26 Μαΐου 2023

ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ... ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ!

 

Φαντασιωνόμαστε πολλές φορές μεγαλεπήβολα σχέδια για τον εαυτό μας, θέτουμε στόχους που μοιάζουν ηρωικά κατορθώματα, θα θέλαμε να προσφέρουμε γενικά στην κοινωνία μας με μιαν αγάπη περιεκτική του ανθρώπου. Κι έρχεται η πραγματικότητα και το καθημερινό χωματένιο μαγγανοπήγαδο: στο σπίτι μας, στο επάγγελμά μας, στις κοινωνικές σχέσεις μας, που δείχνει ότι παλεύουμε με ό,τι μικρό και ποταπό, με καταστάσεις που μας βγάζουν έξω από τα ρούχα μας, με πράγματα που αποκαλύπτουν ότι κι εμείς τελικά, παρόλο που νομίζουμε ότι είμαστε… αετοί, δεν ξεπερνάμε τα σπουργίτια, για να μην πούμε τα… σκουλήκια – αγόμαστε και φερόμαστε από τα πάθη μας που θεωρούμε ότι τα έχουμε…ξεπεράσει! Είμαστε οι «κατά φαντασίαν χριστιανοί», όπως έγραψε μακαριστός σοφός καθηγητής Θεολογίας, παραφράζοντας τον «κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου.

  Γι’ αυτό και το ζητούμενο και το προσγειωμένο είναι να προσπαθούμε για το λίγο που μπορούμε, αρκεί να το κάνουμε όπως πρέπει. Να γινόμαστε δηλαδή ένα κεράκι μέσα στη γενικότερη καταχνιά και το έρεβος. Όπως το λέει κι ένας στίχος: «γίνε κεράκι με φως λιγοστό, κάποιοι να ελπίσουν είν’ αρκετό». Και κεράκι βεβαίως γίνεται κανείς, όταν αφήνει το Φως του Χριστού να διαπερνά έστω κι αμυδρά την ύπαρξή του.

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ ΚΑΡΠΟΣ

«Αὐτός ὁ μέγας ἀπόστολος τοῦ Κυρίου πού συναριθμήθηκε ἀπό τόν Ἴδιο στούς ἑβδομήντα μαθητές καί ἀποστόλους καί διακονοῦσε τόν μεγάλο Παῦλο στό κήρυγμα, ὅπως καί μετέφερε τίς θεῖες του ἐπιστολές σ’ αὐτούς πρός τούς ὁποίους τίς ἔστελνε, δίδαξε πολλούς ἀπό τούς εἰδωλολάτρες νά σέβονται τήν ἁγία Τριάδα. Γι’ αὐτό κι ὅταν καταυγάσθηκε ἡ διάνοιά του ἀπό τή θεία ἔλλαμψη τοῦ Παρακλήτου (τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς) καί ξεκίνησε σάν ἄδυτος ἥλιος ἀπ’ τήν Ἀνατολή, καταφώτισε ὅλη τήν οἰκουμένη μέ τίς θεϊκές του διδασκαλίες, ἐπιτελώντας μέγιστα θαυμαστά πράγματα καθημερινά καί σώζοντας πολλούς ἀπό τά πονηρά πνεύματα.

Τράβηξε πολλές πόλεις καί λαούς πρός τή χριστιανική πίστη καί διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος χωρίστηκαν ἔτσι οἱ πιστοί ἀπό τούς ἀπίστους, μέ ἀποτέλεσμα νά ὑποστεῖ πολλούς διωγμούς καί θλίψεις ἀπό τούς ἀπίστους. Κι αὐτό γιατί προχωρώντας μέ ἐντελῶς σταθερό τρόπο πρός τά πιό σκληρά καί ἐπίπονα μαρτύρια δέν δείλιασε καθόλου μπροστά στήν ὀργή τῶν ἀρχόντων. Γι’ αὐτό, ἐπειδή δόξασε τόν Θεό καί μέ τόν ἴδιο του τό σῶμα, δοξάσθηκε ἀπό Αὐτόν μέ λαμπρό τρόπο. Ἀναπαύτηκε ἐν Κυρίῳ, ὁπότε θαυματουργεῖ καθημερινά μέσω τῶν λειψάνων του, θεραπεύοντας ὅλων τῶν εἰδῶν τά πάθη καί ἀποδιώκοντας τά ἀκάθαρτα πνεύματα».

Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος Ἰωσήφ δέν προσθέτει ἰδιαίτερα ἐπιπλέον στοιχεῖα στόν κανόνα του γιά τόν ἀπόστολο Κάρπο ἀπό αὐτά πού καταγράφονται στό σύντομο συναξάρι του. Ἡ προσοχή του εἶναι στραμμένη στό πιό θαυμαστό γεγονός στό ὁποῖο μετεῖχε ὁ ἀπόστολος, δηλαδή στή λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, λήψη πού ἐξηγεῖ καί τήν ὅλη πορεία του, τό οἰκουμενικό ἄνοιγμά του στά ἔθνη, τό ἀποστολικό κήρυγμά του, τό μαρτυρικό τέλος του, τά θαύματα πού ἐπιτελοῦσε καί ὅσο ζοῦσε ἀλλά καί μετά τήν ἐν Κυρίῳ ἀνάπαυσή του. «Κάνοντας τόν νοῦ σου δεκτικό τῶν θείων ἐλλάμψεων, φωτίστηκες ἐντελῶς, παμμακάριστε, καί βγῆκες στό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ» (στιχ. ἑσπ.). «Δέχτηκες στήν ὕπαρξή σου τή θεία ἔλλαμψη τοῦ Παρακλήτου, Κάρπε πάνσοφε, κι ἔτσι φώτισες αὐτούς πού ἦταν στό σκοτάδι λόγω τῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ» (κάθισμα όρθρου).

Ὁ ἅγιος Ἰωσήφ, πέραν τοῦ γεγονότος τῆς ἐπιφοιτήσεως σ’ αὐτόν τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί συνεπῶς τῆς καθοδήγησεως καί ἐνισχύσεώς του ἀπό τόν Ἴδιο τόν Κύριο (ὠδή γ΄), τονίζει τή συνύπαρξή του μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο καί τή διακονία πού τοῦ πρόσφερε στό οἰκουμενικῶν διαστάσεων ἔργο του – σ’ αὐτόν ἐμπιστευόταν ὁ Παῦλος τίς ἐπιστολές του γιά τή μεταφορά τους στούς πιστούς. «Ὁδοιπορώνας πολλές φορές μαζί μέ τόν Παῦλο τόν φωστήρα τῆς οἰκουμένης...» (ὠδή δ΄)∙ «Διακονοῦσες τόν σοφό ἡγέτη Παῦλο, Ἱεράρχα, μεταφέροντας στούς πιστούς τίς σωτήριες διδαχές του μέσα ἀπό τίς ἔνθεες ἐπιστολές του» (ὠδή η΄). Γι’ αὐτό καί δέν διστάζει ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής νά χαρακτηρίσει καί τόν ἴδιο ὡς κήρυκα τῶν ἐθνῶν, σάν τόν Παῦλο, ὡς σεπτό δάσκαλο, ὡς ἱερομύστη καί ἱερολόγο, πού παρίσταται μέ χαρά ἐνώπιον τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ (ὠδή ε΄). Μέ ἕναν πολύ δυνατό στίχο μάλιστα ὁ ἅγιος Ἰωσήφ μᾶς παρουσιάζει τόν Κάρπο νά περπατᾶ στό ἱεραποστολικό ἔργο του καί τό κάθε βῆμα του νά γίνεται ἀναβαθμός τῆς ἀνόδου του στήν ἁγιωσύνη. «Ἅγιασες, Κάρπε, καθώς βημάτιζες πάνω στή γῆ καί κήρυττες τό ἅγιο Εὐαγγέλιο» (ὠδή θ΄).

Τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔκανε καί τόν Κάρπο, ὅπως καί τούς λοιπούς βεβαίως ἀποστόλους καί μαθητές τοῦ Κυρίου, νά ἔχουν αὐτήν τήν ἔνθεη πορεία στόν κόσμο; Μά τό γεγονός ὅτι πορευόταν κι αὐτός, ἔστω καί λίγο πιό ἀπόμακρα, μαζί μέ τόν Κύριο ἕως τό τέλος τῆς ἐπί γῆς πορείας Του, τήν ἁγία Ἀνάληψή Του (βλ. ὠδή θ΄), κινούμενος ἀπό τή μεγάλη ἀγάπη του πρός Αὐτόν. Κι εἶναι γνωστό ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά σταθεῖ δίπλα στόν Κύριο καί νά Τόν ἀκολουθήσει, ἄν δέν διέπεται ἀπό σφοδρή ἀγάπη πρός τό πάντιμο πρόσωπό Του καί ἀπόφαση μέχρι θανάτου νά τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές Ἐκείνου. «Ἐπειδή ἤσουν ὁλοκληρωτικά στραμμένος πρός τόν Δεσπότη Χριστό, γι’ αὐτό καί τήρησες ἐντελῶς τίς σεπτές ἐντολές Του» (ὠδή α΄). «Ἀγάπησες μέ μυστική θεωρία τόν Θεό πού εἶναι ὁ Νοῦς πέρα ἀπό κάθε ἔννοια ἀνθρώπινη, γι’ αὐτό καί καταφωτίστηκε ὁ νοῦς σου» (ὠδή α΄).

Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή κατανοεῖ κανείς γιατί ἀφενός δέχτηκε τόσες διώξεις καί θλίψεις ἀπό τούς ἀπίστους ὁ Κάρπος: ἦταν μία συνέχεια τοῦ Κυρίου (βλ. ὠδή γ΄, ζ΄κ.ἀ.), ἀφετέρου γίνονταν δι’ αὐτοῦ τόσα θαύματα καί σημεῖα, τά ὁποῖα σφράγιζαν τό ἀποστολικό του κήρυγμα. «Ὁ λόγος σου ἔσωσε ἀπό τήν ἀλογία τούς ἀνθρώπους καί ἡ μέγιστη ἐπίδειξη τῶν θαυμάτων σου ὁδήγησε τούς πλανημένους στήν πίστη, ἔνδοξε Κάρπε» (ὠδή ς΄). Ἕνα τροπάριο μάλιστα τοῦ ὑμνογράφου ἔρχεται νά θέσει τόν ἅγιο Κάρπο στό ἴδιο ὕψος μέ τούς δώδεκα ἀποστόλους καί μάλιστα μέ τόν πρωτόθρονο ἀπόστολο Πέτρο. Ὅπως δηλαδή καί μόνη ἡ σκιά τοῦ Πέτρου, καθώς μᾶς ἱστορεῖ ὁ ἅγιος Λουκᾶς στίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, θεράπευε τούς ἀρρώστους, ἔτσι καί μόνη ἡ φωνή τοῦ Κάρπου καί μόνη ἡ κίνησή του νά σφραγίζει μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ ἔφερναν στούς ἐν σκότει εὑρισκομένους τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «Διώχνοντας τίς ἀρρώστιες μέ μόνη τή φωνή σου καί θεραπεύοντας τά πάθη μέ μόνο τό σφράγισμα τῶν χεριῶν σου, ἔκανες κήρυγμα σωτηρίας, ἱερομύστη Κάρπε, καί φώτιζες αὐτούς πού ἦταν στό σκοτάδι» (ὠδή ζ΄).

25 Μαΐου 2023

Η ΤΡΙΤΗ ΕΥΡΕΣΗ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

 

«Η τιμία και αγία κεφαλή του Ιωάννου Προδρόμου που ήταν κρυμμένη προ πολλού, τώρα βγήκε από τους κόλπους της γης, σαν χρυσός από τα μέταλλα, κλεισμένη όχι σε στάμνα, όπως παλαιότερα, αλλά σε αργυρό σκεύος, ευρισκόμενη σε ιερό τόπο και γενόμενη φανερή από ιερέα. Αυτήν την κεφαλή, την οποία έφερε από τα Κόμανα η ένδοξη των Πόλεων, η Κωνσταντινούπολη, μαζί με τον πιστό βασιλιά και τον ποιμενάρχη της και τον πιστό λαό, την δέχεται με μεγάλη ευφροσύνη, κι αφού την προσκύνησαν όλοι με μεγάλη πίστη την εναπέθεσαν σε ιερό τόπο».

Μία πολύ ὄμορφη εἰκόνα τῆς σχέσης τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη Προδρόμου μέ τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, πού μᾶς προβάλλει ἡ ὑμνολογία τῆς σημερινῆς ἑορτῆς, εἶναι αὐτή τῆς φωνῆς πρός τόν Λόγο. «῎Εγινες φωνή του Λόγου, Πρόδρομε οὐράνιε ἄνθρωπε» (ωδή α´). Ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης δηλαδή προβάλλεται, μέ βάση τά πραγματικά περιστατικά τῆς ζωῆς του, ὡς ἐκεῖνος πού φανερώνει τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, πού ἐξαγγέλλει μέ δυνατή φωνή, ὥστε νά γίνει ἀκουστός, τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία. Καί βεβαίως δέν εἶναι ὁ μόνος πού ἔχει αὐτό τό χαρακτηριστικό. Ὅλοι οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀποτελοῦν κατ᾽ ἀκρίβεια τέτοιες φωνές γιά τόν ἐρχομό Αὐτοῦ, μέ τή διαφορά ὅτι ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης, ὡς ὁ τελευταῖος προφήτης καί τό πλήρωμα γι᾽ αὐτό τῆς προφητείας, εἶναι ἡ πιό δυνατή φωνή, κυριολεκτικά, ὅπως ὀνομάζεται, «ὁ μεγαλοφωνότατος πάντων τῶν προφητῶν» καί «προφητών ὑπέρτερος» (ωδή δ´).

Ἡ σχέση τῆς φωνῆς πρός τόν Λόγο βρίσκεται σέ εὐθεῖα γραμμή, ἡ φωνή δηλαδή ἀκούγεται γιά νά φανερώνει ἀποκλειστικά καί μόνο τόν Λόγο, γεγονός πού σημαίνει  ὅτι ὁ ᾽Ιωάννης στάλθηκε ἀπό τόν Θεό ὡς ἄγγελος τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ: νά εἶναι ὁ Πρόδρομος ᾽Εκείνου, ἄρα μέ τόν τρόπο αὐτό νά κατανοεῖ κανείς καί τήν ὕπαρξη καί τό ἔργο του. ῎Ετσι ἡ φωνή τοῦ Προδρόμου δέν μποροῦσε νά μηνύσει κάτι ἄλλο, πέραν αὐτοῦ γιά τό ὁποῖο ἦλθε καί ὁ Χριστός, δηλαδή τή μετάνοια. Ὁ Χριστός, ὡς ὁ ἐνσαρκωθείς Θεός μας, ἦλθε ἀκριβῶς γιά νά ἑνώσει «εἰς ἕν», πού θά πεῖ στόν ἑαυτό Του καί διά τοῦ ἑαυτοῦ Του στόν Θεό Πατέρα, «πάντα τά διεσκορπισμένα τέκνα Αὐτοῦ», συνεπῶς νά καλέσει τόν κόσμο ὅλο σέ μετάνοια. Γι᾽ αὐτό καί τό κήρυγμα τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη καί τό κήρυγμα τοῦ ᾽Ι. Χριστοῦ εἶναι ἀκριβῶς τό ἴδιο: «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». «Σέ ὅλους βεβαίωσε ἡ κάρα τοῦ Προδρόμου τούς σωτήριους δρόμους τῆς μετανοίας,  μέ τίς θεῖες συμβουλές» (αίνοι).

Ὑπενθύμιση αὐτονοήτων, θά πεῖ κάποιος. Ναί, ἀλλά μέ προέκταση καί στά καθ᾽ ἡμᾶς. Δηλαδή: δέν μπορεῖ κάποιος πού θέλει νά ἀνήκει στόν Χριστό καί στήν ἁγία Του ᾽Εκκλησία, νά ἔχει διαφορετική φωνή ἀπό ὅ,τι ᾽Εκεῖνος. Τί θέλουμε νά ποῦμε; Ὁ χριστιανός ῾βοᾶ᾽ μέ τά λόγια του, κυρίως ὅμως μέ τή ζωή του, τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. «Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη» (ὁ Κύριος). Δέν εἶναι δυνατόν νά εἴμαστε χριστιανοί, καί, ἀπό τήν ἄλλη, ἡ ζωή καί οἱ λόγοι μας νά μή βρίσκονται σέ εὐθεῖα γραμμή καί ἀναλογία πρός τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων φίλων Του. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι βάση τῆς ᾽Εκκλησίας ἀποτελεῖ ἡ πεποίθηση καί τό βίωμα ὅτι οἱ χριστιανοί συνιστοῦμε μέλη Χριστοῦ καί συνεπῶς προεκτείνουμε ᾽Εκείνου τήν παρουσία στόν κόσμο. Κι ἐπειδή ὁ Λόγος Χριστός ἔζησε καί δίδαξε τήν ἀγάπη – αὐτό ἄλλωστε εἶναι καί τό κύριο γνώρισμα αὐτοῦ πού μετανοεῖ - ἄρα καί ὁ χριστιανός εἶναι πράγματι χριστιανός, ὅταν ζεῖ καί διδάσκει πάντα τήν ἀγάπη. Ὁποιαδήποτε ἄλλη ῾φωνή᾽, ἔστω καί στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ παραχάραξη ᾽Εκείνου καί βεβαίως παραφωνία Του.

