20 Αυγούστου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 


«Ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη…Φέρετέ μοι αὐτόν ὧδε»  (Ματθ. 17,17)

 

 Ο Κύριος κατερχόμενος μαζί με τους τρεις μαθητές Του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη,  από το όρος Θαβώρ όπου είχε συμβεί η θεοφάνεια της Μεταμορφώσεώς Του, έρχεται αντιμέτωπος με δύο θλιβερά και τραγικά γεγονότα: την αγωνία ενός πατέρα που έψαχνε απελπισμένα να βρει θεραπεία για το δαιμονισμένο παιδί του και την απιστία των μαθητών Του, που φανερώνεται με την αδυναμία τους να θεραπεύσουν το παιδί. Θα έλεγε κανείς ότι η εναλλαγή αυτή, από το φως του Θεού στο σκοτάδι των συνεπειών της αμαρτίας, αποτελεί μία εικόνα της καθόδου του Χριστού στον κόσμο: «Θεός ων εκένωσεν εαυτόν ευρεθείς ως άνθρωπος». Κι ο Κύριος αφενός θεραπεύει το παιδί, δηλαδή βγάζει το δαιμόνιο που το διακατείχε, παραδίδοντάς το υγιές στον πατέρα του, αφετέρου ελέγχει με πόνο τους μαθητές Του για την απιστία και τη διαστροφή και αυτών, αλλά και ολόκληρης της γενεάς εκείνης.

 

 1. Καταρχάς, δεν ξέρει κανείς ποιο από τα δύο γεγονότα να χαρακτηρίσει τραγικότερο: τον δαιμονισμό του παιδιού που προκαλεί την απελπισία του πατέρα του, ή την απιστία των μαθητών του Χριστού που τους συνειδητοποιεί τη μικρότητά τους και τους «προσγειώνει» στα παράλυτα μέτρα τους; Όποιο από τα δύο κι αν επιλέξει κανείς ως τραγικότερο, σημασία έχει ότι ο Κύριος τα θέτει κάτω από κοινό παρανομαστή: συνιστούν και τα δύο εκφράσεις και αποτελέσματα της απιστίας και της διαστροφής της ανθρώπινης γενιάς. Συνεπώς και τα δύο είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους - η έλλειψη πίστεως στον Θεό οδηγεί τον άνθρωπο σε διαστροφή της αληθινής ύπαρξής του, άρα στην εύκολη υποδούλωσή του στην κυριαρχία του Πονηρού. Κι η κυριαρχία αυτή του Πονηρού φανερώνεται και από την παραλυσία που προκαλεί στον άνθρωπο – ο άνθρωπος, έστω στη φάση εκείνη και μαθητής του Χριστού κι αν είναι, δεν έχει τη δύναμη να επιβληθεί στον Πονηρό – και από την κατοχή την οποία έχει κάνει στο συγκεκριμένο παιδί.

2. Ο χαρακτηρισμός του Κυρίου για την ανθρώπινη γενιά ως άπιστη και διεστραμμένη δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί με επιπολαιότητα. Ποιος λόγος άλλωστε του Κυρίου μπορεί να αντιμετωπιστεί έτσι; Ο κάθε λόγος Του συνιστά και μία αποκάλυψη, η οποία φωτίζει και το ποιος είναι ο Θεός, αλλά και το ποιος είναι πραγματικά ο άνθρωπος. Εν προκειμένω λοιπόν ο Κύριος μάς φωτίζει και μας «καθρεπτίζει»: είμαστε άπιστοι και διεστραμμένοι. Ήλθε δηλαδή σ’  έναν κόσμο, ο οποίος είχε διαγράψει από τη ζωή του τον αληθινό Θεό – μόνον το «λείμμα» της Παλαιάς Διαθήκης κρατούσε ως «μαγιά» την αλήθεια του Θεού, δηλαδή  οι λίγοι γνήσιοι Ισραηλίτες, σαν τους προφήτες, σαν την Παναγία, σαν τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο – γι’  αυτό και ήταν βουτηγμένος μέσα στη διαστροφή. Διότι η πίστη, όταν είναι αληθινή, κάνει τον άνθρωπο να ζει με σωστό τρόπο τη ζωή του, γιατί ζει την παρουσία του ζωντανού Θεού. Διαγραφή λοιπόν της αληθινής πίστεως σημαίνει και τη διαγραφή του αληθινού τρόπου ζωής, άρα διαστροφή και σαπίλα. «Και επειδή ουκ εδοκίμασαν τον Θεόν έχειν εν επιγνώσει, παρέδωκεν ο Θεός αυτούς εις αδόκιμον νουν, ποιείν τα μη καθήκοντα», δηλαδή επειδή οι άνθρωποι δεν προσπάθησαν να έχουν επίγνωση του Θεού, ο Θεός τούς παρέδωσε σε αδόκιμο νου, ώστε να κάνουν αυτά που δεν πρέπει, σημειώνει θεόπνευστα ο απόστολος Παύλος. Δεν είναι βεβαίως η πρώτη φορά που ο Κύριος φώτισε την πραγματική κατάσταση των ανθρώπων. Στην επί του Όρους ομιλία, για παράδειγμα, μεταξύ των άλλων θα περιγράψει την κατάσταση των ανθρώπων ως κατάσταση πονηρίας. «Ει δε και υμείς, πονηροί υπάρχοντες, οίδατε δόματα αγαθά διδόναι τοις τέκνοις υμών, πόσω μάλλον ο Πατήρ ημών ο Ουράνιος

