04 Ιανουαρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΣ, ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΟΥΚΟΥΜΙΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΣ

«Ο όσιος Θεόκτιστος που εορτάζουμε σήμερα, είναι άλλος από τον όσιο Θεόκτιστο, τον συνασκητή του αγίου μεγάλου Ευθυμίου, που εορτάζουμε τον Σεπτέμβριο.  Ο σημερινός υπήρξε ηγούμενος  στην ιερά μονή Κουκουμίου  της Σικελίας. Από νωρίς η μεγάλη αγάπη του προς τον Χριστό τον έστρεψε προς τον μοναχικό βίο και αποδύθηκε σε επίμονες προσευχές και σε μεγάλη εγκράτεια. Η ενάρετη ζωή του εκτιμήθηκε σύντομα, γι’ αυτό και έγινε ιερέας, αργότερα δε του ζητήθηκε να γίνει ηγούμενος στο μοναστήρι που ασκείτο.  Η πραότητα του χαρακτήρα του και η μεγάλη του ανεξικακία υπήρξαν παροιμιώδεις, με αποτέλεσμα ο λόγος του να γίνεται εύκολα αποδεκτός από τους μοναχούς του και τους πιστούς που συνέρρεαν στο μοναστήρι του. Έζησε αρκετά χρόνια και αναπαύτηκε εν Κυρίω ειρηνικά».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας για τον όσιο Θεόκτιστο, ποίημα του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους, επικεντρώνουν στην κατά Χριστό πολιτεία του οσίου, ιδίως μετά την αποταγή του κόσμου και τον εγκλεισμό του στο μοναστήρι του.  Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος Θεοφάνης μας παρουσιάζει με καθαρότητα την πορεία θεώσεως του οσίου ασκητή. Και εν πρώτοις τονίζει το κίνητρο για την απομάκρυνσή του από την κοσμική σύγχυση. Δεν ήταν μία απογοήτευση  ή μία απελπισία από την εμπαθή προσκόλληση στα του κόσμου, μολονότι και τέτοιες περιπτώσεις αποταγής υπάρχουν χωρίς να καταδικάζονται από τους αγίους της Εκκλησίας μας. Το κίνητρό του ήταν ό,τι πιο ανώτερο, ευγενές και υγιές υφίσταται στην πνευματική ζωή της πίστεως, δηλαδή ο σφοδρός πόθος του για τον Χριστό: αυτός του έδωσε φτερά προκειμένου να φύγει από τη σύγχυση που δημιουργεί συνήθως ο πεσμένος στην αμαρτία κόσμος. «Απέκτησες πτερά από τον πόθο του Χριστού και μεταρσιώθηκες, ξεφεύγοντας από την κοσμική σύγχυση. Γι’ αυτό και προσχώρησες στα κοπιώδη σκάμματα της ασκήσεως και έζησες με εγκράτεια σαν άγγελος».

Από κει και πέρα, πληγωμένος από τον έρωτα του Χριστού, προσπαθούσε να ακολουθήσει τα ίχνη Εκείνου, νεκρώνοντας το όποιο αμαρτωλό φρόνημα κινούσε εντός του ο αρχέκακος διάβολος και δεχόμενος  στην καρδιά του την ενέργεια του αγίου Πνεύματος. Διότι βεβαίως δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει η χάρη του Πνεύματος στον άνθρωπο, χωρίς δική του συνέργεια απομακρύνσεως από τα σκιρτήματα της αμαρτίας. «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Ο υμνογράφος του οσίου είναι σαφής: «Όταν καταπληγώθηκες στην ψυχή, από τον θείο έρωτα, παμμάκαρ, σηκώνοντας τον σταυρό σου, με χαρά ακολούθησες τον σταυρωμένο Χριστό. Κι αφού νέκρωσες το αμαρτωλό φρόνημα με την εγκράτεια, δέχτηκες τη ζωντανή ενέργεια του αγίου Πνεύματος». Δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός του αγίου υμνογράφου ως προς την επίπονη σκληρή άσκηση του οσίου Θεοκτίστου: «χαίρων». Ο όσιος ασκητής σήκωνε τον σταυρό του και ακολουθούσε με συνέπεια τον σταυρό του Χριστού όχι με κατήφεια, όχι με ψυχική πίεση και στενοχώρια – δείγματα ότι δεν υφίσταται στην πραγματικότητα η αγάπη προς τον Χριστό – αλλά με χαρά. Κι αυτό ακριβώς είναι το γνώρισμα της ειλικρινούς αγάπης σ’ Εκείνον: ασκώ βία στον εαυτό μου, «νεκρώνω» -  με την έννοια του μεταστρέφω - τα αμαρτωλά πάθη μου, προκειμένου να έχω ζωντανή την παρουσία του Χριστού μέσα στην ύπαρξή μου. Κι αυτό γίνεται με χαρά. Μόνον στην αρχή της ασκητικής προσπάθειας μπορεί να υπάρξει στενοχώρια, όπως όταν ανάβει κανείς ένα ξύλο μπορεί στην αρχή να βγάλει καπνιά (άγιος Ιωάννης Κλίμακος), έπειτα όμως η χαρά της χάρης του Θεού γλυκοχαράζει στην ψυχή και γίνεται αγαλλίαση και παρηγοριά και στην ψυχή και στο σώμα.

Η ασκητική αυτή πορεία καθάρσεως του οσίου Θεοκτίστου, πορεία επί τα ίχνη του Ιησού με τη χάρη Εκείνου και αυτονοήτως μέσα σε εκκλησιαστικά πλαίσια, δεν είχε διαλείμματα. Διάλειμμα, όπως όλοι γνωρίζουμε, στην πνευματική ζωή δεν υπάρχουν. Όποιος προσπάθησε να «ξεκουραστεί», να κάνει διάλειμμα, είδε ότι αυτομάτως οπισθοχώρησε. Ή προχωρεί κανείς προς τα εμπρός ή δυστυχώς γκρεμίζεται. «Ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει» απεκάλυψε ο Κύριος. Αυτό βλέπουμε, κατά τον υμνογράφο μας, και στη ζωή του οσίου Θεοκτίστου. Ο νους του υπήρξε άγρυπνος, γιατί έσπευδε να δει μέσα του να ανατέλλει το φως του Θεού. Είχε γίνει, όπως σημειώνουν όλα τα ασκητικά κείμενα, «όλος μάτια». «Προσφέροντας αδιάκοπα ξάγρυπνο νου, θεόφρον πάτερ, κοίμισες εντελώς τα ψυχοφθόρα πάθη, επειδή βιαζόσουν να φθάσεις στη θεϊκή αυγή, στη λαμπρότητα του άδυτου φωτός αυτών που ευφραίνονται και στο οποίο κατοικούν». Με άλλα λόγια ο όσιος Θεόκτιστος αγωνίστηκε να κρατήσει ανόθευτο αυτό που δήλωνε το όνομά του: «Θεού κτίσις». Γι’ αυτό ακριβώς κατά τον άγιο Θεοφάνη και τον τιμούμε και τον γεραίρουμε. «Έγινες ανόθευτη κτίση Θεού, Θεόκτιστε, γιατί δεν νόθευσες το κάλλος της ψυχής σου, όσιε, με τις κηλίδες των αμαρτημάτων. Αντίθετα, ομόρφυνες τον εαυτό σου με τις επιδόσεις των καλών και ωραίων, γι’ αυτό και σε δοξάζουμε».

03 Ιανουαρίου 2024

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΕΠΙ ΤΩ ΝΕΩ ΕΤΕΙ

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΕΠΙ ΤΗι ΠΡΩΤΗι ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΤΟΥΣ 2024

ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ

ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

 

᾿Αδελφοί συλλειτουργοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ, Χρόνια Πολλά !

Τό νέον ἔτος ἦλθε!

Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς ἀγαπητοί μου, χαράσσεται στήν κτιστή φύση τοῦ ἀνθρώπου, τήν ψυχή, τόν νοῦ, τήν καρδία, τό σῶμα του. Κι αὐτός ὁ χρόνος τῆς ζωῆς δηλαδή τό μεγάλο ἀποθετήριο τῶν ἐμπειριῶν, γεμίζει ἀπό τόν ἄνθρωπο μέ νόημα γιά νά ζήσει ἤ γίνεται ἕνα ἀκαλλιέργητο χωράφι μέσα στό ὁποῖο θά περάσει χωρίς σκοπό, χωρίς καρπό τήν βιοτή του.

