09 Οκτωβρίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΤΟΥ ΑΛΦΑΙΟΥ

«Ο άγιος Ιάκωβος ήταν αδελφός του αποστόλου Ματθαίου, του τελώνη και ευαγγελιστή. Ο απόστολος αυτός βγήκε στο κήρυγμα, πυρπολημένος από θείο ζήλο, και κατέστρεψε όλα τα τεμένη των ειδώλων, ενώ επιτέλεσε και πολλά θαύματα: θεραπείες νόσων και εκδιώξεις πονηρών πνευμάτων. Γι’  αυτό και το πλήθος των εθνών τον ονόμασε «σπέρμα θείον». Αφού λοιπόν περιόδευσε στον περισσότερο κόσμο ως εραστής του Χριστού, του Οποίου και το πάθος και τον θάνατο ζήλεψε, καρφώνεται σε σταυρό και έτσι παρέδωσε το πνεύμα στον Θεό».

Όταν πρόκειται η εορτή ενός από τους Αποστόλους του Κυρίου, η εκκλησιαστική υμνογραφία στέκεται με ένα ιδιαίτερο δέος και με ένα θάμβος απέναντί του. Και δικαιολογημένα. Ένας απόστολος σχετίζεται κατεξοχήν με τον Κύριο, ανήκει σ’  αυτούς που κλήθηκαν από Εκείνον για να είναι οι μάρτυρες της αποκάλυψης του Θεού, συνεπώς ψηλαφά κανείς μαζί του τα ίδια τα αποτυπώματα του Χριστού και αναπνέει την ατμόσφαιρα  όχι μόνον της χάρης Του, αλλά και της ιστορικής παρουσίας Του. Γι’  αυτό και η κοινωνία με τους αποστόλους θεωρείται όρος για την ορθή κοινωνία με τον Χριστό, λοιπόν δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία μας χαρακτηρίζεται μεταξύ των άλλων αποστολική. Αυτό το δέος και αυτό το θάμβος νιώθει και ο υμνογράφος για τον άγιο απόστολο Ιάκωβο, τον υιό του Αλφαίου, που εορτάζουμε σήμερα, τέτοιο μάλιστα που για να μιλήσει γι’ αυτόν, τον παρακαλεί «να του απλώσει το χέρι προς βοήθειά του και να ικετεύσει τον Κύριο να λάμψει φως στην καρδιά του» (ωδή α΄).

Η πεποίθηση του υμνογράφου – εκφραστή, όπως γνωρίζουμε, της συνείδησης της εκκλησιαστικής κοινότητας – ότι προσεγγίζοντας και τιμώντας έναν απόστολο βρισκόμαστε μπροστά στον ολοζώντανο Χριστό, δηλαδή ότι η αξία του αποστόλου έγκειται όχι σε κάτι δικό του, αλλά στην αντανάκλαση του φωτός του Χριστού, φαίνεται και από μία παρατήρηση που κάνει για τον άγιο Ιάκωβο - την οποία και επαναλαμβάνει πολλαπλώς – και που εκ πρώτης όψεως  θεωρείται περιττή και αυτονόητη: υμνολογούμε τον απόστολο Ιάκωβο όχι γιατί είναι υιός του Αλφαίου, αλλά γιατί είναι απόστολος του Χριστού, συνεπώς κήρυκας της σαρκώσεως του Θεού στον κόσμο: «…σε ανυμνούντες Ιάκωβε ένδοξε, ουχ ως Αλφαίου υιόν, αλλ’  ως του Χριστού απόστολον και κήρυκα της αυτού αρρήτου σαρκώσεως» (Δόξα αίνων). Πράγματι, περιττή και αυτονόητη η παρατήρηση. Αλλά προφανώς ο υμνογράφος θέλει το αυτονόητο να το σκεφτούμε καλύτερα. Δηλαδή ότι η σχέση με τον Χριστό εξαφανίζει όλες τις θεωρούμενες καυχήσεις του ανθρώπου, είτε φυλετικές είναι αυτές είτε κοινωνικής τάξεως είτε μορφωτικές είτε οτιδήποτε άλλο ανθρώπινο. Με άλλα λόγια, η «περιττή» αυτή παρατήρηση ισοδυναμεί, θα μπορούσαμε να πούμε, με αυτό που εξαγγέλλει και ο απόστολος Παύλος «τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Ό,τι δεν είναι Χριστός, ό,τι δεν φανερώνει τη σωτήρια παρουσία Του, δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Κι αυτό συμβαίνει βεβαίως, γιατί μόνον ο Χριστός είναι ο Σωτήρας, ο Οποίος «μένει εις τον αιώνα». Όλα τα άλλα υπηρετούν τη φθορά και τον θάνατο.

