23 Αυγούστου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΟΥΓΔΟΥΝΩΝ

«Ο άγιος Ειρηναίος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα της Ρώμης Μάρκου Αντωνίνου, τον δεύτερο μ. Χ. αιώνα, και υπήρξε αρχαίος Πατέρας της Εκκλησίας, διάδοχος των μακαρίων Αποστόλων, ενώ χρημάτισε και επίσκοπος Λουγδούνων της Γαλλίας (της σημερινής Λυών). Άφησε στην Εκκλησία πολλά βιβλία, τα οποία εξηγούσαν, ερμήνευαν και υπεράσπιζαν τη χριστιανική πίστη, τα οποία χρησιμοποίησαν πολύ για παρόμοιο σκοπό και οι μεταγενέστεροι Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Ο άγιος ανέλαβε τα καθήκοντα του επισκόπου της εκκλησίας των Λουγδούνων, μετά τον Ποθεινό, ο οποίος και μαρτύρησε για την πίστη του Χριστού. Με τη διδασκαλία του ο Ειρηναίος και με τις παραινέσεις του, μετέστρεψε στην πίστη του Χριστού από την ειδωλολατρία πολλούς ανθρώπους,  πολλοί από τους οποίους έγιναν μάρτυρες του Χριστού, όπως και ο ίδιος τελικώς στεφανώθηκε με το στεφάνι του μαρτυρίου, με το ξίφος των διωκτών της πίστεως».

Η απόδοση της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που η Εκκλησία μας άγει σήμερα, αφενός τονίζει και πάλι τη σπουδαιότητα του προσώπου της Παναγίας μας, αφετέρου σχετίζει Αυτήν με τον μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, τον οποίο επίσης εορτάζουμε, τον άγιο ιερομάρτυρα Ειρηναίο Λουγδούνων ή Λυών. Και τούτο, διότι ο άγιος Ειρηναίος, συνεχιστής της θεολογίας του αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου (ο άγιος Ιγνάτιος ανοίγει τον δεύτερο μ.Χ. αιώνα, ο άγιος Ειρηναίος κλείνει τον αιώνα αυτόν), προβάλλει, μέσα στο πλαίσιο της θεολογίας αυτής, την Υπεραγία Θεοτόκο, ως αναπόσπαστο παράγοντα της σωτηρίας του ανθρώπου. Εννοούμε ότι η Παναγία μας, κατά τον άγιο, δεν έχει τη θέση του εξαίρετου μέλους στην Εκκλησία, από πλευράς μόνον παραδειγματικής – να Της μοιάσουμε απλώς λόγω της αγιότητάς Της – αλλά και από πλευράς σωτηριώδους. Η υπακοή Της στον λόγο του Θεού, προκειμένου να έλθει στον κόσμο ως άνθρωπος ο Υιός του Θεού, αντιπαραβάλλεται με την ανυπακοή της πρώτης Εύας, που σημαίνει ότι όπως με εκείνη ο άνθρωπος ξέπεσε από τη σχέση του με τον Θεό, έτσι και με την Παναγία, ως δεύτερη Εύα, ο άνθρωπος βοηθήθηκε στην επανένταξή του σ’  Εκείνον. Ειρηναίος και Παναγία λοιπόν σχετίζονται ουσιαστικά και όχι μόνον γιατί συμπίπτει η απόδοση της Κοιμήσεώς Της με την εορτή του αγίου.

Ο άγιος Ειρηναίος όμως είναι από εκείνους τους αποστολικούς Πατέρες που η επικαιρότητά τους σήμερα είναι εκπληκτική. Για δύο λόγους.  Πρώτον, διότι τόνισε σε βαθμό απόλυτο αυτό που αληθινά έφερε ο Χριστός και κήρυξαν οι απόστολοι, δηλαδή ότι ο άνθρωπος σώζεται μόνον εν Χριστώ, κάτι που πήγε στην εποχή του να αλλοιωθεί με την κυριαρχία της αίρεσης του γνωστικισμού (ο οποίος κήρυσσε άλλον Θεό του καλού και άλλον του κακού και Δημιουργού, άρα δαιμονοποιούσε τον κόσμο και την ύλη, συνεπώς και το σώμα του ανθρώπου, και αρνιόταν και την Παλαιά Διαθήκη, ως το πρώτο θεόπνευστο μέρος της Αγίας Γραφής), αλλά και με τη συνέχειά του και σήμερα, μέσω υπολειμμάτων του – είναι γνωστό ότι όλα εκείνα τα συστήματα της εποχής μας, θεοσοφικά, φιλοσοφικά, μυστικιστικά, που μιλούν για γνώση και εύρεση του εαυτού με μύηση και στοχασμό και άσκηση, συνδέονται με αυτήν την ανατολική αίρεση των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που κατεδίκασε η Εκκλησία μας. Δεύτερον, διότι εξίσου τόνισε ότι αυτή η εν Χριστώ σωτηρία δεν μπορεί να υπάρξει πουθενά αλλού, πέρα από την Εκκλησία. Ο άγιος Ειρηναίος  ήταν εκείνος που περίτρανα έδειξε ότι έξω από την Εκκλησία που συνιστά το ζωντανό σώμα του Χριστού, δεν μπορεί κανείς να έχει μετοχή στον Χριστό, άρα δεν μπορεί και να σωθεί. Και καταλαβαίνουμε το πόσο επίκαιρη είναι η διδασκαλία του, διδασκαλία όλης της Εκκλησίας, όταν και πάλι ακούγονται φωνές, δυστυχώς και από «χριστιανούς», που πιστεύουν ότι μπορούν να «κρατούν» τον Χριστό, διαγράφοντας όμως την Εκκλησία. Απαρχής λοιπόν η Εκκλησία, δια στόματος πρώτον των αποστόλων, κι έπειτα των Πατέρων, σαν τον άγιο Ειρηναίο, έχει δώσει την απάντηση: Χριστός και Εκκλησία πάνε μαζί, όπως μαζί θεωρούνται η κεφαλή με το σώμα. Τυχόν διάσπασή τους σημαίνει εκτρωματική και «τερατική» κατάσταση.

Ο άγιος Ειρηναίος ήταν εκείνος που τονίζοντας τα παραπάνω δεν ιδεολογοποίησε την Εκκλησία. Δεν μίλησε γι’  αυτήν ως κάτι θεωρητικό, άρα και η σχέση του χριστιανού με τον Χριστό δεν μπορεί να είναι θεωρητική. Ο άγιος, στοιχώντας στην Παράδοση, όπως είπαμε, των αποστόλων, ζώντας και αναπνέοντας ιδιαιτέρως τη ζωή και το ήθος του αγίου Ιγνατίου και του αγίου Πολυκάρπου, μίλησε για την πραγματική και ουσιαστική εν χάριτι μετοχή του ανθρώπου στον Χριστό. Ο άνθρωπος με άλλα λόγια έχει τον Χριστό, όταν μετέχει στη ζωή Του. Όπως η θέα του φωτός είναι μετοχή στο φως, έτσι και η πίστη στον Χριστό είναι μετοχή σ’  Εκείνον. Ο άγιος Ειρηναίος μάς ανοίγει τα μάτια σήμερα για τα καλά: ο Χριστός είναι ο Σωτήρας μας, τον Χριστό Τον ζούμε στην Εκκλησία, με τον Χριστό ενωνόμαστε πραγματικά και αληθινά.

