14 Αυγούστου 2023

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

Η Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου συνιστά τη μεγαλύτερη από όλες τις Θεομητορικές εορτές της Εκκλησίας μας - το τέλος της φανέρωσε ότι επρόκειτο πράγματι περί της «Κεχαριτωμένης» και της «ευλογημένης εν πάσαις ταις γυναιξί». Το τέλος της αυτό δεν απετέλεσε το  τέλος ενός κοινού ανθρώπου. Ναι μεν φεύγει από τη ζωή αυτή, αλλά με θαυμαστό τρόπο παρευρίσκονται όλοι οι Απόστολοι, «μετάρσιοι γενόμενοι», «συναθροισθέντες εν Γεθσημανή τω χωρίω», αλλά πολύ περισσότερο: παρευρίσκονται όλοι οι άγιοι άγγελοι, και πάνω από όλα: ο ίδιος ο Υιός και Θεός της, ο Οποίος και παραλαμβάνει τη με μορφή παιδούλας παναγία ψυχή της. Έτσι στο γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με έντονο τρόπο ό,τι συμβαίνει πάντοτε στην Εκκλησία μας στις διάφορες εορτές της: «επίγειον το φαινόμενον, ουράνιον το νοούμενον». Στην Εκκλησία ζούμε όλη την πραγματικότητα του κόσμου: την επιφάνεια, αλλά και το βάθος του.  Ας δούμε πιο συγκεκριμένα ορισμένα από τα παραπάνω σημεία.

1. Η Εκκλησία μας επιμένει καταρχάς στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Η Παναγία υπακούει και αυτή στους νόμους της φύσεως: πεθαίνει, όπως όλοι οι άνθρωποι, και κηδεύεται από τους Αποστόλους και όλους τους οικείους της.  Και δεν ήταν δυνατόν να μη συμβεί τούτο, όταν ο ίδιος ο Κύριος, ο Υιός και Θεός της, πέρασε από τη διαδικασία του φυσικού θανάτου. Κατά τον υμνογράφο «μιμήθηκες τον Δημιουργό σου και Υιό, γι’ αυτό και υποκύπτεις υπερφυσικά στους νόμους της φύσεως». Απλώς εκείνη δέχεται από άγγελο την πληροφορία περί της εξόδου της από τον κόσμο και ετοιμάζει με θαυμαστό πράγματι τρόπο, πνευματικά και υλικά, τα της κηδείας της, ενώ προτρέπει με στοργή τους πενθούντες αποστόλους, που είχαν συναθροιστεί εκ περάτων της γης: «το εμόν σώμα, καθώς εγώ σχηματίσω τη κλίνη, κηδεύσατε» - κηδεύσατε το σώμα μου, όπως εγώ θα το σχηματίσω στην κλίνη.

2. Η φυσική αυτή τάξη όμως συνιστά την επιφάνεια. Η Κοίμηση της Θεοτόκου  αποκαλύπτει και το βάθος. Καταρχάς, οι απόστολοι γνωρίζουν το γεγονός και συναθροίζονται στη Γεθσημανή υπέρ φύσιν: ο Κύριος επί νεφελών τους φέρνει εκεί που είναι η Παναγία Μητέρα Του, για να πενθήσουν, κυρίως όμως να δοξολογήσουν το γεγονός της κοιμήσεως και της μεταστάσεώς της. Κατά την παρατήρηση μάλιστα που τους κάνει η ίδια η Θεοτόκος, όταν τους βλέπει να θρηνούν για τον επικείμενο θάνατό της: «Μη φίλοι μαθηταί, του εμού Υιού και Θεού, μή πένθος εργάσησθε την εμήν χαράν». Μη κάνετε πένθος τη χαρά μου! Και είναι ευνόητο: η Παναγία μας μετατίθεται πλήρως στην αγκαλιά του Χριστού, ο Οποίος της προανήγγειλε διά του αγγέλου: «μη ταραχτείς για τον θάνατό σου, αλλά μετ᾽ ευφροσύνης δέξαι τον λόγον. Γιατί έρχεσαι προς την αθάνατη ζωή». Έπειτα, παρευρίσκονται στην κοίμησή της όλοι οι άγιοι άγγελοι, οι οποίοι με πολύ σεβασμό και σεμνότητα «ανοίγουν τις πύλες του παραδείσου» για να περάσει η πλατυτέρα των ουρανών, προπέμποντάς την με υπέροχους ύμνους και δοξολογίες. «Αξίως ως έμψυχον, σε ουρανόν υπεδέξαντο, ουράνια Πάναγνε, θεία σκηνώματα». «Επήρθησαν πύλαι ουράνιαι, και Άγγελοι ανύμνησαν...Χερουβίμ υπείξε σοι, εν αγαλλιάσει, Σεραφίμ δε δοξάζει σε χαίροντα». Και πάνω από όλα: έρχεται ο ίδιος ο Κύριος και Θεός, προκειμένου να παραλάβει την στα χέρια Του παραθεμένη  ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του. «Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα».

3. Έτσι στην Κοίμηση της Θεοτόκου, πέραν των άλλων συγκλονιστικών, φωτίζεται το μυστηριώδες όριο της ζωής και του θανάτου. Αυτό το μεταίχμιο, που πάντοτε κέντριζε και κεντρίζει τις ανθρώπινες συνειδήσεις και πολλοί πολλά μαρτυρούν βγαλμένα τις περισσότερες φορές όμως από το χωρίς φωτισμό Θεού μυαλό τους. Εδώ έχουμε τη συγκεκριμένη αποκάλυψη: όταν πρόκειται περί αγίου ανθρώπου, άγγελοι κι ακόμη κι ο ίδιος ο Κύριος, έρχονται να παραλάβουν την ψυχή του ανθρώπου. Κι έχουμε στην ιστορία της Εκκλησίας μας, εκτός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εννοείται,  πολλές τέτοιες καταγραφές που φανερώνουν το τι διαδραματίζεται στην κρίσιμη  αυτή και απρόσιτη στις σωματικές αισθήσεις ώρα. Σαν το τέλος, μεταξύ άλλων, του οσίου Παμβώ, που λέει το Γεροντικό, στο οποίο παραβρέθηκαν άγγελοι, αλλά και η Παναγία, όπως εν τέλει και ο ίδιος ο Κύριος, με την παρουσία του Οποίου άρρητη ευωδία χύθηκε παντού. Κι από την άλλη βεβαίως έχουν καταγραφεί περιπτώσεις αθέων και αρνητών και χλευαστών της πίστεως, που το τέλος τους ήταν τόσο τραγικό και ῾βρομερό᾽ στην όσφρηση, που οι μετέχοντες ομολόγησαν ότι ποτέ δεν θα ήθελαν να ξαναβρεθούν σε παρόμοιο γεγονός, που φανέρωνε τη δαιμονική παρουσία.

