19 Δεκεμβρίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ

«Ο άγιος Βονιφάτιος ήταν επί της βασιλείας του Διοκλητιανού, δούλος κάποιας γυναίκας συγκλητικής, ονόματι Αγλαΐδος, κόρης του ανθυπάτου της Ρώμης Ακακίου, και είχε παράνομες σχέσεις με την κυρία του. Ήταν μάλιστα μέθυσος, αλλά παράλληλα και ελεήμων και φιλόξενος, με μαλακή καρδιά  στις συμφορές των ανθρώπων και στις ικεσίες τους. Το ίδιο και η κυρία του ήταν ελεήμων και φιλομάρτυς. Κάποια ημέρα λοιπόν η Αγλαΐς είπε στον Βονιφάτιο: Πήγαινε στην Ανατολή, εκεί που μαρτυρούν οι άγιοι, και φέρε λείψανα μαρτύρων, ώστε να τα έχουμε για  βοήθεια και ψυχική σωτηρία. Ο Βονιφάτιος είπε γελώντας: Εάν φέρω το δικό μου λείψανο, θα το δεχτείς; Γέλασε κι αυτή κι αφού τον χαρακτήρισε μέθυσο, έπειτα τον νουθέτησε, του ευχήθηκε και τον έστειλε δίνοντάς του χρήματα. Ο Βονιφάτιος λοιπόν έφυγε μαζί με δώδεκα δούλους και πολύ χρυσάφι για την Κιλικία, εκεί που βασανίζονταν οι άγιοι, βρήκε αγίους άνδρες να αθλούνται στα μαρτύρια της πίστεως και καταφιλούσε τα δεσμά και τις πληγές τους. Παρακινήθηκε κι αυτός και πήγε ενώπιον του ηγεμόνα, ομολογώντας ότι και ο ίδιος είναι χριστιανός. Συνελήφθη αμέσως, οπότε τον κρέμασαν με το κεφάλι κάτω, και του έγδερναν τις σάρκες με σκληρότητα, του έμπηξαν έπειτα μυτερά καλάμια στα νύχια του, του έριξαν λιωμένο μολύβι στο στόμα του και τον έβαλαν με το κεφάλι μέσα σε καζάνι πίσσας που έβραζε. Σε όλα αυτά διέμεινε αβλαβής, ενώ πέθαναν πενήντα άνδρες από τους δημίους. Στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι με ξίφος, αλλά αντί για αίμα έρευσε γάλα, θαύμα που έκανε πενήντα άνδρες να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτιστούν. Εν τω μεταξύ οι δούλοι που είχαν έλθει μαζί του από τη Ρώμη και που δεν είχαν μάθει τι είχε συμβεί, γιατί θεώρησαν ότι κατά τη συνήθειά του άργησε από την καταφυγή του στα καπηλειά και τις μέθες, μόλις έμαθαν από τους στρατιώτες τα επί μέρους βασανιστήρια που υπέμεινε μέχρι την τελείωσή του, βρήκαν το λείψανό του. Πρόσπεσαν τότε στον άγιο και ζήτησαν συγνώμη για όσα άσχημα σκέφτηκαν και είπαν γι’ αυτόν, οπότε στη συνέχεια αφού έδωσαν πεντακόσια νομίσματα αγόρασαν το σώμα του και το μετέφεραν στη Ρώμη. Η δε κυρία του Αγλαΐς, αφού της αποκαλύφθηκαν  όλα  από άγγελο Κυρίου, έτρεξε να τον  προϋπαντήσει και να τον υποδεχτεί. Τον τίμησε με λαμπρό τρόπο και τον κήδεψε μεγαλοπρεπώς, πεντακόσια στάδια έξω από την πόλη. Ύστερα  του ανήγειρε ναό στο όνομά του, στο μέσο της πόλεως, στο σπίτι της, και τον μετέφερε εκεί, όπου καθημερινά προχέει πηγές ιαμάτων. Και εκείνη έκτοτε έζησε όσια και θεάρεστα, και με την καλή αυτή πολιτεία της παρέδωσε το πνεύμα εν ειρήνη στον Θεό».

Παράδοξα αυτά που τελεσιουργούνται στη ζωή του αγίου Βονιφατίου.  Μέθυσος αυτός,  λάγνος, πόρνος και μοιχός μεταστρέφεται αιφνιδίως στην πίστη του Χριστού. Κι όχι μόνον αυτό: η μεταστροφή του συνοδεύεται με θαρραλέα ομολογία του Χριστού, τέτοια που τον οδηγεί στο να υποστεί  πάμπολλα μαρτύρια που είναι αδύνατο να υπομείνει ένας άνθρωπος, που μέχρι εκείνη την ώρα κυλιόταν στο βούρκο της φιληδονίας. Κι ακόμη περισσότερο: το μαρτύριό του φανερώνεται ότι γίνεται αμέσως αποδεκτό από τον Κύριο κ α ι  με το γάλα που έρευσε αντί αίματος την ώρα της αποτομής της κεφαλής του κ α ι  με το τίμιο λείψανό του, που έκτοτε πρόχεε «πηγάς ιαμάτων» κατά το συναξάρι του. Πού είναι η συνήθης πορεία των μαρτύρων του Χριστού, που μέχρι να φτάσουν στο μαρτύριο είχαν κατηχηθεί στην πίστη και είχαν ενισχυθεί από εκείνους που θεωρούνταν οι «αλείπτες» τους; Πού είναι η επιφύλαξη όλων εκείνων που δεν επέτρεπαν το μαρτύριο υπέρ Χριστού, αν οι υποψήφιοι μάρτυρες δεν είχαν ετοιμαστεί γι’ αυτό, με πνευματικά αγωνίσματα, με εξομολόγηση, με συμμετοχή στη θεία ευχαριστία, κι αυτό με τον δικαιολογημένο φόβο μήπως καμφθούν μπροστά στα βάσανα; Στο μαρτύριο του αγίου Βονιφατίου έχουμε την ακύρωση όλων των «κανονικών» αυτών  προϋποθέσεων. Έχουμε μία άνωθεν επέμβαση, του ίδιου του Χριστού, που προκαλεί την αλλοίωση της καρδιάς του, ώστε διά μιας να φτάσει στο χαρισματικό σημείο του μαρτυρίου. «Φάνηκες ανώτερος από τα σαρκικά αμαρτωλά φρονήματα, με αλλοίωση που σου προκάλεσε ο Θεός, μάρτυς Βονιφάτιε, και υπέμεινες με χαρά κατά τρόπο μαζεμένο την προσβολή των βασάνων».

Κι όμως! Υπάρχει κάτι στην πρότερη αμαρτωλή ζωή του Βονιφατίου, που προφανώς αυτό υπήρξε η πρόκληση για την πλούσια ενέργεια της χάρης του Θεού: το φιλεύσπλαχνο του χαρακτήρα του. Να σημειώσουμε ακριβώς τα λόγια του συναξαρίου: «Ην δε και μέθυσος, αλλά και ελεήμων, και φιλόξενος και συμφοραίς ανθρώπων και ικεσίαις επικαμπτόμενος». Να το «μυστικό». Να αυτό που «έκαμψε» τον παντοδύναμο Κύριο: η θεοείδειά του λόγω της ελεήμονος καρδίας του. Το συμπέρασμα είναι προφανές: άνθρωπος ελεήμων, ακόμη και βουτηγμένος σε όλα τα σαρκικά πάθη κι αν είναι, δεν πρόκειται να χαθεί. Η χάρη του Θεού θα τον καλέσει, την ώρα που εκείνη θα κρίνει. Μέσα σε τέτοιον άνθρωπο λειτουργεί ο Θεός, έστω κι αν όλα εξωτερικά φαντάζουν ανάποδα και αμαρτωλά. Και το ξέρουμε και από άλλα ανάλογα περιστατικά της ζωή των αγίων μας. Η Ταϊσία η πόρνη για παράδειγμα. Βουτηγμένη και αυτή στα πάθη της ατιμίας. Κι όμως ελεήμων και φιλεύσπλαγχνος. Γι’ αυτό  κυνηγημένη από τη χάρη του Θεού. Γι’   αυτό αργότερα μετανοημένη και αγία και θαυματουργός. Ποιος μπορεί έτσι να βγάλει κρίσεις για τους συνανθρώπους του; Ποιος είναι εκείνος που μπορεί να καυχηθεί για τη δική του ηθική ζωή; Και βεβαίως καταλαβαίνουμε έτσι ότι αν η ελεήμων καρδία, έστω και με το περίβλημα της σαρκολατρείας, φέρνει τόση χάρη από τον Θεό σε δεδομένη στιγμή, πόσο περισσότερη θα φέρει όταν είναι συνδυασμένη και με καλή και ενάρετη ζωή;

Δεν μπορούμε όμως να μη σημειώσουμε και το αυτονόητο: ο άγιος Βονιφάτιος βεβαίως οδηγήθηκε στο ύψος του μαρτυρίου και της αγιότητος λόγω της καλής καρδιάς του, όμως η αγάπη προς τον Θεό πυροδοτήθηκε, όταν είδε μπροστά του τα μαρτύρια των άλλων αγίων. Εκεί, στην έμπρακτη πίστη, τη μέχρι θυσίας, είδε την αλήθεια του Θεού και της χριστιανικής πίστεως. Και ζήλεψε τους μάρτυρες. Κι αυτό μεταξύ άλλων επισημαίνει και ο υμνογράφος: «Ζήλεψες με πρόθυμο λογισμό τους αγώνες των γενναίων αθλητών, ιερέ Βονιφάτιε, και άθλησες με σταθερότητα και νέκρωσες το φίδι με τους ζωηφόρους αγώνες σου».

