06 Ιουνίου 2023

«ΒΑΣΙΛΕΥ ΟΥΡΑΝΙΕ, ΠΑΡΑΚΛΗΤΕ, ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ…»

«Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας,  πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν,  θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός· ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης κηλῖδος, καί σῶσον, ἀγαθέ, τάς ψυχάς ἡμῶν».

(Οὐράνιε Παρηγορητή μας Βασιλιά, Σύ πού εἶσαι τό Πνεῦμα τῆς ἀλήθειας, πού εἶσαι παντοῦ παρών καί γεμίζεις τά πάντα μέ τήν παρουσία Σου, ἔλα καί κατοίκησε μέσα μας κι ἀνάμεσά μας, καί καθάρισέ μας ἀπό κάθε ψυχική βρωμιά, καί σῶσε, ἀγαθέ, τίς ψυχές μας).

Τό στιχηρό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ καί δοξαστικό τῶν Αἴνων τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλά καί τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σέ ἦχο πλάγιο τοῦ δευτέρου, ἀποτελεῖ μετά τό «Πάτερ ἡμῶν» τήν πιό γνωστή προσευχή τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τήν προσευχή αὐτή μάλιστα ἀρχίζει κάθε ἀκολουθία, ὅπως καί μέ αὐτήν ξεκινᾶ τήν κάθε προσευχή του καί ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός. Ἀπευθύνεται στό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό Ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπό τήν πηγή τῆς Θεότητος, τόν Πατέρα, ὅπως καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, γεννᾶται ἀπό Ἐκεῖνον, πού σημαίνει δέν ἔχουμε ἀσφαλῶς τρεῖς Θεούς, κάτι πού συνιστᾶ καταδικασμένη αἵρεση ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἀλλά ἄλλον τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Ἑνός κατά τή φύση καί τήν Οὐσία Του Θεοῦ.

 Ὁ Τριαδικός Θεός μας δηλαδή, κατά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Κυρίου μας, (ἡ ὁποία σκιωδῶς ἐμφαίνεται καί στήν Παλαιά Διαθήκη: ἄς θυμηθοῦμε γιά παράδειγμα τή φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ), εἶναι Ἕνας, ἀλλά καί τρεῖς· Ἕνας κατά τή φύση Του, Τρεῖς κατά τίς ὑποστάσεις Του - ὁ Θεός μας ἔχει τή δυνατότητα νά ζεῖ καί ὡς Πατέρας καί ὡς Υἱός καί ὡς Ἅγιον Πνεῦμα, ἤ κατά τά λεγόμενα ἰδιώματα πού ἀναφέραμε, ὡς ἀγέννητος, ὡς γεννητός καί ὡς ἐκπορευτός. Κι αὐτό ὄχι κατά συγκυρία, δηλαδή ἄλλοτε ὡς Πατέρας ἤ ἄλλοτε ὡς Υἱός καί ἄλλοτε ὡς Ἅγιον Πνεῦμα, σάν νά ἔχει τρεῖς «μάσκες», τίς ὁποῖες χρησιμοποιεῖ κατά τό δοκοῦν, ἀλλά ἔτσι Τριαδικός ζεῖ ἀενάως, ὁ ἕνας μέσα στόν ἄλλον, χωρίς νά χάνεται ποτέ τό ἴδιον τοῦ καθενός. Ὅπως τό ἀπεκάλυψε ὁ μόνος πού μποροῦσε νά τό ἀποκαλύψει, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ὡς Θεός: «ἐγώ ἐν τῷ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί». Γι’ αὐτό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὡς Θεός καί Κύριος, εἶναι ὁ Οὐράνιος Βασιλέας· εἶναι ὁ Παρηγορητής καί ἐνισχυτής τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἄλλωστε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός· εἶναι ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν· εἶναι ὁ θησαυρός τῶν πιστῶν ἀνθρώπων καί πού δινει ζωή στούς πάντες καί στά πάντα, ἀντιστοίχως ὅπως καί τά ἄλλα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Καί καλό νά εἶναι νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι κατά τήν πίστη μας, τή θεμελιωμένη στήν Ἁγία Γραφή καί στήν Ἱερά  Παράδοση, ὁ Θεός μας εἶναι μέν Τριαδικός, ἀλλά μέ κοινή ἐνέργεια καί τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων - ὅπου δρᾶ ὁ Θεός δρᾶ πάντοτε τριαδικά: «ὁ Πατήρ δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ποιεῖ τά πάντα». Τό ξεχωριστό τῆς δράσεως τοῦ κάθε Θείου Προσώπου ἔγκειται, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, στό γεγονός ὅτι σέ κάθε «ἐποχή», (ὅπου ὡς ἐποχή νοεῖται ἡ κάθε ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ γιά τό σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου: Παλαιά Διαθήκη, Καινή Διαθήκη, ἐποχή Ἐκκλησίας), ἔχουμε τό κάθε Πρόσωπο τῆς Τριαδικῆς Θεότητος νά διακονεῖ τήν κοινή ἐνέργεια ὅλης τῆς Θεότητος, πού σημαίνει ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός Πατέρας ἦταν Ἐκεῖνος πού διακονοῦσε τήν κοινή ἐνέργεια ὅλων τῶν Προσώπων· στήν Καινή Διαθήκη ὁ Θεός Υἱός ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ· στήν ἐποχή τῆς Ἐκκλησίας ὁ Θεός Ἅγιον Πνεῦμα.

