03 Φεβρουαρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Διδάσκαλε, ποία ἐντολή μεγάλη ἐν τῷ Νόμῳ;» (Ματθ. 22, 36)

 ῾Η ἐρώτηση τοῦ νομοδιδασκάλου μέ σκοπό μάλιστα πειρασμικό γιά τό ποιά εἶναι ἡ μεγάλη ἐντολή τοῦ Θεοῦ στή Μωσαϊκή νομοθεσία ἦταν ἡ ἀφορμή γιά τόν Κύριο προκειμένου νά μιλήσει γιά τήν ἀγάπη πού πρέπει νά ἔχει ὁ πιστός πρῶτα στόν Θεό κι ἔπειτα στόν συνάνθρωπό του. ῾᾽Αγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ  σου καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. Αὕτη ἐστί πρώτη καί μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δέ ὁμοία αὐτῇ: ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν᾽. Κι αὐτό σημαίνει: τό ξεκίνημα ἑνός πειρασμοῦ γίνεται ἀπό τόν Κύριο εὐκαιρία εὐθύβολης τοποθέτησής Του πάνω σέ ὅ,τι θεωρεῖται πιό καίριο καί οὐσιαστικό γιά τή σωτηρία του ἀνθρώπου. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν βεβαίως ἀναμενόμενο: ῾οὐδείς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδέ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾽ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτόν οὐκέτι᾽.

 1. ῾Η ἀπάντηση τοῦ Κυρίου καταρχάς στόν νομοδιδάσκαλο εἶναι εὐνόητο ὅτι δέν ἀναφέρεται μόνο σ᾽ αὐτόν καί τούς ᾽Ιουδαίους. ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη συνιστᾶ λόγο διαχρονικό, τόν ὁποῖο ἐπιβεβαίωσε καί ὁ ἴδιος ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός. ῾Ο Χριστός δηλαδή πού ὡς ἄσαρκος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ πρίν τήν ἐνανθρώπησή  Του ἔδωσε τόν Νόμο Του στούς ᾽Ιουδαίους μέσω τοῦ Μωϋσῆ, ὁ ῎Ιδιος τώρα ὡς ἄνθρωπος ἔρχεται καί τόν ἐπικυρώνει, γιά νά φανερωθεῖ ἀκριβῶς ἡ ταυτότητα τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ στήν οἰκονομία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου: αὐτό πού ξεκίνησε μέ τήν ἐκλογή τοῦ ᾽Ισραήλ συνεχίστηκε καί ὁλοκληρώθηκε  μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, γεγονός πού βιώνεται ἐν ἁγίῳ Πνεύματι μέσα στήν ᾽Εκκλησία. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας θεωρεῖ ἑνοποιημένη τήν ῾Αγία Γραφή εἴτε ὡς Παλαιά εἴτε ὡς Καινή Διαθήκη. Γιά νά τό  ἐπαναλάβουμε: ἡ Παλαιά Διαθήκη συνιστᾶ ὁλόκληρη μία προφητεία γιά τήν Καινή. Κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου: ῾ὅ,τι ἔγραψαν ὁ Μωϋσῆς καί οἱ προφῆτες γιά ᾽Εμένα τό ἔγραψαν᾽.

2. Εἶναι ἐξόχως σημαντική ἡ ἐπιλογή βεβαίως τοῦ Κυρίου: μεγάλη ἐντολή τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ πιό σπουδαία καί καίρια γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, αὐτή τήν ὁποία δέν μπορεῖ κανείς νά παραθεωρήσει ἤ νά ὑπερβεῖ, εἶναι ἡ διπλή διάσταση τῆς ἀγάπης: πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο.  ῾Ο Κύριος μέ ἄλλα λόγια μᾶς προσανατολίζει στόν πυρήνα τοῦ ἁγίου θελήματος τοῦ Θεοῦ: ὅ,τι ἄλλο ἔχει πεῖ, ὅ,τι ἄλλο ἔχει ζητήσει ἀπό τόν λαό Του νά ἐπιτελέσουν πρέπει νά προϋποθέτει καί νά καταλήγει στήν ἀγάπη. ῾Η ἀγάπη εἶναι ἀκριβῶς τό εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. Γιατί αὐτό; Διότι ὁ ῎Ιδιος θά βεβαιώσει ὅτι ῾ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί᾽. Καί μέ τό δεδομένο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ, ἄρα καί ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ζεῖ μέ ἀγάπη. ῾Η ἀγάπη ἀποτελεῖ τή φυσιολογία του. Συνεπῶς σκέψεις, λόγια, συμπεριφορές του πού καταστρατηγοῦν τό θέλημα αὐτό τοῦ Θεοῦ τόν ὁδηγοῦν σέ ἀλλοίωση τῆς προσωπικότητάς του, τόν διαστρεβλώνουν ὡς ἄνθρωπο, τόν κάνουν ἀληθινά ἀπάνθρωπο καί ὑπάνθρωπο. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Κύριος μέ ἀπόλυτο τρόπο ἐπικέντρωσε στήν ἀγάπη. ῾Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους᾽. Τό ἴδιο καί οἱ ἅγιοι μαθητές καί ἀπόστολοί Του: ῾Πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω᾽.