Η παραπάνω αλήθεια κάνει τον υμνογράφο να παραπέμψει και σε κάτι ακόμη, που έρχεται ως συνέπεια αυτής: ποιος είναι ο πραγματικός ηγέτης και καθοδηγητής των ανθρώπων. Ο άγιος Ιάκωβος ως απόστολος και μαθητής του Χριστού, ως αντανάκλαση δηλαδή του φωτός Εκείνου, είναι πράγματι ηγέτης και καθοδηγητής. Διότι φωτίζει με τον λόγο του και με τα θαύματά του τους λαούς, προκειμένου να βρίσκουν τον δρόμο για τον Χριστό, για τη Βασιλεία του Θεού και τη σωτηρία τους. Κι είναι σημαντική η υπενθύμιση αυτή, ιδιαιτέρως σήμερα, διότι πολλοί «φωτιστάδες» έχουν εξαπολυθεί στον κόσμο, κομίζοντας «φώτα» και «λυτρώσεις», οι οποίες στην πραγματικότητα χαλκεύουν τον άνθρωπο στα δεσμά του πονηρού διαβόλου. Όπως το είπαμε και παραπάνω: οποιοδήποτε «φως» δεν έχει τον Χριστό, υπηρετεί την αμαρτία και τα πάθη του ανθρώπου. Δηλαδή, οποιοσδήποτε θεωρούμενος φωτιστής και καθοδηγητής των ανθρώπων, που δεν φανερώνει τον Χριστό, είναι ψεύτικος φωτιστής, που επιβεβαιώνει αυτό που ο Κύριος έχει επισημάνει: «τυφλός τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται». Ο εκκλησιαστικός ποιητής το εκφράζει με τον καθαρότερο τρόπο: «Την σοφίαν την όντως παιδαγωγόν, εσχηκώς σε μυούσαν τα υπέρ νουν, σοφίαν εμώρανας των Ελλήνων, θεόπνευστε, και εθνών εγένου φωστήρ και διδάσκαλος, ευσεβείας λόγοις ρυθμίζων τους άφρονας» (κάθισμα ωδής γ΄). Δηλαδή: Είχες την αληθινή σοφία (τον Χριστό) ως παιδαγωγό, η οποία σε μυούσε στα υπεράνω του νου, γι’  αυτό και απέδειξες ότι είναι ανοησία η σοφία των ειδωλολατρών, θεόπνευστε. Κι έγινες έτσι φωστήρας και δάσκαλος των εθνών, ρυθμίζοντας τους άφρονες με τους λόγους της ευσέβειας.

07 Οκτωβρίου 2023

Μ Η Ν Υ Μ Α ΤΟΥ ΣΕΒ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΕΠΙ ΤΗι ΕΝΑΡΞΕΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ  2023-2024­

Αγαπητά μου παιδιά,  

Το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής του τόπου μας είναι οι Ενοριακές εκκλησιές μας. Δοξάζουμε το Θεό που μας δίνει και τούτη τη χρονιά την πολύτιμη ευκαιρία να ξεκινήσουμε τις Κατηχητικές συναντήσεις και τις Ενοριακές Συντροφιές στις ενορίες της Μητρόπολής μας. Αυτές οι συνάξεις, που γίνονται τόποι συνάντησης με το Λόγο του Θεού αλλά και με τα πρόσωπα που αγαπούν και ζουν με τον Θεό, είναι μια  τράπεζα πνευματικής τροφής για εσάς τους νέους και τα παιδιά. Αυτό το τραπέζι που θα σας προσφέρει μέσα από τον ευαγγελική και εκκλησιαστική εμπειρία και με την Χάρη του Θεού τα νοήματα και την αλήθεια που ο ίδιος ο Χριστός μας έδωσε.

Εσείς παιδιά μου, που έρχεστε  με την καλή σας διάθεση, το χαμόγελό σας, την χαρά και την λαχτάρα σας, με την διάθεσή σας για παιχνίδι, την αναζήτηση των όμορφων πραγμάτων της ζωής, τις αναζητήσεις και τα ερωτήματά σας για την πραγματική ζωή, με τα ερωτήματά σας για την αλήθεια, για το δίκαιο, για την καλή και κακή πλευρά των ανθρώπων, για την αγάπη και όλα αυτά που σας οδηγούν στο μέλλον, να είστε σίγουροι ότι στα κατηχητικά και τις συνάξεις σας θα λάβετε αληθινές απαντήσεις από την πηγή της Αλήθειας και της Αγάπης που είναι ο Θεός.

Γιατί όταν θα μιλούμε για τον λόγο του ευαγγελίου, για τα μυστήρια της Εκκλησίας μας, για τις αλήθειες και τις διδασκαλίες των Πατέρων μας, θα μιλούμε για τον Θεό και προς τον Θεό, ο Οποίος μας αξίωσε και μας έδωσε και μας χάρισε όλα όσα χρειαζόμαστε για την πρόοδό μας στη ζωή και όλα όσα έχουμε ανάγκη για την σωτηρία της ψυχής μας που μόνο στα δικά του χέρια αναπαύεται.

Κι όταν θα μιλούμε για τους αγίους, για τους οσίους μάρτυρες και τους μεγάλους ασκητές της Εκκλησίας μας, θα είμαστε μπροστά στις ζωντανές εικόνες, τις εικόνες του Κυρίου μας, που Τον αγάπησαν υπέρμετρα και πρόκοψαν στην πλάση αυτή.

Και όταν μιλούμε για την καθημερινή ζωή, την πατρίδα και την ιστορία μας, τον βίο των προγόνων μας και το μέλλον της κοινωνίας μας, θα αφουγκραζόμαστε τα ιερά λόγια των παραβολών του Χριστού μας, θα αναζητούμε τα πολύτιμα χνάρια της πορείας και του βίου των αγίων μας, θα ερμηνεύουμε τις άξιες θυσίες και τις ένδοξες στιγμές των ηρώων μας, θα μελετούμε τα υπέροχα κείμενα της ελληνικής γλώσσας με τα βαθύτατα νοήματά τους.  