Ο υμνογράφος του αγίου δεν μπορεί να μη θυμηθεί ότι ο Βονιφάτιος εορτάζεται λίγες ημέρες πριν από τα άγια Χριστούγεννα. Και ψάχνει και βρίσκει αφορμή να συνδέσει την εορτή του με το υπερφυές γεγονός της Γέννησης του Κυρίου. Και τη βρίσκει: από τη Δύση ορμήθηκε να πάει στην Ανατολή για να βρει λείψανα μαρτύρων. Σαν να ήταν η Ανατολή ένα αστέρι, που τον καθοδήγησε προς τον γεννηθέντα Χριστό. Όπως λοιπόν και οι εκ Περσίδος μάγοι καθοδηγήθηκαν από το αστέρι για να φτάσουν στον Χριστό, έτσι κι αυτός. Βρίσκει μάλιστα και την αντιστοιχία των δώρων. Χρυσό και λιβάνι και σμύρνα προσέφεραν οι μάγοι∙ πίστη, ελπίδα και αγάπη προσφέρει εκείνος, κι ακόμη περισσότερο: τον ίδιο του τον εαυτό -  το πιο καθαρό και άμωμο δώρο. «Όπως ο αστέρας της Ανατολής οδήγησε τους εκ Περσίας μάγους να προσκυνήσουν τον Χριστό που ευδόκησε να γεννηθεί σε σπήλαιο, και να Του προσφέρουν δώρα, λιβάνι και σμύρνα και χρυσάφι, έτσι και σένα, θείο κάλεσμα σε έφερε από Δυσμάς να προσκυνήσεις τον Χριστό και να Του προσφέρεις την Πίστη, την Αγάπη και την Ελπίδα. Γι’ αυτό πρόσφερες στον Χριστό σαν άμωμο και καθαρό δώρο ολόκληρο τον εαυτό σου». Πράγματι, σημαντικότερο δώρο στον Χριστό για την ευλογία του ερχομού Του στον κόσμο από την προσφορά του ίδιου μας του εαυτού, και μάλιστα την εν μετανοία κατάθεση των αμαρτιών μας, δεν υπάρχει.

16 Δεκεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ (ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ)

 

«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καί ἐκάλεσε πολλούς (Λουκ. 14, 16)

Προσκεκλημένος ο Κύριος μαζί με άλλους σε τραπέζι που έκανε πλούσιος Φαρισαίος, βρήκε την ευκαιρία αφενός να διδάξει τους παρόντες Ιουδαίους στο να επικεντρώνουν στην ουσία του Νόμου και όχι στην τυπική κατανόησή του, μέσω θαύματος που πραγματοποίησε ημέρα Σάββατο σ’ έναν υδρωπικό, αφετέρου να ελέγξει τον εγωισμό τους, ο οποίος εκφραζόταν με την εκζήτηση από αυτούς «των πρωτοκλισιών», των πρώτων θέσεων στα τραπέζια, με παράλληλο αποκλεισμό από αυτά όλων των πτωχών και καταφρονεμένων συνανθρώπων τους. Ένας από τους συνδαιτημόνες εξέφρασε τότε την άποψη πόσο ωραίο θα ήταν το τραπέζι της Βασιλείας του Θεού, μαζί με τον Μεσσία και τους λοιπούς πατριάρχες του Ισραήλ. Και ο Κύριος απάντησε στην παρατήρηση με τη σημερινή παραβολή του μεγάλου Δείπνου. Η παραβολή λοιπόν αυτή συνιστά την απάντηση του Κυρίου σε κάτι που, κατά τους Ιουδαίους,  αναφέρεται στα έσχατα, εκεί που θα φανερωθεί η Βασιλεία του Θεού. «Άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς».

1. Εξαρχής λοιπόν είναι κατανοητό ότι η παραβολή του μεγάλου Δείπνου ερμηνεύεται μέσα σε εσχατολογικά λεγόμενα πλαίσια, σ’ εκείνα δηλαδή τα πλαίσια που φανερώνουν τη Βασιλεία του Θεού. Η Βασιλεία του Θεού είναι ένα στρωμένο τραπέζι. Με τη μόνη διαφορά ότι ο μεν Ιουδαίος που έδωσε την αφορμή αποδεχόταν το τραπέζι αυτό της Βασιλείας με τρόπο υλιστικό, ο δε Κύριος το ανάγει στην αληθινή του διάσταση, δηλαδή ότι έχει πνευματικό χαρακτήρα. Έτσι ο άνθρωπος που παραθέτει το τραπέζι είναι ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος καλεί τους ανθρώπους να μετάσχουν σ’ αυτό, να ενταχθούν δηλαδή στη Βασιλεία Του, συνεπώς να μετάσχουν στη ζωή Του – η μετοχή στον ίδιο τον Θεό είναι η ζωή της Βασιλείας. Η αναφορά σε Δείπνο και όχι σε άριστο, δηλαδή όχι σε ένα απλό γεύμα, δεν είναι τυχαία. Για τους Ιουδαίους εκείνο που είχε βαρύνουσα σημασία, εκείνο που είχε επισημότητα ήταν το Δείπνο, το βραδινό δηλαδή γεύμα, συνεπώς η παρομοίωση της Βασιλείας με Δείπνο δείχνει και τη σημασία που αποδίδει ο ίδιος ο Θεός στην κλήση σ’ αυτό. Κι αυτό βεβαίως σημαίνει περαιτέρω ότι η Βασιλεία του Θεού έχει χαρμόσυνο χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι άνθρωποι καλούνται να μετάσχουν σε κάτι που από τη φύση του έχει το στοιχείο της κοινωνίας και της χαράς: να φάνε και να πιούνε. Κι είναι ευνόητο: η κλήση του Θεού είναι πάντοτε κλήση χαράς, διότι ο Ίδιος είναι η πηγή της. Κλήση μετοχής σ’  Αυτόν σημαίνει ο άνθρωπος να κοινωνήσει τη χαρά Του, να φύγει συνεπώς από οτιδήποτε έχει το στοιχείο της θλίψης που φέρνει κάθε τι αμαρτωλό.

2. Στο Δείπνο λοιπόν της Βασιλείας ο Κύριος κάλεσε πολλούς. Όχι όλους σε πρώτη φάση, διότι μέσα στο σχέδιο του Θεού, στην οικονομία Του, πρώτα κλήθηκαν οι Ιουδαίοι – αυτοί που θεωρούνταν ο εκλεκτός λαός Του – και έπειτα όλοι οι άλλοι. Και μάλιστα στους πρώτους αυτούς υπήρξε μία διπλή πρόσκληση: μία αρχική, για να  προετοιμαστούν, και μία τελική, για να ανταποκριθούν όταν όλα θα ήταν έτοιμα. Η αρχική πρόσκληση πραγματοποιήθηκε με τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, που κατά καιρούς στέλνονταν από τον Θεό, προκειμένου να κηρύξουν μετάνοια και να προετοιμάσουν το έδαφος για τον ερχομό του Μεσσία, ενώ η τελική με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον ίδιο τον Κύριο Ιησού, ο Οποίος ακριβώς ήλθε ως ο Μεσσίας, που φανέρωνε στο πρόσωπό Του αυτήν την Βασιλεία. Και ποιο το αποτέλεσμα; Η τελική πρόσκληση βρίσκει απροετοίμαστους τους επίσημους πρώτους προσκεκλημένους. Οι οποίοι με παιδαριώδεις δικαιολογίες – ό,τι ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει «προφάσεις εν αμαρτίαις» - αρνούνται την προσέλευσή τους, φανερώνοντας ότι η επιλογή και η προτεραιότητα της ζωής τους είναι οτιδήποτε άλλο, εκτός από τη Βασιλεία του Θεού και το άγιο θέλημά Του.