3. Γιατί ὅμως αὐτό πού συνιστᾶ τή φυσιολογία τοῦ ἀνθρώπου: ἡ ἀγάπη, δίνεται ἀπό τόν Θεό μέ τή μορφή ἐντολῆς; Γιατί ἐντολή καί μάλιστα μεγάλη; Διότι ἀσφαλῶς προϋποτίθεται ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία καί ἑπομένως ἡ ἀλλοίωση τῆς φυσιολογίας του. ῾Ο Θεός δηλαδή τονίζει τήν ἀγάπη ὡς προσανατολισμό στήν κανονική του κατάσταση, τήν δίνει δέ μέ τή μορφή τῆς ἐντολῆς προκειμένου νά βοηθεῖται πιά ὁ ἄνθρωπος στήν ἀναπηρία πού ὑπέστη ἀπό τήν ἁμαρτία του. ῞Οπως ἕνας ὥριμος ἄνθρωπος κινεῖται στήν πραγμάτωση τοῦ καθήκοντός του ἀπό ἐσωτερική ἀνάγκη χωρίς ἔξωθεν ἐπιβολή, ἐνῶ ἕνας ἀνώριμος ἔχει ἀνάγκη τήν περιχαράκωση πού δημιουργεῖ μία ἐντολή, κατά τόν ἴδιο τρόπο θά λέγαμε καί ἐδῶ: ὁ ἄνθρωπος τῆς πτώσης χωρίς πιά τήν ὡριμότητα τῆς ἐλεύθερης ἀγάπης εἶχε ἀνάγκη τήν ἐντολή γιά ἀγάπη. ῾Η ἐντολή συνιστοῦσε τή βακτηρία του.

4. ῾Η παρατήρηση βεβαίως τοῦ Κυρίου ἀπό τήν ἄλλη γιά τή διπλή διάσταση τῆς ἀγάπης: πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο δέν ἀφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας. ῾Ο ἄνθρωπος καλεῖται νά ἀγαπᾶ τόν Θεό μέ τόν ἴδιο τρόπο πού καλεῖται νά ἀγαπᾶ καί τόν συνάνθρωπό του. Κι ἀντιστρόφως: νά ἀγαπᾶ τόν συνάνθρωπό του ὅπως καί τόν Θεό. Καμία διάσπαση δέν μπορεῖ νά ἐπέλθει στή διπλότητα αὐτή, ἄν θέλει κανείς νά εἶναι στήν ἀγάπη. ᾽Εκεῖνος πού τόνισε μέ μοναδικό τρόπο τή σύνδεση αὐτή, μᾶλλον τήν ἑνότητα τῆς ἀγάπης στή διπλή της κατεύθυνση, ἦταν ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Θεολόγος. ῾᾽Εάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν. ῾Ο γάρ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν ὅν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν; Καί ταύτην τήν ἐντολήν ἔχομεν ἀπ᾽ αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τόν Θεόν ἀγαπᾷ καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ᾽.  Μετρᾶμε λοιπόν τόν βαθμό τῆς ἀγάπης μας στόν Θεό, συνεπῶς πόσο ἀνήκουμε σ᾽ Αὐτόν καί τόν ἔχουμε παρόντα στή ζωή μας, ἀπό τόν βαθμό τῆς ἀγάπης μας στόν συνάνθρωπό μας. Καί μάλιστα, ὡς γνωστόν, τόν ὅποιον συνάνθρωπό μας ἀνεξάρτητα ἀπό καταγωγή, μόρφωση, φύλο, κοινωνική τάξη. ῾Η παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη δέν ἀφήνει καί ἐδῶ κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Γι᾽ αὐτό καί ὁ λόγος τῶν ἀποστόλων, ὅπως τοῦ ἁγίου Παύλου, εἶναι σαφής: ῾Οὐκ ἔνι ᾽Ιουδαῖος  οὐδέ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος ἤ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ. Πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστέ ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ᾽.