ΕΓΩ ΕΙΜΙ ΜΕΘ’ ΥΜΩΝ ΚΑΙ ΟΥΔΕΙΣ ΚΑΘ’ ΥΜΩΝ!

«Τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλά μένων ἀδιάστατος, καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καί οὐδείς καθ’ ὑμῶν» (Κοντάκιον Αναλήψεως).

(Ἀφοῦ ἐκπλήρωσες τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας κι ἕνωσες τά ἐπίγεια μέ τά ἐπουράνια, ἀναλήφθηκες, Χριστέ Θεέ μας, χωρίς νά χωριστεῖς καθόλου ἀπό ἐμᾶς καί χωρίς νά ἀπομακρυνθεῖς ἀπό ἐμᾶς, καί φωνάζοντας δυνατά σ’ αὐτούς πού σ’ ἀγαπᾶνε: ἐγώ εἶμαι μαζί σας, γι’ αὐτό καί κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐναντίον σας).

Σέ πολύ λίγες γραμμές ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μᾶς ἐπισημαίνει τό θεολογικό βάθος τῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σαράντα ἡμέρες μετά τήν ἁγία Του Ἀνάσταση ὁ Κύριος, κατά τήν ἐντολή πού ἤδη εἶχε δώσει, μάζεψε τούς μαθητές Του στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, κι ἐκεῖ ἐνώπιόν Του, ἀφοῦ τούς ἐνεφύσησε τό ἅγιον Πνεῦμα καί τούς ἔδωσε τήν ἐξουσία «τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας», προτρέποντάς τους νά παραμένουν ἐν προσευχῇ στόν τόπο πού τούς εἶχε ὑποδείξει μέχρι τή λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τούς εὐλόγησε καί ἀναλήφθηκε ἐν δόξῃ στούς Οὐρανούς, προκειμένου νά παρακαθήσει καί ὡς ἄνθρωπος στά δεξιά τοῦ Πατέρα.

Δύο εἶναι τά καίρια σημεῖα στά ὁποῖα ἐπιμένει ὁ ὑμνογράφος γιά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Πρῶτον· ἡ Ἀνάληψη σηματοδοτεῖ τήν ὁλοκλήρωση τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, τοῦ σχεδίου Του δηλαδή γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὅ,τι εἶχε ὑποσχεθεῖ μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων καί εἶχε ἐξαγγείλει μέσω τῶν Προφητῶν Του στήν Παλαιά Διαθήκη, πραγματοποιήθηκε ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἕνωσε καί πάλι μέ τόν Τριαδικό Θεό ἐν τῇ σαρκί Αὐτοῦ, δηλαδή στήν Ἐκκλησία τό ζωντανό σῶμα Του, τόν ἀπομακρυσμένο λόγω τῆς ἀνυπακοῆς του ἄνθρωπο. Μετά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ «οὐκέτι ἐσμέν ξένοι καί πάροικοι, ἀλλ’ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ». Μέ τόν Χριστό ἀκούσαμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Πατέρας μας κι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ φίλος μας, ἡ ρίζα μας, τό σπίτι μας, τό ἔνδυμά μας, ὁ νυμφίος μας, ἡ τροφή μας, τά πάντα γιά τή ζωή μας.

Δεύτερον· ἡ πραγματικότητα αὐτή τῆς ἐν Χριστῶ σωτηρίας μας ὡς ἕνωσής μας μέ τόν Θεό δέν ἀποτελεῖ περιστασιακό γεγονός - ἕνα εἶδος παρένθεσης στή ζωή τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου - ἀλλά μόνιμη καί αἰώνια κατάσταση. Μετά τόν Χριστό, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, ὁ κόσμος ζεῖ ἀδιάκοπα τήν παρουσία Του, ποτέ δέν μπορεῖ νά χωριστεῖ ἀπό Αὐτόν, Αὐτός ζεῖ μέσα σ’ αὐτόν καί αὐτός μέσα σ’ Ἐκεῖνον. Πρόκειται, ὅπως εἴπαμε, γιά τήν ἁγία Του Ἐκκλησία πού ἀποτελεῖ τό μυστικό ζωντανό σῶμα Του. Κι αὐτό βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι πρίν τόν ἐρχομό Του ὁ κόσμος βρισκόταν ἐκτός τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ - ἡ ἴδια ἡ ὑπόσταση τοῦ κόσμου ἀποτελεῖ διαρκή ἐπιβεβαίωση καί ἐξαγγελία τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ πού διακρατεῖ τόν κόσμο: Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Δημιουργός, ὁ προνοητής, ὁ κυβερνήτης τοῦ κόσμου ὡς «διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα». Ὅμως μέ τήν ἐνανθρώπησή Του καί τήν ἐκπλήρωση τοῦ σχεδίου Του ὁ κόσμος ἀπέκτησε καί πάλι τή δυνατότητα νά «βλέπει» καί νά ζεῖ ἐν αἰσθήσει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ· νά πραγματοποιεῖ μέ τήν κάθαρση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ τήν πορεία τῆς ὁμοίωσής του πρός Αὐτόν.

 Μέ τήν προϋπόθεση βεβαίως ὅτι αὐτό πραγματοποιεῖται ἀπό ὅσους πίστεψαν στόν Κύριο, πού σημαίνει ὅτι Τόν ἀγάπησαν, ἀνταποκρινόμενοι στή δική Του ἀγάπη. Σ’ αὐτούς τούς πιστούς φωνάζει ὅτι εἶναι πάντοτε μαζί τους κι ὅτι κανείς δέν θά μπορέσει νά τούς κάνει κακό. «Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ’ ἡμῶν;» πού λέει καί ὁ ἀπόστολός Του. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μᾶς στρέφει στό παρελθόν γιά νά κατανοήσουμε τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ· μᾶς στεριώνει στό παρόν μέσα στήν Ἐκκλησία ὡς μέλη τοῦ Χριστοῦ: ὁ Χριστός εἶναι ἐμεῖς κι ἐμεῖς εἴμαστε Αὐτός ἐν πνεύματι Ἁγίῳ · καί μᾶς προσανατολίζει στό μέλλον, ζώντας ἐν διαρκεῖ προσμονῇ τήν καί πάλι γιά δεύτερη φορά ἐμφάνισή Του: «μαράν ἀθά».

24 Μαΐου 2023

ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

 

«Τήν ἄμετρόν σου εὐσπλαγχνίαν, οἱ ταῖς τοῦ Ἅδου σειραῖς συνεχόμενοι δεδορκότες, πρός τό φῶς ἠπείγοντο, Χριστέ, ἀγαλλομένῳ ποδί, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον» (ωδή ε΄ αναστασίμου κανόνος).

(Χριστέ, βλέποντας καθαρά την άπειρη ευσπλαχνία σου οι αλυσοδεμένοι του Άδη, έσπευδαν με γρήγορη και χαρούμενη περπατησιά προς το φως Σου, χτυπώντας τα χέρια από χαρά για το αιώνιο Πάσχα).

Ο «φακός» του μεγάλου Πατέρα και υμνογράφου της Εκκλησίας αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού ρίχνει το φως του στον σκοτεινό χώρο του Άδη, εκεί που θεωρείτο προχριστιανικά ότι ήταν ο χώρος των ψυχών. «Όπως πολλοί άλλοι λαοί, ο Ισραήλ φαντάζεται την επιβίωση των νεκρών σαν μια σκιά υπάρξεως, χωρίς αξία και χωρίς χαρά. Ο Άδης είναι ο τόπος που συγκεντρώνει αυτές τις σκιές…σαν τάφος στα έγκατα της γης, όπου βασιλεύει απόλυτο σκοτάδι και όπου το ίδιο το φως μοιάζει με τη ζοφερή νύχτα. Εκεί «κατέρχονται» όλοι οι ζώντες και δεν θα ανέβουν πια επάνω ποτέ. Δεν μπορούν πια να αινούν τον Θεό, να ελπίζουν στη δικαιοσύνη του ή στην πιστότητά του. Πρόκειται για μια ολοκληρωτική εγκατάλειψη» (Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας).