Μέ τήν Πεντηκοστή ἑπομένως ἔχουμε τήν ἀπαρχή τῆς δράσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο, σταλέν ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό,  ἔχει ὡς ἔργο νά καθιστᾶ οἰκεῖο καί ἐσωτερικό στόν ἄνθρωπο τό ἔργο σωτηρίας πού ἐπιτέλεσε Ἐκεῖνος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, χωρίς τή δράση αὐτή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά εἴχαμε μέν σωθεῖ ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά ἡ σωτηρία αὐτή θά παρέμενε ξένη καί «ἄγνωστη» γιά ἐμᾶς, πού θά πεῖ ὅτι ὁ Θεός μας σήμερα, ὄντως ὁ Παρηγορητής καί ἐνισχυτής μας, εἶναι τό Παράκλητον Πνεῦμα. Κι ὅπως σημειώνει σύγχρονος Θεολόγος ἐπ’ αὐτοῦ, «ὅταν ἐμεῖς σήμερα κραυγάζουμε «Θεέ μας», στήν πραγματικότητα ἀναφερόμαστε στό Πνεῦμα Αὐτό, τό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ἤδη ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καί ὄχι μόνον, τό σημείωνε μέ ἔνταση: «Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» - κανείς δέν μπορεῖ νά ὁμολογήσει τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Κύριο καί Θεό, παρά μόνον μέ τόν φωτισμό καί τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Κύριος τό εἶχε ὑπονοήσει τοῦτο, ὅταν ἔλεγε ὅτι δέν πρόκειται νά μᾶς ἀφήσει ὀρφανούς. Θά ξανάρθω σέ σᾶς, ἔλεγε στούς λυπημένους μαθητές Του, ἐννοώντας ἀκριβῶς τήν ἔλευσή Του ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καί ὄχι τή Δευτέρα Του Παρουσία.

 Ὁπότε μέ τό Πνεῦμα Αὐτό δέν εἴμαστε ὀρφανοί. Γιατί τοῦτο ἔρχεται καί κατοικεῖ στήν καρδιά μας, ἰδίως ἀπό τήν ὥρα τοῦ ἁγίου βαπτίσματός μας, κατά τό ὁποῖο καθιστάμεθα μέλη Χριστοῦ,  καί μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ψυχική βρωμιά πού ἀποτελεῖ φράγμα καί τροχοπέδη γιά τήν «ἀνάπαυσιν» τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή μας. Κι αὐτή ἡ ἐγκατοίκηση τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος πού ἐνεργοποιεῖ τόν Χριστό καί τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ Πατέρα μέσα μας, δέν χάνεται εὔκολα. Μπορεῖ νά ἁμαρτάνουμε δυστυχῶς καί μετά τό βάπτισμά μας, ἀλλά τό Πνεῦμα αὐτό τοῦ Θεοῦ μᾶς παρακινεῖ διαρκῶς σέ μετάνοια, ἡ ὁποία γίνεται πράξη καί γεγονός, ὅταν ἀνταποκριθεῖ καί ἡ δική μας βούληση, μέ ἀποτέλεσμα καί πάλι νά «ἐπανεμφανίζεται» τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέ τρόπο ἐνεργή καί αἰσθητό. Κι εἶναι σημαντικό νά τονίσουμε ὅτι τελικῶς μόνον τό Ἅγιον Πνεῦμα μπορεῖ νά καθαρίσει τίς ψυχές μας ἀπό κάθε τι ἁμαρτωλό – «Νοῦν καθαρίσαι μόνου τοῦ ἁγίου Πνεύματός ἐστι» (ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς) – γι’ αὐτό κι ἐκεῖνες οἱ φωνές πού μιλᾶνε κατά καιρούς γιά «κάθαρση» τῆς Ἐκκλησίας, ἐννοώντας την μέ ἕναν ἐξωτερικό τρόπο κατά τά ἀνθρώπινα πρότυπα, μόνον κάθαρση δέν μπορεῖ νά εἶναι. Ἐκκαθάριση ναί, ὄχι ὅμως κάθαρση ἐσωτερική καί πνευματική, πού μόνη αὐτή φωτίζει καί ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο, γιατί ἐκφράζει τό ταπεινό καί ἁγνό ἦθος τοῦ Θεοῦ μας. Μία τέτοια διαδικασία πού παραπέμπει μονίμως στή μετάνοια εἶναι καί αὐτό πού ἡ Ἐκκλησία μας χαρακτηρίζει ὡς σωτηρία, κι αὐτό θά πρέπει νά ἀποτελεῖ τή μόνιμη ἐπιλογή τῆς ζωῆς μας.