  Να γνωρίζετε με βεβαιότητα, ότι για τον Θεό η πρόσκλησή μας γίνεται πάντοτε αποδεχτή, η προσευχή μας εισακούεται πάντοτε, και η προαίρεσή μας δηλαδή η προδιάθεση, η καλή και ειλικρινής κίνηση της ψυχής προς Εκείνον, είναι αυτά που όπως λένε οι Πατέρες «υποχρεώνουν» τον Θεό. Όπως ένα παιδί ζητά ένα ποτήρι νερό από τον πατέρα του κι εκείνος του το δίνει με στοργή, έτσι και η προσευχή και αναζήτηση του Θεού, μας καθιστά όμοια, ως διψασμένα παιδιά μπροστά στον στοργικότερο και με την μεγαλύτερη αγάπη στον κόσμο, Πατέρα. Και κάθε παιδί, ο καθένας μας, είμαστε μοναδικοί αλλά όχι ξεχωριστοί μπροστά στο γεμάτο Αγάπη βλέμμα Του.

Πως μπορούμε όμως, μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος, να είμαστε συνεχώς μαζί Του;

Χτίζοντας, αγαπητά μου παιδιά, την ζωή και τις πράξεις και σκέψεις μας στα θεμέλια που λέγονται Εκκλησία, στο Σώμα του Χριστού και στη χάρη του Παρακλήτου Πνεύματος. Στην Εκκλησία μπορείτε να στερεώσετε τη ζωή σας και στην Εκκλησία θα βρείτε έναν ασφαλή δρόμο που μπορείτε να πορευθείτε. Σ’αυτό θα σας βοηθήσουν οι κατηχητικές συνάξεις.

Ο χριστιανός που ζει μέσα στην κοινωνία, τον σύγχρονο κόσμο της τεχνολογίας, της πληθώρας και της ευκολίας, με τους ανθρώπους που αγαπούν το καλό και τους συνανθρώπους τους ή όχι, ζώντας μέσα στην Εκκλησία που είναι  το Σώμα του Χριστού στους αιώνες, μπορεί με δύναμη πίστεως, με αγάπη και φιλανθρωπία, με νου και γνώση, με διάκριση και ευφυία να αντιμετωπίσει τον κόσμο και να σταθεί παράδειγμα για τους ανθρώπους. Να μιμηθεί τους μαθητές του Χριστού που με καθαρή καρδιά προσέλαβαν το Λόγο του Χριστού, διδάχθηκαν, ομολόγησαν την πίστη τους και πορεύθηκαν στην ζωή και έγιναν άγιοι.        

Αγαπητά μου παιδιά με χαρά και διάθεση ελάτε στις συνάξεις των κατηχητικών για να γνωρίσετε τον Κύριο και να διδαχθείτε την πίστη της Εκκλησίας μας. Με πατρική αγάπη σας εύχομαι ο πόθος σας για τον Χριστό να είναι πάντοτε δυνατός  στην καρδιά σας και η Χάρις του Αγίου Πνεύματος πάντοτε να σας φωτίζει σε κάθε βήμα και κάθε ώρα της ζωής σας. 

Μέ όλη μου τήν πατρική άγάπη

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ

«Μη κλαίε… Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι» (Λουκ. 7, 14)

Γεμάτη από δραματική ένταση το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα: μία μάνα, χήρα γυναίκα, συνοδεύει το μονάκριβο παιδί της στην τελευταία του κατοικία. Μαζί της και πλήθος κόσμου, που συμπαρίσταται στη μάνα και θρηνεί την τραγικότητα της ζωής της. Και ξάφνου αλλάζουν όλα: ο θρήνος μετατρέπεται σε άφατη χαρά. Γιατί; Διότι εμφανίζεται Εκείνος που είναι η πηγή της ζωής, Εκείνος που σπλαχνιζόμενος τη μάνα ανασταίνει το παιδί της και της το παραδίδει ζωντανό και υγιές. Ο λαός μπροστά στο εκπληκτικό γεγονός μένει έκθαμβος, νιώθοντας ότι βρίσκεται μπροστά στην παρουσία του Θεού. Η δοξολογία προς Αυτόν είναι η μόνη αντίδρασή του.