3. Η απορριπτική στάση στην πρόσκληση του Κυρίου οδηγεί σε διπλή αντίδρασή Του: αφενός διαγράφει διαπαντός τη συμμετοχή των Ιουδαίων στο τραπέζι της Βασιλείας Του, εφόσον βεβαίως θα διατηρήσουν την ίδια στάση – «ουδέποτε γεύσεταί μου του Δείπνου» - αφετέρου επιταχύνει, θα λέγαμε, την κλήση στους απλούς και καταφρονεμένους Ιουδαίους, ώστε και αυτοί να μετάσχουν του Δείπνου, όπως και φέρνει σ’ αυτό και τους εκτός της πόλεως των Ιουδαίων, δηλαδή όλους τους εθνικούς και ειδωλολάτρες. Κι αυτό φαίνεται να είναι το αρχικό θέλημα του Θεού, διότι ο πόθος Του είναι «ίνα γεμισθή ο οίκος Του». Με άλλα λόγια στη Βασιλεία του Θεού είναι προσκεκλημένοι όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη που ανήκουν ή τη φυλή και το έθνος τους. Ο Θεός βεβαίως αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους και η χαρά Του είναι ακριβώς η συμμετοχή όλων των ανθρώπων σε Αυτόν – αυτό που κήρυσσαν έκτοτε και οι απόστολοι, σαν τον απόστολο Παύλο που διακήρυσσε: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ  ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ∙ πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού».

4. Το μεγάλο Δείπνο της παραβολής, ως το Δείπνο της Βασιλείας του Θεού, όπως είπαμε, στο οποίο οι άνθρωποι καλούνται να φάνε και πιούνε, παραπέμπει ασφαλώς σε αυτό που συνιστά τον πυρήνα της Εκκλησίας, τη Θεία Ευχαριστία. Η ίδια η Εκκλησία ως το ζωντανό σώμα του Χριστού  είναι η επί γης φανέρωση της Βασιλείας αυτής. Αφού ο Ίδιος ο Κύριος φανερώνει τη Βασιλεία του Θεού, δεν μπορεί παρά και η Εκκλησία, το σώμα Του, να βρίσκεται στον κόσμο με τον ίδιο τρόπο. Συνεπώς αντιστοίχως κατανοείται και το τραπέζι της, η Θεία Ευχαριστία. Όλοι λοιπόν καλούνται σ’ αυτό το τραπέζι, να κοινωνήσουν το σώμα και το αίμα του Υιού του Θεού ως ανθρώπου, για να γίνουν σύσσωμοι και σύναιμοι με Εκείνον και μέτοχοι της χαράς Του. Πόσοι όμως από τους χριστιανούς είναι έτοιμοι να αποδεχθούν την κλήση αυτή; Το «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», λεγόμενο από τον Κύριο διά χειλέων του ιερέως, συναντά ή απουσιάζοντα ώτα χριστιανών, ή κεκλεισμένα  τις περισσότερες φορές από «προφάσεις εν αμαρτίαις». Η παραβολή αυτή του Κυρίου δηλαδή βιώνεται και επιβεβαιώνεται καθημερινά, όπου υπάρχει Εκκλησία και όσο θα ζει με τον τρόπο του Χριστού. Και από την άποψη αυτή το «ερωτώ σε, έχε με παρητημένον» των αρνητών της πρόσκλησης του Δείπνου γίνεται έμπρακτη άρνηση και πρόφαση δικαιολογίας και από εμάς τους χριστιανούς, κάτι που σημαίνει ότι η στάση μας αυτή καθρεπτίζει και την εδώ –στον κόσμο τούτο σχέση μας με τον Χριστό, και την μελλοντική, αν συνεχίζουμε βεβαίως την ίδια τακτική. Τα λόγια πάντως του Κυρίου: «ουδέποτε γεύσεταί μου του Δείπνου» συνιστούν τη σαφή προειδοποίησή Του.

Η παραβολή του μεγάλου Δείπνου λέγεται λίγες σχετικά ημέρες προ της εορτής των Χριστουγέννων. Η Εκκλησία μας επίτηδες την θέτει σ’ αυτό το χρονικό σημείο, για να δείξει ότι αν δεν γίνουμε κι εμείς έτοιμοι προς μετοχή στο τραπέζι της Βασιλείας Του, τη Θεία Ευχαριστία εν προκειμένω, δεν υπάρχει περίπτωση να εορτάσουμε αληθινά Χριστούγεννα, ως γέννηση του Χριστού στις καρδιές μας. Και βεβαίως δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε ότι δεν αρκεί να καθίσει κανείς στο τραπέζι της Βασιλείας, αλλά να έχει και το κατάλληλο ένδυμα: την όσο το δυνατόν καθαρή ψυχή του, λουσμένη στα δάκρυα της μετανοίας του. Τότε πράγματι θα δει ότι όχι μόνο θα φάει και θα πιει τον προσφερόμενο «εκ του ουρανού καταβάντα άρτον», αλλά θα έχει και τον Ίδιο τον οικοδεσπότη να τον διακονεί, κατά την αψευδή διαβεβαίωση του Κυρίου: «περιζώσεται και  ανακλινεί αυτούς και παρελθών διακονήσει αυτοίς».

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 14, 16-24. Ματθ. 22, 14)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς· καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα. Καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. Ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον. Καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν. Καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. Τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε. Καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί. Καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου. Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου. Πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος αὐτή τήν παραβολή· «Ἕνας ἄνθρωπος ἑτοίμασε μεγάλο δεῖπνο καί κάλεσε πολλούς. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ δείπνου, ἔστειλε τό δοῦλο του νά πεῖ στούς καλεσμένους: “ἐλᾶτε, ὅλα εἶναι πιά ἔτοιμα”. Τότε ἄρχισαν, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο, νά βρίσκουν δικαιολογίες: Ὁ πρῶτος τοῦ εἶπε: “ἔχω ἀγοράσει ἕνα χωράφι καί πρέπει νά πάω νά τό δῶ· σέ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένον”. Ἄλλος τοῦ εἶπε: “ἔχω ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καί πάω νά τά δοκιμάσω· σέ παρακαλῶ, δικαιολόγησέ με”. Κι ἕνας ἄλλος τοῦ εἶπε: “εἶμαι νιόπαντρος καί γι’ αὐτό δέν μπορῶ νά ἔρθω”. Γύρισε ὁ δοῦλος ἐκεῖνος καί τά εἶπε αὐτά στόν κύριό του. Τότε ὁ οἰκοδεσπότης ὀργισμένος εἶπε στό δοῦλο του: “πήγαινε γρήγορα στίς πλατεῖες καί στούς δρόμους τῆς πόλης καί φέρε μέσα τούς φτωχούς, τούς ἀνάπηρους, τούς κουτσούς καί τούς τυφλούς”. Ὅταν γύρισε ὁ δοῦλος τοῦ εἶπε: “κύριε, αὐτό πού πρόσταξες ἔγινε καί ὑπάρχει ἀκόμη χώρος”. Εἶπε πάλι ὁ κύριος στό δοῦλο: “πήγαινε ἔξω ἀπό τήν πόλη στούς δρόμους καί στά μονοπάτια κι ἀνάγκασέ τους νά ἔρθουν, γιά νά γεμίσει τό σπίτι μου· γιατί σᾶς βεβαιώνω πώς κανένας ἀπό κείνους πού κάλεσα δέ θά γευτεῖ τό δεῖπνο μου. Γιατί πολλοί εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως οἱ ἐκλεκτοί ”».

 


ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Κολ. 3, 4-11)

Ἀδελφοί, ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ. Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία, δι' ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας, ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς· νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν· μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ” εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν, ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ὅταν ὁ Χριστός, πού εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή μας, φανερωθεῖ, τότε κι ἐσεῖς θά φανερωθεῖτε μαζί του δοξασμένοι στήν παρουσία του. Ἀπονεκρῶστε, λοιπόν, ὅ,τι σᾶς συνδέει μέ τό ἁμαρτωλό παρελθόν: Τήν πορνεία, τήν ἠθική ἀκαθαρσία, τό πάθος, τήν κακή ἐπιθυμία καί τήν πλεονεξία, πού εἶναι εἰδωλολατρία. Γιά ὅλα αὐτά θά πέσει ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ πάνω σ’ ἐκείνους πού δέ θέλουν νά πιστέψουν. Σ’ αὐτούς ἀνήκατε ἄλλοτε κι ἐσεῖς, ὅταν αὐτά τά πάθη δυνάστευαν τή ζωή σας. Τώρα ὅμως πετάξτε τά ὅλα αὐτά ἀπό πάνω σας: Τήν ὀργή, τό θυμό, τήν πονηρία, τήν κακολογία καί τήν αἰσχρολογία. Μή λέτε ψέματα ὁ ἕνας στόν ἄλλο, ἀφοῦ βγάλατε ἀπό πάνω σας τόν παλιό ἁμαρτωλό ἑαυτό σας μέ τίς συνήθειές του. Τώρα πιά ἔχετε ντυθεῖ τόν καινούριο ἄνθρωπο, πού ἀνανεώνεται συνεχῶς σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ του, ὥστε μέ τή νέα ζωή του νά φτάσει στήν τέλεια γνώση τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτή τή νέα κατάσταση δέν ὑπάρχουν πιά ἐθνικοί καί Ἰουδαῖοι, περιτμημένοι κι ἀπερίτμητοι, βάρβαροι, Σκύθες, δοῦλοι, ἐλεύθεροι· τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅλα καί ὁ Χριστός τά διέπει ὅλα.