Κι ο Κύριος, η πηγή της Ζωής, εισέρχεται στον χώρο αυτό του σκότους και της εγκατάλειψης, με την ανθρώπινη ψυχή Του τη συνδεδεμένη με τη θεότητά Του,  για να τον γεμίσει με το φως Του, να Τον γεμίσει με την παρουσία Του, να δώσει ελπίδα και προοπτική ζωής στους αλυσοδεμένους και αιχμαλώτους του Άδη. Οι περισσότεροι αναστάσιμοι ύμνοι μιλούν γι’ αυτήν τη συγκλονιστική είσοδο του Κυρίου και τις «πανικόβλητες» κινήσεις του Άδη που βλέπει το βασίλειό του να διαλύεται. «Σήμερον ὁ Ἄδης στένων βοᾶ…». «Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος, τότε τόν Ἄδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος…». Κι ένα κύριο χαρακτηριστικό που επισημαίνει η Γραφή είναι τούτο: «ο Ιησούς Χριστός κατέβηκε στον Άδη, ο καταδικασμένος πηγαίνει στην κόλαση… Οι θύρες του Άδη όπου κατέβηκε ο Χριστός ανοίχτηκαν για να μπορέσουν να διαφύγουν οι αιχμάλωτοί του, ενώ η κόλαση όπου κατεβαίνει ο κολασμένος κλείνεται πίσω του για πάντα» (Λ. Β. Θ.).

Λοιπόν, «νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός καί γῆ καί τά καταχθόνια». Δεν υπάρχει πια σκοτάδι, οπουδήποτε στον κόσμο (παρά μόνον σ’ εκείνους που κρατούν ερμητικά κλειστές τις ψυχές τους). Γιατί ήλθε το Φως που το διέλυσε. Και να πεθάνει πια κανείς ξέρει, εφόσον είναι πιστός, ότι το φως του Χριστού θα συναντήσει – Εκείνον δηλαδή που θα τον δεχτεί μέσα στη γεμάτη αγάπη αγκαλιά Του. «Ἐάν τε ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν». Και τι σημειώνει ο άγιος Δαμασκηνός; Οι αλυσοδεμένοι του Άδη, οι πονεμένοι και χωρίς ελπίδα μετανιωμένοι, βλέποντας το φως, αποδεχόμενοι δηλαδή εν πίστει τον Κύριο της δόξας που ήλθε κι εκεί για να τους βρει – μη ξεχνάμε τον λόγο του αποστόλου Πέτρου, που λέει πως ο Κύριος «ἐκήρυξεν καί τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι» -  «πέταξαν» από τη χαρά τους. Έβαλαν φτερά στα παιδιά τους, και με αγαλλίαση και χειροκροτώντας, έσπευσαν προς το φως Του για να κάνουν μαζί Του τη «διάβαση» από το σκοτάδι στο φως. Η ανάσταση των ανθρώπων ήταν και είναι πια η κοινή «μοίρα» τους, λόγω της Αναστάσεως του ενσαρκωμένου Θεού. Ανάσταση όμως φωτός και ζωής και όχι απλής αιώνιας επιβίωσης μέσα στο σκοτάδι της αμετανοησίας.

Η εξαγγελία αυτή όμως του αγίου Δαμασκηνού ισχύει και για τον κόσμο τούτο, χωρίς να έχει έλθει ακόμη ο σωματικός θάνατος. Γιατί υπάρχει και λειτουργεί και ο πνευματικός δυστυχώς θάνατος. Κάθε φορά που αμαρτάνουμε, κάθε φορά που η μετάνοια μπαίνει στο περιθώριο της ζωής μας, εισερχόμαστε μέσα στον προσωπικό μας Άδη – ζούμε τον θάνατο πριν τον θάνατο! Και το παρήγορο ποιο είναι; Ότι ο Κύριός μας, που η χαρά Του είναι να μας έχει όλους κοντά Του – «ὁ Θεός πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» - μας δίνει διαρκώς ευκαιρίες μετανοίας. Ευκαιρίες δηλαδή φωτός, εισερχόμενος στον δικό μας Άδη, για να μας στρέψει σ’ Εκείνον. Κι ο καλοπροαίρετος άνθρωπος που νιώθει πια την ακτίνα αυτή, που μπορεί να έλθει από το «πουθενά»: ακόμη και την ώρα της αμαρτίας μας, ακόμη και μέσα από ένα ατύχημα, από μία απρόσμενη συνάντηση με έναν άνθρωπο του Θεού, την «αρπάζει» ως την ευκαιρία που του δίνει ο Θεός. Κι αρχίζει να χαίρεται, να τρέχει εκεί που είναι το φως Του, να χειροκροτεί γιατί βλέπει τον δρόμο που θα τον οδηγήσει στην αιωνιότητα μέσα κι απ’ αυτήν ήδη τη ζωή.

Να παρακαλούμε να μας ανοίγει τα μάτια ο Χριστός και να βλέπουμε το φως Του. Και να κινητοποιούμε τον εαυτό μας, ολόκληρη την ύπαρξή μας. Γιατί το φως Του υπάρχει παντού: σε όλη τη δημιουργία, στον κάθε συνάνθρωπό μας, στον ίδιο μας τον εαυτό.

ΜΙΑ ΩΦΕΛΙΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΝ ΕΝ ΤΩ ΘΑΥΜΑΣΤΩ ΟΡΕΙ

 

Ο ΣΚΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΟΜΜΑΤΟΥ ΑΒΒΑ

῾Ο ἀββᾶς ᾽Ιουλιανός δέν μποροῦσε νά ἡσυχάσει. Κλεισμένος στό μικρό κελλάκι του, μέ μόνη συντροφιά του τίς λίγες εἰκόνες του καί μερικά βιβλία, βρισκόταν σέ μεγάλη ἀναταραχή. Αὐτό πού τοῦ εἶχε ἐμπιστευτεῖ λίγες ἡμέρες πρίν ἕνας γνωστός του καλόγερος, ὅτι ἕνας ἀπό τούς συμμοναστές του στό κοινόβιο πού ζοῦσαν εἶχε πέσει σέ φοβερή ἁμαρτία κι ὅτι μαζί του ὑπῆρξε καί κάποιος ἄλλος πού τόν κάλυπτε, τόν εἶχε κάνει νά μήν μπορεῖ οὔτε μάτι νά κλείσει.

Κύριε᾽, ἔλεγε καί ξανάλεγε στήν προσευχή του, ῾πῶς εἶναι δυνατόν νά ἔχει κάνει ὁ ἀδελφός τήν ἁμαρτία αὐτή καί νά μπορεῖ νά βρίσκεται ἀκόμη στό μοναστήρι σάν νά μήν τρέχει τίποτε; Καί μάλιστα νά συνεχίζει νά λειτουργεῖ;᾽ ᾽Αλλά ἐκεῖνο πού τόν τρέλλαινε κυριολεκτικά ἦταν τό γεγονός ὅτι, κατά τήν ἐλεγμένη πληροφορία, ὁ ἡγούμενος ἤξερε τήν κατάσταση, ὅπως καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος Μακάριος, ὁ πατριάρχης ῾Ιεροσολύμων, καί δέν εἶχαν προβεῖ σέ καμμία ἐνέργεια γιά νά τήν διορθώσουν.