1. Η συνάντηση του Κυρίου με την εξόδιο πορεία στη Ναΐν δεν είναι ασφαλώς τυχαία. Ο Κύριος έρχεται ακριβώς για το πεθαμένο παιδί· να το αναστήσει και να το παραδώσει και πάλι στη μητέρα του. Κατά τους ερμηνευτές Πατέρες της Εκκλησίας μας, ο Κύριος προεκτείνει ό,τι συνέβη στην Παλαιά Διαθήκη με τον προφήτη Ηλία, ο οποίος κατά τον ίδιο τρόπο ανέστησε με τη δύναμη του Θεού το πεθαμένο παιδί μίας χήρας και πάλι γυναίκας, οπότε το περιστατικό εκείνο θεωρείται προτύπωση της νίκης του θανάτου που φέρνει ο Ιησούς Χριστός. Όλα λοιπόν σε  Αυτόν λειτουργούν μέσα σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο, το σχέδιό Του για τη σωτηρία του ανθρώπου. Και πώς αλλιώς, όταν «και  αι τρίχες της κεφαλής ημών πάσαι ηριθμημέναι εισί» και Εκείνος ως Θεός φροντίζει και το παραμικρότερο αγριόχορτο, πόσο περισσότερο τον άνθρωπο;

2. Ο Κύριος λοιπόν πορεύεται στη Ναΐν για να ξαναδώσει ζωή στο νεκρό παιδί, αλλά με έναν απώτερο διπλό σκοπό: Πρώτον, μέσω αυτής της ανάστασης να φανερώσει ότι ο ερχομός Του στον κόσμο φέρνει ακριβώς την κατάργηση του θανάτου και την παροχή της ζωής – «εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν» θα πει κάπου αλλού – δηλαδή ότι Αυτός είναι «η Ζωή και η Ανάστασις», προετοιμάζοντας το έδαφος για τη δική Του Ανάσταση ως κατάργηση εντελώς του θανάτου. Δεύτερον, συγκλονισμένος από το γεγονός και γεμάτος ευσπλαχνία προς την τραγική μάνα, να δείξει ότι συμπάσχει με τον πόνο της, ότι δεν την ξεπερνά, γιατί ο πόνος, όπως και ο ίδιος ο θάνατος, είναι πράγματα που δεν συνάδουν προς τον Θεό και το θέλημά Του, δηλαδή ότι ο πόνος και ο θάνατος είναι καταστάσεις αντίθετες προς τη δημιουργία του ανθρώπου, γι’  αυτό και το πένθος και το κλάμα δεν πρέπει να υπάρχουν κανονικά στη ζωή του. «Μη κλαίε» της λέει.

Και πράγματι, ο λόγος του Θεού έχει αποκαλύψει ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, για να είναι μέτοχος της χαράς και της ζωής Εκείνου, με σκοπό, υπακούοντας ο άνθρωπος στο θέλημά Του, να φτάσει να γίνει κι αυτός ένας κατά χάριν Θεός, να θεωθεί, κατά την εκκλησιαστική ορολογία. Αλλά, η κακή χρήση της ελευθερίας από τον άνθρωπο τον οδήγησε στον δρόμο της πτώσεώς του στην αμαρτία, από την οποία εισήλθε ο πόνος, η φθορά, ο θάνατος. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος». Κι ο Χριστός λοιπόν, ο ενανθρωπήσας Θεός, έρχεται προκειμένου να επαναφέρει τον άνθρωπο στην κανονική του θέση και να καταργήσει την αμαρτία και τα αρνητικά αποτελέσματά της. Όλη η ζωή του Χριστού, και κυρίως ο Σταυρός και η Ανάστασή Του, είναι προς την κατεύθυνση αυτή, που σημαίνει ότι με τον Χριστό νικήθηκε ο μεγαλύτερος και έσχατος εχθρός του ανθρώπου, ο θάνατος, ενώ η όποια δοκιμασία και ο κάθε πόνος πια του ανθρώπου θεωρούνται ως παιδαγωγία του χριστιανού, ως συμμετοχή του στον Σταυρό Εκείνου, που οδηγεί, αν αντιμετωπιστεί με πίστη και υπομονή, στη βίωση της Ανάστασης και της μελλοντικής δόξας του πιστού. «Ουκ άξια γαρ τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν». 

3. Βεβαίως, μπορεί να αντείπει κανείς ότι και ο Κύριος έκλαψε κατά τον θάνατο του αγαπημένου Του φίλου Λαζάρου. Πώς τώρα με το «μη κλαίε» στη χήρα μάνα φαίνεται να κινείται αντίθετα προς το προσωπικό Του παράδειγμα; Δεν βρισκόμαστε βεβαίως μπροστά σε αντίφαση. Ο Κύριος προτρέπει τη μάνα να μη κλαίει, γιατί πρόκειται να της δώσει τη μεγαλύτερη χαρά: ζωντανό και πάλι το παιδί της. Δεν αρνείται τη λύπη από το γεγονός του θανάτου. Αρνείται τη λύπη ως έκφραση αδιεξόδου μπροστά στο φαινόμενο του θανάτου. Είναι ίσως αυτό που θα πει αργότερα ο απόστολος Παύλος για τους πιστούς: «ίνα μη λυπήσθε, ώσπερ οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα».  Κι ακριβώς, όταν και  ο Ίδιος θα κλάψει για τον φίλο Του Λάζαρο, θα το κάνει όχι γιατί θα βρεθεί μπροστά σε αδιέξοδο, αφού αμέσως μετά θα τον καλέσει και πάλι στη ζωή: «Λάζαρε, δεύρο έξω», αλλά γιατί Εκείνος ήταν ο μόνος που μπορούσε σε όλο το βάθος και το πλάτος να γνωρίζει την τραγικότητα του θανάτου. Το κλάμα του Κυρίου δηλαδή δεν ήταν τόσο για τον Λάζαρο, όσο για την κατάντια της ανθρώπινης φύσης, γι’ αυτό και μάλλον αντιστοιχεί προς την ευσπλαχνία που ένιωσε απέναντι στην πονεμένη μάνα της Ναΐν. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης εξηγούν ότι η ευσπλαχνία αυτή περιέχει όχι μόνο μία απλή στροφή συμπάθειας προς τη γυναίκα, αλλά μία «βαθειά συγκίνηση και έναν συγκλονισμό» του Κυρίου.

