27 Μαρτίου 2023

ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΠΟΥ ΖΗΛΕΥΩ;

 

«Ρωτήθηκε κάποτε ο άγιος Γέροντας: “-Τι να κάνω, Γέροντα, που ζηλεύω και πολλές φορές χαίρομαι, όταν οι προοδευμένοι αδελφοί κάνουν σφάλματα;” Αποκρίθηκε:“-Να λες: Θεέ μου, σε παρακαλώ, βοήθησε τους αδελφούς ο καθένας να φθάσει στα μέτρα του Αγίου που φέρει το όνομά του, και εμένα στα μέτρα των αδελφών”. Κάνε αυτό και θα δεις την ενέργεια του Θεού» (οσίου Παϊσίου του αγιορείτου, Επιστολές, έκδ. Ι. Ησυχ. Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Σουρωτή Θεσσαλονίκης).  

Η ενέργεια του Θεού, η χάρη Του δηλαδή ως ενεργοποίηση του μυστηρίου του βαπτίσματος για τον χριστιανό, απαιτεί, κατά τον μεγάλο όσιο Παῒσιο τον αγιορείτη, τον αγώνα υπέρβασης των παθών του, και μάλιστα του πάθους της ζήλειας και της συνδεδεμένης με αυτήν χαιρεκακίας. Η ζήλεια θεωρείται ως η κατεξοχήν έκφραση του εγωισμού, δηλαδή υφίσταται εκεί που ο άνθρωπος είναι παθολογικά στραμμένος προς τον εαυτό του αδυνατώντας να αγαπήσει σωστά τον συνάνθρωπό του, πολύ περισσότερο τον Θεό του. Ζήλεια και αγάπη είναι διαμετρικά αντίθετες πνευματικές καταστάσεις, όπως το λέει χωρίς περιστροφές ο απόστολος Παύλος στον περίφημο ύμνο της αγάπης (Α΄ Κορ. 13): «η αγάπη ου ζηλοί», η αγάπη δεν ζηλεύει, δεν ζηλοτυπεί. Οπότε η ζήλεια αποκαλύπτει την αμαρτία και την ανομία του ανθρώπου και δυστυχώς όπως συνήθως συμβαίνει γεννά και άλλες κακίες και πάθη, όπως για παράδειγμα τον φθόνο, την έχθρα, την οργή, τη λύπη, τη διάθεση εκδίκησης. Γέννημα του φθόνου ως καρπού της ζήλειας είναι και αυτό που ομολογεί ο αδελφός που ρώτησε τον όσιο: «πολλές φορές χαίρομαι όταν οι προοδευμένοι κάνουν σφάλματα!», χαίρεται δηλαδή για τα αμαρτήματα και τα παραπατήματα των αγίων ανθρώπων, διότι κανείς όσο άγιος κι αν είναι δεν ξεφεύγει από τον κανόνα κάπου να γλιστρήσει και να αμαρτήσει, είτε εν λόγω ή έργω ή διανοία. Ο μόνος απολύτως Άγιος και Αναμάρτητος είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός.

Από την άποψη αυτή η ζήλεια και η συνδεδεμένη με αυτήν χαιρεκακία αποκαλύπτουν την πνευματική τύφλωση του ανθρώπου – ο ζηλότυπος αδυνατεί λόγω του εγωισμού του να δει τις αρετές και τα χαρίσματα του συνανθρώπου του, πολύ περισσότερο δεν μπορεί, και να τα δει, να τα συνδέσει με την πηγή τους που είναι ο Θεός! – συνεπώς καθίσταται περαιτέρω ενάντιος του Θεού λόγω της αδικίας με την οποία λειτουργεί. Ας φανταστούμε ποια εντύπωση θα προκαλούσε το γεγονός όταν ενώ εμείς αγωνιζόμαστε να ζούμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και κάποια στιγμή λόγω αδυναμίας παραστρατήσουμε, που θα πει ότι μετά από λίγο θα μετανοήσουμε, κάποιος άλλος που μας ζηλεύει επικεντρώνει την προσοχή του μόνο στο παραστράτημά μας! Δεν θα αποτελούσε τούτο μεγάλη αδικία απέναντί μας; Για τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος μάλιστα ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο ανόητος άνθρωπος. Γιατί ενώ «ο καλόγνωμος και συνετός, όσες αρετές βλέπει στους άλλους τις σημειώνει με επιμέλεια, ο ανόητος αναζητεί τα ελαττώμματα και τις κατηγορίες».

Ο άγιος Παῒσιος φιλάνθρωπα καθοδηγεί τον αδελφό με το συγκεκριμένο πάθος. Και τον καθοδηγεί γιατί βλέπει ότι κι εκείνος αγωνίζεται – «Τι να κάνω;» του λέει. «Πολλές φορές χαίρομαι» που θα πει όχι πάντα. Και η απάντηση του αγίου εκπλήσσει με τη σοφία αλλά και με την πρακτικότητά της – παρόμοια απάντηση έδινε και ο μέγας όσιος Πορφύριος! Να αντιδρά ο αδελφός όταν αρχίζει να δουλεύει το πάθος του με τον μόνο τρόπο που γενικώς εξαλείφονται τα πάθη: διά της στροφής προς το αγαθό! «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» κατά τη ρήση του αποστόλου Παύλου. Κι αυτό σημαίνει αγώνα προσευχής υπέρ του αδελφού, αγώνα δηλαδή για την αγάπη, με προσανατολισμό τον Κύριο. Αγάπη σημαίνει εν προκειμένω, όπως εννοεί ο άγιος Γέρων, να εντάσσουμε τον συνάνθρωπό μας μέσα στον Χριστό και να τον ενισχύουμε στην πνευματική προοπτική του που είναι η ένωσή του με Εκείνον! Και τρόπος συγκεκριμένος είναι η αναφορά στον Άγιο του κάθε αδελφού. Ακολουθώντας τον Άγιο το όνομα του οποίου φέρουμε, τον Χριστό δεν ακολουθούμε; «Μίμημα Χριστού» δεν είναι κάθε άγιος της Εκκλησίας μας;

Η ενεργοποίηση της αγάπης μας δηλαδή είναι το αντίδοτο της ζήλειας μας. Και πράττοντας με τον συγκεκριμένο τρόπο που υποδεικνύει ο άγιος παράλληλα προσανατολίζει και τον εμπαθή αδελφό και στην ταπείνωση. Γιατί του λέει αφενός τον αδελφό που ζηλεύει να τον ωθεί διά της προσευχής του επί τα ίχνη του αγίου του και του Κυρίου, αφετέρου τον ίδιο τον εαυτό του να τον θέτει δεύτερο, μετά τον αδελφό: «να φτάσω κι εγώ στα μέτρα του αδελφού!» Η ταπεινή αγάπη πράγματι είναι η λύση του κάθε πάθους, ακόμα και για το μεγάλο πάθος της ζήλειας.  

ΔΕΥΤΕΡΑ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ὁ ὡραιότατος καιρός ἐφέστηκεν, ἡ ἀξιέπαινος ἡμέρα ἔλαμψε τῆς ἐγκρατείας, ἀδελφοί, σπουδάσωμεν καθαρθῆναι˙ ὅπως ἐποφθείημεν, καθαροί τῷ Ποιήσαντι, και τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ ἐπιτύχωμεν, πρεσβείαις τῆς αὐτόν κυησάσης μόνης ἁγνῆς Θεομήτορος» (κάθισμα όρθρου Τριωδίου).

(Έφτασε ο πιο ωραίος και κατάλληλος πνευματικά καιρός, έλαμψε η αξιέπαινη ημέρα της εγκράτειας, αδελφοί. Ας σπεύσουμε να καθαρισθούμε ψυχικά. Με σκοπό και με την ευχή να φανούμε καθαροί στον Δημιουργό μας, και να φθάσουμε να δούμε την ωραιότητά Του, με τις πρεσβείες της μόνης αγνής Θεομήτορος που τον εγέννησε ως άνθρωπο).

Σύντομο σχόλιο στον μακαρισμό του Κυρίου «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» ο ύμνος, μάς υπενθυμίζει ότι όλος ο σκοπός της πνευματικής ασκητικής διαγωγής του χριστιανού, και όχι μόνον βεβαίως του μοναχού και ασκητή, είναι πώς να κοινωνήσει τον Θεό του, πώς να γίνει δηλαδή μέτοχος της θεοποιού ενέργειας του Τριαδικού Θεού: να κατοικήσει ο Θεός μέσα του, κάτι που με άλλες λέξεις ονομάζεται όραση Αυτού ή επίτευξη της ωραιότητάς Του. Κι είναι ιδιαιτέρως σημαντική η λέξη «ὡραιότης» που χρησιμοποιεί ο άγιος υμνογράφος μιλώντας για τον Δημιουργό μας Χριστό, διότι σ’ Αυτόν μόνο βρίσκεται η πηγή της ωραιότητας, με την έννοια της απόλυτης αγνότητας και καθαρότητας, συνεπώς με την έννοια του πληρώματος όλων των αγαθών και όλων των χαρίτων. Ωραίος δηλαδή για τη χριστιανική πίστη δεν είναι ο άνθρωπος που έχει απλώς όμορφα χαρακτηριστικά προσώπου και σώματος – αυτά είναι με σύντομη ημερομηνία λήξεως και μπορούν να αλλοιωθούν ανά πάσα στιγμή – αλλά ο άνθρωπος που ποθεί να μοιάσει στον Δημιουργό του και κινείται ψυχή τε και σώματι προς τα εκεί που είναι το Φώς Του. Οι άγιοι είναι οι ωραίοι και ώριμοι της ζωής αυτής.

