῾Τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες᾽ (Ρωμ. 12,
12)
Στό μικρό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς
Κυριακῆς ἀπό τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ μεγάλος ἀπόστολος
ἀναφέρεται στά εἰδικά ἀλλά καί στά γενικά χαρίσματα πού ὁ Θεός χαρίζει στούς
πιστούς. ῾Ο καθένας, σημειώνει, ἀνάλογα μέ τόν χαρακτήρα του καί τήν θέση του
στήν ᾽Εκκλησία πρέπει νά καλλιεργεῖ ἐκεῖνο τό χάρισμα πού βλέπει ὅτι τόν ἐκφράζει
καί πού τοῦ ἔχει ἀνατεθεῖ: τό προφητικό γιά παράδειγμα, τό διδασκαλικό, ἡ
προϊσταμενία, ἡ διακονία τῶν ἄλλων. ᾽Αλλά ἀνεξάρτητα ἀπό τό τί ὁ καθένας εἶναι ὡς
προσωπικότητα, πέρα ἀπό τήν θέση πού πιθανόν κατέχει στήν ᾽Εκκλησία, εἶναι ὑποχρεωμένος
ὡς χριστιανός νά καλλιεργεῖ τό χάρισμα τῆς ἀγάπης, νά εἶναι ταπεινός, νά ὑπακούει
μέ ὅλην τήν καρδιά του τόν Κύριο, νά ὑπομένει στίς θλίψεις, νά μετέχει στήν ἀνάγκη
τῶν ἄλλων, νά ἐπιδιώκει τήν φιλοξενία. Καί μέσα σ᾽ αὐτά τά γενικά χαρίσματα πού
θεωρεῖ ὁ ἀπόστολος ὡς δεδομένα γιά νά εἶναι κανείς χριστιανός εἶναι ἡ προσευχή,
καί μάλιστα ἡ ἐπιμονή σ᾽ αὐτήν, κάτι πού θά μᾶς ἀπασχολήσει περισσότερο στήν
συνέχεια. ῾Τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες᾽ λέει.
1. Θά πρέπει καταρχάς νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι
γιά τήν πίστη μας ἡ προσευχή δέν θεωρεῖται μία ἐπιμέρους ἀρετή ἤ ἕνα χάρισμα
πού ἔχει δοθεῖ ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ σέ ὁρισμένους πιστούς ξεχωριστῆς ἰδιοσυγκρασίας.
Πρόκειται γιά χάρη πού σφραγίζει τόν κάθε πιστό ἀπό τήν στιγμή πού θά εἰσέλθει
στήν ᾽Εκκλησία διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί θά τόν συνοδεύει σέ ὁλόκληρη τήν
ζωή του, τήν ἐδῶ ἀλλά καί τήν μετέπειτα. Κι αὐτό σημαίνει βεβαίως ὅτι ἡ
προσευχή συνιστᾶ τό κέντρο καί τόν πυρήνα τῆς ἐν Χριστῷ ὑπάρξεως σέ σημεῖο
τέτοιο, ὥστε θά μποροῦσε ὁ χριστιανός νά ὁριστεῖ ἀκριβῶς ἔτσι: ὡς ὁ ἐν προσευχῇ
ζῶν καί ὑπάρχων. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή εἶναι αὐτονόητο ὅτι μιλᾶμε γιά μία
κατάσταση πού ὑπερβαίνει τήν ἀντίληψη τῆς προσευχῆς ὡς ἔκφρασης λόγων καί λέξεων μόνο, κι ἀκόμη τήν κατανόησή
της μέ τό βάθος τῆς νοερᾶς καί καρδιακῆς ἀναφορᾶς πρός τόν Κύριο. ῾Ο
βαπτισμένος καί χρισμένος πιστός γίνεται ὁ ἴδιος μία ἀέναη καί ἀδιάκοπη
προσευχή, ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξή του λειτουργεῖ προσευχητικά, πού θά πεῖ ὅτι ὁ
χριστιανός προσεύχεται εἴτε λέγοντας προσευχές εἴτε σιωπώντας εἴτε σκεπτόμενος
εἴτε κινούμενος καί εὑρισκόμενος σέ ὁποιαδήποτε ἐργασία στόν κόσμο τοῦτο.
2. ῾Υπερβολή μήπως; Εἶναι
πραγματικότητα τά παραπάνω; Καί ναί καί ὄχι. Ναί, γιατί ὑπάρχει ἕνα
δεδομένο. ῎Οχι, γιατί ὑπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις.
Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ἀσφαλῶς ἡ ὕπαρξη
τοῦ χριστιανοῦ λειτουργεῖ προσευχητικά, μέ τό δεδομένο τοῦ ἁγίου βαπτίσματος
καί τοῦ ἁγίου χρίσματος. ᾽Αφ᾽ ἧς στιγμῆς ὁ ἄνθρωπος βαπτίζεται καί χρίεται, ἐνσωματώνεται
στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί γίνεται μέλος ᾽Εκείνου λαμβάνοντας τά χαρίσματα τοῦ ῾Αγίου
Πνεύματος. Συνεπῶς ἡ ὕπαρξή του χριστοποιεῖται καί φανερώνει στόν κόσμο τόν
Χριστό ῾ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ᾽. ῾Ο ῎Ιδιος ὁ
Κύριος δέν ὑποσχέθηκε μέ τό ἀψευδές στόμα Του ὅτι ᾽Εκεῖνος εἶναι ἡ ἄμπελος καί
οἱ πιστοί τά κλήματα; ῾Ο πιστός λοιπόν γίνεται προέκταση ᾽Εκείνου, συνεπῶς ἡ
σχέση του μέ τόν Χριστό εἶναι σχέση χαρισματικά ὀργανική, ὁπότε ἀναπνέει ἀδιάκοπα
Χριστό. Μέ ἄλλα λόγια ὁ χριστιανός δέν τοποθετεῖται ἀπέναντι στόν Χριστό ἤ στό
πλάι Του σάν νά εἶναι Αὐτός κάτι ἄλλο ἀπό τόν ἴδιο. ῾Ο πιστός ἀποτελεῖ συνέχεια
τοῦ Χριστοῦ, Χριστός ὅπως εἴπαμε καί αὐτός, γιατί αὐτήν τήν χάρη ἔδωσε ὡς δωρεά
ὁ Κύριος στούς ἀνθρώπους. ῾Η προσευχή λοιπόν θεωρεῖται ἔκφραση τῆς σχέσεως αὐτῆς
τοῦ πιστοῦ μέ τόν Κύριο, ἡ ἀναπνοή τοῦ Κυρίου μέσα ἀπό τήν καρδιά καί ὅλην τήν ὕπαρξη
τοῦ πιστοῦ. ῾Αὐτός διδούς εὐχήν τῷ εὐχομένῳ᾽
κατά τόν λόγο τῆς Γραφῆς. Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά νά δείξει τήν μυστική αὐτήν
πραγματικότητα πού εἶναι κρυμμένη βεβαίως ἀπό τίς αἰσθήσεις τῶν ἀνθρώπων καί
μάλιστα τῶν ἀμυήτων τῆς πίστεως, σημειώνει ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ προσεύχεται
γιά ἐμᾶς μέσα στήν καρδιά μέ ἀλάλητους στεναγμούς. ῾Τό γάρ τί προσευξώμεθα καθ᾽ ὅ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ᾽ αὐτό τό Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις᾽ (᾽Εμεῖς
δέν ξέρουμε οὔτε τί οὔτε πῶς νά προσευχηθοῦμε. Τό Πνεῦμα ὅμως μεσιτεύει τό ῎Ιδιο
στόν Θεό γιά μᾶς μέ στεναγμούς πού δέν μποροῦν νά ἐκφραστοῦν μέ λέξεις). Καί
παραλείποντας πολλούς ἄλλους νά θυμηθοῦμε τόν ὅσιο ᾽Ιωάννη τῆς Κλίμακος σέ λόγο
του περί προσευχῆς: ῾Προσευχή εἶναι συνουσία
τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό᾽.
᾽Αλλά ὑπάρχει καί τό ὄχι τῶν προϋποθέσεων.
Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι αὐτό πού μᾶς δίδεται ὡς δεδομένο: νά εἴμαστε μέλη Χριστοῦ
καί ἡ προσευχή νά λειτουργεῖ κατά τρόπο ἐντελῶς φυσικό, σταματᾶ νά εἶναι ἔτσι,
γιατί ἀπαιτεῖται καί ὁ ἄνθρωπος νά ἀνταποκριθεῖ στήν δωρεά αὐτή. ῎Αν ὁ ἄνθρωπος
δέν συνεργήσει, ἄν δέν ἐνεργοποιήσει τήν χάρη τοῦ βαπτίσματος, πού σημαίνει νά
μένει στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου συνεπῶς νά ζεῖ τήν ζωή ᾽Εκείνου ὡς δική του ζωή, ἡ
προσευχή δέν ὑφίσταται. Κι αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού ἐξηγεῖ καί τήν ἀδυναμία ἤ τήν
φοβερή δυσκολία πολλές φορές τῶν ἀνθρώπων νά προσευχηθοῦν, γιατί πέρα ἀπό τόν
διάβολο πού πολεμάει τήν διάθεση προσευχῆς τοῦ πιστοῦ εἶναι καί ἡ χαλαρή καί ἀμελής
ἀντιμετώπιση τῆς δωρεᾶς νά εἶναι κανείς μέλος Χριστοῦ. Μήν λησμονοῦμε ὅτι σ᾽ αὐτόν
τόν κόσμο ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη τῆς διαρκοῦς ἐπιβεβαίωσης τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ. ῞Ο,τι
ὁ Θεός μᾶς ἔχει δώσει καί μᾶς δίνει ἀπαιτεῖται νά τό ἀποδεχόμαστε καί νά τό ἐνεργοποιοῦμε
μέ τήν θέλησή μας. Καί μάλιστα ὅταν γνωρίζουμε ὅτι συχνά ὁ Κύριος, προκειμένου
νά ἐνισχυθεῖ ἡ ἀδύνατη αὐτή θέλησή μας, αἴρει τήν χάρη Του ἤ τήν κρύβει
καλύτερα, γιά νά φανερωθεῖ καί ἡ δική μας ἐπιθυμία νά εἴμαστε μαζί Του.
Ναί λοιπόν. ῾Η προσευχή εἶναι φυσική
κατάσταση γιά τόν πιστό καί ὅ,τι πιό εὔκολο μπορεῖ νά θεωρηθεῖ, σάν τήν ἀναπνοή
τοῦ ἀνθρώπου προκειμένου νά ζήσει κι ἀκόμη περισσότερο. ῾Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον᾽ πού λέει καί ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, προεκτείνοντας τό ῾ἀδιαλείπτως
προσεύχεσθε᾽ τοῦ ἄλλου λόγου καί πάλι τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
῎Οχι ἀπό
τήν ἄλλη, γιατί στόν κόσμο τοῦτο τίποτε δέν θεωρεῖται δεδομένο κατά τρόπο
μαγικό. Τό συμπέρασμα; ῾Ο ἄνθρωπος καλεῖται ἀδιάκοπα νά γίνεται αὐτό πού τοῦ ἔχει
ἤδη δοθεῖ. Νά ἀγωνίζεται δηλαδή στήν προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι ἤδη δοσμένη σ᾽ αὐτόν
δωρεά, μέ τόν τρόπο πού εἴπαμε. ῎Ετσι ἐξηγεῖται καί τό ῾προσκαρτεροῦντες᾽ τοῦ ἀποστόλου: νά ἐπιμένετε στήν προσευχή, τό ὁποῖο
καί αὐτό ἀποτελεῖ διαφορετική διατύπωση τοῦ λόγου τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου ῾περί τοῦ δεῖν πάντοτε προσεύχεσθαι καί μή ἐκκακεῖν᾽.
3. Σπεύδουμε νά κάνουμε δύο
διευκρινίσεις. Πρῶτον. ᾽Ασφαλῶς καί ὑφίσταται προσευχή καί ἐκτός τῆς χριστιανικῆς
πίστεως. Κανείς δέν ἀρνεῖται ὅτι ἡ προσευχή ὡς ἀναφορά τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν
Θεό ἤ πρός κάτι ἀνώτερο ἀπό αὐτόν ὑπάρχει καί στίς ἄλλες θρησκεῖες. ᾽Αλλά ὑπάρχει
μία τεράστια διαφορά: στίς ἄλλες θρησκεῖες οἱ ἄνθρωποι προσεύχονται ἀπευθυνόμενοι
σέ κάτι πού ἀγνοοῦν ἤ ἀπλῶς ὑποψιάζονται. Ἡ ἁμαρτία δυστυχῶς πού εἰσῆλθε στό ἀνθρώπινο
γένος ἀλλοίωσε τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ἔκανε νά χάσει τήν ἐπαφή του μέ
τόν ἀληθινό Θεό. ῾Οπότε ἐνῶ ὁ Θεός ὑπάρχει οἱ ἄνθρωποι δέν Τόν γνωρίζουν. Στίς
κραυγές καί τίς ἐναγώνιες φωνές τους ἡ ἀπάντηση συνήθως εἶναι ὅ,τι σημειώνει ἡ
Παλαιά Διαθήκη γιά τούς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ ἐπί προφήτη ᾽Ηλία: ῾καί οὐκ ἦν φωνή οὐδέ ἀκρόασις᾽. Μόνο
στίς περιπτώσεις πού ὑπάρχει καλή διάθεση καί γνήσια ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ ὁ Θεός ἀποδέχεται
τίς προσευχές τῶν ἀνθρώπων καί τούς καθοδηγεῖ ἔτσι, ὥστε νά Τόν εὕρουν μέσα
στήν ᾽Εκκλησία. Σάν τήν περίπτωση τοῦ ἀγίου Κορνηλίου πού οἱ προσευχές του καί
οἱ ἐλεημοσύνες του ἀνέβαιναν ὡς θυμίαμα ἐνώπιον Αὐτοῦ, κατά τήν μαρτυρία τοῦ ἀποστόλου
Πέτρου, γι᾽ αὐτό καί ἔστειλε τόν ἀπόστολο νά κηρύξει σ᾽ αὐτόν καί νά τόν
βαπτίσει, ὥστε εἰσερχόμενος στήν ᾽Εκκλησία νά Τόν λατρεύσει ἀληθινά.
Δεύτερον. Μέ τά παραπάνω ἀναφερθέντα
γίνεται σαφές ὅτι προσευχή ἀληθινή ὑπάρχει, ὅπως εἴπαμε, ἐκεῖ πού ὁ ἄνθρωπος καί
εἶναι μέλος Χριστοῦ καί ἀγωνίζεται
πνευματικά στήν ἀσκητική ὁδό τῆς πίστεως διά τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Γιά νά τό
ξανατονίσουμε: μόνον ὡς μέλος Χριστοῦ μπορεῖ νά προσευχηθεῖ ὅπως πρέπει ὁ
χριστιανός. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ἀτομική προσευχή ξέχωρα ἀπό τούς ἄλλους δέν ὑπάρχει.
῎Οχι ὅτι δέν προσεύχεται μόνος του ὁ χριστιανός, ἀλλά καί αὐτή ἡ κατ᾽ ἰδίαν
προσευχή θεωρεῖται ὡς προέκταση καί συνέχεια τῆς λειτουργικῆς προσευχῆς, τῆς
μετά τῶν ἁγίων γινομένης. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ χριστιανός προσεύχεται
λειτουργούμενος στήν ᾽Εκκλησία καί συνεχίζει τήν λειτουργία αὐτῆς στήν
καθημερινή του βιοτή. Γι᾽ αὐτό κάθε λόγος, κάθε πράξη καί κάθε σκέψη ἑνός
τέτοιου χριστιανοῦ ἔχει σφραγίδα ἐκκλησιαστική κι ὅλη ἡ ζωή του ἔτσι εἶναι ἕνα
λιβανωτό πρός τόν Κύριο. ῾Ο χριστιανός δηλαδή δέν κάνει προσευχές. ῎Εχει γίνει
καί εἶναι ὁ ἴδιος προσευχή.
Συχνά στά διάφορα Γεροντικά διαβάζουμε ὅτι
πολλοί ὅσιοι ἀββάδες ἐξέφραζαν τό παράπονό τους ὅτι οἱ χριστιανοί, ἀκόμη κι οἱ
καλόγεροι, ἀφήσανε τό κύριο ἔργο τους, τήν προσευχή, καί ἀσχολοῦνται μέ τά
πάρεργα, τά διάφορα διακονήματα καί τίς ἄλλες κατασκευές γιά τό μοναστήρι τους.
Κι ἀκόμη διαβάζουμε στά ἴδια κείμενα γιά
ἀσκητές πού ὅταν τούς καλοῦσαν μετά ἀπό κάποια συζήτηση ἤ μετά ἀπό τό φαγητό νά κάνουν προσευχή, ἐκεῖνοι
μέ ἀπορία ἔλεγαν: ῾Μά τόση ὥρα τί κάναμε; ῾Η συζήτησή μας ἤ καί τό φαγητό μας
δέν ἦταν παράλληλα καί προσευχή;᾽ Πίσω ἀπό τό παράπονό τους ἤ τήν ἀπορία τους
βρίσκεται ἡ παραπάνω βαθειά θεολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας γιά τήν προσευχή ὡς ἔκφραση
τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Μακάρι τό ἦθος αὐτῶν τῶν ἁγίων ἀσκητῶν νά γίνεται τό
μέτρο καί τό δικό μας. Γιατί ἤ θά σπεύδουμε ἔστω καί ἐπ᾽ ἐλάχιστον νά τό ἀντιγράφουμε
ἤ θά ὁδηγούμαστε σέ δάκρυα μετανοίας καί πένθους γιά τήν ἀμέλειά μας. Εἴτε τό ἕνα
εἴτε τό ἄλλο πάντως εἶναι ὁδός σωτηρίας.