 ῾Η ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο συνιστᾶ τήν προτεραιότητα πού ζητᾶ ὁ Κύριος γιά τήν εἴσοδο στή Βασιλεία Του. ῞Οταν προτρέπει ῾ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν καί τήν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν᾽ στήν πραγματικότητα προτρέπει νά στεκόμαστε πάντοτε πάνω στήν ἀγάπη. Αὐτή συνιστᾶ τόν δρόμο, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Χριστό. Μονοπάτια ἐκτός ἀγάπης δέν ὑπάρχουν. Μπορεῖ κανείς νά ἔχει ὅλες τίς ἀρετές, ἄν λείπει ὅμως ἡ ἀγάπη πού τίς ἑνοποιεῖ καί τίς νοηματοδοτεῖ, δέν ἔχει τίποτε. Κι ἀκόμη: ἡ ὤθηση τοῦ ἑαυτοῦ μας σ᾽ αὐτήν τή μοναδική προτεραιότητα μᾶς ὁδηγεῖ μακριά ἀπό ὁποιαδήποτε ταραχή καί ἀπό τόν σκληρό πόλεμο τῶν λογισμῶν. ῾Η ἀγάπη ἄν γίνει ἀποδεκτή ἀπό τόν ἄνθρωπο συνιστᾶ τή λύση ὅλων τῶν προβλημάτων του.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΕ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (22, 35-46)

35 «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικὸς τις προσῆλθε τῶ Ἰησοῦ, πειράζων αὐτόν καὶ λέγων· 36 Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; 37 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· 38 αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. 39 δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 40 ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται. 41 Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς 42 λέγων· Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· Τοῦ Δαυῒδ. 43 λέγει αὐτοῖς· Πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον καλεῖ αὐτὸν λέγων, 44 εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; 45 εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; 46 καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

35 Και ένας από αυτούς νομοδιδάσκαλος, τον ηρώτησε, με την πονηράν διάθεσιν να τον φέρη εις δύσκολον θέσιν, λέγων· 36 “Διδάσκαλε, ποία είναι η μεγαλυτέρα εντολή μέσα στον νόμον;” 37 Ο δε Ιησούς απήντησεν εις αυτόν· “να αγαπάς Κυριον τον Θεόν σου με όλην την καρδιάν σου και με όλην την ψυχήν σου και με όλην την δοιάνοιάν σου. 38 Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. 39 Δευτέρα δε εντολή ομοία με αυτήν· να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτόν σου. 40 Επάνω εις τας δύο αυτάς εντολάς όλος ο νόμος και οι προφήται στηρίζονται”. (Και εις την πονηράν εκείνην ερώτησιν έδωσε την θείαν απάντησίν του). 41 Ενώ δε ήσαν συγκεντρωμένοι οι Φαρισαίοι, τους ηρώτησεν ο Ιησούς 42 λέγων· “ποίαν γνώμην έχετε περί του Χριστού; Τινος είναι απόγονος;” Λεγουν εις αυτόν· “είναι απόγονος του Δαυΐδ”. 43 Λεγει εις αυτούς· “Εάν είναι ένας απλούς και μόνον απόγονος του Δαυΐδ, πώς τότε ο Δαυΐδ, εμπνεόμενος από το Αγιον Πνεύμα, ονομάζει αυτόν Κυριον και Θεόν λέγων, 44 είπεν ο Κυριος και Θεός στον Κυριον μου και Θεόν, τον Χριστόν, κάθισε εις τα δεξιά μου επί του θρόνου, μέχρις ότου θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον, επάνω στο οποίον θα πατούν τα πόδια σου; 45 Εάν λοιπόν ο Δαυίδ ονομάζει αυτόν Κύριον και Θεόν, πώς είναι απλούς απόγονός του, όπως σεις νομίζετε; (Ο Δαυίδ λοιπόν, σύμφωνα με αποκάλυψιν εκ μέρους του Θεού, επίστευσε και προεκήρυξε τον Μεσσίαν, τον κατά σάρκα απόγονόν του, ως Κυριον του και Θεόν). 46 Και κανείς δεν ημπόρεσε ούτε λέξιν να απαντήση ούτε ετόλμησε κανείς από εκείνην την ημέραν να ερωτήση πλέον αυτόν.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Κορ. Β΄, 4, 6-15)