4. Το όλο αυτό ῾σκηνικό᾽ του ενδόξου τέλους της Παναγίας μας, η συμπλοκή της επιφάνειας και του βάθους, η ύπαρξη του φυσικού και του υπερφυσικού, οδηγεί τον υμνογράφο της εορτής που λειτουργεί ως η συνείδηση της Εκκλησίας, να μιλά για την Κοίμηση ως γεγονός μυστηρίου, το οποίο με φωτισμένη από τον Θεό πίστη προσπαθεί να το κατανοήσει, έστω και εκ μέρους, και να το δει στις αληθινές του διαστάσεις. «Ω, του παραδόξου θαύματος» κραυγάζει. «Βαβαί των σων μυστηρίων αγνή!» Και δικαιολογημένα: «η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται». Ό,τι μυστήριο περικλείει τον θάνατο του Χριστού και την ταφή Του, το ίδιο μυστήριο, κατά τον υμνογράφο που κινείται δοξολογικά σε επίπεδο υπερβολής, περικλείει και την κοίμηση της Παναγίας Μητέρας Του, κάτι που δικαιολογεί και το γιατί οι Χριστιανοί κατ᾽ αντανάκλαση του θανάτου του Κυρίου, ψέλνουν τα εγκώμια και κάνουν περιφορά επιταφίου και στην Θεοτόκο.

Και βεβαίως έτσι συνυπάρχει και η ανάσταση που ακολουθεί. Θέλουμε να πούμε ότι όπως μετά την ταφή του Κυρίου έρχεται η ανάσταση, με την οποία νικήθηκε ο Άδης και «ζωής ηξιώθημεν», έτσι και μετά την κοίμηση της Θεοτόκου έρχεται και η δική της ανάσταση. Διότι, κατά την παράδοσή μας, η Παναγία ναι μεν πέθανε και ετάφη, την τρίτη όμως ημέρα, όταν ανοίχτηκε ο τάφος της προς χάρη ενός από τους μαθητές του Κυρίου που δεν παραβρέθηκε στην κοίμησή της, διαπιστώθηκε η εν σώματι μετάστασή της, συνεπώς η Παναγία βίωσε από τότε αυτό που θα βιώσουμε όλοι μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, την ανάσταση των σωμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι στους Χαιρετισμούς της αδιάκοπα διαλαλείται ότι «αναστάσεως τύπον εκλάμπει», όπως εξίσου δεν είναι τυχαίο ότι ο πιστός λαός μας με το αισθητήριο που διαθέτει, χαρακτηρίζει την Κοίμησή της ως το «Πάσχα του καλοκαιριού».

Ο υμνογράφος βεβαίως δεν βλέπει το μυστήριο της Κοιμήσεως μεμονωμένα. Θεωρεί ότι η Παναγία μας με όλη τη ζωή της ζει το μυστήριο της παρουσίας του Θεού κατά μοναδικό τρόπο, οπότε και η Κοίμησή της προεκτείνει φυσιολογικά το όλο μυστήριο. «Έπρεπε τοις αυτόπταις του Λόγου και υπηρέταις, και της κατά σάρκα Μητρός αυτού, την Κοίμησιν εποπτεύσαι, τελευταίον ούσαν επ᾽ αυτή μυστήριον». Δηλαδή: Έπρεπε οι μαθητές του Χριστού να εποπτεύσουν και την Κοίμηση της κατά σάρκα Μητέρας Του, η οποία αποτελεί το τελευταίο σ᾽ αυτήν μυστήριο. Διότι ασφαλώς και η δική της η Γέννηση ως καρπός έντονης και πολυχρόνιας προσευχής είναι μυστήριο, αλλά πολλαπλασίως περισσότερο ο Ευαγγελισμός της και η Γέννηση δι᾽ αυτής του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου.

Παρ᾽ όλα αυτά! Υπάρχει και συνέχεια του μυστηρίου για την Παναγία, έστω και μετά την Κοίμησή της! Το μυστήριο της συνεχιζόμενης αδιάκοπα στον κόσμο παρουσίας της, γεγονός που συνιστά την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Όπως το ψάλλει η Εκκλησία μας με το απολυτίκιο ιδίως της εορτής: «Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε». Η έξοδός της από τον κόσμο δεν συνιστά μία φυγή, μία λησμονιά από πλευράς της για εμάς. Η Παναγία φεύγει και ταυτοχρόνως παραμένει πιο κοντά μας. Διότι ζώντας καθ᾽ ολοκληρίαν πια μέσα στον Κύριο και Θεό της μετέχει κατά κάποιον τρόπο της πανταχού παρουσίας Εκείνου. Εκείνος της ανοίγει τα μάτια για να μας βλέπει, να μας ακούει, να συμπάσχει και να συγχαίρει μαζί μας, και κυρίως να έχει τη δύναμη να μας βοηθά. Κι αυτό είναι πια εμπειρία όλης της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί να γίνει εμπειρία και του καθενός μας, όπως συνέβη και με τον Άγιο Σιλουανό του Άθω, ο οποίος γράφει (στα κείμενα που μας διέσωσε ο μαθητής και υποτακτικός του όσιος κι αυτός Σωφρόνιος του Έσσεξ) ότι μετανόησε για τις αποκλίσεις της ζωής του, όταν η ίδια η Παναγία τού είπε με πόνο ότι θλίβεται για την αμαρτωλή ζωή του. Ποιος άραγε λόγος αιτιολογεί την αγάπη του πιστού λαού προς Εκείνην παρά η αίσθηση της εγγύτητάς της στη ζωή μας; Και η Παναγία το είχε διαβεβαιώσει, λίγο πριν τον θάνατό της, σκορπώντας την παρηγοριά ήδη από τότε στους πιστούς, με πρώτους τους αποστόλους: «Μη θρηνείτε, γιατί με τη μετάστασή μου σας διαβεβαιώνω ότι όχι μόνον εσάς, αλλά και όλον τον κόσμο θα περισκέπω και θα εφορώ». Αν κάτι παρόμοιο έλεγε και ο όσιος Πορφύριος στην εποχή μας, ότι δηλαδή μετά τον θάνατό του θα βρίσκεται πιο κοντά στους ανθρώπους, πόσο περισσότερο, ας φανταστούμε, ισχύει τούτο για την Παναγία;

