14 Αυγούστου 2022

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙ ΤΗι ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 2022 ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

 


ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ & ΤΟΝ ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΟΝ ΛΑΟΝ

ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

 

Τέκνα μου ἀγαπητά,

«Οὐδεὶς προστρέχων ἐπὶ σοί, κατῃσχυμμένος ἀπὸ σοῦ ἐκπορεύεται, ἁγνὴ Παρθένε Θεοτόκε, ἀλλ’ αἰτεῖται τὴν χάριν, καὶ λαμβάνει τὸ δώρημα, πρὸς τὸ συμφέρον τῆς αἰτήσεως».

Κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτὲς τοῦ Αὐγούστου οἱ χριστιανοὶ προσήλθαν στὶς ἐκκλησιὲς ἀχθοφορώντας βάσανα καὶ ταλαιπωρίες. Πρόσωπα χαρακωμένα ἀπὸ τὸν πόνο στάθηκαν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου, γονάτισαν, ἔκλαψαν καὶ προσευχήθηκαν. Ζήτησαν μέσα ἀπὸ τὴν ψυχή τους νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὰ δεινὰ ποὺ τοὺς κατατρέχουν, νὰ νικηθεῖ ἡ ἀσθένεια, νὰ παρηγορηθεῖ ὁ πόνος, νὰ παύσει ἡ μοναξιά, νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἀδικία. Τόσοι καὶ τόσοι πιστοὶ προσῆλθαν στὸ Ναὸ αἰτούμενοι ἀπὸ τὴν Παναγία ἕνα θαῦμα.

«Μὰ κάνει ἡ Παναγία θαύματα στοὺς καιρούς μας;» θὰ ἀναρωτηθοῦν πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς, κι ἡ ψυχή μας θὰ γεμίσει ἀμφιβολία, κι ὁ νοῦς μας θὰ τρέξει σὲ καταστάσεις πονηρὲς καὶ κίβδηλες, κι ἡ ὕπαρξή μας, ποὺ λαχταρὰ τοῦ Θεοῦ τὸ θαῦμα, θὰ μείνει στερημένη καὶ ἀπογοητευμένη στοὺς φόβους της καὶ στὰ ἀδιέξοδά της.

Γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε λοιπὸν στὸ ἐρώτημα ἂν ἡ Θεοτόκος θαυματουργεῖ στὶς ἡμέρες μας θὰ πρέπει πρῶτα νὰ κατανοήσουμε τί εἶναι τὸ θαῦμα.

Ζοῦμε σ’ ἕνα κόσμο ποὺ κάποια πράγματα μοιάζουν φυσικὰ καὶ ἀκλόνητα. Νόμοι καὶ κανόνες φυσικοὶ διέπουν τὴν πλάση. Πίσω ἀπὸ αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ διακρίνει τὸ χέρι τοῦ Δημιουργοῦ, ποὺ ἔπλασε τὰ πάντα «καλὰ λίαν». Τὴν ἴδια ὅμως στιγμὴ μπορεῖ κανεῖς νὰ διακρίνει πὼς στὸν καλὸ αὐτὸν κόσμο ὑπάρχουν καὶ ἡ φθορά, καὶ ἡ ἀσθένεια, καὶ ὁ πόνος, καὶ ἡ ἀδικία, καὶ τὸ σκοτάδι, καὶ ἡ κακότητα. Μὲ μιὰ κουβέντα στὸν κόσμο αὐτὸ ὑπάρχει καὶ ὁ θάνατος.

Ὅλα τοῦτα δὲν τὰ δημιούργησε ὁ Θεός, ἀλλὰ εἶναι ἀποτελέσματα τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν κόσμο. Μιᾶς ἀπουσίας ποὺ «ἐπέβαλλε» στὸ Θεὸ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐλευθερία του. Ἡ διήγηση τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως γιὰ τὴν πτώση τοῦ Ἀδάμ καὶ τῆς Εὔας δὲν μιλᾶ μόνο γιὰ τὴν ἔξωση τῶν πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν Παράδεισο, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἀποκαλύπτει τὴν ἀξίωση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐξωθηθεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν κόσμο.

Ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ σταματήσει νὰ ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅλα τὰ δημιουργήματά Του. Τοῦτο σημαίνει πὼς ὁ Θεὸς δὲν ἀποσύρεται κατ’ ἀπόλυτο τρόπο ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἀφήνει στὸν ἄνθρωπο τὸ χῶρο ποὺ διεκδικεῖ συνεχίζοντας νὰ συγκρατεῖ τὸ σύμπαν. Γι’ αὐτὸ στὸν κόσμο αἰσθανόμαστε ἄλλοτε τὴν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, καὶ ἄλλοτε τὴν παρουσία Του. Στὸ κενὸ αὐτὸ τῆς ἀπουσίας εἰσχωρεῖ τὸ σκοτάδι στὸν κόσμο, ἡ ἀδικία, ὁ πόνος, ἡ ἀσθένεια καὶ τελικὰ ὁ θάνατος. Κι ὅλα τοῦτα ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τὰ λέμε καὶ τὰ ὀνομάζουμε φυσικά, γιατὶ εἶναι βέβαιο πὼς στὸ βίο μας θὰ συναντηθοῦμε μὲ αὐτά. Ὅμως στὴν πραγματικότητα τοῦτες οἱ καταστάσεις ἀποτελοῦν διασάλευση τῆς φυσικῆς τάξεως, εἶναι ἀποκλίσεις ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι οἱ ὀδυνηρὲς ἐπιπτώσεις τῆς δῆθεν αὐτοθέωσης τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στὸ ἀνθρώπινο δράμα δίδεται μέ ἕνα θαῦμα. Εἶναι τὸ θαῦμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ Θεοτόκος Μαρία δέχεται στὰ σπλάχνα της τὸ Θεό Λόγο. Τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος λαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση, γιὰ νὰ καταργήσει τὸ χάσμα μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ ἑνώσει τὰ διεστῶτα, γιὰ νὰ καταπατήσει τὸ κακό, γιὰ νὰ καταργήσει τὸ θάνατο.