Τί εἶναι αὐτό ὅμως τό ὁποῖο μπορεῖ μέσα στό χρόνο τῆς ζωῆς, μέ διάρκεια νά νοηματοδοτεῖ;

Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς δέν εἶναι ἕνας ἀριθμός ἐτῶν μέσα στά ὁποῖα θά περάσει τήν καθημερινότητά του ἁπλά ὁ ἄνθρωπος, οὔτε μιά συρραφή γεγονότων καί ἕνα ἄθροισμα ἐμπειριῶν. Εἶναι οἱ, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, θαυματουργικές συναντήσεις μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ὁ Θεός ἔχει στό σχέδιο Tου γιά τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς. Εἶναι αὐτές οἱ θαυματουργικές συναντήσεις μέ τόν Θεό, πού ἀντιλαμβάνεται ἤ ὄχι ὁ ἄνθρωπος καί τόν ὁδηγοῦν πρός τό κατά Θεόν ἀγαθόν καί καλόν.

Βεβαίως, σήμερα πολλοί ἄνθρωποι θεωροῦν ὅτι μέσα στό χρόνο τῆς ζωῆς τους, ἀγαθό καί καλό μπορεῖ νά ὑπάρχει χωρίς τό “κατά Θεόν”.

Ἔχουν τήν ἀντίληψη, πού εἶναι διαδεδομένη στή σύγχρονη κοινωνία, ὅτι ἡ οἰκονομική ἀνεξαρτησία εἶναι σημαντική γιά τήν εὐτυχία καί τήν εὐημερία καί θέτουν τήν οἰκονομική ἐπιτυχία ὡς στόχο ἤ θεωροῦν ὅτι ἡ οἰκονομική ἀσφάλεια εἶναι σημαντική γιά τήν ποιότητα ζωῆς τους. Αὐτό συνδέεται συχνά μέ τήν εὐτυχία καί τό καλό. H οἰκονομική σταθερότητα παρέχει τή δυνατότητα γιά τίς βιοτικές ἀνάγκες, ὅπως στέγαση, τροφή καί ὑγειονομική περίθαλψη, καί ταυτόχρονα ἐπιτρέπει τήν ἀπόλαυση τῆς ζωῆς καί τῶν ἀνέσεων.

Τό πρόβλημα ξεκινάει ὅταν ὅλα αὐτά γίνονται χωρίς τό “κατά Θεόν”.

Τό τί εἶναι πραγματικά σημαντικό στή ζωή δέν εἶναι ἀποδείξιμο ἀλλά ἐμπιστευόμενο, ἡ μία καί μοναδική ὁδός κάθε ἀνθρώπου πρός τόν Θεό.

Τό “κατά Θεόν” σημαίνει συνάντηση μέ τόν Θεό. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται μυστικῶς μέ τρόπο τόν ὁποῖο μόνο ὁ Κύριος γνωρίζει, καί μόνο μέ τήν δική του βούληση, καί ὅταν Ἐκεῖνος βρίσκει τόν κατάλληλο καιρό. Μόνον μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀποκαλύπτει τήν Χάρη Τοῦ καί συναντᾶ τόν ἄνθρωπο μέσα στό χρόνο τῆς ζωῆς του καί ὁ Θεός ἐπεμβαίνει γιά τήν σωτηρία του.

Διαθέτει λοιπόν γιά μᾶς ὁ Θεός μας, τό μεγάλο δῶρο καί μᾶς τό προσφέρει: τήν συνάντηση μαζί Του κατά τήν ὁποία ἡ Ἀγάπη καί ἡ Φιλανθρωπία Του φανερώνεται στόν τόπο καί τόν χρόνο τῆς δικῆς μας ζωῆς. Αὐτόν τόν τόπο καί τόν χρόνο πού εἶναι τό σῶμα καί ἡ ψυχή μας, αὐτόν τόν τόπο καί τόν χρόνο πού ξεκινάει ἀπό τήν γέννηση τοῦ κάθε προσώπου, ἀλλά καί αὐτόν τόν τόπο καί τόν χρόνο στόν ὁποῖο ὁλοκληρώνει τήν ἐπίγεια ζωή του ὁ ἄνθρωπος, τόν γεμίζει ὁ Κύριος μέ τήν Χάρη Του, μέ τά θαύματά Του, μέ τήν Παρουσία Του. Καί βεβαίως πάνω ἀπό ὅλα, ὅταν ὁ ἐπίγειος τόπος καί χρόνος παρέλθει καί πάλι ἡ ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ μας, εἶναι ἀνοιχτή νά μᾶς δεχτεῖ στήν αἰωνιότητα.

Ἐδῶ λοιπόν εἶναι πού ὁ ἄνθρωπος ἔχοντας ὡς πίστη καί βεβαιότητα τήν πανταχοῦ καί πάντοτε Παρουσία καί ἔγνοια τοῦ Θεοῦ γιά τόν κάθε ἕνα ἄνθρωπο ξεχωριστά, βρίσκεται μπροστά σέ μιά ἀπόφαση καί μιά εὐθύνη: «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περί πάντων, ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;

Αὐτή ἡ ἐρώτηση εἶναι ἡ δική μας ἔγνοια, ὁ πόθος μας μπροστά στό ἄπειρο ἔλεος καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτή ἡ ἀγάπη καί τό ἔλεος δέν ἀπαιτεῖ ἀνταπόδοση ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά ἀναμένει μόνο. Ἀναμένει νά Τόν ἀγαπᾶμε γιά ὅσα μας ἔδωσε, μέ ὅλη μας τήν καρδιά, νά τόν ἀναζητοῦμε συνεχῶς καί νά τόν ἀναγνωρίζουμε καί στά πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων. Ἀναμένει τήν ἀγάπη μας πρός Ἐκεῖνον καί τήν ἀγάπη μας καί τήν τήν ὑπομονή μας γιά τόν ἄλλο ἄνθρωπο. Ἀναμένει νά πράξουμε τό κατά Θεόν ἀγαθόν καί καλόν. Ἀναμένει νά ἁπλώνουμε τά χέρια πρός Ἐκεῖνον μέ ὑπομονή καί ἐγκαρτέρηση τῆς μεγάλης συνάντησης.

Ὅσο λοιπόν ἡ ἀναζήτηση τῆς Συνάντησης καί τό κατά Θεόν ἀγαθόν καί καλόν πλημυρίζει αὐτόν τόν χρόνο τοῦ ἀνθρώπου κι ὅσο ὁ ἄνθρωπος στρέφει τό θέλημά του πρός τό ἀγαθό τόσο ὁ χρόνος τῆς ζωῆς ὑψώνεται πρός τόν Θεό. Ὁ Μ. Βασίλειος λέγει «φυσικῶς ἐπιθυμητικοὶ τῶν καλῶν οἱ ἄνθρωποι. Κυρίως δέ καλόν καί ἀγαπητόν τό ἀγαθόν. Ἀγαθός δέ ὁ Θεός · ἀγαθοῦ δέ πάντα ἐφίεται· Θεοῦ ἄρα πάντα ἐφίεται.» Τά πάντα ἐπιθυμοῦν τό ἀγαθό, ἄρα τά πάντα ἐπιθυμοῦν τόν Θεόν. Τόσο ἀγαθούς μᾶς θέλει ὁ Θεός καί τόσο ἐλεύθερους.

Τό ἀγαθό δέ θέλημα εἶναι καθετί πού γίνεται καί ὑπακούει στόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου πού μᾶς ἔδωσε.

Τό ἀγαθό θέλημα εἶναι ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Τοῦ Χριστοῦ πού ἀγαπᾶ πού ταπεινώνεται, πού ὑπομένει, πού ἐλεεῖ, πού θυσιάζεται. Αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἀγαθό.

Ὁ Μέγας Ἀντώνιος μᾶς συμβουλεύει λέγοντας ὅτι ὁ ἀληθινά λογικός ἄνθρωπος μιά μόνο φροντίδα ἔχει, νά ὑπακούει καί νά εἶναι ἀρεστός στό Θεό, καί σέ τοῦτο καί μόνο νά ἀσκεῖ τήν ψυχή του πώς νά γίνει ἀρεστός στό Θεό, εὐχαριστῶντας Τόν γιά τήν μεγάλη καί ἐξαιρετική πρόνοιά Του καί τήν κυβέρνηση ὅλου του κόσμου, ὅποια κι ἄν εἶναι ἡ θέση του στήν ζωή.