Ποιος ο δρόμος, κατά τον Κύριο και τον εκκλησιαστικό ποιητή, για να φθάσει κανείς στο υπερμέγιστο αυτό ύψος θεοκοινωνίας; Ο αγώνας για κάθαρση της καρδιάς από ό,τι αμαρτωλό και εμπαθές την βρομίζει. Δεν είναι δυνατόν ο απόλυτα καθαρός Θεός να βρει τόπο κατοικίας σε μία καρδιά που πονηρεύεται, δηλαδή δεν είναι στραμμένη εντελώς προς τον Θεό και λειτουργεί με κριτήριο τον εγωισμό της. Και τι πρέπει συγκεκριμένα να κάνει ο άνθρωπος; Να σπεύδει, «σπουδάσωμεν», εκεί που είναι η αγάπη Εκείνου με αντίστοιχο τρόπο πόθου και αγάπης προς Αυτόν. Κι αυτό σημαίνει σπουδή τήρησης των αγίων εντολών του Χριστού, διότι, όπως διαρκώς αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, μέσα στις εντολές και το θέλημα του Κυρίου «κρύβεται» ο Ίδιος. Αγωνιζόμενος λοιπόν ο πιστός να τηρεί τις εντολές του Θεού: την ταπεινή αγάπη πρωτίστως, καθαρίζει την καρδιά του, γεγονός που το καταλαβαίνει από την αίσθηση της σάρκωσης του Θεού μέσα του, ή αλλιώς όπως είπαμε από το άνοιγμα των πνευματικών οφθαλμών του για να θεάται την ωραιότητα του Κυρίου του ως μέτοχος και αυτός της ίδιας ωραιότητας.

Ο άγιος υμνογράφος συμπληρώνει: η Σαρακοστή είναι ο πιο κατάλληλος καιρός για τον πνευματικό αυτόν αγώνα, γιατί προβάλλει την αρετή της εγκράτειας, η οποία καθώς περιορίζει τον αισθητό και υλικό ορίζοντα της ζωής μας μάς οδηγεί εύκολα στον ορίζοντα του Θεού. Κι ακόμη: στον αγώνα αυτόν έχουμε βοηθό την Υπέρμαχο Στρατηγό, την ίδια τη Θεομήτορα, η οποία δεν έχει μεγαλύτερη χαρά από το να βλέπει τα πιστά παιδιά της να ακολουθούν τον Υιό και Θεό της. Δύσκολος ο αγώνας, αλλά η υπέροπλος δύναμις ακατανίκητη.   

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΜΑΤΡΩΝΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

 

«῾Η αγία Ματρώνα ήταν υπηρέτρια κάποιας Ιουδαίας γυναίκας, που ονομαζόταν Παντίλλα. Ακολουθούσε την κυρία της μέχρι τη συναγωγή, δεν έμπαινε όμως μέσα, αλλά γύριζε και πήγαινε στην Εκκλησία των Χριστιανών. Την είδαν λοιπόν κάποια φορά, οπότε την έπιασαν και την κτύπησαν πάρα πολύ και στη συνέχεια την έκλεισαν στη φυλακή επί τέσσερις ημέρες, χωρίς να μπορεί να την πλησιάσει κανείς και χωρίς φαγητό. Έπειτα την έβγαλαν και την καταξέσχισαν με μαστίγια. Πάλι την φυλάκισαν και την άφησαν πολλές ημέρες εκεί, όπου και παρέθεσε την ψυχή της στον Θεό. Λένε ότι το άγιο λείψανό της το έριξε η Παντίλλα από το τείχος κάτω, γι᾽αυτό και υπέστη δίκαιη τιμωρία, πέφτοντας κατά λάθος μέσα στο πατητήρι, στο οποίο χυνόταν από επάνω ο πατημένος μούστος. Εκεί τέλειωσε τη ζωή της και βγήκε η ψυχή της».

Η αντίθεση είναι έντονη: από τη μια, η αγία Ματρώνα, η δούλη, η άσημη, η καταφρονεμένη· κι από την άλλη, η Παντίλλα, η κυρία, η ένδοξη, η πλούσια. Με κοσμικά κριτήρια, δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Ο ζυγός κλίνει αυτομάτως προς τη μεριά της Παντίλλας. Αυτό δεν θα έλεγε ο σύγχρονος εκκοσμικευμένος άνθρωπος, ακόμη κι άν είναι ῾χριστιανός᾽; Όταν για παράδειγμα αυτό που φαίνεται ως προτεραιότητα στους περισσοτέρους: το κυνηγητό των απολαύσεων, του χρήματος, της δόξας, είναι αυτό που προβάλλει η Παντίλλα, ποιος δεν θα επέλεγε τη δική της θέση, ενώ θα οίκτιρε  την ῾κατάντια᾽ της Ματρώνας; Κι όμως πόση πλάνη υπάρχει σε μία τέτοια αξιολογική κρίση! Διότι είναι η κρίση της επιφάνειας. Στο βάθος,  εκεί που είναι η καρδιά και που βλέπει ο Κύριος, ο δίκαιος κριτής, εκεί που τα πράγματα λειτουργούν σε επίπεδο αιωνιότητας, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: η Ματρώνα είναι η ένδοξη και η κυρία, το άστρο το φωτεινό, και η Παντίλλα είναι η άσημη, η ανύπαρκτη, η δούλη και η ταλαίπωρη. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Θεοφάνης, επανειλημμένως τονίζει την πραγματικότητα αυτή, διότι ακριβώς κινείται με τα κριτήρια του αναγεννημένου ανθρώπου, του χριστιανού, που βλέπει τα πράγματα κάτω από την οπτική της εν Χριστώ αποκάλυψης, δηλαδή της αλήθειας. «Έχεις θεϊκό νου αληθινά, και σοφό και θεόφρονα, γι᾽αυτό και λάμπεις στη χορεία των μαρτύρων, Ματρώνα παμμακάριστε» (ωδή ε´). «῾Ορυόταν και ήταν σαν μεθυσμένη και σφάδαζε από τον θυμό η δυσεβέστατη (Παντίλλα)» (ωδή δ´). «Ματρώνα, δυναμωνόσουν από τη θεία δύναμη και ξέφυγες από την υπερήφανη δουλική γνώμη της πικρής κυρίας σου. Κι αυτό γιατί είχες ψυχή, που δούλευε μόνο στον Δεσπότη Κύριο»  (ωδή δ´).

Αιτία για την εις βάθος αυτήν πραγματικότητα, την ίδια την αλήθεια, είναι το γεγονός ότι ενώπιον του Θεού εκείνο που μετράει κι έχει σημασία δεν είναι ασφαλώς τα πλούτη και η δόξα, η επίγεια κατάσταση του ανθρώπου, είτε της ελευθερίας είτε της δουλείας, ό,τι δηλαδή είναι φθαρτό με ημερομηνία λήξεως, αλλά ό,τι παραμένει στην αιωνιότητα. Κι αυτό είναι η αρετή του ανθρώπου, η ζωή η σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης -  όπως λέει ο Κύριος - όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε θησαυρούς εν ουρανώ». Ο άγιος υμνογράφος φωνάζει εν προκειμένω στην ωδή ς´: «Η Ματρώνα δεν κρίνεται σαν δούλη ή σαν ελεύθερη, με βάση τον Χριστό. Κρίνεται από την ομορφιά της αρετής της, γιατί ήταν στολισμένη με τους τρόπους της ευσέβειας». Κι αυτό σημαίνει ότι η αγία Ματρώνα, και βεβαίως κάθε χριστιανός συνεπής, κινείται σε επίπεδο αληθινής ελευθερίας, πέρα από τις δεσμεύσεις που προκαλεί ο κόσμος αυτός στην ψυχή του ανθρώπου. Διότι ελεύθερος είναι αυτός που προσβλέπει πέρα από τα επίγεια κι είναι έτοιμος να δώσει και τη ζωή του προς χάρη του Κυρίου, ο Οποίος ήρθε στη γη ως δούλος, ακριβώς για να δώσει ελευθερία στον άνθρωπο. «Αυτός που καταδέχτηκε τη μορφή δούλου, να γίνει δηλαδή άνθρωπος,  ο Χριστός ο Θεός μας, θέλοντας να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου, μνηστεύτηκε εσένα ως μάρτυρα νύμφη Του και σε ελευθέρωσε από το ζυγό της δουλείας»  (ωδή α´).

Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία Ματρώνα να θέσει ως προτεραιότητα της ζωής της το θέλημα του Θεού, δηλαδή να δει την πραγματικότητα της αιωνιότητας μέσα και στη ζωή αυτή, και πάνω σ᾽ αυτό το θέλημα του Θεού να πεθάνει; Μα τι άλλο, από την αγάπη της προς τον Κύριο. Ο έρωτάς της προς τον Χριστό ήταν το στοιχείο που ενεργοποίησε τη χάρη του Θεού και την οδήγησε στα ύψη του παραδείσου. «Με προθυμία και θάρρος προχώρησες πράγματι προς τον εραστή σου Χριστό, πανεύφημε» (ωδή ζ´). Γι᾽αυτό και «είναι ωραίο το στεφάνι που τώρα φορά η ένδοξη Ματρώνα, που πήρε από το ζωαρχικό χέρι του Παντοκράτορα Χριστού» (ωδή η´ ). Ίσως κάποτε πρέπει να μάθουμε οι χριστιανοί ότι το μυστικό της πνευματικής ζωής, αυτό που συνιστά την κινητήρια δύναμη των πάντων και οδηγεί σε υπέρ φύσιν καταστάσεις, είναι η αγάπη προς τον Χριστό. Ούτε τα φόβητρα της κόλασης ούτε οι απολαύσεις του Παραδείσου, αλλά η αγάπη του Θεού είναι εκείνο που ευλογείται κατεξοχήν από τον Κύριο. Και ποια άλλη αγάπη μπορεί να θεωρηθεί ως περισσότερο άξια από την αγάπη αυτή; Γιατί είναι η μόνη που ποτέ δεν μας εγκαταλείπει και ποτέ δεν μας απογοητεύει. Πόσο την θέλουμε όμως; 

26 Μαρτίου 2023

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ

«Τήν 26η τοῦ μηνός Μαρτίου ἐπιτελοῦμε τή σύναξη τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἡ ὁποία μᾶς παραδόθηκε ἀπαρχῆς καί ἐκ Θεοῦ, διότι ὁ ἀρχάγγελος αὐτός διακόνησε στό θεῖο καί ὑπερφυές καί ἀπόρρητο μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ.

Κατά τή σημείωση μάλιστα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου στόν Μέγα Συναξαριστή του, «Γαβριήλ θά πεῖ Θεός καί ἄνθρωπος, (ἄνθρωπος Θεοῦ δηλαδή), κατά τόν Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλο. Γι᾽ αὐτό κι εἶναι ἐκεῖνος πού ὑπηρέτησε στό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου. Λέγει δέ καί ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ταυρομενίας, ὅτι τά ἑπτά στοιχεῖα πού περιέχει τό ὄνομα τοῦ Γαβριήλ σημαίνουν ὅτι ὁ Χριστός τοῦ ὁποίου τή Γέννηση εὐαγγελίστηκε ὁ Γαβριήλ θά ἔλθει γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος μετρᾶται ἀπό τήν ἑβδομάδα καί τελειώνει σέ ἑπτά αἰῶνες».

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ κινεῖται ἐκστατικά, καθώς ἀναφέρεται στόν ῾παμμέγιστον Γαβριήλ᾽. Δέν ὑπάρχει σχεδόν τροπάριο εἴτε στόν ἑσπερινό εἴτε στόν κανόνα γιά τόν ἀρχάγγελο πού νά μή φανερώνει τόν θαυμασμό καί τή γεμάτη δέος στάση του ἀπέναντί του, ὄχι μόνο γιά τό γεγονός τῆς συμμετοχῆς τοῦ Γαβριήλ στή φανέρωση τοῦ μυστηρίου τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου στήν ἁγνή παιδούλα Μαριάμ, ἀλλά καί γιά τή διπλή ἀδιάκοπη καί ἀέναη στάση του ἀπέναντι στόν Κύριο τοῦ Παντός, τόν Τριαδικό Θεό: τή δοξολογία τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του καί τήν ἑτοιμότητα ὑπακοῆς στά κελεύσματα τῆς βουλήσεώς Του. Γιά παράδειγμα: «Γαβριήλ ὁ μέγιστος νοῦς...παρατηρώντας καί βλέποντας τό τρισήλιο φῶς τοῦ Θεοῦ... φτάνοντας στήν Παρθένο μετέφερε σ᾽ αὐτήν τή χαρμόσυνη εἴδηση τοῦ θείου καί φρικώδους μυστηρίου (ὅτι θά γεννήσει τόν Θεό ὡς ἄνθρωπο)» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Γεμᾶτος ἀπό φῶς πάντοτε καί πράττοντας τό θέλημα καί ἐκτελώντας τά προστάγματα τοῦ Παντοκράτορος, ἀρχηγέ ᾽Αγγέλων, Γαβριήλ πανάριστε...» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Καθώς φωτίζεσαι μετέχοντας στό φῶς τοῦ πρώτου Νοῦ, τοῦ Θεοῦ, φάνηκες δεύτερο φῶς κι ἐσύ, κραυγάζοντας μαζί μέ τίς ἄπειρες τάξεις τῶν ἀγγέλων: ῞Αγιος ὁ Θεός ὁ παντουργός, ὁ Υἱός ὁ συνάναρχος, καί τό Πνεῦμα τό σύνθρονο»  (ὠδή ε´).

Ἡ ἀρχιστρατηγία τοῦ Γαβριήλ καί ἡ πρωτιά του ἔναντι τῶν ἄλλων ἀγγέλων φάνηκε κατά τόν ὑμνογράφο κυρίως ἀπό τό γεγονός ὅτι αὐτόν ὁ παντοκράτωρ Κύριος ἐπέλεξε προκειμένου νά τοῦ ἐμπιστευτεῖ τή φανέρωση τοῦ ἀπ᾽ αἰῶνος μυστηρίου, τοῦ ἐρχομοῦ Του στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου, στήν ἁγνή θεόπαιδα Μαριάμ. Κι εἶναι ἡ ἀνάθεση αὐτή τῆς ἐξαιρετικῆς διακονίας ἀποκάλυψη ταυτοχρόνως καί τῆς δόξας τοῦ συγκεκριμένου ἀρχαγγέλου, κάτι πού σημαίνει ὅτι ὅσο σπουδαῖο εἶναι ἕνα διακόνημα, τόσο σπουδαία γίνεται καί ἡ προσωπικότητα αὐτοῦ πού τό ἀναλαμβάνει καί τό φέρει εἰς πέρας. «Τό μέγα μυστήριον πού ἦταν ἄγνωστο προηγουμένως στούς ἀγγέλους καί ἀπόκρυφο προαιωνίως, μόνο σ᾽ ἐσένα τό ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός, Γαβριήλ» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «᾽Αξιώθηκες μέγιστη δόξα, καθώς μᾶς φανέρωσες τό μέγα μυστήριο, μέγιστε ἀρχάγγελε» (ὠδή γ´).

Βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος δέν παραλείπει μαζί μέ τίς παραπάνω ἐκτιμήσεις του νά κάνει καί δύο παρατηρήσεις: πρῶτον, ὅτι ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος Γαβριήλ διακόνησε τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί πρό τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, δεδομένου ὅτι τόν βρίσκουμε καί στόν προφήτη Δανιήλ: νά τόν φωτίζει καί νά τοῦ ἀποκαλύπτει τά μέλλοντα ἐν πνεύματι Θεοῦ (ὠδή δ´), καί στόν ἱερέα Ζαχαρία, τόν πατέρα ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου: νά τοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ γυναίκα του ᾽Ελισάβετ θά γεννήσει τόν ᾽Ιωάννη καί νά τόν ῾τιμωρεῖ᾽ μέ κωφαλαλία λόγω τῆς ἀπιστίας πού ἐπέδειξε (ὠδή ε´)· δεύτερον, ὅτι ἐνῶ ὅλη ἡ ἀκολουθία ἐπικεντρώνεται δικαίως στόν ἅγιο ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὁ ὑμνογράφος θυμᾶται αἴφνης καί τόν ἄλλο μέγιστο ἀρχάγγελο ἅγιο Μιχαήλ, ἀφιερώνοντάς του ἕνα τροπάριο στό τέλος τῆς ἀκολουθίας, προφανῶς γιά νά δείξει ὅτι καί οἱ δύο εἶναι ἰσοστάσιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. «Πανέμορφη καί πανένδοξη δυάδα,  Μιχαήλ καί Γαβριήλ, πού στέκεστε στόν θρόνο τῆς θείας δόξας...» (ὠδή θ´).