19 Αυγούστου 2023

Η ΠΑΡΑΔΟΞΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

Είναι τόσο παράδοξη και περίεργη πολλές φορές η λογική της χριστιανικής πίστεως, ιδίως για τον σύγχρονο χριστιανό, που χρειάζεται συχνά πυκνά να εγκύπτει στα κείμενα των Πατέρων μας, ώστε να αποκτά την αίσθησή της και να εισέρχεται στην ατμόσφαιρά της. Από την άλλη βεβαίως, η αποδοχή και η σταδιακή προσοικείωση αυτής της λογικής οδηγεί στο «ξάφνιασμα» της γεύσης της άλλης βιοτής που έφερε ο Κύριος Ιησούς Χριστός – στο άνοιγμα των οφθαλμών και των πνευματικών αισθήσεων για να βλέπει ο πιστός και να αισθάνεται την αιώνια ζωή μέσα στο πλαίσιο της εδώ στενής και μίζερης θεωρούμενης ζωής, να θεάται τα μη βλεπόμενα και αιώνια που λέει και ο απόστολος Παύλος. Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι:  Οι πειρασμοί και οι θλίψεις για παράδειγμα, που ενώ είναι τα χαρακτηριστικά της ζωής μας, όμως όλοι τα θεωρούμε αρνητικά και απευκταία, τόσο που και η ίδια η Εκκλησία μας, συγκαταβαίνοντας στην αδυναμία μας, εύχεται διαρκώς να μη τα συναπαντήσουμε στη ζωή μας. Κι όμως: για τους αγίους μας, τα αρνητικά αυτά όταν τα θεωρήσουμε κάτω από την οπτική της πίστεως, θεωρούνται σκαλοπάτια που μας οδηγούν στο ανέβασμα της πνευματικής ζωής, που θα πει σε πιο προσωπική και ζωντανή σχέση μας με τον Θεό. «Βγάλε τους πειρασμούς από τη ζωή – μας λένε – και κανείς δεν πρόκειται να σωθεί». Διότι με τους πειρασμούς και τις θλίψεις και τις δοκιμασίες προκαλούμαστε προφανώς να παλέψουμε με τον ίδιο τον εαυτό μας, να ξεπεράσουμε τις αδυναμίες μας, να ανοίξουμε χώρο για να σκηνώσει μέσα μας ο Θεός μας.  

Ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος είναι από αυτούς τους ασκητικούς δασκάλους μας που με ανάγλυφο τρόπο μάς «μυεί» στα μυστικά της λογικής της πίστεως: «Όσο περπατώντας προχωρείς στην οδό της Βασιλείας του Θεού και πλησιάζεις σ’  Αυτόν – σημειώνει με τον μοναδικό βιωματικό του τρόπο -  έχε το εξής σημάδι: σε συναντά η δύναμη των πειρασμών. Κι όσο προχωρείς και προκόβεις, τόσο και οι πειρασμοί αυξάνουν και διεγείρονται εναντίον σου… Διότι κατά το μέγεθος της θείας χάρης φέρνει ο Θεός στην ψυχή και τις θλίψεις των πειρασμών»! Οι πειρασμοί λοιπόν και οι θλίψεις: σημάδι ότι βαδίζεις καλά! Αλλά μας λέει και κάτι άλλο εξίσου πολύ σημαντικό: πριν από τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες ο Θεός μάς ενισχύει με τη χάρη Του – σαν να μετράει κατά κάποιον τρόπο τις δυνάμεις μας και επιτρέπει για εμάς αυτό που αντέχουμε προκειμένου να ανεβούμε περισσότερο! Γιατί; Διότι το ζητούμενο για τον Χριστό και Θεό μας  -  κι εδώ φανερώνεται στο απόλυτο η λογική της πίστεως που λέμε -  δεν είναι αν περνάμε ή όχι θλίψεις και δοκιμασίες: αυτές είναι δεδομένες λόγω της πτώσεως του ανθρώπου στην αμαρτία. Το ζητούμενο και ο διακαής πόθος του Δημιουργού και Πατέρα μας είναι να είμαστε μαζί Του και με τη βοήθειά Του να διατηρούμε ζωντανή τη σχέση μας μ’ Αυτόν! Μας θέλει δηλαδή  έ ν α  μ’ Εκείνον, θεούς μέσα στη θεότητά Του, «παραγνωρίζοντας», χωρίς να παραγνωρίζει, ή κάνοντας πως δεν «βλέπει», ενώ βλέπει και πάσχει κι Αυτός, τις δοκιμασίες μας – είναι το φάρμακό μας για να θεραπευτούμε.

 Ας ακούσουμε και πάλι τον όσιο Ισαάκ: «Δεν έρχεται ο πειρασμός αν πρώτα η ψυχή δεν δεχθεί κρυφά κάποια δύναμη πάνω από το μέτρο της από τη χάρη του αγίου Πνεύματος. Και το μαρτυρεί αυτό ο πειρασμός του Κυρίου, όπως και οι πειρασμοί των αποστόλων, οι οποίοι δεν παραχωρήθηκαν να εισέλθουν σε πειρασμούς, παρά μόνο όταν δέχτηκαν το πανάγιον Πνεύμα. Διότι όσοι απολαμβάνουν τα καλά, τους πρέπει να υπομένουν και τους πειρασμούς αυτών των καλών. Επειδή το καλό συνοδεύεται από θλίψη. Έτσι αρέσει στον πάνσοφο Θεό να πράττει σε όλα τα έργα Του. Κι αν το χάρισμα προηγείται του πειρασμού, όμως η αίσθηση των πειρασμών προηγείται της αισθήσεως του χαρίσματος, κι αυτό για να δοκιμαστεί η ελευθερία του ανθρώπου. Επειδή η χάρη δεν προλαβαίνει να γίνει αισθητή σε κάποιον, προτού αυτός γευθεί την πικρία των πειρασμών. Και προηγείται μεν η χάρη στον νου, όμως αργοπορεί να φανερωθεί η ενέργειά της».

Μυστικά της πνευματικής ζωής που όσο τα γνωρίζουμε, τόσο και συγκινούμαστε από την αγάπη του Θεού μας, τόσο και κατανοούμε το δικό Του Πάθος που υπέστη για χάρη μας, τόσο και αποδεχόμαστε την υπομονή ως τον μονόδρομο για τη σωτηρία μας!

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Ο άγιος  έζησε τον καιρό του ασεβεστάτου Μαξιμιανού κι υπήρξε στο στράτευμα της ανατολικής χώρας, υπό τις διαταγές του στρατηγού Αντιόχου. Όταν ο Αντίοχος έδωσε εντολή σ’ αυτόν και σε άλλους στρατιώτες να πολεμήσουν τους Πέρσες, γιατί αυτοί καταπάτησαν τα σύνορα των Ρωμαίων και κατέστρεφαν τη χώρα τους, ο άγιος Ανδρέας, πείθοντας και τους άλλους στρατιώτες να κάνουν το ίδιο, επικαλέστηκε τον Χριστό και με τη δύναμη Εκείνου έτρεψε τους Πέρσες σε φυγή και καταδιώκοντάς τους κατέστρεψε τη δύναμή τους. Μ’  αυτήν την ανέλπιστη νίκη που κατήγαγαν στο όνομα του Χριστού, έφερε στην πίστη σ’  Εκείνον όλους τους στρατιώτες. Κατηγορήθηκε τότε και αυτός και οι στρατιώτες στον Αντίοχο, ο οποίος, αφού ο άγιος παραστάθηκε σ’  αυτόν ως κατάδικος, έδωσε έντολή ο μεν Ανδρέας να απλωθεί σε πυρακτωμένη σιδηρά κλίνη, οι δε στρατιώτες να δεθούν στα χέρια τους σε τετράγωνα ξύλα. Έπειτα πρόσταξε πάλι ο Αντίοχος να διωχτούν από τα όρια της χώρας, με τη βοήθεια χιλίων άλλων στρατιωτών, που και αυτούς όμως κατήχησε ο άγιος Ανδρέας και τους μετέστρεψε στη χριστιανική πίστη. Το έμαθε και αυτό ο Αντίοχος, οπότε τους καταδίωξε όλους μαζί και πρόσταξε να φονευτούν διά ξίφους».