6 «Αδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. 7 Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, 8 ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ’ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ’ οὐκ ἐξαπορούμενοι, 9 διωκόμενοι ἀλλ’ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ’ οὐκ ἀπολλύμενοι, 10 πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. 11 ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. 12 ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. 13 ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, 14 εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. 15 τὰ γὰρ πάντα δι’ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

6 Αδελφοί, ο Θεός, ο οποίος κατά τους χρόνους της δημιουργίας διέταξε να λάμψη φως αντί του σκότους που υπήρχε τότε, αυτός έλαμψεν εις τας καρδίας μας και τας εφώτισεν, όχι μόνον δια να γνωρίσωμεν ημείς, αλλά δια να μεταδώσωμεν και στους άλλους φωτεινήν και καθαράν την γνώσιν της δόξης του Θεού, η οποία δόξα εφανερώθη δια του Ιησού Χριστού. 7 Εχομεν δε αυτόν τον ανεκτίμητον θησαυρόν της ενδόξου γνώσεως μέσα εις τα σώματα μας, τα αδύνατα και εύθραστα σαν όστρακα, δια να φαίνεται έτσι καθαρά ότι ο υπεράφθονος πλούτος της δυνάμεως είναι και προέρχεται από τον Θεόν και όχι από ημάς. 8 Ετσι δε εξηγείται η υπερνίκησις των αναριθμήτων εμποδίων και κινδύνων που συναντώμεν στο έργον μας. Διότι όντως ημείς οι Απόστολοι παντού και πάντοτε θλιβόμεθα, χωρίς όμως να φθάνωμεν εις αδιέξοδον και καταθλιπτικήν στενοχωρίαν. Περιπίπτομεν εις απορίαν και αμηχανίαν, χωρίς ποτέ να αποθαρρυνώμεθα και να μη ευρίσκωμεν λύσιν και απάντησιν εις τας απορίας μας. 9 Διωκόμεθα από απίστους και ψευδαδέλφους, αλλά δεν εγκαταλειπόμεθα από τον Θεόν. Φαίνεται μερικές φορές, ότι καταβαλλόμεθα και ριπτόμεθα από τους εχθρούς μας κάτω ως ηττημένοι, αλλά δεν χανόμεθα. 10 Οπου και αν περιοδεύωμεν, φέρομεν στο σώμα μας πάντοτε τας οδύνας και τον θάνατον του Κυρίου Ιησού, κινδυνεύοντες όπως εκείνος και να αποθάνωμεν εις κάθε στιγμήν. Τούτο όμως, δια να φανερωθή εις την ζωήν και ύπαρξιν μας, που πάντοτε διαφεύγει τον θάνατον, η ζωή και η δύναμις του Ιησού. 11 Διότι πάντοτε ημείς, που ζώμεν δια το έργον του Κυρίου, παραδιδόμεθα εις θάνατον δια την δόξαν του Ιησού, ώστε η ζωή και η δύναμις του Ιησού Χριστού να φανή στο θνητόν μας σώμα, το οποίον ο Κυριος κατά θαυμαστούς τρόπους σώζει. 12 Ωστε οι μεν καθημερινοί θανάσιμοι κίνδυνοι υπάρχουν εις ημάς, η δε πνευματική ζωη, που προέρχεται από τον ιδικόν μας θάνατον, ενεργείται και αυξάνεται εις σας. 13 Επειδή όμως έχομεν το αυτό Αγιον Πνεύμα, που μας χαρίζει και μας στερεώνει εις την πίστιν, σύμφωνα με εκείνο που είναι γραμμένον εις την Παλαιάν Διαθήκην “επίστευσα και δι' αυτό ελάλησα”. και ημείς πιστεύομεν κατά τρόπον ορθόν και σταθερόν στον Κυριον, δι' αυτό και με θάρρος κηρύττομεν την διδασκαλίαν της πίστεώς μας. 14 Από αυτήν δε την πίστιν αντλούμεν την βεβαίαν γνώσιν, ότι ο Θεός και Πατήρ, ο οποίος ανέστησε το Κυριον Ιησούν, θα αναστήση και ημάς δια μέσου του Ιησού και θα μας θέση κοντά του, μαζή με σας, ενδόξους εις την βασιλείαν του. 15 Διότι όλα γίνονται δια σας, ώστε η ευεργεσία και η δωρεά του Θεού, που γίνεται εις ημάς, να γίνη και ιδική σας ευεργεσία και να πλεονάση εις όλους. Ετσι δε σεις και ημείς, που είμεθα οι ευεργετούμενοι, να ευχαριστούμεν τον Θεόν, ώστε και η ευχαριστία να πλεονάζή και να περισσεύη προς δόξαν του Θεού.

