11 Νοεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ)

 

«Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς· πορεύου και συ ποίει ομοίως» (Λουκ.10, 37)

Μία από τις γνωστότερες παραβολές του Κυρίου, που διασώζεται μόνον από τον ευαγγελιστή Λουκά, περιέχει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Αφορμή για να την πει ο Κύριος έδωσε ένας νομοδιδάσκαλος, ένας δηλαδή Ιουδαίος θεολόγος, ο οποίος θέλοντας να Τον φέρει σε δύσκολη θέση – «εκπειράζων αυτόν» - Του έθεσε αφενός το θέμα πώς κερδίζεται η αιώνιος ζωή, αφετέρου το θέμα ποιος είναι ο πλησίον του ανθρώπου, όταν αποκαλύφθηκε ότι ερώτησε κάτι που του ήταν ήδη γνωστό. Ο Κύριος δεν δυσανασχετεί και δεν παρεξηγείται  με την «πονηριά» του θεολόγου. Του απαντά με τρόπο κανονικό και σοβαρό, οδηγώντας τον όμως στο σημείο συμφωνίας του με ό,τι ο Ίδιος έλεγε. Η τελική προτροπή Του μάλιστα προς αυτόν δεν του αφήνει κανένα περιθώριο αντίδρασης. «Πορεύου και συ ποίει ομοίως».

1. Ο Κύριος καταρχάς καλεί σε κινητοποίηση τον νομοδιδάσκαλο, συνεπώς και κάθε άνθρωπο, προκειμένου να πορεύεται στη ζωή του κατά το πρότυπο του καλού Σαμαρείτη. Η προτροπή Του δηλαδή δεν αφήνει υποψία εφησυχασμού του ανθρώπου, αδράνειας ή περιδίνησης μέσα στα δικά του πάθη. Ο εφησυχασμός και  η αδράνεια δεν σχετίζονται με αυτό που συνιστά θέλημα του Θεού, διότι φανερώνουν καταστάσεις που αλλοιώνουν τη φυσιολογία του ανθρώπου, την κατ’  εικόνα Θεού δηλαδή δημιουργία του. Ο άνθρωπος είναι κίνηση, ενέργεια, πορεία προς τα εμπρός, δημιουργία. Αν υπάρχουν τόσοι συνάνθρωποί μας που δυστυχώς ταλαιπωρούνται από ψυχολογικά κυρίως προβλήματα, είναι γιατί έπεσαν στην παγίδα της στασιμότητάς τους και της ανακύκλωσης των ίδιων πάντοτε παθών τους, κυρίως δε των λογισμών τους. Σαν να λειτουργούν, με άλλα λόγια, μ’ έναν τρόπο «αυτιστικό», περιφερόμενοι αδιάκοπα γύρω από το κέντρο του εαυτού τους. Ο Κύριος λοιπόν στο πρόσωπο του νομοδιδασκάλου καλεί όλους τους ανθρώπους σε πορεία προς τα εμπρός, χωρίς να στρέφονται προς τα οπίσω.

2. Η πορεία αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη και άσκοπη. Δεν καταξιώνεται ο άνθρωπος απλώς με το να πορεύεται, αλλά να πορεύεται σωστά. Και το σωστά σημαίνει: κατά το πρότυπο που προβάλλει η παραβολή ως δικαιωμένο από τον Θεό τρόπο ζωής, δηλαδή του καλού Σαμαρείτη. «Πορεύου και συ ποίει ομοίως». Ομοίως όχι με τον τρόπο  του ιερέα ή του λευίτη, των ιερωμένων του Ιουδαϊσμού, διότι ο τρόπος αυτός καταδικάστηκε και από τον ίδιο τον νομοδιδάσκαλο: είναι ο τρόπος του εγωισμού, της προτεραιότητας των προσωπικών συμφερόντων έναντι των πραγματικών αναγκών του συνανθρώπου, της προτεραιότητας ακόμη και μιας θρησκευτικής αποστολής έναντι του άλλου – δεν αρνείται κανείς ότι μπορεί οι συγκεκριμένοι ιερωμένοι να βρίσκονταν και σε μια τέτοια αποστολή. Το ομοίως λοιπόν είναι με τον τρόπο ζωής του Σαμαρείτη. Αυτός είναι που επαινείται  και θεωρείται ότι βρήκε την οδό της αιώνιας ζωής. Και ποιο είναι το γνώρισμα της οδού αυτής; Όπως αναγκάζεται να το ομολογήσει και ο νομοδιδάσκαλος: «ο ποιήσας το έλεος μετ’  αυτού». Σωστός δηλαδή τρόπος που δικαιώνεται από τον Θεό είναι η αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Όπως τίθεται στην παραβολή, η αγάπη αυτή συνιστά μονόδρομο: έξω από την αγάπη ο άνθρωπος χάνεται σε δρόμους που τον απομακρύνουν από τη σχέση του με τον Θεό. Κι αυτό θα πει: για να βρω τον Θεό: «την αιώνιον ζωήν», πρέπει να βρω τον συνάνθρωπό μου: να ποιώ «έλεος μετ’  αυτού».

3. Ο προσδιορισμός της αγάπης προς τον συνάνθρωπο, ως της απόλυτης καθοριστικής προϋπόθεσης για την αιώνια ζωή, απαιτεί, κατά την παραβολή, τρεις διευκρινίσεις:

(1) ο άλλος, ο πλησίον, δεν είναι ο άνθρωπος που ανήκει σε μία συγκεκριμένη ομάδα, κατά τον καταδικασμένο τύπο της Ιουδαϊκής εκδοχής: των Φαρισαίων για παράδειγμα που θεωρούσαν πλησίον μόνον τους γνώστες του ιουδαϊκού νόμου, άρα έθεταν εκτός της έννοιας αυτής τους φτωχούς και αγραμμάτους, ή των Εσσαίων, που θεωρούσαν πλησίον μόνον τους ανήκοντες στην κοινότητά τους, ή ακόμη και των απλών Ιουδαίων, που απέρριπταν την έννοια του πλησίον για τους μη Ιουδαίους. Πλησίον, κατά το πρότυπο του Σαμαρείτη, είναι ο κάθε συνάνθρωπος, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας ή κοινωνικής τάξεως, διότι ο ίδιος ο άνθρωπος που αγαπά γίνεται πλησίον του άλλου. Απόδειξη τούτου είναι το γεγονός ότι ο Κύριος αντιστρέφει το ερώτημα του νομοδιδασκάλου: από την παθητική διατύπωσή του -  «τις εστί μου πλησίον;» - το θέτει με ενεργητική διάθεση – «γεγονέναι πλησίον». Εγώ να γίνομαι πλησίον του άλλου.