Τοῦτο εἶναι τὸ μέγα Θαῦμα κι ἀπὸ ἐκεῖ ἀπορρέει κάθε θαυμαστὴ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Γιατὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος σχετιστεῖ μὲ τὸ Θεό, βιώνει μιὰ νέα φυσικὴ τάξη. Ζεῖ στὴ γὴ μὲ τὴν προοπτικὴ τοῦ οὐρανοῦ. Ἀδικεῖται ἀπὸ τὸ κακό, ἀλλὰ δικαιώνεται ἀπὸ τὸ Σταυρό. Πονᾶ ἀπὸ τὴν ἀσθένεια, ἀλλὰ βρίσκει παρηγορία καὶ νόημα μέσα ἀπὸ τὴ δοκιμασία. Γνωρίζει τὸ βιολογικὸ θάνατο, μὰ περνᾶ στὴ ζωή τῆς αἰωνιότητας ποὺ δὲν τὴ σκιάζει ὀδύνη, λύπη ἤ στεναγμός.

Τὸ θαῦμα γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι Χριστοκεντρικὸ γεγονός καὶ ὄχι ἀπλὰ μιὰ παραδοξότητα, μιὰ ἔκτακτη εὐεργεσία, μιὰ ὑπέρβαση τῶν φυσικῶν νόμων. Τὸ θαῦμα εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς καινῆς πραγματικότητας ποὺ εἰσάγει στὴν ἀνθρωπότητα ὁ Σωτήρας Χριστός. Εἶναι ἕνας νέος τρόπος ζωῆς ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὸ κεντρὶ τοῦ θανάτου.

Ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν ἐπίγεια παρουσία Του δίνει τὸ φῶς σὲ τυφλούς, κινητοποιεῖ παραλύτους, καθαρίζει λεπρούς, ἀνασταίνει κεκοιμημένους. Ὑπάρχουν ὅμως κι ἄλλοι ποὺ ζοῦν τὸ θαῦμα τῆς παρουσίας Του χωρὶς νὰ θεραπεύεται τὸ σῶμα τους, ἀλλὰ ἡ πληγωμένη τους ψυχή. Ὁ Ἰησοῦς συγχωρεῖ μετανοημένους, συναναστρέφεται μὲ ξένους, συνομιλεῖ μὲ ἁμαρτωλούς, συναντᾶται μὲ μοναχικούς, μοιράζεται τὸ τραπέζι μὲ πεινασμένους γιὰ ἀλήθεια. Ὅλες τοῦτες οἱ πράξεις μαρτυροῦν τὸν ἐρχομὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλα τοῦτα τὰ ἔργα ἀποτελοῦν τὸ θαῦμα τῆς ἑνότητας τῆς Θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.

Μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου τὰ θαύματα ἐνεργοῦνται ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας πρωτίστως μυστηριακὰ καὶ λατρευτικά. Γιατὶ εἶναι μεγάλο θαῦμα ἡ ἀναγέννηση ἑνὸς ἀνθρώπου μὲ τὸ Βάπτισμα, καὶ ἡ συγχώρεση μὲ τὴν Ἐξομολόγηση, καὶ ἡ ἕνωση τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας μὲ τὸ γάμο, καὶ ὁ ἁγιασμὸς μὲ τὴ θεία Κοινωνία. Ὅλοι οἱ πιστοὶ ἔχουμε δεχθεῖ τὸ θαῦμα μέσα στην ἐκκλησιαστική μας ζωή.

Σὲ αὐτὸ τὸ Χριστοκεντρικὸ ὁρίζοντα μπορεῖ νὰ κατανοήσει κανείς καὶ τὰ ἐπιμέρους θαύματα ποὺ μποροῦν νὰ συμβοῦν στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Χριστὸς συναντᾶ τὸ κάθε πρόσωπο μὲ ἕνα μοναδικὸ τρόπο, καλώντάς το σὲ σχέση ἀληθινὴ καὶ ἀγαπητική. Καὶ τούτη ἡ σχέση μεταμορφώνει τὸν ὅλο ἄνθρωπο, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του. Κι ὁ ἄνθρωπος ἀποκαθίσταται ὑγιής, ἄλλοτε μὲ τὴν θεραπεία, ἄλλοτε μὲ τὴν παρηγοριά, ἄλλοτε μὲ τὴν ἐλπίδα, ἄλλοτε μὲ τὴν ἐσωτέρα χαρὰ ποὺ δὲν μπορεῖ καμιὰ ἀσθένεια καὶ κανένας πειρασμὸς νὰ τὴν κάμψουν. Μὲ αὐτοὺς καὶ μὲ μύριους ἄλλους τρόπους τὸ θαῦμα ὑπάρχει μέσα στὴν Ἐκκλησία ὡς βίωμα καὶ ἐμπειρία, ὡς γεγονὸς φυσικὸ καὶ ὑπερφυσικό, ὡς θεία ἐνέργεια καὶ φῶς ἄκτιστο.

Ὁ κάθε πιστὸς ποὺ πονᾶ ζεῖ τὸ θαῦμα τῆς συμπόρευσης τοῦ Χριστοῦ μαζί του. Ὁ πόνος του εἶναι πόνος Χριστοῦ, μὰ καὶ πόνος τῆς Ἐκκλησίας, πόνος τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Κανεὶς δὲν εἶναι πλέον μόνος. Ἡ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲ σταματᾶ ποτὲ νὰ ἐκζητεῖ τὸ θαῦμα. Καὶ τὰ αἰτήματα τῶν πιστῶν πάντα εἰσακούονται ἀπὸ τὸ Θεὸ τῆς ἀγάπης, ὁ ὁποῖος παίρνει τὸν πόνο καὶ τὸν κάνει ὁδὸ σωτηρίας, παρέχοντας στὸν καθένα αὐτὸ ποὺ ἀληθινὰ χρειάζεται.

Στὶς μέρες μας πολλοὶ μιλοῦν γιὰ θαύματα, μὰ αὐτὰ ποὺ ὀνομάζουν ὡς τέτοια, ἀπέχουν πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ἡ ζωτικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ποὺ θεραπεύει τὸν κόσμο.

Γιατὶ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα μιὰ πράξη μαγική. Γιατὶ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα μιὰ συνναλλαγὴ ἐμπορική. Γιατὶ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα ἕνα ρουσφέτι θεϊκό. Γιατὶ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα δεξιότητα ἀνθρώπων ἰκανῶν. Γιατὶ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα θέαμα γιὰ τὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης. Γιατὶ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα διαφημιστικὸ προϊὸν. Γιατὶ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα καταναγκασμὸς στὴν πίστη.

Ἄν θέλουμε νὰ γνωρίσουμε τὸ θαῦμα στὶς πραγματικές του διαστάσεις πρέπει νὰ προστρέξουμε στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας μας. Ἐκείνη μπορεῖ νὰ μᾶς διδάξει ποιὸ θαῦμα εἶναι γνήσιο, καὶ ποιὸ κίβδηλο καὶ ψευδές.

Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἐκείνη ποὺ βρέθηκε στὸ ἐπίκεντρο τοῦ θαύματος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνη εἶπε τὸ μεγάλο «ναὶ» γιὰ νὰ σαρκωθεῖ ὁ Χριστὸς κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό, ἐκείνη ἔγινε ἡ Χώρα τοῦ Ἀχωρήτου, ἐκείνη γέννησε τὸν σαρκωμένο Λόγο.

Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἐκείνη ποὺ ἔζησε ταπεινὰ κοντὰ στὸ Χριστὸ ἀκολουθώντας ταπεινὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας. Εἶδε τὸν Υἱὸ καὶ Θεό Της νὰ διδάσκει, νὰ θεραπεύει, νὰ τρέφει, νὰ παρηγορεῖ, νὰ παθαίνει, νὰ σταυρώνεται, νὰ δέχεται ταφή, νὰ ἀνασταίνεται. Ἔζησε τὸ θαυμαστὸ βίο τοῦ Υἱοῦ της ἐν σιωπῇ καὶ ἐν προσευχῇ. Δὲν ἐπεδίωξε κάτι νὰ οἰκειοποιηθεῖ, δὲν αἰτήθηκε κάτι γιὰ τὴν ἴδια, δὲν διεκδίκησε μερίδιο τιμῆς καὶ δόξης.

Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἐκείνη ποὺ δέχθηκε ὡς πρόσωπο τοὺς καρποὺς τῆς Ἀναστάσεως ποὺ ὁ Υἱός της ἐπιφυλάσσει γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Γιορτάζουμε σήμερα τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, μὰ καὶ τὸ μεγάλο θαῦμα τῆς Μεταστάσεως. Ὁ Χριστὸς λαμβάνει τὴν ψυχὴ τῆς Ἁγίας Μητρός Του κατὰ τὴν ἐκδημία Της. Στὴν ἀγκάλη του κρατᾶ τὴν πάναγνη ψυχὴ τῆς Κυρίας τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ὅμως καὶ τὸ σῶμα τῆς Παναγίας μας δὲν ἀφήνεται στὴν φθορὰ καὶ στὴ σήψη. Ὁ Σωτήρας Χριστὸς τὸ ἀνασταίνει, ὥστε ἡ Παναγία νὰ γίνει ἡ πρώτη ποὺ θὰ ζήσει τὸ θαῦμα τῆς ἀπόλυτης κατάργησης τοῦ θανάτου.

Ἡ Θεοτόκος μᾶς μυσταγωγεῖ στὸ θαῦμα, ὡς γεγονὸς σωτηριολογικό, ποὺ ἀγγίζει ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Καὶ οἱ πιστοὶ προστρέχουμε στὴ Μάνα μας τὴν Παναγιὰ καὶ ζητοῦμε ἄλλοτε μὲ ἐπίγνωση κι ἄλλοτε μὲ ἀφέλεια, ἐκεῖνα ποὺ ἡ ψυχή μας λαχταρᾶ. Μὰ ἐκείνη κανέναν δὲν παραθεωρεῖ, κανέναν δὲν ἀποπαίρνει. Σκύβει στὰ προβλήματά μας, στὶς μπερδεμένες μας ἀντιλήψεις, στοὺς πόνους καὶ τὶς ἀδυναμίες μας καὶ τὰ προσλαμβάνει καὶ τὰ δέχεται. Προσεύχεται γιὰ μᾶς, αἰτεῖται ἀδιάλειπτα γιὰ τὸν καθένα μας, λαλεῖ στὸν Υἱό Τῆς λόγους γλυκοὺς ποὺ ἀποσκοποῦν στὴ σωτηρία μας.

Γι’ αὐτὸ κι ἑμεῖς προσερχόμαστε σήμερα στοὺς Ναοὺς δίνοντας τὴ μαρτυρία στὸν κόσμο: «Ναὶ, καὶ σήμερα γίνονται θαύματα. Ναὶ, ἡ Κυρά μας ἡ Παναγιὰ θαυματουργεῖ. Ὅλοι μας ἔχουμε δεχθεῖ γεγονότα θεία καὶ θαυμαστά. Δὲν μιλοῦμε γιὰ ἐκείνα ποὺ θὰ συναντήσετε στὸ facebook καὶ στὸ viber. Σᾶς μιλοῦμε γιὰ ἐκεῖνα ποὺ ἐνεργοῦνται στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας ἀγγίζοντας τὸ σῶμα μας, τὶς ἀδυναμίες μας, τὶς ἁμαρτίες μας, τὶς σχέσεις μας, τὰ ἔργα μας καὶ τὴ ζωή μας ὁλόκληρη. Κι ἂν ὑπάρχουν κάποιοι ποὺ καπηλεύονται τὸ θαῦμα, τοῦτο δὲν σημαίνει πὼς ἔπαυσε νὰ ὑπάρχει».

Εὐχόμαστε σὲ ὅλους νὰ γίνουμε μέτοχοι καὶ μάρτυρες τοῦ θαύματος τῆς σωτηρίας ποὺ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κομίζει στὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς, διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς Ἁγίας Μητρός Του, τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῆς προστάτιδος καὶ ἐφόρου τοῦ κόσμου ὅλου, μὰ καὶ τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔχει δεχθεῖ ἐπανειλημμένα τὴν ἀρραγὴ προστασία Της.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη

Ο  Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ  Σ Α Σ

† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 


Η Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου συνιστά τη μεγαλύτερη από όλες τις Θεομητορικές εορτές της Εκκλησίας μας - το τέλος της φανέρωσε ότι επρόκειτο πράγματι περί της «Κεχαριτωμένης» και της «ευλογημένης εν πάσαις ταις γυναιξί». Το τέλος της αυτό δεν απετέλεσε το  τέλος ενός κοινού ανθρώπου. Ναι μεν φεύγει από τη ζωή αυτή, αλλά με θαυμαστό τρόπο παρευρίσκονται όλοι οι Απόστολοι, «μετάρσιοι γενόμενοι», «συναθροισθέντες εν Γεθσημανή τω χωρίω», αλλά πολύ περισσότερο: παρευρίσκονται όλοι οι άγιοι άγγελοι, και πάνω από όλα: ο ίδιος ο Υιός και Θεός της, ο Οποίος και παραλαμβάνει τη με μορφή παιδούλας παναγία ψυχή της. Έτσι στο γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με έντονο τρόπο ό,τι συμβαίνει πάντοτε στην Εκκλησία μας στις διάφορες εορτές της: «επίγειον το φαινόμενον, ουράνιον το νοούμενον». Στην Εκκλησία ζούμε όλη την πραγματικότητα του κόσμου: την επιφάνεια, αλλά και το βάθος του.  Ας δούμε πιο συγκεκριμένα ορισμένα από τα παραπάνω σημεία.

