10 Οκτωβρίου 2022

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ" ΜΗΝΟΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ (ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ)


Κυκλοφόρησε το τεύχος του περιοδικού «Πειραϊκή Εκκλησία» για το μήνα Οκτώβριο 2022.

Το κεντρικό αφιέρωμα έχει θέμα: Άγιοι Ανάργυροι

 Στο αφιέρωμα θα βρείτε κείμενα των:

Μακαριστού Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης κυρού Διονυσίου

Αρχιμανδρίτου Ανανία Κουστένη

Αρχιμανδρίτου Κύριλλου Κεφαλόπουλου

Αρχιμανδρίτου Ιωακείμ Σπετσιέρη

Μακαριστού Πρωτοπρεσβυτέρου Αδαμάντιου Αυγουστίδη

Πρωτοπρεσβυτέρου Θεμιστοκλή Μουρτζανού

Μοναχού Αγαπίου Λάνδου

Βασιλείου Κέκη

Νικολάου Α. Παπαδόπουλου

Π. Β. Πάσχου

Νικολάου Τζαφέστα

Γιώργου Καστρινάκη

Βασιλικής Κορωναίου

Επίσης στο τεύχος θα βρείτε και κείμενα ποικίλης θεματολογίας των: Αρχιμανδρίτου Βαρνάβα Γιάγκου, Ιωάννη Κορναράκη, Πυθαγόρα, Μάνου Στεφανίδη, Παναγιώτη Φαναριώτη.

Το Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία» μπορείτε να το βρείτε σε όλους τους Ναούς της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, καθώς και σε κεντρικά βιβλιοπωλεία.

ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ


ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ

Η Ι­ερά Σύ­νο­δος της Ι­ε­ραρ­χίας της Εκ­κλη­σίας της Ελ­λά­δος, με αί­σθημα ευ­θύ­νης ε­νώ­πιον του Θεού και της εκ­κλη­σι­α­στι­κής κοι­νό­τη­τος, κατά τη συ­νε­δρί­αση Αυ­τής της 7ης Ο­κτω­βρίου 2022, α­σχο­λή­θηκε ε­πι­στα­μέ­νως και με τις τρέ­χου­σες ε­ξε­λί­ξεις και τα φλέ­γοντα ζη­τή­ματα της Πα­τρί­δος μας.

Κατ’ αρ­χάς η Ι­ερά Σύ­νο­δος της Ι­ε­ραρ­χίας αι­σθά­νε­ται την υ­πο­χρέ­ωση να ε­νώ­σει τη φωνή της με την Πο­λι­τεία και σύμ­παντα τον Ελ­λη­νικό Λαό, δι­α­μαρ­τυ­ρό­μενη για τις συνε­χι­ζό­με­νες α­πει­λές της γεί­το­νος χώ­ρας ε­ναν­τίον της Ελ­λά­δος και του Λαού μας, κα­θώς και τις α­νυ­πό­στα­τες αμ­φι­σβη­τή­σεις της ε­δα­φι­κής κυ­ρι­αρ­χίας μας.

Α­πευ­θύ­νει ευ­λο­γίες προς τους κα­τοί­κους της Θρά­κης και των νη­σιών του Αι­γαίου, που α­πο­τε­λούν τα σύ­νορα προς Α­να­το­λάς της Πα­τρί­δος μας, αλλά και της Ευ­ρω­πα­ϊ­κής Ε­νώ­σεως, και ι­δι­αι­τέ­ρως στρέ­φει τη σκέψη της με ευ­γνω­μο­σύνη προς τους Κυ­βερ­νή­τες και τα Πλη­ρώ­ματα των σκα­φών του Λι­με­νι­κοῦ Σώ­μα­τος και τους Συ­νο­ρι­ο­φύ­λα­κες της Θρά­κης.

Ε­πι­πλέον, εκ­φρά­ζει την ο­δύνη της για την ερ­γα­λει­ο­ποί­ηση του προ­σφυ­γι­κού δρά­μα­τος, την αύ­ξηση και την εκμε­τάλ­λευση των με­τα­να­στευ­τι­κών ροών προς την Ελ­λάδα, τον μη σε­βα­σμό των δι­ε­θνών συν­θη­κών, με α­πο­τέ­λε­σμα τη με­τα­τροπή του Αι­γαίου σε πέ­λα­γος-νε­κρο­τα­φείο, αντί να εί­ναι πέ­λα­γος ει­ρή­νης και συμ­φι­λί­ω­σης των Λαών.

Εκ βα­θέων εύ­χε­ται να μην ε­πα­να­λη­φθούν πα­ρό­μοια γε­γο­νότα και να ε­πι­κρα­τή­σει η α­γάπη, η ει­ρήνη και η δι­και­ο­σύνη με­ταξύ των Λαών.