4. Με τους παραπάνω όρους, καταλαβαίνει κανείς πόση άγνοια  και πόση πλάνη υπάρχει  σ’  εκείνους τους «χριστιανούς», οι οποίοι, ενώ ο Χριστός ήλθε στον κόσμο, έγινε μέτοχος όλου του πόνου και του δράματος της ανθρώπινης ύπαρξης, πήρε πάνω Του όλες τις τραγικές συνέπειες της αμαρτίες, για να μας προσφέρει και πάλι τη δικαιοσύνη του Θεού καθώς μας ένωσε με τον εαυτό Του και μας κατέστησε μέλη Του, εκείνοι Τον υβρίζουν και Τον βλασφημούν σε κάθε δοκιμασία τους και σε κάθε φαινομενικό αδιέξοδό τους! Πόση τύφλωση πρέπει να υπάρχει, για να μη «βλέπουν» τον Σταυρό και την Ανάστασή Του ως γεγονότα που πραγματοποιήθηκαν «δι’  ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν», για να μη «βλέπουν» ότι μετά τον ερχομό Του όλα πια λειτουργούν διαφορετικά: σε όλα τα δεινά υπάρχει η παρουσία Εκείνου και η δύναμή Του που μας ενισχύει, όπως  στο «εξώφθαλμο» γεγονός από το σημερινό περιστατικό, κατά το οποίο ο Κύριος συμπάσχει με εμάς και συγκλονίζεται από τον ανθρώπινο πόνο, δίνοντας όμως και τη διέξοδο: «Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι»! Ποια μεγαλύτερη παρηγοριά μπορεί να υπάρχει από αυτήν, αφού ακόμη και στο μεγαλύτερο αδιέξοδο – ποιο μεγαλύτερο αδιέξοδο από τον θάνατο μπορεί να υπάρχει; - ο Κύριος μάς δίνει τη λύση και μας ανορθώνει;

Ζούμε σε μία από τις πιο κρίσιμες περιόδους της ιστορίας μας. Η πολλαπλή κρίση, και όχι μόνο βεβαίως μόνο οικονομική, «κτυπά» την πόρτα όλων μας και υπάρχουν συνάνθρωποί μας που την κρίση αυτή τη βιώνουν ως θάνατο, ως αδιέξοδο. Ο πόνος, η θλίψη, το κλάμα περισσεύουν σε πάρα πολλούς. Μοιάζει και η Ελλάδα μας με τη μάνα του σημερινού Ευαγγελίου, που προπέμπει το παιδί της στο νεκροταφείο. Κι όμως! Όπως τότε παρουσιάστηκε ο Κύριος και έδωσε την ανεπάντεχη λύση: την ανάσταση, έτσι και σήμερα. Ο ίδιος Κύριος υπάρχει, γιατί είναι ο παντοδύναμος Θεός. Στο φαινομενικό αδιέξοδο Εκείνος έρχεται προς συνάντησή μας. Το «μη κλαίε» και το «νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι» είναι τα λόγια που μπορούμε να ακούσουμε κι εμείς, για να ορθοποδήσουμε και πάλι. Δεν θα είμαστε χριστιανοί, αν δεν έχουμε αυτήν την πεποίθηση κι αυτήν την ελπίδα. Κάτω όμως από μία προϋπόθεση: τα λόγια αυτά να λειτουργήσουν πρώτα μέσα μας από πλευράς πνευματικής, δηλαδή να τα ακούσουμε για την πνευματική ανόρθωσή μας, που σημαίνει να μετανοήσουμε, αποφασίζοντας να αλλάξουμε τρόπο ζωής: από εγωιστές και συμφεροντολόγοι να γίνουμε άνθρωποι αγάπης, με ενδιαφέρον και συμπάθεια για τους συνανθρώπους μας. Τότε ναι, θα δούμε ό,τι είδε και η χαροκαμένη μάνα της Ναΐν: την ανάσταση, αλλά πρώτα του ίδιου του εαυτού μας. Κι ίσως στη συνέχεια και όλων των άλλων αδιεξόδων μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. ζ΄, 11-16)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ ̓ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. Ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, πῆγε ὁ Ἰησοῦς σέ μιά πόλη πού λεγόταν Ναΐν. Μαζί του ἦταν ἀρκετοί μαθητές του καί πολύ πλῆθος. Τήν ὥρα πού πλησίαζαν στήν πύλη τῆς πόλης, ἔβγαζαν ἕνα νεκρό, τό μονάκριβο γιό μιᾶς μάνας, πού μάλιστα ἦταν χήρα. Κόσμος πολύς ἀπό τήν πόλη τή συνόδευε. Ὅταν εἶδε τή χήρα ὁ Κύριος, τή σπλαχνίστηκε καί τῆς εἶπε: «Μήν κλαῖς». Ἔπειτα προχώρησε, ἀκούμπησε τή σορό, καί ἀφοῦ στό μεταξύ αὐτοί πού βαστοῦσαν τό φέρετρο σταμάτησαν, εἶπε: «Νεαρέ, σέ διατάζω νά σηκωθεῖς». Ὁ νεκρός ἀνακάθισε κι ἄρχισε νά μιλάει. Ὁ Ἰησοῦς τότε τόν παρέδωσε στή μητέρα του. Ὅλους τούς κυρίεψε δέος καί δόξαζαν τό Θεό: «Μεγάλος προφήτης», ἔλεγαν, «ἐμφανίστηκε ἀνάμεσά μας!» καί: «Θεός ἦρθε νά σώσει τό λαό του!»