῾Ο ἐκκλησιαστικός ποιητής ὅμως, παρ᾽ ὅλο τό θάμβος πού νιώθει μπροστά στόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ ἀρχάγγελο, δέν παύει νά τονίζει ὅτι καί αὐτός συνιστᾶ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς εἶναι περιορισμένος καί στή δύναμη καί στή γνώση. ᾽Επανειλημμένως, ὅπως ἤδη εἴδαμε, σημειώνει ὅτι τό μυστήριο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ἦταν ἀπόκρυφο καί γιά τούς ἀγγέλους, ὁ ἴδιος δέ ὁ Γαβριήλ, ὁ ὑπηρέτης τοῦ θαύματος, ἀδυνατοῦσε νά κατανοήσει ὅ,τι διαδραματιζόταν. Τό δοξαστικό μάλιστα τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς, ἔργο ὄχι τοῦ ᾽Ιωσήφ ἀλλά τοῦ ἐξίσου γνωστοῦ ὑμνογράφου ᾽Ιωάννου τοῦ μοναχοῦ, εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα τροπάρια πού ὑπάρχουν στήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας. «Στάλθηκε ἀπό τόν Θεό ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ γιά νά εὐαγγελιστεῖ στήν Παρθένο τή σύλληψη. Κι ὅταν ἦλθε στή Ναζαρέτ, σκεπτόταν μέσα του τό θαῦμα μέ ἔκπληξη, ὅτι δηλαδή πῶς ὁ ἀκατάληπτος Θεός θά γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο! Αὐτός πού ἔχει θρόνο Του τόν οὐρανό καί ὑποπόδιο τή γῆ, πῶς θά χωρέσει στή μήτρα μίας γυναίκας! Αὐτόν πού δέν μποροῦν νά Τόν ἀτενίσουν τά ἑξαπτέρυγα καί τά πολυόμματα, θέλησε μέ μόνο τόν λόγο Του νά σαρκωθεῖ ἀπό αὐτήν! Αὐτός πού παρευρίσκεται εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Τί λοιπόν στέκομαι καί δέν λέγω στήν Κόρη: Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί Σου;»

Παράλληλα δέ μέ τήν ἔκπληξη τοῦ ἀρχαγγέλου, τονίζεται καί ἡ ἔκπληξη τῆς πανάγνου Μαριάμ, ἡ ὁποία μέ τή φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ὅτι δι᾽ αὐτῆς θά γεννηθεῖ ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος, ἀποκαλύπτεται ἀφενός σοφότατη καί διακριτικότατη, κυριολεκτικά ὁ ἀντίποδας τῆς πρώτης Εὔας, καθώς δέν σπεύδει νά ἀποδεχτεῖ τό παράδοξο καί τό θαῦμα, ἀφετέρου πράγματι Παναγία, καθώς μετά τίς ἐξηγήσεις σπεύδει νά κάνει ὑπακοή σέ ὅ,τι συνιστᾶ θέλημα τοῦ Θεοῦ: «᾽Ιδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου».  «Τί σημαίνει ἡ σάν φλόγα μορφή σου; Εἶπε ἡ Σεμνή μέ ἔκπληξη στόν Γαβριήλ. Ποιό εἶναι τό ἀξίωμά σου καί ποιό τό νόημα τῶν λόγων σου; Μοῦ ὑπόσχεσαι παιδοποιΐα, ἀλλά ἐγώ δέν ἔχω πεῖρα ἄνδρα. Φύγε μακριά, μή μέ πλανέψεις, ἄνθρωπε, ὅπως παλιά πλάνεψε ὁ δόλιος ὄφις  τήν προμήτορα Εὔα» (ἀπόστιχο ἑσπερινοῦ).

Δέν εἶναι δυνατόν βεβαίως ὁ ἅγιος ποιητής, μπροστά στήν ἁγιότητα τοῦ ἀρχαγγέλου,  νά μή καταλήγει σέ ὅ,τι ἀποτελεῖ ζητούμενο τοῦ κάθε πιστοῦ: τήν ἐπέμβαση καί τή μεσιτεία του γιά τή σωτηρία τοῦ ἴδιου καί τῆς ᾽Εκκλησίας. «Χάλασε τίς ἄσχημες σκέψεις ἐναντίον μας τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων, στέριωσε τήν ὀρθόδοξη πίστη, πάψε τά σχίσματα τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀρχάγγελε, μέ τίς παρακλήσεις σου πρός τόν Κτίστη ὅλων» (ὠδή στ´). ᾽Αλλά ἀκόμη περισσότερο, αἰτεῖται ὁ ποιητής τή χάρη νά γίνεται  ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος καθοδηγητής τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου καί τῶν ἀνθρώπων. Γιατί ἀκριβῶς οἱ ἄγγελοι ὡς δεύτερα φῶτα μετά τό Πρῶτο, τόν ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό, εἶναι οἱ ὁδηγοί τῶν ἀνθρώπων. «᾽Αρχιστράτηγε Θεοῦ, λειτουργέ τῆς θεϊκῆς δόξας, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγέ καί ἀρχηγέ τῶν ἀσωμάτων...» (κοντάκιο). 

25 Μαρτίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ´ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ) ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Καί οὕτω μακροθυμήσας (ὁ ᾽Αβραάμ) ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας᾽ (῾Εβρ. 6, 15)

῞Οσο πλησιάζουμε πρός τά σωτηριώδη γεγονότα τοῦ Πάθους καί τῆς ᾽Αναστάσεως τοῦ Κυρίου, τόσο καί ἡ ᾽Εκκλησία μας τονίζει τόν ἀδιάψευστο χαρακτήρα τους λόγω τῆς ἐγγυήσεως γι᾽ αὐτά τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.῾᾽Αδύνατον γάρ ψεύσασθαι τόν Θεόν᾽, κατά τήν ρήση τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν πρός ῾Εβραίους ἐπιστολή.  Κι ἐκεῖνο πού φέρνει ὡς ἐπιπρόσθετο στοιχεῖο τῆς ἀλήθειας τους ὁ ἀπόστολος εἶναι ἡ ὅλη πορεία τῆς θείας Οἰκονομίας, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν Πατριάρχη ᾽Αβραάμ. ῞Ο,τι δηλαδή ὁ Θεός ὑποσχέθηκε σ᾽ ἐκεῖνον τό πραγματοποίησε. Κι εἶδε ὁ ᾽Αβραάμ νά ἐκπληρώνονται σέ αὐτόν καί τόν λαό του οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, τίς ὁποῖες βεβαίως καθόλου δέν ἀμφισβήτησε, ἀκόμη κι ὅταν ἡ λογική του ἀντιδροῦσε στήν ἀποδοχή τους. Διότι πίστευε στόν Θεό καί ὑπέμενε. ῾Η πίστη του καί ἡ ὑπομονή του εἶχαν θεμέλιο τήν πιστότητα τοῦ Θεοῦ. ῾Καί οὕτω μακροθυμήσας (ὁ ᾽Αβραάμ) ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας᾽.

1. Ποιές οἱ ἐπαγγελίες-ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ στόν ᾽Αβραάμ; ῞Οτι θά τοῦ δώσει χώρα, ὅτι θά τόν κάνει γενάρχη μεγάλου γένους, ὅτι μέσω αὐτοῦ θά εὐλογηθοῦν ὅλες οἱ γενιές τῆς γῆς. ᾽Επαγγελίες δηλαδή πού πράγματι πρόσκρουαν  στήν λογική του, διότι ἡ χώρα πού τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός ἦταν γι᾽ αὐτόν μία ξένη χώρα, ὁ ἴδιος δέν εἶχε παιδιά ἀπό τήν γυναίκα του Σάρρα, δέν φαινόταν λοιπόν ἀνθρωπίνως ἡ προοπτική νά γίνει αὐτός μέσον εὐλογίας γιά ἄλλες γενιές. Συνεπῶς ὁ ᾽Αβραάμ βρισκόταν σέ μία θέση πού μόνη ῾σιγουριά᾽ του εἶχε τήν ἐμπιστοσύνη του στόν Θεό.

2. Καί ἡ πορεία του ἀποτελεῖ τήν μεγαλύτερη ἐπιβεβαίωση ὅτι ἡ πίστη του αὐτή εἶχε τό πιό σταθερό θεμέλιο: τόν ἴδιο τόν Θεό πού εἶναι ὁ μόνος πιστός. Διότι καί χώρα τοῦ δίνει: τήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, καί παιδί ἀποκτᾶ: τόν ᾽Ισαάκ, καί δι᾽ αὐτοῦ εὐλογοῦνται ὅλα τά ἔθνη: ὁ Μεσσίας προέρχεται κατά σάρκα ἀπό αὐτόν. ῎Ετσι ὁ Θεός δέν εἶναι σάν τούς ἀνθρώπους, πού κύριο γνώρισμα ἔχουμε τήν μεταβλητότητα καί τήν ἀστάθεια – ποιός μπορεῖ ἐπί γῆς νά ἐγγυηθεῖ τήν πιστότητα τῶν ἀνθρώπων; ῞Ολη ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία ἀπαρχῆς μέχρι σήμερα δέν εἶναι μία ῾σταθερή᾽ δυστυχῶς φανέρωση τῆς ἀστάθειάς μας;

῾Οπότε ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ὁ ᾽Αβραάμ γίνεται ὅριο προβολῆς καί διακήρυξης ὅτι ἡ πίστη στόν Θεό ἀποτελεῖ τόν μόνο ἀκαθαίρετο πύργο πάνω στόν κόσμο τοῦτο. ῞Ο,τι μέ ἄλλα λόγια θεωρεῖται ἀπό τούς ἀνθρώπους ρευστό καί μή μετρητό: ἡ πίστη ἀκριβῶς στόν μή ψηλαφητό ἀπό τίς αἰσθήσεις Θεό, αὐτό ἀποδεικνύεται βράχος καί σταθερό ἔδαφος. Δέν εἶναι τυχαῖο γι᾽ αὐτό ὅτι ἀφενός ἡ πίστη αὐτή τοῦ ᾽Αβραάμ θεωρήθηκε ἔκτοτε ὡς πρότυπο γιά ὅλες τίς γενιές τῶν ἀνθρώπων, μέτρο πράγματι πού μετρᾶ τίς ἀδυναμίες καί τίς ὀλιγοψυχίες καί τίς ἀπιστίες μας, ἀφετέρου ὅπου ἐνεργοποιήθηκε μία παρόμοια πίστη, ἰδιαιτέρως στά πρόσωπα τῶν ἁγίων μας, ἐκεῖ διαπιστώθηκαν τά ἴδια συγκλονιστικά ἀποτελέσματα: ἡ πίστη θριάμβευσε. ῾Ο ποιητής τό καταγράφει ἔκθαμβος μέ τόν δικό του τρόπο: ῾Μή φοβηθῆς αὐτόν πού στήριξε στήν πίστη ἐπάνω τήν ἐλπίδα. Τόν εἶδα στήν ζωή νά μάχεται, μά πάντα ἀνίκητο τόν εἶδα᾽.