1. Η Εκκλησία μας επιμένει καταρχάς στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Η Παναγία υπακούει και αυτή στους νόμους της φύσεως: πεθαίνει, όπως όλοι οι άνθρωποι, και κηδεύεται από τους Αποστόλους και όλους τους οικείους της.  Και δεν ήταν δυνατόν να μη συμβεί τούτο, όταν ο ίδιος ο Κύριος, ο Υιός και Θεός της, πέρασε από τη διαδικασία του φυσικού θανάτου. Κατά τον υμνογράφο «μιμήθηκες τον Δημιουργό σου και Υιό, γι’ αυτό και υποκύπτεις υπερφυσικά στους νόμους της φύσεως». Απλώς εκείνη δέχεται από άγγελο την πληροφορία περί της εξόδου της από τον κόσμο και ετοιμάζει με θαυμαστό πράγματι τρόπο, πνευματικά και υλικά, τα της κηδείας της, ενώ προτρέπει με στοργή τους πενθούντες αποστόλους, που είχαν συναθροιστεί εκ περάτων της γης: «το εμόν σώμα, καθώς εγώ σχηματίσω τη κλίνη, κηδεύσατε» - κηδεύσατε το σώμα μου, όπως εγώ θα το σχηματίσω στην κλίνη.

2. Η φυσική αυτή τάξη όμως συνιστά την επιφάνεια. Η Κοίμηση της Θεοτόκου  αποκαλύπτει και το βάθος. Καταρχάς, οι απόστολοι γνωρίζουν το γεγονός και συναθροίζονται στη Γεθσημανή υπέρ φύσιν: ο Κύριος επί νεφελών τους φέρνει εκεί που είναι η Παναγία Μητέρα Του, για να πενθήσουν, κυρίως όμως να δοξολογήσουν το γεγονός της κοιμήσεως και της μεταστάσεώς της. Κατά την παρατήρηση μάλιστα που τους κάνει η ίδια η Θεοτόκος, όταν τους βλέπει να θρηνούν για τον επικείμενο θάνατό της: «Μη φίλοι μαθηταί, του εμού Υιού και Θεού, μή πένθος εργάσησθε την εμήν χαράν». Μη κάνετε πένθος τη χαρά μου! Και είναι ευνόητο: η Παναγία μας μετατίθεται πλήρως στην αγκαλιά του Χριστού, ο Οποίος της προανήγγειλε διά του αγγέλου: «μη ταραχτείς για τον θάνατό σου, αλλά μετ᾽ ευφροσύνης δέξαι τον λόγον. Γιατί έρχεσαι προς την αθάνατη ζωή». Έπειτα, παρευρίσκονται στην κοίμησή της όλοι οι άγιοι άγγελοι, οι οποίοι με πολύ σεβασμό και σεμνότητα «ανοίγουν τις πύλες του παραδείσου» για να περάσει η πλατυτέρα των ουρανών, προπέμποντάς την με υπέροχους ύμνους και δοξολογίες. «Αξίως ως έμψυχον, σε ουρανόν υπεδέξαντο, ουράνια Πάναγνε, θεία σκηνώματα». «Επήρθησαν πύλαι ουράνιαι, και Άγγελοι ανύμνησαν...Χερουβίμ υπείξε σοι, εν αγαλλιάσει, Σεραφίμ δε δοξάζει σε χαίροντα». Και πάνω από όλα: έρχεται ο ίδιος ο Κύριος και Θεός, προκειμένου να παραλάβει την στα χέρια Του παραθεμένη  ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του. «Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα».

3. Έτσι στην Κοίμηση της Θεοτόκου, πέραν των άλλων συγκλονιστικών, φωτίζεται το μυστηριώδες όριο της ζωής και του θανάτου. Αυτό το μεταίχμιο, που πάντοτε κέντριζε και κεντρίζει τις ανθρώπινες συνειδήσεις και πολλοί πολλά μαρτυρούν βγαλμένα τις περισσότερες φορές όμως από το χωρίς φωτισμό Θεού μυαλό τους. Εδώ έχουμε τη συγκεκριμένη αποκάλυψη: όταν πρόκειται περί αγίου ανθρώπου, άγγελοι κι ακόμη κι ο ίδιος ο Κύριος, έρχονται να παραλάβουν την ψυχή του ανθρώπου. Κι έχουμε στην ιστορία της Εκκλησίας μας, εκτός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εννοείται,  πολλές τέτοιες καταγραφές που φανερώνουν το τι διαδραματίζεται στην κρίσιμη  αυτή και απρόσιτη στις σωματικές αισθήσεις ώρα. Σαν το τέλος, μεταξύ άλλων, του οσίου Παμβώ, που λέει το Γεροντικό, στο οποίο παραβρέθηκαν άγγελοι, αλλά και η Παναγία, όπως εν τέλει και ο ίδιος ο Κύριος, με την παρουσία του Οποίου άρρητη ευωδία χύθηκε παντού. Κι από την άλλη βεβαίως έχουν καταγραφεί περιπτώσεις αθέων και αρνητών και χλευαστών της πίστεως, που το τέλος τους ήταν τόσο τραγικό και ῾βρομερό᾽ στην όσφρηση, που οι μετέχοντες ομολόγησαν ότι ποτέ δεν θα ήθελαν να ξαναβρεθούν σε παρόμοιο γεγονός, που φανέρωνε τη δαιμονική παρουσία.