Μά τί γίνεται;᾽ σκεφτόταν μέσα στήν σύγχυση τῶν λογισμῶν του ὁ ἀββᾶς Ἰουλιανός. ῾Χάθηκε πιά ἡ πίστη; Τόσο πολύ ἔχουν ξεπέσει ὅλοι τους; ᾽Εδῶ μιλᾶμε ὄχι γιά μιά ἁπλή ἁμαρτία ἑνός ἀδελφοῦ, ἀλλά γιά τήν πιό χοντρή, τήν ἴδια τήν πορνεία. Πόρνευσε ὁ ἀδελφός, τό ἔμαθαν ὁ ἡγούμενος καί ὁ Πατριάρχης, καί τόν κρατᾶνε ἀκόμη; ῾Μοιχοί καί πόρνοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομοῦσι᾽, λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, κι αὐτοί δέν κάνουν τίποτε; ῎Ω, Θεέ μου, τί ἔχουν ἀκόμη νά δοῦνε τά μάτια μας!᾽

Χαμογέλασε πικρά μέ τήν κατάληξη τῆς σκέψης του ὁ ᾽Ιουλιανός. ῎Ενιωσε σάν νά σφίχτηκε περισσότερο ἡ καρδιά του. ῾Τί ἔχουν νά δοῦνε τά μάτια μας ἀκόμη!᾽ αὐτοσαρκάστηκε. Τά μάτια του ποτέ δέν εἶχαν ἀντικρύσει τόν ἥλιο. Δέν ἤξερε τί θά πεῖ ἡμέρα, τί σημαίνει γαλανός οὐρανός, ποιά εἶναι ἡ ἀνατολή καί ποιά ἡ δύση, τί ᾽ναι αὐτό πού λένε δέντρα, πουλιά, κίνηση ζωῆς. Γι᾽ αὐτόν τό μόνο πού ἴσχυε ἦταν τό σκοτάδι. Παρ᾽ ὅλα αὐτά ὅμως χρόνια πιά δέν παραπονιόταν. Γιατί μπορεῖ νά εἶχε γεννηθεῖ ἀόμματος ὁ ᾽Ιουλιανός, ὁ Δημιουργός ὅμως τοῦ εἶχε ἐπιφυλάξει ἄλλες χαρές, ἄλλες δυνατότητες, καί πάνω ἀπό ὅλα τό γεγονός ὅτι τοῦ εἶχε ἀνοίξει τά μέσα μάτια τῆς ψυχῆς, γιά νά βλέπει τήν ὀμορφιά τοῦ προσώπου ᾽Εκείνου. Ναί, δέν παραπονιόταν χρόνια τώρα ὁ ἀββᾶς. ῾Ο Κύριος τόν ἀντάμειβε μέ τρόπο πού μόνον ᾽Εκεῖνος ἤξερε ν᾽ ἀνταμείβει τά θεωρούμενα ἀδικημένα παιδιά Του.

v  

Εἶχε περάσει ἀρκετούς πειρασμούς ὁ ἀββᾶς, ἀφότου εἶχε ἔλθει σ᾽ ἐκεῖνον τόν τόπο τῆς ἄσκησής του. ᾽Αλλά τέτοιον πειρασμό πού περνοῦσε στήν προχωρημένη αὐτή φάση τῆς ἡλικίας του, ποτέ. Κι ἄς εἶχε πολλά χρόνια στό κοινόβιο. Θυμήθηκε καί πάλι πῶς ἦλθε ἀπό τήν ᾽Αραβία ἀπ᾽ ὅπου καταγόταν, νεαρός ἀκόμη, μέ μεγάλο πόθο νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό, γιατί τό μοναστήρι ἦταν γνωστό ἀπό τόν σπουδαῖο ὅσιο πού τό εἶχε ἱδρύσει, τόν ὅσιο Θεοδόσιο τόν κοινοβιάρχη. Καί δέν ἦταν μόνο ἡ μεγάλη φήμη τοῦ ἁγίου ἱδρυτῆ πού τόν εἶχε ἑλκύσει σ᾽ αὐτό,  ἀλλά καί οἱ πολλές ψυχές πού εἶχαν ἁγιάσει ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Γέροντα καί τῶν μετέπειτα ἀπό αὐτόν ἡγουμένων, κι ἀκόμη πιό πολύ τό γεγονός ὅτι ὁ ὅλος ἀέρας τοῦ μοναστηριοῦ ῾ἀνέπνεε᾽ ἀπό τήν παρουσία ᾽Εκείνου πού ἦλθε στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος ἐκεῖ κοντά, στά ἅγια χώματα τῶν ῾Ιεροσολύμων, γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου, τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς πίστης, τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ.

v  

Μά, πῶς ὁ Θεός ἐπιτρέπει τήν κατάσταση αὐτή σ᾽ ἕναν τέτοιο ἁγιασμένο χῶρο καί μάλιστα στούς ἁγίους Τόπους;᾽ σάν ἀγκάθι καί πάλι ὁ λογισμός τόν σούβλιζε. Κι ὅσο περνοῦσαν οἱ ἡμέρες, μέ τρόπο ἀνεπαίσθητο, σιγά σιγά καί ὕπουλα, ἄρχισε νά γλιστράει μέσα του κι ὁ ἄλλος λογισμός: ῾Δέν εἶμαι τάχα κι ἐγώ ὑπεύθυνος πού δέν λέω τίποτε; Πού ἀφήνω τήν κατάσταση αὐτήν τήν ἁμαρτωλή νά ἐξελίσσεται; Δέν θά κριθῶ κι ἐγώ τό ἴδιο γιατί δέν ἀντιδρῶ στήν ρύπανση τῆς ᾽Εκκλησίας καί τοῦ ἁγίου Ναοῦ Του;᾽ Τά πράγματα σάν νά ξεκαθάριζαν στήν ψυχή τοῦ ἀββᾶ. ῾῾Η μόνη λύση γιά νά δείξω ὅτι δέν συμφωνῶ, γιά νά τούς ταρακουνήσω στήν ἁμαρτία πού ἔχουν ὅλοι περιπέσει, εἶναι νά διαχωρίσω τήν θέση μου. Ναί, πρέπει νά διακόψω κάθε κοινωνία μέ τόν Μακάριο τόν ἀρχιεπίσκοπο καί νά σηκωθῶ νά φύγω ἀπό τό μοναστήρι πού ἔχει βρωμίσει. Θά γίνω ἐρημίτης γιά νά λατρεύω τόν Θεό μου καθαρά καί χωρίς τέτοιους ἠθικούς περισπασμούς᾽.

v  

Τό σκέφτηκε καί ἔβαλε σ᾽ ἐφαρμογή τό σχέδιό του. Μέ μεγάλο βάρος στήν καρδιά εἶναι ἀλήθεια συνέχισε νά πηγαίνει στόν Ναό γιά τίς ἀκολουθίες καί τήν Θεία Λειτουργία, ἀλλά σταμάτησε νά κοινωνεῖ. ᾽Αρνιόταν νά δεχτεῖ ὅτι γινόταν ἀκολουθία πού εὐλογεῖ ὁ Κύριος μέ τέτοιες προϋποθέσεις. Καί μάλιστα ὅταν λειτουργοῦσε ὁ...ἁμαρτωλός παπάς! ῾Η στάση του δέν πέρασε ἀπαρατήρητη. Τόν ἔβλεπαν οἱ ἄλλοι μοναχοί, ἄρχισαν νά τόν σχολιάζουν, τόν κάλεσε μάλιστα καί τόν ρώτησε κι ὁ ἡγούμενος. ᾽Εκεῖνος ὅμως ἀνένδοτος. Χωρίς νά ἀποκαλύψει τούς βαθύτερους λογισμούς του, προφασίστηκε κάποιες δικαιολογίες καί συνέχισε τήν ἴδια τακτική. ῾Ο ἡγούμενος ξέροντας τήν ἱστορία του, τίς κάποιες ἰδιοτροπίες του λόγω καί τῆς ἀναπηρίας του, τήν ταραγμένη συμπεριφορά του, δέν θέλησε νά ἐπιμείνει. ῎Αφησε τά πράγματα στήν κρίση καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. ῾῾Ο χρόνος θά τόν συνεφέρει᾽, σκέφτηκε.

v  

Τά πράγματα ὁδηγοῦνταν σέ ἀδιέξοδο γιά τόν ἀββᾶ ᾽Ιουλιανό, τόν ἄραβα, τόν ἀόμματο. Οἱ λογισμοί του τόν βάραιναν σέ σημεῖο πού δέν μποροῦσε πιά νά καθίσει μέχρι τό τέλος τῶν ἀκολουθιῶν. Κι ὅταν πιά εἶχε ἀποφασίσει τήν ὁριστική ἔξοδό του ἀπό τό μοναστήρι ἀλλά καί ἀπό τήν ᾽Εκκλησία τῶν ῾Ιεροσολύμων, ὁ Θεός τόν λυπήθηκε. ῾Η ψυχή του ἦταν καλοπροαίρετη, γι᾽ αὐτό καί τοῦ ὑπέβαλε τόν λογισμό νά ρωτήσει κάποιον ἄλλον γιά ὅ,τι συνέβαινε πού τοῦ εἶχε ἐμπιστοσύνη.