Ο ΟΣΙΟΣ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΔΑΛΜΑΤΩΝ

«Ο όσιος Ιλαρίων ήκμασε κατά τον ένατο αιώνα, καταγόταν δε από την Καππαδοκία. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πέτρος και ήταν προμηθευτής του άρτου των ανακτόρων, η δε μητέρα του ονομαζόταν Θεοδοσία. Και οι δύο διακρίνονταν για την ευσέβειά τους, φρόντισαν δε να μεταδώσουν αυτήν και στον υιό τους. Ακόμη τον εκπαίδευσαν και είχαν την ευτυχία να τον δουν να προκόβει λαμπρά στη θρησκευτική και θεολογική μάθηση.

Φλεγόμενος ο Ιλαρίων να αναδειχθεί υπηρέτης της πίστεως και της Εκκλησίας χωρίς κανένα κοσμικό περισπασμό, εισήλθε στο μοναστήρι του Ξηρονησίου στην Κωνσταντινούπολη. Μοίρασε εκεί τον χρόνο του μεταξύ της μελέτης και της πνευματικότερης ασκήσεως και εξυψώσεως της ψυχής του, κι ύστερα πήγε στη Μονή των Δαλμάτων, όπου και περιβλήθηκε το αξίωμα του μεγαλόσχημου. Δέκα χρόνια έζησε εκεί, υπήρξε δε πρότυπο ταπεινοφροσύνης, φιλαδελφίας και ολόψυχης προσήλωσης στα θεία. Η χάρη του Θεού κατασκήνωσε πλούσια σ᾽ αυτόν, αξιώθηκε δε κάποια ημέρα να θεραπεύσει με την προσευχή του έναν δαιμονισμένο νέο. Και τότε ο ηγούμενος με καθημερινή επιμονή πέτυχε να τον χειροτονήσει ιερέα.

Επειδή οι συνάδελφοί του της Μονής των Δαλμάτων ήταν περισσότερο από ό,τι έπρεπε κολακευτικοί προς αυτόν, διακηρύσσοντας ενώ ήταν παρών τις πολλές αρετές του, ο Ιλαρίων αποφάσισε να τους αποφύγει, λέγοντας ότι τέτοιοι φίλοι καταντούν ακούσιοι εχθροί. Αναχώρησε λοιπόν, χωρίς να δηλώσει ότι δεν θα επέστρεφε, και έφτασε στη Μονή των Καθαρών. Οι μοναχοί της Μονής των Δαλμάτων, βλέποντας ότι παρατεινόταν η απουσία του, άρχισαν να κυριεύονται από ανησυχία και τράπηκαν σε αναζήτησή του. Και έμαθαν μεν επιτέλους ότι ήταν στο μοναστήρι των Καθαρών, αλλά δεν μπόρεσαν να τον μεταπείσουν να επιστρέψει.

Η γνήσια όμως αγάπη δεν υπομένει μόνον, αλλά και επιμένει. Δεν ήθελε να έλθει; Αποφάσισαν να τον εξαναγκάσουν. Και λοιπόν απευθύνθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Πατριάρχευε τότε ο ευσεβέστατος Νικηφόρος, ο οποίος με μεγάλη συγκίνηση και χαρά είδε μοναχούς να αγωνίζονται τόσο πολύ, για να επαναφέρουν κοντά τους τον καλύτερό τους. Παρομοίως συμπάθησε τον πόθο τους και ο βασιλιάς Νικηφόρος, και με διαταγή και των δύο επανέφερε τον Ιλαρίωνα στο μοναστήρι των Δαλμάτων. Με κοινή μάλιστα ψήφο αναδείχθηκε ηγούμενός του.

Πέρασε οκταετία στη νέα αυτή υπηρεσία του Ιλαρίωνα κι ήταν τερπνότατο θέαμα η συμβίωση των υπό την πνευματική του επιστασία αδελφών. Την αδελφότητα δεν την ονομάτιζε κανείς μόνον εκεί, αλλά την ψηλαφούσε. Κάθε ατομικό θέλημα ήταν εξορισμένο και όλοι συναντώντο στο θέλημα του Θεού.