(2) Η αγάπη έτσι προς τον οποιονδήποτε συνάνθρωπο έχει το γνώρισμα της θυσίας. Μπροστά στην ανάγκη του άλλου, το θέλημα του Θεού απαιτεί προσωπική στάση, απώλεια ίσως του χρόνου μας, της άνεσής μας και των δικών μας αναγκαίων μέσων, προσφορά των χρημάτων μας, έγνοια διαρκή. Ό,τι δηλαδή επέδειξε ο Σαμαρείτης. Πρόκειται για την αληθινή αγάπη, για την οποία μίλησε ο Κύριος και με λόγο σαφή, εκτός των παραβολών: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλλήλους. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Είναι η αγάπη που έζησε ο Ίδιος και που Τον ανέβασε στον Σταυρό, γεγονός που τονίζεται και από την αλληγορική ερμηνεία της παραβολής, σύμφωνα με την οποία ο Σαμαρείτης είναι ο ίδιος ο Χριστός.

 (3) Αυτονοήτως, η αγάπη, με τα παραπάνω δεδομένα, δεν είναι θεωρία και λόγια, αλλά πράξη. «Ο ποιήσας το έλεος μετ’  αυτού» λέει. Και: «πορεύου και συ  π ο  ί ε ι  ομοίως». Όσο κανείς μένει σε λόγια, ακόμη και σε μία πραγματική καλή διάθεση, δεν έχει αγγίξει την αγάπη που δικαιώνει. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’  ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς».

4.  Η αγάπη όμως προς τον συνάνθρωπο που δικαιώνει αυτόν που την ασκεί, είναι, σύμφωνα με το ευαγγελικό ανάγνωσμα, άμεσα συνδεδεμένη και με την αγάπη προς τον Θεό. Ο Κύριος χαρακτήρισε ορθή την απάντηση του νομοδιδασκάλου, όταν ανέφερε την πεμπτουσία του λόγου του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της ισχύος σου και  εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Δηλαδή, η αγάπη έχει διπλή διάσταση: προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. Και ο Ίδιος έτσι τοποθέτησε τα πράγματα: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε», είπε. Κι επειδή η κύρια εντολή Του είναι το «αγαπάτε αλλήλους», άρα αγαπάμε τον Χριστό, εάν αγαπάμε και τους άλλους, όπως και αγαπάμε τους άλλους, εάν αγαπάμε τον Χριστό. Μονομερής ακολουθία της αγάπης, επιλογή της μιας από την άλλη, σημαίνει διαστροφή και των δύο. Είναι τόσο καίριας σημασίας τούτο, ώστε ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος σημειώνει ότι «όποιος ισχυρίζεται ότι αγαπά τον Θεό και μισεί τον συνάνθρωπό του, είναι ψεύτης». Όπως και το αντίστροφο: «αγαπάμε τον συνάνθρωπο, όταν αγαπάμε τον Θεό και τηρούμε τις εντολές Του».

Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη απαιτεί προς αποδοχή της γενναιότητα ψυχής και απόφαση υπακοής μέχρι θανάτου. Μελετώντας την βεβαιώνουμε δυστυχώς την πνευματική μας γύμνια. Διότι συνήθως τι διαπιστώνουμε στη ζωή των περισσοτέρων μας; Την ακολουθία ενός εύκολου και βολεμένου χριστιανισμού, που έχει ως πρότυπο μάλλον τον τρόπο ζωής του ιερέα και του λευίτη παρά του Σαμαρείτη. Ο Κύριος δεν θέλει κάτι από τη ζωή μας. Θέλει ολόκληρη τη ζωή μας. Μας έδωσε και μας δίνει τη δική Του, κυρίως μέσω του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, κομματιάζεται από αγάπη για εμάς, και ζητεί αντίστοιχο τρόπο ζωής. Η συμπεριφορά Του, όπως καταφαίνεται με κρυστάλλινο τρόπο στη συμπεριφορά του Σαμαρείτη, δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Πόσοι άραγε αντέχουμε να είμαστε αληθινοί χριστιανοί; Πόσοι, τουλάχιστον,  όταν βλέπουμε τη μικρότητά μας, στρεφόμαστε μέσα μας και κλαίμε για την κατάντια μας; Πώς χωρίς έλεος προς τους άλλους μπορούμε έστω και να ζητάμε το έλεος του Θεού για εμάς;

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Η΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 10, 25-37)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. Ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; Ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. Ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ ̓ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅτι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; Ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ ̓ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, κάποιος νομοδιδάσκαλος παρουσιάστηκε στόν Ἰησοῦ, καί γιά νά τόν φέρει σέ δύσκολη θέση τοῦ εἶπε: «Διδάσκαλε, τί πρέπει νά κάν γιά νά κερδίσω τήν αἰώνια ζωή;» Ὁ Ἰησοῦς τόν ρώτησε: «Ὁ νόμος τί γράφει;» Ἐκεῖνος ἀπάντησε: Ν’ ἀγαπᾶς τόν Κύριο τό Θεό σου μ’ ὅλη τήν καρδιά σου καί μ’ ὅλη τήν ψυχή σου, μ’ ὅλη τή δύναμή σου καί μ’ ὅλο τό νοῦ σου· καί τόν πλησίον σου ὅπως τόν ἑαυτό σου. «Πολύ σωστά ἀπάντησες», τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς· «αὐτό κάνε καί θά ζήσεις». Ἐκεῖνος ὅμως, θέλοντας νά δικαιολογήσει τόν ἑαυτό του, εἶπε στόν Ἰησοῦ: «Καί ποιος εἶναι ὁ πλησίον μου;» Πῆρε τότε ἀφορμή ὁ Ἰησοῦς καί εἶπε: «Κάποιος ἄνθρωπος, κατεβαίνοντας ἀπό τά Ἱεροσόλυμα γιά τήν Ἱεριχῶ, ἔπεσε πάνω σέ ληστές. Αὐτοί τόν ξεγύμνωσαν, τόν τραυμάτισαν καί ἔφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο. Ἀπό ’κείνο τό δρόμο ἔτυχε νά κατεβαίνει καί κάποιος ἱερέας, ὁ ὁποῖος τόν εἶδε, ἀλλά τόν προσπέρασε χωρίς νά τοῦ δώσει σημασία. Τό ἴδιο καί κάποιος λευΐτης, πού περνοῦσε ἀπό ’κείνο τό μέρος· παρ’ ὅλο πού τόν εἶδε κι αὐτός, τόν προσπέρασε χωρίς νά τοῦ δώσει σημασία. Κάποιος ὅμως Σαμαρείτης πού ταξίδευε, ἦρθε πρός τό μέρος του, τόν εἶδε καί τόν σπλαχνίστηκε. Πῆγε κοντά του, ἄλειψε τίς πληγές του μέ λάδι καί κρασί καί τίς ἔδεσε καλά. Μάλιστα τόν ἀνέβασε στό δικό του τό ζῶο, τόν ὁδήγησε στό πανδοχεῖο καί φρόντισε γι’ αὐτόν. Τήν ἄλλη μέρα φεύγοντας ἔβγαλε κι ἔδωσε στόν πανδοχέα δύο δηνάρια καί τοῦ εἶπε: “φρόντισέ τον, κι ὅ,τι παραπάνω ξοδέψεις, ἐγώ ὅταν ξαναπεράσω θά σέ πληρώσω”. Ποιός λοιπόν ἀπ’ αὐτούς τούς τρεῖς κατά τή γνώμη σου ἀποδείχτηκε “πλησίον” ἐκείνου ποῦ ἔπεσε στούς ληστές;» Ὁ νομοδιδάσκαλος ἀπάντησε: «Ἐκεῖνος πού τόν σπλαχνίστηκε». Τότε  Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Πήγαινε, καί νά κάνεις κι ἐσύ τό ἴδιο».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄Κορ. 9, 6-11)

 Ἀδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καί θερίσει, καί ὁ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις ἐπ’ εὐλογίαις καί θερίσει. Ἕκαστος καθώς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μή ἐκ λύπης ἤ ἐξ ἀνάγκης∙ ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατός δέ ὁ Θεός πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντί πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθώς γέγραπται∙ ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν∙ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα. Ὁ δέ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καί ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καί πληθύναι τόν σπόρον ὑμῶν καί αὐξήσαι τά γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν∙ ἐν παντί πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι’ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Αδελφοί, πρέπει να ξέρετε πως όποιος σπέρνει με φειδώ θα έχει λίγη σοδειά∙ κι όποιος σπέρνει απλόχερα η σοδειά του θα είναι άφθονη. Ο καθένας ας δώσει ό,τι του λέει η καρδιά του χωρίς να στενοχωριέται ή να εξαναγκάζεται, γιατί «ο Θεός αγαπάει αυτόν που δίνει με ευχαρίστηση». Ο Θεός έχει τη δύναμη να σας χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά, ώστε να είστε πάντοτε σε όλα τελείως αυτάρκεις, και να δίνετε με το παραπάνω για κάθε καλό σκοπό. Το λέει κι η Γραφή: Σκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς, η αγαθοεργία του θα παραμένει αιώνια. Κι αυτός που δίνει στον σποριά τον σπόρο και το ψωμί για να τραφεί, ας δώσει και ας πληθύνει και τον δικό σας σπόρο και ας αυξήσει τους καρπούς της αγαθοεργίας σας. Ο Θεός θα σας κάνει πλούσιους σε όλα, για να μπορείτε να δίνετε γενναιόδωρα. Αυτοί που θα πάρουν από μας τη δική σας εισφορά θα ευχαριστούν τον Θεό.

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ: Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ

«Όπως η ηλιακή ακτίνα που εισχωρεί από κάποιο μικρό άνοιγμα στο σπίτι, το φωτίζει τόσο, ώστε να διακρίνεται και η πιο λεπτή σκόνη που αιωρείται στον αέρα, έτσι και ο φόβος του Θεού εισερχόμενος στην καρδιά του ανθρώπου, της φανερώνει όλα τα αμαρτήματά της» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κστ΄, γ΄, 29).

Το φως του ήλιου, έστω και μιας ακτίνας του, μας κάνει να βλέπουμε ακόμη και την πιο λεπτή σκόνη που αιωρείται στον αέρα. Χωρίς την ηλιακή ακτίνα, χωρίς φως δηλαδή, δεν βλέπουμε τίποτε: το σκοτάδι δεν αντανακλά τα αντικείμενα όπως και τη βρωμιά του όποιου χώρου. Το ίδιο συμβαίνει και στα πνευματικά. Για να μπορούμε να δούμε  την κατάσταση της καρδιάς μας, τη βρωμιά και τις αμαρτίες μας, θα πρέπει να φωτιστούμε - χρειαζόμαστε έστω και μία αχτίδα φωτός. Κι αυτή είναι ο φόβος του Θεού. Που προϋποθέτει ασφαλώς την αληθινή πίστη σ’ Εκείνον, αφού μας κάνει να Τον λαμβάνουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας στη ζωή μας. Χωρίς τον φόβο αυτόν, χωρίς το φως του Θεού δηλαδή, βρισκόμαστε στο σκοτάδι, συνεπώς δεν γνωρίζουμε τον εαυτό μας, γι’ αυτό και συχνά διαμορφώνουμε εικόνα «μεγαλειότητας» για τον εαυτό μας. Οπότε το ξέρουμε πια: αυτογνωσία, συνεπώς και αληθινή ταπείνωση,  υπάρχει εκεί που υπάρχει έστω και λίγη… γνώση Θεού. Διαφορετικά, κινούμαστε ως τυφλοί.

Πρόκειται για αλήθεια, που όχι μόνο την επισημαίνουμε  στη γύρω μας εξωτερική πραγματικότητα, κατά το παράδειγμα του οσίου, αλλά μας το κραυγάζει διαρκώς και ο ίδιος ο λόγος του Θεού. Γιατί άραγε ο Κύριος επανειλημμένως τόνιζε ότι «Αυτός εστι το φως του κόσμου», και ότι «ο ακολουθών Αυτώ ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής»; Ας θυμηθούμε και τον προφήτη Ησαΐα: στην κλήση του στο προφητικό αξίωμα, ενώπιον πια του Θεού, συνειδητοποιεί την τραγικότητα της ζωής του: το πόσο «τάλας εστι»! Χωρίς το φως του Θεού έτσι το μόνο που υφίσταται είναι το σκοτάδι. Ακόμη και το φως του νοερού οφθαλμού μας μπορεί να έχει κάποιο φως – που και αυτό όμως το έχει ως δωρεά από τον Ίδιο πάλι Δημιουργό μας Χριστό – αλλά χωρίς Εκείνον, χωρίς πίστη δηλαδή, είναι τόσο ισχνό, που τελικώς μπορεί να χαρακτηριστεί άλλου είδους… σκοτάδι! Ας το εφαρμόσουμε στις διάφορες φιλοσοφίες του κόσμου τούτου ή και στις διάφορες θρησκείες, οι οποίες όντως έχουν ψήγματα φωτός, που δεν οδηγούν όμως στη σωτηρία και στη ζωντανή σχέση με τον Θεό.

Λοιπόν, όσο πιστεύουμε βαθιά και αληθινά στον Κύριο, όσο τοποθετούμαστε σωστά απέναντί Του μέσα στο χώρο της αποκάλυψής Του, την Εκκλησία, τόσο και θα διανοίγονται τα νοερά μάτια μας για να βλέπουμε και τις πιο αθέατες πλευρές μας. Ο φόβος Του, ο οποίος δεν εννοείται ως τρόμος αλλά ως δέος μπροστά στην πανταχού παρουσία Του, μας κάνει να τηρούμε τις άγιες εντολές Του, μας καθαρίζει από κάθε βρωμιά της ψυχής μας, μας φωτίζει όλο το ασυνείδητό μας, μας οδηγεί τελικά στην αγάπη απέναντί Του. Οπότε, γινόμαστε «όλο μάτια», κατά την προσφιλή έκφραση των νηπτικών δασκάλων, έχοντας ένοικο πια της ψυχής και του σώματός μας τον ίδιο τον Δημιουργό μας.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΜΗΝΑΣ

«Ο άγιος Μηνάς ήταν επί της βασιλείας του Μαξιμιανού, και ως στρατιωτικός ανήκε στο τάγμα των Νουμέρων, που λέγονταν  Ρουταλικοί, υπό τον ηγεμόνα Αργυρίσκο, στο Κοτυάειο της Φρυγίας. Επειδή δεν άντεχε να βλέπει την πλάνη των ειδώλων να κυριαρχεί, ανέβηκε σε όρος, αγωνιζόμενος να καθαρίσει την καρδιά του με νηστείες και προσευχές. Αφού ενίσχυσε αρκετά τον εαυτό του και ανέφλεξε την ψυχή του από τον θείο πόθο του Χριστού, κατέβηκε από το όρος. Πήγε λοιπόν και στάθηκε εν μέσω των ειδωλολατρών και ομολόγησε με δύναμη την πίστη του στον Χριστό. Γι’  αυτόν τον λόγο και τον κτύπησαν, του έξυσαν πάρα πολύ τις σάρκες με τρίχινα υφάσματα και τον έβαλαν σε καυστήρα φωτιάς. Τέλος, αφού του καταπλήγωσαν όλο το σώμα με το διαρκές σύρσιμό του πάνω σε αγκάθια, τον θανάτωσαν με ξίφος».  