4. Το όλο αυτό ῾σκηνικό᾽ του ενδόξου τέλους της Παναγίας μας, η συμπλοκή της επιφάνειας και του βάθους, η ύπαρξη του φυσικού και του υπερφυσικού, οδηγεί τον υμνογράφο της εορτής που λειτουργεί ως η συνείδηση της Εκκλησίας, να μιλά για την Κοίμηση ως γεγονός μυστηρίου, το οποίο με φωτισμένη από τον Θεό πίστη προσπαθεί να το κατανοήσει, έστω και εκ μέρους, και να το δει στις αληθινές του διαστάσεις. «Ω, του παραδόξου θαύματος» κραυγάζει. «Βαβαί των σων μυστηρίων αγνή!» Και δικαιολογημένα: «η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται». Ό,τι μυστήριο περικλείει τον θάνατο του Χριστού και την ταφή Του, το ίδιο μυστήριο, κατά τον υμνογράφο που κινείται δοξολογικά σε επίπεδο υπερβολής, περικλείει και την κοίμηση της Παναγίας Μητέρας Του, κάτι που δικαιολογεί και το γιατί οι Χριστιανοί κατ᾽ αντανάκλαση του θανάτου του Κυρίου, ψέλνουν τα εγκώμια και κάνουν περιφορά επιταφίου και στην Θεοτόκο.

Και βεβαίως έτσι συνυπάρχει και η ανάσταση που ακολουθεί. Θέλουμε να πούμε ότι όπως μετά την ταφή του Κυρίου έρχεται η ανάσταση, με την οποία νικήθηκε ο Άδης και «ζωής ηξιώθημεν», έτσι και μετά την κοίμηση της Θεοτόκου έρχεται και η δική της ανάσταση. Διότι, κατά την παράδοσή μας, η Παναγία ναι μεν πέθανε και ετάφη, την τρίτη όμως ημέρα, όταν ανοίχτηκε ο τάφος της προς χάρη ενός από τους μαθητές του Κυρίου που δεν παραβρέθηκε στην κοίμησή της, διαπιστώθηκε η εν σώματι μετάστασή της, συνεπώς η Παναγία βίωσε από τότε αυτό που θα βιώσουμε όλοι μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, την ανάσταση των σωμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι στους Χαιρετισμούς της αδιάκοπα διαλαλείται ότι «αναστάσεως τύπον εκλάμπει», όπως εξίσου δεν είναι τυχαίο ότι ο πιστός λαός μας με το αισθητήριο που διαθέτει, χαρακτηρίζει την Κοίμησή της ως το «Πάσχα του καλοκαιριού».

Ο υμνογράφος βεβαίως δεν βλέπει το μυστήριο της Κοιμήσεως μεμονωμένα. Θεωρεί ότι η Παναγία μας με όλη τη ζωή της ζει το μυστήριο της παρουσίας του Θεού κατά μοναδικό τρόπο, οπότε και η Κοίμησή της προεκτείνει φυσιολογικά το όλο μυστήριο. «Έπρεπε τοις αυτόπταις του Λόγου και υπηρέταις, και της κατά σάρκα Μητρός αυτού, την Κοίμησιν εποπτεύσαι, τελευταίον ούσαν επ᾽ αυτή μυστήριον». Δηλαδή: Έπρεπε οι μαθητές του Χριστού να εποπτεύσουν και την Κοίμηση της κατά σάρκα Μητέρας Του, η οποία αποτελεί το τελευταίο σ᾽ αυτήν μυστήριο. Διότι ασφαλώς και η δική της η Γέννηση ως καρπός έντονης και πολυχρόνιας προσευχής είναι μυστήριο, αλλά πολλαπλασίως περισσότερο ο Ευαγγελισμός της και η Γέννηση δι᾽ αυτής του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου.

Παρ᾽ όλα αυτά! Υπάρχει και συνέχεια του μυστηρίου για την Παναγία, έστω και μετά την Κοίμησή της! Το μυστήριο της συνεχιζόμενης αδιάκοπα στον κόσμο παρουσίας της, γεγονός που συνιστά την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Όπως το ψάλλει η Εκκλησία μας με το απολυτίκιο ιδίως της εορτής: «Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε». Η έξοδός της από τον κόσμο δεν συνιστά μία φυγή, μία λησμονιά από πλευράς της για εμάς. Η Παναγία φεύγει και ταυτοχρόνως παραμένει πιο κοντά μας. Διότι ζώντας καθ᾽ ολοκληρίαν πια μέσα στον Κύριο και Θεό της μετέχει κατά κάποιον τρόπο της πανταχού παρουσίας Εκείνου. Εκείνος της ανοίγει τα μάτια για να μας βλέπει, να μας ακούει, να συμπάσχει και να συγχαίρει μαζί μας, και κυρίως να έχει τη δύναμη να μας βοηθά. Κι αυτό είναι πια εμπειρία όλης της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί να γίνει εμπειρία και του καθενός μας, όπως συνέβη και με τον Άγιο Σιλουανό του Άθω, ο οποίος γράφει (στα κείμενα που μας διέσωσε ο μαθητής και υποτακτικός του όσιος κι αυτός Σωφρόνιος του Έσσεξ) ότι μετανόησε για τις αποκλίσεις της ζωής του, όταν η ίδια η Παναγία τού είπε με πόνο ότι θλίβεται για την αμαρτωλή ζωή του. Ποιος άραγε λόγος αιτιολογεί την αγάπη του πιστού λαού προς Εκείνην παρά η αίσθηση της εγγύτητάς της στη ζωή μας; Και η Παναγία το είχε διαβεβαιώσει, λίγο πριν τον θάνατό της, σκορπώντας την παρηγοριά ήδη από τότε στους πιστούς, με πρώτους τους αποστόλους: «Μη θρηνείτε, γιατί με τη μετάστασή μου σας διαβεβαιώνω ότι όχι μόνον εσάς, αλλά και όλον τον κόσμο θα περισκέπω και θα εφορώ». Αν κάτι παρόμοιο έλεγε και ο όσιος Πορφύριος στην εποχή μας, ότι δηλαδή μετά τον θάνατό του θα βρίσκεται πιο κοντά στους ανθρώπους, πόσο περισσότερο, ας φανταστούμε, ισχύει τούτο για την Παναγία;

5. Μέσα στο θάμβος της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μπροστά σε όλα τα θαυμαστά που εξαγγέλλει η χαρά της από τη μετάστασή της στους ουρανούς, προβάλλει επιτακτικά το ερώτημα: τι ήταν αυτό που έκανε την Παναγία να φτάσει σ᾽ αυτό το ύψος; Και τι πρέπει να κάνουμε κι εμείς αντιστοίχως,  ώστε έστω και ελάχιστα, μια που η προοπτική μας είναι να γίνουμε κι εμείς ῾Παναγίες᾽, να σαρκώνουμε δηλαδή στη ζωή μας τον Χριστό, να γευόμαστε λίγο από τη χάρη της, χάρη στην πραγματικότητα του Κυρίου μας; Η απάντηση είναι γνωστή κι αυτήν διαλαλεί διαρκώς η Εκκλησία μας: Αν η Παναγία έγινε ό,τι έγινε, τούτο οφείλεται στην ετοιμότητά της να υπακούει στο θέλημα του Θεού. Το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» είναι το ῾μυστικό᾽  της εξυψώσεώς της στα υπερουράνια. Αυτό το ῾μυστικό᾽, ας γίνεται καθημερινά φανερό και στις δικές μας καρδιές.