3. ῾Ο ἀπόστολος ὅμως ἐπισημαίνει μαζί μέ τήν πίστη τοῦ ᾽Αβραάμ καί τό συνοδευτικό αὐτῆς γνώρισμα: τήν μακροθυμία, τήν ὑπομονή δηλαδή ἐν προκειμένῳ. ῾Οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας᾽. ῾Η ὑπομονή εἶναι ἐκείνη ἡ ἀρετή πού ἀποκαλύπτει καί ἐπιβεβαιώνει τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως, πού σημαίνει ὅτι χωρίς αὐτήν ἡ πίστη δέν δικαιώνεται. Κι εἶναι εὔλογο: ὁ Θεός εἶναι πιστός, ὅ,τι ὑπόσχεται τό πραγματοποιεῖ, ἀλλά μέσα στά πλαίσια τῆς ἀπόλυτης καί ἐν ἀγάπῃ ἐλευθερίας Του. ᾽Εκεῖνος ξέρει πότε θά ἐνεργήσει στόν ἄνθρωπο καί ποιές οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις δράσεώς Του, ὥστε νά γίνει τό καλύτερο δυνατόν. Συνεπῶς ὁ ῾πιστός᾽ πού θέλει νά ἀκουμπᾶ τήν ὕπαρξή του στόν Θεό, ἀλλά μέ τόν τρόπο τόν δικό του, δηλαδή μέ τρόπο πού δείχνει ὅτι αὐτός θά ἔχει τήν πρωτοβουλία τῶν κινήσεων, δέν εἶναι πιστός. Θεωρεῖ τόν Θεό ὡς ὄργανό του, ὡς τό μέσο ἐκπλήρωσης τῶν δικῶν του ἐπιθυμιῶν, καλύτερα: θεωρεῖ τόν Θεό ὡς ῾μικρότερο᾽ τοῦ ἴδιου καί ῾κατώτερο᾽ τῆς δικῆς του ῾παγγνωσίας᾽(!) Δέν εἶναι πράγματι δαιμονική μία τέτοια πίστη, ἡ ὁποία παραπέμπει στόν πρῶτο ἀμφισβητία ῾Εωσφόρο;

῾Ο ἀληθινά πιστός  λοιπόν σάν τόν ᾽Αβραάμ εἶναι πιστός γιατί ὑπομένει. ῾῾Υπομένων ὑπέμεινα τόν Κύριον καί προσέσχε μοι᾽ λέει ὁ ψαλμωδός, εὑρισκόμενος στό ἴδιο μῆκος πίστεως μέ τόν μεγάλο Πατριάρχη. ῾῾Υπομονῆς χρείαν ἔχομεν᾽ θά σημειώσει καί ὁ ἀδελφόθεος ᾽Ιάκωβος, ὅπως καί ἀλλοῦ ὁ μέγας Παῦλος: ῾Δι᾽ ὑπομονῆς τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα᾽. Καί πάνω ἀπό ὅλα ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θά πεῖ: ῾῾Ο ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται᾽. Καί: ῾᾽Εν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν᾽. ῞Ολα αὐτά τί δείχνουν; ῞Οτι μιλώντας γιά τήν πίστη καθώς προβάλλεται στόν ἐνάρετο ᾽Αβραάμ μιλᾶμε ἐντέλει γιά τήν ὑπομονή. ῎Οχι μόνον ἡ ὑπομονή συνιστᾶ τό θεμέλιο τῆς πίστεως, ἀλλά καί τό ὑλικό μέ τό ὁποῖο κτίζεται αὐτή, ἀκόμη δέ καί ἡ ἴδια ἡ ὀροφή. ῎Ας ἀκούσουμε τί λέει ἐπ᾽ αὐτοῦ ὁ μεγάλος ἀσκητικός δάσκαλος ἅγιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός: ῾Κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη πρό πάντων ἀπό ὑπομονή, ὅπως ἡ γῆ ἀπό βροχή, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, γιά νά βάλει πάνω σ᾽ αὐτήν τό θεμέλιο, πού λέει ὁ ἀπόστολος, δηλαδή τήν πίστη, καί πάνω στήν πίστη κτίζει σιγά-σιγά ἡ διάκριση σάν ἔμπειρος οἰκοδόμος τό σπίτι τῆς ψυχῆς...῾Η ὑπομονή εἶναι ἡ συγκρότηση ὅλων τῶν ἀρετῶν. Γιατί καμμία ἀρετή δέν στέκει χωρίς τήν ὑπομονή᾽.

4. Τί σημαίνει λοιπόν ἀληθινή ἐν ὑπομονῇ πίστη; Νά βλέπουμε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ σέ ὅλες τίς διαστάσεις τῆς ζωῆς μας, καί στίς εὐχάριστες, ἀλλά καί στίς δυσάρεστες. ᾽Εκεῖ μέ ἄλλα λόγια πού φαίνεται ὅτι ἔχουμε ἐγκαταληφθῆ μόνοι, λόγω τῆς περιδίνησης σέ θλίψεις καί θεωρούμενες ἀτυχίες καί δυστυχίες, ἐκεῖ πρέπει νά ῾διαβάζουμε᾽ τήν ἰδιαίτερη χάρη τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἐπισκέπτεται. Γιατί ἄραγε τίς ὅποιες δοκιμασίες καί τούς πειρασμούς οἱ ἅγιοί μας τά θεωροῦν ὡς ἐπισκέψεις τοῦ Θεοῦ; Διότι ἀκριβῶς ἐκεῖ σφυρηλατεῖται ἡ πίστη. ῾῎Επαρον τούς πειρασμούς καί οὐδείς ὁ σωζόμενος᾽ σημειώνει τό πατερικό λόγιο. Λοιπόν ἡ ὑπομονή μας φανερώνει τήν ποιότητα τῆς πίστεώς μας. Γι᾽ αὐτό καί ὁ χριστιανός δέν βιάζεται στήν ζωή του, πολλῷ μᾶλλον στίς κακές λεγόμενες συντυχίες. ῎Εχει ἀνοικτά τά μάτια του γιά νά βλέπει, ὅπως εἴπαμε, κυρίως σέ αὐτές, τό πατρικό βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ὁ ῾Οποῖος πρίν ἐπιτρέψει τόν ὅποιο σταυρό μας ῾τόν κοίταξε μέ τά πάνσοφα μάτια Του, τόν ἐξέτασε μέ τήν θεία λογική Του, τόν ἔλεγξε μέ τήν ἀτέλειωτη δικαιοσύνη Του, τόν θέρμανε στήν γεμάτη ἀγάπη καρδιά Του, τόν ζύγισε καλά μέ τά στοργικά Του χέρια, μήν τυχόν καί πέσει βαρύτερος ἀπό ὅσο μποροῦμε νά σηκώσουμε, καί ἀφοῦ ὑπολόγισε τό θάρρος μας, τόν εὐλόγησε καί τόν ἀπίθωσε στούς ὤμους μας καί εἶπε:  Μπορεῖς νά τόν σηκώσεις, κράτησέ τον κι ἀνέβαινε ἀπό τόν Γολγοθᾶ πρός τήν ᾽Ανάσταση!᾽

῾Ο ᾽Αβραάμ εἶναι μέτρο πίστεως, γιατί ὑπῆρξε μακρόθυμος καί ὑπομονετικός. Κατάλαβε ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά φαίνεται ὅτι ἀργεῖ, ἀλλά πάντοτε εἶναι ἐκεῖ χωρίς ποτέ νά μᾶς ἀφήνει. Κι ἄν ἀπαιτεῖται ὑπομονή στήν πίστη μας γιά τίς δοκιμασίες μας, τό ἴδιο ὑπομονή ἀπαιτεῖται καί στήν ἐπέκταση τῆς πίστεως, τήν ἐλπίδα. ῾Η ἐλπίδα μας εἶναι ὁ Χριστός καί στήν ζωή αὐτή, ἀλλά καί στόν ἐρχομό Του γιά δεύτερη φορά. ῾Η Δευτέρα Παρουσία Του εἶναι ἐγγύς. Τό πιστεύουμε, τό ἐλπίζουμε, ἀλλά καί ὑπομένουμε. ῾Η ὑπομονή μας δηλαδή εἶναι ὑπομονή πού ἔχει χρῶμα ὄχι μαῦρο – αὐτό τῆς ἀπελπισίας - ἀλλά χρῶμα φωτεινό καί γλυκό: ἐνόψει τοῦ ἐρχομοῦ Του. ῾Μαράν ἀθά᾽. ῾Ο Κύριος ἔρχεται.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μαρκ. 9, 17-31)

 Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ λέγων· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. Καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. Καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. Καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. Καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. Καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. Καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. Ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, κάποιος ἄνθρωπος πλησίασε τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, ἔφερα σ’ ἐσένα τό γιό μου, γιατί ἔχει μέσα του δαιμονικό πνεῦμα πού τόν κάνει ἄλαλο. Κάθε φορά πού τόν πιάνει, τόν ρίχνει κάτω καί τότε βγάζει ἀφρούς, τρίζει τά δόντια καί μένει ξερός. Εἶπα στούς μαθητές σου νά διώξουν αὐτό τό πνεῦμα, ἀλλά δέν μπόρεσαν». «Ἄπιστη γενιά!» ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς. «Ὥς πότε θά εἶμαι μαζί σας; Πόσον καιρό ἀκόμη θά σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε μου ἐδῶ το παιδί». Ἐκεῖνοι τοῦ τό ἔφεραν. Μόλις τό πνεῦμα εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἀμέσως τάραξε τό παιδί, κι ἐκεῖνο ἔπεσε καταγῆς καί κυλιόταν βγάζοντας ἀφρούς. «Πόσος καιρός εἶναι πού τοῦ συμβαίνει αὐτό;» ρώτησε ὁ Ἰησοῦς τόν πατέρα τοῦ παιδιοῦ. Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἀπό μικρό παιδί. Πολλές φορές μάλιστα καί στή φωτιά τόν ἔριξε καί στά νερά γιά νά τόν ἐξολοθρέψει. Ἀλλά ἄν μπορεῖς νά κάνεις κάτι, σπλαχνίσου μας καί βοήθησέ μας». Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε τοῦτο: «Ἐάν μπορεῖς νά πιστέψεις, ὅλα εἶναι δυνατά γι’ αὐτόν πού πιστεύει». Ἀμέσως τότε φώναξε δυνατά ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ καί εἶπε μέ δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε! Ἀλλά βοήθησέ με, γιατί ἡ πίστη μου δέν εἶναι δυνατή». Βλέποντας ὁ Ἰησοῦς ὅτι συγκεντρώνεται κόσμος, πρόσταξε τό δαιμονικό πνεῦμα μ’ αὐτά τά λόγια: «Ἄλαλο καί κουφό πνεῦμα, ἐγώ σέ διατάζω: βγές ἀπ’ αὐτόν καί μήν ξαναμπεῖς πιά μέσα του». Βγῆκε τότε τό πνεῦμα, ἀφοῦ κραύγασε δυνατά καί συντάραξε τό παιδί. Ἐκεῖνο ἔμεινε ἀναίσθητο, ἔτσι πού πολλοί ἔλεγαν ὅτι πέθανε. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τό ἔπιασε ἀπό τό χέρι του, τό σήκωσε, κι αὐτό στάθηκε ὄρθιο. Ὅταν μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στό σπίτι, τόν ρώτησαν οἱ μαθητές του ἰδιαιτέρως: «Γιατί ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά βγάλουμε αὐτό τό δαιμονικό πνεῦμα;» Κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: «Αὐτό τό δαιμονικό γένος δέν μπορεῖ κανείς νά τό βγάλει μέ τίποτε ἄλλο παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία». Ἔφυγαν ἀπό ’κεῖ καί προχωροῦσαν διασχίζοντας τή Γαλιλαία. Δέν ἤθελε ὁ Ἰησοῦς νά μάθει κανείς ὅτι περνοῦσε ἀπό ’κεῖ, γιατί δίδασκε τούς μαθητές του καί τούς ἔλεγε: «Ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου θά παραδοθεῖ σέ χέρια ἀνθρώπων, πού θά τόν θανατώσουν· τήν τρίτη ὅμως ἡμέρα μετά τό θάνατό του θ’ ἀναστηθεῖ».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εβρ. 6, 13-20)

Ἀδελφοί, τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεὸς, ἐπεὶ κατ’ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ, λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ὅταν ὁ Θεός ἔδωσε τήν ὑπόσχεσή του στόν Ἀβραάμ, ἐπειδή δέν ὑπῆρχε ἀνώτερος γιά νά ὁρκιστεῖ, ὁρκίστηκε στόν ἑαυτό του, λέγοντας: Σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι θά σ’ εὐλογήσω καί θά σοῦ δώσω πολλούς ἀπογόνους. Έτσι πῆρε ὁ Ἀβραάμ τήν ὑπόσχεση, καί μέ τήν ὑπομονή του πέτυχε τήν ἐκπλήρωσή της. Οἱ ἄνθρωποι ὁρκίζονται σέ κάποιον ἀνώτερό τους, κι ὁ ὅρκος δίνει γι’ αὐτούς τέλος σέ κάθε ἀμφισβήτηση καί ὑποδηλώνει ἐπιβεβαίωση. Ὁ Θεός, λοιπόν, ἐπειδή ἤθελε νά δείξει πιό καθαρά σ’ αὐτούς πού θά κληρονομοῦσαν τά ὅσα ὑποσχέθηκε ὅτι ἡ ἀπόφασή του ἦταν ἀμετάκλητη, τήν ἐγγυήθηκε μέ ὅρκο. Γιά δύο λοιπόν ἀμετακίνητα πράγματα, γιά τά ὁποῖα εἶναι ἀδύνατο νά διαψευστεῖ ὁ Θεός, ἐμεῖς πού καταφύγαμε σ’ αὐτόν ὀφείλουμε νά μείνουμε σταθεροί σ’ αὐτά πού ἐλπίζουμε. Αὐτή μας ἡ ἐλπίδα μᾶς ἀσφαλίζει καί μᾶς βεβαιώνει σάν ἄγκυρα, καί μᾶς ὁδηγεῖ στά ἐνδότερα τοῦ καταπετάσματος, ὅπου μπῆκε πρίν ἀπό μᾶς καί γιά χάρη μας ὁ Ἰησοῦς, ἀρχιερέας γιά πάντα ὅπως ὁ Μελχισεδέκ.

ΕΟΡΤΙΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

ΕΟΡΤΙΟ ΜΗΝΥΜΑ

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

κκ  Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΠΙ ΤΗι ΕΟΡΤΗι

ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας παρουσιάζει ἐνώπιόν μας τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Ὁ Ἄγγελος εὐαγγελίζεται τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.

Ἄγγελος μέ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο συνομιλεῖ καί ὁ Ἀδάμ τή χαρά ἀρραβωνίζεται.

«Εὐαγγελίζου γῆ χαράν μεγάλην, αἰνεῖτε οὐρανοί Θεοῦ τήν δόξαν», λέγει ἕνα τροπάριο τῶν αἴνων πού ἀκούσαμε προηγουμένως.

Τό μυστήριο τῆς συλλήψεως τῆς Θεοτόκου διά τῆς χάριτος τῆς Παναγίας Τριάδος μόνο μέ τή σιγή μπορεῖ κανείς νά τό τιμήσει. «Συστέλλομαι, δεσποτικῆς φιλανθρωπίας πέλαγος μετρεῖν ἀπαρχόμενος». Συστέλλομαι καί τρομάζω, ὅταν πρόκειται νά μετρήσω τό πέλαγος τῆς Δεσποτικῆς φιλανθρωπίας, γράφει ὁ ἱερός Φώτιος.

Ὁ Εὐαγγελισμός εἶναι ἡ ἑορτή τῆς χαρᾶς πού λύει τήν κατάρα τῆς Εὔας. Ὁ κόσμος πού ἐγήρασε μέσα στήν ἁμαρτία τινάζει ἀπό πάνω του τή φθορά καί γίνεται καινούργιος. Σήμερα πανηγυρίζουμε τήν ἕνωση τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων, τήν θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, τήν ἀναμόρφωση τοῦ κατ’ εἰκόνα, τήν ὕψωση στούς οὐρανούς, τῆς σωτηρίας μας τό κεφάλαιο. Ὁ Ἀρχάγγελος μόνο στήν Παναγία λέγει τό «Χαῖρε Κεχαριτωμένη» καί ὅμως ὅλος ὁ κόσμος δι’ αὐτῆς τῆς χαρᾶς τρυγᾶ τούς καρπούς. Ὅλος ὁ κόσμος τρυγᾶ τούς καρπούς τῆς χαρᾶς μέσῳ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Καί ὅπως στήν παλαιά ἐποχή ἡ Εὔα συμμάχησε μέ τόν  διάβολο καί ἀπό τήν συνεργασία ἐκείνη μπῆκε μέσα στή ζωή μας ἡ ἁμαρτία, κατά παρόμοιο τρόπο στόν Εὐαγγελισμό ἡ Παναγία μας συμμαχεῖ μέ τόν Θεό καί ἀπό αὐτή τή συμμαχία ἦλθε ἡ λύτρωση σέ μᾶς τούς ἁμαρτωλούς. Ἡ ρίζα τῶν ἀνθρώπων πικρά, ὁ καρπός ὅμως εἶναι ἡ Παναγία, πιό γλυκός κι’ ἀπό τό μέλι. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἄγγελος τῆς εἶπε˚ «εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου».