Μά, βέβαια, πῶς δέν τό σκέφτηκα νωρίτερα;᾽ ἀναφώνησε στό κελλί του ὁ ἀββᾶς. ῾Θά μέ καθοδηγήσει πρός ἐπιβεβαίωση τῶν ἀποφάσεών μου ὁ μεγάλος Γέροντας πού καί ἄλλοτε τόν εἶχα συμβουλευτεῖ: ὁ Συμεών πού βρίσκεται στό Θαυμαστόν ῎Ορος. Δεκαετίες ὁλόκληρος ὁ Γέροντας βρίσκεται στήν ἄσκηση καί μάλιστα μέ τήν χάρη πού τοῦ δίνει ὁ Κύριος πάνω σ᾽ ἕναν στύλο. Ποιός δέν ξέρει τόν φωτισμό πού ἔχει, τό διορατικό καί προορατικό του χάρισμα; Ποτέ δέν ἔχει πέσει ἔξω ὁ ἅγιος αὐτός. Ναί, ὅ,τι αὐτός μοῦ πεῖ, αὐτό καί θά κάνω. ῾Ο λόγος του θά εἶναι γιά μένα ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ᾽. ῎Ενιωσε μιά γλύκα στήν καρδιά ὁ ᾽Ιουλιανός μέ τήν ἀπόφασή του αὐτή καί γιά πρώτη φορά μετά ἀπό ἀρκετό καιρό οἱ λογισμοί του ἡσύχασαν.

Κάλεσε ἕναν γνωστό του καλόγερο καί τόν παρακάλεσε νά τοῦ κάνει τήν ἐξυπηρέτηση. ῾Υπαγόρευσε γραπτό μήνυμα στόν μεγάλο Γέροντα: ῾᾽Αββᾶ Συμεών, ζητῶ ταπεινά τήν εὐχή σου. Εἶμαι τυφλός καί δέν μπορῶ νά πάω πουθενά οὔτε κι ἔχω κάποιον πού νά μπορεῖ νά μέ περιποιηθεῖ. Σέ ἐρωτῶ λοιπόν μέ τόν ἀδελφό πού ἔχει ἔλθει: ῎Εχω κάνει καλά πού ἔχω διακόψει τήν μυστηριακή κοινωνία μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο τῶν ῾Ιεροσολύμων Μακάριο; Καί τό λέω αὐτό, γιατί κι ἐσύ θά συμφωνήσεις μαζί μου, πατέρα μου. Καί ὁ Μακάριος καί ὁ ἡγούμενος ξέρουν γιά ἕναν ἀδελφό τοῦ μοναστηριοῦ πού πόρνευσε καί γιά ἕναν ἄλλον πού ὁρκίστηκε μαζί του. Λοιπόν, εἶναι δυνατό νά εἶμαι μαζί τους, ἐνῶ ἔχουν συμβεῖ αὐτά; Σέ τί ᾽Εκκλησία θά ἀνήκω, ἄν ἐξακολουθήσω νά λειτουργοῦμαι μαζί τους καί νά κοινωνῶ ἀπό τό ἴδιο ἅγιο Ποτήριο;᾽

Περίμενε μέ μεγάλη ἀγωνία τήν ἀπάντηση ὁ ᾽Ιουλιανός, μολονότι ἦταν βέβαιος γι᾽ αὐτήν. Καί ὁ ὅσιος ἀσφαλῶς θά τοῦ ὑποδείκνυε τόν δρόμο τῆς ἐξόδου. ῎Αρχισε νά ψηλαφᾶ τό κάθε τι μέσα στό μοναστήρι μέ νοσταλγία, σάν νά τό ἔκανε γιά τελευταία φορά. Περιδιάβαινε μέ τό μπαστουνάκι του τό κάθε δρομάκι, ἀνάπνεε βαθιά τήν ἀτμόσφαιρα, ἄκουγε καί τόν παραμικρότερο ἦχο. ῞Ο,τι καί νά συνέβαινε τόν τελευταῖο καιρό πού τόν εἶχε ταράξει, τό μοναστήρι αὐτό, τό σπουδαῖο καί τρανό ἦταν τό σπιτικό του. ῾Μά, ἡ ἀλήθεια γιά τήν πίστη καί τήν καθαρότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάνω ἀπό ὅλα᾽ καθησύχαζε τόν λογισμό του κι ἔπαιρνε καί πάλι σιγά σιγά τόν δρόμο γιά τό ἀκριανό φτωχικό κελλί του καί νά κάνει μόνος καί ἀπερίσπαστος τόν κανόνα του.

v  

῾Η ἀπάντηση τοῦ ὁσίου Συμεών πράγματι δέν ἄργησε νά ἔλθει. ῾Ο ἀδελφός πού εἶχε ἀναλάβει τήν ἐξυπηρέτηση τοῦ ᾽Ιουλιανοῦ δέν καθυστέρησε πουθενά. ῾Ο ἅγιος Γέροντας πού ζοῦσε κοντά στήν ᾽Αντιόχεια, ἐννιά μίλια περίπου ἔξω ἀπό τήν πόλη, διάβασε τό μήνυμα τοῦ ταραγμένου ἀββᾶ, ἄκουσε καί προφορικά τόν ἀδελφό πού τοῦ διαμηνοῦσε τήν κατάσταση κι ἔγραψε ἀμέσως καί τό δικό του μήνυμα. Σάν κεραυνός ἔπεφταν τά λόγια τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ στόν ᾽Ιουλιανό, ὅταν πῆρε τό σημείωμα κι ἄρχισε νά τοῦ τό διαβάζει ὁ μοναχός.

Γέροντα ᾽Ιουλιανέ, εὔχομαι κάθε καλό σέ σένα ἀπό τόν Κύριο.  ῾Η συμβουλή μου σέ ὅ,τι μέ ρωτᾶς εἶναι σαφής καί ἀπόλυτη: μή διανοηθεῖς νά ἀναχωρήσεις ἀπό τό μοναστήρι σου οὔτε πολύ περισσότερο νά θελήσεις νά ἀποσχιστεῖς ἀπό τήν ἁγία ᾽Εκκλησία. Γιατί ἡ ᾽Εκκλησία, ἀββᾶ, δέν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα ὥστε νά ρυπαίνεται ἤ νά ἁγιάζεται ἀπό τήν διάθεση ἤ τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ᾽Εκκλησία εἶναι τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τό σῶμα ᾽Εκείνου, γι᾽ αὐτό καί ἡ ἁγιότητά της λόγω ἀκριβῶς Αὐτοῦ εἶναι δεδομένη, ῾μή ἔχουσα σπίλον ἤ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων᾽ καθώς λέει ὁ ἀπόστολος. Εἴτε λοιπόν ἐμεῖς οἱ πιστοί εἴμαστε ὑπάκουοι στόν Θεό εἴτε ὄχι ἡ ᾽Εκκλησία δέν ἐπηρεάζεται. ῎Αν οἱ ἄνθρωποι καθόριζαν τήν ποιότητα τῆς ᾽Εκκλησίας ποιός θά μποροῦσε νά ἐγγυηθεῖ γιά τήν ἁγιότητά της; ᾽Απολύτως κανείς. Μόνον ἕνας πού ἀπιστεῖ ὡς πρός τήν φύση τῆς ᾽Εκκλησίας ὡς σώματος τοῦ Χριστοῦ θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ ὅτι αὐτή ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς. ῎Οχι, λοιπόν, πάτερ, ἡ ᾽Εκκλησία δέν ἔχει κανένα κακό κι οὔτε κανείς τήν ρυπαίνει, κι αὐτό ὄχι ἐξαιτίας μας ἀλλά λόγω τῆς χάρης τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ᾽.

Σταμάτησε ὁ ἀδελφός τήν ἀνάγνωση. ῾Ο ἀββᾶς ᾽Ιουλιανός εἶχε γείρει στό κάθισμά του καί δάκρυα καυτά ἔβρεχαν τό πρόσωπό του. Αἰσθάνθηκε μιά βαθιά συμπόνια γιά τόν ἀόμματο αὐτόν καλόγερο πού μετά τόσα χρόνια ἄσκησης καί καλογερικῆς ζωῆς περνοῦσε ἕναν τόσο μεγάλο προσωπικό πειρασμό.