Αλλά στην Εκκλησία ενέσκηψε καταιγίδα. Ο Λέων ο Αρμένιος κήρυξε επί της πατριαρχίας του Νικηφόρου τον γνωστό πόλεμο κατά των αγίων εικόνων. Τότε μεταξύ των μονών που πρωτοστάτησαν  στην αντίδραση, υπήρξε και η Μονή των Δαλμάτων.

Ο βασιλιάς διέταξε τον ηγούμενο Ιλαρίωνα να έλθει στην Κωνσταντινούπολη και να παρουσιασθεί ενώπιόν του. Ο Ιλαρίων το έπραξε. Αλλά ο Λέων δεν επέτυχε τον σκοπό του. Ο πιστός καλόγερος δεν θαμπώθηκε από τη βασιλική αίγλη ούτε πτοήθηκε από το αυτοκρατορικό σκήπτρο. Με παρρησία είπε προς τον βασιλιά ότι ασεβεί και ότι ξεκινώντας τον κατά των αγίων εικόνων πόλεμο αδικούσε την Εκκλησία και τάρασσε άσκοπα το κράτος.

Ο διάδοχος του Πατριάρχη Νικηφόρου Θεόδοτος ο Μελισσηνός μάταια επίσης αποπειράθηκε να παραπείσει τον Ιλαρίωνα. Και τότε άρχισε ο διωγμός του αγίου. Τον περιόρισαν επανειλημμένως σε μοναστήρια, που ανήκαν στη μερίδα των εικονομάχων, όπου τον καθυπέβαλαν και σε στερήσεις και πολλές ταλαιπωρίες. Και σε κοινές φυλακές τον έβαλαν και στο φρούριο Προτείχιο τον έκλεισαν.

Ο Λέων ο Αρμένιος φονεύθηκε σε μάχη και ο άγιος Ιλαρίων ανέκτησε την ελευθερία επί του διαδόχου βασιλιά Μιχαήλ του Τραυλού. Αλλά επί του βασιλιά Θεοφίλου άρχισε νέος κατά των αγίων εικόνων διωγμός. Και τότε ο Ιλαρίων έπεσε σε νέο χειμώνα και βαριά και σφοδρά κύματα. Είπε με θάρρος την αλήθεια στον Θεόφιλο, γι᾽ αυτό και ραβδίστηκε σκληρά και εξορίστηκε στη νήσο Αφουσία. Οκτώ ολόκληρα  χρόνια πέρασε εκεί με μεγάλη και πολλή ταλαιπωρία, όταν ο Θεός ανάδειξε την Εκκλησία νικήτρια της καταιγίδας και του σάλου. Ο Θεόφιλος πέθανε, η δε σύζυγός του βασίλισσα Θεοδώρα πρωτοστάτησε στην αναστήλωση των αγίων εικόνων. Τότε οι ομολογητές όλοι της ορθοδοξίας ήλθαν πλήρεις τιμών στη βασιλεύουσα, κι επιδόθηκαν ο καθένας στις προηγούμενες υπηρεσίες του. Την ικανοποίηση αυτή έλαβε και ο Ιλαρίων. Η ιερή Μονή του που τόσο πολύ τον ποθούσε, τον επανείδε ανάμεσά της. Μέσα σ᾽ αυτήν, μετά από τρία χρόνια, άφησε την τελευταία πνοή του, αφού αναδείχτηκε τέλειος χριστιανός όχι μόνο κατά τις ώρες της ειρήνης, αλλά και κατά τις θύελλες των κινδύνων και των υπέρ Χριστού αγώνων» (Μιχαήλ Γαλανού, Οι βίοι των αγίων).

Δεν φείδεται επαίνων ο υμνογράφος του οσίου Ιλαρίωνος του νέου  προκειμένου να αναδείξει το πνευματικό μεγαλείο αυτού. Στο πρόσωπο του οσίου βλέπει όχι έναν απλό άνθρωπο, αλλά έναν άγγελο που έζησε εδώ στη γη με το σώμα του, έναν επίγειο άγγελο και επουράνιο άνθρωπο. «Ως άγγελος εβίωσας επί της γης μετά σώματος, Ιλαρίων μακάριε». «Επίγειος άγγελος και επουράνιος άνθρωπος εχρημάτισας, όσιε» (στιχηρά εσπερινού). Είναι εύλογο λοιπόν να επισημαίνει όλες τις αρετές στην αγία ύπαρξη και ζωή του. «Απέκτησες, Πάτερ, βίο ακηλίδωτο, υπομονή και πραότητα και αγάπη ανόθευτη, άμετρη εγκράτεια, ολονύκτια στάση, θεία κατάνυξη, πίστη κι ελπίδα αληθινή με συμπάθεια» (στιχηρό εσπερινού). Κι ακόμη: «Υπήρξες πηγή κατανύξεως, ποταμός συμπαθείας, πέλαγος θαυμάτων, εγγυητής αμαρτωλών, κατάκαρπη πράγματι ελιά του Θεού που γλυκαίνει τα πρόσωπα με το λάδι των κόπων σου, Ιλαρίων μακάριε» (στιχηρό εσπερινού).