3. Ποια καύχηση λοιπόν μπορεί να υπάρξει στο ανθρώπινο γένος; Τι είναι εκείνο που μπορεί να κάνει τον άνθρωπο, όπου γης και όποιας εποχής, να υψώσει κεφάλι και να υπερηφανευθεί; «Πάντες ήμαρτον και πάντες υστερούνται της δόξης του Θεού» θα σημειώσει οριστικά και αξιωματικά, αλλά και πικρόχολα για τις ανθρώπινες υπερβάσεις, ο απόστολος Παύλος. Η μόνη αποδεκτή στάση του ανθρώπου, αν θέλει να «πατάει» στο έδαφος και να μην υπερίπταται, είναι η στάση της ταπείνωσης. Και μπορεί ο άνθρωπος της απιστίας, λόγω ακριβώς ελλείψεως φωτισμού στο νου του, να μην έχει επίγνωση  εαυτού και να κινείται αλαζονικά, νομίζοντας ότι είναι κάτι – ο χωρίς Θεό άνθρωπος δεν έχει μέτρο σύγκρισης πλήν του εαυτού του και γι’ αυτό νομίζει ότι αυτός είναι ο Θεός: αισθάνεται τέλειος και αυτάρκης -, ο άνθρωπος όμως της πίστεως, αυτός που αποδέχτηκε τον Χριστό ως σωτήρα της ζωής του, δεν έχει καμία δικαιολογία. Ο Χριστός, τον Οποίο πιστεύει, του άνοιξε τα μάτια και του είπε: είσαι πονηρός, είσαι άπιστος, είσαι διεστραμμένος. Κι ακόμη πιο πολύ: του είπε πως ακόμη κι αν τηρήσει όλο τον νόμο του Θεού, αν εφαρμόσει όλες τις άγιες εντολές Του, άρα αν φτάσει σ’  επίπεδα ακόμη θέωσης, δεν παύει να είναι ένας αχρείος δούλος, που απλώς έκανε αυτό που έπρεπε ως δούλος του Θεού να κάνει. «Όταν ποιήσητε πάντα τα διατεταγμένα ημίν, λέγετε, αχρείοι δούλοί εσμέν, ότι ο ωφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν». Γι’  αυτό και η ταπείνωση για τον Χριστιανό δεν είναι μία πολυτέλεια, που ενδεχομένως εύκολα μπορεί να την ξεπεράσει. Συνιστά το βάθρο της πίστεώς του, το έδαφος πάνω στο οποίο περπατάει. Παρέκκλιση από το δρόμο αυτό σημαίνει αυτομάτως και απώλεια του Θεού, όπως  και τραγικό δαιμονισμό του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κύριος πρόβαλε ως τύπο του αγίου ανθρώπου τον μετανοημένο άσωτο της ομώνυμης παραβολής, όπως και τον μετανοημένο τελώνη: «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», είναι η προσευχή του αληθινού πιστού, είναι η προσευχή της Εκκλησίας.