Πα­ράλ­ληλα η Ι­ερά Σύ­νο­δος της Ι­ε­ραρ­χίας συ­ζή­τησε σχε­τικά με τις κοι­νω­νι­κές ε­πι­πτώ­σεις μιας εν­δε­χό­με­νης ενερ­γει­α­κής και ε­πι­σι­τι­στι­κής κρί­σεως, η ο­ποία δι­α­φαί­νε­ται στον ο­ρί­ζοντα και α­πο­τε­λεί μία νέα πρό­κληση, που η αν­θρω­πό­τητα αλλά και η πα­τρίδα μας θα κλη­θεί να δι­α­χει­ρι­στεί και να αν­τι­με­τω­πί­σει με τις λι­γό­τε­ρες δυ­να­τές συ­νέ­πειες για τους συ­ναν­θρώ­πους μας, στην προ­σπά­θεια της ο­ποίας η Εκ­κλη­σία θα συ­νει­σφέ­ρει και πάλι «όση Αυτή δύ­να­μις».

Και ενώ τα δι­ε­θνή και ε­θνικά προ­βλή­ματα α­παι­τούν καί­ριες και ά­με­σες α­παν­τή­σεις, τα Μέλη της Ι­ε­ράς Συ­νό­δου της Ι­ε­ραρ­χίας δεν μπο­ρούν να πα­ρα­θε­ω­ρή­σουν τα αυ­ξα­νό­μενα φαι­νό­μενα εν­δο­οι­κο­γε­νει­α­κής βίας, διά της ο­ποίας συ­νή­θως πλήτ­τε­ται το πρό­σωπο της γυ­ναί­κας, και τα οποία φαι­νό­μενα δι­α­σα­λεύ­ουν τα θε­μέ­λια του κοι­νω­νι­κού ι­στού, ούτε να κω­φεύ­σουν στις α­γω­νι­ώ­δεις εκ­κλή­σεις των υ­γει­ο­νο­μι­κών σε α­να­στολή, για ε­πι­στροφή στην υ­πη­ρε­σία τους, σύμ­φωνα με τα ε­πι­και­ρο­ποι­η­μένα α­πα­ραί­τητα υ­γει­ο­νο­μικά μέ­τρα, για τη συ­νέ­χιση της προ­σφο­ράς τους στον χώρο της υ­γείας.

Για ό­λους τους α­νω­τέρω λό­γους, η Ι­ερά Σύ­νο­δος της Ιε­ραρ­χίας της Εκ­κλη­σίας της Ελ­λά­δος εκ­φρά­ζει την α­γω­νία της για τις μελ­λον­τι­κές ε­ξε­λί­ξεις και την ο­δύνη της για τα θύ­ματα κη­ρυ­γμέ­νων και α­κη­ρύ­κτων πο­λέ­μων.

Κυ­ρίως, όμως, ε­πα­γρυ­πνεί ως στορ­γική μη­τέρα ό­λων και ερ­γά­ζε­ται α­ό­κνως, ώ­στε να συμ­βάλ­λει, στο με­ρί­διο που της α­να­λο­γεί, στη δι­α­χεί­ριση, αν­τι­με­τώ­πιση και ε­πί­λυση των προ­α­να­φερ­θέν­των φλε­γόν­των ζη­τη­μά­των με ψυ­χραι­μία, νη­φα­λι­ό­τητα, α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τητα και κυ­ρίως με σε­βα­σμό και ευ­θύνη προς το αν­θρώ­πινο πρό­σωπο, ως ει­κόνα του Θεού.

Τέ­λος, κα­λούμε πα­τρι­κώς τον ευ­σεβή Λαό μας σε προ­σευχή προς τον Άρ­χοντα της Ει­ρή­νης, τον Κύ­ριο Ι­η­σού Χρι­στό, ώ­στε να ση­κώ­σουμε ό­λοι μαζί το βά­ρος των δυ­σκο­λιών και εν τέ­λει να πα­ρα­μεί­νουμε α­κέ­ραιοι και ει­ρη­νι­κοί.

Ας εμ­πι­στευ­θούμε ό­λοι το έ­λεος και την πρό­νοια του Θεού, ώ­στε να δι­έλ­θουμε σώοι και αυ­λα­βείς από κάθε δο­κι­μα­σία, και να α­ξι­ω­θούμε της με­το­χής στο σω­τή­ριο γε­γο­νός της Α­να­στά­σεως, «ἵνα ζωήν ἔ­χω­μεν καί πε­ρισ­σόν ἔ­χω­μεν» (Ιω. 10,10).