Τι ήταν εκείνο που απετέλεσε κανόνα ζωής στον όσιο, ώστε εκεί προσβλέποντας να μένει σταθερός σε ό,τι ήταν πάντοτε θέλημα του Θεού, συνεπώς να δέχεται πλούσια τη χάρη Αυτού; Ο υμνογράφος δίνει πολλαπλώς την απάντηση: Ο όσιος κράτησε το όμμα της καρδιάς του ακοίμητο πάνω στις θείες εντολές. Τα βήματα της καρδιάς του τα έκανε πάνω στην πέτρα της πίστης του Χριστού. Κι αυτό γιατί αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στον ίδιο τον Θεό, προφανώς κινούμενος από θερμή αγάπη προς Αυτόν. Όπως τα σημειώνει ο ίδιος ο υμνογράφος: «Κράτησες το όμμα της καρδιάς σου ακοίμητο πάνω στις θείες εντολές, χωρίς να παρεκκλίνεις ποτέ, σεβάσμιε» (ωδή ε´). «Έστησες τα βήματα της καρδιάς σου πάνω στην πέτρα της πίστης και διέμεινες ασάλευτος, χωρίς να πτοείσαι καθόλου από τις προσβολές των δαιμόνων» (ωδή δ´).

Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος πιστός να προχωρήσει στην πνευματική ζωή, να φθάσει σαν τον όσιο Ιλαρίωνα στο μέτρο της ηλικίας του Χριστού, στην τελειότητα δηλαδή, χωρίς την ασκητική προσπάθεια της τήρησης των εντολών του Χριστού – «θήλασες από βρέφος την αρετή και με τους κόπους της εγκράτειας και τους ασκητικούς ιδρώτες έφτασες σε άνδρα και μέτρο της πνευματικής ηλικίας του Χριστού» (ωδή α´). Είναι εξίσου αλήθεια όμως ότι για να μπορέσει κανείς να προχωρήσει έτσι, απαιτείται και το έμπρακτο παράδειγμα. Χωρίς το παράδειγμα, τη ζωντανή επιβεβαίωση του ευαγγελικού τρόπου ζωής, μόνος του κάποιος θα δυσκολευτεί πάρα πολύ. Και το ζωντανό παράδειγμα προσφέρεται είτε με κάποιον που συνυπάρχει μαζί μας και τον ακολουθούμε κατά πόδας στην πνευματική ζωή είτε μέσα από τους βίους των αγίων μας. Η μελέτη των βίων των αγίων αποτελεί το ισχυρότερο ερέθισμα για να υποκινείται κανείς διαρκώς στον δρόμο του Χριστού. Αυτό δηλαδή που έζησαν οι άγιοι: τη ζωή του Χριστού, αυτό μαθαίνουμε κι εμείς πρακτικά και αναλυτικά βλέποντας τη δική τους ζωή.

Το ίδιο συνέβη και στον όσιο Ιλαρίωνα τον νέο. Ο υμνογράφος δεν χάνει την ευκαιρία να σημειώσει ότι πρότυπο στη χριστιανική ζωή του ήταν ο ομώνυμός του άγιος Ιλαρίων ο μέγας. Κι όπως αυτός είχε ως πρότυπο και καθοδηγητή του τον όσιο Μέγα Αντώνιο, με τον οποίο έζησε αρκετά χρόνια, έτσι και ο Ιλαρίων ο νέος θέλησε τη ζωή του ομωνύμου του αγίου να μιμηθεί, καθώς την είχε ακούσει και την είχε μελετήσει. «Ζήλεψες τον μέγα στην αρετή Ιλαρίωνα και ακολουθώντας τον πνευματικά στα ίχνη της εγκράτειας, φάνηκες, όσιε, κορυφαίος και παράδειγμα στην ποίμνη σου» (ωδή ς´). Μακάρι κι εμείς, έστω και επ᾽ ελάχιστον, να μιμηθούμε τη ζωή του οσίου Ιλαρίωνα, στην εγκράτεια και «τον έλεον της καρδίας» του.

03 Ιουνίου 2023

"ΑΥΤΗ ΕΣΤΙΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ!"