Τα γεμάτα πίστη και χάρη Θεού μάτια του αγίου ποιητή Θεοφάνη γίνονται σήμερα τα πνευματικά μας γυαλιά, προκειμένου να δούμε την άλλη, κρυμμένη διάσταση του μαρτυρίου του αγίου μεγαλομάρτυρα Μηνά, αλλά και της μετά το μαρτύριο καταστάσεώς του. Το θέαμα καταρχάς που μας αποκαλύπτει την ώρα που η γη, αγιασμένη από το αίμα των αιμάτων του,  κατακαλύπτει το άγιο σώμα του, είναι πράγματι μεγαλειώδες. Σαν να βρισκόμαστε σε ένα πνευματικό πλανητάριο, μας καθοδηγεί στο να βλέπουμε και εμείς, μαζί με εκείνον, τη δύση του αγίου  σ’ αυτόν τον κόσμο και τη λαμπρή ανατολή του στον κόσμο του ουρανού, της Βασιλείας του Θεού. «Η γη, μακάριε, κατακάλυψε τώρα το δυνατό σώμα σου που αθλήθηκε. Ο ουρανός όμως φέρει χαρμόσυνο το πνεύμα σου, μαζί με τα πνεύματα των άλλων μαρτύρων, λάμποντας από φαιδρότατη δόξα».  Συνιστούν  ο άγιος, όπως και οι άλλοι συνεορτάζοντες με αυτόν άγιοι Βίκτωρ, Βικέντιος και Στεφανίς, τα κοσμήματα του νοητού ουρανού, της Εκκλησίας, όπως και τα αστέρια κοσμούν το κτιστό στερέωμα του ουρανού. «Τους ουρανούς αστέρες κατακοσμούσιν, οικτίρμον, την εκκλησίαν Μηνάς δε, Βίκτωρ, Βικέντιος κοσμεί, και Στεφανίς». Κι ακόμη: μας μεταφέρει ο υμνογράφος στην πρόσωπο προς πρόσωπο σχέση του αγίου Μηνά με τον Παντοκράτορα Κύριο, ο Οποίος «μύρισε» την ευωδία τού σαν ψημένου φρέσκου ψωμιού από το μαρτύριό του Μηνά και την σαν ευωδιαστό θυμίαμα αναφορά του προς Αυτόν. «Πρόσωπον προς πρόσωπον νυν οράς θεούμενος, Μηνά». «Ωράθης ως άρτος εν τω μέσω πυράς απτομένης εξοπτώμενος…και θείαν ευωδίαν εκπέμπων, ην Θεός ωσφράνθη».

Ο άγιος υμνογράφος όμως μας δίνει και την άλλη διάσταση, όπως είπαμε, και του ίδιου του μαρτυρίου. Επιφανειακά, βλέπουμε μαρτύρια, πόνους, αίματα, καμμένες σάρκες. Την ίδια στιγμή, μας πηγαίνει στο βάθος: «Μαζί με τις πληγές του σώματός σου έβγαλες τους δερμάτινους χιτώνες της αμαρτίας, και ντύθηκες τη στολή που δεν παλιώνει ποτέ, μακάριε, την οποία ύφανε η χάρη του Θεού που φανερώθηκε».  Με τα μάτια του σώματος βλέπουμε σάρκες και αίματα να ρέουν. Με τα μάτια της πίστεως βλέπουμε το θεοΰφαντο χιτώνα που ενδύεται ο μάρτυρας. Γι’ αυτό και ενώ πάμε να κλάψουμε για ό,τι υφίσταται ένας άνθρωπος, χαιρόμαστε και γελάμε για ό,τι δέχεται ως δόξα του Ουρανού. «Μεγάλης πρόξενος ημίν υπάρχει θυμηδίας, η μνήμη των Μαρτύρων». Και δεν είναι μόνον τα θαυμαστά που υφίσταται ο ίδιος ο άγιος από το μαρτύριό του, αλλά και αυτά που φέρει ως αποτέλεσμα του μαρτυρίου του: να συντρίβει τον διάβολο και να ταπεινώνει τους εχθρούς της πίστεως. «Συρόμενος, μάρτυς, και τριβόλοις οξέσι κεντούμενος, συνέτριψας κέντρα του αλάστορος». Δεν θα παύσουμε να το τονίζουμε: ό,τι υφίσταται ο χριστιανός χάριν  του Κυρίου του αποτελεί νίκη και δόξα για όλους τους ανθρώπους απέναντι στην κακία και την πονηρία. Διότι ακριβώς μετέχει στο Πάθος του Χριστού, με το οποίο συντρίφτηκε η δύναμη του εχθρού.

Προϋπόθεση βεβαίως για όλα τα συγκλονιστικά συμβαίνουν στο «βάθος» της πραγματικότητας είναι η αγάπη προς τον Χριστό. Εκείνο που έδινε και στον άγιο Μηνά, όπως και σε όλους τους αγίους, τη δύναμη να υπερβαίνουν και την ίδια τη φύση, ήταν η υπέρ φύσιν αγάπη προς τον Χριστό. Ο έρωτάς τους προς Εκείνον τους έκανε να κυριαρχούν πάνω στην θεωρούμενη αξεπέραστη βία της φύσεως, διότι τους έστρεφε ολοκληρωτικά προς Αυτόν. «Ο γαρ θείος έρως σου κατακρατήσας της φύσεως, λήθην, Μηνά, ενεποίει». Το γνωρίζουμε: χωρίς την χάρη του Θεού, απόρροια της αγάπης προς Εκείνον, δεν μπορεί κανείς να υπομείνει τα μαρτύρια. «Η γαρ θεία χάρις συμπαρούσα, Μηνά, σε ενίσχυσε». Κι είναι επόμενο η χάρη αυτή βρίσκοντας δίοδο για τον κόσμο την διαφανή ύπαρξη του αγίου, να τον κάνει να προσφέρει θαυματουργίες. Κι ένα από τα «άπειρα» θαύματά του παραθέτουμε και στη συνέχεια:

«Ένας πιστός προσήλθε κάποια φορά στον ναό του αγίου Μηνά να προσευχηθεί, οπότε πήγε σε ένα πανδοχείο να καταλύσει. Όταν όμως ο πανδοχέας αντιλήφθηκε ότι αυτός που προσήλθε έφερε χρυσό εγκόλπιο, σηκώθηκε στο μέσο της νύκτας και φόνευσε τον άνθρωπο. Τον κατέκοψε σε κομμάτια και τον έβαλε μέσα σε καλάθι, τον κρέμασε κάπου, και περίμενε να ξημερώσει. Βρισκόταν σε αγωνία πώς και πού να τον πάει, θέλοντας να τον κρύψει σε μέρος αφανές. Καθώς λοιπόν σκεφτόταν αυτά, ο άγιος του Χριστού μάρτυς φάνηκε έφιππος σαν στρατιώτης, και ρωτούσε για τον ξένο που κατέλυσε εκεί. Ο φονιάς έκανε βεβαίως τον ανήξερο, οπότε ο άγιος κατέβηκε από το άλογο και εισήλθε στα ενδότερα. Κι αφού κατέβασε το καλάθι, λέγει: - τι είναι αυτό; Ο δε πανδοχέας, γεμάτος έκπληξη, έπεσε από το φόβο του μπροστά στα πόδια του αγίου σαν άψυχο πτώμα. Τότε συνέβη το εξής καταπληκτικό: ο άγιος συναρμολόγησε το κομματιασμένο σώμα του ανθρώπου, προσευχήθηκε γι’  αυτόν και τον ανέστησε, λέγοντάς του: «Δος δόξαν τω Θεώ». Αυτός δε, σαν να σηκώθηκε από ύπνο, κι αφού κατάλαβε πόσα και τι είχε πάθει από τον πανδοχέα, δόξασε τον Θεό. Κι αφού ευχαρίστησε τον φαινόμενο σαν στρατιώτη, τον προσκυνούσε. Ο άγιος τον σήκωσε, πήρε από τον φονιά το κλεμμένο χρυσάφι, του το έδωσε και είπε: - Πήγαινε τώρα στον δρόμο σου. Στον δε φονιά, αφού τον έλεγξε αυστηρά και τον κατήχησε, κι αφού βλέποντας τη μετάνοιά του τού χάρισε την άφεση του εγκλήματός του, προσευχήθηκε γι’  αυτόν, οπότε ανέβηκε και πάλι στον επιφαινόμενο ίππο του και χάθηκε από τα μάτια του πανδοχέα».

10 Νοεμβρίου 2023

ΑΓΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ

Τον όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, τον Χατζεφεντή, τον γνωρίσαμε κυρίως από το βιβλίο που έγραψε γι’  αυτόν ο άλλος όσιος της εποχής μας, Γέρων Παῒσιος αγιορείτης. Ήταν εκείνος που «γοήτευσε» τον όσιο Παῒσιο  από μικρό παιδί, ήδη από τον τόπο της κοινής καταγωγής τους, τα Φάρασα της Καππαδοκίας, και θέλησε γι’  αυτό να ακολουθήσει τα δικά του χνάρια ζωής και να γίνει καλόγερος, πλήρως αφιερωμένος στον Θεό. Κι ίσως η στροφή αυτή του Γέροντος Παϊσίου για την καλογερική ζωή, πλην της δικής του κλίσης, να οφείλετο σ’  ένα βαθμό και στη δύναμη προσευχής του αγίου Αρσενίου, ο οποίος στο πρόσωπο του μικρού Φαρασιώτη (μετέπειτα αγίου Παϊσίου, γιου του Προέδρου τότε των Φαράσων Πρόδρομου Εζνεπίδη), είδε τον δικό του διάδοχο, καθώς μάλιστα εξέφρασε τούτο και την ώρα της βάπτισης του παιδιού -  είναι γνωστό ότι την ώρα της ονοματοδοσίας «υποχρέωσε» τον νονό αντί του ονόματος Χρήστος να πει το δικό του όνομα Αρσένιος.  Ο πόθος του αγίου Παϊσίου να γράψει τον βίο του αγίου Αρσενίου σφηνώθηκε μέσα του από πολλά χρόνια πριν μέχρις ότου γίνει τούτο πραγματικότητα. Κι όταν είχε συλλέξει πια αρκετά στοιχεία και είχε ολοκληρώσει κατά κάποιον τρόπο το βιβλίο, ο άγιος Αρσένιος μετά από θαυμαστική παρουσία του «επικρότησε» το έργο του μαθητή και «διαδόχου» του.

Στο παρόν κείμενο θέλουμε όμως να αναδείξουμε ένα σημείο από την ποιμαντική δράση του αγίου Αρσενίου, όταν μετά κυρίως από τις θείες λειτουργίες μάζευε τους Φαρασιώτες και μάλιστα τους μεγαλυτέρους στην ηλικία, προκειμένου να τους μιλάει για θέματα του Ευαγγελίου, για βίους αγίων, για ιστορίες ακόμη και από την Παλαιά Διαθήκη. Ο τρόπος της ποιμαντικής του είναι αξιοπρόσεκτος, που αποκαλύπτει το ύψος της διάκρισης και της αγιότητάς του.

«Όταν (ο άγιος Αρσένιος) έβλεπε μερικά γεροντάκια να ανησυχούν, όσες φορές η διήγηση ήταν μεγάλη, και ήθελαν να καπνίσουν, ο ίδιος σηκωνόταν και τους έφερνε καπνό και τους ανάπαυε σ’  αυτές τις περιπτώσεις∙ κι έτσι είχαν διάθεση να καθήσουν και να ακούν με προσοχή, για να τα διηγηθούν και αυτοί ύστερα ο καθένας στο σπίτι του ή στη γειτονιά του».

Θα έλεγε κανείς ότι ο άγιος θα θύμωνε βλέποντας την ανησυχία των γερόντων προκειμένου να ικανοποιήσουν ένα πάθος τους, αφού τούτο φανέρωνε ότι η προτεραιότητά τους είναι τα υλικά και επίγεια και όχι ο Θεός και ο λόγος Του. Αλλά ο άγιος ήταν προσγειωμένος και κατανοούσε βαθιά την ανθρώπινη φύση. Ήξερε δηλαδή πως όταν κάποιος έχει υποχωρήσει σ’ ένα πάθος του, και μάλιστα επανειλημμένως, τότε το πάθος αυτό λόγω της συνήθειας αποκτά ένα βάθος μεγάλο στην ψυχή του ανθρώπου, βγάζει ρίζες και στερεώνεται τόσο που καθίσταται σχεδόν αδύνατο να εξαλειφθεί – δεύτερη φύση χαρακτηρίζουν από παλιά οι σοφοί τη συνήθεια στον άνθρωπο. Οπότε, ναι, ο άγιος Αρσένιος κατανοούσε την ανησυχία των εθισμένων στο τσιγάρο γερόντων.  Και να ήθελαν να το κόψουν, δεν μπορούσαν διαμιάς.