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΘΕΟΔΟΧΟΣ

«Ο άγιος Συμεών που η ζωή του παρατάθηκε στον παρόντα βίο, λόγω του χρησμού που είχε δεχθεί από το Άγιο Πνεύμα ότι δεν θα πεθάνει πριν δει τον Χριστό, υποδέχτηκε στην αγκαλιά του Αυτόν, και αφού του αποκαλύφθηκαν από το Πνεύμα το Άγιο όλα όσα θα γίνουν γι’ Αυτόν και τα προφήτεψε, σύμφωνα με τον χρησμό που του δόθηκε δέχτηκε το τέλος της ζωής. Η δε προφήτις Άννα ήταν θυγατέρα του Φανουήλ, ο οποίος καταγόταν από τη φυλή Ασήρ. Έζησε με τον άνδρα της επί επτά χρόνια, κι αφού τον έχασε λόγω θανάτου του, ζούσε διαρκώς στον Ναό με νηστεία και προσευχή, περνώντας εκεί όλη τη ζωή της. Γι’ αυτό, επειδή αυτός ήταν ο τρόπος της ζωής της αδιάκοπα, αξιώθηκε και αυτή να δει τον Κύριο να προσφέρεται ως άνθρωπος στον Ναό, σαράντα ημερών, από την Παναγία Μητέρα Του και τον δίκαιο Ιωσήφ. Δοξολογούσε δε τον Θεό και τον κήρυσσε με δύναμη σε όλους όσους βρίσκονταν στον Ναό, λέγοντας: Αυτό το βρέφος είναι ο Κύριος που στερέωσε τον ουρανό και τη γη. Αυτός είναι ο Χριστός, τον Οποίον προφήτεψαν όλοι οι προφήτες. Αυτών των αγίων λοιπόν, του Συμεών και της Άννας, επιτελούμε σήμερα τη μνήμη και κηρύσσουμε τη φρικτή και άρρητη προς εμάς συγκατάβαση του Θεού». 

 Όπως συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις: η επομένη μίας μεγάλης Δεσποτικής εορτής να είναι αφιερωμένη στα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν σ’ αυτήν, η σημερινή εορτή, συνέχεια της Υπαπαντής του Κυρίου, είναι αφιερωμένη στο κατεξοχήν πρόσωπο που πρωταγωνίστησε, τον δίκαιο Συμεών τον θεοδόχο, κατ’ επέκταση δε και στην Άννα την προφήτιδα. Κι ενώ η ίδια η ημέρα της Υπαπαντής κινήθηκε μέσα σε ατμόσφαιρα θάμβους και μυστηρίου, διότι ο παντοδύναμος και παντοκράτωρ Κύριος προσφέρθηκε ως βρέφος στον Ναό, κρατούμενος από τις γηραλέες χείρες του Συμεών, η σημερινή, ως προέκτασή της, χωρίς να αφίσταται του μυστηρίου αυτού επικεντρώνει και στις προϋποθέσεις του πρεσβύτη Συμεών, προκειμένου αυτός να γίνει μέτοχος της δωρεάς του Θεού, της χάρης Του δηλαδή να κρατηθεί στα δικά του χέρια. Διότι η όποια δωρεά του Θεού στον άνθρωπο δεν είναι χωρίς προϋποθέσεις. Αν ο άνθρωπος δεν είναι έτοιμος να δεχτεί τον Θεό, ο Θεός δεν προσφέρεται σ’ αυτόν. Όχι γιατί δεν θέλει ο Θεός – η χαρά του Θεού είναι να είναι πάντοτε με τον άνθρωπο – αλλά γιατί δεν θα ήταν τούτο συμφέρον στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος σε κατάσταση μη συντονισμού του με τον Θεό – αυτό σημαίνει προϋποθέσεις του ανθρώπου – «καίγεται» από την θέα του Θεού. «Ου μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπον του Θεού και ζήσεται».

