27 Ιουλίου 2022

Η «ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ» ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ

 


«Νυττόμενος τοῦ Δεσπότου τῷ πόθῳ διέσπειρας τόν πλοῦτον τοῖς πένησι, σαυτόν γυμνάζων πρός ἄθλησιν, ἥνπερ καί διήνυσας, τάς δι’ αἰῶνος ἐλπίδας προορώμενος» (ωδή δ΄).

(Σε κεντούσε ο πόθος του Δεσπότου Χριστού, γι’ αυτό και μοίρασες τον πλούτο στους φτωχούς. Έτσι γύμναζες τον εαυτό σου για την άθληση, την οποία και διάνυσες, έχοντας ενώπιόν σου ως όραμα τις αιώνιες ελπίδες).

 

Η ελεήμων καρδία του αγίου Παντελεήμονα, παρόμοια χάριτι Θεού με το έλεος Εκείνου, τον έκανε να μοιράζει κάθε πλούτο που είχε στον κόσμο τούτο στους πένητες. Και μιλάμε για πλούτο όχι μόνο υλικό, αλλά κυρίως των δεξιοτήτων που απέκτησε, όπως της ιατρικής τέχνης, αλλά και πνευματικό, όπως το ιαματικό χάρισμα που του έδωσε ο Κύριος. Κι αυτό θα πει ότι ο άγιος γενόμενος δίοδος του ελέους του Θεού πρόσφερε όλο τον εαυτό του σε κάθε άνθρωπο που ήταν αναγκεμένος, αλλά εξίσου και σε κάθε κτίσμα του Θεού, όπως τα ζώα – «πάντας θεραπεύων, πάντων ἰατρεύων τά νοσήματα» (ωδή α΄). Κι όλα αυτά βεβαίως κατά τον τρόπο του Θεού: «ἀναργύρως», δηλαδή αφιλοκερδώς, τόσο που ο άγιος υμνογράφος «αναγκάζεται» να τον χαρακτηρίσει «τό ἱερόν ἀγλάϊσμα τῶν σεπτῶν Ἀναργύρων», το κόσμημα της ομάδας των αγίων Αναργύρων.

Ποια η κινητήρια δύναμη της αδιάκοπης αυτής προσφοράς του ή με άλλα λόγια τι ήταν εκείνο που γέμιζε από αγάπη τη μεγάλη καρδιά του; Ο πόθος του Δεσπότου Χριστού, σημειώνει εμφατικά ο άγιος υμνογράφος. Διότι πράγματι μόνον ένας κυνηγός της αγάπης του Θεού μπορεί να ζει και την αγάπη Εκείνου – όσο κανείς αναζητεί τον Θεό τόσο και γεμίζει από την ελεήμονα παρουσία Του. Γι’ αυτό και όχι μόνον δεν αδειάζει η αγάπη αυτή, αλλά προσφερομένη γεμίζει και περισσότερο, φτάνοντας στο σημείο της πιο μεγάλης χάρης: της προσφοράς και της ίδιας της ζωής προς χάρη του Κυρίου και Δημιουργού. Ο άγιος ποιητής Θεοφάνης είναι σαφής: η εν αγάπη προσφορά του αγίου Παντελεήμονος προς τον κόσμο ήταν και η «γυμνασία» του, το γύμνασμά του, προς την άθληση του μαρτυρίου, προσβλέποντας πάντοτε προς τον Χριστό και την αιώνια Βασιλεία Του.

Η σκέψη του αγίου κινείται απολύτως αγιογραφικά και πατερικά: ο πιστός που τα μάτια του είναι στραμμένα προς τον Χριστό, πορεύεται διαρκώς πάνω στο άγιο θέλημά Του, δηλαδή τη σταυρική αγάπη, κάτι που τον καθιστά έτοιμο ανά πάσα στιγμή να δώσει και τη ζωή του για την πίστη του αυτή. Ο υμνογράφος μας, διαβάζοντας τη ζωή του αγίου Παντελεήμονος, βλέπει ό,τι έκανε και τον απόστολο Παύλο να ομολογεί: «μας χαρίστηκε από τον Θεό όχι μόνο να πιστεύουμε στον Χριστό, αλλά και να πάσχουμε γι’ Αυτόν» - η χάρη του μαρτυρίου δίνεται ως δωρεά από τον Θεό σ’ εκείνον που πιστεύει αληθινά, σ’ εκείνον δηλαδή που ενεργοποιεί την πίστη του με την αγάπη και την ελεήμονα διάθεσή του. Οπότε τα πράγματα είναι σαφή: δεν μπορείς να γίνεις μάρτυρας Χριστού, αν προηγουμένως δεν έχεις φτάσει στο σημείο τη ζωή σου να την κομματιάζεις, κατά το ήθος του Χριστού μας στη Θεία Ευχαριστία, προς χάριν όλων.  

25 Ιουλίου 2022

«ΛΕΓΕ ΣΥΝΕΧΩΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ…»

«Λέγε συνεχώς μέσα στην καρδιά σου: «Ο Χριστός είναι Αγάπη». Έτσι, θα αγαπάς όλους τους ανθρώπους, θυσιάζοντας χάριν αυτής της Αγάπης, ό,τι έχεις ακριβό, ακόμη και την ίδια σου τη ζωή» (Αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης, Η εν Χριστώ ζωή μου, Ιεροί λογισμοί μιας οσίας ψυχής, εκδ. Παπαδημητρίου).

Τρεις είναι οι κύριες προϋποθέσεις στις οποίες στηρίζεται στον παραπάνω λόγο του ο μέγας Ρώσος άγιος της νεώτερης εποχής Ιωάννης της Κροστάνδης (1829-1908).

Πρώτη, ότι ο Χριστός είναι ο Θεός, ο Οποίος είναι Αγάπη, όπως μοναδικά το σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος: «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» (Α΄Ιω. 4, 8). Αγάπη ο Θεός, Αγάπη ο Χριστός ως το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, συνεπώς κάθε λόγος Του, κάθε ενέργειά Του την αγάπη Του αυτή αποτυπώνει.

Δεύτερη, ότι ο άνθρωπος είναι κλημένος κι αυτός να αγαπά κατά το πρότυπο του Δημιουργού Του Χριστού, διότι τον δημιούργησε «κατ’ εἰκόνα καί  καθ’ ὁμοίωσιν» Εκείνου. Ό,τι είναι ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός, τέτοιος πρέπει να γίνει και ο άνθρωπος που θα πιστέψει στον Χριστό, αν θέλει να έχει κοινωνία μαζί Του. «Μείνατε ἐν τῇ ἀγάπη τῇ ἐμῇ. Ἐάν τάς ἐντομάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπη μου» είπε. Αλλά για να γίνει αυτό απαιτείται ο άνθρωπος να ξεπεράσει τον εγκλωβισμό του στην αμαρτία που τον απομονώνει και από τον Θεό και από τον συνάνθρωπό του και από τον εαυτό του και να ενσωματωθεί σ’ Εκείνον δια του εκκλησιασμού του μέσω του αγίου βαπτίσματος, ο Οποίος ακριβώς ήλθε στον κόσμο «ἵνα τά τέκνα τοῦ Θεοῦ τά διεσκορπισμένα συναγάγῃ εἰς ἕν». Τι άλλο στην πραγματικότητα είναι κάθε εν επιγνώσει χριστιανός παρά ένας άλλος Χριστός ως Εκείνου προέκταση; «Ἐγώ είμι ἡ ἄμπελος ὑμεῖς τά κλήματα» απεκάλυψαν τα αψευδή χείλη Του. «Χριστιανός ἐστι μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπῳ» (άγιος Ιωάννης Κλίμακος). Οπότε, δεν υπάρχει τίποτε σημαντικότερο για τον πιστό χριστιανό από το να αποδύεται καθημερινά στον αγώνα να μένει στις εντολές του Χριστού, δηλαδή στην εντολή της αγάπης, κατά το «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» – αυτός είναι ο βασικός σκοπός του καιρού που του παραχωρεί ο Κύριος στον κόσμο τούτο.

Αλλά υπάρχει και η τρίτη προϋπόθεση που θίγει ο άγιος της Κροστάνδης, η οποία αποκαλύπτει το πόσο καλή γνώση του πεσμένου στην αμαρτία ανθρώπου, δηλαδή του κάθε ανθρώπου, είχε. «Λέγε συνεχώς μέσα στην καρδιά σου» προτρέπει. Γνωρίζει ο άγιος Ιωάννης ότι μπορεί ο πιστός να έχει βαπτιστεί, να έχει χριστεί με το άγιο μύρο της πίστεως, να εκκλησιάζεται και να μετέχει στα άχραντα μυστήρια, όμως δεν παύει ευρισκόμενος στον κόσμο τούτο τον απατεώνα με τις πολυποίκιλες παγίδες των παθών του και του Πονηρού διαβόλου να έλκεται στο κακό. Σαν τον απόστολο Παύλο ομολογεί ο κάθε χριστιανός ότι «ευχαριστιέμαι με τον νόμο του Θεού, όμως βλέπω έναν άλλο νόμο μέσα μου, τον νόμο της αμαρτίας, που με τραβάει μακριά από το θέλημα του Θεού». Οπότε τι χρειάζεται επιπλέον να κάνει ο πιστός; Διαρκώς να βρίσκεται σε κατάσταση νήψεως, εγρηγόρσεως, ετοιμότητας για τήρηση του αγίου θελήματος του Θεού. Η επανάληψη των λόγων της αγίας Γραφής, των λόγων του Χριστού - που σημαίνει ότι ο πιστός μελετάει τους λόγους αυτούς και ει δυνατόν τους αποστηθίζει για να τους έχει ανά πάσα στιγμή πρόχειρους στον νου και την καρδιά του – τον κρατάει εκεί που πρέπει: στο σημείο συντονισμού του με τον ίδιο τον Κύριο. Γι’ αυτό και ο πιστός βρίσκεται αδιάκοπα σε μία εσωτερική ένταση – μπορεί κάποιο πάθος του να τον σύρει εκτός νόμου Θεού, εκείνος όμως «βιάζει» τον εαυτό του να μην παρασυρθεί. Αν παρασυρθεί χάνει τον Θεό του, μπαίνει κυριολεκτικά στον χώρο μιας «κινούμενης άμμου», εμπλέκεται δηλαδή στην ταραχή του παρερχόμενου αυτού εδώ κόσμου.

Να επαναλαμβάνουμε διαρκώς μέσα μας το όνομα του Χριστού, την Αγάπη Του, την κεντρική εντολή Του «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», είναι ό,τι κρισιμότερο για την πνευματική μας ζωή. Κι ιδίως στις δύσκολες στιγμές μας όπου υπάρχει κάποια έξαψη παθών: σε μία εχθρική ενέργεια ενός συνανθρώπου μας, σε έναν υβριστικό λόγο του, σε μία αντίδραση απρόσμενη από τον/τη σύντροφό μας ή από τα παιδιά μας, εκεί να επιμένουμε με την αγία επανάληψη των ευαγγελικών λόγων για να μένουμε μαζί με τον Χριστό κι Εκείνος μαζί μας. Όπως κάνουμε σε μία ανηφόρα όταν οδηγούμε, που πατάμε περισσότερο γκάζι, το ίδιο και στις ανηφοριές του βίου μας: να τροφοδοτούμε τη βούλησή μας πατώντας περισσότερο «γκάζι», ανακυκλώνοντας τα παντοδύναμα λόγια του Θεού μας. Ο μεγάλος άγιος της Κροστάνδης μας το υπενθυμίζει.  

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ

«Η Αγία Άννα, η γιαγιά κατά σάρκα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ήταν από τη φυλή του Λευί, κόρη του ιερέα Ματθάν και της γυναίκας του Μαρίας. Ο Ματθάν ιεράτευε επί της βασιλείας Κλεοπάτρας και Σαπώρου ή Σαβωρίου, βασιλιά των Περσών, και της βασιλείας Ηρώδου του Αντιπάτρου. Ο Ματθάν είχε τρεις κόρες, τη Μαρία, τη Σοβή και την Άννα. Παντρεύτηκε η πρώτη στη Βηθλεέμ και γέννησε τη Σαλώμη, τη μαία. Παντρεύτηκε η δεύτερη, κι αυτή στη Βηθλεέμ, και γέννησε την Ελισάβετ (τη μητέρα του Ιωάννη του Προδρόμου). Παντρεύτηκε δε και η Τρίτη, η Άννα, στη γη της Γαλιλαίας, και γέννησε Μαρία τη Θεοτόκο, που σημαίνει ότι η Σαλώμη, η Ελισάβετ και η αγία Μαρία η Θεοτόκος, ήσαν κόρες τριών αδελφών και μεταξύ τους πρωτεξαδέλφες. Αυτή λοιπόν η Άννα, αφού γέννησε τη σωτηρία όλου του κόσμου, την Παναγία, και την απογαλάκτισε, την ανάθεσε στον Ναό, ως άμωμο δώρο στον παντοκράτορα Θεό, και έζησε το υπόλοιπο της ζωής της, μέχρις ότου εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο, με νηστείες και ευεργεσίες προς αυτούς που είχαν ανάγκη. Τελείται δε η αυτής Σύναξις εν τω Δευτέρω».

Όλη η ακολουθία της ημέρας, εσπερινού και όρθρου, υπέρλαμπρη και φωτοφόρος, είναι γεμάτη από ωραιότατα εγκώμια προς την Αγία Άννα, στα οποία καλείται να μετάσχει «εν κυμβάλοις ψαλμικοίς», κατά το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού, «πάσα η κτίσις». «Μετ’  εγκωμίων εκτελείται η ένδοξος μνήμη σου…Άννα θεόκλητε». Ο εγκωμιασμός όμως δεν είναι μόνον για την αγία Άννα. Μετέχει σ’ αυτόν και ο σύζυγός της, ο δίκαιος Ιωακείμ, γιατί αυτός είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο ήλιος, που ενώθηκε με τη σελήνη, την αγία Άννα, για να προέλθει η ακτίνα της Παρθενίας, η Παναγία Μαριάμ, η κόρη τους. «Ήλιος ώσπερ τη σελήνη τη Άννη ενούμενος, ο κλεινός Ιωακείμ, της παρθενίας ακτίνα γεννά». «Ω, μακαρία δυάς, υμείς πάντων γεννητόρων υπερήρθητε…» Μακάρια δυάδα, που ξεπεράσατε όλους τους γονείς. Αιτία βεβαίως για τον πλούτο των εγκωμίων  είναι αυτό που ο καθένας κατανοεί: από τον Ιωακείμ και την Άννα, γεννήθηκε η Παναγία, η οποία έφερε στον κόσμο, μέσα στο βάθος του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία αυτού, τον ίδιο τον Θεό εν σαρκί, τον Κύριο Ιησού Χριστό. «Δια της Παναγίας, της Θεότητος αυγή επέλαμψε». Με την Παναγία έλαμψε στον κόσμο το φως της Θεότητος. Και βεβαίως έτσι τιμώνται ο παππούς και η γιαγιά κατά σάρκα του Κυρίου μας. «Μνήμην τελούντες Δικαίων, των Προπατόρων Χριστού…».

Η αιτιολόγηση αυτή της φωτοφόρου εορτής της Κοιμήσεως της αγίας Άννης δεν συνιστά μία απλή αναφορά της όλης εορτής. Αποτελεί το κέντρο, την αδιάκοπα ανακυκλούμενη έννοια, τόσο που θα έλεγε κανείς ότι όλη η ακολουθία δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να προβάλλει τον ερχομό του Χριστού διά της Παναγίας Μητέρας Του, και αυτό να το παρουσιάζει με διαφορετικές λέξεις και πολλαπλά λογοτεχνικά σχήματα, με εικόνες και  με προτυπώσεις ακόμη από την Παλαιά Διαθήκη. Σαν να έχουμε το πολυτιμότερο διαμάντι στον κόσμο, και να το προβάλλουμε με όλων των ειδών τα φώτα και τους χρωματισμούς. «Οι εξ ακάρπων λαγόνων, ράβδον αγίαν την Θεοτόκον βλαστήσαντες, εξ ης η σωτηρία τω κόσμω ανέτειλε, Χριστός ο Θεός». «Της μητρός του Δεσπότου και Ποιητού, μήτηρ γέγονας Άννα πανευκλεής…»  Έτσι η κοίμηση της αγίας Άννης, και μαζί με αυτήν του αγίου Ιωακείμ, λειτουργεί παραπεμπτικά και αναγωγικά: δι’  αυτών  τιμάται και εγκωμιάζεται ο Κύριος Ιησούς Χριστός. «Μνήμην Δικαίων τελούντες, σε ανυμνούμεν, Χριστέ». Κι είναι φυσικό: αν ένας άνθρωπος έχει κάποια αξία είναι γιατί ο ίδιος ο Θεός τον έχει χαριτώσει και τον έχει υπερυψώσει. Κι αν αυτό ισχύει για όλους τους αγίους, πόσο μάλλον για τους κατά σάρκα προπάτορές Του, τον παππού Του και τη γιαγιά Του;

Η τιμή ασφαλώς για την αγία Άννα και τον άγιο Ιωακείμ δεν είναι μία εύνοια του Θεού χωρίς λόγο. Για να χαριτωθούν με αυτόν τον τρόπο – να γεννήσουν το καλύτερο άνθος της ανθρωπότητας, την Παναγία Θεοτόκο – συνήργησαν και οι ίδιοι, με την αγιασμένη ζωή τους, γεγονός που προβάλλει εξίσου πολλαπλώς η ακολουθία της ημέρας. «…Η νοητή χελιδών (η Αννα)…αμέμπτως εν σωφροσύνη βιωσαμένη καλώς». Με σωφροσύνη και με άμεμπτο τρόπο έζησε η αγία Άννα. «Τας νόμου εντολάς, θεαρέστως τηρούσα, μητέρας Ισραήλ, υπερήρας απάσας…αγιόλεκτε Άννα, προμήτορ Κυρίου». Τήρησες τις εντολές του νόμου του Θεού, με θεάρεστο τρόπο, αγιόλεκτε Άννα, και ξεπέρασες όλες τις μητέρες του Ισραήλ. Με την προϋπόθεση αυτή, να τηρεί δηλαδή πάντοτε το θέλημα του Θεού, αναδείχτηκε η Άννα σ’ αυτό το υψηλό σημείο, να γίνει Μητέρα της Μητέρας του Θεού, γι’  αυτό και οι ύμνοι στη συνέχεια δεν παύουν να μιλούν για το τελικό αποτέλεσμα: να μετατεθεί στους κόλπους του Θεού και να είναι συνόμιλος των αγγέλων. Ο Χριστός «σε  μεταθέμενος προς τα επουράνια, μετά δόξης, Άννα ένδοξε». «Σήμερον εκ της προσκαίρου μεταστάσα ζωής, εν τοις επουρανίοις μετά χαράς την πορείαν ποιουμένη αγάλλεται». Το ένδοξο τέλος της αγίας Άννης, τηρουμένων των αναλογιών, περιμένει βεβαίως και εμάς, εφόσον αγωνιζόμαστε στη ζωή αυτή να τηρούμε τις άγιες εντολές του Χριστού. Ο Θεός μας, μη ξεχνάμε, δεν είναι προσωπολήπτης.  

24 Ιουλίου 2022

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑ

 

«Η Χριστίνα ήταν κόρη ειδωλολάτρη Τύριου στρατηλάτη ονόματι Ουρβανού. Αυτός έβαλε την κόρη του σε πύργο, τη διέταξε να ζει εκεί και να θυσιάζει  στους δικούς του ειδωλολατρικούς θεούς, κατασκευασμένους από χρυσάφι, ασήμι και άλλα υλικά. Η Χριστίνα όμως τα κομμάτιασε και κάθε πολύτιμο  υλικό το έδωσε στους φτωχούς. Έτσι ο πατέρας της άρχισε τις τιμωρίες και την έβαλε σε φυλακή χωρίς τροφή. Η αγία όμως τρεφόταν από αγγέλους που την θεράπευσαν και από τις πληγές της. Έπειτα ρίχνεται στη θάλασσα, όπου δέχεται το θείο βάπτισμα από τον ίδιο τον Κύριο, και οδηγείται στην ξηρά από θείο άγγελο. Όταν μαθεύτηκε ότι ζει, κλείνεται πάλι στη φυλακή, κατ’ εντολή του πατέρα της, ο οποίος το ίδιο βράδυ πέθανε με άσχημο τρόπο. Στη θέση του πατέρα της έρχεται ο στρατηγός Δίων που αυξάνει τις τιμωρίες της γιατί η αγία συνέχιζε να κηρύττει τον Χριστό, ο Οποίος δι’ αυτής επιτελούσε θαύματα με αποτέλεσμα τη μεταστροφή στην πίστη τριών χιλιάδων στρατιωτών. Μετά τον Δίωνα, ανέλαβε την εξουσία κάποιος Ιουλιανός που ρίχνει την αγία σε κάμινο πυρός, κι αφού εκείνη έμεινε άφλεκτος, την καταδικάζει να ριχτεί σε δηλητηριώδη φίδια και διατάζει έπειτα να της κόψουν τους μαστούς, από τους οποίους χύθηκε αντί αίμα γάλα. Έπειτα της κόψανε τη γλώσσα, και τέλος, αφού κτυπήθηκε από στρατιώτες με πέτρες, παρέδωσε το πνεύμα στον Θεό».

 

Θα σχολιάσουμε τρία σημεία από το συναξάρι.

(1) Οι γονείς όπου γης είναι συνήθως έτοιμοι και τη ζωή τους να δώσουν για χάρη των παιδιών τους – τα θεωρούν κομμάτι και προέκταση του εαυτού τους. Στην περίπτωση όμως της αγίας αυτό καταλύεται. Ο  πατέρας της, όπως και στην περίπτωση και άλλων αγίων σαν της αγίας Βαρβάρας, γίνεται ο δήμιός της λόγω του φανατισμού και της υποδούλωσής του στους δαίμονες, που τον κάνουν να θέλει την κόρη του να είναι υποχείριό του. Εντελώς αντίθετη τοποθέτηση από τη χριστιανική, η οποία προσανατολίζει τον άνθρωπο στην απόλυτη αγάπη προς τον Θεό, μέσω όμως της απόλυτης αγάπης προς τον συνάνθρωπο και του σεβασμού της ελευθερίας του. Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ επισημαίνει εν προκειμένω: «Επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει τον πόθο σου για τον Χριστό ο δειλός και αθεώτατος πατέρας σου, Χριστίνα, σε απειλούσε με τις τιμωρίες των βασάνων» (ωδή δ΄).

(2) Η αγία διώχθηκε για την πίστη της στον Χριστό, όταν ακόμη δεν είχε βαπτισθεί -  δεν ήταν πλήρως ακόμη χριστιανή. Η χάρη του Θεού όμως ενεργούσε σ’ αυτήν, έστω και με εξωτερικό τρόπο. Διότι το βάπτισμα συνδέει (τον καλοπροαίρετο και ενεργούμενο εξωτερικά από τη χάρη του Θεού άνθρωπο) ουσιαστικά με τον Χριστό, τον κάνει μέλος Του και συνεπώς ο Χριστός δρα μέσα από το κέντρο της καρδιάς του, όπου πριν δρούσε το πονηρό. Σε τέτοιον άνθρωπο όμως, σαν τη Χριστίνα, ο Θεός βρίσκει τρόπους να συνδεθεί μαζί Του, πέραν των «κανονικών και νομίμων». Τι κάνει; Στη θάλασσα ευρισκόμενη η αγία, από την κακία των διωκτών της, έχει τον ίδιο τον Δημιουργό και Σωτήρα Χριστό να τελεί το άγιο βάπτισμα και να την κάνει μέλος Του. «Το Πνεύμα όπου θέλει πνει», ενώ θαυμάζει κανείς την «υπακοή» και του ίδιου του Χριστού σε ό,τι ως Θεός έχει νομοθετήσει. «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Και ποιος ο λόγος μίας τέτοιας «παραδοξότητας»; Η αγάπη της αγίας για τον Χριστό, τέτοια που την έκανε να «διαβάζει» την παρουσία Του μέσα από όλα τα κτίσματά Του. «Τα όμματα και τη διάνοια, ένδοξη μάρτυς, τα έστρεψες ολοκληρωτικά προς τον Ουρανό κι έτσι γνώρισες μέσα από τα κτίσματα τον Δημιουργό σου» (ωδή γ΄). Την αγάπη της αγίας  για τον Κύριο υμνολογεί ποικιλοτρόπως ο άγιος υμνογράφος. Χαρακτηριστικό δείγμα της: «Κόλλησα πίσω Σου από πόθο, γιατί πληγώθηκα από την αγάπη Σου. Ανάδειξέ με νικήτρια, κραύγαζες δυνατά, μάρτυς, καθώς έπασχες» (ωδή δ΄). Και: «Φλέγομαι από τον πόθο Σου, παμβασιλέα, και σφαγιάζομαι χάριν της αγάπης Σου» (ωδή ς΄).

(3) Στο μαρτύριο της εκτομής των μαστών της, διαπιστώνεται το παράδοξο: αντί αίματος εκχέεται γάλα. Πέραν από τη θαυμαστή ενέργεια του Θεού μπορούμε να επιχειρήσουμε και μία εξήγηση: αφενός το γάλα από μία παρθένο να αποτελεί σύμβολο της διδασκαλίας που ασκούσε η αγία στους ειδωλολάτρες, κατά το «γάλα υμάς επότισα» που έλεγε στους αρχαρίους στην πίστη ο απόστολος Παύλος, αφετέρου να φανερώνει την κυοφορία, μέσα της, της χάριτος του Θεού, που καθιστά κι αυτήν μία μικρή «Παναγία», κατά τον Κύριο που είπε ότι αυτοί που τηρούν το θέλημα του Πατέρα Του «μήτηρ και αδελφός και αδελφή Του εισίν». «Επειδή θέλχθηκε από την παρθενική ωραιότητά σου ο Βασιλεύς της δόξης Χριστός, σε ένωσε με τον εαυτό Του ως αγνή νύμφη, με συνάφεια καθαρή» (Δοξαστικό αίνων). 

ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ)

  

Τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες᾽ (Ρωμ. 12, 12)

 Στό μικρό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς ἀπό τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ μεγάλος ἀπόστολος ἀναφέρεται στά εἰδικά ἀλλά καί στά γενικά χαρίσματα πού ὁ Θεός χαρίζει στούς πιστούς. ῾Ο καθένας, σημειώνει, ἀνάλογα μέ τόν χαρακτήρα του καί τήν θέση του στήν ᾽Εκκλησία πρέπει νά καλλιεργεῖ ἐκεῖνο τό χάρισμα πού βλέπει ὅτι τόν ἐκφράζει καί πού τοῦ ἔχει ἀνατεθεῖ: τό προφητικό γιά παράδειγμα, τό διδασκαλικό, ἡ προϊσταμενία, ἡ διακονία τῶν ἄλλων. ᾽Αλλά ἀνεξάρτητα ἀπό τό τί ὁ καθένας εἶναι ὡς προσωπικότητα, πέρα ἀπό τήν θέση πού πιθανόν κατέχει στήν ᾽Εκκλησία, εἶναι ὑποχρεωμένος ὡς χριστιανός νά καλλιεργεῖ τό χάρισμα τῆς ἀγάπης, νά εἶναι ταπεινός, νά ὑπακούει μέ ὅλην τήν καρδιά του τόν Κύριο, νά ὑπομένει στίς θλίψεις, νά μετέχει στήν ἀνάγκη τῶν ἄλλων, νά ἐπιδιώκει τήν φιλοξενία. Καί μέσα σ᾽ αὐτά τά γενικά χαρίσματα πού θεωρεῖ ὁ ἀπόστολος ὡς δεδομένα γιά νά εἶναι κανείς χριστιανός εἶναι ἡ προσευχή, καί μάλιστα ἡ ἐπιμονή σ᾽ αὐτήν, κάτι πού θά μᾶς ἀπασχολήσει περισσότερο στήν συνέχεια.  Τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες᾽ λέει.

 1. Θά πρέπει καταρχάς νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι γιά τήν πίστη μας ἡ προσευχή δέν θεωρεῖται μία ἐπιμέρους ἀρετή ἤ ἕνα χάρισμα πού ἔχει δοθεῖ ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ σέ ὁρισμένους πιστούς ξεχωριστῆς ἰδιοσυγκρασίας. Πρόκειται γιά χάρη πού σφραγίζει τόν κάθε πιστό ἀπό τήν στιγμή πού θά εἰσέλθει στήν ᾽Εκκλησία διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί θά τόν συνοδεύει σέ ὁλόκληρη τήν ζωή του, τήν ἐδῶ ἀλλά καί τήν μετέπειτα. Κι αὐτό σημαίνει βεβαίως ὅτι ἡ προσευχή συνιστᾶ τό κέντρο καί τόν πυρήνα τῆς ἐν Χριστῷ ὑπάρξεως σέ σημεῖο τέτοιο, ὥστε θά μποροῦσε ὁ χριστιανός νά ὁριστεῖ ἀκριβῶς ἔτσι: ὡς ὁ ἐν προσευχῇ ζῶν καί ὑπάρχων. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή εἶναι αὐτονόητο ὅτι μιλᾶμε γιά μία κατάσταση πού ὑπερβαίνει τήν ἀντίληψη τῆς προσευχῆς ὡς ἔκφρασης  λόγων καί λέξεων μόνο, κι ἀκόμη τήν κατανόησή της μέ τό βάθος τῆς νοερᾶς καί καρδιακῆς ἀναφορᾶς πρός τόν Κύριο. ῾Ο βαπτισμένος καί χρισμένος πιστός γίνεται ὁ ἴδιος μία ἀέναη καί ἀδιάκοπη προσευχή, ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξή του λειτουργεῖ προσευχητικά, πού θά πεῖ ὅτι ὁ χριστιανός προσεύχεται εἴτε λέγοντας προσευχές εἴτε σιωπώντας εἴτε σκεπτόμενος εἴτε κινούμενος καί εὑρισκόμενος σέ ὁποιαδήποτε ἐργασία στόν κόσμο τοῦτο.

2. ῾Υπερβολή μήπως; Εἶναι πραγματικότητα τά παραπάνω; Καί ναί καί ὄχι. Ναί, γιατί ὑπάρχει ἕνα δεδομένο.  ῎Οχι, γιατί ὑπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις.

Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ἀσφαλῶς ἡ ὕπαρξη τοῦ χριστιανοῦ λειτουργεῖ προσευχητικά, μέ τό δεδομένο τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου χρίσματος. ᾽Αφ᾽ ἧς στιγμῆς ὁ ἄνθρωπος βαπτίζεται καί χρίεται, ἐνσωματώνεται στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί γίνεται μέλος ᾽Εκείνου λαμβάνοντας τά χαρίσματα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Συνεπῶς ἡ ὕπαρξή του χριστοποιεῖται καί φανερώνει στόν κόσμο τόν Χριστό ῾ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ᾽. ῾Ο ῎Ιδιος ὁ Κύριος δέν ὑποσχέθηκε μέ τό ἀψευδές στόμα Του ὅτι ᾽Εκεῖνος εἶναι ἡ ἄμπελος καί οἱ πιστοί τά κλήματα; ῾Ο πιστός λοιπόν γίνεται προέκταση ᾽Εκείνου, συνεπῶς ἡ σχέση του μέ τόν Χριστό εἶναι σχέση χαρισματικά ὀργανική, ὁπότε ἀναπνέει ἀδιάκοπα Χριστό. Μέ ἄλλα λόγια ὁ χριστιανός δέν τοποθετεῖται ἀπέναντι στόν Χριστό ἤ στό πλάι Του σάν νά εἶναι Αὐτός κάτι ἄλλο ἀπό τόν ἴδιο. ῾Ο πιστός ἀποτελεῖ συνέχεια τοῦ Χριστοῦ, Χριστός ὅπως εἴπαμε καί αὐτός, γιατί αὐτήν τήν χάρη ἔδωσε ὡς δωρεά ὁ Κύριος στούς ἀνθρώπους. ῾Η προσευχή λοιπόν θεωρεῖται ἔκφραση τῆς σχέσεως αὐτῆς τοῦ πιστοῦ μέ τόν Κύριο, ἡ ἀναπνοή τοῦ Κυρίου μέσα ἀπό τήν καρδιά καί ὅλην τήν ὕπαρξη τοῦ πιστοῦ. ῾Αὐτός διδούς εὐχήν τῷ εὐχομένῳ᾽ κατά τόν λόγο τῆς Γραφῆς. Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά νά δείξει τήν μυστική αὐτήν πραγματικότητα πού εἶναι κρυμμένη βεβαίως ἀπό τίς αἰσθήσεις τῶν ἀνθρώπων καί μάλιστα τῶν ἀμυήτων τῆς πίστεως, σημειώνει ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ προσεύχεται γιά ἐμᾶς μέσα στήν καρδιά μέ ἀλάλητους στεναγμούς. ῾Τό γάρ τί προσευξώμεθα καθ᾽ ὅ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ᾽ αὐτό τό Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις᾽ (᾽Εμεῖς δέν ξέρουμε οὔτε τί οὔτε πῶς νά προσευχηθοῦμε. Τό Πνεῦμα ὅμως μεσιτεύει τό ῎Ιδιο στόν Θεό γιά μᾶς μέ στεναγμούς πού δέν μποροῦν νά ἐκφραστοῦν μέ λέξεις). Καί παραλείποντας πολλούς ἄλλους νά θυμηθοῦμε τόν ὅσιο ᾽Ιωάννη τῆς Κλίμακος σέ λόγο του περί προσευχῆς: ῾Προσευχή εἶναι συνουσία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό᾽.

 ᾽Αλλά ὑπάρχει καί τό ὄχι τῶν προϋποθέσεων. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι αὐτό πού μᾶς δίδεται ὡς δεδομένο: νά εἴμαστε μέλη Χριστοῦ καί ἡ προσευχή νά λειτουργεῖ κατά τρόπο ἐντελῶς φυσικό, σταματᾶ νά εἶναι ἔτσι, γιατί ἀπαιτεῖται καί ὁ ἄνθρωπος νά ἀνταποκριθεῖ στήν δωρεά αὐτή. ῎Αν ὁ ἄνθρωπος δέν συνεργήσει, ἄν δέν ἐνεργοποιήσει τήν χάρη τοῦ βαπτίσματος, πού σημαίνει νά μένει στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου συνεπῶς νά ζεῖ τήν ζωή ᾽Εκείνου ὡς δική του ζωή, ἡ προσευχή δέν ὑφίσταται. Κι αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού ἐξηγεῖ καί τήν ἀδυναμία ἤ τήν φοβερή δυσκολία πολλές φορές τῶν ἀνθρώπων νά προσευχηθοῦν, γιατί πέρα ἀπό τόν διάβολο πού πολεμάει τήν διάθεση προσευχῆς τοῦ πιστοῦ εἶναι καί ἡ χαλαρή καί ἀμελής ἀντιμετώπιση τῆς δωρεᾶς νά εἶναι κανείς μέλος Χριστοῦ. Μήν λησμονοῦμε ὅτι σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη τῆς διαρκοῦς ἐπιβεβαίωσης τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ. ῞Ο,τι ὁ Θεός μᾶς ἔχει δώσει καί μᾶς δίνει ἀπαιτεῖται νά τό ἀποδεχόμαστε καί νά τό ἐνεργοποιοῦμε μέ τήν θέλησή μας. Καί μάλιστα ὅταν γνωρίζουμε ὅτι συχνά ὁ Κύριος, προκειμένου νά ἐνισχυθεῖ ἡ ἀδύνατη αὐτή θέλησή μας, αἴρει τήν χάρη Του ἤ τήν κρύβει καλύτερα, γιά νά φανερωθεῖ καί ἡ δική μας ἐπιθυμία νά εἴμαστε μαζί Του.

Ναί λοιπόν. ῾Η προσευχή εἶναι φυσική κατάσταση γιά τόν πιστό καί ὅ,τι πιό εὔκολο μπορεῖ νά θεωρηθεῖ, σάν τήν ἀναπνοή τοῦ ἀνθρώπου προκειμένου νά ζήσει κι ἀκόμη περισσότερο. ῾Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον᾽ πού λέει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, προεκτείνοντας τό ῾ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε᾽ τοῦ ἄλλου λόγου καί πάλι τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

  ῎Οχι ἀπό τήν ἄλλη, γιατί στόν κόσμο τοῦτο τίποτε δέν θεωρεῖται δεδομένο κατά τρόπο μαγικό. Τό συμπέρασμα; ῾Ο ἄνθρωπος καλεῖται ἀδιάκοπα νά γίνεται αὐτό πού τοῦ ἔχει ἤδη δοθεῖ. Νά ἀγωνίζεται δηλαδή στήν προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι ἤδη δοσμένη σ᾽ αὐτόν δωρεά, μέ τόν τρόπο πού εἴπαμε. ῎Ετσι ἐξηγεῖται καί τό ῾προσκαρτεροῦντες᾽ τοῦ ἀποστόλου: νά ἐπιμένετε στήν προσευχή, τό ὁποῖο καί αὐτό ἀποτελεῖ διαφορετική διατύπωση τοῦ λόγου τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου ῾περί τοῦ δεῖν πάντοτε προσεύχεσθαι καί μή ἐκκακεῖν᾽.

3. Σπεύδουμε νά κάνουμε δύο διευκρινίσεις. Πρῶτον. ᾽Ασφαλῶς καί ὑφίσταται προσευχή καί ἐκτός τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Κανείς δέν ἀρνεῖται ὅτι ἡ προσευχή ὡς ἀναφορά τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό ἤ πρός κάτι ἀνώτερο ἀπό αὐτόν ὑπάρχει καί στίς ἄλλες θρησκεῖες. ᾽Αλλά ὑπάρχει μία τεράστια διαφορά: στίς ἄλλες θρησκεῖες οἱ ἄνθρωποι προσεύχονται ἀπευθυνόμενοι σέ κάτι πού ἀγνοοῦν ἤ ἀπλῶς ὑποψιάζονται. Ἡ ἁμαρτία δυστυχῶς πού εἰσῆλθε στό ἀνθρώπινο γένος ἀλλοίωσε τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ἔκανε νά χάσει τήν ἐπαφή του μέ τόν ἀληθινό Θεό. ῾Οπότε ἐνῶ ὁ Θεός ὑπάρχει οἱ ἄνθρωποι δέν Τόν γνωρίζουν. Στίς κραυγές καί τίς ἐναγώνιες φωνές τους ἡ ἀπάντηση συνήθως εἶναι ὅ,τι σημειώνει ἡ Παλαιά Διαθήκη γιά τούς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ ἐπί προφήτη ᾽Ηλία: ῾καί οὐκ ἦν φωνή οὐδέ ἀκρόασις᾽. Μόνο στίς περιπτώσεις πού ὑπάρχει καλή διάθεση καί γνήσια ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ ὁ Θεός ἀποδέχεται τίς προσευχές τῶν ἀνθρώπων καί τούς καθοδηγεῖ ἔτσι, ὥστε νά Τόν εὕρουν μέσα στήν ᾽Εκκλησία. Σάν τήν περίπτωση τοῦ ἀγίου Κορνηλίου πού οἱ προσευχές του καί οἱ ἐλεημοσύνες του ἀνέβαιναν ὡς θυμίαμα ἐνώπιον Αὐτοῦ, κατά τήν μαρτυρία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, γι᾽ αὐτό καί ἔστειλε τόν ἀπόστολο νά κηρύξει σ᾽ αὐτόν καί νά τόν βαπτίσει, ὥστε εἰσερχόμενος στήν ᾽Εκκλησία νά Τόν λατρεύσει ἀληθινά.

Δεύτερον. Μέ τά παραπάνω ἀναφερθέντα γίνεται σαφές ὅτι προσευχή ἀληθινή ὑπάρχει, ὅπως εἴπαμε, ἐκεῖ πού ὁ ἄνθρωπος καί εἶναι μέλος Χριστοῦ καί  ἀγωνίζεται πνευματικά στήν ἀσκητική ὁδό τῆς πίστεως διά τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Γιά νά τό ξανατονίσουμε: μόνον ὡς μέλος Χριστοῦ μπορεῖ νά προσευχηθεῖ ὅπως πρέπει ὁ χριστιανός. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ἀτομική προσευχή ξέχωρα ἀπό τούς ἄλλους δέν ὑπάρχει. ῎Οχι ὅτι δέν προσεύχεται μόνος του ὁ χριστιανός, ἀλλά καί αὐτή ἡ κατ᾽ ἰδίαν προσευχή θεωρεῖται ὡς προέκταση καί συνέχεια τῆς λειτουργικῆς προσευχῆς, τῆς μετά τῶν ἁγίων γινομένης. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ χριστιανός προσεύχεται λειτουργούμενος στήν ᾽Εκκλησία καί συνεχίζει τήν λειτουργία αὐτῆς στήν καθημερινή του βιοτή. Γι᾽ αὐτό κάθε λόγος, κάθε πράξη καί κάθε σκέψη ἑνός τέτοιου χριστιανοῦ ἔχει σφραγίδα ἐκκλησιαστική κι ὅλη ἡ ζωή του ἔτσι εἶναι ἕνα λιβανωτό πρός τόν Κύριο. ῾Ο χριστιανός δηλαδή δέν κάνει προσευχές. ῎Εχει γίνει καί εἶναι ὁ ἴδιος προσευχή.

 Συχνά στά διάφορα Γεροντικά διαβάζουμε ὅτι πολλοί ὅσιοι ἀββάδες ἐξέφραζαν τό παράπονό τους ὅτι οἱ χριστιανοί, ἀκόμη κι οἱ καλόγεροι, ἀφήσανε τό κύριο ἔργο τους, τήν προσευχή, καί ἀσχολοῦνται μέ τά πάρεργα, τά διάφορα διακονήματα καί τίς ἄλλες κατασκευές γιά τό μοναστήρι τους. Κι ἀκόμη διαβάζουμε  στά ἴδια κείμενα γιά ἀσκητές πού ὅταν τούς καλοῦσαν μετά ἀπό κάποια συζήτηση  ἤ μετά ἀπό τό φαγητό νά κάνουν προσευχή, ἐκεῖνοι μέ ἀπορία ἔλεγαν: ῾Μά τόση ὥρα τί κάναμε; ῾Η συζήτησή μας ἤ καί τό φαγητό μας δέν ἦταν παράλληλα καί προσευχή;᾽ Πίσω ἀπό τό παράπονό τους ἤ τήν ἀπορία τους βρίσκεται ἡ παραπάνω βαθειά θεολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας γιά τήν προσευχή ὡς ἔκφραση τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Μακάρι τό ἦθος αὐτῶν τῶν ἁγίων ἀσκητῶν νά γίνεται τό μέτρο καί τό δικό μας. Γιατί ἤ θά σπεύδουμε ἔστω καί ἐπ᾽ ἐλάχιστον νά τό ἀντιγράφουμε ἤ θά ὁδηγούμαστε σέ δάκρυα μετανοίας καί πένθους γιά τήν ἀμέλειά μας. Εἴτε τό ἕνα εἴτε τό ἄλλο πάντως εἶναι ὁδός σωτηρίας.

23 Ιουλίου 2022

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 


ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 9, 1-8)

Τῶ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐμβὰς ὁ Ἰησοῦς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον.  Καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς  τὴν  πίστιν  αὐτῶν  εἶπεν  τῷ παραλυτικῷ· Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. Καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· Οὗτος βλασφημεῖ. Καὶ  εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς  τὰς ἐνθυμήσεις  αὐτῶν  εἶπεν· Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας –τότε λέγει τῷπαραλυτικῷ· Ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. Καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. Ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο  τὸν  καιρό, ὁ Ἰησοῦς ἐπιβιβάστηκε  στὸ πλοῖο,  διέσχισε  τή λίμνη καί ἦρθε στήν πόλη του. Τότε τοῦ ἔφεραν ἕναν παράλυτο ξαπλωμένο σ’ ἕνα κρεβάτι. Ὅταν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τήν πίστη τους, εἶπε στόν παράλυτο: «Θάρρος, παιδί μου, σοῦ συγχωρήθηκαν οἱ ἁμαρτίες σου». Τότε μερικοί ἀπό τούς γραμματεῖς εἶπαν μέσα τους: «Μά αὐτός προσβάλλει τόν Θεό». Ὁ Ἰησοῦς ὅμως, πού κατάλαβε τίς σκέψεις τους, εἶπε: «Γιατί κάνετε πονηρές σκέψεις; Τί εἶναι εὐκολότερο νά πῶ: “σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες” ἤ νά πῶ: “σήκω καί περπάτα”; Γιά νά μάθετε  λοιπόν  πώς ὁ Υἱός  τοῦ Ἀνθρώπου ἔχει  τήν ἐξουσία  νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες πάνω στή γῆ» –λέει στόν παράλυτο: «Σήκω, πάρε τό κρεβάτι σου καί πήγαινε στό σπίτι σου». Ἐκεῖνος σηκώθηκε καί πῆγε στό σπίτι του. Ὅταν ὁ κόσμος τό εἶδε αὐτό ἔμειναν κατάπληκτοι καί  δοξολόγησαν  τό  Θεό,  πού ἔδωσε  τέτοια ἐξουσία  στούς ἀνθρώπους.

 


ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ρωμ. 12, 6-14)

Ἀδελφοί, ἔχοντες  χαρίσματα  κατὰ τὴν  χάριν  τὴν  δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα, εἴτε προφητείαν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως, εἴτε διακονίαν, ἐν τῇ διακονίᾳ, εἴτε ὁ διδάσκων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ, εἴτε ὁ παρακαλῶν, ἐν  τῇ παρακλήσει, ὁ μεταδιδοὺς, ἐν ἁπλότητι, ὁ προϊστάμενος, ἐν  σπουδῇ, ὁ ἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητι. Ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος. Ἀποστυγοῦντες τὸ πονηρόν, κολλώμενοι τῷ ἀγαθῷ, τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς ἀλλήλους  φιλόστοργοι,  τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι, τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες, τῇ ἐλπίδι  χαίροντες,  τῇ θλίψει ὑπομένοντες,  τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες, ταῖς χρείαις τῶν ἁγίων κοινωνοῦντες, τὴν φιλοξενίαν διώκοντες. Eὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ἡ χάρη  τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔδωσε  διάφορα  πνευματικά χαρίσματα: Ἄλλος εἶναι προφήτης, γιά νά κηρύττει ἀνάλογα μέ τόν βαθμό τῆς πίστεώς του· ἄλλος ἔχει τό χάρισμα τῆς διακονίας, γιά νά προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του. Τό ἴδιο νά κάνει κι ὁδάσκαλος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ μέ τή διδασκαλία· κι ὅποιος ἔχει τό χάρισμα νά στηρίζει τούς ἀδερφούς, νά τούς στηρίζει. Ἀλλά κι ὅποιος μοιράζει τά ἀγαθά του μέ τούς ἄλλους, νά τό κάνει μέ ἁπλότητα· ὁ προϊστάμενος νά δείχνει ζῆλο γιά τό ἔργο του· ὅποιος μοιράζει τίς ἐλεημοσύνες νά τό κάνει  μέ  καλοσύνη. Ἡ ἀγάπη  σας  νά  εἶναι  εἰλικρινής.  Νά ἀποστρέφεστε τό κακό καί νά ἀκολουθεῖτε τό καλό. Νά δείχνετε μέ στοργή τήν ἀγάπη σας γιά τούς ἄλλους πιστούς. Νά συναγωνίζεστε ποιός θά δείξει περισσότερη ἐκτίμηση στόν ἄλλο. Μήν εἶστε ὀκνηροί σ’ ὅ,τι πρέπει νά δείχνετε ζῆλο, νά ἔχετε πνευματικό ἐνθουσιασμό, νά ὑπηρετεῖτε τόν Κύριο. Ἡ ἐλπίδα νά σᾶς δίνει χαρά. Νά ἔχετε ὑπομονή στίς δοκιμασίες. Νά ἐπιμένετε στήν προσευχή. Νά βοηθᾶτε τούς ἄλλους  χριστιανούς, ὅταν  βρίσκονται  σέ ἀνάγκη,  καί  νά ἐπιδιώκετε νά φιλοξενεῖτε τούς ἀδερφούς. Νά προσεύχεστε γιά τό καλό τῶν διωκτῶν σας, νά ζητᾶτε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτούς κι ὄχι νά τούς καταριέστε.

Η ΟΣΙΑ ΠΕΛΑΓΙΑ Η ΕΝ ΤΗΝῼ

 


«Ἀμέμπτως ἐβίωσας ἐν ἐγκρατείᾳ πολλῇ καὶ πόνοις ἀσκήσεως καὶ ἐν ἀγάπῃ θερμῇ, Πελαγία Θεόληπτε. Ὅθεν τὴν Θεοτόκον ἐπαλλήλως κατεῖδες, μηνύουσάν σοι Εἰκόνος τὴν ἀνεύρεσιν ταύτης. Ἣν πρέσβευε, Ἁγία Μῆτερ, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε» (απολυτίκιο ήχος δ΄).

(Έζησες άμεμπτα με πολλή εγκράτεια και ασκητικούς κόπους και με θερμή αγάπη, Πελαγία θεόληπτε. Γι’  αυτό είδες απανωτά τη Θεοτόκο, η οποία σου έστελνε μήνυμα για την ανεύρεση της εικόνας Της. Πρέσβευε σ’ Αυτήν, αγία Μητέρα, υπέρ αυτών που σε τιμούν).

 

Η αγία Πελαγία, κόρη του ιερέως Νικηφόρου, καταγόταν από την Τήνο (1752-1834) κι έζησε οσιακά από την παιδική της ηλικία. Το κοσμικό της όνομα ήταν Λουκία, ενώ όταν εισήλθε στο μοναχικό στάδιο σε ηλικία 15 ετών στο Κεχροβούνι της Τήνου, πήρε το όνομα της μοναχής θείας της Πελαγίας. Ως μοναχή αύξησε την εγκράτεια και τους ασκητικούς κόπους της, ενώ διακρινόταν για τον αγώνα της να βρίσκεται πάντοτε πάνω στις εντολές του Κυρίου, κυρίως την αγάπη. Γι’ αυτό και έγινε «δοχεῖον τοῦ Πνεύματος», με αποτέλεσμα να της εμφανιστεί όχι μία φορά η Κυρία Θεοτόκος, η οποία την καθοδήγησε για την εύρεση της αγίας εικόνας Της (30 Ιανουαρίου 1823) που ήταν θαμμένη σ’έναν αγρό στην πόλη της Τήνου. Το γεγονός κατέστησε την Τήνο ιερό νησί, ενώ η οσία χαριτώθηκε από τον Θεό να επιτελεί πλήθη θαυμάτων, και όσο ζούσε και μετά την κοίμησή της. Η αγιοκατάταξή της έγινε με συνοδική πατριαρχική πράξη στις 11 Σεπτεμβρίου 1970, ενώ η μνήμη της ορίστηκε να τιμάται στις 23 Ιουλίου, τότε που της εμφανίστηκε η Παναγία με όραμα.

Αξίζει να τονίσουμε από το απολυτίκιο της οσίας αυτό που τονίζει ο ιερός υμνογράφος της: η Πελαγία αξιώθηκε του οράματος της Παναγίας (σε ηλικία 73 ετών μάλιστα), όταν όλη η βιοτή της, ψυχή τε και σώματι, ήταν αφιερωμένη στον Κύριο, που θα πει στην εργασία των αγίων εντολών Του. Ποτέ δηλαδή δεν έχουμε γνήσια οράματα που προέρχονται από τον Θεό και τους αγίους Του, παρά μόνον αν συντρέχει προς τούτο η ζωή του πιστού χριστιανού. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οράματα και άλλες «αποκαλυπτικές» καταστάσεις έχουμε και από τον Πονηρό διάβολο, ο οποίος εκμεταλλεύεται ψυχές ταραγμένες και υπερήφανες, στις οποίες εμφανίζεται κατά τον απόστολο «ὡς ἄγγελος φωτός» με σκοπό να τις οδηγήσει στην απώλεια. Και δυστυχώς αυτές οι ψυχές τον πιστεύουν και χάνονται. Η οσία Πελαγία ήταν λοιπόν αφιερωμένη στον Κύριο, η χάρη του Θεού λειτουργούσε μέσα της λόγω της ταπείνωσής της, γι’ αυτό και την πρώτη και τη δεύτερη φορά που της εμφανίστηκε η Παναγία δεν «ενέδωσε» στο όραμα, θεωρώντας το αυτονόητο για έναν άγιο: «δεν είμαι άξιος να δω την Παναγία». Έτσι σκέφτεται και ενεργεί σε πρώτη φάση ο πραγματικός άγιος – νιώθει τη μικρότητα και την αμαρτωλότητά του. Όταν όμως πεισθεί από τη συνεχή πρόκληση του Θεού και των αγίων κι όταν μάλιστα τεθεί η πρόκληση, εν προκειμένω το όραμα, υπό την κρίση των πνευματικών της Εκκλησίας, τότε ναι, κάνει υπακοή και κινείται κατά την υπόδειξη της θεϊκής οπτασίας.

Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός διά των Αγίων Του εμφανίζεται σ’ εκείνους που είναι συντονισμένοι με τη δική Του ζωή, που «συγγενεύουν με τον Χριστό», για να θυμηθούμε τον μεγάλο σύγχρονο όσιο Παῒσιο τον αγιορείτη. Και συντονίζεται κανείς με τον Θεό μόνον όταν βρίσκεται στην πορεία υπακοής των αγίων Του εντολών, κατά τον λόγο της Γραφής: «ὁ τηρῶν τάς εντολάς τοῦ Θεοῦ, ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ».  Άνθρωπος που το δικό του θέλημα είναι η προτεραιότητά του και ο κανόνας της ζωής του, δεν υπάρχει περίπτωση να «δει» τον Θεό ούτε και κανέναν άγιο – δεν του το επιτρέπει η δική του «θεληματάρικη», δηλαδή εγωιστική, καθώς λένε ζωή. Να θυμηθούμε και πάλι στο σημείο αυτό την απάντηση του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου όχι σε κοσμικό άνθρωπο, αλλά σε καλόγερο, ο οποίος όμως ζούσε σύμφωνα προς τις επιθυμίες του και όχι προς το θέλημα του Θεού. Στην «αποκάλυψη» του καλόγερου στον όσιο ότι του εμφανίστηκε η Παναγία, εκείνος αμέσως αμφισβήτησε τη θεόθεν προέλευση του οράματος, ακριβώς με το σκεπτικό αυτό: «Η Παναγία εμφανίζεται μόνο σ’ αυτούς που είναι υπάκουοι σαν Εκείνην. Εσύ όμως ζεις κατά το δικό σου θέλημα». 

Στο πρόσωπο της αγίας Πελαγίας της Τηνίας ψαύουμε κυριολεκτικά την παρουσία του Θεού και την ευλογία της Παναγίας. Ας την παρακαλούμε να πρεσβεύει και για μας, ώστε το φρόνημά της, φρόνημα Χριστού, να γίνει και δικό μας.