Ο υμνογράφος σήμερα επανειλημμένως τονίζει τη λαμπρότητα της ζωής, αλλά και του μαρτυρίου του αγίου Ανδρέα, και μαζί με αυτόν και των υπολοίπων χιλιάδων μαρτύρων, που εορτάζουν μαζί του. Δεν σταματά να προβάλλει τον άγιο ως κοσμούμενο «ευπρεπεί στεφάνω», καθώς παρίσταται ενώπιον του Χριστού, αλλά και να θεωρεί ότι η είσοδος του αγίου στη Βασιλεία του Θεού συνιστά πλουτισμό των προηγηθέντων από αυτόν μαρτύρων. «Μαρτύρων περιφανώς λαμπρότητα, μάκαρ, επλούτησας», όπως συγκεκριμένα αναφέρει.   Με άλλα λόγια ο άγιος Ανδρέας δεν «έπιασε απλώς τη βάση» για να σωθεί, όπως ταπεινόφρονα ευχόταν για τον εαυτό του και για εμάς ο μεγάλος σύγχρονος όσιος Παΐσιος αγιορείτης, αλλά θα λέγαμε ότι μπήκε τροπαιοφόρος στον Παράδεισο, εντασσόμενος από τον Κύριο στην ομάδα των εκλεκτών μαρτύρων. «Συν εκλεκτοίς μάρτυσι, εν αγαλλιάσει τω Χριστώ παρίστασαι». Γι’  αυτό άλλωστε και μεγαλομάρτυς χαρακτηρίζεται.

Χρησιμοποιεί μάλιστα ο ποιητής και μία ωραία εικόνα, παρμένη από το σημαντικότερο γεγονός της Π. Διαθήκης, τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας, προκειμένου να τονίσει το μεγαλείο του αγίου και τα μεγάλα και ποικίλα βάσανα τα οποία υπέστη από τους εχθρούς της πίστεως, όπως και το καθοδηγητικό ευαγγελιστικό έργο, το οποίο επιτελούσε. «Ιστίω τω του Σταυρού, των πειρασμών διεκπερών πέλαγος, τους δυσμενείς ένδοξε, ρείθροις των αιμάτων εβύθισας». Περνώντας το πέλαγος των πειρασμών, με το κατάρτι του Σταυρού, βύθισες τους εχθρούς, ένδοξε, στα ρείθρη των αιμάτων σου. Κι αλλού: «τω δυσμενεί συμπλεκόμενος, τούτον ώλεσας, Φαραώ ως άλλον, ρείθροις των αιμάτων σου, βυθίσας πανστρατί αξιάγαστε». Παλεύοντας με τον εχθρό, τον εξολόθρευσες, σαν άλλο Φαραώ, αξιοθαύμαστε, αφού τον βύθισες στα ρείθρα των αιμάτων σου, με όλο το στράτευμά του. Όπως δηλαδή ο Ισραήλ, καθοδηγούμενος από τον Μωυσή - που με εντολή του Θεού τον έβγαλε από τη δουλεία της Αιγύπτου -  πέρασε την Ερυθρά θάλασσα με θαυμαστό τρόπο και είδε να βυθίζεται το στράτευμα του Φαραώ που ακολουθούσε στα νερά που κλείστηκαν και πάλι, έτσι και με τον άγιο Ανδρέα τον στρατηλάτη: το αίμα του μαρτυρίου του ήταν εκείνο που αφενός έγινε η δίοδος για να περάσει αυτός και οι συν αυτώ στη Βασιλεία του Θεού, αφετέρου έγινε ο καταποντισμός των εχθρών του, και των ειδωλολατρών και βεβαίως των πονηρών δυνάμεων.  Από την άποψη αυτή το μαρτύριο του αγίου υπήρξε η συμμετοχή του στο μαρτύριο του Πρώτου Μάρτυρα, του Ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: Ο Σταυρός Του και η με Αυτόν συνδεδεμένη Ανάστασή Του υπήρξε το Πάσχα ημών, το πέρασμά μας στη Βασιλεία του Θεού. Με τη Σταυρική θυσία του Χριστού σωθήκαμε. Κάθε άλλη θυσία, σαν του αγίου Ανδρέα, όπως και των υπολοίπων μαρτύρων, κατανοείται ως συμμετοχή σ’ αυτήν την πρώτη και άπαξ πραγματοποιηθείσα για τη σωτηρία μας θυσία.

Και το δικό μας αίμα πρέπει να χυθεί, για να μπούμε στη βασιλεία του Θεού. «Ουδείς ανήλθεν εις τον ουρανόν μετά ανέσεως», όπως σημειώνουν οι άγιοί μας. Αν, με άλλα λόγια, δεν θυσιαστούμε κι εμείς, δεν θα βρούμε το μονοπάτι συμμετοχής μας στον Δρόμο του Χριστού. Και βεβαίως δεν εννοούμε να μαρτυρήσουμε με το μαρτύριο του αίματος, σαν τους γνωστούς μάρτυρες τους οποίους τιμάμε ως αγίους. Κάτι τέτοιο συνιστά ιδιαίτερη χάρη, που επιτρέπει ο Θεός, όταν κρίνει ότι συντρέχουν οι συνθήκες γι’ αυτό. Όπως το λέει ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν (τον Χριστόν) πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν». Εννοούμε αυτό που σημειώνουν οι Πατέρες μας ως μαρτύριο και θυσία κάθε εποχής: το μαρτύριο της συνειδήσεως, κατά το «δος αίμα και λάβε Πνεύμα». Το μαρτύριο αυτό είναι ο πνευματικός αγώνας του κάθε Χριστιανού, προκειμένου να κρατήσει στη ζωή του τις άγιες εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού. Διότι η τήρηση των εντολών αυτών συνιστά όντως μαρτύριο, αφού καλείται κανείς να θυσιάζει καθημερινά τον εγωισμό του και τα όποια θελήματά του με τον αγώνα της εντολής της αγάπης. Προϋπόθεση γι’ αυτό, υπενθυμίζουμε, είναι η ίδια η χάρη του Θεού βεβαίως, αλλά και η δική μας η συμμετοχή με ανδρεία της ψυχής. Κι εδώ έχουμε την ιδιαίτερη συμβολή του αγίου Ανδρέα: όπως νίκησε αυτός τους εχθρούς με ανδρειωμένη καρδιά – «ανδρεία την ψυχήν, κραταιούμενος Μάρτυς, ηφάνισας εχθρού το ανίσχυρον θράσος» - έτσι κι εμείς: χωρίς ανδρειωμένο φρόνημα, χωρίς ζήλο Θεού δεν θα μπορέσουμε δυστυχώς να πετύχουμε τίποτε. Ο Θεός ενισχύει πάντοτε, αλλά όταν το «λέει» και η δική μας καρδιά.

18 Αυγούστου 2023

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΡΩ

«Ο Όσιος Αρσένιος γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1800 και ονομαζόταν Αθανάσιος. Από μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και σε ηλικία εννέα ετών μετέβη στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, όπου σπούδασε στην ονομαστική σχολή της πόλεως έχοντας ως σχολάρχη τον περίφημο διδάσκαλο ιερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατά τα τελευταία έτη της φοιτήσεώς του συνδέθηκε με τον πνευματικό Γέροντα Δανιήλ από τη Ζαγορά του Πηλίου, έναν από τους ονομαστούς πνευματικούς της εποχής εκείνης και έγινε υποτακτικός του.Το έτος 1815 ο Άγιος αναχώρησε για το Άγιον Όρος με τον Γέροντα Δανιήλ και εκεί εκάρη μοναχός. Αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος παρά τις αντιδράσεις του, καθώς δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο και μετά από εξαετή παραμονή στο Άγιον Όρος ήλθε και πάλι με τον Γέροντά του, στη μονή Πεντέλης στην Αθήνα. Στη συνέχεια μετέβησαν στις Κυκλάδες, όπου ο Όσιος χειροτονήθηκε το 1817 Πρεσβύτερος.

Ο Όσιος Αρσένιος έδρασε κυρίως στην Πάρο και τη Φολέγανδρο, όπου δίδαξε από το 1829 μέχρι το 1840. Μετά την κοίμηση του Γέροντά του Δανιήλ, ο Όσιος ασκήτεψε στη μονή Λογγοβάρδας της Πάρου. Κοιμόταν και έτρωγε ελάχιστα και συνεχώς αγρυπνούσε, προσευχόμενος για τα πνευματικά του τέκνα και τη σωτηρία του κόσμου. Βασική του τροφή ήταν η ανάγνωση των θείων Γραφών και των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων. Γι’ αυτό και ο Όσιος θεωρούσε τη μικρή του βιβλιοθήκη ως κήπο τερπνότατο και ωραιότατο με αγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη από εύχυμους καρπούς.