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΑΓΓΑΙΟΣ

 

«Ο προφήτης Αγγαίος καταγόταν από τη φυλή Λευί. Γεννήθηκε στη Βυβυλώνα κατά την εκεί αιχμαλωσία του Ισραηλιτικού λαού (586-538 π.Χ.). Νέος ακόμη ήλθε από τη Βαβυλώνα στα Ιεροσόλυμα και προφήτευσε μαζί με τον προφήτη Ζαχαρία επί τριάντα έξι έτη. Προανήγγειλε και αυτός τη σάρκωση του Χριστού, τετρακόσια εβδομήντα έτη πριν τη Γέννησή Του, ενώ φανερά προφήτευσε για την επιστροφή του λαού από την αιχμαλωσία. Είδε μάλιστα και ένα μέρος από την οικοδομή του νέου ναού που έκτισαν οι επανακάμψαντες Ισραηλίτες. Πέθανε και ετάφη πλησίον των ιερέων, όπως αυτοί, ένδοξα, διότι και αυτός ήταν από γένος ιερατικό. Ήταν γηραιός πολύ, αξιοσέβαστος λόγω της ηλικίας του, πασίγνωστος για την αρετή του, αγαπώμενος  από όλους και τιμώμενος ως ένδοξος και μέγας προφήτης. Το όνομά του ερμηνεύεται Εορτή ή εορταζόμενος».

Με τον προφήτη Αγγαίο βρισκόμαστε στο κλίμα της πρώτης αποκάλυψης του Θεού στον κόσμο, την Παλαιά Διαθήκη: εκεί που ο Θεός προετοίμαζε το έδαφος για τον ερχομό Του ως ανθρώπου. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Παλαιά Διαθήκη έχει τόση σημασία για την Εκκλησία μας, όχι βεβαίως διότι καταγράφει την Ισραηλιτική ιστορία – αυτό θα ενδιέφερε πρωτίστως τους Ισραηλίτες – αλλά διότι προφητεύει την Καινή Διαθήκη: τον ερχομό του Χριστού. Η Παλαιά Διαθήκη δηλαδή είναι σαφώς προσανατολισμένη προς την Καινή, και μόνον κάτω από την οπτική αυτή μπορεί να κατανοήσει κανείς και τη σημασία της. Με άλλα λόγια ο χριστολογικός χαρακτήρας της φανερώνει και την ισότιμη θέση της προς την Καινή, γι’ αυτό και Αγία Γραφή χαρακτηρίζεται τόσο η Παλαιά, όσο και η Καινή Διαθήκη. Ο ίδιος ο Κύριος με σαφήνεια το έδειξε, όταν μεταξύ άλλων είπε πως «ό,τι έγραψε ο Μωυσής και οι προφήτες για Εμένα το έγραψαν».

Τον χριστολογικό χαρακτήρα των προφητειών του προφήτου Αγγαίου καταγράφει και ο υμνογράφος του άγιος Θεοφάνης. Πολλοί από τους ύμνους της ακολουθίας του αναφέρονται ακριβώς στο γεγονός του ερχομού του Θεού ως ανθρώπου, της ενσάρκου οικονομίας Του. «Προφητεύεις τη σωτήρια απολύτρωση για όλους τους ανθρώπους» σημειώνει μεταξύ άλλων∙ «Χριστέ, υπέδειξες στον προφήτη σου τον έμψυχο ναό που φτιάχτηκε για σένα από Παρθένο» τονίζει αλλού∙ κι ακόμη: «Θεόπτα προφήτα Αγγαίε, προανήγγειλες με φανερό τρόπο ότι θα φανερωθεί ο άναρχος Λόγος στους εσχάτους χρόνους». Έτσι ενώ με τον προφήτη Αγγαίο μεταφερόμαστε αρκετούς αιώνες προ Χριστού, με τις εν Πνεύματι αγίω προφητείες του («Θείω Πνεύματι πεφωτισμένην την διάνοιαν έχων, προφήτα») πατάμε και πάλι στο έδαφος της Καινής, βλέποντας μαζί του τη Γέννηση του ίδιου του Κυρίου μας.

Ο προφήτης Αγγαίος «δέθηκε» με την επάνοδο των συμπατριωτών του από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνος και με την ανοικοδόμηση του νέου, λόγω καταστροφής του παλαιοτέρου από τους Βαβυλωνίους,  ναού των Ιεροσολύμων. Το διπλό αυτό «δέσιμο» προβάλλεται κατά κόρον από τους ύμνους της Εκκλησίας μας, με συνεπή αναγωγή τους όμως και στην πνευματική ζωή των χριστιανών. Τι εννοούμε; Ο άγιος υμνογράφος αφενός την απελευθέρωση των Ιουδαίων την παίρνει ως αφορμή για να αναφερθεί και στην απελευθέρωση των ίδιων των χριστιανών από τη δική τους «βαβυλώνια» αιχμαλωσία: τα δίκτυα του διαβόλου, με την παρουσία του Χριστού («Σωτήρα Κύριε, από τον κατώτατο βυθό της αμαρτίας που ήταν αιχμαλωτισμένος ο άνθρωπος επί μακρόν τον ανύψωσες και τον ελευθέρωσες, και τον οδήγησες πάλι σαν φιλάνθρωπος προς την άνω Πόλη, τη Βασιλεία Σου»), αφετέρου την ανοικοδόμηση του ναού που κήρυσσε ο προφήτης την χρησιμοποιεί ως μέσον για να τονίσει και ότι ο ίδιος ο προφήτης έγινε ναός του Θεού («Ο Θεός που κατοικεί στα ουράνια και γεμίζει όλη την οικουμένη σε φανερώνει ναό αγιωσύνης, προφήτα») και ότι εμείς οι χριστιανοί είμαστε ναός του αγίου Πνεύματος και καλούμαστε να το επιβεβαιώνουμε διαρκώς στην καθημερινότητά μας («μακάριε Προφήτη, αξίωσέ μας να γίνουμε ναοί του ζωντανού Θεού»).

15 Δεκεμβρίου 2023

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ;

Διατεινόμαστε πολλοί ὅτι εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ - ἡ ζωή μας τό ἐπιβεβαιώνει: πιστεύουμε στόν Χριστό, ἐκκλησιαζόμαστε καί κοινωνοῦμε ἴσως, κάνουμε τήν προσευχή μας ὅταν μποροῦμε, δίνουμε κάποιες ἐλεημοσύνες. Θεωροῦμε μᾶλλον ὅτι εἴμαστε στήν «πλευρά» τοῦ Θεοῦ, ὁπότε καί Ἐκεῖνος μᾶς ὀφείλει τή σωτηρία μας, ὅταν μάλιστα ἔρχονται στιγμές πού Τόν «ὑπερασπιζόμαστε» ἀπέναντι στούς «κακούς» πού Τόν μάχονται. Μά ἔρχεται ὁ «ἐπικίνδυνος» λόγος τοῦ Θεοῦ, «ὁ τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν δίστομον μάχαιραν» πού πάει νά «καταρρίψει» τήν εἰκόνα πού ἔχουμε στό μυαλό μας γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας! «Είσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ; Δέν μπορεῖς νά ἐπιθυμεῖς τά πλούτη καί τόν θησαυρισμό σου στή ζωή αὐτή. Μόλις πᾶς νά τά ἐπιθυμήσεις ἔχεις ἀνοίξει τή θύρα γιά νά πέσεις σέ πειρασμό, σέ παγίδα πού σοῦ ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Πονηρός διάβολος, σέ καταστάσεις πού θά σέ βυθίσουν στήν καταστροφή καί τό χαμό σου! Τό νά ἐπιθυμεῖς τά πλούτη σημαίνει ὅτι ξέφυγες ἀπό τόν ὀρθό δρόμο, τόν δρόμο τοῦ Χριστοῦ, καί κινεῖσαι πιά στόν σκοτεινό δρόμο τῆς πλάνης. Δέν εἶσαι πιά κἄν πιστός καί αὐτοβασανίζεσαι πληγώνοντας τόν ἑαυτό σου. Κι αὐτό γιατί; Διότι ἀγάπησες τά χρήματα! Κι αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν πού ὑπάρχουν, ἡ πύλη τῆς κόλασης!» (ελεύθερη απόδοση λόγων Απ. Παύλου: Α΄ Τιμ. 6, 9-11).