13 Αυγούστου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 

«Οὐκ οἴδατε ὅτι ναός Θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;» (Α´ Κορ. 3, 16)

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τίς διασπαστικές ἐνέργειες ὁρισμένων ὑπενθυμίζει στούς πιστούς τῆς Κορίνθου ὅτι ὅλοι οἱ πιστοί συνιστοῦν μία ἑνότητα λόγω τοῦ θεμελίου πάνω στό ὁποῖο εἶναι οἰκοδομημένοι, τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό. Αὐτός εἶναι ἡ βάση καί πάνω σ᾽ αὐτήν τήν βάση ὑψώνεται τό οἰκοδόμημα, δηλαδή οἱ ἴδιοι οἱ πιστοί, μέ κτίστες τούς συνεργάτες τοῦ Κυρίου τούς ἁγίους Του ἀποστόλους. Τήν ποιότητα τοῦ ἔργου τοῦ καθενός κτίστη θά τήν ἀποκαλύψει ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως τοῦ Κυρίου, γιατί τό ἔργο αὐτό θά δοκιμαστεῖ μέσα ἀπό τήν φωτιά της. Κάθε διάσπαση λοιπόν αὐτῆς τῆς ἑνότητας στρέφεται κατά τῶν ἴδιων τῶν πιστῶν ὡς ναοῦ τελικῶς τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ συνεπῶς ἱεροσυλία καί γι᾽ αὐτό θά ἀντιμετωπίσει τήν ἀντίθεση τοῦ ἴδιου τοῦ Παντοδύναμου. ῾Ο ἐπιτατικός ἐρωτηματικός τρόπος μάλιστα μέ τόν ὁποῖο θέτει ὁ ἀπόστολος τό θέμα τῆς ζωντανῆς σχέσης τῶν πιστῶν μέ τόν Θεό καί μεταξύ τους: «δέν ξέρετε πώς εἶστε ναός τοῦ Θεοῦ κι ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ ἀνάμεσά σας;», προβάλλει ἀκόμη περισσότερο τήν ἔννοια τῆς ἑνότητας.

 1. Πράγματι. ῾Η ἑνότητα Θεοῦ καί ἀνθρώπου καί ἀνθρώπων μεταξύ τους προβάλλεται ποικιλοτρόπως ἀπό τόν ἅγιο Παῦλο μέ τήν χρήση ἰδίως τῆς εἰκόνας τοῦ ναοῦ. Οἱ πιστοί συνιστοῦμε τόν ναό τοῦ Θεοῦ, τό κατοικητήριό Του, συνεπῶς τό Πνεῦμα Του κατοικεῖ μέσα μας κι ἀνάμεσά μας. Πρόκειται ὡς γνωστόν γιά μία σχέση πού ἀνάγει τήν ἀρχή της ἤδη στήν Δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ὡς κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ δημιουργημένου, χάθηκε μέ τήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου πού διέσπασε τήν θεοκοινωνία αὐτήν, ἀλλά τέθηκε σέ ἐνέργεια καί πάλι στό ἀπόλυτο δυνατό ἀπό τήν στιγμή τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Κύριος ἐρχόμενος στόν κόσμο προσέλαβε στόν ῾Εαυτό Του τόν ἄνθρωπο, πραγματοποιώντας αὐτό πού ἐξήγγελλε ἤδη ἡ Παλαιά Διαθήκη διά τῶν προφητῶν: «᾽Εγώ εἶπα θεοί ἐστε καί υἱοί ῾Υψίστου πάντες». «᾽Ενοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός καί αὐτοί ἔσονταί μοι λαός, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ». Καί ὁ ῎Ιδιος ἀκριβῶς ἀποκαλύπτοντας ὅτι ἡ σχέση Του μέ τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι μία ἐξωτερική καί τυπική σχέση λέει: «᾽Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα. Μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγώ ἐν ὑμῖν». ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος λοιπόν δέν προβάλλει ἴδια σχήματα τοῦ μυαλοῦ του, ἀλλά ὅ,τι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπαρχῆς καί μέχρι τῆς ἐλεύσεως τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτει.

2. ῾Η ἀλήθεια ὅτι οἱ πιστοί στόν Χριστό συνιστοῦμε τόν ναό τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς βρισκόμαστε σέ μία ἄμεση καί προσωπική σχέση μέ τό Πνεῦμα Του καί μεταξύ μας, κατανοεῖται πρωτίστως μέ τήν γενική ἐκκλησιαστική ἔννοια. ῾Η ᾽Εκκλησία δηλαδή ὡς σῶμα Χριστοῦ βρίσκεται ἀδιάκοπα ἑνωμένη μέ ᾽Εκεῖνον πού εἶναι ἡ  κεφαλή αὐτῆς, στήν ὁποία διοχετεύει τήν ζωή καί τήν χάρη Του. ῾Ο Θεός ἐν Χριστῷ βρίσκεται ἀνάμεσα στούς πιστούς, οἱ πιστοί γίνονται ὡς ὅλον τό κατοικητήριο καί ὁ ναός Του. «Οὗ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν». Κανείς ἀπό μόνος του μέ ἕναν τρόπο ἀτομικό καί ἀπομονωμένο δέν μπορεῖ νά ἔχει σχέση ζωντανή καί ἀληθινή μέ τόν Θεό ἔξω ἀπό αὐτό τό σῶμα - ἡ σωτηρία μετά τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου πραγματοποιεῖται «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις». Κάθε «ἁγιότητα» ἐκτός ᾽Εκκλησίας λοιπόν τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ καί θεωρεῖται ὡς ἄλλου τύπου ἐγωϊσμός, πιό ἐπικίνδυνος ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλον ἀκριβῶς λόγω τοῦ «φωτεινοῦ» ἐνδύματός του. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι πάντοτε οἱ ἅγιοι Πατέρες μας τόνιζαν καί τονίζουν ὡς κέντρο τῆς ὀρθῆς χριστιανικῆς ζωῆς τήν ᾽Ενορία: ἐκεῖ πού συνάζεται ὁ πιστός λαός γιά νά φάει καί νά πιεῖ τό σῶμα καί τό αἶμα τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ.