Εκ της Ι­ε­ράς Συ­νό­δου της Ι­ε­ραρ­χίας
της Εκ­κλη­σίας της Ελ­λά­δος

(Πηγή: ecclesia.gr)

ΘΛΙΨΗ ΚΑΙ ΧΑΡΑ


Η έλλειψη της χαράς, η θλίψη και η στενοχώρια αποτελούν διαχρονικά το τίμημα της ανυπακοής του ανθρώπου στο άγιο θέλημα του Θεού. «Για κάθε άνθρωπο που πράττει το κακό επιφυλάσσεται θλίψη και στενοχώρια», σημειώνει ο απόστολος Παύλος (Ρωμ. 2,9). Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος δημιουργήθηκε με την προοπτική της χαράς, αν έμενε βέβαια – που δεν έμεινε - συνδεδεμένος με την πηγή αυτής, δηλαδή τον Δημιουργό του. Μη ξεχνάμε ότι ο Θεός είναι η Χαρά, γιατί είναι η Αγάπη. Όπου Αγάπη εκεί και Χαρά, συνεπώς διαγραφή του Θεού ως επιλογή ανυπακοής προς Αυτόν σημαίνει διαγραφή και της Αγάπης και της Χαράς.

Τα πράγματα όμως μπορούν εύκολα να αλλάξουν, ιδίως μετά τον ερχομό του Χριστού που επανένωσε τον άνθρωπο και πάλι με τον Θεό. Αρκεί δηλαδή ο άνθρωπος να πιστέψει πια στον Χριστό, να μπει, βαπτισμένος και χρισμένος στην Εκκλησία ως μέλος Εκείνου, στην πορεία εφαρμογής των αγίων Του εντολών, οπότε κατά φυσικό και «μαθηματικό» τρόπο θα δει και τη χαρά (την αληθινή και καρδιακή εννοείται) να ανατέλλει στην ύπαρξή του μαζί με την αγάπη. Ήδη από τα πρώτα κεφάλαια της Γενέσεως, του πρώτου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης, ακούμε ως προαναγγελία ακριβώς της αλήθειας αυτής τον λόγο του Θεού στον απελπισμένο Κάιν που σκότωσε τον αδελφό του: «Σκυθρώπιασες, γιατί σκότωσες τον αδελφό σου. Κάνε το καλό και θα ξαναβρείς τη χαρά». Κι ο  προφητάναξ Δαυίδ μάς το υπενθυμίζει καθημερινά στον ψαλμό του (102): «Ο Θεός σε γεμίζει μ’ όσα αγαθά επιθύμησες, ώστε η νιότη σου ν’ ανανεώνεται καθώς του αετού».

Η αμαρτία μάς παλιώνει και μας κάνει δυστυχισμένους. Η μετάνοια ως επιστροφή στον Θεό και «γέμισμα» της θέλησής μας με ό,τι είναι αγαθό του Θεού, μάς φέρνει και πάλι εκεί που ρέει η Χαρά Του και χαρά δική μας. Το παράδειγμα του ασώτου, που γυρίζοντας στο σπίτι του Πατέρα μετά τις ασωτίες του γίνεται μέτοχος στο μεγαλύτερο πανηγύρι που δεν μπορούσε να φανταστεί, μας το λέει ξεκάθαρα. Χαρά και Χριστός, Χαρά και Εκκλησία συνεπώς, πάνε πάντοτε μαζί. Η απέραντη θλίψη του σημερινού κόσμου, είτε μη χριστιανικού είτε (δυστυχώς) και «χριστιανικού», δεν οφείλεται στο γεγονός της απομάκρυνσης από τον Θεό; «Κάνε λοιπόν το καλό και θα ξαναβρείς την ηρεμία και τη χαρά».

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΥΛΑΜΠΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΛΑΜΠΙΑ

«Οι άγιοι αυτοί που ήταν αδέλφια, έζησαν επί βασιλείας Μαξιμιανού, στην πόλη της Νικομήδειας, όταν εκεί ηγεμόνας ήταν ο Μάξιμος. Λόγω των διωγμών που είχαν ξεσπάσει, πολλοί από τους Χριστιανούς είχαν καταφύγει σ’  ένα όρος της περιοχής και κρύβονταν εκεί. Κάποια φορά έστειλαν τον άγιο Ευλάμπιο στην πόλη για να αγοράσει άρτους. Αυτός πράγματι κατέβηκε στην πόλη, όπου είδε να έχουν αναρτήσει γράμματα των βασιλικών διατάξεων και κάθισε να τα αναγνώσει. Κάποιοι ειδωλολάτρες τότε τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον βασιλιά. Στην ερώτηση του βασιλιά αν είναι χριστιανός, εκείνος ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στον Χριστό. Ο βασιλιάς διέταξε να τον οδηγήσουν στον ναό των ειδώλων, για να τον αναγκάσουν να θυσιάσει στα είδωλα, ο άγιος όμως βλέποντας το είδωλο του Άρη, έδωσε εντολή στο είδωλο να πέσει κάτω, και πέφτοντας αυτό έγινε κομμάτια. Άρχισαν τότε να τον βασανίζουν, οπότε ήλθε στο μέσον του τόπου των βασάνων η αδελφή του Ευλαμπία, η οποία παρακαλούσε τον άγιο Ευλάμπιο να προσευχηθεί για χάρη της, προκειμένου να συμμαρτήσει με αυτόν. Καθώς τους έβαλαν και τους δύο πια σ’  έναν λέβητα που κόχλαζε, διακόσιοι άνδρες που παρευρίσκονταν εκεί, πίστεψαν στον Χριστό, βλέποντας ότι οι άγιοι δεν βλάφθηκαν καθόλου από το μαρτύριο αυτό, με αποτέλεσμα ο βασιλιάς να διατάξει να αποκεφαλιστούν οι άγιοι και οι διακόσιοι που πίστεψαν».