4. Στην τραγικότητα της απιστίας και της διαστροφής του ανθρώπου, λόγω της αμαρτίας στην οποία είχε περιπέσει, η λύση βεβαίως είναι μία: η στροφή προς τον Κύριο και η αληθινή πίστη προς Αυτόν. Ο Κύριος ήλθε να μας δώσει πρώτα από όλα την αληθινή όραση του Θεού, η οποία κάνει τον άνθρωπο να ζει μέσα στο φως Εκείνου, άρα και να έχει τη δύναμη Εκείνου: «Εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν». Η αληθινή πίστη δηλαδή αποτελεί  συμμετοχή στον ίδιο τον Κύριο και κάνει τον άνθρωπο που την αποκτά, με τη χάρη του Θεού, να ζει στον κόσμο ως παντοδύναμος. «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» (απ. Παύλος). Και βεβαίως ο Κύριος, δίνοντας την αλήθεια της πίστεως στον Θεό, καταργεί «και τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτέστιν τον διάβολον». Ο Κύριος «ήλθεν, ίνα λύση τα έργα του διαβόλου». Ένταξη στον Θεό, δια της εντάξεως του ανθρώπου στον Εαυτό Του, κατάργηση του διαβόλου: να το έργο του Κυρίου, με το οποίο σωθήκαμε και σωζόμαστε. Αν ο διάβολος και μετά τον ερχομό του Χριστού βλέπουμε ότι έχει ακόμη δύναμη, είναι γιατί εμείς οι άνθρωποι του δίνουμε τέτοιο δικαίωμα. Δεν πιστεύουμε όπως πρέπει, δηλαδή συνεχίζουμε να είμαστε «γενεά άπιστος και διεστραμμένη», γι’  αυτό και βρίσκει συνεχείς διόδους ο Πονηρός για να αλώνει δυστυχώς την ψυχή και τη ζωή μας. Κι αυτή είναι η τραγικότερη κατάσταση όλων: να έχει έλθει ο Ελευθερωτής, να μην υπάρχουν πια δεσμά φυλακής, κι εμείς να είμαστε ακόμη δέσμιοι και φυλακισμένοι.

 

 Ο Κύριος πάντοτε μας καλεί. Το «φέρετέ μοι αυτόν ώδε», είναι η πρόσκληση που απευθύνει στον καθένα μας. Να πάμε κοντά Του. Και πλησίασμα στον Χριστό σημαίνει, όπως όλοι καταλαβαίνουμε, ένταξη στο ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία. Τον Χριστό στην Εκκλησία Τον βλέπουμε και Τον ζούμε. Κι ακόμη: εκεί Τον τρώμε «υπό τα είδη του άρτου και του οίνου», στη Θεία Ευχαριστία, και γινόμαστε ένα μαζί Του. Η εκκλησιοποίησή μας συνιστά τη χριστοποίησή μας, κι είναι κρίμα να μην το καταλαβαίνουμε. Και αυτό όχι μόνο για εμάς, αλλά και για τους άλλους: να φέρνουμε τα παιδιά μας, τους συγγενείς μας, τους συνεργάτες μας, τους εχθρούς μας, στον Χριστό. Πώς; Μέσω της προσευχής μας. Είναι η μεγαλύτερη ευεργεσία που μπορούμε να  προσφέρουμε και σε εμάς και σε εκείνους.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ι΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 


ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (17, 14-23)

 

Καὶ ἐλθόντων αὐτῶν πρὸς τὸν ὄχλον προσῆλθεν αὐτῷ ἄνθρωπος γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε. καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἐξῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ ᾿Ιησοῦ κατ᾿ ἰδίαν εἶπον· διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν. τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. ᾿Αναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται. καὶ ἐλυπήθησαν σφόδρα.

 