Ὁ ἴδιος ὁ Θεός μᾶς δείχνει τό δρόμο μιᾶς ἀπελευθέρωσης ἀπό ὅτι βαραίνει τόν ἄνθρωπο, ἀπό τά ὑλικά, ἀπό τίς συνήθειες, ἀπό τά πάθη, ἀπό τίς ἁμαρτίες, ἀπό τίς ἀποτυχίες, ἀπό τά λάθη . Κι αὐτό γιά νά Τόν γνωρίσουμε βαθύτερα. Λέγει ὁ ψαλμός «σχολάσατε καί γνῶτε, ὅτι ἐγώ εἰμί ὁ Θεός». Μέσα στίς καθημερινές ἐνασχολήσεις δέν μένει χρόνος, οὔτε διάθεση, οὔτε δύναμη, γιά κάτι οὐσιαστικότερο, πού ἀναπαύει τήν ψυχή μας καί τήν ἀκουμπᾶ στόν Θεό. Ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι δέν ἀκοῦμε αὐτή τή θεϊκή προτροπή καί ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, ἡ ζωή μας καταντάει «βοσκηματώδης» καί δέν κοιτᾶμε τόν οὐρανό.

Αὐτό τό «σχολάσατε» λοιπόν, σημαίνει κάτι πάρα πολύ μεγάλο καί ταυτόχρονα ἐξαιρετικά λεπτό καί ἰδιαίτερο: τά ἀφήνουμε ὅλα κατά τό μέτρο τοῦ καθενός καί ὅσο ἀντέχουμε καί λέμε: ἐδῶ καί τώρα ὑπάρχει μόνο ὁ Κύριος καί ἐγώ. Ἔτσι εἶναι ἡ ἀληθινή “σχόλη” πού μᾶς φέρνει κοντά στό Θεό, κι ἔτσι, μέ μιά τέτοια μέθοδο μαθαίνουμε τόν ἑαυτό μας νά ἀκούει τό «ἐγώ εἰμί ὁ Θεός», καί νά συναντᾶ τόν Θεό.

Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, εἶναι ὁ πιό φιλάνθρωπος καί στοργικός Πατέρας. Ὅταν τό κατά Θεόν ἀγαθόν καί καλόν πλημμυρίζει τόν χρόνο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀρεστός στόν Θεό. Ἔτσι ὅλη του ἡ ζωή, ὅλος ὁ ἐπίγειος χρόνος του εἶναι κατ΄ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ, βρίσκεται δηλαδή σέ αὐτό τό ὁποῖο ὁ Θεός κατ’ ἐξοχήν θέλει. Ὅ,τι κάνει ὁ ἄνθρωπος κατ’ εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ, τόν ἁγιάζει καί τόν ὁδηγεῖ στή σωτηρία του.

Ἀλλά καί πάλι ὅταν δέν προσαρμόζουμε καθολικά τήν ζωή καί τίς πράξεις μας στό θέλημά Του, ἔρχεται Ἐκεῖνος, ὡς στοργικός Πατέρας καί κατ’ οἰκονομίαν, πατρικά ὑποχωρεῖ μπροστά στήν ἀδυναμία μας. Καί πάλι στέλνει τήν Χάρη Του νά καλύψει τήν ἀδυναμία αὐτή. Κι ἐκεῖ πού ὁ ἄνθρωπος σκληραίνει τόσο ὥστε νά μήν ἀφήνει τόν Θεό νά τόν συναντήσει καί διώχνει τήν Χάρη, Ἐκεῖνος «κατά παραχώρησιν» ἐπεμβαίνει καί παιδεύει τόν ἄνθρωπο. Ὁ Θεός παραχωρεῖ —ἐπιτρέπει ὁ ἄνθρωπος νά πάρει τό δρόμο πού ἐπιλέγει, ὑποχωρεῖ μπροστά στήν ἀσέβεια τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ ἄνθρωπος μένει μόνος του ἀπέναντι στό χάος καί τή φθορά καί τήν βία πού γεννᾶ τό ζωῶδες καί ἀνόητο ἔνστικτό του, στό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας καί τῆς ἀπουσίας. Ἀλλά ὁ Θεός καί πάλι δέν τόν καταστρέφει, γιατί ἡ ἀγάπη Του εἶναι μεγάλη καί τό ἔλεος Του ἀμέτρητο.

Καί τοῦ δίνει χρόνο. Χρόνο νά ταπεινωθεῖ, χρόνο νά παλέψει, χρόνο νά ξαναγυρίσει.   «Οὐ θέλω τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τό ἐπιστρέψαι καί ζῆν αὐτόν». (Ἔξοδ. 33,11). Γι’ αὐτό, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει: ἐξαγοράστε τόν χρόνο τῆς ζωῆς σας, γιατί οἱ μέρες εἶναι πονηρές. Πῶς;  «Πληροῦσθε ἐν Πνεύματι (Ἁγίῳ)» (Ἐφ. 5, 18).

Ἄν ὁ Χριστός «ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου» μέ τό Αἷμα Τοῦ καί ἔδωσε Ἑαυτόν «λύτρον ἀντί πολλῶν», ἐμεῖς ἐξαγοράζουμε τόν χρόνο τῆς ζωῆς καταθέτοντας στά χέρια Του τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον μας, “τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα”.

Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς προειδοποιεῖ λέγοντας ὅτι πρέπει νά διαλέξουμε στό χρόνο τῆς ζωῆς μας ὁ ὁποῖος εἶναι ἐλάχιστος τά δάκρυα, δηλαδή τήν μετάνοια καί τήν ἔγνοια μᾶς γιά τήν σωτηρία μας, τόν μόχθο τῆς ἐγρήγορσης κάθε στιγμή, κάθε ἡμέρα, συνεχῶς.

Τονίζει ὁ Ἅγ.Ἰωάννης ὅτι τήν ἡμέρα πού δέν κλάψαμε, τή χάσαμε γιά ὅλη τήν αἰωνιότητα, τήν ἡμέρα αὐτή δέν θά τήν ξαναβροῦμε ἀφοῦ δέν ἁπλώσαμε τά χέρια μας στό Θεό, δέν προσκολλήθηκε ἡ καρδιά μᾶς σ΄Αυτόν. Διότι ὁ Θεός μᾶς περιμένει καί ἀναμένει ἀπό μᾶς ὁλόκληρη τήν καρδιά. Ὅπώς ἔλεγε ὁ Ἅγ. Πορφύριος, δέν ὑπάρχει καινούργιος χρόνος, ὑπάρχει μόνο ὁ χρόνος πού πέρασε. Ἀλλά ὁ χρόνος πού μᾶς δίνει ὁ Θεός εἶναι «καιρός» τόν ὁποῖο ἐμεῖς πρέπει νά τόν κάνουμε «εὐκαιρία» γιά τόν Θεό νά μπεῖ στή ζωή μας. Μέ τόν ἴδιο τρόπο, καί ὁ χρόνος τῆς δικῆς μας ζωῆς εἶναι καιρός κατά τόν ὁποῖο προετοιμαζόμαστε γιά τή μέλλουσα ζωή. Ὁ Ἅγ. Νικόλαος ὁ Καβάσιλας λέει ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή σπέρνεται σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά θά καρποφορήσει σέ ὅλο της τό πλήρωμα στήν ἄλλη ζωή.

Μέ αὐτόν τόν τρόπο μέσα στήν Ἐκκλησία μεταμορφώνεται ὁ χρόνος σέ «καιρόν». Διότι «καιρός» ἀγαπητοί μου, σημαίνει χρόνος συνάντησης, χρόνος πού δίνουμε γιά νά εἴμαστε παρόντες στήν “παρουσία” τοῦ Θεοῦ. Στήν θεία Λειτουργία αὐτό ἀκριβῶς γίνεται: παρουσιαζόμαστε ὅταν εἶναι παρών ὁ Θεός.

Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας λοιπόν γίνεται καιρός καί εὐκαιρία νά ἐπισκεφθεῖ καί νά ἐπισκιασθεῖ ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι ὅταν γιορτάζουμε κάθε καινούργιο χρόνο δέν νιώθουμε ὅτι εἴμαστε προσηλωμένοι στό σημεῖο μεταξύ τοῦ χρόνου πού πέρασε καί ἐκείνου πού ἔρχεται, γιατί ὁ χρόνος μας, οἱ χρόνοι τῆς ζωῆς μας, εἶναι δῶρο τῆς χρηστότητος τοῦ Θεοῦ.

Εὐχόμεθα σέ ὅλους αὐτό τό δῶρο τῆς χρηστότητος τοῦ Θεοῦ νά πλημμυρίζει ἀπό τήν Χάρη του γιά κάθε ἕναν ἀπό ἐσᾶς καί ὁ νέος χρόνος τῆς ζωῆς νά εἶναι ὁ «καλός καιρός» τῆς συνεχοῦς παρουσίας καί συνάντησης μέ τόν ἀγαπημένο μας πολυεύσπλαχνο καί ἐλεήμονα Θεό.

Καλή Χρονιά, εὐτυχισμένη καί παραγωγική πνευματικά!

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ (31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ)

 

Μητροπολίτης Πειραιώς: «Η Εκκλησία πάντοτε θα πορεύεται στην ιστορική φάση των αιώνων προς τη Βασιλεία του Κυρίου μας και Σωτήρος Ιησού Χριστού».

Την αρχαιοπρεπή Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου τέλεσε την Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ, στον Ιερό Ναό Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως.

Κατά την διάρκεια του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος επεσήμανε πως «όλα τα Σωτηριώδη γεγονότα της θείας οικονομίας και της θείας φιλανθρωπίας μας χαρίζονται και πάλι να τα βιώσουμε, να τα οικειοποιηθούμε, να τα χαρούμε στο ‘’εδώ’’ και το ‘’τώρα’’, γιατί», όπως εξήγησε ο Κύριος μας ελκύει προς Εκείνον «για να μας καθορίζει τη ζωή και να ευλογεί τα διαβήματα και την ύπαρξή μας».

«Είναι πολυσήμαντο γεγονός ότι η Αγία μας Εκκλησία μας χαρίζει αυτή την ευλογία: Να βιώνουμε τα Σωτηριώδη γεγονότα στην δική μας ιστορική πραγματικότητα», πρόσθεσε, υπογραμμίζοντας πως «όλα γίνονται αυτή την ώρα για μας», «για να βιώσουμε, να ζήσουμε, να χαρούμε τα Θεία Γεγονότα».

«Καλούμεθα αυτή την Κυριακή που συνδυάζεται η Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα με την Κυριακή προ των Φώτων να προετοιμαστούμε για την μεγάλη Δεσποτική Εορτή των Θεοφανίων», είπε στην συνέχεια ο Σεβασμιώτατος, τονίζοντας παράλληλα πως «προϋπόθεση είναι να έχουμε ζήσει την Γέννα του Χριστού στην προσωπική μας φάτνη, στην προσωπική μας καρδιά, στον εαυτό μας. Να έχει μεταβληθεί η ύπαρξή μας σε φάτνη στην οποία θα γεννηθεί και θα ανακλιθεί ο Σωτήρας του κόσμου, γιατί μόνο τότε θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε το θαύμα της Βαπτίσεως».

Επισημαίνοντας πως «ζούμε σε έναν κόσμο που είναι εχθρικός προς την αλήθεια του Δημιουργού Του, που επέλεξε την εναντίωση, την εχθροπάθεια προς Εκείνον ο οποίος τον δημιούργησε από άφατη αγάπη», κάνοντας λόγο για την κακή χρήση, από τους ανθρώπους, της ελευθερίας που μας χάρισε ο Θεός, τόνισε πως «η Εκκλησία πάντοτε θα πορεύεται στην ιστορική φάση των αιώνων προς τη Βασιλεία του Κυρίου μας και Σωτήρος Ιησού Χριστού».

Στην συνέχεια, αναφερόμενος στην Ευαγγελική περικοπή της ημέρας, η οποία «μας εισαγάγει στην πνευματική ζωή», όπως χαρακτηριστικά είπε, επεσήμανε: «Μας χάρισε τη δυνατότητα να μιμηθούμε αυτό το Βάπτισμα δι’ ύδατος, για αυτό και η Βάπτισή μας στην κολυμπήθρα του Μυστηρίου του Βαπτίσματος, εμπεριέχει ακριβώς αυτόν τον υπέροχο συμβολισμό: Καταδυόμεθα, όπως ο Χριστός, στην κολυμπήθρα αυτή του Μυστηρίου, στον θάνατο του Κυρίου μας, στον Σταυρό, στον πόνο, στην οδύνη, στη σφαγή Του και αναδιόμεθα στην Ανάσταση και την αιώνια νίκη του Λειτουργού της ζωής μας. Αυτό, λοιπόν, το Βάπτισμα ο Κύριος μας το προσέφερε ως εισαγωγικό Μυστήριο στο Μυστήριο της αγάπης Του και του Σώματός Του».

«Είναι η ώρα του Βαπτίσματος για κάθε άνθρωπο καλής θελήσεως, ώρα για να εισαχθεί στη Βασιλεία, για να πολιτογραφηθεί στο Βιβλίο της Ζωής. Αυτό είναι το πρώτο Βάπτισμα», ανέφερε στην συνέχεια, τονίζοντας παράλληλα πως η Εκκλησία μας προσφέρει και άλλα βαπτίσματα.

«Το δεύτερο Βάπτισμα, είναι το Βάπτισμα της μετανοίας. Είναι το Βάπτισμα των δακρύων. Το Βάπτισμα της πικρίας για τις πολλές μας πτώσεις και αμαρτίες. Το Βάπτισμα της μετανοίας που μας επαναφέρει στην ευλογία του Βαπτίσματος δι’ ύδατος που μας καθάρισε από το προπατορικό αμάρτημα, που μας επανέφερε στην προτέρα μας αθωότητα», είπε ο Σεβασμιώτατος, σημειώνοντας πως «μας χαρίζεται το Βάπτισμα της μετανοίας, ώστε με τη Χάρη του Θεού, την ευλογία και το έλεος, να αποκαθιστάμεθα και πάλι στην προτέρα μας ομορφιά».

Συνεχίζοντας, πρόσθεσε πως «το τρίτο Βάπτισμα είναι το Βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος. Είναι το Βάπτισμα των Μυστηρίων της Εκκλησίας. Είναι αυτό που ζούμε αυτή τη στιγμή. Είναι το Βάπτισμα στην έκχυση των θείων δωρεών».

«Ζούμε το Βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος σε κάθε ευχαριστιακή Λειτουργική Αναφορά και μέσα στα Μυστήρια της Εκκλησίας, της Εξομολόγησης, του Ευχελαίου, του Γάμου, της Χειροτονίας, έρχεται και μας Βαπτίζει το Πνεύμα το Άγιο στη φωτιά της Πεντηκοστής», συμπλήρωσε, τονίζοντας πως «η ευχαριστία μας είναι ακριβώς το Βάπτισμά μας στο Άγιο Πνεύμα, γιατί μας χαρίζει την ευλογία, την ανυπέρβλητη χάρη, την απροσδιόριστη μεγαλειότητα».

«Υπάρχει, τέλος, και ένα τέταρτο Βάπτισμα. Το Βάπτισμα για το οποίο μίλησε ο Κύριος στους μαθητές Του», είπε στην συνέχεια, κάνοντας αναφορά στο «Βάπτισμα του αίματος, του μαρτυρίου», επισημαίνοντας πως «το τέταρτο Βάπτισμα που προβάλλει η Εκκλησία, είναι για τις θεοφιλείς ψυχές. Για εκείνους οι οποίοι είναι οι εκλεκτοί. Είναι εκείνοι οι οποίοι βρέχουν τις στολές τους στο αίμα του μαρτυρίου και γίνονται οι μάρτυρες της πίστεως. Τα ακατάβλητα και αιώνια πρότυπα της ζωής των απάντων».