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Κορ. Β΄, θ΄ 6-11)

Ἀδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ ̓ εὐλογίαις ἐπ ̓ εὐλογίαις καὶ θερίσει. Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδία, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται· ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι ̓ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ὅποιος σπέρνει μέ φειδώ θά ἔχει λίγη σοδειά· κι ὅποιος σπέρνει ἁπλόχερα ἡ σοδειά του θά εἶναι ἄφθονη. Ὁ καθένας ἄς δώσει ὅ,τι τοῦ λέει ἡ καρδιά του χωρίς νά στενοχωριέται ἤ νά ἐξαναγκάζεται, γιατί ὁ Θεός ἀγαπάει αὐτόν πού δίνει μέ εὐχαρίστηση. Ὁ Θεός ἔχει τή δύναμη νά σᾶς χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά, ὥστε νά εἶστε πάντοτε σέ ὅλα τελείως αὐτάρκεις, καί νά δίνετε μέ τό παραπάνω γιά κάθε καλό σκοπό. Τό λέει κι ἡ Γραφή: Σκόρπισε, ἔδωσε στούς φτωχούς, ἡ ἀγαθοεργία του θά διαρκεῖ αἰώνια. Κι αὐτός πού δίνει στό σποριά τό σπόρο καί τό ψωμί γιά νά τραφεῖ, ἄς δώσει καί ἅς πληθύνει καί τό δικό σας σπόρο καί ἄς αὐξήσει τούς καρπούς τῆς ἀγαθοεργίας σας. Ὁ Θεός θά σᾶς κάνει πλούσιους σέ ὅλα, γιά νά μπορεῖτε νά δίνετε γενναιόδωρα. Αὐτοί πού θά πάρουν ἀπό μᾶς τή δική σας εἰσφορά θά εὐχαριστοῦν τό Θεό.

ΤΙ ΠΑΙΔΙΑ ΘΑ ΦΕΡΩ Σ’ ΕΝΑΝ ΤΕΤΟΙΟ ΚΟΣΜΟ;

Η επιφύλαξη κι ο φόβος πολλών συνανθρώπων μας να μην προχωρήσουν σε τεκνοποίηση γιατί ζούμε σ’ έναν κόσμο γεμάτο προβλήματα και κινδύνους, κρύβουν από πίσω την ολιγοπιστία και την απιστία τους. Δεν υπάρχει η πίστη στον Θεό που μας φανέρωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, τον Θεό Πατέρα, τον γεμάτο αγάπη και στοργή απέναντι σε όλη τη δημιουργία Του, κατεξοχήν δε απέναντι στον άνθρωπο. Για τη χριστιανική πίστη δηλαδή ο Θεός μας δεν είναι ένα ον που ζει κάπου πέρα από τα σύννεφα, οπότε στην περίπτωση αυτή είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει είναι το ίδιο πράγμα. Ο Θεός μας είναι αφενός Θεός Δημιουργός που δημιούργησε τα πάντα «ἐκ τοῦ μή ὄντος», από το τίποτε, αφετέρου είναι Θεός συντηρητής, φροντιστής και διακυβερνήτης του σύμπαντος κόσμου, που σημαίνει ότι συνεχίζει και μετά τη Δημιουργία να είναι παρών στον κόσμο Του, ελέγχοντας τα πάντα και κατευθύνοντας τα πάντα με τρόπο που Εκείνος γνωρίζει και επιλέγει στον τελικό τους προορισμό. «Ἐμβλέψατε εἰς τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ», παροτρύνει ο Κύριος, «ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδέ θερίζουσιν οὐδέ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καί ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά. Οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;» Για να συνεχίσει: «Εἰ δέ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;» (Ματθ. 6, 26, 28-30). Και αλλού: «Ὑμῶν δέ καί αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί» (Ματθ. 10, 30).