Θέλει προσοχή! Δέν ἀναφέρεται ὁ ἀπόστολος σ’ αὐτούς πού ἤδη ἔχουν τά πλούτη – αὐτοί βρίσκονται στήν πιό ἐπικίνδυνη θέση, τήν πιό δύσκολη! Γιατί εἶναι ὑποχρεωμένοι, ἄν θέλουν νά ἔχουν σχέση μέ τόν Θεό, νά κάνουν ὀρθή χρήση τοῦ πλούτου τους: νά βρίσκονται σέ ἐκείνη τήν ἑτοιμότητα ἀληθινῆς ἀγάπης ὥστε πρώτιστα νά καλύπτουν τίς ἀνάγκες τῶν ἄλλων συνανθρώπων τους πού ὑστεροῦν καί εἶναι πτωχοί καί ὕστερα καί τίς δικές τους πού πρέπει νά εἶναι λιτές καί περιορισμένες˙ «ἔχοντας τροφή καί σκεπάσματα ἄς ἀρκεστοῦμε σ’ αὐτά» (ἀπ. Παῦλος). Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔκανε τήν ἀποτίμηση: «πόσο δύσκολα αὐτοί πού ἔχουν τά χρήματα θά εἰσέλθουν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πιό εὔκολα θά περάσει ἕνα καραβόσχοινο ἀπό τήν τρύπα μίας βελόνας παρά ἕνας πλούσιος στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ!»

Λοιπόν, δέν μιλάει ἐδῶ ὁ θεόπνευστος Παῦλος γιά τούς ἤδη πλουσίους. Κάνει λόγο γιά ὅσους εἶναι πτωχοί καί ἐπιθυμοῦν νά πλουτίσουν, «οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν». Καί κρούει τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου, «ἀκτινογραφώντας» τήν πνευματική τους κατάσταση. Πρόκειται γιά ἀνθρώπους πού ἡ ροπή τους αὐτή – καί τή ροπή αὐτή τήν ἔχουμε ὅλοι μας ὡς καρπό τῆς ἐνοικούσης ἐν ἡμῖν ἁμαρτίας - ἄν δέν προσεχτεῖ καί δέν ἐλεγχτεῖ θά ὁδηγήσει, ὅπως ἀναφέρει, στήν ὑποταγή μόνον στόν Πονηρό καί τά πάθη τους καί θά διαγράψει τόν Χριστό ἀπό τή ζωή τους. Τό ἔχει ἀποκαλύψει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί τό ἐπιβεβαιώνει δυστυχῶς ἡ διαχρονική πραγματικότητα: «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ».

Ὁ πειρασμός ὄντως εἶναι μεγάλος. Γιατί σέ κάθε ἐποχή τό χρῆμα εἶναι ἡ ἄμεση καί «χειροπιαστή» θεότητα – μέ τό χρῆμα ἀνοίγονται ὅλες οἱ θύρες, ἀκόμη κι ἐκεῖνες πού θεωροῦνται «ἑπτάκλειστες». Ὁ πλούσιος θεωρεῖται ὁ κυρίαρχος τοῦ κόσμου, ὁ πλοῦτος συνυπάρχει μέ τήν ἐξουσία, ὁ πλοῦτος σέ κάνει νά νιώθεις κι ἐσύ λίγο ἤ πολύ… θεός! Μά εἶναι ἡ μεγαλύτερη πλάνη καί ἡ ἀπόδειξη, μέ τήν ἐγωιστική χρήση του, τῆς ἴδιας τῆς ἀπιστίας. Πρόκειται γιά τήν ἀφροσύνη, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός στή γνωστή παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου, δηλαδή πρόκειται γιά μία τελικῶς τρέλα πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά μήν εἶναι ὁ ἑαυτός του καί νά κινεῖται σέ μία «φαντασιακή» πραγματικότητα. Γιατί ἡ ὄντως πραγματικότητα ἔρχεται ἀμείλικτη ἐκεῖ πού δέν τό περιμένεις καί σοῦ λέει: «Ἀνόητε καί τρελέ, αὐτήν τή νύχτα θά πεθάνεις! Κι ὅλα αὐτά πού ἔχεις τί θά γίνουν; Σοῦ ζητᾶνε οἱ δαίμονες τήν ψυχή σου!»

Γιά τόν πιστό ἡ πορεία εἶναι μονόδρομος: Δέν πρέπει νά ἀφεθεῖ σέ τέτοιον πειρασμό. «Σύ ἀνθρωπε τοῦ Θεοῦ ἀπόφευγε ὅλα αὐτά!» Καί τί πρέπει νά κάνει; Νά στρέφεται ἀδιάκοπα πρός τόν Θεό, ἐκζητώντας μέ βιασμό τῆς καρδιᾶς καί τῆς ψυχῆς του τήν ἐφαρμογή τοῦ ἁγίου θελήματός Του. Ὅσο εἴμαστε μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου στό «κυνηγητό», πού θά πεῖ στήν ἀγάπη, τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, τήν πίστη καί τό ἄνοιγμα πρός τόν συνάνθρωπο, τόσο θά βλέπουμε ὅτι θά ἀνατέλλει καί ἡ συνοδευτική τῶν πάντων ἀγαθῶν ἀρετή, ἡ ἐγκράτεια. Γιατί ἡ ἐγκράτεια συνιστᾶ γενική ἀρχή πού ἀγκαλιάζει πρῶτα τήν ψυχή καί ἔπειτα τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Καί φανερώνει τήν ἐνυπάρχουσα καί ἐνεργοποιημένη ἀπό τήν καλή μας διάθεση χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ γάρ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν… ἐγκράτεια».

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

 

«Ο άγιος Ελευθέριος ήταν από την πόλη της Ρώμης, πολύ νέος στην ηλικία, ορφανός από πατέρα, που είχε μόνη τη μητέρα του, στο όνομα Ανθία, η οποία είχε κατηχηθεί στην πίστη του Χριστού από τον άγιο απόστολο Παύλο. Οδηγήθηκε από αυτήν στον επίσκοπο Ανίκητο ο άγιος και έμαθε από αυτόν τα ιερά γράμματα, ενώ τον ενέταξε και στο τάγμα των κληρικών. Κατά το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του χειροτονείται διάκονος, κατά το δέκατο όγδοο πρεσβύτερος, στο δε εικοστό προχειρίζεται επίσκοπος του Ιλλυρικού, ενώ προηγουμένως είχε κάνει πολλά θαύματα λόγω της μεγάλης αρετής του. Επειδή όμως, με τη διδασκαλία του, μετέστρεφε πολλούς προς την πίστη του Χριστού, ο βασιλιάς Αδριανός στέλνει και τον καλεί. Κι όταν εκείνος διακήρυξε  ενώπιόν του ότι ο Χριστός είναι Θεός των όλων, δίνει προσταγή να τον βάλουν σε χάλκινο κρεβάτι και να απλώσουν από κάτω σωρό φωτιάς. Έπειτα να τον βάλουν σε σχάρα που είχε εκκαυθεί πάρα πολύ, και πάλι σε πυρωμένο τηγάνι, γεμάτο από λάδι και στέαρ και πίσσα. Με τη χάρη όμως και τη δύναμη του Χριστού φυλάσσεται από όλα αβλαβής. Έπειτα κατασκευάζεται κλίβανος, με τη συμβουλή του επάρχου Κορέμμονος, έχοντας από τη μία και την άλλη πλευρά μυτερούς οβελίσκους. Στον κλίβανο αυτόν εισέρχεται πρώτος ο ίδιος ο Κορέμμων, αφού γέμισε από άγιο Πνεύμα και ομολόγησε ότι ο Χριστός είναι Θεός. Από αυτόν εξήλθε αβλαβής και του έκοψαν το κεφάλι. Ο άγιος Ελευθέριος ρίχτηκε στο τηγάνι, αλλά βγήκε σώος, γιατί σβήστηκε η φλόγα. Έπειτα φρουρείται και δένεται σε άρμα, που το τραβούσαν άγρια άλογα. Λύθηκε όμως από αγγέλους, που τον οδήγησαν σε όρος υψηλό, όπου έζησε μαζί με τα άγρια ζώα, τα οποία εξημερώνονταν, καθώς ο άγιος τους έλεγε λόγια του Θεού. Αργότερα νουθέτησε τους στρατιώτες που έστειλαν να τον συλλάβουν και τους βάπτισε μαζί με άλλους, περίπου πεντακόσιους, που πίστεψαν στον Χριστό. Οδηγήθηκε κάποια στιγμή προς τον βασιλέα και ρίχτηκε στα θηρία να τον φάνε, αλλά διαφυλάχθηκε σώος, οπότε φονεύεται από δύο στρατιώτες που επέπεσαν πάνω του, με προσταγή του ηγεμόνα. Η δε μητέρα του Ανθία, αφού αγκάλιασε το νεκρό σώμα του αγίου και το ασπαζόταν, φονεύεται και αυτή με ξίφος. Τελείται δε η σύναξή του στο μαρτυρείο του, πλησίον του Ξηρολόφου».