5. Μέσα στο θάμβος της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μπροστά σε όλα τα θαυμαστά που εξαγγέλλει η χαρά της από τη μετάστασή της στους ουρανούς, προβάλλει επιτακτικά το ερώτημα: τι ήταν αυτό που έκανε την Παναγία να φτάσει σ᾽ αυτό το ύψος; Και τι πρέπει να κάνουμε κι εμείς αντιστοίχως,  ώστε έστω και ελάχιστα, μια που η προοπτική μας είναι να γίνουμε κι εμείς ῾Παναγίες᾽, να σαρκώνουμε δηλαδή στη ζωή μας τον Χριστό, να γευόμαστε λίγο από τη χάρη της, χάρη στην πραγματικότητα του Κυρίου μας; Η απάντηση είναι γνωστή κι αυτήν διαλαλεί διαρκώς η Εκκλησία μας: Αν η Παναγία έγινε ό,τι έγινε, τούτο οφείλεται στην ετοιμότητά της να υπακούει στο θέλημα του Θεού. Το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» είναι το ῾μυστικό᾽  της εξυψώσεώς της στα υπερουράνια. Αυτό το ῾μυστικό᾽, ας γίνεται καθημερινά φανερό και στις δικές μας καρδιές.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ

 

«Μενοῦν γε∙ μακάριοι οἱ ἀκούοντες τον λόγον τοῦ Θεοῦ και φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28).

Είναι η απάντηση του Κυρίου απέναντι στο  ξέσπασμα μίας απλής γυναίκας μπροστά στο θάμβος που ζούσε από την παρουσία Του και τη διδασκαλία Του. «Ευλογημένη και μακάρια αυτή που σε γέννησε και σε βύζαξε». Ποιος αλήθεια μεγαλύτερος έπαινος υπάρχει για τον άνθρωπο που  θεωρείται ευεργεσία για τους συνανθρώπους του από την αναφορά στη μάνα του; Αν εμείς συχνά νιώθουμε το ίδιο, να μακαρίσουμε τη μάνα ενός ανθρώπου, επειδή βρίσκεται στον κόσμο ως πράγματι κόσμημα – η παρουσία του καταξιώνει ίσως το ανθρώπινο γένος είτε λόγω των χαρισμάτων του που τα καταθέτει προς χάριν του κοινωνικού συνόλου είτε λόγω της ψυχικής του καθαρότητας που τον κάνει να λειτουργεί ως ευωδία κυριολεκτικά ουράνια – πόσο περισσότερο ίσχυε τούτο την εποχή που ήλθε ο ίδιος ο Θεός ως άνθρωπος; Ο Χριστός «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας», ευεργετούσε διαρκώς και θεράπευε όλους, κατά τον λόγο της Γραφής, οπότε ο δοξαστικός λόγος της γυναίκας για τη Μάνα Του, («χαρά στη Μάνα που σε γέννησε»), πρέπει να θεωρηθεί ως η λογικότερη αλλά και η πιο χαρισματική αποτίμηση που Του έγινε ποτέ – μακάρισαν εξαιτίας Του Αυτήν που Τον έφερε ως άνθρωπο στον κόσμο!

Και ο Κύριος, ο ενανθρωπήσας Θεός, πώς αντέδρασε; Τι είπε; Δεν αντιπαρήλθε τον έπαινο, δεν τον αποσιώπησε, δεν αδιαφόρησε, δεν αντέδρασε αρνητικά, όπως έκανε συνήθως όταν ο επαινετικός λόγος αναφερόταν αμέσως σ’ Εκείνον – αρνιόταν τους δοξαστικούς λόγους, τους απαγόρευε, έφευγε. Τον λόγο όμως για τη Μάνα Του τον επιβεβαίωσε και μάλιστα με τρόπο κατεξοχήν επιτατικό. Όχι μόνον ισχύει αυτό που λες, αλλά πολύ περισσότερο! «Μενοῦν γε!» Οπωσδήποτε. Βεβαιότατα. Κατά την απόδοση του μεγάλου και σοφού μακαριστού ιεράρχη Διονυσίου (Ψαριανού), Μητροπολίτου Κοζάνης: «Χαρά και τρισχαρά της!» Διότι κατά τρόπο ευνόητο τέτοια Κόρη με τέτοια καθαρότητα ψυχής, τέτοια ταπείνωση και αγάπη, τέτοια ετοιμότητα υπακοής στο θέλημα του Θεού πουθενά δεν υπήρξε στον κόσμο ούτε θα βρισκόταν και στο μέλλον. «Όταν ήλθε ο κατάλληλος καιρός – σημειώνει ο απόστολος Παύλος θεόπνευστα – έστειλε ο Θεός τον Υιό Του να γεννηθεί από μία γυναίκα». Τη γυναίκα αυτή, την Παναγία Κόρη της Ναζαρέτ, πρόσμεναν όλοι οι αιώνες. Σ’ αυτήν μόνον εκπληρώθηκαν οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, και μάλιστα εκείνη του Πρωτευαγγελίου μετά την πτώση των προπατόρων: «ο απόγονος της γυναίκας θα συντρίψει τον όφι-διάβολο». Κι ήταν η αλήθεια: στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου εκπληρώθηκε το Πρωτευαγγέλιο.