Ὁ θάνατος καί ἡ φθορά καί ἡ καταδίκη καί ὁ ἅδης καί ἡ ὑποδούλωση στήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου ἦταν οἱ χαρακτηριστικές εἰκόνες τοῦ ἀνθρώπου. Παντοῦ βασίλευε ἡ ἔχθρα καί ὁ πόλεμος. «Εἰρήνη, εἰρήνη καί πού ἐστιν εἰρήνη;», ἀκούγεται νά λέγει ὁ προφήτης Ἱερεμίας. Οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιγαν καί στέναζαν κάτω ἀπό τόν βαρύ ζυγό τῆς ἁμαρτίας καί κανείς δέν ὑπήρχε νά τούς παρακαλέσει. «Ἰδού δάκρυον τῶν συκοφαντουμένων καί οὐκ ἔστιν αὐτοῖς ὁ παρακαλῶν» (Ἐκκλησιαστής). Δέν ὑπήρχε παράκληση. Ὁ Θεός πού εἶναι γεμάτος ἀγάπη, ἐμφανιζόταν ὡς παιδαγωγός καί    τιμωρός, προκειμένου νά συγκρατήσει τό ἀνθρώπινο γένος.

Τό πρώτο χαρούμενο μήνυμα πού ἀκούστηκε στή γή εἶναι τό  μήνυμα τοῦ ἀγγέλου πρός τήν Θεοτόκο. «Χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία ὁ Κύριος μετά σοῦ». Ἡ πιό ἐκπληκτική εἴδηση πού ἀκούστηκε στόν κόσμο ἦταν ὅτι ὁ Θεός θά γίνει ἄνθρωπος καί θά σκηνώσει ἀνάμεσά μας. «Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Ἔστησε τή σκηνή του ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Ἡ Παναγία   συλλαμβάνει τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἄγγελος χαιρετίζει τήν Παναγία καί ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος ἀρραβωνίζεται τή χαρά καί τήν ἐλευθερία. Σήμερα γίνονται οἱ ἀρραβῶνες τοῦ Ἀδάμ μέ τή χαρά καί μέ τή λύτρωση. Ὁλόκληρος ὁ κόσμος γεύεται διά τῆς Θεοτόκου τούς καρπούς τῆς χαρᾶς.

Ἡ χαρά πού εὐαγγελίσθηκε ὁ ἄγγελος δέν ἦταν κάτι τό ἀφηρημένο. Εἶναι συγκεκριμένο πρόσωπο. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ χαρά τῶν ἀνθρώπων. «Ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ». Σᾶς φέρνω μιά μεγάλη χαρά πού θά εἶναι γιά ὅλο τόν κόσμο, εἶπε ὁ ἄγγελος στούς βοσκούς. «Ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ», γεννήθηκε γιά σᾶς σήμερα Σωτήρας, ὁ Ἰησοῦς  Χριστός˚ ἡ χαρά πού λέγεται Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ χαρά πού λέγεται Ἰησοῦς Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά ἕναν ὁρισμένο σκοπό˚ γιά νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὁ Κύριος παρομοίασε τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν μέ τή χαρά˚ «Εἴσελθε δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου». Ὅλες τίς παραβολές γιά τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν τίς βάζει μέσα στό Βασίλειο τῆς χαρᾶς. Χαρά δοκίμασε ἡ χήρα ὅταν βρῆκε τή χαμένη δραχμή, χαρά δοκίμασε ὁ οἰκοδεσπότης στούς γάμους τοῦ υἱοῦ του. Ποιά ἦταν ἡ χαρά αὐτή; Ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ χαρά δέν εἶναι ἀφηρημένη ἔννοια, ἀλλά συγκεκριμένο πρόσωπο. Εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ.

Καί πιό συγκεκριμένα μέ τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ γκρεμίστηκε τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ πού εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἀναμόρφωσε, ἀνάπλασε, ἐκαινούργησε τό ἀνθρώπινο γένος.

Ξαναέδωσε τήν οἰκεία εὐγένεια στήν ἀνθρώπινη φύση.  Νίκησε τόν κοινό πειρατή τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Σήμερα ἡ  καθαρά εὐγένεια τῶν ἀνθρώπων τῆς πρώτης λαμπρότητος  ξαναπαίρνει τή λάμψη, θά πεῖ ὁ Ἅγιος Ἄνδρέας Κρήτης. Εἴδατε τί μεγάλη χαρά! Καί ὅλα αὐτά ἔχουν ἀφετηρία τή σημερινή γιορτή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Μέσα στή Θεία Λειτουργία ὅλα τά πράγματα βιώνονται ὡς παρόντα. Θέλω νά πῶ ὅτι τή χαρά τοῦ Εὐαγγελισμοῦ πρέπει νά τήν βιώνει κανείς σήμερα.

Καί ἐφ ὅσον ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, καταλαβαίνει κανείς ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἡ χαρά πού ταυτίζεται μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ χαρά τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη μέ τήν ἐξάλειψη τῶν ἁμαρτιῶν μας. «Εὐαγγελίζου γῆ χαράν μεγάλην» λέγει ὁ ἄγγελος σέ κάθε μιά ψυχή. Ὅταν μετανοεῖ ὁ ἁμαρτωλός γίνεται χαρά στόν οὐρανό. Ἡ ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτιῶν καί ἡ ἀναχώνευση τῶν ἀνθρώπων μέσα στή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ μεγάλη χαρά πού νιώθει ὁ ἄνθρωπος σήμερα. Ἡ χαρά εἶναι ὁ Χριστός πού «ἕστηκε ἐπί τήν θύραν καί κρούει». Ὅποιος τόν ἀκούσει καί τοῦ ἀνοίξει, τότε εἰσέρχεται μέσα καί δειπνεῖ.

Τίς ἡμέρες μας οἱ ἄνθρωποι εἶναι γεμάτοι ἀπό «πένθιμες» διασκεδάσεις ἁμαρτωλῶν ἐκδηλώσεων. Καί ὅμως, εἶναι τόσο κενοί, ὥστε τό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου, ὅπως τήν ἐποχή ἐκείνη, ἔτσι καί  σήμερα, νά εἶναι ἐπίκαιρο καί πολύ μάλιστα.

Σήμερα ἀπό τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ χαρά τῶν ἀνθρώπων, ἔχουμε ἀνάγκη καί αὐτόν φωνάζει καί εὐαγγελίζεται ἡ Ἐκκλησία μέ μεγάλη τή φωνή, «Ἰδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ».

Ὅταν μᾶς ἔπλασε ὁ Τριαδικός Θεός, μᾶς ἔβαλε στήν κορυφή τοῦ παραδείσου. Ἡ ἁμαρτία ὅμως μᾶς ἀπέσπασε ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἄρχισε νά μᾶς ρίχνει πρός τά κάτω˚ πρός τά φαράγγια τῶν παθῶν καί τούς γκρεμούς τῆς ἁμαρτίας, μέχρις ὅτου μᾶς ὁδήγησε στόν ἅδη. Ὁ ἅδης ἦταν τό τέρμα  τῆς φρικτῆς περιπλανήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτός ὁ Ἀδάμ πού πλάσθηκε σύμφωνα μέ τό πρότυπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, γίνεται τώρα δέσμιος τοῦ διαβόλου καί κάτοικος τοῦ ἅδου.

Γιά νά λυτρωθοῦμε χρειάστηκε νά σαρκωθεῖ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Λόγος ὁ ζῶν, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς μακαρίας Τριάδος. Ἐνσαρκώθηκε ὄχι παίρνοντας ἀγγελική φύση, ἀλλά τήν ἀνθρώπινη. Ὅπως τήν άνθρώπινη φύση χρησιμοποίησε ὁ σατανᾶς γιά νά πολεμήσει τήν Θεό, τήν ἴδια ἀνθρώπινη φύση χρησιμοποιεῖ ὁ Χριστός γιά νά πολεμήσει τόν σατανᾶ καί νά καταργήσει τόν θάνατο, τή δουλεία, τήν ἁμαρτία καί τήν φθορά. Αὐτό εἶχε ὑπ’ ὅψιν του ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας: «Οὐ γάρ δήπου ἀγγέλων ἐπιλαμβάνεται, ἀλλά σπέρματος Ἀβραάμ ἐπιλαμβάνεται». Ὁ Χριστός δέν ἔγινε ἄγγελος γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει, ἀλλά ἄνθρωπος. Ἔγινε ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ.

Γιατί ὅμως ἔγινε ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, δηλαδή ἄνθρωπος;

Ὅταν κανείς ἐρευνήσει προσεκτικά τή Γραφή, ἀλλά καί πληροφορηθεῖ ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ μέ τό μυστήριο τῆς πίστης, μένει ἔκπληκτος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ἔλεγε, «ἐάν δέν γνωρίσουμε πῶς μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός, ποτέ δέν θά καταλάβουμε πῶς μᾶς κατάντησε ἡ ἁμαρτία». Ἀς ἀναφέρουμε ἐπιγραμματικά μόνο μερικά σημάδια, γιά νά δοῦμε τή λαμπρότητα τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁλόκληρος ὁ αἰσθητός καί ὁ νοητός κόσμος δημιουργήθηκε  γιά τόν Ἀδάμ. Καί  αὐτός ἀκόμη ὁ παράδεισος κτίστηκε πρό καταβολῆς κόσμου γιά τά ἀνθρώπινα δημιουργήματα. Καί ἐνῶ ὅλα τά ὄντα πάνω στή γῆ εἶναι πλασμένα μέ τήν ὕλη καί ἀνήκουν στόν αἰσθητό κόσμο, ὁ ἄνθρωπος μόνο τό σῶμα του ἔχει ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Εἶναι συγγενής μέ τόν κόσμο αὐτό ὡς πρός τό σῶμα. Ἡ ψυχή του ἔχει συγγένεια μέ τόν Θεό. Τοῦ ἐνεφύσησε ὁ Θεός μέσα του πνοή ζῶσα, τήν ἐνέργεια τῆς χάριτός του, ὥστε νά ὑπερέχει ὅλων, νά ἐποπτεύει σέ ὅλα, νά ἐπιστατεῖ καί νά βασιλεύει σέ ὅλα, νά   γνωρίζει τόν Θεό, καί ἀφοῦ γνωρίζει τόν Θεό, ἔρχεται σέ ἐπικοινωνία μαζί του. Καί ὄχι μόνο ἔρχεται σέ ἐπικοινωνία, ἀλλά μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό σέ μία ὑπόσταση.