Γέροντα, νά συνεχίσω; Γράφει καί κάτι ἀκόμη᾽, εἶπε μέ συστολή ὁ καλόγερος πού εἶχε ἀναλάβει τήν ἀποστολή. Βλέποντας τόν ᾽Ιουλιανό νά κουνᾶ θετικά τό κεφάλι του συνέχισε. ῾Πρόσεξε, ἀδελφέ μου,᾽ ἔλεγε παρακάτω ὁ ὅσιος,  γιατί ὁ Πονηρός βάλθηκε μέ τά ἐκ δεξιῶν βέλη του νά σέ πλανέψει. Μέ τήν ἀπόφασή σου νά διακόψεις τήν κοινωνία σου μέ τόν Πατριάρχη καί νά φύγεις ἀπό τό μοναστήρι ἀποδεικνύεις ὅτι δέν πιστεύεις στήν ᾽Εκκλησία ὅπως τήν ὁμολογοῦμε στό ἅγιο σύμβολο τῶν Πατέρων μας, ὅτι εἶναι ῾μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική᾽. Τήν ὑποβιβάζεις κι ἐσύ στά μέτρα τά δικά μας κι ἔτσι χωρίς νά τό καταλαβαίνεις ἴσως χάνεις τήν δυνατότητα τῆς σωτηρίας.

Συγχώρησέ με, ἀδελφέ μου, ἀλλά ἔχω καί κάτι ἄλλο νά σοῦ πῶ πού μοῦ τό ἀποκαλύπτει ἀπό ἐδῶ πού εἶμαι ὁ Κύριος.  Νά ξέρεις ὅτι ὅποιος κι ἄν λειτουργεῖ στό μοναστήρι σου, σπουδαῖος ἤ ὄχι στήν πνευματική ζωή, ἡ λειτουργία λογίζεται τέλεια καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὑπερίπταται στήν ἁγία Τράπεζα καί μεταβάλλει τόν ἄρτο καί τόν οἶνο σέ σῶμα καί αἷμα Κυρίου ἀντίστοιχα, γιατί ἔχετε ἐκεῖ στό κοινόβιο κάποιον γέροντα στό ὄνομα Πατρίκιο. Αὐτός ὁ γέροντας κάθεται ἔξω ἀπό τό ἱερό, χαμηλότερα ἀπό ὅλους, κοντά στό δυτικό τοῖχο τῆς ἐκκλησίας. Λέει λοιπόν κι αὐτός τήν εὐχή τῆς προσκομιδῆς καί δική του λογίζεται ἀπό τόν Θεό ἡ ἁγία ἀναφορά. ᾽Αββᾶ ᾽Ιουλιανέ, καταλαβαίνεις λοιπόν γιατί δέν πρέπει ποτέ νά φύγεις ἀπό τό μοναστήρι σου. Εὔχομαι γιά σένα ὁ Κύριος νά σέ χαριτώνει σέ ὅλα᾽.

῎Αχνα δέν ἔβγαζε ἀπό τά χείλη του ὁ ᾽Ιουλιανός. Τά λόγια τοῦ ὁσίου Συμεών ἦταν γι᾽ αὐτόν τά ἴδια τά λόγια τοῦ Θεοῦ. Μέ κόπο πολύ ἀπό τό ψυχικό τράνταγμα πού εἶχε ὑποστεῖ εὐχαρίστησε τόν ἀδελφό πού κοπίασε πρός χάρη του. ᾽Εκεῖνος πῆρε τήν εὐχή του κι ἔφυγε. ῾Ο ἀββᾶς δέν προβληματίστηκε ἰδιαίτερα. Μετά ἀπό θερμή προσευχή μετανοίας στόν Κύριο καί τήν Θεοτόκο, ἔσυρε τό ἴδιο βράδυ τά πόδια του καί κτύπησε τήν θύρα τοῦ ἡγουμένου. Γονατιστός καί μέ δάκρυα πολλά ἐξομολογήθηκε τούς λογισμούς του, τήν ἀπόφαση γιά φυγή του, τήν ἀπιστία του ὡς πρός τήν ᾽Εκκλησία. ῾Ο ἡγούμενος γονάτισε κι αὐτός δίπλα του, τόν ἀγκάλιασε σφιχτά, τοῦ διάβασε τήν συγχωρητική εὐχή, τοῦ ἔδωσε τίς κατάλληλες συμβουλές.

Μά καί γιά τόν ἡγούμενο ἦταν ἀποκάλυψη ἡ ἐξομολόγηση τοῦ ᾽Ιουλιανοῦ. Γιατί μέσω αὐτοῦ καί τῆς ἐπικοινωνίας του μέ τόν ὅσιο Συμεών κατάλαβε τόν θησαυρό πού κρύβανε μέχρι τώρα στό μοναστήρι τους. Ὁ Γέροντας Πατρίκιος. ῾Ο ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἤξερε βέβαια τό πόσο κοντά στόν Θεό ἦταν, ὅταν τόν δέχτηκε ὡς ὑποτακτικό στό κοινόβιο σέ ἡλικία πάνω ἀπό ἑκατό ἐτῶν. ᾽Αρνήθηκε στήν ἀρχή ὁ ἡγούμενος. Πῶς νά δεχτεῖ ἕναν ὑπέργηρο ἱερομόναχο, ὅταν μάλιστα αὐτός ἦταν ἡγούμενος στό μοναστήρι τοῦ ᾽Αβαζάνου καί ἄφησε τήν ἡγουμενία, ἐπειδή φοβήθηκε, τοῦ εἶπε τότε, τήν κρίση τοῦ Θεοῦ; Πρόσπεσε ὁ ἴδιος καί φίλησε τά ἁγιασμένα πόδια τοῦ Πατρικίου. ῎Ενιωθε ὅτι ἦταν ἀνάξιος ὄχι νά εἶναι αὐτός ὁ ἡγούμενος ἑνός τέτοιου ἀνθρώπου, ἀλλ᾽ οὔτε κἄν ὁ ὑποτακτικός του. ᾽Επέμενε ὅμως ὁ μεγάλος Γέροντας, τοῦ εἶπε ὅτι ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε σημάδι, κι ἔτσι κάμφθηκε. ᾽Εκεῖ ὅμως πού πραγματικά ῾ἔλιωσε᾽ ὁ ἡγούμενος, ἦταν ὅταν ἄκουσε τήν δικαιολογία τῆς παραίτησης τοῦ Πατρικίου: ῾῾Η διαποίμανση τῶν λογικῶν ψυχῶν᾽, τοῦ εἶπε, ῾εἶναι ἔργο τῶν μεγάλων ἀνδρῶν. ᾽Εγώ νιώθω ἀνάξιος γιά κάτι τέτοιο. Τό μόνο πού μοῦ ταιριάζει εἶναι ἡ ὑπακοή, γιατί κρίνω ὅτι αὐτό ὠφελεῖ περισσότερο τήν ψυχή μου᾽.

v  

Τά δάκρυα εὐγνωμοσύνης δέν ἔπαψαν νά ρέουν ἔκτοτε καί στόν ἀόμματο ἀββᾶ ᾽Ιουλιανό ἀλλά καί στόν ἡγούμενο. ῾Ο Γέρων Πατρίκιος λειτουργοῦσε ὡς ὁ ῾μαγνήτης᾽ τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πιά γιά ὅσο διάστημα  ζοῦσε θά ἦταν τό πρότυπο τῆς ζωῆς ὅλων. Ὁ Θεός εἶχε μιλήσει μέσα ἀπό τόν ἅγιό του, τόν Συμεών τόν ἐν τῷ Θαυμαστῷ ὄρει.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΕΝ ΤΩ ΘΑΥΜΑΣΤΩ ΟΡΕΙ

«Ο όσιος Συμεών έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Ιουστίνου (6ος αι.). Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Αντιόχεια της Συρίας από τον πατέρα του Ιωάννη που καταγόταν από την εκεί Έδεσσα και από τη μητέρα του Μάρθα. Όλη η ζωή του ήταν θαυμαστή, και ό,τι του συνέβη και ό,τι λέγεται ότι έκανε, ανώτερα από τα ανθρώπινα. Για παράδειγμα: η σύλληψή του στη γαστέρα της μάνας του έγινε με προσευχή. Και πριν από τη σύλληψή του αυτή υπάρχει μαρτυρία του αγίου Προδρόμου και Βαπτιστού, που προείπε στη μητέρα του την αρετή και την προκοπή που θα έχει. Κι ακόμη ότι μετά τη γέννησή του δεν θα βυζάξει από τον αριστερό μαστό καθόλου, για να δηλωθεί έτσι συμβολικά ότι η πορεία του θα ορμά προς τη δεξιά του Υψίστου και θα απέχει από κάθε τι πονηρό. Επίσης ότι πολύ νεαρός ακόμη, τότε που συνηθίζει ο νέος λόγω της ανωριμότητάς του να τεμπελιάζει και να ραθυμεί και να κλίνει εύκολα προς ό,τι του τύχει, αυτός περιφρονώντας κάθε εμπόδιο ανέβηκε στο όρος για να μονάσει, ακολουθώντας σκληρό τρόπο ασκητικής ζωής που επιτυγχάνει κανείς μετά από πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα ο Θεός να του φανερωθεί όχι μία φορά, όπως και να έχει επισκέψεις αγγελικές που τον καθοδηγούσαν τι να κάνει: είτε να επιλέγει τα καλά είτε να αποφεύγει τα άσχημα. Και πέραν τούτων: ότι ευρισκόμενος στο σώμα του υπερέβη τα του σώματος, τρεφόμενος όχι από ανθρώπινη τροφή αλλά από τροφή που του χορηγούσαν άγγελοι του Ουρανού μέχρι να φύγει από τον κόσμο.