Η έλλειψη της πίστεως στην πρόνοια του Θεού διαστρέφει όλη τη χριστιανική πίστη, κάνοντας – όπως έχει τονιστεί – τον μεν Θεό άκοσμο, τον δε κόσμο άθεο. Με άλλα λόγια, όταν στη ζωή μου δεν λαμβάνω υπ’ όψιν μου τον παράγοντα Θεό και την πρόνοιά Του, τότε τα πάντα τα βλέπω μαύρα γύρω μου, χωρίς ίχνος φωτός και ελπίδας, χωρίς ίχνος χαράς. Τα προβλήματα - καρπός της αμαρτίας βεβαίως του ανθρώπου -   γίνονται οι μόνες πραγματικότητες στον κόσμο, ενώ ο φόβος και η ανασφάλεια με τα συνακόλουθα άγχη γίνονται τα κύρια χαρακτηριστικά της ζωής. Έχουμε την εντύπωση ότι σε μία τέτοια τοποθέτηση που προϋποτίθεται σ’ εκείνους που δεν θέλουν γι’ αυτό να φέρουν παιδιά στον κόσμο, η εικόνα του κόσμου είναι του δαιμονικού μανιχαϊσμού: βλέπουν τον κόσμο ως άρνηση, υποταγμένο στις δυνάμεις του κακού.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ

«Οι άγιοι έζησαν επί της βασιλείας του Μιξιμιανού. Και ο μεν Σέργιος ήταν Πριμικήριος, δηλαδή αρχηγός, της σχολής των Κιντιλίων, ο δε Βάκχος ήταν Σεκουνδικήριος, δηλαδή δεύτερος, της ίδιας σχολής. Εξαρχής μυήθηκαν στη χριστιανική πίστη και έμαθαν καλά τις θεόπνευστες Γραφές, γι’  αυτό και κατηγορήθηκαν ως χριστιανοί στον βασιλιά, ο οποίος τους διέταξε να προσφέρουν μαζί του θυσία στα είδωλα. Λόγω της άρνησής τους, τους αφαίρεσαν τις ζώνες και τα περιλαίμιά  τους, και τους φόρεσαν γυναικεία ενδύματα, περιφέροντάς τους με σίδερα στα πόδια στο κέντρο της πόλεως, προς διακωμώδηση και ύβρη, ενώ στη συνέχεια τους οδήγησαν στον ηγεμόνα Αντίοχο, στην πόλη των Ευφρατησίων. Καθώς πλησίαζαν, τους εμφανίστηκε άγγελος που τους  γέμισε από δύναμη και θάρρος, και ο μεν Βάκχος, αφού πρώτα κτυπήθηκε επί πολύ ώρα με ωμά νεύρα, μέσα σ’ αυτά τα βασανιστήρια παρέδωσε το πνεύμα, ο δε Σέργιος, αφού ανακρίθηκε με διαφόρους τρόπους, καθηλώθηκε στα πόδια σε σιδερένιες κρηπίδες, κι αφού αναγκάστηκε να τρέχει επί πολύ, έπειτα κλείστηκε στη φυλακή, και πάλι καθηλώθηκε στις ίδιες κρηπίδες, μέχρις ότου στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι με ξίφος».

Οι άγιοι Σέργιος και Βάκχος δεν ανήκουν απλώς στη χορεία των μαρτύρων της Εκκλησίας μας, αλλά στους μεγαλομάρτυρες αυτής. Στη βυζαντινή εποχή μάλιστα τιμώνταν ιδιαιτέρως, γι’  αυτό και ο Ιουστινιανός έκτισε μοναστήρι προς τιμή τους, που σήμερα – από τα σημαντικότερα σωζόμενα χριστιανικά μνημεία της πρώιμης βυζαντινής περιόδου – έχει το όνομα τέμενος Κιουτσούκ Αγιασοφιά, δηλαδή Μικρή Αγία Σοφία. Την αγιότητα και το μαρτύριό τους ευλαβήθηκαν, κατά τον υμνογράφο, και «οι ουράνιες πύλες, οι οποίες άνοιξαν αμέσως χάριν των μαρτύρων, διότι το μαρτύριό τους χαριτώθηκε από τον ίδιο τον Κύριο, ενώ έτρεψε σε φυγή τις φάλαγγες των δαιμόνων» (ωδή ς΄). Αιτία βεβαίως για την ιδιαίτερη ευαρέσκεια του Θεού από το μαρτύριο των αγίων ήταν το κίνητρό τους: «ο πόθος για τον Χριστό, ο οποίος τους έκανε να βδελύσσονται κάθε κοσμική δόξα και γοητεία, και να προσβλέπουν μόνον στον Κύριο, αθλούμενοι υπέρ Αυτού νομίμως, δηλαδή χωρίς να χάνουν καθόλου την αγάπη τους ακόμη και προς τους βασανιστές τους» (ωδή γ΄).

Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση από την υμνολογία των αγίων σήμερα, είναι ότι ο υμνογράφος όχι μία, αλλά πολλές φορές τονίζει τον μεταξύ των δύο αυτών αγίων σύνδεσμο, ο οποίος θεμελιωνόταν όχι στους δεσμούς αίματος – δεν ήταν φυσικά αδέλφια οι άγιοι – αλλά στην κοινή τους πίστη στον Χριστό. «Με τον τρόπο του Δαυίδ φώναζαν δυνατά οι μάρτυρες Σέργιος και Βάκχος: Τι υπάρχει καλύτερο ή ωραιότερο, από το να κατοικούν αδελφοί στον ίδιο τόπο και με την ίδια γνώμη; Όχι γιατί ήταν ενωμένοι με φυσική σχέση, αλλά με την κοινή τους πίστη» (αίνοι). Κι αλλού: «Αυτούς που η φύση δεν γνώρισε ως σαρκικούς αδελφούς, η πίστη τούς οδήγησε σαν από ανάγκη να έχουν αδελφικό φρόνημα μέχρι και το μαρτύριο» (αίνοι). Κι αυτή η κοινή πίστη που τους έδενε σαν αδέλφια και παραπάνω από αδέλφια, οφείλετο βεβαίως στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα ζώντας στην καρδιά και την ύπαρξή τους τούς έκανε να έχουν μία ψυχή και μία καρδιά: «ου φύσεως ακολουθία, αλλά πίστεως ενώσει του Αγίου Πνεύματος» (αίνοι).