Κι η κατανόησή του αυτή, καρπός όχι απλώς μιας παιδαγωγικής αρχής αλλά ενός «παροξυσμού αγάπης», τον έκανε όχι μόνο να ανέχεται την αδυναμία τους, αλλά να σπεύδει ο ίδιος να την ικανοποιήσει  – έφερνε τον καπνό τους. Γιατί; Διότι αφενός (ιδίως με τα δεδομένα της τότε εποχής) το τσιγάρο μπορεί να ήταν πάθος όχι όμως θανάσιμο – θεωρείτο μία απλή απόλαυση του ανθρώπου –, αφετέρου έβλεπε ότι ήταν καλοδιάθετοι άνθρωποι, με αγάπη προς τον Θεό, τόσο που όχι μόνο αποδέχονταν τις αγιωτικές ιστορίες του με προσοχή, αλλά μετέπειτα δρούσαν και ιεραποστολικά μεταφέροντάς τις και σε άλλους στην οικογένειά τους αλλά και ευρύτερα. Και το δεύτερο αυτό ασφαλώς θα έκανε τον άγιο να ελπίζει και για την υπέρβαση του συγκεκριμένου πάθους τους. Διότι όταν κανείς είναι προσανατολισμένος προς τον Θεό, τότε Εκείνος δίνει τη δύναμη σταδιακά να απεμπλέκεται από όποια αδυναμία του. Η πνευματική ζωή θέλει όπως λέμε «ρέγουλα». Τα πάθη «κόβονται» σιγά-σιγά, στον βαθμό που ο άνθρωπος κινείται προς τον Θεό. Και όπως όταν ξεκινάει κανείς να τρέχει, στην αρχή έχει μία μικρή ταχύτητα, η οποία σταδιακά αυξάνει, το ίδιο και στα πνευματικά: κάνει κάποιος κάποια μικρά δειλά βήματα και κατά την αναλογία της αγάπης του προς τον Θεό τα βήματα γίνονται άλματα, τα άλματα μπορεί να γίνουν τρέξιμο με φτερά.

Ο άγιος Αρσένιος είναι μία δωρεά του Θεού στον σύγχρονο κόσμο. Η αγάπη του, η διάκρισή του, η συνεχής θαυματουργία του λόγω της «πεπαρρησιασμένης» ενώπιον του Θεού ψυχής του, αποτελούν ακτίνες της χάρης του Θεού που δρουν θεραπευτικά στον ταλαιπωρημένο από την αμαρτία κόσμο μας. Κι όπως γράφει ο όσιος Παῒσιος περί το τέλος του βιβλίου του για τον άγιο «τώρα πια ο Χατζεφεντής (Πατήρ Αρσένιος) δεν τρέχει με τα πόδια και δεν λαχανιάζει, για να προλαβαίνη τους αρρώστους, να τους διαβάζη την ανάλογη ευχή και να τους θεραπεύει, αλλά πετάει άνετα σαν Άγγελος από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη και μπορεί να προλαβαίνη όλους τους πιστούς, που τον επικαλούνται με ευλάβεια».  

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΟΡΕΣΤΗΣ

«Αυτός ο άγιος ήταν από την πόλη των Τυάνων της Καππαδοκίας. Επειδή ομολογούσε την πίστη του στον Χριστό, συνελήφθη από τον ηγεμόνα Μαξιμίνο, επί της βασιλείας του Διοκλητιανού. Επειδή δεν πείσθηκε να θυσιάσει στα είδωλα, αλλά με παρρησία ομολογούσε τον Χριστό ως Θεό, κτυπιέται με ράβδους τόσο δυνατά, ώστε τα έγκατα των σπλάγχνων του να αποσπασθούν και να φαίνονται από έξω. Μετά από αυτό οδηγήθηκε στον ναό των ειδώλων. Αυτός τότε με ένα απλό φύσημά του στα είδωλα τα έκανε να γίνουν αμέσως σαν σκόνη. Έπειτα παραδόθηκε στη φυλακή και μετά από επτά ημέρες παραστάθηκε στο βήμα του Μαξιμίνου. Και πάλι, επειδή αναγκάστηκε να θυσιάσει και δεν πείστηκε, του τρυπήσανε τους αστραγάλους με μεγάλα καρφιά και τον πρόσδεσαν με αλυσίδες σε άγριο άλογο, που έτρεχε με πολλή βία, κι αφού τον έσυρε εικοσιτέσσερα μίλια από την πόλη των Τυάνων, παρέδωσε το πνεύμα».

Η στερεότητα και η πνευματική δύναμη της ψυχής του αγίου μάρτυρα Ορέστη είναι εκείνο που κατεξοχήν τονίζεται στην ακολουθία του από τον εκκλησιαστικό ποιητή. Ο μάρτυρας, κατ’  αυτόν, έχει τέτοια και τόση ρώμη εσωτερική, ώστε ο θεωρούμενος πανίσχυρος τύραννος δεν τολμούσε ούτε να υπομείνει το φέγγος των λόγων του. «Ρημάτων σου αντιβλέψαι τω φέγγει ο τύραννος…ουκ ίσχυσεν».  Αιτία της δυνάμεως αυτής του αγίου βεβαίως δεν ήταν άλλο από τη δύναμη που του έδινε το άγιο Πνεύμα, ο ίδιος ο Χριστός, πάνω στην πέτρα της αγάπης του Οποίου είχε στηρίξει και την ύπαρξή του. Οι ύμνοι επ’  αυτού είναι υπέροχοι: «Οι χείμαρροι των βασάνων που σωρεύτηκαν  δεν μπόρεσαν να σείσουν τον πύργο της ψυχής σου, μακάριε μάρτυρα Ορέστη. Διότι είχε στηριχτεί πάνω στην πέτρα της αγάπης του Κυρίου, αξιοθαύμαστε».

Ο άγιος υμνογράφος βλέπει με πνευματικό τρόπο και το μαρτυρικό τέλος του αγίου. Ενώ σύρεται από το άλογο και παραδίδει έτσι δεινώς βασανιζόμενος την αγία ψυχή του, γίνεται λόγω της αιτίας του μαρτυρίου του – της αγάπης του προς τον Χριστό – ο ίδιος ένα άρμα: τρέχει στον αγώνα αυτό, φέροντας επάνω και μέσα στην καρδιά του τον ίδιο τον Χριστό, με αποτέλεσμα να φτάσει χαίροντας στο όριο της πνευματικής αυτής αρματοδρομίας, την βασιλεία του Θεού. «Έγινες άρμα του Λόγου του Θεού, του Χριστού, παμμακάριστε, και τον είχες να είναι σαν σε όχημα επάνω σου. Γι’  αυτό, αφού δέθηκες σε άλογα, από τους πονηρούς, από το βίαιο σύρσιμο εξέπνευσες και έφθασες με χαρά προς τη βασιλεία του Θεού».  Είναι η ίδια αλήθεια που τονίζει κάθε φορά η Εκκλησία μας, όταν αναφέρεται στα μαρτύρια των αγίων: ενώ φαίνονται οι ηττημένοι και οι εξαθλιωμένοι, στην πραγματικότητα είναι οι θριαμβευτές, εκείνοι που έχουν τον τελικό και απόλυτο λόγο.