Κι ο εν συνεχεία λόγος του Κυρίου έρχεται και επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο την παραπάνω πραγματικότητα. «Μακάριοι όσοι ακούνε τον λόγο του Θεού και τον τηρούνε στη ζωή τους». Η Μάνα Του δηλαδή δεν μακαρίζεται γιατί απλώς επιλέχθηκε για να γίνει η γέφυρα που θα έφερνε τον Θεό στον κόσμο. Μακαρίζεται γιατί ήταν προσανατολισμένη ήδη από τα γεννοφάσκια της στον λόγο του Θεού, στην αγάπη Εκείνου, στην υπακοή του αγίου θελήματός Του, όπως είπαμε και παραπάνω. Η Μαριάμ, η οποία βρέθηκε ήδη τριετής μέσα στα Άγια των Αγίων του Ναού, ζούσε ως άγγελος του Ουρανού, με απόλυτη προτεραιότητα της ζωής της τον ίδιο τον Θεό – το «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της ισχύος» ήταν το καθοδηγητικό στοιχείο που την συνείχε. Πώς λοιπόν να μη σαρκώσει τον Θεό ως άνθρωπο, όταν Εκείνος βρήκε στο πρόσωπό της το κατοικητήριο που αναζητούσε; «Θα κατοικήσω σ’ αυτούς και θα περπατήσω στην ύπαρξή τους, και θα είναι αυτοί λαός μου και εγώ θα είμαι Θεός τους» ήταν η υπόσχεσή Του και η μικρή Μαρία υπήρξε το «έδαφος» εκπληρώσεώς της – η θεοκοινωνία ήταν θα λέγαμε προδιαγεγραμμένη.

Κι αυτός ο προσανατολισμός κι αυτή η αγάπη προς τον Θεό δεν ήταν για ένα διάστημα. Απαρχής μέχρι τέλους της ζωής της η Θεοτόκος ήταν ένα «ναι» προς τον Υιό και Θεό της, που σημαίνει ότι ο μακαρισμός Του προς την Παναγία Μάνα Του έβαινε διαρκώς και αυξανόμενος – μία βάτος καιομένη και μη κατακαιομένη ήταν η καρδιά της από τη χάρη του Θεού. Και μαζί μ’ Εκείνον ο μακαρισμός της θα επαναλαμβανόταν από την καρδιά και τα χείλη κάθε πιστού μέλους Του, από τότε έως της συντελείας του αιώνος και επέκεινα. Εν πνεύματι το προφήτεψε και η Ίδια: «Ιδού από του νυν θα με μακαρίζουν όλες οι γενιές των ανθρώπων». Δεν υπάρχει χριστιανός που να χαρακτηρίζεται έτσι και η στάση του απέναντι στην Παναγία να είναι στάση διαφορετική από ό,τι του Ίδιου του Θεού.

Η επιτατική επιβεβαίωση του μακαρισμού της απλής γυναίκας από τον Κύριο για την Παναγία Μητέρα Του λειτουργεί ως φως κατευθυντήριο και για κάθε πιστό: ξέρουμε πως η ακρόαση και η μελέτη του λόγου του Θεού που καταλήγει σε εφαρμογή και πράξη ζωής φέρνει πλούσια τη χάρη του Θεού – ο Θεός μας επαινεί και αναπαύεται στην καρδιά και όλη την ύπαρξή μας. Και δεν γίνεται διαφορετικά, αφού ο Ίδιος ο Κύριος βεβαίωσε ότι μέσα στον λόγο Του και τις εντολές Του περικλείεται τελικώς η παντοδύναμη ενέργειά Του. Η Εκκλησία μας επιμένει σε κάθε εορτή της Θεοτόκου, πολύ περισσότερο στη μεγαλύτερη εξ όλων, την Κοίμησή της, να μας υπενθυμίζει την αλήθεια αυτή. Γιατί ενδιαφέρεται όχι απλώς να δοξολογούμε την Παναγία, αλλά να γινόμαστε κι εμείς μικρές Παναγίες, γεγονός που συνιστά τη σπουδαιότερη δοξολόγησή Της.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

   Η αγία εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι πολυπρόσωπη. Δύο όμως πρόσωπα ξεχωρίζουν στην όλη παράσταση: Ο Χριστός και η Παναγία. Ο Χριστός μας με το ηγεμονικό Του παράστημα που κρατεί την ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του, βρέφος φασκιωμένο, και το λιπόσαρκο σκήνωμα της Παναγίας.

   «Στην εικόνα δεσπόζει το νεκρικό κρεβάτι, στολισμένο με πλούσια ποδέα, όπου αναπαύεται η Παναγία με τα χέρια σταυρωμένα. Μπροστά στερεωμένο σε ένα απλό κηροπήγιο καίει ένα χοντρό κερί. Πίσω από το νεκρικό κρεβάτι και στη μέση ακριβώς στέκει ο Χριστός με το σώμα σε περίεργη στροφή προς τα δεξιά, προς την κεφαλή της Μητέρας Του. Στα χέρια Του απλωμένα στην ίδια κατεύθυνση, κρατεί την ψυχή της, που έχει τη μορφή φασκιωμένου μωρού με τα χέρια σταυρωμένα. Τον τριγυρίζει δόξα. Μέσα σ’ αυτή είναι ζωγραφισμένοι στην κορυφή ένα εξαπτέρυγο και σε μονοχρωμία τέσσερεις άγγελοι που πλαισιώνουν το Χριστό με χειρονομίες και έκφραση λύπης στα πρόσωπά τους... Πάνω ακριβώς από το Χριστό στην κορυφή του τόξου της εικόνας έχουν ανοίξει οι πύλες του ουρανού και φαίνονται δύο άγγελοι, πάλι σε μονοχρωμία, να σκύβουν με σκεπασμένα χέρια για να πάρουν με τη σειρά τους την ψυχή της. Στην κεφαλή και στα πόδια του νεκρικού κρεβατιού είναι μαζεμένοι οι δώδεκα απόστολοι με εκφράσεις, στάσεις και χειρονομίες που δείχνουν βαθειά λύπη. Ο Πέτρος θυμιατίζει στην κεφαλή της Παναγίας, ο δε Απόστολος Παύλος και ο Θεολόγος Ιωάννης σκύβουν στα πόδια της και την ασπάζονται. Πιο πίσω είναι τρεις ιεράρχες με ανοιχτά βιβλία και στα αριστερά, στο βάθος, θρηνούν τρεις γυναίκες. Τη σύνθεση κλείνουν στο βάθος, πίσω από τις ομάδες των μαθητών, δύο συμβατικά αρχαιόπρεπα κτήρια. Ανάμεσα σ’ αυτά διαβάζεται η επιγραφή Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ». Οι τέσσερεις (εικονίζονται οι τρεις) Ιεράρχες που παραβρέθηκαν στην Κοίμηση, ήταν: ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο Ιερόθεος, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο Τιμόθεος. Ο Ιερόθεος δεν εικονίζεται.