 Εν πρώτοις, πριν από οποιαδήποτε άλλη αναφορά, θα πρέπει να επισημάνουμε μία παραδοξότητα: την υπέρβαση οποιουδήποτε κανόνα της Εκκλησίας σχετικά με την είσοδο του αγίου Ελευθερίου και την εξέλιξή του στους βαθμούς της ιερωσύνης. Τι θέλουμε να πούμε; Ο άγιος Ελευθέριος κλήθηκε από την Εκκλησία να γίνει διάκονος σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών. Τρία χρόνια αργότερα, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, και σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, προήχθη σε επίσκοπο. Όταν κανείς γνωρίζει ότι οι ηλικίες που διαμορφώθηκαν, τα μετέπειτα βεβαίως χρόνια, για τους βαθμούς της ιερωσύνης είναι κατά πολύ μεγαλύτερες – η Εκκλησία μας καθόρισε ότι στα εικοσιπέντε του χρόνια κάποιος μπορεί να γίνει διάκονος για παράδειγμα – κοντοστέκεται, γιατί βλέπει ότι ενώπιον του αγίου Ελευθερίου η ίδια η Εκκλησία κινήθηκε με έναν εντελώς ελεύθερο τρόπο, δηλαδή με τον χαρισματικό τρόπο που καθορίζει το Πνεύμα του Θεού, που «πνει όπου θέλει», ανεξάρτητα από οποιαδήποτε δέσμευση ηλικίας και φύσεως. Και το γεγονός τούτο συγκινεί ιδιαίτερα, διότι φανερώνει ότι η Εκκλησία μας δεν δεσμεύεται από κανέναν νόμο κανονιστικό, όταν βλέπει την παρουσία του αγίου Πνεύματος. Για την Εκκλησία μας η σημαντικότερη κανονιστική αρχή είναι αυτή που εξήγγειλε ο ίδιος ο αρχηγός Της: «το Σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος διά το Σάββατον».

 Γιατί όμως; Τι ήταν εκείνο που έκανε την Εκκλησία την εποχή εκείνη, να θέσει «επί την λυχνίαν επισκοπής» ένα νεαρό παλληκάρι, έφηβο ακόμη; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη και υπονοήθηκε και προηγουμένως: η πνευματεμφορία του αγίου Ελευθερίου. Ο άγιος Ελευθέριος, όπως σημειώνουν μάλιστα και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, «εκ θείου Πνεύματος λαβών της σοφίας τον πλούτον, μιμητής ανεδείχθη των Αποστόλων». Η αγιασμένη του ζωή, με άλλα λόγια, το γεγονός ότι εκ βρέφους αποδείχθηκε «καθαρά μυροθήκη του Πνεύματος» υπήρξε η προϋπόθεση, προκειμένου να λάβει «την προσθήκην του Πνεύματος» διά της ιερωσύνης, την οποία κατέστεψε και με το στεφάνι του μαρτυρίου.

Πώς φανερωνόταν η παρουσία του Πνεύματος του Θεού στη ζωή του; Μα, πρώτα από όλα, με εκείνο που ο ίδιος ο απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει ως καρπό του Πνεύματος: τις αρετές. «Ο γαρ καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, αγαθωσύνη, χρηστότης, πίστις, πραότης, εγκράτεια». Ο άγιος Ελευθέριος ήταν πλήρης αρετών. «Των αρετών το τερπνόν καταγώγιον» τον ονομάζει ο υμνογράφος της Εκκλησίας. Κι έπειτα, με τα πάμπολλα θαύματα τα οποία επιτελούσε και εξακολουθεί βεβαίως να επιτελεί. Θαύματα που αποδεικνύουν την παρρησία την οποία είχε και έχει ενώπιον του Τριαδικού Θεού μας, ο Οποίος ήθελε και θέλει να προσφέρει τη χάρη Του μέσω του ταπεινού αγίου Του. Κι εκεί που κατεξοχήν θεωρείται μέχρι σήμερα ο προστάτης και ο ευεργέτης είναι στις επίτοκες γυναίκες, τις εγκύους, οι οποίες πάντοτε τον επικαλούνταν, προκειμένου να φτάσουν να «ελευθερωθούν» με τον καλύτερο τρόπο. Την παραπάνω αλήθεια επισημαίνει και ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας: «Φροντίζοντας, πάτερ, τις επίτοκες γυναίκες, δίνεις ελευθερία σ’ αυτές, που έρχονται προσκυνήτριες στον Ναό σου. Και έκανες καλοτάξιδους πάλι εκείνους που σε παρακάλεσαν θερμά, όπως και στους ασθενείς δίνεις την υγεία, λάμποντας έτσι με τα θαύματα».

Πώς έφτασε σ’ αυτό το σημείο αγιασμού ο άγιος Ελευθέριος, με αποτέλεσμα να χαριτωθεί τόσο πολύ από τον Θεό; Βεβαίως, με τη νόμιμη άσκησή του. Από μικρός, «εκ νεότητος» «ως ο Σαμουήλ», κατενόησε ότι εκείνο που εμποδίζει την παρουσία του Θεού στη ζωή του ανθρώπου είναι τα πάθη του. Γι’ αυτό και αποδύθηκε σε ασκητικούς αγώνες εξαλείψεως των παθών αυτών, καλύτερα: μεταστροφής τους σε ένθεα πάθη, δηλαδή, σε αγάπη του Θεού και σε αγάπη του ανθρώπου.   Στον αγώνα αυτόν είχε συνεργό βεβαίως τον ίδιο τον Κύριο, αφού χωρίς Αυτόν «ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν», αλλά και ο ίδιος προσανατόλισε ολοκληρωτικά τον νου και την καρδιά του σ’  Εκείνον, έχοντας μάθει από την Παράδοση της Εκκλησίας ότι μόνον όποιος έχει μεταθέσει το κέντρο βάρους της ύπαρξής του στον Θεό μπορεί και πράγματι να βρει τον Θεό και να Τον κάνει κάτοικο της ψυχής και του σώματός Του. Κατά τον υμνογράφο του, ο άγιος «προσήλωσε ολοκληρωτικά τον νου του στο ωραιότατο κάλλος του θείου εραστή, του Χριστού, και πληγώθηκε από τον γλυκό του έρωτα». Πράγματι: η ταλάντευση μεταξύ του Θεού και του κόσμου, η «διψυχία» που λέει ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, συνιστά ακαταστασία, που το μόνο που φέρνει στην ψυχή του ανθρώπου είναι η ταραχή. Ο ίδιος ο Κύριος το απεκάλυψε: «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Ο άγιος Ελευθέριος λοιπόν δεν «έπαιζε» με την πίστη του: αγάπησε με πάθος τον Κύριο, προσκολλήθηκε σ’  Αυτόν, γι’  αυτό και δέχτηκε τόσο πλούσια τη δύναμή Του, δύναμη τέτοια ώστε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να υπερβεί τα ανθρώπινα πάθη του. «Προσκολλήθηκες στον Θεό με καθαρότατο νου, ήδη από τη νεότητά σου, και απομάκρυνες την ψυχήν σου από το σαρκικό αμαρτωλό φρόνημα, οπότε και απέκτησες πλούσια την άφθονη χάρη των θαυμάτων».

 Δεν μπορούμε βεβαίως  να μην επισημάνουμε και τη βοήθεια που του παρέσχε ο πνευματικός του πατέρας, ο άγιος Ανίκητος, πάπας Ρώμης. Αν, είπαμε, έμαθε από την Παράδοση της Εκκλησίας ότι σκοπός της ζωής είναι να αποκτήσει το Πνεύμα του Θεού και ότι αυτό επιτυγχάνεται με την άσκηση κατά των παθών, το έμαθε, γιατί ακριβώς καθοδηγήθηκε σωστά. Πέραν της βοήθειας σ’ αυτό από την ίδια τη μητέρα του – μαθήτρια του αποστόλου Παύλου – ο άγιος Ανίκητος ήταν εκείνος που τον μύησε στην πνευματική αυτή Παράδοση. Ο ίδιος υπήρξε φορέας αυτής, γι’  αυτό και είχε τη δυνατότητα να την μεταγγίσει στο νεαρό βλαστάρι της πίστεως, τον άγιο Ελευθέριο. Έτσι ο άγιός μας ευλογήθηκε από τον Θεό να μάθει την Παράδοση όχι από βιβλία και διαλέξεις, αλλά από ζωντανή πηγή, από τη συναναστροφή του με αγίους. Κατά τον συναξαριστή του, όπως είδαμε: «Οδηγήθηκε από τη μητέρα του στον επίσκοπο Ανίκητο ο άγιος και έμαθε από αυτόν τα ιερά γράμματα, ενώ τον ενέταξε και στο τάγμα των κληρικών».