Ένας ύμνος του κανόνα του αγίου δίνει και την εξήγηση του παράδοξου φαινομένου: πώς δηλαδή ο «αδύναμος» άγιος τελικώς κατισχύει των «δυνατών». «Ο θεϊκός πόθος για τον Χριστό – λέει - σε κατάκαψε, μάρτυς πανάριστε, και σε έκανε δυνατό, έτσι ώστε να καταφλέγεις την εύκολη να καεί ύλη της μανίας των ειδώλων». Σαν φωτιά  ο άγιος κατέκαψε το ξερόχορτο της ειδωλολατρίας. Η συγκεκριμένη εικόνα του αγίου υμνογράφου δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Διότι πέραν του γεγονότος ότι προβάλλει τη δύναμη πράγματι ενός μάρτυρα, δύναμη στην ουσία του ίδιου του Χριστού, επισημαίνει την παντελή αδυναμία της κοσμικής δύναμης. Η ειδωλομανία εν προκειμένω είναι η όποια κυριαρχική δύναμη στον κόσμο, που δεν λαμβάνει υπόψη της τον αληθινό Θεό. Συνεπώς δεν αναφέρεται μόνον στην εποχή εποχή, αλλά και σε κάθε εποχή, και στη δική μας. Όπου υπάρχουν δυνάμεις που φαίνονται ισχυρές και τεράστιες, αλλά δρουν χωρίς αγάπη, χωρίς δηλαδή την παρουσία του Θεού, η όποια θεωρούμενη δύναμή τους είναι μία σκιά, ένα κυριολεκτικά ξερόχορτο. Είναι αυτό που μαρτυρεί ο λόγος του Θεού, ότι δηλαδή ο κοσμοκράτορας διάβολος είναι ένας ηττημένος άρχοντας, ένας ήδη «τελειωμένος», που απλώς είναι θέμα ολίγου χρόνου μπροστά στον Χριστό να χαθεί με ένα απλό φύσημά Του, όπως ένας ιστός αράχνης.

Πόσες αυτοκρατορίες δεν υπήρξαν που θεωρούνταν κραταιές και «αιώνιες»; Πού είναι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία; Χάθηκε. Πού είναι και η Βυζαντινή ακόμη αυτοκρατορία; Κι αυτή κατέπεσε, λόγω «των αμαρτιών» της. Κι ακόμη σύγχρονες αυτοκρατορίες κι αυτές εξαφανίστηκαν. Και επομένως: ποιος μπορεί να θεωρεί κραταιούς και τους σημερινούς ισχυρούς της γης, που κάνουν επίδειξη δυνάμεως στους αδύναμους; Ποιος μπορεί να τους λαβαίνει στα σοβαρά, όταν μάλιστα κριτήριό τους είναι η αδικία, με την έννοια ότι κοιτούν μόνον το συμφέρον τους, αδιαφορώντας για τα πάθη ολόκληρων λαών; Το θέμα είναι αυτοί οι αδύναμοι θεωρούμενοι λαοί να έχουν ανθρώπους με λίγη φλόγα στην καρδιά τους. Ο άγιας Ορέστης – κι όχι μόνον αυτός - με πυρακτωμένη την ψυχή από την αγάπη του Χριστού ντρόπιασε και κατάκαψε, όπως είπαμε, το ξερόχορτο της δύναμης του Μαξιμίνου και του Διοκλητιανού. Εμείς πού θα βρούμε λίγη από τη φλόγα του; Οι άλλοι είναι «ξερόχορτα». Εμείς όμως;

09 Νοεμβρίου 2023

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ο άγιος γεννήθηκε στη Συλυβρία της Ανατολικής Θράκης την 1η Οκτωβρίου 1846. Το όνομα που του δόθηκε στη βάπτισή του ήταν Αναστάσιος. Τελείωσε το Δημοτικό και τις τρεις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου (ελληνικό σχολείο) στη γενέτειρά του. Δεκατεσσάρων ετών πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάζεται σε καπνοπωλείο, ενώ παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Διορίζεται λίγο αργότερα δάσκαλος και παιδονόμος στο σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου. Το 1866 μεταβαίνει στη Χίο, όπου μετά δεκαετία κείρεται μοναχός στην Ιερά Νέα Μονή, με το όνομα Λάζαρος, αφού χρημάτισε για αρκετά χρόνια δάσκαλος στο χωριό Λιθί. Το 1877 χειροτονείται διάκονος παίρνοντας το όνομα Νεκτάριος. Έρχεται στην Αθήνα, για να συμπληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές, ενώ με την ευλογία του πατριάρχου Αλεξανδρείας Σωφρονίου, εγγράφεται στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1885 παίρνει το πτυχίο του και μετά λίγους μήνες χειροτονείται πρεσβύτερος. Ο Πατριάρχης, εκτιμώντας τα προσόντα του, τον χειροτονεί το 1889 επίσκοπο – μητροπολίτη Πενταπόλεως, θέση που αξιοποίησε για να επιτελέσει ένα τεράστιο πνευματικό και κοινωνικό έργο. Ο φθόνος όμως που προκαλεί το έργο του φέρνει ως αποτέλεσμα την απομάκρυνσή του (1890). Έρχεται στην Ελλάδα, όπου αναλαμβάνει τη θέση ιεροκήρυκα στην Εύβοια πρώτα (1891) και στη Φθιώτιδα έπειτα (1893). Το 1894 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Ριζαρείου Σχολής, θέση που θα κρατήσει μέχρι το 1908, οπότε και θα παραιτηθεί για λόγους υγείας. Στο μεταξύ, από το 1904 ήδη έχει ιδρύσει το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος στην Αίγινα. Εκεί εγκαταβιώνει μετά τη Ριζάρειο και εκεί αναδεικνύεται ιδιαιτέρως η οσιακή του προσωπικότητα. Αρρωσταίνει μετά από ορισμένα χρόνια βαριά, οπότε και αποβιώνει στο Αρεταίειο νοσοκομείο την 8η Νοεμβρίου 1920, μετά από δίμηνη εκεί νοσηλεία. Τον Απρίλιο του 1921 άνοιξαν τον τάφο του με σκοπό την οικοδόμηση μαρμάρινου μνημείου. Το σκήνωμά του βρέθηκε ανέπαφο, ενώ η ευωδία που σκορπούσε ήταν υπέροχη. Το ίδιο επανελήφθη και μετά τρία χρόνια, καθώς και το 1927. Και τις δύο αυτές φορές το σκήνωμα ήταν ανέπαφο και η ευωδία η ίδια. Το 1953 έγινε και πάλι ανακομιδή. Τη φορά αυτή, για λόγους που γνωρίζει ο Θεός, το σκήνωμά του βρέθηκε διαλυμένο. Με πατριαρχική πράξη της 20ής Απριλίου του 1961 η Εκκλησία μας διεκήρυξε επίσημα την αγιότητά του. Το συγγραφικό του έργο είναι πολύ μεγάλο και αξιόλογο, ενώ τα θαύματά του είναι αμέτρητα».