«Αυτή τη στιγμή εμείς όλοι καλούμεθα να προετοιμαζόμεθα με τα τρία Βαπτίσματα: του ύδατος, με το οποίο καθαρθήκαμε από το Προπατορικό αμάρτημα, με το Βάπτισμα της Μετανοίας, το διηνεκές, που μας επαναφέρει στην ωραιότητα και στην προτέρα θεότητά μας και με το Βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος δια των Μυστηρίων και ιδίως της Ευχαριστίας», προκειμένου, όπως τόνισε ο Σεβασμιώτατος «να είμεθα άξιοι, εάν κληθούμε, να φτάσουμε στο Βάπτισμα του αίματος, δηλαδή στο μαρτύριο δι’ αίματος που αποτελεί τη μεγαλυτέρα δόξα και τιμή στο ανθρώπινο πρόσωπο». «Όλη μας η ζωή πρέπει να είναι μια προετοιμασία για αυτή την ώρα. Για το μαρτύριο του αίματος, το οποίο, όπως είπαμε, δεν δίδεται σε όλους, αλλά στους εκλεκτούς», συμπλήρωσε.

Τέλος, αναφερόμενος στην αρχαιοπρεπή Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου και στο πρόσωπο του Αγίου Αποστόλου Ιακώβου, σημείωσε πως «ο υιός του Ιωσήφ του Μνήστορος, έγινε ο πρώτος Επίσκοπος των Ιεροσολύμων και μας παρέδωκε την Καθολική του επιστολή, αλλά και αυτή την Λειτουργική Αναφορά την οποία τελούμε στο όνομα του Κυρίου μας και ζούμε την Λειτουργική Λατρεία και την Λειτουργική τάξη της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων». «Καταδεικνύεται μέσα από αυτή την ομορφιά της λατρείας μας, η ενότητα του Σώματος του Χριστού», πρόσθεσε.

Ολοκληρώνοντας το κήρυγμά του ο Σεβασμιώτατος εξέφρασε την ευχή «να κατανοήσουμε το μέγεθος της ευθύνης μας, όλοι οι άνθρωποι, απέναντι στη δημιουργία, απέναντι στον Δημιουργό, απέναντι στον εαυτό μας. Να ζήσουμε το θαύμα της εκχύσεως, της Θείας Αγάπης και των θείων δωρεών. Να γίνουμε μέτοχοι της Θείας Ζωής και μην λησμονούμε ποτέ ότι μας χαρίστηκαν αυτά τα Βαπτίσματα για να έχουμε ζωή αιώνιο και ζωή αθάνατη».

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ

 

«Τήν Βηθλεέμ ἀφέμενοι, τό καινότατον θαῦμα, πρός Ἰορδάνην δράμωμεν, ἐκ ψυχῆς θερμοτάτης, κἀκεῖσε κατοπτεύσωμεν τό φρικτόν Μυστήριον· θεοπρεπῶς γάρ ἐπέστη, γυμνωθείς ὁ Χριστός μου, ἐπενδύων με στολήν, τῆς Οὐρανῶν Βασιλείας».

(Ἀφήνοντας τή Βηθλεέμ, ἐκεῖ πού πραγματοποιήθηκε τό πιό καινούργιο ἀπό ὅλα τά θαύματα, ἄς τρέξουμε πρός τόν Ἰορδάνη μέ θερμότατη ψυχή, κι ἐκεῖ ἄς δοῦμε τό φρικτό ΜυστήριοΔιότι στάθηκε μέ τρόπο πού ἔπρεπε στή Θεότητα ὁ Χριστός μου, ὁ Ὁποῖος ἀφοῦ γυμνώθηκε μοῦ φοράει τή στολή τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν).

Τό προεόρτιο σύντομο ἐξαποστειλάριο τοῦ Ὄρθρου μέ τρόπο συνεπτυγμένο μᾶς καθοδηγεῖ πρός τά σωτηριώδη γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου. Μή τυχόν καί μείνουμε, τονίζει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος, μόνο στή Βηθλεέμ, ἔστω κι ἄν ἐκεῖ πραγματοποιήθηκε τό μέγα μυστήριο τῆς πίστεώς μας, δηλαδή ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου. Ἀκολουθεῖ κι ἄλλο Μυστήριο, μπροστά στό ὁποῖο φρίσσει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς: ὁ ἐρχομός Του στόν Ἰορδάνη ποταμό. Ἐκεῖ, στίς ὄχθες του, ὁ Χριστός θά σταθεῖ μέ τρόπο θεοπρεπή, δηλαδή μέ ἀγάπη καί ταπείνωση, γιά νά βαπτιστεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη, προσφέροντας αὐτό πού μάτια ἀνθρώπου δέν μποροῦν νά δοῦν: νά σβήνει, γυμνωμένος ὁ ἴδιος, τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων κι ἔτσι νά τούς φοράει καί πάλι τή στολή πού ἔχασαν λόγω τῆς πτώσης στήν ἁμαρτία, τή στολή τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὁ ὑμνογράφος συνεσκιασμένα συνορᾶ μαζί μέ τή Βάπτιση τοῦ Κυρίου καί τή βάπτιση τοῦ κάθε πιστοῦ, κατά τήν ὁποία ὁ πιστός ἐνδύεται ἀπό τόν Κύριο τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός του, τόν Ἴδιο τόν Χριστό δηλαδή, καθιστάμενος ἔτσι μέλος τοῦ ἁγίου σώματός Του. Ὅπως τό σημειώνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε». Μέ τή βασική προϋπόθεση βεβαίως πού ἐννοεῖται ὅτι πρέπει νά ἔχει πάντοτε ὁ πιστός μπροστά στίς δωρεές τοῦ Θεοῦ: τή συνέργειά του, τό ναί του στό ναί τοῦ Θεοῦ. Ἕνα ναί ὅμως πού δέν μπορεῖ νά εἶναι ράθυμο καί βαριεστημένο – καρπός ἄγνοιας καί τύφλωσης πνευματικῆς - ἀλλά ναί πού βγαίνει ἀπό καρδιά φλογερή καί θερμή, θερμότατη, πού μέ ἐπίγνωση ὠθεῖ τόν πιστό νά τρέχει μέ σπουδή καί μέ χαρά ἐπί τά ἴχνη τοῦ Κυρίου. «Εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΓΟΡΔΙΟΣ

«Ο άγιος Γόρδιος ήταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και ζούσε όταν βασιλιάς ήταν ο Λικίνιος. Ήταν κόμης κατά την τάξη, αρχηγός εκατό στρατιωτών. Επειδή δεν άντεχε να βλέπει το θράσος των δυσσεβών και τις βλασφημίες τους κατά του Χριστού, σηκώθηκε και έφυγε και πήγε στα όρη, ζώντας εκεί με τα θηρία. Εκεί ανέφλεξε τον πόθο του για τον Χριστό και έλαβε θάρρος κατά της ειδωλολατρικής πλάνης, οπότε ήλθε ορμητικός σαν λιοντάρι από την έρημο στην πόλη, ζητώντας να κατασπαράξει τον προστάτη της απάτης διάβολο.  Μπήκε μέσα στο θέατρο και δοξολόγησε τον Χριστό, με αποτέλεσμα  το πλήθος να στρέψει την προσοχή του προς εκείνον και ο προκαθήμενος άρχοντας να νιώσει κατάπληξη από το θάρρος του. Η κατάπληξή του μετατράπηκε σε μανία, γι’ αυτό και διέταξε να τον φονεύσουν με ξίφος».

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του κανόνα του αγίου Γορδίου, ερμηνεύει κατά πρώτον την απομάκρυνση από τον κόσμο του αγίου μάρτυρα: στράφηκε στα αιώνια, αποθέτοντας την πρόσκαιρη ματαιότητα. Ο άγιος Γόρδιος δηλαδή προτίμησε να ζει με τους αγγέλους, παρά με ανθρώπους που είχαν χάσει το στοιχείο της ανθρωπιάς, γενόμενοι χειρότεροι λόγω της ασέβειάς τους προς τον Θεό και από τα θηρία. Η απομάκρυνσή του έτσι από τον κόσμο ήταν καρπός της πίστεώς του και της αγάπης του προς τον Θεό και όχι μία στείρα άρνηση αυτού. Απόδειξη το γεγονός ότι στην έρημο φούντωσε την αγάπη του προς Εκείνον. «Άφησες κατά μέρος την πρόσκαιρη ματαιότητα, παμμακάριστε, και πήγες μαζί με αυτά που είναι αιώνια. Κι αφού απέφυγες τους ανθρώπους, έγινες συμπολίτης των αγίων, θεόφρον».