Στη γιορτή των αγίων μεγαλομαρτύρων Σεργίου και Βάκχου, προ τριημέρου (7 Οκτωβρίου), επεσήμανε ο υμνογράφος της ακολουθίας τους ότι η κοινή τους πίστη στον Χριστό ήταν εκείνο που τους ένωνε και όχι κάποιος φυσικός δεσμός. Σήμερα, με τη μνήμη των αγίων Ευλαμπίου και Ευλαμπίας, έρχεται η Εκκλησία μας για να τονίσει ότι η ενότητα αυτών των αγίων  βεβαίως οφείλεται στην κοινή πίστη τους – αυτό είναι το ουσιαστικό στοιχείο – αλλά «ενισχύεται» και με δύο άλλα ακόμη στοιχεία: την αυταδελφία τους, που λειτουργούσε σ’  αυτούς και ως φιλαδελφία,  και την ομωνυμία τους. Οι άγιοι αυτοί ήταν αγαπημένα αδέλφια και είχαν και το ίδιο όνομα. «Τη φιλαδελφία η ομωνυμία συγκραθείσα».  Ο υμνογράφος βεβαίως σπεύδει αμέσως στη συνέχεια να διευκρινίσει ότι όχι η φιλαδελφία αυτή, πολλώ μάλλον  η ομωνυμία, αλλά η πίστη τους στον Χριστό ήταν εκείνο που τους έδινε τη δύναμη να μένουν σταθεροί στα μαρτύρια και να γίνουν άγιοι. Διότι η πίστη αυτή τους έκανε να ζουν με αγνότητα βίου και υπέρβαση των παθών, δηλαδή ήταν μία ζωντανή πίστη, γι’ αυτό και ενισχύονταν τόσο εμφανώς από τη χάρη του Θεού. «Το ίδιο τους το όνομα ενωμένο με τη μεταξύ τους αγάπη, όπως και η αγνότητά τους αναμιγμένη με την απάθειά τους, διεφύλαξε χωρίς βλάβη τη σταθερή και ισχυρή γνώμη τους. Διότι όπου υπάρχει πόθος για τον Θεό, εκεί όλος ο κόσμος έχει πάει στην άκρη – όπου Θεός ο ποθούμενος, κόσμος όλος καταπεφρόνηται».

Ο εκκλησιαστικός ποιητής θεωρεί σημαντικό το γεγονός ότι οι άγιοι έφτασαν σε επίπεδα αγνότητας και απαθείας, κατατροπώνοντας τον διάβολο, ήδη από τη νεότητά τους. Νεαρός ο Ευλάμπιος, το ίδιο και η Ευλαμπία, με σωματικό σφρίγος, πάλεψαν με δύναμη εναντίον του πονηρού και των οργάνων του, και τους κατατρόπωσαν. Κι εκφράζει τον θαυμασμό του ο υμνογράφος, που νέος ο Ευλάμπιος, σε μία ηλικία δηλαδή που η ζωή βρίσκεται ολόκληρη μπροστά του και ο διάβολος του «χαμογελά» ποικιλοτρόπως, γιατί ξέρει τη «δύναμή» του από τις πολυχρόνιες νίκες του κατά της νεότητας, εκείνος τον «πονηρό αυτόν γέροντα» τον νίκησε με τη χάρη του Θεού. «Νέω εν σώματι, Μάρτυς, τον παλαιόν της κακίας άρχοντα κατεπάλαισας στερρώς» - με νεανικό σώμα, μάρτυς, πάλεψες με δύναμη τον παλαιό άρχοντα της κακίας. Πού είναι όλοι εκείνοι, οι οποίοι θεωρούν ως δεδομένο για τη νεότητα την πτώση στις αμαρτίες, και μάλιστα τις σαρκικές; Βεβαίως η νεότητα είναι πιο ευεπίφορη στα σαρκικά λεγόμενα αμαρτήματα, όχι όμως ότι εκ προοιμίου ένας νέος θα πέσει σ’  αυτά. Υπάρχουν νέοι, και πολλοί μάλιστα, οι οποίοι σαν τους αγίους Ευλάμπιο και Ευλαμπία αγωνίζονται με δύναμη, διατηρώντας την ψυχική και σωματική τους αγνότητα και φτάνοντας και σήμερα σε επίπεδα απαθείας. Πώς; Με τον τρόπο των σημερινών αγίων, όπως το αναφέραμε και παραπάνω: «όπου Θεός ο ποθούμενος, κόσμος όλος καταπεφρόνηται». Το ζητούμενο λοιπόν είναι όχι η ηλικία, αλλά ο πόθος του Χριστού. Μόλις η αγάπη του Χριστού «πληγώσει» την καρδιά του ανθρώπου, ανεξάρτητα από ηλικία, εκεί παρουσιάζονται όλα τα θαύματα και όλες οι νίκες κατά του «κακού γέρου».