   Σε κάποιες εικόνες βλέπουμε στη δεξιά άκρη του σπιτιού τον Ιωάννη το Δαμασκηνό που βαστά χαρτί (πάπυρο) με τα εξής λόγια: «Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανὸν ὑπεδέξαντο οὐράνια Πάναγνε θεία σκηνώματα καὶ παρέστηκας...» Και στα αριστερά τον άγιο Κοσμά τον ποιητή κρατώντας άλλο χαρτί που λέει: «Γυναίκα σε θνητήν, ἄλλ᾿ ὑπερφυῶς καὶ μητέρα Θεοῦ εἰδότες, πανάμωμε…»

   Σ’ όλα τα πρόσωπα διακρίνεται η θλίψη, ανάμικτη όμως με τη γλυκιά ελπίδα. Είναι η «χαρμολύπην», το «χαροποιὸν πένθος», γνώρισμα των πιστών που ζουν με την προσμονή της ανάστασης. Τούτο βλέπουμε και στα τροπάρια της εορτής, που άλλοτε τονίζουν τον τρόμο και το δέος των Αποστόλων, τους οποίους παρουσιάζουν να δακρύζουν και άλλοτε τονίζουν τη χαρά τους, που την εκδηλώνουν με ψαλμούς και ύμνους. Παραθέτουμε δύο αποσπάσματα «Ὅτε ἡ μετάστασις τοῦ ἀχράντου σου σκήνους ηὐτρεπίζετο, τότε οἱ Ἀπόστολοι περικυκλοῦντες τὴν κλίνην τρόμω ἐώρων σε» (Στιχηρό ιδιόμελο όρθρου). «...Καὶ τὸ ζωαρχικὸν καὶ θεοδόχον σου σῶμα κηδεύσαντες ἔχαιρον, πανύμνητε» (Δοξαστικό αποστίχων Εσπερινού).

   Σε μερικές εικόνες εικονίζονται στον ουρανό σύννεφα, που μετέφεραν τους αποστόλους στην Ιερουσαλήμ. Σε πολλές εικόνες της Κοίμησης ζωγραφίζεται και το επεισόδιο του αγγέλου και κόβει με το ξίφος του τα χέρια του Ιεφονία. (Πρόκειται για εκείνο τον Εβραίο που αποπειράθηκε να ρίξει στο έδαφος το λείψανο της Θεοτόκου).

ΣΤΗΝ ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ!

 

Άνθη του Αιγαίου μυροβολούν δοξαστικά

στου ξωμονάστηρου τη θύρα, λες

και αντιφωνούν ροδόπνοα λιβανωτά

που καίνε αντικρύ στης Παναγιάς το βλέμμα.

 

Είναι τα μύρα της καρδιάς από τον θρήνο

- μπορεί και τη χαρά - των Παρακλήσεων

τ’ Αυγούστου που μάσει η Μάνα η Κυρά

προς ευφροσύνη Της τις έρημες τις μέρες.

(Στέφανος Δορμπαράκης, 13-8-2022)

29 Ιουλίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Η´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«Μεμέρισται ὁ Χριστός; Μή Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπέρ ὑμῶν; ῎Η εἰς τό ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;» (Α´ Κορ. 1, 13)

 Ὁ ἀπόστολος τῆς ἡμέρας ἀποτελεῖ τήν πιό ἔντονη κραυγή τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιά τήν ὁμοφροσύνη καί τήν ἑνότητα τῶν χριστιανῶν, καθώς ἀπευθύνεται μάλιστα στούς πιστούς τῆς Κορίνθου, στήν ᾽Εκκλησία τῶν ὁποίων εἶχαν παρουσιασθεῖ σημάδια διάσπασης καί σχίσματος. Εἶχαν ὁμαδοποιηθεῖ κατά κάποιον τρόπο οἱ ἐκεῖ πιστοί προβάλλοντας ἡ κάθε ὁμάδα εἴτε τόν Πέτρο εἴτε τόν Παῦλο εἴτε τόν ᾽Απολλώ, σπουδαίους ἀποστόλους ὄντως καί μεγάλες προσωπικότητες, χωρίς νά κατανοοῦν ὅμως ὅτι ἡ ὑπέρ τό δέον προβολή κάποιου, ἔστω καί ἀποστόλου καί μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, στήν πραγματικότητα ἀκυρώνει τήν πίστη στόν ἴδιο τόν Κύριο, τόν Σωτήρα τοῦ κόσμου. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ἀντίδρασή του εἶναι ἔντονη: «Διαμοιράστηκε ὁ Χριστός; Μήπως ὁ Παῦλος σταυρώθηκε γιά χάρη σας; ῎Η στό ὄνομα τοῦ Παύλου βαπτισθήκατε;» ῾Ο μερισμός καί τό σχίσμα γιά τόν ἀπόστολο ἦταν ὅ,τι χειρότερο μποροῦσε νά τούς συμβεῖ. Διαγραφόταν ἡ ἴδια ἡ σωτηρία πού ἔφερε ὁ Χριστός.

 1. Καί βεβαίως θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι ἴσως ἡ ἀντίδρασή τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἦταν ὑπερβολική, δεδομένου ὅτι οἱ πιστοί δέν ἔφευγαν ἀπό τήν ᾽Εκκλησία καί τήν πίστη. Στούς ἀποστόλους ῾ἐκολλῶντο᾽, στούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ, σ᾽ ἐκείνους δηλαδή πού κήρυσσαν τό Εὐαγγέλιο καί ἔδειχναν διαρκῶς πρός τόν Χριστό. Δέν ἦταν σημάδι χριστιανικῆς πίστεως ἡ συγκεκριμένη ἀναφορά τους σ᾽ αὐτούς; ῾Ο ἴδιος ὁ ἀπόστολος ᾽Ιωάννης δέν γράφει ἤδη στήν ἀρχή τῆς Α´ Καθολικῆς ἐπιστολῆς του ὅτι προϋπόθεση τῆς κοινωνίας μέ τόν Χριστό εἶναι ἡ κοινωνία μέ τούς ἀποστόλους; ῾῞Ινα καί ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ᾽ ἡμῶν˙ καί ἡ κοινωνία δέ ἡ ἡμετέρα μετά τοῦ πατρός καί μετά τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ᾽. Ἡ ᾽Εκκλησία μας ἀργότερα ὁριοθετώντας τήν πίστη της μέ τό Σύμβολο τῆς πίστεως δέν λέει ὅτι ἡ πίστη αὐτή γιά νά εἶναι ἀληθινή πρέπει ἐκτός ἀπό μία, ἁγία καί καθολική νά εἶναι καί ἀποστολική; Πῶς λοιπόν μέ τόσο ἀπόλυτο τρόπο ὁ ἅγιος Παῦλος καταδικάζει καί δαιμονοποιεῖ τήν προσκόλληση σέ κάποιον ἀπόστολο, ἀκόμη καί τόν ἴδιο;