Ο Όσιος αγαπούσε τους πάντες χωρίς διακρίσεις. Περισσότερο όμως αγαπούσε τους ασθενείς, τους οποίους διακονούσε με μεγάλη προθυμία. Όταν το 1861 κοιμήθηκε ο ηγούμενος της μονής, ευσεβής ιερομόναχος Ηλίας, οι πατέρες εξέλεξαν ηγούμενο και προϊστάμενό τους τον Όσιο Αρσένιο, ο οποίος τους ποίμανε με θεοφιλή και θεάρεστο τρόπο. Λίγα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε, για να ασχοληθεί απερίσπαστα με το έργο της ιεράς εξομολογήσεως.

 Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1877. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε το έτος 1938 και εορτάζεται στις 18 Αυγούστου. Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται με ευλάβεια στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Πάρου» (Από το ιστολόγιο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).

Ο όσιος των νεώτερων χρόνων Αρσένιος ο εν Πάρω, άλλος βεβαίως από τον Μέγα Αρσένιο των παλαιών χρόνων και από τον άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, (τον ανάδοχο του οσίου Παϊσίου του αγιορείτου), αποτελεί μία εξαιρετική περίπτωση πιστού ανθρώπου που στην εποχή του ζωντάνεψε με μοναδικό τρόπο την οσιακή ζωή των παλαιών μεγάλων αγίων, σε βαθμό που βλέποντάς τον οι σύγχρονοί του ή διαβάζοντας τη ζωή του όλοι οι μετέπειτα μέχρι σήμερα να θεωρούν ότι βλέπουν έναν άγγελο επί της γης. Κι αυτό σημαίνει ασφαλώς ότι και με τον όσιο Αρσένιο τον Παριανό επιβεβαιώνεται η κεντρική αλήθεια της πίστεώς μας ότι το Πνεύμα του Θεού πνέει σε κάθε εποχή αρκεί να βρει ανθρώπους με καλή διάθεση και με βούληση να ζήσουν τις εντολές του Θεού.

Στο πρόσωπο του αγίου Αρσενίου με άλλα λόγια ψηλαφάμε την παρουσία του ίδιου του Κυρίου, μία δική Του προέκταση όπως το απεκάλυψε απαρχής: «Εγώ είμαι το αμπέλι κι εσείς είστε τα κλήματα». Ήδη το απολυτίκιό του, και όχι μόνο, επισημαίνει την αλήθεια αυτή: «Ζήλεψες ένθεα την άσκηση των οσίων με την ενάρετή σου ζωή κατά τους έσχατους καιρούς, όσιε Αρσένιε. Διότι αφού ασκήθηκες στη νήσο Πάρο ίδια με τους αγγέλους, έλαβες από τον Θεό τη χάρη των θαυμάτων, παρέχοντας σ’ αυτούς που σε τιμούν χάρη και έλεος». «Την αρετή των παλαιών οσίων πατέρων φανέρωσες σαν ζωγραφιά στον εαυτό σου και ακολούθησες τα ίχνη τους, θεόφρον Αρσένιε» (στιχ. μ. εσπ.).

Τι σημαίνει πιο συγκεκριμένα ότι στη ζωή του βλέπουμε τη ζωή των οσίων Αντωνίου του Μεγάλου, Σάββα του ηγιασμένου, Αρσενίου του μεγάλου, οσίου Ποιμένος και των λοιπών μεγάλων αγίων; Τίποτε λιγότερο από ό,τι επισημαίνουμε και σε αυτούς: την πληγωμένη καρδιά τους από την αγάπη και τον έρωτα του Χριστού. Γιατί τι καθιστά έναν άνθρωπο άγιο του Θεού; Η ολοκάρδια στροφή της ύπαρξής του στον Χριστό, η εν αγάπη «κόλληση» της καρδιάς του σ’ Εκείνον μόνον! Αυτό δεν είναι και το ζητούμενο από τον ίδιο τον Κύριο για το αν είναι πράγματι οι πιστοί ακόλουθοί Του ή όχι; «Μείνετε ενωμένοι με Εμένα», προτρέπει. «Αν τηρήσετε τις εντολές μου θα δείξετε την αγάπη σας σ’ εμένα και τον Πατέρα μου και εγώ θα σας φανερωθώ». Απαρχής ο άγιος υμνογράφος σπεύδει να διευκρινίσει τον πυρήνα αυτόν της πίστεως: «Πληγώθηκες, όσιε Αρσένιε, από τον πόθο του Χριστού... κι Αυτόν έφερες στην καρδιά σου μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα» (στιχ. εσπ.). Γι’ αυτό και ο ποιητής βλέπει τον όσιο μίμημα του Χριστού και όλων των Αποστόλων, κατεξοχήν μάλιστα μίμημα του αποστόλου Παύλου που περιέφερε στο σώμα και την ψυχή του τη νέκρωση του Χριστού ως νέκρωση απέναντι στην αμαρτία, συνεπώς ζώντας την ανάστασή Του. «Αφού ντύθηκες, Αρσένιε, τη ζωοπάροχη νέκρωση Χριστού του Θεού μας και Τον μιμήθηκες ως γνήσιος μύστης και μαθητής Του, νέκρωσες ολόκληρο τον εαυτό σου, κι αφού πέθανες ως προς τον (αμαρτωλό) κόσμο βρήκες πράγματι την αγνή και καθαρή εν Χριστώ ζωή» (λιτή).

Μία τέτοια ζωή βεβαίως οδηγεί σε μεγάλη παρρησία ενώπιον του Θεού μας, που σημαίνει ότι ο όσιος διαρκώς πια πρεσβεύει υπέρ ημών που εξακολουθούμε να χειμαζόμαστε στον κόσμο αυτόν. Κι επανειλημμένως ο άγιος υμνογράφος δεν παραλείπει να μας το υπενθυμίζει: «Λύτρωσε, άγιε, όλους αυτούς που πανηγυρίζουμε τη θεία μνήμη σου από τις πολύπλοκες θλίψεις και τις συμφορές» (αίνοι).

17 Αυγούστου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΜΥΡΩΝ

«Ο άγιος έζησε επί Δεκίου αυτοκράτορα και Αντιπάτρου, άρχοντα Αχαϊας. Ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας, ευσεβής και σεμνός, από έντιμο και πλούσιο γένος, αγαπώμενος από Θεό και ανθρώπους. Κατά την ημέρα των Χριστουγέννων, ο Αντίπατρος μπήκε στην Εκκλησία, με σκοπό να συλλάβει και να τιμωρήσει τους χριστιανούς, κι ο άγιος Μύρων, γεμάτος ζήλο Θεού, τον έλεγξε αυστηρά. Γι’  αυτό και ο Αντίπατρος έδωσε εντολή να τον κρεμάσουν και τον χαρακώσουν, και μετά να τον ρίξουν σε αναμμένο καμίνι, (σαν τους αγίους τρεις παίδες), που είχε τόσο πολύ ανάψει, ώστε η φλόγα του να διαχέεται έξω αρκετά. Αλλά το καμίνι δεν προξένησε τίποτε κακό στον άγιο, ενώ κατέκαψε εκατόν πενήντα από τους ειδωλολάτρες που παρακολουθούσαν το μαρτύριό του. Ο άγιος έπειτα, επειδή αναγκάσθηκε να θυσιάσει στα είδωλα και βεβαίως αρνήθηκε, γδάρθηκε σε λουρίδες από τους ώμους μέχρι τα πόδια. Από αυτές τις λουρίδες πήρε μία ο μακάριος και την πέταξε στο πρόσωπο του ανθυπάτου, γι’  αυτό και δίδεται νέα εντολή  να ξαναξύσουν τις γδαρμένες πια σάρκες του, και μετά να τον ρίξουν στα θηρία. Βλέποντας όμως ο Αντίπατρος ότι από όλα αυτά διατηρήθηκε σώος και απείραστος, τόσο πολύ ντροπιάστηκε, ώστε σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον εαυτό του. Ο δε άγιος, αφού οδηγήθηκε στην Κύζικο και δόθηκε από τον ανθύπατο εκεί να φονευθεί με ξίφος, αποτμήθηκε την κεφαλή και έτσι δέχθηκε το στεφάνι της μαρτυρίας».