Δεν θέλουμε να τελειώσουμε, πριν αναφερθούμε και σ’ αυτό που μας λέει το συναξάρι. Η αγία Ευλαμπία, βλέποντας τον αδελφό της στο μαρτύριο, παρακινήθηκε για να μαρτυρήσει και αυτή. Πόση δύναμη πράγματι έχει το παράδειγμα του άλλου. Η πράξη του άλλου, αυτό που επιτελεί, είναι εκείνο που δημιουργεί την τάση προς μίμηση. Διότι ο άνθρωπος είναι ον που μιμείται. Ο ένας παρασύρει, θα λέγαμε, τον άλλον. Συνήθως μιλάμε για τη μίμηση, φορτίζοντάς την με αρνητικό μόνο περιεχόμενο. Η μίμηση όμως είναι από τα σπουδαιότερα μέσα, που αν αξιοποιηθεί σωστά, οδηγεί τον άνθρωπο, και ιδίως τον νέο, σε μεγάλα ύψη αγιότητας. Το σημειώνει και ο λόγος του Θεού. Ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα, καλεί να τον μιμηθούν οι πιστοί, όπως εκείνος άλλωστε μιμήθηκε τον Χριστό. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Το ίδιο καλεί και ο απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος: «μη μιμού το κακόν, αλλά το αγαθόν». Ξέρει ο απόστολος τη δύναμη της μίμησης, γι’  αυτό και λέει να μιμούμαστε το αγαθό και όχι το κακό. Είναι ευνόητο βεβαίως πόσο πρέπει να προσέχουμε οι μεγαλύτεροι, ιδίως οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι κληρικοί, ώστε αυτό που εμείς κάνουμε ως σωστό, αυτό και να προσφέρεται προς μίμηση και για τους μικρότερους. Κι από την άλλη, πόσο πρέπει να προσέχουμε τις φιλίες μας. Τι καλό θα ήταν ο καθένας μας να είχε φίλους, οι οποίοι θα τον παρακινούσαν διαρκώς στο αγαθό. Τι καλό θα ήταν εμείς να αποτελούμε το παράδειγμα, ώστε να παρακινούμε τους άλλους στο αγαθό!

09 Οκτωβρίου 2022

ΤΙ ΜΟΡΦΗ ΠΑΙΡΝΕΙ Η ΨΥΧΗ

Αυτό με το οποίο ασχολούμαστε και το οποίο πράττουμε στην καθημερινότητά μας δεν είναι κάτι που το κάνουμε για κάποιες ώρες ανεξάρτητα από τον ψυχισμό μας. Οι ασχολίες μας και οι πράξεις μας, δηλαδή οι σωματικές μας δραστηριότητες, μας στιγματίζουν και  μας καθορίζουν: επηρεάζουν άμεσα την ψυχή μας, τόσο που εξομοιώνεται η ψυχή μας με αυτές! Κι αυτό συμβαίνει προφανώς, γιατί είμαστε ψυχοσωματικές οντότητες. Ψυχή και σώμα συνθεωρούνται πάντοτε, χωρίς να μπορεί κανείς να  ξεδιαλύνει το ένα από το άλλο  – είμαστε η ψυχή μας, είμαστε το σώμα μας.  Μόνο ο θάνατος καταφέρνει το ακατόρθωτο αυτό, γι’ αυτό ακριβώς και χαρακτηρίζεται μυστήριο.

Ολόκληροι λοιπόν ως ψυχή και σώμα βρισκόμαστε κάθε φορά σε ό,τι πράττουμε.  Κι έχει τρομακτική σημασία η αλήθεια αυτή για την πνευματική μας ζωή. Ας σκεφτούμε μόνο την προσευχή: αν προσευχόμαστε  και συνηθίζουμε να γονατίζουμε, τότε και η ψυχή μας παίρνει τη φορά του γονατίσματος, δηλαδή της ταπείνωσης. Τα εκκλησιαστικά μας κείμενα βρίθουν από τις προτροπές του «κλίνειν το γόνυ της καρδίας»! Το ίδιο και οι μετάνοιες, μικρές και μεγάλες: μαθαίνουν και την ψυχή να προσπίπτει στον Κύριο. Το βλέπουμε και  στον ίδιο τον Κύριο στο πλύσιμο των ποδιών των μαθητών Του: η διακονική ποδιά, το λέντιο, που φορούσε, λειτουργούσε ως δύναμη προσομοίωσης και για τη διακονική και ταπεινή στάση της ψυχής. Οπότε και τα ρούχα που φοράμε και η εν γένει εξωτερική μας εμφάνιση δεν είναι άσχετα προς το περιεχόμενο της ψυχής μας. Σεμνή εμφάνιση σημαίνει ελκτική δύναμη για τη σεμνότητα και της ψυχής. «Χλιδάτη» και προκλητική εμφάνιση οδηγεί σε φυσίωση και αλαζονεία της ψυχής.