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Και όταν ήρθαν προς το πλήθος, πλησίασε σ’ αυτόν ένας άνθρωπος γονατίζοντας μπροστά του και λέγοντας: «Κύριε, ελέησέ μου το γιο, γιατί σεληνιάζεται και υποφέρει άσχημα. Γιατί πολλές φορές πέφτει στη φωτιά και πολλές φορές στο νερό. Και τον έφερα προς τους μαθητές σου, αλλά δεν μπόρεσαν να τον θεραπεύσουν. Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και είπε: «Ω γενιά άπιστη και διεστραμμένη, ως πότε μαζί σας θα είμαι; Ως πότε θα σας ανέχομαι; Φέρτε μου αυτόν εδώ». Και επιτίμησε αυτό ο Ιησούς και εξήλθε από αυτόν το δαιμόνιο και θεραπεύτηκε το παιδί από την ώρα εκείνη. Τότε πλησίασαν οι μαθητές στον Ιησού ιδιαιτέρως και του είπαν: «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλουμε;» Εκείνος λέει σ’ αυτούς: «Εξαιτίας της ολιγοπιστίας σας. Γιατί αλήθεια σας λέω, αν έχετε πίστη σαν κόκκο σιναπιού, θα πείτε στο όρος ετούτο: Μετακινήσου από εδώ εκεί, και θα μετακινηθεί. και τίποτε δε θα σας είναι αδύνατο. Αλλά τούτο το γένος δε βγαίνει παρά μόνο με προσευχή και νηστεία». Όταν λοιπόν αυτοί συγκεντρώθηκαν στη Γαλιλαία, τους είπε ο Ιησούς: «Ο Υιός του ανθρώπου μέλλει να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων, και θα τον σκοτώσουν, και την τρίτη ημέρα θα εγερθεί». Και οι μαθητές λυπήθηκαν πάρα πολύ.

 


ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Α΄ Κορ. 4, 9-16)

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. Ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, δυσφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα, ἕως ἄρτι. Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾽ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ. Ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾽ οὐ πολλοὺς πατέρας, ἐν γὰρ Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.

Αδελφοί, μου φαίνεται πως ο Θεός σ’ εμάς τους αποστόλους έδωσε την ελεεινότερη θέση, σαν να είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε στην αρένα. Γιατί γίναμε θέαμα για τον κόσμο, για αγγέλους και γι’ ανθρώπους. «Εμείς παρουσιαζόμαστε μωροί για χάρη του Χριστού, ενώ εσείς είστε σοφοί χάρη στον Χριστό∙ εμείς είμαστε αδύναμοι, ενώ εσείς είστε δυνατοί∙ εμείς είμαστε περιφρονημένοι, ενώ εσείς είστε τιμημένοι! Ως αυτήν την ώρα πεινάμε, διψάμε, γυρνάμε με κουρέλια, ξυλοδαρμένοι, από τόπο σε τόπο χωρίς σπίτι, και μοχθούμε να ζήσουμε δουλεύοντας με τα ίδια μας τα χέρια. Στους εμπαιγμούς απαντάμε με καλά λόγια, στους διωγμούς με υπομονή, στις συκοφαντίες με λόγια φιλικά. Καταντήσαμε σαν τα σκουπίδια όλου του κόσμου, ως αυτήν την ώρα θεωρούμαστε τα αποβράσματα της κοινωνίας. Δεν σας τα γράφω αυτά για να σας κάνω να ντραπείτε, αλλά για να σας συμβουλέψω όπως ο πατέρας τ’ αγαπημένα του παιδιά. «Γιατί κι αν ακόμα έχετε χιλιάδες δασκάλους στη ζωή σας με τον Χριστό, δεν έχετε πολλούς πατέρας αλλά μόνον ένα. Στη σωτήρια οικονομία του Ιησού Χριστού, εγώ σαν πατέρας σάς γέννησα με το κήρυγμα του ευαγγελίου. Σας ζητώ λοιπόν να μου μοιάσετε.

ΝΑ ΔΙΟΡΘΩΝΟΥΜΕ ΤΟ ΚΑΚΟ, ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΟΥΜΕ!

 


 «Ο σκοπός μας δεν είναι να καταδικάζουμε το κακό, αλλά να το διορθώνουμε. Με την καταδίκη ο άνθρωπος μπορεί να χαθεί, με την κατανόηση και βοήθεια θα σωθεί.

Το κακό αρχίζει από τις κακές σκέψεις. Όταν πικραίνεσαι και αγανακτείς, έστω μόνο με τη σκέψη, χαλάς την πνευματική ατμόσφαιρα. Εμποδίζεις το Άγιο Πνεύμα να ενεργήσει και επιτρέπεις στον διάβολο να μεγαλώσει το κακό. Εσύ πάντοτε να προσεύχεσαι, να αγαπάς και να συγχωρείς, διώχνοντας από μέσα σου κάθε κακό λογισμό» (Όσιος Πορφύριος καυσοκαλυβίτης).