Ο υμνογράφος του αγίου, όπως συμβαίνει και με άλλους αγίους που το όνομά τους δίνει την αφορμή, αξιοποιεί και το δικό του όνομα, προκειμένου να δώσει με αισθητικό τρόπο το πνευματικό του στίγμα: «Σαν ευωδιαστό μύρο, αξιοθαύμαστε Μύρων, φάνηκε η θαυμαστή μνήμη σου σ’ αυτούς που σε τιμούν με πόθο, που ευωδιάζει τις καρδιές των πιστών. Κατ’  αυτήν τη μνήμη σου, γέμισε εμάς που πανηγυρίζουμε, από ένθεη ευωδία, με τις πρεσβείες σου». Ευωδία και θεϊκό άρωμα λοιπόν η ζωή του αγίου Μύρωνα. Αυτήν την αίσθηση σκορπά στις καρδιές των πιστών ανθρώπων, οι οποίοι τον τιμούν, όπως είπαμε, με πόθο. Κατά συνέπεια, οι μη πιστοί, όσοι δεν έχουν ανοικτές τις πνευματικές τους αισθήσεις, αδυνατούν να οσφρανθούν την ευωδία της ζωής του αγίου, προφανώς διότι η ευωδία αυτή είναι ευωδία του αγίου Πνεύματος, που επενεργούσε στην κεκαθαρμένη καρδιά του. Και ξέρουμε ότι το άγιον Πνεύμα μπορεί κανείς να το διακρίνει, να το νιώσει και να το «μυρίσει», μόνον όταν και ο ίδιος διακατέχεται από Αυτό. Εν Πνεύματι αγίω αισθάνεται κανείς το άγιον Πνεύμα. Γι’  αυτό και τους αγίους, που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν σε κάθε εποχή, τους καταλαβαίνει και τους επισημαίνει ο άνθρωπος που αγωνίζεται με επίγνωση στον πνευματικό δρόμο της Εκκλησίας.

Αυτό που επισημαίνει ο υμνογράφος για τον άγιο Μύρωνα δεν είναι απλώς ένα παιχνίδισμα λέξεων. Μπορεί το όνομά του να τον διευκολύνει στην εξαγγελία της πνευματικής ζωής του αγίου και από πλευράς λογοτεχνικής, όμως στην πραγματικότητα εξαγγέλλει ό,τι ήδη ο απόστολος Παύλος έχει επισημάνει για τη ζωή του αληθινού χριστιανού: η ζωή του αποτελεί ευωδία Χριστού. Κι αυτήν την ευωδία την εισπράττουν ως οσμή ζωής μόνον οι πιστοί στον Χριστό, ενώ οι μη Χριστιανοί  την εισπράττουν ως οσμή θανάτου. Αυτό συμβαίνει διότι το περιεχόμενο της καρδιάς του ανθρώπου λειτουργεί, θα λέγαμε, ως «μετασχηματιστής». Καρδιά που διακατέχεται από το άγιον Πνεύμα, μυρίζει, όπως αναφέραμε παραπάνω, τον αέρα της παρουσίας του αγίου Πνεύματος και συνεπώς χαίρεται, ενώ καρδιά που είναι γεμάτη από τα πάθη του εγωισμού και δέχεται άρα τις επιδράσεις του πονηρού, όχι μόνον δεν καταλαβαίνει την παρουσία του αγίου Πνεύματος, αλλά και την αλλοιώνει, θεωρώντας την ως κάτι αρνητικό. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τις αντιδράσεις των Φαρισαίων απέναντι στα θαύματα του Χριστού: τα διέστρεφαν, αποδίδοντάς τα στην ενέργεια του Πονηρού. Διότι αυτός κυριαρχούσε μέσα τους - ο άνθρωπος ό,τι έχει, αυτό και βλέπει.

Την αλήθεια αυτή τη βλέπουμε  στο συναξάρι του αγίου και στις ακραίες συνέπειες, από πλευράς αρνητικής: ο άρχων Αντίπατρος, ο βασανιστής του αγίου, λόγω του κακού πνεύματος που τον διακατείχε, δεν «βλέπει» το Πνεύμα του Θεού που ενίσχυε τον άγιο Μύρωνα στα μαρτύριά του. Κι όχι μόνον δεν το «βλέπει», ώστε να οδηγηθεί σε μετάνοια – έτσι λειτουργεί η παρουσία του Θεού στους καλοπροαίρετους ανθρώπους – αλλά τα θαυμαστά που γίνονται, τον δαιμονίζουν περισσότερο. Αποτέλεσμα; Η απώλεια της ζωής του από τα ίδια του τα χέρια. Να μην μπορεί κανείς να ζει, γιατί δεν αντέχει την παρουσία του Θεού. Τι δαιμονικότερο; Θυμίζει την περίπτωση του προδότη μαθητή του Χριστού, Ιούδα: κι εκείνος δεν άντεξε την αγάπη του Διδασκάλου του και κρεμάστηκε. Οι καταστάσεις αυτές είναι βεβαίως περιττό και να πούμε ότι εκφράζουν αυτό που ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει ως βλασφημία του αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι και ο λόγος –  πλην των ψυχοπαθολογικών αξιοσυμπάθητων περιπτώσεων – που  η Εκκλησία μας αρνείται την εξόδιο ακολουθία στους αυτόχειρες.

Ο «ΜΑΓΝΗΤΗΣ» ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ!

Τί εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει ὅλους τούς χριστιανούς, ἀκόμη καί τούς «ἀσχέτους» καί ἀπομακρυσμένους ἀπό τήν πίστη, νά θεωροῦν τήν Παναγία ὡς τό κατεξοχήν ἀγαπητό πρόσωπο, ἐκεῖνο πού νιώθουν ὅτι τούς τραβᾶ σάν μαγνήτης καί δέν θέλουν νά «ξεκολλήσουν» ἀπ’ αὐτό;

Ὄχι ἀσφαλῶς τό μεγαλεῖο της πού τήν κάνει νά ὑπέρκειται ὅλων τῶν ἄλλων ἁγίων, ἀκόμη δέ καί τῶν ἴδιων τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀρχαγγέλων - ἕνα τέτοιο μεγαλεῖο τό μόνο πού προκαλεῖ εἶναι ἴσως ὁ φόβος καί ἕνα δέος πού σέ τελική ἀνάλυση μᾶς κάνει νά κλίνουμε γόνυ, γιατί δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἀλλιῶς· οὔτε ἐπίσης ἡ «παντοδυναμία» της, ἐκχωρημένη ἀπό τόν Υἱό καί Θεό της, πού βαίνει παράλληλα πρός τήν παραπάνω μεγαλειότητά της καί τό ἀποτέλεσμα στό ὁποῖο ὁδηγεῖ· αὐτό πού «ἔχει» ἡ Παναγία μας καί μᾶς τραβᾶ καί μᾶς ἕλκει εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού συνιστᾶ τήν ἁγιότητά της, δηλαδή ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού καταλαμβάνει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή της – «Κεχαριτωμένη» ἄλλωστε τήν προσφωνεῖ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ – εἶναι ἡ ἑλκτική δύναμη πού στρέφει καί τόν πιό «δύστροπο» πρός αὐτήν καί τόν κάνει νά νιώθει ἄνετα μαζί της, σάν τό μικρό παιδί πού νιώθει ἄνετα πάντοτε μέ τή μάνα του.