Τελικά, με ό,τι ασχολούμαστε, αυτό και γινόμαστε! Είτε θετικά είτε αρνητικά! Ο λόγος του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος πάνω στην αλήθεια αυτή δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης: «Γνωρίζοντας  ο Δεσπότης Χριστός ότι προς την εξωτερική εμφάνιση συμμορφώνεται και η αφανής αρετή της ψυχής, φορώντας το λέντιο μάς υπέδειξε μέθοδο για να βαδίζουμε την οδό της ταπεινώσεως. Διότι η ψυχή εξομοιώνεται με ό,τι ασχολείται και λαμβάνει τον τύπο και τη μορφή αυτών τα οποία πράττει» (λόγ. κε΄ 54).

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΑΛΦΑΙΟΥ

«Ο άγιος Ιάκωβος ήταν αδελφός του αποστόλου Ματθαίου, του τελώνη και ευαγγελιστή. Ο απόστολος αυτός βγήκε στο κήρυγμα, πυρπολημένος από θείο ζήλο, και κατέστρεψε όλα τα τεμένη των ειδώλων, ενώ επιτέλεσε και πολλά θαύματα: θεραπείες νόσων και εκδιώξεις πονηρών πνευμάτων. Γι’  αυτό και το πλήθος των εθνών τον ονόμασε «σπέρμα θείον». Αφού λοιπόν περιόδευσε στον περισσότερο κόσμο ως εραστής του Χριστού, του Οποίου και το πάθος και τον θάνατο ζήλεψε, καρφώνεται σε σταυρό και έτσι παρέδωσε το πνεύμα στον Θεό».

 

Όταν πρόκειται η εορτή ενός από τους Αποστόλους του Κυρίου, η εκκλησιαστική υμνογραφία στέκεται με ένα ιδιαίτερο δέος και με ένα θάμβος απέναντί του. Και δικαιολογημένα. Ένας απόστολος σχετίζεται κατεξοχήν με τον Κύριο, ανήκει σ’  αυτούς που κλήθηκαν από Εκείνον για να είναι οι μάρτυρες της αποκάλυψης του Θεού, συνεπώς ψηλαφά κανείς μαζί του τα ίδια τα αποτυπώματα του Χριστού και αναπνέει την ατμόσφαιρα  όχι μόνον της χάρης Του, αλλά και της ιστορικής παρουσίας Του. Γι’  αυτό και η κοινωνία με τους αποστόλους θεωρείται όρος για την ορθή κοινωνία με τον Χριστό, λοιπόν δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία μας χαρακτηρίζεται μεταξύ των άλλων αποστολική. Αυτό το δέος και αυτό το θάμβος νιώθει και ο υμνογράφος για τον άγιο απόστολο Ιάκωβο, τον υιό του Αλφαίου, που εορτάζουμε σήμερα, τέτοιο μάλιστα που για να μιλήσει γι’ αυτόν, τον παρακαλεί «να του απλώσει το χέρι προς βοήθειά του και να ικετεύσει τον Κύριο να λάμψει φως στην καρδιά του» (ωδή α΄).