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΣΑΜΟΥΗΛ

 

«Ο άγιος Σαμουήλ καταγόταν από την Αρμαθαί Σιφά, από το όρος Εφραίμ, από τη φυλή Λευί, και ήταν γιος του Ελκανά και της Άννας. Ο Ελκανά είχε δύο γυναίκες, την Άννα και την Φαινάννα. Και η μεν Φαινάννα είχε παιδιά, ενώ η Άννα δεν είχε. Ανέβηκε λοιπόν κάποια φορά ο Ελκανά στο ιερό της Σηλώμ να προσκυνήσει τον Θεό μαζί με την Άννα, κι εκεί ήταν ο Ηλεί και οι δύο του γιοι, ο Οφνεί και ο Φινεές, που ήταν όλοι ιερείς του Θεού. Ο δε Κύριος απέκλεισε τη μήτρα της Άννας, ώστε να μην μπορεί να τεκνοποιήσει, και γι’  αυτό την στενοχωρούσε η αντίζηλός της Φαινάννα. Η Άννα προσευχήθηκε στον Κύριο, ο Οποίος την θυμήθηκε, και γέννησε γιο, τον Σαμουήλ, τον οποίο αφιέρωσε στον Θεό. Κι ο Σαμουήλ αυξήθηκε και μεγάλωσε στην ηλικία κι έγινε λειτουργός του Κυρίου, αναδείχθηκε δε σε μεγάλο Προφήτη. Ο Ηλεί από την άλλη, και οι γιοι του, επειδή εξόργιζαν τον Θεό με την έλλειψη σεβασμού προς Εκείνον, έχασαν τη ζωή τους. Υπήρξε και κριτής ο Σαμουήλ, που δίκαζε όλες τις ημέρες του, και δώρα δεν έλαβε. Ήταν εκείνος που έχρισε κατ’  εντολή του Θεού τον Δαυίδ ως βασιλέα, κι αφού έφτασε σε βαθιά γεράματα, πλήρης ετών, απέθανε. Έζησε χίλια τριάντα πέντε χρόνια προ Χριστού και υπήρξε προφήτης για σαράντα χρόνια».

 

Η Σάρρα του Αβραάμ δεν είχε παιδιά, και μετά από πολλή προσευχή γεννά τον Ισαάκ, που αναδείχθηκε σε μεγάλο Πατριάρχη του Ισραήλ και προτύπωση (προφητεία χωρίς λόγια δηλαδή) του Κυρίου Ιησού Χριστού. Πολύ αργότερα, η Άννα του Ιωακείμ, είναι στείρα και μετά από προσευχητική προσμονή ετών γεννά την Μαριάμ, την Υπεραγία Θεοτόκο, τη Μητέρα του Κυρίου. Η Ελισάβετ, ακόμη πιο ύστερα, λόγω και πάλι στειρότητας, δεν μπορεί να τεκνοποιήσει, ενώ μετά ιδιαίτερη προσευχή γεννά τον Ιωάννη, τον Πρόδρομο του Κυρίου, τον μεγαλύτερο από όλους τους προφήτες, κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου. Η Άννα του Ελκανά, στην προκείμενη εορτή της ημέρας,  κι αυτή δεν μπορεί να γεννήσει, και μετά από θερμή και επίμονη προσευχή, γεννά τον Σαμουήλ, ο οποίος αναδεικνύεται προφήτης του Θεού και κριτής του Ισραήλ. Έτσι διαπιστώνει κανείς μέσα από την ιερή Ιστορία ότι συχνά ο Θεός, προκειμένου να έρθουν στον κόσμο κατεξοχήν χαρισματούχα πρόσωπα, πρόσωπα δηλαδή που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στο σχέδιό Του για τη σωτηρία του κόσμου, «αποκλείει» τη μήτρα της μητέρας τους για κάποιο διάστημα, ώστε αυτό που θα γεννηθεί να είναι καρπός μεγάλης και θερμής προσευχής. Με άλλα λόγια, ο Θεός φαίνεται ότι θέλει εξαρχής, για τα πρόσωπα αυτά, να δηλώνει τη θαυμαστή παρουσία τους στον κόσμο: δεν είναι δυνατόν αυτοί που θα Τον φανερώνουν να μην είναι «σφραγισμένοι» δικοί Του. Κι από την άλλη μπορεί κανείς κατ’ επέκταση να διακινδυνεύσει μία γενικότερη επισήμανση: μία περίοδος στειρότητας, από πλευράς πολιτισμικής, κοινωνικής προσφοράς, εργασιακής, προσωπικής ανάπτυξης, πνευματικής ακόμη, μπορεί να θεωρείται εκ πρώτης όψεως ως έλλειμματική και κενή, ίσως όμως αποτελεί τη δημιουργική προεργασία, προκειμένου να αναφανούν ελλάμψεις φωτός και καταστάσεις όντως αληθινής προκοπής. Δεν είναι τυχαίο ότι συνεπικουρεί τη διακινδύνευση της κρίσεως αυτής η διαπιστωμένη από την εμπειρία κοινωνιολογική παρατήρηση ότι λειτουργεί πολλές φορές η «θεωρία του εκκρεμούς». Δηλαδή ο κόσμος πορεύεται πολύ συχνά σαν την κίνηση που κάνει ένα εκκρεμές: εκεί που έχει γίνει η μία κίνηση ανόδου, συνεπώς η άλλη πλευρά παρουσιάζει «κενό», στη συνέχεια το «κενό» γεμίζει, διότι έχει αρχίσει η αντίστροφη κίνηση.