Ο άγιος Νεκτάριος θεωρείται από όλους τους πιστούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως ένας από τους πιο αγαπητούς αγίους της. Όχι μόνον διότι ο Θεός επιτελεί μέσω αυτού καθημερινώς πάμπολλα θαύματα – «πλούσιες ιάσεις καθημερινά πηγάζει (η κάρα του) θαυμαστώς με τη χάρη του Θεού», κατά τον γνωστό όσιο υμνογράφο Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη – αλλά και διότι είναι ένας άγιος της εποχής μας, «ο άγιος του εικοστού αιώνα», και μάλιστα  όχι μικρότερος από τους άλλους μεγάλους αγίους ιεράρχες της Εκκλησίας που έζησαν τα παλαιότερα χρόνια. Κι αυτό σημαίνει ότι με τον άγιο Νεκτάριο αφενός νιώθουμε πλούσια τη χάρη του Θεού, μέσω κυρίως των αγίων λειψάνων του, που κατανοούνται ως «ιαμάτων κρήνη» και «προσφέρουν ουράνια οσμή και θεία ευωδία σε όλους», αφετέρου παίρνουμε απάντηση  στο εύλογο ερώτημα που τίθεται «γιατί δεν έχουμε μεγάλους αγίους σήμερα;» Ο γέρων υμνογράφος λοιπόν επισημαίνει αυτό το ισοστάσιο του αγίου Νεκταρίου με τους προγενέστερους μεγάλους αγίους, δίνοντας μάλιστα και την εξήγηση: ο Νεκτάριος προσπάθησε να ακολουθήσει τα ίχνη των παλαιών αγίων, με την καθαρότητα της ζωής του, δηλαδή στην πραγματικότητα να ζήσει σύμφωνα με το ευαγγέλιο του Χριστού. «Με το φως των έργων σου φανερώνεις το φως του Ευαγγελίου, πάτερ, σε όλον τον κόσμο κατά θαυμαστό τρόπο». «Ακολούθησες, Νεκτάριε, τα ίχνη των παλαιών αρχιερέων του Χριστού, με την καθαρότητα της ζωής σου, και φάνηκες ίσος με αυτούς και μέτοχος της δόξας τους».

Ο εμπνευσμένος υμνογράφος πέρα από τη γενική αναφορά που κάνει για την ακολουθία των παλαιών Πατέρων από τον άγιο Νεκτάριο, εστιάζει την προσοχή μας στον άγιο Διονύσιο. Κυρίως αυτόν ακολούθησε με άμεμπτο τρόπο ο σήμερα εορταζόμενος άγιος, διότι και εκείνος την Αίγινα είχε ως τόπο των πνευματικών του αγώνων, αφού υπήρξεν ο επίσκοπός της. Γι’  αυτό και μετέχουν, σημειώνει, και οι δύο άγιοι, ο παλαιότερος και ο νεώτερος, στην ίδια δόξα του Θεού, ικετεύοντας ασφαλώς για όλους, κατεξοχήν όμως για τη νήσο τους. «Ακολούθησες καθαρά με τους ενάρετους τρόπους σου, άγιε, τον Διονύσιο, τον θείο ποιμένα της Αίγινας, μαζί με τον οποίο μετέχοντας στη δόξα του Θεού, άγιε, ικέτευε να σώζεται η νήσος πάντοτε». Μπορεί η νήσος Ζάκυνθος να καυχάται, διότι κατέχει το άγιο σκήνωμα του θείου Διονυσίου, αλλά και η νήσος Αίγινα δέχεται πάντοτε τις ευεργετικές ακτίνες των πρεσβειών του στον Θεό, που πολλαπλασιάζονται και με τις πρεσβείες του αγίου Νεκταρίου.

Όλοι μας προστρέχουμε συχνά-πυκνά στον άγιο Νεκτάριο, ιδίως ανήμερα της εορτής του, διότι η καρδιά του πλατυμένη από την αγάπη του Θεού, είναι γεμάτη από αγάπη και προς εμάς. Και ιδίως προστρέχουμε όσοι ταλαιπωρούμαστε από κάποιο πρόβλημα, ψυχικό ή σωματικό. Είναι τόσες πολλές οι θαυμαστές επεμβάσεις του, ώστε δεν υπάρχει, θα έλεγε κανείς, άνθρωπος που με πίστη τον επικαλείται, και δεν εισπράττει το θετικό αποτέλεσμα. Είναι χαρακτηριστικά, επ’ αυτού, και τα λόγια του μακαριστού γέροντος π. Ανανία Κουστένη, ο οποίος θέλοντας να τονίσει ακριβώς τη θαυματουργία του αγίου Νεκταρίου σημειώνει με χαριτωμένο τρόπο ότι μετά και τη φανέρωση από τον Χριστό του άλλου μεγάλου θαυματουργού αγίου της εποχής μας, ακόμη πιο σύγχρονου και από τον άγιο Νεκτάριο, του αγίου Λουκά του ιατρού, του Ρώσου, ο άγιος Νεκτάριος έχει κάποιον να τον ξεκουράσει. «Στέλνει ο άγιος Νεκτάριος τον άγιο Λουκά στη θέση του πολλές φορές,  γιατί έχει κουραστεί ο ίδιος  να επεμβαίνει στις τόσες επικλήσεις των κουρασμένων και ασθενών χριστιανών μας».

Εκείνο όμως που πράγματι ευχαριστεί τον άγιο Νεκτάριο είναι όχι μόνον η επίκλησή του για τις ιάσεις που ο Θεός του δίνει, αλλά κυρίως η επίκλησή του να πρεσβεύει υπέρ ημών, προκειμένου να ακολουθούμε τον τρόπο της ζωής του. Διότι αυτό συνιστά πάντοτε την σωστή εορτή ενός αγίου: να τον μιμούμαστε. Όπως το λέει ο ιερός Χρυσόστομος: «τιμή μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος», συνεπώς «τιμή αγίου, μίμησις αγίου». Κι ένας ύμνος έρχεται να μας υπενθυμίσει ποιο ήταν το «μυστικό» της αγιότητας του αγίου Νεκταρίου. «Έγινες ισότιμος των παλαιών Πατέρων, διότι μιμήθηκες τον τρόπο της ζωής τους, τον θεϊκό ζήλο τους και τις υπόλοιπες αρετές τους, Νεκτάριε, και διέπρεψες στην αληθινή ταπεινοφροσύνη και στα απλά και απονήρευτα ήθη». Αν ο άγιος Νεκτάριος έφτασε σε τόσο μεγάλο ύψος αγιότητας, το κατόρθωσε  όχι διότι υπήρξε σπουδαίος ιεροκήρυκας, σπουδαίος δάσκαλος, σοφός συγγραφέας, αλλά διότι υπήρξε ταπεινός. Η οδός της ταπεινοφροσύνης ήταν γι’ αυτόν η οδός που τον έφτασε πολύ γρήγορα στη δόξα του Ουρανού, η οδός της ταπεινοφροσύνης είναι πάντοτε αυτή, μαζί με την απονήρευτη διάθεση, που ανοίγει τις πύλες του Ουρανού και για κάθε χριστιανό.