 

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ

«...καί συμφώνως δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεῦμα» (από το κοντάκιο της Πεντηκοστής)

Η κατάληξη του κοντακίου της γενέθλιας για την Εκκλησία εορτής της Πεντηκοστής τονίζει αυτό που αποτελεί προϋπόθεση για κάθε εορτή και για κάθε πνευματικό γεγονός: τη συμφωνία των πιστών, την ενότητα δηλαδή των καρδιών τους ώστε μία να είναι και η φωνή τους. Ό,τι τονίζει η υμνολογία της Εκκλησίας για τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, ότι υπήρξε η φωνή του Λόγου Χριστού – το κήρυγμά του εξέφραζε αυτό που ενέπνεε ο Κύριος μέσα στην καρδιά του  – το ίδιο συμβαίνει και με την Πεντηκοστή, το ίδιο συμβαίνει με κάθε εκκλησιαστικό γεγονός. Με άλλα λόγια για να δοξολογηθεί ένα γεγονός της πίστεως απαιτείται οι καρδιές των χριστιανών να είναι απολύτως προσανατολισμένες σ’ Εκείνον που τους έχει εντάξει μέσα στο σώμα Του, την Εκκλησία, και τους έχει κάνει ένα μεταξύ τους, και συνεπώς ο ρυθμός τους να χτυπά στον ίδιο ρυθμό με την αγάπη Εκείνου, του Ιησού Χριστού. «Με μία φωνή όλοι δοξολογούμε το Πανάγιο Πνεύμα».  Αν τυχόν κυριαρχεί άλλη φωνή μέσα σ’ έναν πιστό από ό,τι η κοινή εκκλησιαστική φωνή, αν δηλαδή υπερτερεί η φωνή των παθών του, η φωνή του εγωισμού και της αλαζονείας του, εκεί η όποια δοξολογία και ομολογία Χριστού είναι ψεύτικη. Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος με απόλυτο τρόπο εξαγγέλλει ότι «εκείνος που λέει ότι γνωρίζει τον Θεό αλλά μισεί τον συνάνθρωπό του είναι ψεύτης», δεν μπορεί με διαφορετικό τρόπο να εκφραστεί κανείς γι’ αυτό που δηλώνει την ίδια πνευματική πραγματικότητα.

Λοιπόν, το σημαντικότερο στοιχείο της πίστεως ως ορθής αναφοράς προς τον Θεό και σχέσεως με Αυτόν είναι η ενότητα των πιστών. Στην ενότητα φανερώνεται η παρουσία του Αγίου Πνεύματος που καθιστά φανερό στον άνθρωπο και τον Ιησού Χριστό, διά του Οποίου οδηγούμαστε στον Θεό Πατέρα. Και η ενότητα αυτή κατά αυτονόητο τρόπο προϋποθέτει την αγάπη. Την αγάπη που απεκάλυψε ο Ιησούς Χριστός, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ετοιμότητα θυσίας και του εαυτού προς χάρη του άλλου. Κι αυτό θα πει ότι μόνον ένας σταυρωμένος σαν τον Χριστό μπορεί με γνησιότητα να ομολογήσει ότι είναι ενωμένος με τους συνανθρώπους του, συνεπώς να βρεθεί στο χαρισματικό στοιχείο και της ορθής δοξολογίας του Θεού.

Δεν είναι εύκολο πράγμα να είσαι χριστιανός – πρέπει να έχεις αποφασίσει τον θάνατό σου! Και στο σημείο κρινόμαστε όντως οι χριστιανοί. Τι εικόνα παρουσιάζουμε συχνά, για να μην πούμε τις περισσότερες φορές, στη ζωή μας; Την εικόνα του ανθρώπου που είναι εγκλωβισμένος σε διαμάχες και έχθρες για να διεκδικεί τα «δικαιώματά» του∙ που πολύ λίγο ελέγχει τα λόγια του που εκτοξεύονται ένθεν κακείθεν προσβάλλοντας τους συνανθρώπους του είτε γιατί δεν κάνουν το θέλημά του είτε γιατί ο ίδιος συσχηματίζεται προς το δικό τους κοσμικό πνεύμα∙ που δεν μπορεί να βρει τόπο «καταπαύσεως» και ηρεμίας μέσα του, γιατί όλο και κάτι συμβαίνει που τον ταράζει, τον αγχώνει, τον θέτει εκτός εαυτού!  Κι αιτία είναι η έλλειψη ακριβώς της αγάπης, δηλαδή της παρουσίας του Πνεύματος του Θεού στη ζωή του. Ο εγωισμός με όλα τα αρνητικά και τραγικά παρεπόμενά του είναι το «αφεντικό» του, οπότε σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο ψαύει κανείς ανάγλυφα οτιδήποτε άλλο πέραν της Θεϊκής πραγματικότητας. Κι ό,τι δεν έχει Θεό ξέρουμε τι έχει: τη δαιμονική παρουσία που καθιστά κόλαση τη ζωή ήδη από το εδώ και το τώρα.