Η πεποίθηση του υμνογράφου – εκφραστή, όπως γνωρίζουμε, της συνείδησης της εκκλησιαστικής κοινότητας – ότι προσεγγίζοντας και τιμώντας έναν απόστολο βρισκόμαστε μπροστά στον ολοζώντανο Χριστό, δηλαδή ότι η αξία του αποστόλου έγκειται όχι σε κάτι δικό του, αλλά στην αντανάκλαση του φωτός του Χριστού, φαίνεται και από μία παρατήρηση που κάνει για τον άγιο Ιάκωβο - την οποία και επαναλαμβάνει πολλαπλώς – και που εκ πρώτης όψεως  θεωρείται περιττή και αυτονόητη: υμνολογούμε τον απόστολο Ιάκωβο όχι γιατί είναι υιός του Αλφαίου, αλλά γιατί είναι απόστολος του Χριστού, συνεπώς κήρυκας της σαρκώσεως του Θεού στον κόσμο: «…σε ανυμνούντες Ιάκωβε ένδοξε, ουχ ως Αλφαίου υιόν, αλλ’  ως του Χριστού απόστολον και κήρυκα της αυτού αρρήτου σαρκώσεως» (Δόξα αίνων). Πράγματι, περιττή και αυτονόητη η παρατήρηση. Αλλά προφανώς ο υμνογράφος θέλει το αυτονόητο να το σκεφτούμε καλύτερα. Δηλαδή ότι η σχέση με τον Χριστό εξαφανίζει όλες τις θεωρούμενες καυχήσεις του ανθρώπου, είτε φυλετικές είναι αυτές είτε κοινωνικής τάξεως είτε μορφωτικές είτε οτιδήποτε άλλο ανθρώπινο. Με άλλα λόγια, η «περιττή» αυτή παρατήρηση ισοδυναμεί, θα μπορούσαμε να πούμε, με αυτό που εξαγγέλλει και ο απόστολος Παύλος «τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Ό,τι δεν είναι Χριστός, ό,τι δεν φανερώνει τη σωτήρια παρουσία Του, δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Κι αυτό συμβαίνει βεβαίως, γιατί μόνον ο Χριστός είναι ο Σωτήρας, ο Οποίος «μένει εις τον αιώνα». Όλα τα άλλα υπηρετούν τη φθορά και τον θάνατο.

Η παραπάνω αλήθεια κάνει τον υμνογράφο να παραπέμψει και σε κάτι ακόμη, που έρχεται ως συνέπεια αυτής: ποιος είναι ο πραγματικός ηγέτης και καθοδηγητής των ανθρώπων. Ο άγιος Ιάκωβος ως απόστολος και μαθητής του Χριστού, ως αντανάκλαση δηλαδή του φωτός Εκείνου, είναι πράγματι ηγέτης και καθοδηγητής. Διότι φωτίζει με τον λόγο του και με τα θαύματά του τους λαούς, προκειμένου να βρίσκουν τον δρόμο για τον Χριστό, για τη Βασιλεία του Θεού και τη σωτηρία τους. Κι είναι σημαντική η υπενθύμιση αυτή, ιδιαιτέρως σήμερα, διότι πολλοί «φωτιστάδες» έχουν εξαπολυθεί στον κόσμο, κομίζοντας «φώτα» και «λυτρώσεις», οι οποίες στην πραγματικότητα χαλκεύουν τον άνθρωπο στα δεσμά του πονηρού διαβόλου. Όπως το είπαμε και παραπάνω: οποιοδήποτε «φως» δεν έχει τον Χριστό, υπηρετεί την αμαρτία και τα πάθη του ανθρώπου. Δηλαδή, οποιοσδήποτε θεωρούμενος φωτιστής και καθοδηγητής των ανθρώπων, που δεν φανερώνει τον Χριστό, είναι ψεύτικος φωτιστής, που επιβεβαιώνει αυτό που ο Κύριος έχει επισημάνει: «τυφλός τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται». Ο εκκλησιαστικός ποιητής το εκφράζει με τον καθαρότερο τρόπο: «Την σοφίαν την όντως παιδαγωγόν, εσχηκώς σε μυούσαν τα υπέρ νουν, σοφίαν εμώρανας των Ελλήνων, θεόπνευστε, και εθνών εγένου φωστήρ και διδάσκαλος, ευσεβείας λόγοις ρυθμίζων τους άφρονας» (κάθισμα ωδής γ΄). Δηλαδή: Είχες την αληθινή σοφία (τον Χριστό) ως παιδαγωγό, η οποία σε μυούσε στα υπεράνω του νου, γι’  αυτό και απέδειξες ότι είναι ανοησία η σοφία των ειδωλολατρών, θεόπνευστε. Κι έγινες έτσι φωστήρας και δάσκαλος των εθνών, ρυθμίζοντας τους άφρονες με τους λόγους της ευσέβειας.

08 Οκτωβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε» (Β´ Κορ. 6, 17) 

Στίς λίγες γραμμές τοῦ ἀναγνώσματος θίγονται ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο καίρια θέματα πού ἀναφέρονται στή θεωρία καί στήν πράξη τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. ῾Ο ἀπόστολος ξεκινᾶ μέ τό δεδομένο ὅτι κάθε χριστιανός μεμονωμένα ἀλλά καί ὡς σύνολο οἱ πιστοί  ἀποτελοῦμε ναό τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ. Καί βγάζει ἔπειτα τίς συνέπειες, μία τῶν ὁποίων εἶναι ἡ προτροπή τοῦ Θεοῦ - ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη – «ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε», μήν ἀγγίζετε ὁτιδήποτε ἀκάθαρτο.