2. Προφανῶς ὁ ἀπόστολος εἶχε δίκιο. Διότι ἀπό ὅ,τι περιγράφει ἡ κατάσταση στήν Κόρινθο δέν βρισκόταν μέσα στό πλαίσιο τῆς ὀρθῆς ἀποστολικότητας. Οἱ πιστοί δέν ἦταν προσκολλημένοι στούς ἀποστόλους, ὥστε νά εἶναι προσανατολισμένοι στόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό γιά ἕνωση μαζί Του, ἀλλά ἔπαιρναν ὡς ἀφορμή τήν προσκόλλησή τους αὐτή γιά νά προβάλουν τόν ἐγωϊσμό τους καί τήν κυριαρχία τους ἐπί τῶν ἄλλων. Τά πάθη τους ἔβγαζαν καί τήν ἀντιπαλότητα ἀπέναντι στούς συνανθρώπους τους ἀποκάλυπταν, ὑπό τό πρόσχημα ὅμως τῆς θρησκευτικῆς ἀναφορᾶς τους. Αὐτό πού ὁ Κύριος ἦλθε νά καταργήσει: τόν ἐγωϊσμό ὡς πυρήνα τῆς ἁμαρτίας, αὐτό ἔβρισκε ἄλλους δρόμους γιά νά ξεγελᾶ τούς ἀνθρώπους καλυπτόμενο κάτω ἀπό τήν μάσκα τῆς ῾θρησκευτικῆς᾽ πίστεως. ῾Η μορφή δηλαδή τῆς εὐσέβειας: ῾εἶμαι τοῦ Παύλου ἤ τοῦ Πέτρου᾽,  ἔριχνε κυριολεκτικά στάχτη στά μάτια γιά νά ἐξαφανίζεται ἡ ὅποια οὐσία τῆς ἀληθινῆς εὐσέβειας, ἡ ζωντανή σχέση μέ τόν Χριστό. ῞Ο,τι ὁ ἀπόστολος θά γράψει κάπου ἀλλοῦ γιά «τούς ἔχοντας τήν μόρφωσιν τῆς εὐσεβείας, ἀλλά ἠρνημένους τήν δύναμιν αὐτῆς», φαινόταν ἀνάγλυφο στούς πιστούς τῆς Κορίνθου. Κι αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη τραγικότητα: νά δηλώνεις χριστιανός, νά νομίζεις ὅτι εἶσαι πιστός ᾽Εκείνου καί νά εἶσαι ἕρμαιο τῶν παθῶν σου καί ὑποχείριο τοῦ διαβόλου. Γιατί ἀσφαλῶς μόνον ὡς παγίδα τοῦ παμπόνηρου διαβόλου μπορεῖ κανείς νά θεωρήσει τήν παραπάνω πραγματικότητα. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε περιγράψει κάτι ἀνάλογο: θά σκοτώνουν τούς μαθητές Του, πιστεύοντας ὅτι προσφέρουν λατρεία στόν Θεό. «Καί πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ».

3. Δυστυχῶς ἡ τραγικότητα τοῦ μερισμοῦ καί τοῦ σχίσματος τῶν πιστῶν τῆς Κορίνθου δέν σταμάτησε μόνο σ᾽ αὐτούς μέ τήν ἐπέμβαση τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Συνεχίστηκε καί στά μετέπειτα χρόνια καί συνεχίζεται μέχρι καί σήμερα, ὅπου ὑπάρχουν πιστοί καί ᾽Εκκλησίες. ῾Η διάσπαση ὡς ἔκφραση ἐγωϊσμοῦ ὑπάρχει ὡς μόνιμος πειρασμός σέ κάθε ἐποχή κι εἶναι δύσκολο νά διαπιστωθεῖ ἀμέσως, γιατί ἀκριβῶς παίρνει μορφή «ἐκκλησιαστική». Κι αὐτό σημαίνει ὅτι χρειάζεται διαρκής ἐπαγρύπνηση γιά τήν ἀποφυγή τέτοιων ὕπουλων χτυπημάτων τῆς ἑνότητας τῆς ᾽Εκκλησίας. Φαινόμενα κατά τά ὁποῖα ὁμάδες πιστῶν ῾γκετοποιοῦνται᾽ μέ κέντρο καί ἀναφορά ἕναν Γέροντα, ἕναν κληρικό, ἕνα μοναστήρι ἴσως, μπορεῖ νά μήν εἶναι τόσο ἀθῶα ὅσο φαίνονται. Κι ἀπαιτεῖται ἰδιαίτερη εὐαισθητοποίηση καί ἀπό πλευρᾶς τῶν ῾κέντρων᾽ αὐτῶν, ὥστε νά μήν ἀφήνουν νά γίνονται ἀντικείμενα λατρείας. Γιατί ἡ πίστη μας καί ἡ σωτηρία μας βρίσκεται σέ ἕνα καί μοναδικό πρόσωπο: τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό. «Αὐτός ἐστιν ὁ ἀληθινός Θεός καί ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου», Αὐτός εἶναι τό νόημα καί ἡ βάση τοῦ παντός, δεδομένου ὅτι μέ τήν Σταυρική Του θυσία καταργήθηκε τό κεντρικό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου: ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος πού εἶναι τό ἀποτέλεσμά της. Χωρίς τόν Χριστό τί νά τόν κάνεις τόν ἀπόστολο, τί νά τόν κάνεις τόν Γέροντα, τί νά τόν κάνεις τόν ὅποιο κληρικό; ᾽Ακόμη κι ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, ὅπως κι ὅλοι οἱ ἅγιοι, τί νόημα θά εἶχαν χωρίς ᾽Εκεῖνον; ῎Αν ὁ ὁποιοσδήποτε ἔχει κάποια ἀξία στόν κόσμο αὐτόν, εἶναι λόγω τῆς σχέσης Του μέ τόν Κύριο. «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν», ὅπως μᾶς ἀποκάλυψε ὁ ῎Ιδιος.

4. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος καταθέτει μέ ἀπόλυτο τρόπο τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ᾽Εκκλησίας: «Μή Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπέρ ὑμῶν; ῎Η εἰς τό ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;» Ὁ Χριστός μᾶς σώζει, γιατί σ᾽  Αὐτόν καί μόνο βρίσκουμε τήν  ἑνότητά μας. ῾Ο Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ σώματος καί ὅλοι οἱ ἄλλοι εἴμαστε μέλη αὐτοῦ τοῦ σώματος. Κάθε ἄλλη θεώρηση τῆς ᾽Εκκλησίας λειτουργεῖ ἀποπροσανατολιστικά, δηλαδή λειτουργεῖ δαιμονικά καί εἰς βάρος τοῦ ἀνθρώπου. ῎Ετσι λειτουργεῖ τό σχίμα, ἔτσι λειτουργεῖ πολλῷ μᾶλλον ἡ αἵρεση, γι᾽ αὐτό καί δέν ὑπάρχουν χειρότερες καταστάσεις ὅπως εἴπαμε ἀπό αὐτές. Κι ἐκεῖ πού ὁ ἀπόστολος μᾶς δίνει διαχρονικά τήν ὀρθή ἱεράρχηση τῶν πραγμάτων, ἡ ὁποία γινόμενη ἀποδεκτή κυριολεκτικά σώζει τόν ἄνθρωπο κάνοντάς τον νά ῾περιπολεῖ ὡς Θεός ἐν τῷ κόσμῳ᾽ μέ τίς δυνάμεις τοῦ ῎Ιδιου τοῦ Θεοῦ, εἶναι στό τέλος τοῦ τρίτου κεφαλαίου τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς του στούς Κορινθίους. Στό ὀξύ πρόβλημα τῶν σχισματικῶν καταστάσεων τῆς Κορίνθου καταλήγει: «Τά πάντα (εἴτε Παῦλος εἴτε Κηφᾶς εἴτε ᾽Απολλώς) ὑμῶν ἐστι, ὑμεῖς δέ Χριστοῦ, Χριστός δέ Θεοῦ». ῞Ολα σ᾽ αὐτήν τήν ζωή, ἄνθρωποι καί πράγματα, σᾶς ἀνήκουν, εἶναι κάτω ἀπό ἐσᾶς, γιατί ἐσεῖς τελικά ἀνήκετε μόνο στόν Χριστό, ὅπως κι Αὐτός ἀνήκει στόν Θεό.

 Μπορεῖ ὁ ἀπόστολος νά μή θέλει νά δεχτεῖ ὅτι κύριο ἔργο του εἶναι νά βαπτίζει τούς ἀνθρώπους, γιατί εἶχε κληθεῖ πρώτιστα πρός εὐαγγελισμό αὐτῶν, ὅμως αὐτά πού κηρύσσει καταλήγουν στό βάπτισμα καί τό τί ὁ ἄνθρωπος γίνεται μέ αὐτό: μέλος Χριστοῦ, φανέρωση ᾽Εκείνου στόν κόσμο. «῞Οσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε». ῾Η συνειδητοποίηση ὅτι ὡς χριστιανοί εἴμαστε ἕνα πιά μέ τόν Χριστό, γεγονός πού ἐνεργοποιεῖται καί αὐξάνει στόν βαθμό πού ζεῖ κανείς τήν ἐκκλησιαστική ζωή, εἶναι καί ἡ μόνη λύση στό κάθε σχίσμα πού πάει νά ἀναφανεῖ καί πού ὁδηγεῖ τελικῶς στήν αἵρεση καί τήν καταστροφή. 

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 14, 14-22)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶδεν ὁ Ἰησοῦς πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ ̓ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. Ὀψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. Οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. Ὁ δὲ εἶπε· φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε. Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. Οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, εἶδε ὁ Ἰησοῦς πολύν κόσμο καί τούς σπλαχνίστηκε, καί γιάτρεψε τούς ἀρρώστους των. Ὅταν ἔπεσε τό δειλινό, τόν πλησίασαν οἱ μαθητές του καί τοῦ εἶπαν: «Ὁ τόπος εἶναι ἐρημικός, καί ἡ ὥρα πιά περασμένη. Διῶξε τόν κόσμο νά πᾶνε στά χωριά γιά ν' ἀγοράσουν φαγητά νά φᾶνε». Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τούς εἶπε: «Δέν ὑπάρχει λόγος νά φύγουν, δῶστε τους ἐσεῖς νά φᾶνε». «Δέν ἔχουμε ἐδῶ παρά πέντε ψωμιά καί δύο ψάρια», τοῦ ἀπαντοῦν. «Φέρτε μού τα ἐδῶ», τούς λέει. Κι ἀφοῦ πρόσταξε τόν κόσμο νά καθίσει γιά φαγητό πάνω στό χορτάρι, πῆρε τά πέντε ψωμιά καί τά δύο ψάρια, ἔστρεψε τό βλέμμα του στόν οὐρανό, τά εὐλόγησε, ἔκοψε τά ψωμιά σέ κομμάτια καί τά ἔδωσε στούς μαθητές, καί οἱ μαθητές στό πλῆθος. Ἔφαγαν ὅλοι καί χόρτασαν. Καί μάζεψαν τά περισσεύματα ἀπό τά κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα. Αὐτοί πού ἔφαγαν ἦταν περίπου πέντε χιλιάδες ἄντρες, χωρίς τίς γυναῖκες καί τά παιδιά. Ἀμέσως ὕστερα ὁ Ἰησοῦς ὑποχρέωσε τούς μαθητές του νά μποῦν στό καΐκι καί νά πᾶνε νά τόν περιμένουν στήν ἀπέναντι ὄχθη, ὡσότου αὐτός διαλύσει τά πλήθη.