Αυτό δεν λέει το κοντάκιο της εορτής; Όταν οι άνθρωποι κινούμενοι από τον άκρατο εγωισμό και την αλαζονεία τους πίστεψαν ότι μπορούν να οικοδομήσουν έναν πύργο που θα έφτανε στον «Θεό», τότε είδαν το αποτέλεσμα: έχασαν την οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ τους – η διαγραφή του Θεού έφερε τη διακοπή των μεταξύ τους σχέσεων. Ο καθένας, μαζί με τους θεωρούμενους δικούς του, κλείστηκε στον δικό του μικρόκοσμο θεωρώντας τον άλλον ως αντίπαλο που έπρεπε να τον εξολοθρεύσει για να επιβιώσει ή να τον ανεχτεί για να μην εξολοθρευτεί ο ίδιος από αυτόν. Κι έπρεπε να έρθει ο Κύριος κι έπειτα να στείλει το άγιον Πνεύμα Του προκειμένου τα πράγματα να επανέλθουν στην «κανονικότητά» τους. Και κανονικότητα ήταν ο άνθρωπος να θυμηθεί ότι συνιστά εικόνα του Χριστού που προορισμό έχει την πλήρη ομοίωσή Του προς Εκείνον. Το Πνεύμα του Θεού έσβησε τη φωτιά της δαιμονικής αλαζονείας, έσβησε δηλαδή τις μεταξύ των ανθρώπων έχθρες, κι ένωσε τις καρδιές, «συγκολλώντας» τες με το μόνο συνδετικό στοιχείο, τη χάρη της αγάπης. «Όταν μοίρασε κατά την Πεντηκοστή τις φλόγες του πυρός κάλεσε τους ανθρώπους σε ενότητα».

Δεν λένε άσκοπα οι άγιοί μας ότι όλος ο σκοπός τελικώς του χριστιανού είναι να κρατήσει την καθαρότητα του αγίου βαπτίσματός του, να κρατήσει δηλαδή το Πνεύμα του Θεού κατά την προσωπική του ώρα της Πεντηκοστής που τον εισήγαγε στην Εκκλησία, όπως το είπε για παράδειγμα και ο μεγάλος νεώτερος άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: «όλος ο σκοπός της πνευματικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος». Απόκτηση με την έννοια της συναίσθησης του τι λάβαμε και τι λαμβάνουμε κατά το βάπτισμα: το άγιον Πνεύμα, και του αδιάκοπου έπειτα αγώνα μας να διακρατήσουμε και να αυξήσουμε το Πνεύμα αυτό διά της εφαρμογής των αγίων εντολών του Χριστού και της συμμετοχής εν μετανοία στα μυστήρια της Εκκλησίας μας.  

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 7, 37-52. 8,12)

    Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. Πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας. Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; Ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! Λέγει Νικόδημος πρὸςαὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μή ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