Στήν πραγματικότητα ἡ ἕλξη τῆς χάρης της εἶναι ἕλξη τελικῶς πρός τήν ταπείνωσή της. Γιατί τί εἶναι ἐκεῖνο πού «ἀναγκάζει» τόν Θεό νά προσφέρει τή χάρη Του, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Ἑαυτό Του, σ’ ἕνα πλάσμα Του, παρά μόνον τό στοιχεῖο πού ἀφήνει χῶρο γιά τή δική Του ἐγκατοίκηση σ’ αὐτό: τήν ταπείνωση τοῦ πλάσματός Του;  Ὅπου ὁ Θεός ἐπισημαίνει τήν ταπείνωση, ἐκεῖ κλίνει καί τή βούλησή Του, ἐκεῖ βρίσκει «τόπον καταπαύσεώς» Του. «Πρός τίνα ἐπιβλέψω, εἰ μή πρός τόν ταπεινόν καί ἡσύχιον καί ἀκούοντά μου τούς λόγους καί τρέμοντα αὐτούς;» Διαρκῶς ἄλλωστε δέν τονίζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅτι «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν;» Μαγνήτης τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ταπείνωση στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ἡ ταπείνωση τό μοναδικό ἔδαφος στό ὁποῖο μπορεῖ νά φυτρώσει καί νά ἀναπτυχθεῖ καί ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως τό ἔλεγε καί ὁ ἅγιος Γέροντας τοῦ ὁσίου Παϊσίου π. Τύχων: «ὁ Θεός εὐλογεῖ κάθε ἡμέρα τόν κόσμο Του, ὅταν ὅμως βλέπει ταπεινό ἄνθρωπο, τόν εὐλογεῖ καί μέ τά δυό Του χέρια».

Τήν πραγματικότητα αὐτή λοιπόν ἐπισημαίνουμε καί στό πάντιμο πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἤδη ἀπό τήν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της ἐξαγγέλλεται ἐν χάριτι ἀπό τήν ἴδια ὅτι ὁ Θεός «ἐπέβλεψε ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης Αὐτοῦ». Καί ποιό τό χαρακτηριστικό τῆς ταπείνωσης πού φέρνει τή χάρη τοῦ Θεοῦ; Μά τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ἑτοιμότητα τῆς ὑπακοῆς πρός τό ἅγιο θέλημα Ἐκείνου. «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου». Πρόκειται γιά ὅ,τι συνιστᾶ καί τό ἦθος τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ μας, ὅπως μᾶς τό ἀποκαλύπτει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή του: «Τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὅ καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅς ἐν μορφῂ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτόν ἐκένωσεν, μορφήν δούλου λαβών…καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος, ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ». Στήν Παναγία μας βλέπουμε αὐτήν τήν ὑπακοή πού ἐπέδειξε ὁ Υἱός καί Θεός της, συνεπῶς τήν ἁγία ταπείνωσή Του καί τήν ἅγια χάρη Του.

Κι αὐτό τό ἦθος, τό ἦθος τῆς ταπείνωσης πού ἐκφράζεται ὡς ἀπόλυτη ὑπακοή στό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐκεῖνο πού δείχνει τό πῶς πράγματι τιμᾶται ἡ Παναγία στίς ἑορτές της, κατεξοχήν δέ στήν Κοίμησή της. Καλά τά ἐγκώμια καί ὅλες οἱ ἄλλες δοξολογικές φωνές ἀπέναντί της, ἀλλά ἄν δέν καταλήγουν στήν ἀκολουθία τοῦ ἤθους της, στό μαρτυρικό φρόνημα τῆς ταπείνωσής της, μᾶλλον δέν ἔχουν καμία σημασία πνευματική γιά ἐμᾶς. Γιατί μοιάζουν μᾶλλον μ’ αὐτό πού ἐπεσήμαναν οἱ προφῆτες, κυρίως δέ ὁ μέγας Ἡσαΐας, ὁ ὁποῖος γινόταν τό στόμα τοῦ Θεοῦ γιά νά λέει: «Ὁ λαός αὐτός μέ τό στόμα μέ τιμᾶ, ἐνῶ ἡ καρδιά του πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀποστρέφω τό πρόσωπό μου ἀπ’ αὐτούς».

14 Αυγούστου 2023

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΕΠΙ ΤΗι ΕΟΡΤΗι ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 2023

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΦΑΛΗΡΟΥ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Κκ  Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΟΝ ΛΑΟΝ

ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

Τέκνα μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά καί περιπόθητα,

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν ἱεράν μνήμην τῆς πανενδόξου Κοιμήσεως καί θαυμαστῆς Μεταστάσεως τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας. «Σήμερον ὁ τῆς ζωῆς θησαυρός (ἡ Παναγία) θανάτῳ ζωηφόρῳ καλύπτεται, εἰ καί θάνατον προσαγορεῦσαι τήν ταύτης ζωτικήν μεταβίωσιν». Πρόκειται γιά τήν κορωνίδα τῶν Θεομητορικῶν Ἑορτῶν, πού ἡ Ἐκκλησία τήν χαρακτηρίζει, ὡς τό δεύτερο καί μικρό Πάσχα. Στό Κοντάκιο τῆς Ἑορτῆς ψάλλουμε: «Τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησε (τήν Μητέρα τῆς Ζωῆς), ἀλλά πρός τήν ζωήν μετέστησε, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.

Ἡ Παναγία μᾶς ἐχάρισε τό Πρόσωπο τοῦ Λυτρωτοῦ καί Σωτῆρος, πού συνέτριψε τήν κεφαλή τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, τοῦ Σατανᾶ καί ἑπομένως εἶναι ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης, ἡ Πύλη ἡ κατά ἀνατολάς ἡ κεκλεισμένη, ἡ Ράβδος Ἀαρών ἡ βλαστήσασα. Συνολικά εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωση ὁλοκλήρου τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας, ἀπ’ ὅπου  προῆλθε ὁ Θεάνθρωπος Κύριος. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ Ὁδηγήτρια, πού μᾶς ὁδηγεῖ στόν Χριστό, στή σωτηρία τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν.

Αὐτή τήν σωτηρία μᾶς τήν προσφέρει μέσα ἀπό συγκεκριμένα θαυματουργά γεγονότα, πού καθιστοῦν αἰσθητή τήν παρουσία της καί ἔτσι μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀποδοχή τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Τό μυστήριο τῆς Παναγίας μᾶς παραπέμπει στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή στό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Κυρίου, ὅπου καί βρίσκουμε τήν σωτηρία μας, ἐφ’ ὅσον μπολιασθοῦμε στή ζωή τοῦ Ἀναστηθέντος Κυρίου. Γι’ αὐτό καί ἡ Παναγία εἶναι πρόξενος τῆς ζωῆς καί τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.

Ἔτσι ἐξηγεῖται, γιατί ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἀρχή μέ ἐπικεφαλῆς τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, πού ἦσαν «προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδόν τῇ προσευχῇ καί τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» εἶχαν στό κέντρο τῆς συνάξεώς τους τήν Παναγία Θεοτόκο. Οἱ ἐνέργειες τῆς Παναγίας γιά τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἔγιναν ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτό καί στή λειτουργική παρουσία τοῦ Κυρίου συναντᾶμε τήν ἀνακεφαλαίωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἡ Ἁγία Γραφή ἀναφέρει γιά τήν Παναγία ὅτι ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν ἐν Χριστῷ Θεία Οἰκονομία καί σωτηρία.

Ἡ Θεοτόκος μέ τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ «εἰσήγαγε τόν πρωτότοκον εἰς τήν οἰκουμένην» καί ἔγινε ἡ Μητέρα τῆς θεανθρώπινης ζωῆς τοῦ Θεοῦ, πού διαπότισε ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος. Τό μυστήριο τῆς Παναγίας προσεγγίζεται, ἑρμηνεύεται καί κατανοεῖται μόνον χριστολογικά. Ὁ Κύριος, ὡς «Θεός σεσαρκωμένος καί ἐνανθρωπήσας» προσδίδει στήν Παναγία τό ὄνομα Θεοτόκος, πού «ἅπαν τό μυστήριον τῆς οἰκονομίας συνίστησιν» (Ἰω. Δαμασκηνός). Καί «εἰ τίς οὐ Θεοτόκον ὁμολογεῖ τήν Ἁγίαν Παρθένον χωρίς ἐστι τῆς Θεότητος» (Γρηγόριος Θεολόγος).