Και τα θαύματα που η ιστορία διασώζει γι’ αυτόν είναι άπειρα κατά το πλήθος τους. Εκείνο όμως που αξίζει ιδιαιτέρως να σημειωθεί είναι ότι αφότου άφησε τον κόσμο από τη νεαρή του ηλικία, πρώτον οικοδόμησε τον εαυτό του σε Μονή που πήγε μετά από έξι χρόνια παραμονής του στο όρος. Κι από κει ανέβηκε σε στύλο για δεκαοκτώ χρόνια. Βρέθηκε έπειτα στο Θαυμαστό όρος, όπου σ’ έναν τόπο που τον έφτιαξε με ξερόλιθους, έμεινε υπομονετικά δέκα χρόνια. Κι εκεί ανέβηκε σε μικρό στύλο, όπου πέρασε σαράντα πέντε χρόνια, που σημαίνει ότι έζησε συνολικά ογδόντα πέντε περίπου χρόνια. Από αυτά όλα τα εβδομήντα εννιά τα πέρασε με υπεράνθρωπη άσκηση και καρτερία. Κι όταν ήλθε η ώρα να αναπαυτεί, ο Θεός τον μετάταξε στη δόξα και την κατάσταση των Αγγέλων».

Ο άγιος υμνογράφος του οσίου, Ιωάννης ο μοναχός, μένει έκθαμβος μπρος στο μεγαλείο του Συμεών. «Και μόνο που σε θυμόμαστε», θα σημειώσει ήδη από την αρχή του κανόνα του, «αρχίζουμε να θεολογούμε αληθινά» - «Θεολογίας αληθοῦς ὑπόθεσίς ἐστιν ἡ μνήμη σου» (α΄ ωδή). Και το λέει αυτό ο άγιος Ιωάννης, διότι γνωρίζει πολύ καλά ότι η θεολογία δεν είναι υπόθεση απλώς του νου του ανθρώπου – ό,τι φαντάζεται περί Θεού, έστω και στηριγμένος σε έδαφος αγιογραφικό. Η θεολογία είναι «κατάσταση» του αγίου που θα πει ότι διηγούμενος κανείς τη ζωή αυτού στην πραγματικότητα μιλάει για τον Θεό. Διότι ο άγιος έχει ανοίξει την ύπαρξή του στον Θεό λόγω της αγάπης του προς Αυτόν, τηρεί με άλλα λόγια τις άγιες εντολές Του – στην τήρηση των εντολών του Θεού φανερώνεται κατά τον Κύριο η αγάπη προς τον Θεό – οπότε και ο Τριαδικός Θεός βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να κατοικήσει στον κόσμο τούτο. Ο άγιος κατά την πίστη μας είναι η «ορατή» μορφή της Βασιλείας του Θεού, τον Θεό βλέπουμε στην ύπαρξη ενός αγίου, γι’ αυτό και από την άποψη αυτή όχι μόνον ο Θεός μας διακρατεί τον σύμπαντα κόσμο με τις άκτιστες ενέργειές Του, αλλά μπορούμε να τις «ψαύουμε» στο βαθύτερο επίπεδό τους: τις θεοποιές ενέργειές Του, στα πρόσωπα των αληθινών Του δούλων. Θυμάται κανείς παρομοίως αυτό που γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «τέλος ἁγνείας θεολογίας ὑπόθεσις» (αρχίζει η θεολογία όταν έχει φτάσει κανείς στο τέλος της αγνότητας και καθαρότητας της καρδιάς), ή ακόμη πιο πίσω το αποδιδόμενο στον άγιο Νείλο γνωστό λόγιο «εἰ θεολόγος εἶ προσεύχῃ ἀληθῶς καί εἰ προσεύχῃ ἀληθῶς θεολόγος εἶ».

Ο σχολιασμός μας αυτός περί του αγίου Συμεών ως αληθινού θεολόγου είναι εκείνο που περιγράφει με διαφόρους τρόπους και ο άγιος υμνογράφος στους ύμνους του για τον μεγάλο όσιο. Και το πιο κύριο και καίριο που λέει: αποκλειστικό κίνητρό του σε κάθε φάση της ζωής του, ήδη εκ κοιλίας μητρός του, ήταν ο πόθος του για τον Θεό. «Έχοντας ως φτερά τον πόθο του Θεού, ενώ βρισκόσουν ακόμη στον κόσμο με σάρκα και χώμα», θα πει αίφνης στα στιχηρά του εσπερινού, «έγινες ομοδίαιτος προφανώς με τους Αγγέλους». Κι εννοείται βεβαίως ότι ο πόθος του αυτός δεν ήταν «πλάσμα» του μυαλού του. Εκφραζόταν, όπως σημειώνεται και στο συναξάρι του, με σκληρές ασκητικές διαγωγές, που τον έκαναν να λάμπει στον κόσμο ως ήλιος και να φαίνεται ως στήλη που πάνω της ήταν γραμμένες όλες οι αρετές: «Την ψυχή σου την έκανες, με θεωρίες και ασκητικές πράξεις, ως στήλη που έχει γραμμένη τις γενικές αρετές… κι έγινες άδυτος ήλιος που λάμπει στα πέρατα όλης της γης» (στιχ. εσπ.).

Δεν παραλείπει βεβαίως ο υμνογράφος να εξαγγέλλει το θαυμαστό γεγονός της παρουσίας του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού στη ζωή του αγίου, ήδη και προ της συλλήψεώς του αλλά και μετέπειτα – ποιος δεν συγκινείται όταν έρχεται σε τέτοια αμεσότητα μ’ εκείνον που κατά τρόπο μοναδικό επαίνεσε ο ίδιος ο Κύριος; Η αγία μητέρα του δέχτηκε τον «ευαγγελισμό» του υιού της από το στόμα του μεγάλου Προφήτη. «Από τη φωνή και την όψη του Βαπτιστή ευαγγελίστηκε η ένδοξη μητέρα σου» (ωδή α΄). Αλλά και ο ίδιος αργότερα, καθοδηγούμενος από τη χάρη του Θεού θα πάει να μείνει ακόμη και στην καλύβα-παλαίστρα του ουρανόφρονος Ιωάννη. «Αφού καθοδηγήθηκες, ένδοξε, από τη χάρη που σου δόθηκε από τον Θεό, ώστε να πορεύεσαι από δύναμη σε μεγαλύτερη θεουργική δύναμη, πας και μένεις στην καλύβα του ουρανόφρονος Ιωάννη» (ωδή δ΄).

 Και βεβαίως όλα τα υπερφυή της ζωής του οσίου οδηγούν τον ποιητή να τον συγκρίνει με όλα τα τεράστια αναστήματα ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «τον Ιώβ, τον Ιωσήφ» (απολ.), «τον Μωυσή» (ωδή ς) – και τι λέμε; Με τον ίδιο τον άγιο Ιωάννη (ωδή δ΄) και τους αγίους αγγέλους! (απολ.). Γι’ αυτό και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος δεν διστάζει να πει ότι ο στύλος του αγίου έγινε γι’ αυτόν ένας άλλος ουρανός (κοντάκιο), τον οποίο όμως άφησε – κι εδώ βρίσκεται το μυστικό της μεγαλωσύνης του! – κάνοντας υπακοή στον Κύριο, προκειμένου να βοηθήσει στο Θαυμαστό όρος που βρέθηκε και τους άλλους συνανθρώπους του, λόγοις και θαύμασι (ωδή ζ΄).