Η αίσθηση της ματαιότητας  των επιγείων και ο προσανατολισμός του σε μόνα τα αιώνια, δηλαδή στον Χριστό και τις άγιες εντολές Του, υπήρξαν μεν  αιτία της φυγής του από τον κόσμο, αλλά τον έστρεψαν και σε αδιάκοπη πνευματική άσκηση στην έρημο. Κι αυτό με τη  σειρά του τον οδήγησε στην επάνοδό του στον κόσμο, προκειμένου όμως όχι να συσχηματιστεί με αυτόν, αλλά να τον ελέγξει για την αμαρτία του, προκαλώντας τον με τη θαρραλέα ομολογία της πίστεώς του στον Χριστό. «Σκεπτόμενος, μάρτυς αοίδιμε, το άστατο των ρεόντων πραγμάτων της ζωής αυτής και ενθυμούμενος τα αιώνια που παραμένουν, χωρίς φόβο εισήλθες στο στάδιο της αθλήσεως». Από την άποψη αυτή η και πάλι είσοδός του στον κόσμο κατανοείται - με πνευματικά κριτήρια - ως η κατεξοχήν έκφραση της αγάπης του προς αυτόν. Διότι κανείς δεν αγαπά πραγματικά τον κόσμο και τους ανθρώπους, αν δεν τους φέρνει με τον λόγο και το παράδειγμά του ενώπιον του Θεού. Ό,τι έκανε στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Χριστός: ήλθε στον κόσμο όχι για να χαϊδέψει τα αυτιά των ανθρώπων, όχι να τους πει ότι πορεύονται καλά, αλλά να τους ελέγξει για την αμαρτία τους και να τους δώσει ώθηση και δύναμη  επανεύρεσης του αρχικού τους προορισμού: να είναι με τον Θεό. Όπως και στον καιρό της Παλαιάς Διαθήκης κατανοείτο και η αποστολή των Προφητών: στέλνονταν από τον Θεό, φανερώνοντας την αγάπη Του προς τους Ιουδαίους, με την κλήση που τους απηύθυναν για μετάνοια. Έτσι η σαν λιοντάρι είσοδος του αγίου Γορδίου στο θέατρο κατανοείται ως προφητική ενέργεια που προκαλεί τους καλοπροαίρετους σε μετάνοια.

Ο άγιος Θεοφάνης επιμένει σ’ αυτήν την ορμητική και λιονταρίσια παρουσία του Γορδίου στο θέατρο: «η πυράκτωση της καρδιάς του αγίου από την αγάπη του Χριστού» τον κάνει να βλέπει τους άφρονες ειδωλολάτρες ως άψυχες πέτρες, ενώ η μανία του τυράννου πέφτει επάνω του σαν το κύμα που σπάει μπροστά σε βράχο. Είναι εκπληκτικές οι συγκεκριμένες εικόνες του αγίου υμνογράφου, προκειμένου να «ζωγραφίσει» ανάγλυφα την ψυχική δύναμη του μάρτυρα. «Μπαίνοντας χωρίς φόβο και με ρωμαλεότητα, σαν λιοντάρι, στο θέατρο, αντιμετώπισες, μακάριε, τους άφρονες ειδωλολάτρες σαν άψυχες πέτρες»∙ «Κατάλαβε, θεόφρον, ο τύραννος τη σταθερή σου στάση, και όπως το κύμα πάνω στον βράχο, έτσι κι αυτός διαλύθηκε μπροστά στη δύναμή σου». Είναι γεγονός: η πίστη και η αγάπη στον Χριστό όχι απλώς δυναμώνουν την ψυχή και το σώμα του ανθρώπου, αλλά κυριολεκτικά κάνουν τον άνθρωπο πανίσχυρο, που κανείς δεν μπορεί να αντιπαραβληθεί μαζί του. Το μόνο που μπορεί να καταφέρει ο διάβολος και τα όργανά του σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο είναι να καταβάλουν το σώμα του. Την ψυχή όμως ποτέ. Αυτή παραμένει χάριτι Θεού ανίκητη και ακατάβλητη.

02 Ιανουαρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ

 

«Ο Όσιος Σεραφείμ γεννήθηκε (1759) στο Κουρσκ της Ρωσίας και  ονομάσθηκε Πρόχορος. Σε ηλικία δέκα ετών, ορφανός από πατέρα,  άρχισε να μαθαίνει με ζήλο τα ιερά γράμματα, αλλά αρρώστησε ξαφνικά βαριά. Τον θεράπευσε θαυματουργικά η Παναγία, η οποία του εμφανίστηκε στον ύπνο του και του υποσχέθηκε ότι θα τον επισκεφθεί και θα τον θεραπεύσει, κάτι που έγινε κατά τη διάρκεια μίας λιτανείας, κατά την οποία η εικόνα της Θεοτόκου λόγω βροχής μεταφέρθηκε στην αυλή του σπιτιού του, οπότε και η μητέρα του τον πέρασε κάτω από την εικόνα Της. Από την ημέρα εκείνη η υγεία του βελτιώθηκε μέχρι που αποκαταστάθηκε τελείως.

Νέος πηγαίνει να μονάσει στη μονή του Σάρωφ, όπου μετά οχτάχρονη δοκιμασία εκάρη μοναχός και στη συνέχεια διάκονος. Ως Διάκονος, ασκώντας κυρίως την ταπείνωση,  παρέμενε όλη την ημέρα στο Μοναστήρι τηρώντας με ακρίβεια τους μοναχικούς κανόνες. Το βράδυ όμως αποσυρόταν στο δάσος σ’ ένα κελί, προσευχόμενος μέχρι το πρωί. Το 1793 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ξεκίνησε μεγαλύτερους πνευματικούς αγώνες. Με την ευλογία του ηγουμένου εγκαταστάθηκε μέσα στο πυκνό δάσος του Σάρωφ ζώντας επί δεκαπενταετία σε τέλεια απομόνωση, με αυστηρή νηστεία, αδιάλειπτη προσευχή, μελέτη του Θείου Λόγου και σωματικούς κόπους. Για χίλιες ημέρες και χίλιες νύκτες μιμήθηκε τους  παλιούς στυλίτες της Εκκλησίας, καθώς ανέβηκε σε μία πέτρα, προσευχόμενος με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό και επαναλαμβάνοντας με συναίσθηση: «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

Επανερχόμενος στη Μονή του Σάρωφ απομονώθηκε για άλλα δεκαπέντε χρόνια – ασκώντας τα πρώτα πέντε απόλυτη σιωπή. Φωτισμένος από τη χάρη του Θεού αξιώθηκε θεοπτικών εμπειριών. Μετά τον εγκλεισμό, ώριμος πλέον στην Πνευματική ζωή και γέροντας στην ηλικία, αφιερώθηκε καθ’ υπόδειξη της Θεοτόκου στη διακονία του πλησίον. Με την αγία του ζωή και το φωτεινό πρόσωπό του είχε προσελκύσει γύρω του πλήθος Χριστιανών, που τον αγαπούσαν και πίστευαν στη θαυματουργική δύναμη των αγίων του προσευχών. Πλούσιοι και φτωχοί, διάσημοι και άσημοι συνέρρεαν καθημερινά στο κελί του, για να ευλογηθούν και να καθοδηγηθούν στη ζωή τους. Τους δεχόταν όλους με αγάπη και όταν έβλεπε τα πρόσωπά τους αναφωνούσε: «Χαρά μου!». Εξομολογούσε πολλούς, θεράπευε ασθενείς, ενώ σε άλλους έδιδε να ασπασθούν τον σταυρό που είχε κρεμασμένο στο στήθος του ή την εικόνα που είχε στο τραπέζι του κελιού του. Σε πολλούς πρόσφερε ως ευλογία αντίδωρο, αγίασμα ή παξιμάδια, άλλους τους σταύρωνε στο μέτωπο με λάδι από το καντήλι, ενώ μερικούς τους αγκάλιαζε και τους ασπαζόταν λέγοντας: «Χριστὸς Ἀνέστη!».