Ο άγιος Ελευθέριος προσανατολίζει και εμάς σήμερα στην ίδια με αυτόν ζωή, ζωή στην πραγματικότητα του Χριστού και των αγίων Αποστόλων. Και μας καλεί, δεόμενος υπέρ ημών, σε απελευθέρωση από τα πάθη μας. Όπως το θέτει και ο άγιος υμνογράφος: «Μάρτυς Ελευθέριε, ελευθέρωσέ με τώρα, με τις ευφρόσυνες ικεσίες σου στον Κύριο, εμένα που είμαι δουλωμένος στη μαυρίλα των παθών». Είθε με τις πρεσβείες του αγίου να φτάσουμε κι εμείς σ’  αυτήν την απελευθέρωση, που μας καταξιώνει ως ανθρώπους και μας ανοίγει τη Βασιλεία του Θεού ήδη από τη ζωή αυτή.

14 Δεκεμβρίου 2023

Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΙΜΗΣΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΟΥΧΟ ΑΓΙΟ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ

 

Η πόλη και η Μητρόπολη του Πειραιά τίμησαν τον πολιούχο τους Άγιο Σπυρίδωνα.

Με την δέουσα λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια, εκκλησιαστική τάξη και τις αρμόζουσες τιμές εορτάστηκε και φέτος στον Πειραιά, στο πρώτο λιμάνι της χώρας, η μνήμη του Αγίου Σπυρίδωνος Επισκόπου Τριμυθούντος, προστάτου και πολιούχου της πόλεως και της Μητροπόλεως Πειραιώς.

Προσκεκλημένοι του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ.Σεραφείμ, προκειμένου να λαμπρύνουν τις λατρευτικές συνάξεις και να οικοδομήσουν πνευματικά τον κλήρο και τον λαό της τοπικής μας Εκκλησίας, ήταν οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ.Παντελεήμων και Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ.Στέφανος.

Τη Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2023, στον τρισαρχιερατικό Εσπερινό χοροστάτησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ.Στέφανος, συγχοροστατούντων  των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών  Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ.Παντελεήμωνος και Πειραιώς κ.Σεραφείμ.

Ευχαριστώντας θερμά και καλωσορίζοντας τους Σεβασμιωτάτους Αγίους Αρχιερείς για την παρουσία τους, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ αναφέρθηκε εν συντομία στην άρρηκτη σχέση του Αγίου Σπυρίδωνος με τον Πειραιά και στους λόγους για τους οποίους ο Άγιος ανακηρύχθηκε από το πρώτο Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης σε προστάτη και έφορο του πρώτου λιμένος της χώρας.

Ο Άγιος Σπυρίδων «επί δεκαοκτώ τώρα αιώνες επιμαρτυρεί την αλήθεια της Αναστάσεως του Ιησού Χριστού» και «με την ένθεη βιοτή του κατέδειξε ότι δεν χρειάζονται πανεπιστημιακαί περγαμηναί και ιδιαζούσης βαθυνουστάτου σοφίας έγγραφα και κείμενα, αλλά αυτό το οποίο είναι το ζητούμενο, είναι η εγχρίστωσις και η θέωσις. «Για αυτό», συνέχισε, «και ανεδείχθη μέγας θαυματουργός, ο Ιερός Σπυρίδων, ο απλούς ποιμήν των προβάτων και με το υπερφυές τελεσθέν υπ’ αυτού θαύμα στην Αγία Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325 στην Νίκαια της Βιθυνίας, όταν με το θαύμα της κεράμου κατετρόπωσε την λογοπλοκία του αιρεσιάρχου Αρείου και κατέδειξε το τρισυπόστατον της θεότητος με μία απλουστάτη κίνηση» και «το 1716, όταν πάλι δια πυράς και ολέθρου απέτρεψε τον εξουνιτισμό της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας και διεκράτησε της αμωμήτου Ορθοδόξου πίστεως».

«Ο Ιερός Σπυρίδων, λοιπόν, συνδέεται αρρήκτως με την πόλη και τη Μητρόπολη του Πειραιά μας» επεσήμανε στην συνέχεια ο Σεβασμιώτατος, υπογραμμίζοντας πως «η περίπυστος ιστορική Μονή του Αγίου Σπυρίδωνος, η οποία απετέλεσε τον υλικό και πνευματικό σιτοδότη» τα χρόνια της σκλαβιάς, «όταν η Χάρις του Θεού μας επεδαψίλευσε την παλιγγενεσία μας και πάλι ο Ιερός Σπυρίδων και η περίπυστος ιστορική Μονή του ευεργέτησαν το λαό μας, προσφέροντες όλη την εκκλησιαστική περιουσία, η οποία, εξικνείτο έως του σημερινού Δήμου της Καλλιθέας, περιλαμβάνουσα όλη την Πειραϊκή χερσόνησον».

«Η μεγάλη μας χαρά και η μεγάλη μας ευλογία γίνεται ακόμη μεγαλυτέρα με την ημετέραν Αρχιερατική παρρησία και με την φιλάδελφον ανταπόκριση στην ταπεινή πρόσκληση του ευαγούς κλήρου και του φιλοχριστού λαού», «διότι με την σεπτή σας αρχιερατική παρρησία» «έχουμε την ενότητα της πίστεως εν τω συνδέσμω της ειρήνης», είπε ακολούθως ο Σεβασμιώτατος απευθυνόμενος προς τους Σεβασμιωτάτους Αρχιερείς, σημειώνοντας πως «οι ευχές σας και η αγάπη σας και η ευλογία σας και η προς τον Θεόν δέησή σας υπέρ πάντων ημών, μας καθιστά ειλικρινώς δεσμώτας της αγάπης σας».

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ αναφερόμενος στις προσωπικότητες και την προσφορά των Σεβασμιωτάτων στην Εκκλησία μας, για τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βεροίας κ.Παντελεήμονα, τόνισε πως είναι «υπόδειγμα Αρχιερωσύνης», ανέφερε και εξήρε την διακονία του «τόσον εις την γεραράν Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, επί έτη ως Πρωτοσύγκελλος αυτής, επιτυχών το μέγα θαύμα της επιστροφής των Ιερών Χαριτοβρύτων Λειψάνων του Αγίου Ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλύτου, αλλά και επί δεκαετίες τώρα» «στην Μητρόπολη Βεροίας, Καμπανίας και Ναούσης», «έχοντας εκεί επιτελέσει θαύματα πίστεως και πνευματικής οικοδομής».

Για τον «πρωπιστεύοντα της Παννυχίδος», Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ.Στέφανο, τόνισε πως κοσμείται «με χαριέστατον χαρακτήρα, με πιστότητα βίου, με ένθεον φρόνημα, με ρηξικέλευθον παρρησίαν και παρουσίαν, με δυναμικό λόγο, με ηγιασμένον βίον» καλώντας τον να χαρίσει σε όλους «λόγο οικοδομής και λόγον παρακλήσεως».

Κατά την διάρκεια του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ.Στέφανος αρχικά ευχαρίστησε τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πειραιώς κ.Σεραφείμ «για την καρδιά σας, για την πρόσκλησή σας για την αγάπη σας με την οποία μας προσεκαλέσατε εδώ στον αγιασμένο αυτό τόπο και μαρτυρικό της Ελλάδος μας, της πατρίδος μας, της ευλογημένης γης των προγόνων μας», όπως χαρακτηριστικά είπε, ευχόμενος «η Χάρις του Θεού να σας προσδίδει υγεία και δύναμη για να ποιμαίνετε, να οργανώνετε, να διοικείτε και να καθοδηγείτε διδάσκοντας τον Ιερό Κλήρο και τον ευσεβή λαό σας προκειμένου στην ενότητα αυτή της πίστεως να βαδίζομε όλοι ατενίζοντες εις την αιωνίαν πόλην την κατερχομένην εκ των ουρανών».

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ.Στέφανος απηύθυνε προς όλους εγκάρδιο χαιρετισμό από την Αποστολική Εκκλησία των Φιλίππων «την πρώτη ιδρυθείσα Εκκλησία επί του εδάφους του Ελληνικού της Μακεδονίας, της Ελλάδος και της Ευρώπης από τον Απόστολο των Εθνών Παύλο».