Ο άγιος Σαμουήλ λοιπόν, για να επανέλθουμε στην εορτή του, απαρχής αναδεικνύεται προφήτης και κριτής. Είναι «ο προ συλλήψεως δοθείς, δοτός Θεώ τω Υψίστω, υπό μητρός πανευκλεούς», κατά τον υμνογράφο, δηλαδή: και πριν ακόμη από τη σύλληψή του, δόθηκε από την ένδοξη μητέρα του ως προσφορά στον Θεόν τον Ύψιστο, γι’ αυτό και χαριτώθηκε με το χάρισμα του «βλέποντος τα μέλλοντα» - «ο βλέπων» είναι μία από τις κύριες προσωνυμίες του. Με τον προφήτη Σαμουήλ όμως  διαπιστώνεται για μία ακόμη φορά και κάτι πολύ σημαντικό: δεν αρκεί κανείς να έχει το εκ Θεού χρίσμα απαρχής, χωρίς να αγωνίζεται καθημερινά να το επιβεβαιώνει στη ζωή του. Με άλλα λόγια, ο Θεός δίνει τη χάρη Του, αλλά αν ο άνθρωπος δεν καταθέτει και τη δική του θέληση προς αύξηση της χάρης αυτής, ο ίδιος ο Θεός την αποσύρει. Ο υμνογράφος αποκαλύπτει με φωτισμό Θεού την πνευματική διεργασία που επιτελούσε ο άγιος μέσα του: «πάσαν ύλην εκκενώσας, ένδοξε, του σου νοός, έσοπτρον του Πνεύματος εδείχθης». Ο Σαμουήλ είχε τη χάρη του Θεού, αλλά ταυτοχρόνως αγωνιζόμενος να απομακρύνει κάθε μη εκ Θεού υλικό από το νου του, κάθε λογισμό πονηρό δηλαδή, ανεδείχθη έσοπτρο του αγίου Πνεύματος.

Η μνήμη του αγίου Σαμουήλ αποτελεί μεγάλη παρηγοριά όχι μόνο για τις άτεκνες γυναίκες, αλλά και για όλους τους χριστιανούς, ιδίως, όπως είπαμε, την περίοδο της πνευματικής μας ξηρασίας. Όπως ο Θεός «διήνοιξε την μήτραν» της μητέρας του Άννας, το ίδιο μπορεί να κάνει πάντοτε και σε οποιαδήποτε γυναίκα. Κι αντιστοίχως: η πνευματική ξηρασία λόγω στειρότητας αρετών, μπορεί διαμιάς να μεταβληθεί σε πνευματική δροσιά. Αρκεί να επιμένουμε στην προσευχή και να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στον Κύριο. «Την στείραν μου ψυχήν, αρετών ευτεκνίαν, εκλβαστάνειν σαις ευχαίς, αξίωσον σοφέ, στειρευούσης το βλάστημα». Αξίωσε, σοφέ Σαμουήλ, με τις ευχές σου στον Κύριο, συ που είσαι το βλάστημα της στείρας, να βλαστάνει η στείρα μου ψυχή την ευτεκνία των αρετών.