3. ῾Η ἀλήθεια αὐτή ὅμως κατανοεῖται καί μέ τήν εἰδική ἐκκλησιαστική ἔννοια, ὅτι δηλαδή ὁ κάθε πιστός ὡς πρόσωπο συνιστᾶ κι αὐτός ναό τοῦ Θεοῦ. Διότι ἀκριβῶς ἀποτελεῖ μέλος τοῦ σώματος. «Μέλη Χριστοῦ ἐσμεν καί ἀλλήλων μέλη». Συνεπῶς οἱ πιστοί καί ὡς ὅλον καί ὡς μέρος βιώνουν τήν χαρισματική αὐτήν πραγματικότητα νά εἶναι ναός τοῦ Θεοῦ, κάτι ἀσφαλῶς πού δέν ἀποτελεῖ ἀντίφαση, ἀλλά τήν πιό λογική συνέπεια: τό μέρος, τό μέλος ζεῖ ἐπί προσωπικοῦ ἐπιπέδου ὅ,τι ζεῖ καί τό σῶμα ὡς ὅλον. Πού σημαίνει: ἀκόμη καί στήν μεγαλύτερη ἀπομάκρυνση καί ἀπομόνωση τοῦ μέλους τῆς ᾽Εκκλησίας ὑφίσταται τό ἐκκλησιαστικό στοιχεῖο, τό μαζί μέ τούς ἄλλους. Ποτέ γιά παράδειγμα τό «Πάτερ ἡμῶν» δέν πρόκειται νά εἰπωθεῖ «Πάτερ μου». ῾Ο χριστιανός ἔτσι ἄν εἶναι ὀρθόδοξος φέρει μέσα του λόγω τῆς σχέσης του μέ τόν Χριστό καί ὅλους τούς ὑπόλοιπους πιστούς, εἴτε ἐνεργείᾳ εἴτε δυνάμει. Ὁ κάθε ὀρθόδοξος εἶναι (καί διαρκῶς γίνεται) ὁ κατεξοχήν παγκόσμιος ἄνθρωπος.

4. Τό γεγονός ὅτι ὁ κάθε πιστός εἶναι κι αὐτός ναός τοῦ Θεοῦ ὡς προέκταση τῆς ᾽Εκκλησίας τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί πέραν τοῦ συγκεκριμένου ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος. Εἶναι ἀπό τά πιό σημαντικά χωρία αὐτό πού κηρύσσει ὁ ἀπόστολος πάλι μέ τόν ἴδιο ἐπιτατικό ἐρωτηματικό τρόπο: «Οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστιν καί οὔκ ἐστε ἑαυτῶν; Δοξάσατε οὖν τόν Θεόν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καί ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ».  Ἡ ἴδια ἡ ψυχοσωματική ὕπαρξη τοῦ πιστοῦ ζεῖ τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἀνήκει σ᾽ ᾽Εκεῖνον τόν ῾Οποῖο ἐνδύθηκε διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί ἀπό τόν ῾Οποῖο τρέφεται γιά νά ζήσει.  «῞Οσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε». Καί «ἐάν μή φάγητε τό σῶμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε Αὐτοῦ τό αἷμα οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς».

 Ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ πιστοῦ μέλους τῆς ᾽Εκκλησίας ὡς ναοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί ἐπί σωματικοῦ ἐπιπέδου, τόν κάνει νά βιώνει τήν ἱερότητα μέσα στήν ὁποία βρίσκεται καί τόν στρέφει στόν ἐσωτερικό του κόσμο, ἐκεῖ ὅπου «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐστι». ᾽Ιδιαιτέρως ἡ καρδιά του ἀντιμετωπίζεται σάν τήν ἁγία Τράπεζα ἑνός Ναοῦ: ἐκεῖ ἵσταται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ ἀναπέμπει τίς ἱκετευτικές καί δοξολογικές κραυγές του πρός τόν Κύριο τῆς δόξης, κράζοντας «ἀββᾶ ὁ Πατήρ». Μέ ἄλλα λόγια ὁ πιστός ἔχοντας ἐπίγνωση ὅτι ἡ προτεραιότητα τῆς ζωῆς του εἶναι ὁ Κύριος καί ἡ βασιλεία τήν ὁποία ἔφερε ἀρνεῖται τήν διαρκή διάχυση τοῦ νοῦ του στά ἐξωτερικά πράγματα διά τῶν αἰσθήσεων καί μαζεύεται στό κέντρο καί τόν πυρήνα τῆς ὕπαρξής του: τήν καρδιά, λειτουργώντας ὡς ἱερέας τοῦ Χριστοῦ. Τότε βλέπει τήν ζωντάνια τῆς πίστης καί τήν αἰσθητή παρουσία τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀρχικά περιλάμπει τά διάφορα ἐπίπεδα τῆς ψυχῆς κι ἔπειτα καί τοῦ σώματος. Οἱ ἅγιοί μας, κατεξοχήν οἱ νηπτικοί Πατέρες μας παλαιότεροι καί νεώτεροι  ἔχουν ἀφήσει ὑπέροχα κείμενα τῆς πραγματικότητας αὐτῆς, ἡ ὁποία προσανατολίζει κι ἐμᾶς τούς ἀπείρους καί ἀρχαρίους σέ ὅ,τι ἀποτελεῖ τό βάθος τῆς πίστης καί τήν αἴσθηση τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ μας.