«Είμαι ιδιαίτερα συγκινημένος που είμαι μαζί σας και είμαι επίσης ιδιαίτερα συντονισμένος πνευματικά με την παρουσία εδώ τμήματος του Αγίου Λειψάνου του Αγίου Ενδόξου και πανευφήμου Ευαγγελιστού Λουκά, ο οποίος συνόδευσε τον Απόστολο Παύλο κατά την δεύτερη περιοδεία του στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και ήταν και εκείνος ο οποίος συνέγραψε πραγματικά με συγκλονιστικό τρόπο την παρουσία του στους Φιλίππους, αλλά και στις άλλες Εκκλησίες της Βεροίας, της Θεσσαλονίκης της Κορίνθου, των Αθηνών και όλης της παρουσίας του στην Ελλάδα στο βιβλίο το Θεόπνευστο των Πράξεων», ανέφερε.

«Λέγει ο Χριστός κάπου που μας το διασώζει ο Ευαγγελιστής: ήλθα να βάλω φωτιά στη γη», σημείωσε στην συνέχεια του κηρύγματός του, εξηγώντας πως «προφανώς η φωτιά αυτή είναι το μεγάλο χάος το οποίο επικρατεί στον κόσμο».

«Ενώ τα θαύματα του Θεού είναι περιποίκιλα και γεμάτα από την αγάπη του στη ζωή μας όπως εν προκειμένω το μεγάλο δώρο του Αγίου Σπυρίδωνος, εμείς δυστυχώς ξεχνάμε εκείνα τα οποία μας εχάρισε ο Θεός και τα οποία μας τα εχάρισε από αγάπη και από χαρά και από ειρήνη κατ’ εικόνα Του και καθ’ ομοίωσή Του», τόνισε, επισημαίνοντας πως από την εποχή του Κάιν και του Άβελ μέχρι και σήμερα, «δυστυχώς συνεχίζουμαι με τις ίδιες πράξεις να βλασφημούμε το πάντιμο όνομα του Αγίου Τριαδικού Θεού και να οδηγούμε, δυστυχώς, τους εαυτούς μας παγκοσμίως στον όλεθρο και στην καταστροφή. Η απάντηση, λοιπόν, προς το χάος αυτό είναι η Αγία μας Εκκλησία. Η Αγία μας Εκκλησία η οποία είναι ιδρυμένη, κατοχυρωμένη και ενταγμένη στον ίδιο τον Χριστό, με τον ίδιο τον Χριστό αρχηγό και μέσα στο τίμιο και πανάχραντο Σώμα Του να αποτελούμε εμείς οι δυστυχείς και ταπεινοί μέλη αυτού του σώματος της Εκκλησίας. Μιας Εκκλησίας που ως προς την ανθρωπίνη της υπόσταση είναι πολύ πληγωμένη.  Είναι γεμάτη από αίματα Αγίων, ηρώων, Χριστιανών. Ανθρώπων κάθε υφής, ηλικίας, πιστότητος και γνώσεως».

Αναφέροντας πως «τα χρόνια που έζησε ο Άγιος Σπυρίδων», «οι διωγμοί ήσαν επίκαιροι στην ιστορία» και πως «τα πλήθη και τα εκατομμύρια των Αγίων μαρτύρων κοσμούσαν τις κατακόμβες», υπογράμμισε με έμφαση πως «η ενότητα αυτή είναι ικανή να σβήσει το χάος. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο και μέχρι σήμερα υπάρχουμε ως Εκκλησία. Διότι ως άνθρωποι είμεθα, δυστυχώς, τόσο ταλαίπωροι που χωρίς τον Χριστό δεν μπορούμε να πράξουμε κάτι το υγιές». «Μέσα λοιπόν σε αυτήν την ατμόσφαιρα, την πνευματική, τη λειτουργική, την ιστορική της Εκκλησίας μας που καταγράφουμε σήμερα αυτή τη στιγμή εδώ στον Ιερό Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος είμεθα εκφραστές αυτής της ενότητος», πρόσθεσε.

Στην συνέχεια του κηρύγματός του, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ.Στέφανος, ανέλυσε το πρώτο ανάγνωσμα των Παροιμιών, συνδέοντάς το με τη ζωή του Αγίου Σπυρίδωνος.

Σήμερα Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023, τελέστηκε τρισαρχιερατικό συλλείτουργο στο οποίο προεξήρχε και κήρυξε το θείο Λόγο ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας κ.Παντελεήμων συγχοροστατούντων των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Φιλίππων κ.Στεφάνου και Πειραιώς κ.Σεραφείμ.

Κατά την διάρκεια του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ.Παντελεήμων μίλησε, μεταξύ άλλων, για την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο όπου «ο βλάσφημος εκείνος αιρεσιάρχης Άρειος διεκήρυττε ότι ο Λόγος του Πατρός, δηλαδή ο Κύριός μας, είναι κτίσμα, ως το πρώτο δημιούργημά Του».

Επίσης, αναφέρθηκε στο γεγονός όπου «ο Άγιος Νικόλαος σήκωσε το ευλογημένο χέρι του και ράπισε το στόμα του Αρείου, με αποτέλεσμα να του σπάσει ένα δόντι», αλλά και στο χέρι «ενός άλλου Αγίου Ιεράρχου», ο οποίος «προέβη σε μία πράξη θαυματουργίας: επιτέλεσε ένα παράδοξο και μεγάλο θαύμα, επικυρωτικό της αιώνιας αλήθειας του ορθού δόγματος της Εκκλησίας περί του τρισυποστάτου χαρακτήρος της Θεότητος. Ήταν το χέρι το ευλογημένο του Αγίου Σπυρίδωνος που κρατούσε ένα κεραμίδι. Το έδειξε ο Άγιος σε όλους τους Πατέρες της Συνόδου, το σταύρωσε, έτσι ώστε, λέγοντας, «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός», η φωτιά που το είχε ψήσει διεχωρίσθη και ανέβηκε προς τα επάνω, «καί τοῦ Υἱοῦ», το νερό που συμμίχθηκε με τον πηλό έρρευσε καταγής, «καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», απέμεινε στο χέρι του Αγίου το χώμα, που μαζί με το νερό και τη φωτιά είχαν φτιάξει εκείνο το κεραμίδι».

«Μπορεί η χάρις των Αγίων να φανερώνεται ποικιλοτρόπως, μπορεί η ζωή και ο ένθεος ζήλος του κάθε Αγίου να διαφέρει, μπορεί ο καθένας να αγιάζεται και να ανταποκρίνεται με τον δικό του μοναδικό τρόπο στο προσωπικό κάλεσμα του κοινού Δεσπότου Χριστού, όμως η Εκκλησία είναι Μία και μόνο Μία, γιατί Ένας και μόνο Ένας είναι ο Κύριός μας, Αυτός που πέθανε για όλη την ανθρωπότητα και καλεί στη μία και μόνη μάνδρα τους ανθρώπους με διαφορετικές θρησκευτικές, γλωσσικές και φυλετικές καταβολές», είπε στην συνέχεια ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτη Βεροίας κ.Παντελεήμων,

Επισημαίνοντας πως «όσοι απεκόπησαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία, κάποιοι από αυτούς, συνεχιστές της αιρέσεως του Αρείου και των άλλων αιρετικών», «πλανώντες και πλανώμενοι, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, ευρίσκονται μακράν της αποκεκαλυμμένης αληθείας και του Χριστού», τόνισε πως «η Εκκλησία συνεχίζει να τους καλεί να επιστρέψουν στη σωτηρία».

«Μη φοβάστε να ραπίζετε με τον λόγο της αληθείας την κάθε βλάσφημη αίρεση που συμπαρασύρει έξω από τα σαφή όρια της σωτηρίας τους ανθρώπους», προέτρεψε σε άλλο σημείο τους πιστούς», υπογραμμίζοντας πως «δεν είναι μόνο το δόγμα αδιαπραγμάτευτο και φυλακτέο. Είναι και το ήθος και το βίωμα», διότι όλοι οι αιρετικοί εξέπεσαν πρώτα στο ήθος και στο βίωμα και στη συνέχεια αποτύπωσαν την πλάνη των βιωμάτων τους στη διδασκαλία τους. Όλοι οι αιρεσιάρχες ζούσαν λανθασμένα την εκκλησιαστική ζωή και έπειτα οδηγήθηκαν σε λανθασμένες διδασκαλίες πού παρέσυραν και άλλους».

Αμέσως μετά την Θεία Λειτουργία, τελέστηκε Δοξολογία με τη συμμετοχή των τοπικών αρχών και στην συνέχεια πραγματοποιήθηκε πάνδημη και μεγαλόπρεπη λιτάνευση της Ιεράς Εικόνος του Αγίου Σπυρίδωνος στους κεντρικούς δρόμους της πόλεως του Πειραιά.