 


ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Α΄Κορ. 1, 10-17)

Ἀδελφοί, παρακαλῶ ὑμᾶς διά τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ. Ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι. Λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ. Μεμέρισται ὁ Χριστός; μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον, ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα. Ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα. Οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ ̓ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδερφοί, σᾶς ζητῶ, στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά εἶστε ὅλοι σύμφωνοι μεταξύ σας καί νά μήν ὑπάρχουν ἀνάμεσά σας διαιρέσεις, ἀλλά νά εἶστε ἑνωμένοι, μέ μία σκέψη καί μέ ἕνα φρόνημα. Αὐτό τό γράφω, ἀδερφοί μου, γιατί μέ πληροφόρησαν γιά σᾶς ἄνθρωποι τῆς Χλόης ὅτι ἔρχεστε σέ προστριβές μεταξύ σας. Θέλω νά πῶ ὅτι ὁ καθένας σας λέει κάτι διαφορετικό. Ὁ ἕνας λέει: «Ἐγώ εἶμαι τοῦ Παύλου», ὁ ἄλλος: «Ἐγώ εἶμαι τοῦ Ἀπολλώ», ἕνας ἄλλος: «Ἐγώ εἶμαι τοῦ Κηφᾶ» καί κάποιος ἄλλος: «Ἐγώ εἶμαι τοῦ Χριστοῦ». Διαμοιράστηκε, λοιπόν, ὁ Χριστός; Μήπως εἶναι ὁ Παῦλος πού πέθανε πάνω στό σταυρό γιά νά σᾶς σώσει; Ἤ μήπως στό ὄνομα τοῦ Παύλου ἔχετε βαφτιστεῖ; Εὐχαριστῶ τό Θεό πού δέ βάφτισα κανένα σας ἐκτός ἀπό τόν Κρίσπο καί τό Γάιο. Ἔτσι δέν μπορεῖ νά πεῖ κανείς πώς τόν βάφτισα στό δικό μου ὄνομα. Ναί, βέβαια, βάφτισα καί τήν οἰκογένεια τοῦ Στεφανᾶ. Ἐκτός ἀπ' αὐτούς, ὅμως, δέ θυμᾶμαι νά βάφτισα κανέναν ἄλλο. Ἡ ἀποστολή πού μοῦ ὅρισε ὁ Χριστός δέν ἦταν νά βαφτίζω, ἀλλά νά κηρύττω τό εὐαγγέλιο, χωρίς σοφά καί περίτεχνα λόγια, ὥστε ὁ θάνατος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στό σταυρό νά μή χάσει τό περιεχόμενό του.

ΕΝΑΣ ΤΡΟΠΟΣ ΑΠΟΚΤΗΣΕΩΣ ΧΑΡΙΣΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ!

Ο όσιος Γέρων Πορφύριος, νεαρό παλληκάρι δεκαεπτά ετών, έγινε χωρίς να το θέλει μέτοχος ενός συγκλονιστικού γεγονότος: είδε με αίσθηση ψυχής τη βαθειά προσευχή ενός αγιασμένου ασκητή, Δημά στο όνομα, ο οποίος αξημέρωτα ακόμη και πριν ξεκινήσει η ακολουθία στο Κυριακό της Σκήτης, είχε πάει, μόνος καθώς νόμιζε, ακριβώς για να προσευχηθεί. Η προσευχή του Δημά, κατανυκτική και δακρυρροούσα, συνοδευόμενη και με μεγάλες μετάνοιες, αποτέλεσε για τον νεαρό καλόγερο συγκλονιστική εμπειρία, καθώς του δόθηκε η χάρη να δει τι σημαίνει αληθινή προσευχή, τι σημαίνει ένωση με τον Θεό. Δεν τόλμησε να κουνηθεί από τη σκιασμένη θέση του – θεώρησε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν βλασφημία! Κι ήταν το ιερό τούτο γεγονός η ευλογημένη στιγμή ν’ αποκτήσει κι αυτός, από τη μικρή αυτή ηλικία, το χάρισμα της διόρασης και προόρασης του άγνωστου κατά τα άλλα σπουδαίου αυτού ασκητή. Η ευλαβική στάση του μπροστά στην ψυχή που προσευχόταν έγινε η δίοδος για να ρεύσει και σ’ αυτόν η ίδια χάρη προσευχής του Δημά και των χαρισμάτων που την συνόδευαν.

Το παράδειγμα είναι πράγματι μοναδικό. Δείχνει ότι όταν συντρέχουν και οι δικές μας προϋποθέσεις: η καλή μας η διάθεση, η αποφασιστική στροφή της βούλησής μας προς το θέλημα του Θεού, μπορεί να επιτρέψει ο Θεός να γίνουμε κι εμείς μέτοχοι των χαρισμάτων των συνανθρώπων μας, ιδίως των προχωρημένων και «τελείων» χριστιανών. Κι αυτό θα πει: όπου βλέπουμε αρετή και χάρισμα του συνανθρώπου να στεκόμαστε με ευλάβεια απέναντί τους όπως θα στεκόμασταν ενώπιον του ίδιου του Χριστού – Εκείνος άλλωστε τα χορηγεί! Η στάση μας αυτή συνιστά την απόδειξη ότι λειτουργεί η χριστιανική μας συνείδηση, δηλαδή βρισκόμαστε σ’ εκείνην την ετοιμότητα που η ώρα του Θεού μπορεί να σημάνει εξαιρετικά και για εμάς. Ίσως θα πρέπει εδώ να θυμηθούμε τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: «όσοι δέχονται προφήτη στο όνομα του προφήτη, δηλαδή «βλέπουν» το δοσμένο από τον Θεό χάρισμα, παίρνουν κι αυτοί μισθό προφήτη»!

Δυστυχώς τούτο λειτουργεί και αντίστροφα: η αποδοχή και η «χαρά» της πονηρίας κάποιου, η καρδιακή συμμετοχή μας σε αισθήματα και ενέργειες αντίθετα προς το θέλημα του Θεού, μπορεί να γίνουν η θύρα για την είσοδο στην καρδιά μας των δαιμονίων που υποκρύπτονται πίσω από αυτά. Θέλει πολλή προσοχή πού κλίνουμε τη φορά της καρδιάς μας! Γινόμαστε ό,τι ετοιμάζουμε για τον εαυτό μας!