     Τήν τελευταία μέρα τῆς γιορτῆς, τήν πιό λαμπρή, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς μπροστά στό πλῆθος καί φώναξε: «Ὅποιος διψάει, νά ’ρθεῖ σ’ ἐμένα καί νά πιεῖ. Μέσα ἀπό κεῖνον πού πιστεύει σ’ ἐμένα, καθώς λέει ἡ Γραφή, ποτάμια ζωντανό νερό θά τρέξουν». Αὐτό τό εἶπε ὁ Ἰησοῦς ἐννοώντας τό Πνεῦμα πού θά ἔπαιρναν ὅσοι πίστευαν σ’ αὐτόν. Γιατί, τότε ἀκόμα δέν εἶχαν τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς δέν εἶχε δοξαστεῖ μέ τήν ἀνάσταση. Πολλοί ἄνθρωποι ἀπό τό πλῆθος, πού ἄκουσαν αὐτά τά λόγια, ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι πραγματικά ὁ προφήτης πού περιμένουμε». Ἄλλοι ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας». Ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν: «Ὁ Μεσσίας θά ’ρθεῖ ἀπό τή Γαλιλαία; Ἡ Γραφή δέν εἶπε πώς ὁ Μεσσίας θά προέρχεται ἀπό τούς ἀπογόνους τοῦ Δαβίδ καί θά γεννηθεῖ στή Βηθλεέμ, τό χωριό καταγωγῆς τοῦ Δαβίδ;» Διχάστηκε, λοιπόν, τό πλῆθος ἐξαιτίας του. Μερικοί ἀπ’ αὐτούς ἤθελαν νά τόν πιάσουν, κανείς ὅμως δέν ἅπλωνε χέρι πάνω του. Γύρισαν, λοιπόν, πίσω οἱ φρουροί στούς ἀρχιερεῖς καί στούς Φαρισαίους, κι αὐτοί τούς ρώτησαν: «Γιατί δέν τόν φέρατε;» Οἱ φρουροί ἀπάντησαν: «Ποτέ ἄνθρωπος δέ μίλησε ὅπως αὐτός». Τούς ξαναρώτησαν τότε οἱ Φαρισαῖοι: «Μήπως παρασυρθήκατε κι ἐσεῖς; Πίστεψε σ’ αὐτόν κανένα μέλος τοῦ συνεδρίου ἤ κανείς ἀπό τούς Φαρισαίους; Μόνον αὐτός ὁ ὄχλος πιστεύει, πού δέν ξέρουν τό νόμο τοῦ Μωυσῆ καί γι’ αὐτό εἶναι καταραμένοι». Τούς ρώτησε τότε ὁ Νικόδημος, πού ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ἐκεῖνος πού εἶχε πάει στόν Ἰησοῦ νύχτα λίγον καιρό πρίν: «Μήπως μποροῦμε σύμφωνα μέ τό νόμο μας νά καταδικάσουμε ἕναν ἄνθρωπο, ἄν πρῶτα δέν τόν ἀκούσουμε καί δέ μάθουμε τί ἔκανε;» Αὐτοί τοῦ εἶπαν: «Μήπως κατάγεσαι κι ἐσύ ἀπό τή Γαλιλαία; Μελέτησε τίς Γραφές καί θά δεῖς πώς κανένας προφήτης δέν πρόκειται νά ἔρθει ἀπό τή Γαλιλαία». Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς μίλησε πάλι καί τούς εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου· ὅποιος μέ ἀκολουθεῖ δέν θά πλανιέται στό σκοτάδι, ἀλλά θά ἔχει τό φῶς πού ὁδηγεῖ στή ζωή.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Απ. 2, 1-11)

     Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ ̓ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. Ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύηςτῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

     Ὅταν ἔφτασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἦταν ὅλοι μαζί συγκεντρωμένοι μέ ὁμοψυχία στό ἴδιο μέρος. Ξαφνικά ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό μιά βουή σάν νά φυσοῦσε δυνατός ἄνεμος, καί γέμισε ὅλο τό σπίτι ὅπου ἔμεναν. Ἐπίσης τούς παρουσιάστηκαν γλῶσσες σαν φλόγες φωτιᾶς, πού μοιράστηκαν καί κάθισαν ἀπό μία στόν καθένα ἀπ’ αὐτούς. Ὅλοι τότε πλημμύρισαν ἀπό Πνεῦμα Ἅγιο καί ἄρχισαν νά μιλοῦν σέ ἄλλες γλῶσσες, ἀνάλογα μέ τήν ἱκανότητα πού τούς ἔδινε τό Πνεῦμα. Στήν Ἱερουσαλήμ βρίσκονταν τότε εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου. Ὅταν ἀκούστηκε αὐτή ἡ βουή, συγκεντρώθηκε πλῆθος ἀπ’ αὐτούς καί ἦταν κατάπληκτοι, γιατί ὁ καθένας τους ἄκουγε τούς ἀποστόλους νά μιλᾶνε στή δική του γλώσσα. Εἶχαν μείνει ὅλοι ἐκστατικοί καί μέ ἀπορία ἔλεγαν μεταξύ τους: «Μά αὐτοί ὅλοι πού μιλᾶνε δέν εἶναι Γαλιλαῖοι; Πῶς, λοιπόν, ἐμεῖς τούς ἀκοῦμε νά μιλᾶνε στή δική μας μητρική γλώσσα; Πάρθοι, Μῆδοι καί Ἐλαμίτες, κάτοικοι τῆς Μεσοποταμίας, τῆς Ἰουδαίας καί τῆς Καππαδοκίας, τοῦ Πόντου καί τῆς Ἀσίας, τῆς Φρυγίας καί τῆς Παμφυλίας, τῆς Αἰγύπτου, καί ἀπό τά μέρη τῆς λιβυκῆς Κυρήνης, Ρωμαῖοι πού εἶναι ἐγκατεστημένοι ἐδῶ, Κρητικοί καί Ἄραβες, ὅλοι ἐμεῖς, εἴτε ἰουδαϊκῆς καταγωγῆς εἴτε προσήλυτοι, τούς ἀκοῦμε νά μιλοῦν στίς γλῶσσες μας γιά τά θαυμαστά ἔργα τοῦ Θεοῦ».