1. Στόν χῶρο τῆς  Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ ὅρος ἀκάθαρτος σήμαινε κάθε τι πού δέν σχετίζεται μέ τόν Θεό: εἴτε ἄνθρωποι, ἄπιστοι καί εἰδωλολάτρες, εἴτε ὑλικά στοιχεῖα, ὅσα δέν μποροῦσαν νά χρησιμοποιηθοῦν στίς πρός Θεόν θυσίες. Στόν χῶρο τῆς Καινῆς Διαθήκης ἰσχύει ὁ ὅρος ἀλλά ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς. ᾽Ακάθαρτος θεωρεῖται ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἐπιλέξει ὡς τρόπο ζωῆς τήν πονηρία καί τήν κακία. Καί βεβαίως κατεξοχήν ἀκάθαρτος θεωρεῖται ὁ Πονηρός διάβολος.

2. ῾Η ἐντολή λοιπόν τοῦ Θεοῦ εἶναι νά μήν ἀγγίζουμε ὁτιδήποτε ἀκάθαρτο. ῎Οχι ἁπλῶς νά μήν πράττουμε κάτι ἀκάθαρτο, ἀλλά πιό δραστικά καί μέ μεγαλύτερη ἀκρίβεια νά μήν ἀγγγίζουμε τό ὅποιο ἀκάθαρτο. ῞Οπως συμβαίνει δηλαδή μέ μία μολυσματική νόσο, ὅπως συμβαίνει ἐκεῖ πού ὑπάρχουν ἀκαθαρσίες, πράγματα πού ἀποφεύγουμε καί ἐξ ἀποστάσεως, τό ἴδιο καί ἐδῶ ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς.

Γιατί αὐτό; (α) Διότι ἀσφαλῶς ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά λερωθοῦμε κι ἐμεῖς: κανείς δέν εἶναι ἀπρόσβλητος ἀπό τήν ἁμαρτία, ἐνόσω βρίσκεται στόν κόσμο τοῦτο τῆς πλάνης. Εἶναι θέμα στοιχειώδους ρεαλισμοῦ νά θέτουμε ἐρωτηματικά στίς ὑποτιθέμενες δυνατότητές μας καί τίς ὅποιες δυνάμεις μας. «᾽Επί τά πονηρά ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεότητος αὐτοῦ», βεβαιώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. (β) Διότι ἀνήκουμε στόν Θεό, τόν ἀπολύτως ῞Αγιο καί Καθαρό, ἰδίως οἱ βαπτισμένοι στό ἅγιο ὄνομά Του. ῞Οπως τό τονίζει ὁ ἀπόστολος: «῾Υμεῖς ναός Θεοῦ ἐστε ζῶντος». Κι ἀλλοῦ: «Οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστι καί οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν; Δοξάσατε οὖν τόν Θεόν ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν καί ἐν τῷ σώματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ».

3. ῎Ετσι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ παίρνει συγκεκριμένη μορφή:

- ὡς πρός τόν ἑαυτό μας: θά πρέπει ν᾽ ἀποφεύγουμε σκέψεις, λογισμούς, λόγια, πράξεις πού μᾶς βρωμίζουν πνευματικά. Δέν μποροῦμε νά ἐρωτοτροποῦμε μέ τήν ἁμαρτία καί νά βγαίνουμε ἀλώβητοι∙

- ὡς πρός τόν συνάνθρωπο: χρειάζεται προσοχή στίς φιλίες καί στίς συναναστροφές μας. «Φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί», ὑπενθυμίζει ὁ ἀπόστολος. Τό ἴδιο ἀπαιτεῖται προσοχή στίς ἐπισκέψεις μας: ἀποφυγή τῶν χώρων πού γνωρίζουμε ὅτι ἀντικειμενικά δέν βοηθούμαστε πνευματικά∙

- κι ἀκόμη: προσοχή στήν τηλεόραση, σέ ἐντυπα κλπ. πού μπορεῖ πέρα τῶν ὅσων καλῶν προσφέρουν νά διαχέουν ἠθικές καί πνευματικές μολύνσεις.

4. ῞Ενας τέτοιος ἀγώνας καθαρίζει τήν καρδιά, ὁπότε ἡ καρδιά, πού εἶναι τό κέντρο ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου, ἀρχίζει νά γεύεται τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Θεός στήν καθαρή καρδιά ἐμφανίζεται καί ἐπαναπαύεται. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». ᾽Εκεῖ καταλήγει ἡ πνευματική προσπάθεια: νά νιώθει ὁ πιστός τόν Θεό Πατέρα, προστάτη καί βοηθό του.

῎Αν ὅλοι μας προσπαθοῦμε νά μήν πατᾶμε στά λασπόνερα καί στίς ἀκαθαρσίες, πολύ περισσότερο ἀπαιτεῖται ν᾽ ἀποφεύγουμε τά πνευματικά λασπόνερα. Εἶναι ὁ ἀγώνας ἁγιασμοῦ μας πού ἀκολούθησαν ὅλοι οἱ ἅγιοι καί ἔγιναν μικροί Θεοί μέσα στόν κόσμο.