Ἡ μετοχή τῆς Παναγίας στήν ζωή τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόση καί τέτοια, ὥστε ὅ,τι συμβαίνει στόν Χριστό νά συμβαίνει τό ἴδιο καί στήν Παναγία. Ἡ Παναγία κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔχει «ἐνυποστασιασθῆ» στόν Χριστό, ἔχει δηλαδή «χριστοποιηθεῖ». Ζεῖ κυριολεκτικά «οὐκέτι ἐν ἑαυτῇ, ζῆ δέ ἐν αὐτῇ ὁ Χριστός». Τό Πρόσωπο καί ἡ ζωή τῆς Παναγίας παραπέμπει στόν Θεό Πατέρα, πού μᾶς τόν ἐγνώρισε ὁ Χριστός μέ τήν Σάρκωσή Του. «Ἔζης γάρ οὐ σεαυτή· οὐ γάρ σεαυτῆς ἕνεκα γεγέννησαι· ὅθεν ἔζης Θεῶ, δι’ ὅν εἰς τόν βίον ἐλήλυθας· ὅπως τῇ παγκοσμίῳ ἐξυπηρετήσης σωτηρία, ὅπως ἡ ἀρχαία βουλή τοῦ Θεοῦ τῆς τοῦ Λόγου Σαρκώσεως καί τῆς ἡμῶν θεώσεως διά σοῦ πληρωθῆ» (Ἰω. Δαμασκηνός).

Ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει στήν Παναγία τό μοναδικό ἐκεῖνο κτίσμα, πού ἐξεπλήρωσε στήν ὕπαρξή της τόν ὕψιστο προορισμό, πού εἶχε θέσει ὁ Θεός στήν κτίση καί ἰδιαίτερα στόν ἄνθρωπο. Στήν Παναγία ἔχουμε τήν πληρέστερη δυνατή ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τοῦ κτίσματος μέ τόν Κτίστη καί Δημιουργό. Στή διαδρομή τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας ὁ Θεός μέ μεγάλη ὑπομονή ψάχνει γιά νά βρεῖ τό μοναδικό ἐκεῖνο πρόσωπο, πού θά δεχθεῖ τήν κλήση τοῦ Θεοῦ γιά συνεργία στό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας.

Ἡ Παναγία εἶναι «τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», πού μέ τήν ἑκούσια ἀπάντησή της στόν Θεό καί τό «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου γένοιτο μοί κατά τό ρῆμά σου» ταυτίζει μέ τό πλήρωμα τῆς ἀγάπης καί τῆς ὑπακοῆς τήν ἐλευθερία της μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτή τήν ἀπάντηση τῆς Παναγίας ἀνακαλύπτουμε τήν σωστική λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου, πού ἐκφράζεται καί βρίσκεται στήν ἀλληλοπεριχώρηση τῆς ὑπάρξεώς του μέ τήν ζωή τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ.

Ἡ «κατά φύσιν» ζωή τῆς Παναγίας σέ ὅλες τίς ψυχοσωματικές της διαστάσεις ἑνώθηκε μέ τήν ζωή τοῦ Σαρκωθέντος Κυρίου. Ἡ μητρότητα τῆς Παρθένου Μαρίας διαθέτει μίαν σπουδαιότητα, πού ὅμως δέν ἐξαντλεῖται στό γεγονός τῆς φυσικῆς γεννήσεως. Ἔχει καί τήν πνευματική της ὄψη, γιατί μιά μητέρα δέν δανείζει στό παιδί της μόνο τό σῶμα, ἀλλά οἰκοδομεῖ ὁλόκληρη τήν ψυχοσωματική του ὕπαρξη. Ἡ Ἐκκλησία, μᾶς λέγει ὅτι ὁ Χριστός προσέλαβε ἀπό τήν Παναγία «σάρκα ἐμψυχωμένην ψυχή λογική τε καί νοερά». Ὁ Κύριος προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση στό σύνολο τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν ἐνεργειῶν.

Ἡ Παναγία ἐταύτισε τήν ὕπαρξη, τήν ζωή της μέ τήν ἄκτιστη ζωή τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ. Γι’ αὐτό καί κάθε κτίσμα βρίσκει στό Πρόσωπο τῆς Παναγίας τήν πύλη τῆς ὄντως ζωῆς, τό πλήρωμα, τό γέμισμα, τήν ὁλοκλήρωση καί τήν τελείωση τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καί ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου στήν κοινωνία του μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ Θεοτόκος «οὐ μόνον διά τήν φύσιν τοῦ Θεοῦ-Λόγου, ἀλλά καί διά τήν θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου». Γι’ αὐτό καί ἡ Παναγία εἶναι τό σπουδαιότερο δῶρο, πού ἐχάρισεν ὁ Θεός στόν κόσμο. Καί ἀπό τήν πλευρά ὅμως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό ὕψιστον δῶρο, πού προσέφερε ὁ ἄνθρωπος στόν Σαρκωθέντα Κύριο. Ἡ ὁλοκλήρωση καί τελείωση τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τῆς Παναγίας σημαίνει ὅτι πραγματοποιεῖ τόν προορισμό της ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ ἄνθρωπος, ὡς «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργηθείς, ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τήν δυνατότητα νά συμπεριλάβει στήν ὕπαρξή του ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅπως χαρακτηριστικά τονίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Οὐ γάρ ἐν μέρει τῆς φύσεως ἡ εἰκών, ἀλλ’ ἐφ’ ἅπαν τό γένος ἡ τοιαύτη διήκει δύναμις». Ὁ τεμαχισμός τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, πού τόν διαπιστώνουμε καθημερινά στή ζωή μας, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, πού ἐφυλάκισε τόν ἄνθρωπο στό ἀτομικό ἐγώ του καί τόν ἀποξένωσε ἀπό τήν κοινωνία καί τήν ἑνότητά του μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους.

Ἡ καθολική ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως διαφαίνεται ἀκόμη καί ἀπό τήν συνέχεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, πού στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας συμπαρέσυρε στή φθορά καί τόν θάνατο ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος. Αὐτή τήν ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως δέν μπορεῖ οὔτε καί ἡ ἁμαρτία νά τήν ἀναχαιτίσει, μόνο πού τήν συνεχίζει στά ἀρνητικά καί καταστρεπτικά της ἀποτελέσματα.

Στό Πρόσωπο τοῦ Κυρίου μποροῦμε νά προσεγγίσουμε κατά τόν καλύτερο τρόπο τήν καθολική ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ Κύριος στό Πρόσωπό Του «ἀνακεφαλαίωσε» τά πάντα, «τά ἐπί τοῖς οὐρανοῖς καί τά ἐπί τῆς γῆς ἐν αὐτῷ» (Ἐφεσ. α΄ 10). Αὐτή τήν ἀλήθεια ἀναπτύσσει ὁ Ἀπ. Παῦλος σέ ὅλες τίς ἐπιστολές του, ἀλλά ἰδιαίτερα ἀναφέρει στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τά ἑξῆς: «Ὥσπερ διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός ἀνθρώπου ἁμαρτωλοί κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὕτω καί διά τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἑνός δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί» (Ρωμ. Ε΄ 19).

Τήν ἴδια ἀκριβῶς ἀλήθεια βλέπουμε καί στήν Παναγία, γι’ αὐτό καί εἶναι ἡ κοινή μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Παναγία κατά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ εἰκόνα ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ μεσιτεία της εἶναι γεμάτη στοργή καί ἀγάπη γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους χωρίς καμιάν ἐξαίρεση. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει δώσει στήν Παναγία τήν θέση πού τῆς ἁρμόζει, στό ἱερό τοῦ Ναοῦ. Βρίσκεται στήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ. Δηλαδή ἀνάμεσα στόν οὐρανό, πού εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ καί στή γῆ, πού εἶναι ὁ χῶρος τῶν ζώντων πιστῶν. Ἡ ἐκ μέρους τῆς Παναγίας ἐκπλήρωση τοῦ ἀνθρωπίνου προορισμοῦ καταφαίνεται καί ἀπό τόν σύνδεσμο ὅλων τῶν ἀνθρώπων μέ τό Πρόσωπό της.

Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου ἔπρεπε νά πραγματοποιηθεῖ μετά ἀπό τήν ἐλεύθερη συγκατάθεση καί ἀποδοχή της ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρέπει νά γίνει ἀποδεκτή σέ μιά κοινωνία ἐμπιστοσύνης, ὑπακοῆς καί ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός «τῆς ὑπομονῆς καί τῆς παρακλήσεως» ἀναζητοῦσε σέ ὅλη τήν περίοδο τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας τό κατάλληλο πρόσωπο, πού θά ἐκπροσωποῦσε ὅλους τούς ἀνθρώπους καί θά ἀποδεχόταν τήν ἔλευση τοῦ Μεσσίου προσφέροντας μάλιστα τήν «ἀνθρώπινη σάρκα» στόν Θεό Λόγο.

Ἡ Παρθένος Μαρία ἦταν ἐκείνη, πού ἑτοιμάστηκε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά καί ἀπό τήν καθαρή καί παρθενική φύση της νά γίνει ἡ Μητέρα τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου. Ἡ Παναγία ἐκπροσωπεῖ ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος στήν ἀποδοχή καί τήν συνεργία τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἡ Παναγία ἀντιπροσωπεύει τό «πεπτωκός» ἀνθρώπινο γένος τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ, ἀλλά συγχρόνως μέ τό μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ ἀρχίζει καί μιά νέα δημιουργία.

Ἡ Παναγία δέχθηκε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί σ’ αὐτό συνετέλεσε πολύ ἡ προσωπική της ἁγιότητα καί καθαρότητα. Τό μυστήριο τῆς Παναγίας ἀρχίζει ἀπό τήν πλήρη ἀφιέρωσή της στόν Θεό καί τόν πνευματικό ἀγώνα κατά τῆς ἁμαρτίας καί μάλιστα σ’ ἕνα ἀπαράδεκτο καί ἀρνητικό περιβάλλον, ὅπως ἦταν ἡ κωμόπολη τῆς Ναζαρέτ. Ἐδῶ φαίνεται καθαρά, πώς οἱ θεουργικές δυνάμεις τοῦ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλασθέντος ἀνθρώπου διαθέτουν τόν ἐσωτερικό δυναμισμό, πού μπορεῖ νά μεταλλάξει σέ καλό δρόμο καί τό χειρότερο κοινωνικό περιβάλλον.

Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀκολουθεῖ αὐτό τό ὑπόδειγμα τῆς Παναγίας, τότε ὁ πνευματικός δυναμισμός καί ἐξοπλισμός του ἀδυνατεῖ καί ὑποτάσσεται στήν τραγική καί δαιμονική κατάσταση τοῦ περιβάλλοντος. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ Κεχαριτωμένη, «ὅτι εὗρε χάριν παρά Θεοῦ» γιά νά γίνει Μητέρα τοῦ Σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου. Ἡ εἰδική ὅμως πληρότητα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται στήν Παναγία, ὅταν φθάνει στό σημεῖο νά ἀποδέχεται πρώτη ἀπό ὅλα τά κτίσματα τήν σωτηρία τοῦ θυσιασθέντος Υἱοῦ καί Θεοῦ της.

Ἡ μετοχή τῆς Παναγίας σ’ αὐτή τήν σωτηρία δέν εἶναι μόνο ἡ ρομφαία, πού πέρασε καί ἐτραυμάτισε τήν μητρική καρδιά της. Ἔχουμε ὅμως καί τήν πλήρη ἀποδοχή τῆς σωτηρίας, πού τήν ὁδήγησε στήν «κατά χάριν» θέωσή της ἀπό αὐτόν ἀκόμη τόν παρόντα κόσμο. Τό μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου, ὅπου μέ τήν συμμετοχή της συνείργησε ἡ Παναγία, ἦταν καί γι’ αὐτήν τό μυστήριο τῆς προσωπικῆς ὑπάρξεώς της. Βέβαια ἡ κατάσταση τῆς ὑπάρξεώς της ἦταν ξεχωριστή καί μοναδική. Γι’ αὐτό καί ἡ παρθενική της καθαρότητα ἐστόλισε τήν ζωή της, πού ἦταν ἀφιερωμένη καί παραδομένη στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Παναγία ζοῦσε γιά τόν Θεό καί ὄχι ἀποκλειστικά γιά τόν ἑαυτό της. Ἡ Ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου ἀναφερόταν καί στόν νοῦν καί τήν ψυχή καί τό σῶμα της. Ἡ Ἐκκλησία μας θεωρεῖ τήν Παναγία σέ μιά κατάσταση πληρότητος καί τελειότητος καί τήν βλέπει πάντα ἀχώριστα ἑνωμένη μέ τόν «Υἱόν καί Θεόν» της «καθήμενον ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καί Πατρός». Ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλουσα ὁμολογεῖ:

«Τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γάρ ζωῆς μητέρα πρός τήν ζωήν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον» (Κοντάκιο Κοιμήσεως). Ἡ Παναγία εἶναι μιά ζῶσα μετοχή στή μεσιτική ἰδιότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί στή λυτρωτική καί σώζουσα ἀγάπη Του. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ πραγματική κοινή Μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, γιατί ἡ οὐσία τῆς μητρότητός της εἶναι ἡ πλήρης ταύτισή της μέ τόν Θεάνθρωπο Κύριο.

Ἡ Παναγία μᾶς ἔδειξε πώς ὁ ἄνθρωπος ἐρχόμενος στόν κόσμο δέν ζεῖ ἀποκλειστικά γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά γιά τόν Θεό. Ἔτσι πραγματοποιώντας τόν προορισμό του νά μπορεῖ νά φανερώσει μέσα ἀπό τήν ὕπαρξή του τήν παρουσία τῆς «εἰκόνος τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» πού εἶναι ὁ Χριστός. Πρόκειται γιά βασική καί θεμελιώδη ἀλήθεια τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Ἀπό αὐτή τήν ἀλήθεια ξεκινάει καί ὁ Ἄπ. Παῦλος στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, ὅταν στόν στίχο 4 γράφει στούς Φιλιππησίους: «Μή τά ἑαυτῶν ἕκαστος σκοπεῖτε, ἀλλά καί τά ἑτέρων ἕκαστος» γιά νά μᾶς παραπέμψει στό Πρόσωπο τοῦ Κυρίου.

Ὅσα ἀναφέρει ὁ Ἄπ. Παῦλος γιά τό φρόνημα τοῦ Χριστοῦ ἀνάγονται καί διοχετεύονται κατ’ ἐξοχήν στό Πρόσωπο τῆς Παναγίας, πού εἶχε ταυτίσει καί ἐμπιστευθεῖ τήν ὕπαρξή της στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἡ Παναγία δέχθηκε μέσα της τό φρόνημα τοῦ Χριστοῦ, ἔθεσε σέ θαυμαστή λειτουργία ὅλα τά θεία χαρίσματα τῆς ὑπάρξεώς της. Ὅλες οἱ ἀρετές τῆς Παναγίας δέν ἦσαν ἀποκλειστικό κατόρθωμα τοῦ ἐαυτοῦ της, ἀλλά ἡ φανέρωση τῆς ἐπενεργούσης θείας Χάριτος. Ὁ ἱερός Δαμασκηνός τονίζει χαρακτηριστικά: «Ὄντως εὖρες χάριν, ἡ ἀξία τῆς χάριτος· εὖρες χάριν ἡ τούς πόνους τῆς χάριτος γεωργήσασα· ἡ σώαν τήν ὀλκάδα τῆς διπλῆς παρθενίας τηρήσασα καί τήν ψυχήν γάρ παρθένον ἐτήρησεν οὐ τοῦ σώματος ἔλαττον· ὅθεν καί ἡ τοῦ σώματος παρθενία τετήρητο». Αὐτῆς πρεσβεῖαις οἱ πάντες ἐλεηθῶμεν.

Χρόνια πολλά καί εὐλογημένα!

Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ  ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