθρώπου. Ο κίνδυνος με άλλα λόγια, όπως η εμπειρία του καθενός μας επιβεβαιώνει, προκαλεί τον άνθρωπο να ξυπνήσει πνευματικά και να φέρει το κρυμμένο βάθος της ψυχής του στην επιφάνεια. Θυμίζει τούτο αυτό που έλεγε εκείνος ο όσιος ασκητής, ο οποίος όταν ρωτήθηκε ποιος τον έμαθε να προσεύχεται απάντησε: ο διάβολος. Εξηγώντας: από τις κατά παραχώρηση του Κυρίου επιθέσεις του, εγώ διαρκώς κατέφευγα στον Κύριο!

Ο συγκεκριμένος αξιωματικός που γνώρισε ο άγιος Σιλουανός κράτησε όμως την προσευχή και μετά τους κινδύνους από τις μάχες που έλαβε μέρος – έμαθε να προσεύχεται και συνέχισε να βαθαίνει τη σχέση του με τον Θεό και στην περίοδο της ειρήνης. Δυστυχώς πολλοί δεν επιτελούν το ίδιο. Σε κινδύνους που αντιμετωπίζουν δηλαδή καταφεύγουν στον Θεό πράγματι, Τον επικαλούνται με πόνο, νιώθουν την ευεργετική παρουσία Του, αλλ’ όταν «ησυχάζουν» επανέρχονται στον προηγούμενο εγωιστικό τρόπο ζωής τους. Σαν την περίπτωση των εννέα από τους δέκα λεπρούς του Ευαγγελίου, οι οποίοι στράφηκαν προς τον Κύριο, Τον επικαλέστηκαν, θεραπεύτηκαν αλλά μετά Τον… διέγραψαν! Ο ένας μόνο σκέφτηκε να γυρίσει και να Τον ευχαριστήσει, φανερώνοντας ότι θέλει να κρατήσει τη σχέση του μ’ Εκείνον. Γι’ αυτό βεβαίως και ήταν ο μόνος που πράγματι «σώθηκε» - βρήκε τον Θεό του!

Ο Κύριος μας διδάσκει την προσευχή, κυρίως μέσα από τους πειρασμούς. Το ζητούμενο όμως για τη σωτηρία μας δεν είναι απλώς η επίκλησή Του κάποιες στιγμές της ζωής μας, αλλά η «μάθηση» της αγάπης Του. Όταν με επίγνωση αποκτήσουμε λίγη έστω αίσθηση του πόσο μας αγαπά, τότε θα παλεύουμε για την προσευχή δίχως σταματημό και ανάπαυλα. Γιατί θα έχουμε γευτεί, κατά τον μεγάλο όσιο, τη γλυκύτητα της παρουσίας Του. «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος».