«Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν» (Ματθ.
14, 16)
Στο γνωστό περιστατικό του πολλαπλασιασμού των άρτων από
τον Κύριο, το οποίο επανελήφθη και άλλη φορά, μας μεταφέρει το ευαγγελικό
ανάγνωσμα. Ο Κύριος, μόλις είχε ολοκληρώσει τη διδασκαλία Του στα πλήθη που Τον
ακολουθούσαν και είχε θεραπεύσει όλους τους αρρώστους τους, και η ώρα ήταν
περασμένη. Οι μαθητές του Κυρίου άρχισαν να αντιμετωπίζουν με αγωνία το
πρόβλημα της σίτισης τόσων ανθρώπων – πέντε χιλιάδες άνδρες χωρίς τα
γυναικόπαιδα: «Απόλυσον τους όχλους, ίνα απελθόντες εις τας κώμας,
αγοράσωσιν εαυτοίς βρώματα». Μα, ο Κύριος έχει τον σκοπό Του: είναι η
ευκαιρία να φανερώσει για μία ακόμη φορά τη θεϊκή Του δόξα, καλύπτοντας με
θαυματουργικό τρόπο την ανάγκη του φαγητού των ανθρώπων και προσανατολίζοντας
τους μαθητές Του σε κάτι βαθύτερο: στην ανάγκη τροφής τους από τον αληθινό
άρτο, που είναι ο ίδιος Του ο εαυτός. Η εντολή όμως που τους δίνει στο αδιέξοδο
που διαφαινόταν, ήταν πέρα από τα δεδομένα της σκέψης τους: «δότε αυτοίς
υμείς φαγείν». Δώστε τους εσείς να φάνε.
1. Ο Κύριος, πράγματι, φαίνεται να προκαλεί τη λογική των
μαθητών Του: πώς να ταΐσουν τόσους ανθρώπους με ελάχιστα εφόδια – πέντε ψωμιά
και δύο ψάρια; Η αντίδρασή τους είναι η ευγενική αντίδραση κάθε λογικού
ανθρώπου: κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Οι μαθητές δηλαδή είναι εγκλωβισμένοι στα
δεδομένα της ανθρώπινης εμπειρίας, που κινείται στα πλαίσια του πεσμένου στην αμαρτία
κόσμου: 1+1=2. Την ίδια στιγμή βεβαίως αποκαλύπτουν την απιστία τους απέναντι
στον Χριστό. Διότι Τον αντιμετωπίζουν κι Εκείνον ως έναν από αυτούς, δηλαδή ως
άνθρωπο που τα περιορισμένα πλαίσια της ζωής κανονίζουν τις ενέργειές του. Και
δεν πρέπει τούτο να μας παραξενεύει. Οι μαθητές του Κυρίου, καλοπροαίρετοι
άνθρωποι και με γνήσια αναζήτηση της αλήθειας – γι’ αυτό άλλωστε και
κλήθηκαν από Εκείνον – ακολούθησαν τον Χριστό, απλώς υποψιαζόμενοι την
ιδιαίτερη σχέση Του με τον Θεόν Πατέρα. Αδυνατούσαν όμως να φτάσουν στο
χαρισματικό σημείο να Τον δουν ως τον Υιό του Θεού, τον ίδιο τον ενανθρωπήσαντα
Θεό. Κι αυτή η αδυναμία τους διαπιστώνεται και στην Παναγία Μητέρα Του. Ακόμη
κι Εκείνη ήταν επιφυλακτική, τουλάχιστον στην αρχή της δράσεώς Του, στις «προκλητικές»
ενέργειες του Υιού της, ως μάρτυρα της θεϊκής παρουσίας.
2. Πότε έφτασαν στο σημείο αληθινής όρασής Του, ως τελείου
Θεού και τελείου ανθρώπου; Πέρα από συγκεκριμένες ελάχιστες περιπτώσεις, που με
φώτιση Θεού αναγνωρίζουν τη θεϊκή Του προέλευση – για παράδειγμα στην ομολογία
της θεότητάς Του από τον απόστολο Πέτρο: «συ ει ο Χριστός, ο υιός του Θεού
του ζώντος», ή στο γεγονός της Μεταμορφώσεώς Του – η πίστη τους ότι ο
διδάσκαλός τους είναι ο Υιός του Θεού αποκτάται την ημέρα της Πεντηκοστής, τότε
που το Πνεύμα το Άγιον κατήλθε εν είδει πυρίνων γλωσσών στις κεφαλές τους,
οπότε και διανοίχθηκαν τα μάτια τους, για να δουν τον Χριστό, «καθώς εστι».
Με άλλα λόγια, τον Χριστό μπορεί κανείς να Τον δει ορθά, όπως είναι, μόνο με τη
δύναμη του αγίου Πνεύματος: «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ει μη εν
Πνεύματι αγίω». Χωρίς το Πνεύμα αυτό του Θεού, ο Χριστός παραμένει για τους
πολλούς ένας σπουδαίος ίσως άνθρωπος, ένας κοινωνικός επαναστάτης, ένας μεγάλος
Δάσκαλος, όχι όμως Θεός. Δικαιολογημένα λοιπόν οι μαθητές του Κυρίου εκφράζουν
την απορία τους στην εντολή Του να ταΐσουν αυτοί τον κόσμο. Ήταν πολύ νωρίς για
να έχουν νιώσει ποιον είχαν δίπλα τους.
3. Παρ’ όλα αυτά όμως! Κάνουν υπακοή στον λόγο του Κυρίου
και γίνονται μέτοχοι του θαυμαστού γεγονότος: τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια
πολλαπλασιάζονται και καλύπτουν τις ανάγκες τροφής των χιλιάδων ανθρώπων, κι
ακόμη περισσότερο: περισσεύουν και πάρα πολλά, για τα οποία τους δίνεται η
εντολή να τα μαζέψουν. Έτσι ο Κύριος τούς δίνει ώθηση να προχωρήσουν πέρα από
αυτό που επισημαίνουν οι αισθήσεις τους: στην παντοδύναμη ενέργεια του λόγου
και της παρουσίας Του. Θα περάσει ακόμη κάποιος καιρός, είπαμε, μέχρι την
Πεντηκοστή, αλλά, έστω και προσωρινά, συνειδητοποιούν – με πολύ εύθραυστο τρόπο
είναι αλήθεια: τα γεγονότα του Πάθους θα το αποδείξουν – ότι η λογική
υπερβαίνεται όπου υπάρχει Εκείνος. Τα δεδομένα από τις αισθήσεις δεν είναι
ικανά να περιορίσουν τη χάρη της προσφοράς Του και την έκχυση της αγάπης Του.
Έκτοτε η Εκκλησία μας, ζώντας μέσα στον πλούτο της χάριτος του Κυρίου, θα
ψάλλει διαρκώς: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον
Κύριον, ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού». Η λύση στα θεωρούμενα αδιέξοδα
είναι πάντοτε ο Κύριος: «όπου γαρ βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις».
4. Όμως ο Κύριος, ενώ καλύπτει τις συγκεκριμένες υλικές
ανάγκες των ανθρώπων, δεν μένει σ’ αυτό. Δεν ήρθε για να γίνει η διέξοδος
απλώς των υλικών προβλημάτων του ανθρώπου, σαν να πρότεινε τη λύση ενός
κοινωνικού χαρακτήρα πολιτικού σχήματος. Μία τέτοια πρόταση την δέχτηκε ως
πειρασμό από τον Πονηρό, στους γνωστούς τρεις πειρασμούς Του στην έρημο, και
την απέρριψε. Ο Κύριος έρχεται να δώσει στον άνθρωπο, αυτό που πραγματικά έχει
ανάγκη: τον ίδιο τον Θεό, να είναι μέτοχος της αιώνιας ύπαρξής Του. Διότι
γι’ αυτό δημιουργήθηκε. Θα αποκαλύψει λοιπόν στους μαθητές Του την
απογοήτευσή Του από τον κόσμο που τράφηκε θαυματουργικά – «Με ακολουθούν όχι
για τη διδασκαλία Μου, αλλά γιατί τους έθρεψα» - και θα τους προσανατολίσει
ακριβώς στο βαθύτερο νόημα της ενέργειάς Του: στην αληθινή τροφή των ανθρώπων
που είναι το σώμα Του και το αίμα Του. «Εγώ ειμι ο άρτος ο αληθινός, ο
καταβάς εκ του ουρανού. Εάν μη φάγητε τον άρτον τούτον, ουκ έχετε ζωήν εν
εαυτοίς». Σ’ αυτήν την προσφορά Του η Εκκλησία μας είδε έκτοτε το
κέντρο και τον πυρήνα της ζωής της. Στη Θεία Ευχαριστία δηλαδή, στην οποία
προσφέρεται ο Κύριος, υπό τα είδη του άρτου και του οίνου, εκεί βιώνεται και το
αληθινό νόημα του πολλαπλασιασμού των άρτων, με την προϋπόθεση βεβαίως πάντοτε
ότι ο άνθρωπος θέλει κι αυτός την προσφορά αυτή. Κι η θέλησή του αυτή
φανερώνεται με την τήρηση των αγίων Του εντολών, οι οποίες δημιουργούν το
πλαίσιο, ώστε το σώμα και το αίμα του Κυρίου να λειτουργούν με «συμβατό»
τρόπο στον άνθρωπο, δηλαδή να μη γίνονται «εις κρίμα ή εις κατάκριμά»
του, αλλά «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».