 «῾Ο Θεός πέθανε» κραύγαζε μέ τραγικό τρόπο ὁ προφήτης τῆς ἀθεΐας τῆς νεώτερης ἐποχῆς Νίτσε.  Κι εἶχε δίκιο. Γιατί ὅπως ἐξηγοῦσε: «Πέθανε γιατί ἐμεῖς τόν σκοτώσαμε». ῎Αν ὁ ἄνθρωπος, ἔστω κι ὁ βαπτισμένος χριστιανός, δέν θελήσει νά σταθεῖ σοβαρά ἀπέναντι στόν Κύριο καί Θεό του, μέ μαθηματική ἀκρίβεια σιγά σιγά θά στραφεῖ ὁλοκληρωτικά πρός τόν αἰσθητό μόνο κόσμο ἀγόμενος καί φερόμενος ἀπό τά πάθη του καί τόν πονηρό διάβολο, διαγράφοντας καί ῾φονεύοντας᾽ τόν Θεό του μέ ἀποτέλεσμα καί τόν ῾φόνο᾽ τῶν συνανθρώπων του! ᾽Αλλά ὁ Θεός βεβαίως μπορεῖ νά φονεύεται μέσα στόν ἄνθρωπο, ἀλλά δέν πεθαίνει! Καί τήν ζωντάνια τῆς παρουσίας Του μπορεῖ νά τήν δεῖ καί νά τήν βιώσει καθένας πού θά θελήσει νά ζήσει ὀρθά τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Τότε θά ἀνοιχτοῦν τά μάτια του καί θά δεῖ τόν ζωντανό Χριστό μαζί μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους μέσα στά ὅρια τῆς δικῆς του ὕπαρξης, γιατί θά τοῦ δοθεῖ ἡ χάρη νά λειτουργεῖ ὡς ἱερέας στήν δική του ἁγία Τράπεζα, τήν καρδιά του, συμψάλλοντας μέ τούς ἁγίους ἀγγέλους καί ὅλους τούς ἁγίους. Στό χέρι μας εἶναι νά μήν εἴμαστε ὀρφανοί. Στό χέρι μας εἶναι νά ἔχουμε καί Θεό καί ἀνθρώπους.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 


ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 14, 22-34)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ ̓ ἰδίαν προσεύξασθαι. Ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. Τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. Τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. Εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. Ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα. Ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. Βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. Εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὁ Ἰησοῦς ὑποχρέωσε τούς μαθητές του νά μποῦν στό καΐκι καί νά πᾶνε νά τόν περιμένουν στήν ἀπέναντι ὄχθη, ὡσότου αὐτός διαλύσει τά πλήθη. Ἀφοῦ τούς διέλυσε, ἀνέβηκε μόνος του στό βουνό νά προσευχηθεῖ. Ὅταν βράδιασε ἦταν μόνος του ἐκεῖ. Στό μεταξύ τό καΐκι βρισκόταν κιόλας στή μέση τῆς λίμνης καί τό παίδευαν τά κύματα, γιατί ἦταν ἀντίθετος ὁ ἄνεμος. Κατά τά ξημερώματα, ἦρθε ὁ Ἰησοῦς κοντά τους περπατώντας πάνω στή λίμνη. Οἱ μαθητές, ὅταν τόν εἶδαν νά περπατάει πάνω στή λίμνη, τρόμαξαν· ἔλεγαν πώς εἶναι φάντασμα κι ἔβαλαν τίς φωνές ἀπό τό φόβο τους. Ἀμέσως ὅμως ὁ Ἰησοῦς τούς μίλησε καί τούς εἶπε: «Θάρρος! Ἐγώ εἶμαι· μή φοβάστε». Ὁ Πέτρος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Κύριε, ἄν εἶσαι ἐσύ, δῶσε μου ἐντολή νά ἔρθω κοντά σου περπατώντας στά νερά». Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Ἔλα». Κατέβηκε τότε ἀπό τό πλοῖο ὁ Πέτρος κι ἄρχισε νά περπατάει πάνω στά νερά γιά νά πάει στόν Ἰησοῦ. Βλέποντας ὅμως τόν ἰσχυρό ἄνεμο φοβήθηκε, κι ἄρχισε νά καταποντίζεται· ἔβαλε τότε τίς φωνές: «Κύριε, σῶσε με!» Ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τό χέρι, τόν ἐπίασε καί τοῦ λέει: «Ὀλιγόπιστε, γιατί σέ κυρίεψε ἡ ἀμφιβολία;» Καί μόλις ἀνέβηκαν στό καΐκι κόπασε ὁ ἄνεμος. Τότε ὅσοι ἦταν στό καΐκι ἦρθαν καί τόν προσκύνησαν λέγοντας: «Ἀληθινά, εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ!» Ἀφοῦ διασχίσανε τή λίμνη, ἦρθαν στήν περιοχή τῆς Γεννησαρέτ.

 


ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Α΄ Κορ. 3, 9-17)

Ἀδελφοί, Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε. Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον τέθεικα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ· θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός. Εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει. Εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε, μισθὸν λήψεται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός. Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἴτις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς.

 

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ἐμεῖς εἴμαστε συνεργάτες στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ κι ἐσεῖς τό χωράφι τοῦ Θεοῦ, τό οἰκοδόμημα τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μέ τό εἰδικό χάρισμα πού μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ὡς ἔμπειρος ἀρχιμάστορας, ἔβαλα ἐγώ τό θεμέλιο. Ἄλλος τώρα χτίζει πάνω σ’ αὐτό. Ὁ καθένας ὅμως ἅς προσέχει πῶς χτίζει. Γιατί κανένας δέν μπορεῖ νά βάλει ἄλλο θεμέλιο ἐκτός ἀπό αὐτό πού ὑπάρχει καί πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Τώρα, ἄν κάποιοι χτίζουν πάνω σ’ αὐτό τό θεμέλιο μέ χρυσάφι ἤ ἀσήμι ἤ πολύτιμα πετράδια, μέ ξυλεία, χορτάρι ἤ ἄχυρο, ἡ δουλειά τοῦ καθενός θά φανεῖ· θά τή φέρει στό φῶς ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως. Γιατί ἡ ἡμέρα αὐτή θά φανερωθεῖ μέ τρόπο πύρινο, καί ἡ ποιότητα τοῦ ἔργου καθενός θά δοκιμαστεῖ ἀπό τή φωτιά. Ἄν τό ἔργο πού ἔχτισε κάποιος ἀντέξει, αὐτός θά λάβει μισθό· ἄν ὅμως τό ἔργο του καταστραφεῖ ἀπό τή φωτιά, αὐτός θά χάσει τήν ἀμοιβή του· ὁ ἴδιος ὅμως θά σωθεῖ, ὅπως ἕνας πού περνάει μέσα ἀπό τίς φλόγες. Δέν ξέρετε πῶς εἶστε ναός τοῦ Θεοῦ κι ὅτι τό Πνεῦμα του κατοικεῖ ἀνάμεσά σας; Ἄν κάποιος, λοιπόν, μέ τίς διαιρέσεις καταστρέφει τό ναό τοῦ Θεοῦ, αὐτόν θά τόν ἀφανίσει ὁ Θεός. Γιατί ὁ ναός τοῦ Θεοῦ εἶναι ἅγιος, κι ὁ ναός αὐτός εἶστε ἐσεῖς.