Ο ιδιαίτερος τονισμός της αλήθειας αυτής από τον υμνογράφο δεν γίνεται, νομίζουμε, τυχαία. Ο υμνογράφος γνωρίζει ότι μερικές φορές ο φυσικός δεσμός δεν λειτουργεί με τον τρόπο που πρέπει, δηλαδή μέσα στα πλαίσια της αγάπης. Υπάρχουν φορές που το μίσος διακατέχει αυτούς που συνδέονται με τους δεσμούς αίματος. Ακόμη και παροιμία υπάρχει πάνω σ’ αυτό: «Μισούνται σαν αδέλφια» -  μία τραγική, δυστυχώς, πραγματικότητα. Εκείνος όμως ο δεσμός που μένει ακατάλυτος, που πραγματικά ενώνει τους ανθρώπους, είναι ο δεσμός που δημιουργεί το ίδιο το Πνεύμα του Θεού πάνω στην κοινή πίστη του Χριστού.  Και τούτο γιατί όπου υπάρχει το Πνεύμα του Θεού υπάρχει η αληθινή αγάπη, τέτοια που ακόμη και ο θάνατος είναι ανίσχυρος μπροστά της. Το ζωντανό παράδειγμα των αγίων Σεργίου και Βάκχου είναι μία από τις πολλές αποδείξεις.

06 Οκτωβρίου 2023

«ΑΠΙΣΤΙΑ» ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΙΑ!

Η επιφυλακτικότητα του μαθητή του Κυρίου Θωμά απέναντι στην ομολογία των άλλων μαθητών ότι ανέστη ο Κύριος γίνεται πάντοτε αφορμή προβληματισμού για το μεγάλο θέμα της δυσπιστίας κι ακόμη και της απιστίας. Διότι η πίστη και η απιστία είναι τα θέματα που ταλάνισαν, ταλανίζουν και θα ταλανίζουν πάντοτε την ανθρωπότητα, η οποία σ’ ένα μεγάλο ποσοστό έχει συνηθίσει να βαδίζει με βάση τις αισθήσεις και τη λογική της, ακόμη δε περισσότερο με βάση, ιδίως όσον αφορά τους περισσότερο μορφωμένους ανθρώπους, με βάση το δικό τους θέλημα και το «έτσι μ’  αρέσει»! Στο θέμα μάλιστα της πίστεως στον Ιησού Χριστό εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ, διότι η πίστη αυτή απαιτεί όχι μία απλή διανοητική αποδοχή, αλλά κυριολεκτικά αλλαγή της ζωής, μετάνοια ως επιστροφή προς τον Θεό, κάτι που προσκρούει οδυνηρά στα πάθη του ανθρώπου και τον άμετρο εγωισμό του.

Η απιστία του Θωμά βεβαίως χαρακτηρίζεται από την Εκκλησία μας ως «καλή απιστία» - «ω, καλή απιστία του Θωμά»! Μπορεί σε πρώτη φάση να είχε εγκλωβιστεί στην απομόνωσή του λόγω της προτεραιότητας που έδινε στη λογική του, βασισμένη στις αισθήσεις του: «εάν μη ίδω ου μη πιστεύσω», όμως στη συνέχεια θέτει εν αμφιβόλω το δικό του θέλημα, ερχόμενος σε κοινωνία με τους άλλους μαθητές, για να μετάσχει κι αυτός στην έκπληξη: την όραση του αναστημένου Χριστού! Κι αυτό σημαίνει ότι η καλή απιστία μπορεί να έχει το χαρακτηρισιτικό της αμφιβολίας, όμως αφήνει κι ένα περιθώριο για κάτι άλλο, αφήνει ένα περιθώριο στην... ταπείνωση! Δεν «τσιμεντοποιεί» δηλαδή τη βούληση του ανθρώπου, διότι τελικώς κυριαρχεί η αναζήτηση της αλήθειας!

Η άλλη απιστία όμως, η «κακή» θεωρούμενη, είναι αυτή που έχει το στοιχείο της απολυτότητας, συνεπώς και το στοιχείο της ελλείψεως της αυτογνωσίας – άνθρωπος «μπετόν αρμέ» όπως λέγεται δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ψυχικά υγιής και «πετάει στα σύννεφα» των λογισμών του! Στην πραγματικότητα όμως η εμπειρία δείχνει ότι η όποια απολυτότητα της απιστίας κρύβει παγιωμένες συνήθειες αμαρτωλού τρόπου ζωής, με την έννοια ότι ο άπιστος αυτός έχει προσανατολίσει τη βούλησή του αποκλειστικά στις «ηδονές του βίου», εκδαπανώμενος σ’ αυτές! Κολλημένος λοιπόν στην αμαρτία του κόσμου αδυνατεί να φανταστεί ότι υπάρχει και το πέραν της λάσπης – δεν θέλει να αναπνεύσει τον αέρα του Ουρανού!