Την 1η Ιανουαρίου 1833, ημέρα Κυριακή, ο Όσιος ήλθε για τελευταία φορά στο Ναό του των Αγίων Ζωσιμά και Σαββατίου. Άναψε κερί σε όλες τις εικόνες και τις ασπάσθηκε. Μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας ζήτησε συγχώρεση από όλους τους αδελφούς, τους ευλόγησε, τους ασπάσθηκε και παρηγορητικά τους είπε: «Σώζεσθε, μὴν ἀκηδιᾶτε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε. Στέφανοι μᾶς ἑτοιμάζονται». Ο μοναχός Παύλος πρόσεξε ότι ο Όσιος εκείνη την ημέρα πήγε τρεις φορές στον τόπο που είχε υποδείξει για τον ενταφιασμό του. Καθόταν εκεί και κοίταζε αρκετή ώρα στη γη. Το βράδυ τον άκουσε να ψάλλει στο κελί του Πασχαλινούς ύμνους. Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 2 Ιανουαρίου 1833. Οι μοναχοί τον είδαν με το λευκό ζωστικό, γονατιστό σε στάση προσευχής μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, ασκεπή, με το χάλκινο σταυρό στο λαιμό και με τα χέρια στο στήθος σε σχήμα σταυρού. Νόμιζαν ότι τον είχε πάρει ο ύπνος. Τα ιερά λείψανά του εξαφανίστηκαν κατά την περίοδο της Οκτωβριανής επαναστάσεως και ξαναβρέθηκαν το 1990, στην Αγία Πετρούπολη. Το 1991 επέστρεψαν στην μονή Ντιβέγιεβο» (Από το ιστολόγιο Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ είναι από τους πιο αγαπημένους αγίους όχι μόνο των Ρώσων πιστών αλλά όλων των ορθοδόξων. Το κύριο γνώρισμα της ζωής του που λειτουργεί ως μαγνήτης των καρδιών των ανθρώπων υπήρξε το ταπεινό του φρόνημα, το οποίο φανέρωνε την ταυτότητα σχέσεως που είχε καλλιεργήσει προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Διότι και ο ίδιος ο Κύριος αυτό το φρόνημα είχε, όπως το εξαγγέλλει ιδίως ο απόστολος Παύλος: «αυτό να φρονείτε κι εσείς, όπως ήταν το φρόνημα του Ιησού Χριστού, ο Οποίος μολονότι Θεός ταπείνωσε τον εαυτό του, καθώς έγινε άνθρωπος, έχοντας υπακοή προς τον Πατέρα Του μέχρι θανάτου σταυρικού». Άλλωστε ο Ίδιος είχε αποκαλύψει: «μάθετε από εμένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά», πού σημαίνει ότι χριστιανός ως μέλος Χριστού χωρίς ταπείνωση δεν υπάρχει. Κι είναι αυτονόητο βεβαίως ότι η χαρισματική αυτή ταπείνωση που συντονίζει τον πιστό με τον Χριστό εκφράζεται και αποδεικνύεται με τη θυσιαστική έναντι του συνανθρώπου αγάπη. Ταπείνωση και αγάπη: το ιερό ζεύγος που κοσμεί την ύπαρξη του αληθινά πιστού, του αγίου.

Μερικά χαρακτηριστικά, λόγια και περιστατικά, από τη ζωή του αγίου Σεραφείμ φωτίζουν  την όλη βιοτή του και συνιστούν καθοδηγητικά στοιχεία για όλους τους χριστιανούς κάθε εποχής:

α. Η προσφώνησή του προς όλους: «Χαρά μου!»∙ και η υπενθύμισή του προς κάποιους άλλους: «Χριστός Ανέστη!».

Τι μας αφήνει να εννοήσουμε με τα λόγια αυτά ο μεγάλος όσιος; Αφενός το γεγονός ότι στο πρόσωπο των συνανθρώπων του έβλεπε τη χάρη της εικόνας του Θεού, τον ίδιο τον Χριστό! Ο άγιος Σεραφείμ επιβεβαίωνε έμπρακτα αυτό που λέει για τον χριστιανό ο απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή «διά πίστεως περιπατούμεν, ου δι’ είδους» - στον κόσμο τούτο η πίστη ως όραση της παρουσίας του Θεού είναι εκείνο που μας καθορίζει και όχι απλώς ό,τι μας προσφέρουν οι σωματικές μας αισθήσεις. Κι αυτό σημαίνει ότι ο αληθινός χριστιανός, σαν τον άγιο Σεραφείμ, έχει προσανατολισμένο τον νου του «όχι στα βλεπόμενα αλλά στα μη βλεπόμενα»: στα αιώνια και άφθαρτα, τη χάρη όπως είπαμε του Θεού. Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε είναι Εκείνος που έχει δώσει ως εντολή τη βαθειά αυτή όραση, από την οποία θα κριθεί και το αιώνιο μέλλον μας: «ό,τι κάνετε στον συνάνθρωπό σας το κάνετε σ’ εμένα». Πώς λοιπόν ο όσιος του Θεού να μη θεωρεί «χαρά του» κάθε άνθρωπο, στον οποίο έβλεπε τον ίδιο τον Χριστό, συνεπώς και το «αντικείμενο» του έρωτά του; Ο άγιος Σεραφείμ, σαν τους άλλους αγίους, αγαπούσε μέχρι βαθμού θυσίας κάθε άνθρωπο, πριν ακόμη έλθει σε προσωπική επαφή μαζί του.

Κι αφετέρου: το γεγονός ότι έκρινε πως σε κάποιους έπρεπε να υπενθυμίσει τον αναστάσιμο χαιρετισμό φανέρωνε ότι ο ίδιος καταρχάς  την Ανάσταση του Κυρίου την ζούσε όχι απλώς ως μία εορτή που προβάλλεται από την Εκκλησία έστω και πανηγυρικά, αλλά ως καθημερινή εμπειρία του – η Ανάσταση συνιστά βίωμα που αγκαλιάζει ολόκληρη την ύπαρξη του χριστιανού, με το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πηγαίας εσωτερικής χαράς∙ κι έπειτα, ακριβώς γι’ αυτό, ότι κανείς χριστιανός δεν μπορεί και δεν πρέπει να αφεθεί στην «κατάποσή» του από τη θλίψη και τον ψυχικό μαρασμό – είναι σαν να ομολογεί ότι δεν πιστεύει στον Κύριο και την Ανάστασή Του. Προφανώς αρκετοί που επισκέπτονταν τον άγιο Σεραφείμ ήταν άνθρωποι καταβεβλημένοι από τις δοκιμασίες και τις οδύνες της ζωής, έχοντας «ξεχάσει» ότι η χριστιανική πίστη αποτελεί συμμετοχή στο Πάθος του Κυρίου στον βαθμό που ταυτοχρόνως αποτελεί και συμμετοχή στη χαρά της Αναστάσεώς Του.

β. Η υπενθύμιση του οσίου ότι «σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι η απόκτηση του αγίου Πνεύματος» - αυτό που τόνισε στον διάλογό του με τον Ρώσο αξιωματικό Μοτοβίλωφ.

Κι εδώ ο όσιος εκφράζει το βάθος της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας. Σκοπό δεν έχουμε οι χριστιανοί να γίνουμε απλώς «καλοί άνθρωποι», αλλά να γίνουμε, κατά την υπόσχεση του Θεού μας, «άλλοι Θεοί επί της γης». «Θα κατοικήσω μέσα τους και θα περπατήσω στην ύπαρξή τους και θα είμαι γι’ αυτούς Θεός και αυτοί θα είναι για μένα λαός», όπως προαναγγέλλει ήδη ο προφήτης Ησαΐας προσβλέποντας στον ερχομό του Μεσσία. Και πράγματι: ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήλθε για να μας αποκαταστήσει από το τραύμα της αμαρτίας εντάσσοντάς μας μέσα στο σώμα Του και να μας ξανακάνει «τέκνα Θεού» κατά τον τρόπο της δημιουργίας μας. Ο χριστιανός τι άλλο μπορεί να έχει ως αυτοσυνειδησία πέρα από το ότι συνιστά μέλος Χριστού και κλήμα στο αμπέλι Εκείνου; Ντυμένος τον Χριστό διά του αγίου βαπτίσματος, συνεπώς έχοντας λάβει το άγιον Πνεύμα που προσφέρει την «ένδυση» αυτή, καλείται να επιβεβαιώνει την ύψιστη αυτή δωρεά διά της καθημερινής ασκήσεως των αγίων εντολών Του, λοιπόν η τήρηση των εντολών Του Χριστού ενεργοποιεί την εικόνα Αυτού στη δική του ψυχοσωματική οντότητα. Χριστιανός: ένα «μίμημα Χριστού όσο μπορεί ο άνθρωπος» (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος). Οπότε, σκοπός κάθε χριστιανού είναι να διακρατεί το άγιο Πνεύμα που έλαβε και να αγωνίζεται επίμονα και αδιάκοπα να το αυξάνει – ό,τι συνιστά ζωντανή σχέση με τον Χριστό και Θεό.