Καί σήμερα, γιορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, αὐτό γιορτάζουμε, τήν ἕνωση τοῦ Θεοῦ καί ἀνθρώπου σέ ἕνα πρόσωπο. Σήμερα ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται ἄνθρωπος καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στό πρόσωπό του γίνονται Υἱοί τοῦ Θεοῦ καί ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ.

Ἀς δοῦμε ἕνα παράδειγμα πού χρησιμοποιεῖ ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος. Ὅπως ἀκριβῶς ἀπό μιά φωτιά μπορεῖ κανείς νά ἀνάψει πολλά λυχνάρια καί λαμπάδες, ὅλα δέ τά λυχνάρια καί οἱ λαμπάδες ἔχουν τήν ἰδία φωτιά, τί ἴδιο συμβαίνει καί μέ τούς χριστιανούς. Οἱ χριστιανοί «ἀπό μιᾶς φύσεως ἀνάπτουσι καί φαίνουσι». Ἀπό τό ἴδιο πῦρ παίρνουν φωτιά καί φωτίζονται, ἀπό τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ἀπό τόν ἐνσαρκωθέντα Θεό.

Λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «Μικρά ζύμη ὅλον τό φύραμα ζυμοῖ». Ἐάν ἔχει κανείς λίγο ζυμάρι, μπορεῖ νά ζυμώσει ὁλόκληρο τό ἀλέυρι. Καί ὁ Χριστός ἔγινε ζύμη, δηλαδή ἀνθρωπος, γιά νά ἀναπλάσει μέσα στό πρόσωπό του ὅλο τό φύραμα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Ὁ Χριστός καί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τόν ἴδιο Πατέρα, «ὁ δέ ἁγιάζων καί οἱ ἁγιαζόμενοι ἐξ ἑνός πάντες». Ἔγινε ἀδελφός ὅλων τῶν ἀνθρώπων˚ «οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφούς αὐτούς καλεῖν».

Εἴχε ὅλα τά ἀνθρώπινα χαρακτηριστικά. Ἔτρωγε, ἔπινε μέ τούς δούλους, συνανεστρέφετο, ὑπέμεινε τόν πόνο, στεναχωρέθηκε, δάκρυσε, δέχθηκε τήν πικρία ὅλου τοῦ κόσμου, ὑπέστη τόν πιό φρικτό θάνατο, τόν θάνατο τοῦ Σταυροῦ. «Ὅθεν ὤφειλε κατά     πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι», ἔμοιασε σέ ὅλα μέ τούς ἀδελφούς του, μᾶς λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἑβ. 2,17).

Ἐάν ὁ Χριστός ἔπαιρνε τή φύση τῶν ἀγγέλων καί ὄχι τῶν ἀνθρώπων, ἐάν δηλαδή γινόταν ἄγγελος καί ὄχι ἄνθρωπος, θά ἦταν ἀνώτερος τοῦ θανάτου. Οἱ ἄγγελοι δέν πεθαίνουν ποτέ. Ὁ Χριστός ἐνσαρκώνεται γιά νά λυτρωθεῖ μέ τό αἷμα του τό ἀνθρώπινο γένος. «Ὁ θάνατός σου Κύριε ἀθανασίας γέγονε πρόξενος». Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε πρόξενος καί αἰτία νά γίνουν οἱ ἄνθρωποι ἀθάνατοι.

Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ μοιάζει μέ μιά πηγή, ἀπό τήν ὁποία ξεπήδησαν ὅλα τά ἀγαθά τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνσαρκώθηκε, γιά νά γεννηθεῖ, γιά νά Βαπτισθεῖ, γιά νά σταυρωθεῖ, γιά νά ἀναστηθεῖ,  γιά νά σταυρωθεῖ, γιά νά ἀναστηθεῖ, γιά νά στείλει τό Πανάγιο Πνεῦμα . «Ὅπου δέ τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β΄ Κορινθ. 3,17). Ὅποιος εἶναι μέτοχος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί ἐλεύθερος ἀπό τήν ἁμαρτία.

Αὐτό τό ἐκφράζει πολύ ὡραία ὁ ἱερός Φώτιος: «Ἄγγελος τῇ Παρθένῳ συλλαλεῖ καί ὁ Ἀδάμ τήν ἐλευθερίαν ἀρραβωνίζεται». Ὁ ἄγγελος μιλάει μέ τήν Παναγία καί τῆς λέγει ὅτι θά γεννήσει τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, καί ὁ Ἀδάμ ἀρραβωνίζεται τήν ἐλευθερία. Ἀργότερα μέ τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ θά καταργηθεῖ ὁ θάνατος, θά διαλυθεῖ τό κράτος τῆς ἁμαρτίας, θά νικηθεῖ ὁ σατανᾶς.

Αὐτό πού ἔγινε τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἔχει μεγάλη σημασία γιά τή σωτηρία μας. Μέσα στήν γαστέρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ὁ Θεός ἐνυμφεύθη τήν ἀνθρώπινη φύση, ἤ ὅπως λέγει κάποιος ἐκ τῶν Πατέρων, ὁ Χριστός ἐνυμφεύθη τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, «ἥν περιεποιήσατο τῷ τιμίῳ αὐτοῦ αἵματι». Ὁ Χριστός δέν ἦλθε γιά λίγους ἀνθρώπους, οὔτε γιά ἕνα μέρος ἀπό τούς κατοίκους τῆς γῆς˚ ἦλθε καί ἔσωσε ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση.

Τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ πρέπει νά τό δεχθοῦμε στήν ψυχή μας μέσα στήν Ἐκκλησία. Κανείς δέν μπορεῖ νά γίνει ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, πού διαρκῶς ἔχει μέσα της τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, αὐτόν πού μπορεῖ νά ἀναπλάσει τόν καθένα μας. Δέν μπορεῖ νά    λέει κανείς πώς ἀγαπάει τόν Χριστό, ὅτι δέχεται τό μήνυμά του, ἐνῶ συγχρόνως πετροβολᾶ καί μισεῖ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Ἐκκλησία μᾶς δείχνει καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο κανείς ἐνσαρκώνει τόν Χριστό μέσα του. Μᾶς δείνχει τό θειότατο Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. Μέσα στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἑνώθηκε ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά καί μέσα στό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας ἑνώνεται ὁ ἄνθρωπος καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ σέ ἕνα πρόσωπο. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του σῶμα Χριστοῦ, νοῦ Χριστοῦ, θέληση Χριστοῦ, αἷμα Χριστοῦ καί τή Χάρη τοῦ Χριστοῦ.

Καί ἐάν ἀπό τό χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ χάρηκε ὅλη ἡ γῆ, ἀπό τή μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί ἀπό τήν ἕνωσή του μέ τόν Θεό χαίρεται ὅλος ὁ οὐρανός. «Χαρά γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι».

Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κοινωνικό σύστημα, ἀλλά τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅποιος μετέχει τῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία γίνεται κι αὐτός ἕνα πρόσωπο μέ τόν Χριστό.

Εὐαγγελίζεται ἡ Ἐκκλησία τόν Χριστό. Τό πρόβλημα εἶναι ποιός ἀκούει τή φωνή τῆς Ἐκκλησίας;

Ἐάν λοιπόν εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολο ἡ γῆ νά μετρηθεῖ μέ τήν παλάμη τοῦ ἀνθρώπου, καί μέ τό μέτρο νά ὑπολογίσει κανείς τό μῆκος τῆς θάλασσας. Ἐάν εἶναι δύσκολο μέ τόν πῆχυ νά βρεῖς τά μέτρα τοῦ οὐρανοῦ καί τῶν ἀστεριῶν τό πλῆθος. Ἐάν ἀδυνατοῦμε νά μετρήσουμε τίς σταγόνες τῆς βροχῆς καί τόν ὄγκο τοῦ ἀνέμου καί τῆς ἄμμου τῆς θαλάσσης, ἄλλο τόσο δύσκολο καί ἀπείρως      δυσκολότερο εἶναι νά περιγράψει κανείς τό μυστήριο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Πῶς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐνσαρκώθηκε μέσα στόν ἄνθρωπο. Ὑπάρχει ὅμως ἕνας τρόπος: ὅταν ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

 

Χρόνια πολλά καί γιά τήν Ἐθνική μας Παλιγγενεσία!

Μετ’ εὐχῶν Πατρικῶν

 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