γ. Η γνωστή ρήση του αγίου Σεραφείμ: «απόκτησε την ειρήνη του Θεού μέσα σου και χιλιάδες άνθρωποι θα την εύρουν μαζί μ’ εσένα».

Ο λόγος αυτός του αγίου Σεραφείμ αποτελεί, όπως εύκολα κατανοεί κανείς, συνεπή συνέχεια της παραπάνω πνευματικής πραγματικότητας της αυτοσυνειδησίας του χριστιανού. Ως μέλος Χριστού δηλαδή ο χριστιανός, ως «μίμημα» Εκείνου, δεν μπορεί παρά να ζει την πραότητα και την ειρήνη του Χριστού, λειτουργώντας έτσι με τον καλύτερο και ανώτερο ιεραποστολικό τρόπο για τον κόσμο. Ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε: «τη δική μου ειρήνη σάς δίδω κι όχι αυτήν που δίνει ο κόσμος ο πεσμένος στην αμαρτία», το ίδιο ακριβώς λέει και ο όσιός μας. Διότι «ο Χριστός είναι η ειρήνη μας» κατά τον λόγο και των αγίων Αποστόλων. Από την άποψη αυτή η ειρήνη που πρόβαλλε και ο άγιος Σεραφείμ είναι η χαρισματική ειρήνη του Χριστού που εξακτίνωνε την κατάσταση και της δικής του καρδιάς και λειτουργούσε ως άγιος «μαγνήτης» για όλους τους καλοπροαίρετους ανθρώπους. Και πρέπει επιπλέον να σημειώσουμε ότι εδώ έχουμε και την ταυτότητα της κοινής εμπειρίας των αγίων μας. Διότι παρόμοια φράση βρίσκουμε και σε πολλούς άλλους Πατέρες, όπως στον όσιο Ισαάκ τον Σύρο. Ο μέγας αυτός ασκητικός διδάσκαλος είναι που εξίσου καταγράφει: «Ειρήνευσε με τον εαυτό σου και θα ειρηνεύσει μαζί σου ο ουρανός και η γη» - ειρηνεύεις βεβαίως με τον εαυτό σου όταν ειρηνεύεις με τον Θεό∙ και όλα πλέον είναι μαζί σου ειρηνεμένα!

δ. Η μεγάλη αγάπη του στα παιδιά. Είναι γνωστό ότι όταν βρισκόταν σε απομόνωση στο δάσος ο άγιος Σεραφείμ ασκώντας απόλυτη σιωπή, ο κόσμος τον αναζητούσε. Κι αν τύχαινε κάποια φορά να τον βρει, εκείνος έπεφτε μπρούμυτα στο έδαφος μη βλέποντας και μη απαντώντας σε κανένα. Τι έκαναν τότε οι πιστοί άνθρωποι; Γνωρίζοντας την αδυναμία του αγίου για τα παιδιά, έβαζαν εκείνα να τον φωνάζουν και να τον αναζητούν. Κι εκείνος πράγματι, αδυνατούσε να μην ανταποκριθεί. Γιατί; Διότι τα παιδιά αποτελούν την καθαρότερη στον κόσμο φανέρωση της Βασιλείας του Θεού – η χάρη του Θεού σ’ αυτά, όσο είναι δυνατόν, ζει «αντικειμενικά». Οι λόγοι του Κυρίου είναι σαφείς: «Αφήστε τα παιδιά να έλθουν κοντά μου, γιατί σ’ αυτά ανήκει η Βασιλεία του Θεού». Και: «εάν δεν γίνετε σαν τα παιδιά δεν πρόκειται να εισέλθετε στη Βασιλεία των Ουρανών». Η καθαρότητα της ψυχής λοιπόν των παιδιών έλκυε και ελκύει όχι μόνο τον Ουράνιο κόσμο, αλλά και τους πολίτες του Ουρανού στον κόσμο τούτο, τους αγίους. Σαν τον άγιο Σεραφείμ που «έβλεπε» με καθαρότητα τη χάρη του Θεού στα πρόσωπα των παιδιών. Πώς λοιπόν να αντισταθεί στο κάλεσμά τους; Κι αυτό αποδεικνύει και με άλλον τρόπο τη χάρη που ζούσε στην καθαρή καρδιά και του ίδιου: ήταν κι αυτός ένα μικρό «παιδί» στην ψυχή, «νήπιος» ως προς την κακία του κόσμου. Αυτό δεν προτρέπει και ο απόστολος Παύλος; «Ως προς την κακία να είστε νήπιοι, ως προς το μυαλό όμως να είστε τέλειοι».

Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ "ΤΩΡΑ"!

 

Τό τώρα, ὡς ἡ εὐκαιρία καί ἡ δωρεά πού μᾶς δίνει Χριστός ὁ Θεός μας γιά νά τήν ἀξιοποιοῦμε μέ συνετό τρόπο,  μοιάζει μ’  ἕνα λευκό χαρτί πού μᾶς ἁπλώνει ἐνώπιόν μας, εἴτε αὐτό λέγεται σήμερα εἴτε λέγεται ὥρα πού περνᾶμε εἴτε λέγεται στιγμή τοῦ χρόνου, ὥστε μέ τόν χρωστήρα τῆς βούλησής μας νά ζωγραφίσουμε πάνω  σ’ αὐτό ὄχι μουτζαλιές καί σκιές, ὄχι τίς μαυρίλες τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά τόν ὁλοφώτεινο πίνακα τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν καί τοῦ ἁγίου Του θελήματος. Ἡ κάθε στιγμή καί ὥρα μας δηλαδή πρέπει νά μᾶς βρίσκει στήν ἑτοιμότητα τοῦ «γενηθήτω τό θέλημά Σου» καί ὄχι τό θέλημά μου. Καί τό θέλημά Του κι ἡ ἐντολή Του εἶναι γνωστή: «Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». «Μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ. Ἐάν τάς ἐντολάς μου τηρήσητε μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ Μου». Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά γεμίσω τόν χρόνο μου καλῶς, νά ζωγραφίσω τό πορτραῖτο τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ μέσα μου, πέρα ἀπό τό νά θέτω σέ πράξη αὐτό πού ζητάει ὁ Θεός καί πού συνιστᾶ καί τήν ἴδια τήν ὕπαρξή Του: τήν ἀγάπη. Ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι σαφεστάτη: «νά ὁδεύουμε καλῶς σάν σέ ἡμέρα μέ τό φῶς τῶν ἐντολῶν Σου».

Ὁ μεγάλος νηπτικός Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας άγιος Διάδοχος  Φωτικῆς μᾶς διαφωτίζει ἰδιαιτέρως στό θέμα τῆς ἀγάπης μ’ ἕνα παράδειγμα: «Σέ μία προσωπογραφία ὅταν προστεθεῖ στό σχέδιο ἡ κατάλληλη ἀπόχρωση ἀπό κάθε χρῶμα, ἡ προσωπογραφία μοιάζει στόν εἰκονιζόμενο ἀκόμη καί στό μειδίαμα. ῎Ετσι καί σέ ἐκείνους πού ζωγραφίζονται ἀπό τήν θεία χάρη γιά νά γίνουν ῾καθ᾽ ὁμοίωσιν᾽, ὅταν προστεθεῖ ὁ φωτισμός τῆς ἀγάπης, τότε φανερώνει ὅτι τό ῾κατ᾽ εἰκόνα᾽ βρίσκεται καθ᾽ ὁλοκληρίαν στήν ὡραιότητα τοῦ ῾καθ᾽ ὁμοίωσιν᾽. Καμμία ἄλλη ἀρετή δέν μπορεῖ νά προξενήσει ἀπάθεια στήν ψυχή, παρά μόνον ἡ ἀγάπη. Γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι ἐκπλήρωση ὅλου τοῦ νόμου. ῞Ωστε λοιπόν ξανακαινουργώνεται μέρα μέ τήν μέρα ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος μέ τήν γεύση τῆς ἀγάπης, καί ὁλοκληρώνεται ὅταν φτάσει στήν τελειότητά της» (κεφ. 89).