 Ο γέρων Συμεών λοιπόν πριν δει τον Χριστό και τον αγκαλιάσει, ήδη είχε καταστήσει τον εαυτό του άξιο για κάτι τέτοιο. Η υμνολογία της Εκκλησίας μας, ακολουθώντας ακριβώς την ευαγγελική διήγηση, που τονίζει τη δικαιοσύνη του Συμεών και την πνευματοφορία του («Πνεύμα άγιον ην επ’ αυτώ»), επανειλημμένως αναφέρεται στον αγιασμένο τρόπο ζωής του, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής. Εντελώς δειγματοληπτικά: «Έφτασες με τις ιερές πράξεις της ζωής σου σε πνευματικό ύψος, θεηγόρε, κι έγινες σαν φωτεινός στύλος, γιατί στηριζόσουν σαφώς στο Πανάγιο Πνεύμα»∙ «Μακάριε Συμεών, σαν άγγελος λειτούργησες στον παντοκράτορα Θεό, με την καθαρότητα του νου σου»∙ «Έκανες τον εαυτό σου πανάγιο ναό του Θεού, με τις ένθεες πράξεις σου, θεηγόρε. Γι’ αυτό και είδες τον Θεό με ανθρώπινη σάρκα ως βρέφος μέσα στον άγιο Ναό». Κάθαρση του νου, πρακτική ζωή σύμφωνα με τις εντολές του Θεού: να οι προϋποθέσεις που μας δείχνει ο άγιος Συμεών, για να μπορεί κανείς να γίνει θεόπτης, να έχει εν αγκάλαις και μέσα του τον ίδιο τον Θεό.

Το πνευματικό αυτό ύψος του αγίου Συμεών, η σύμφωνη με τον Θεό ζωή του και η καθαρότητα της ψυχής του που τον κατέστησαν ναό του Θεού και θεόπτη, κάνει τον άγιο Ιωσήφ τον υμνογράφο να βγάλει το λογικό συμπέρασμα ότι με τις προϋποθέσεις αυτές μπορεί μεν ο Συμεών να είναι γέρων στην ηλικία, είναι όμως νέος στο πνεύμα - αυτό προκαλεί στο πνεύμα του ανθρώπου η παρουσία της χάρης του Θεού: να το κρατά πάντοτε σε νεανική σφριγηλότητα. Όταν δηλαδή ο άνθρωπος ζει την παρουσία του Θεού, τότε δεν μαραζώνει από το δηλητήριο της αμαρτίας. Η αμαρτία είναι αυτή που γερνά τον άνθρωπο, γιατί τον πληγώνει και τον τραυματίζει, οδηγώντας τον σιγά σιγά στον πνευματικό θάνατο. Κι αυτό σημαίνει ότι, κατά την πίστη μας, η νεότητα είναι πρώτιστα θέμα «καρδιάς», θέμα του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου, κι όχι θέμα απλώς ηλικιακό. Πόσες φορές δεν βλέπουμε και σήμερα νέα παιδιά να είναι με μαραμένη και γερασμένη «καρδιά», διότι έχουν εκδοθεί στις διάφορες αμαρτίες αμετανόητα, και γέρους ανθρώπους να σφύζουν από χαρά και διάθεση, γιατί ακριβώς αγωνίζονται να μένουν εν Θεώ. Κι είναι κάτι που το επεσήμαινε  με πίκρα και στενοχώρια και ο όσιος της εποχής μας Παΐσιος ο αγιορείτης, μιλώντας ακριβώς για τέτοια νέα παιδιά: «Καινούργιες μηχανές, με παγωμένα λάδια»!  Ο υμνογράφος λοιπόν αναφερόμενος στην παραπάνω πραγματικότητα μας λέει: «Με νεανική ακμή στο πνεύμα, αλλά προχωρημένης ηλικίας στο σώμα, Συμεών». Κι αλλού: «Γέρασες πολύ, Συμεών, αλλά ήσουν νέος με την πίστη σου, θέλοντας να δεις σαν μικρό βρέφος τον παντέλειο Θεό, ο Οποίος κάνει καινούργιο τον κόσμο που γέρασε από την επίθεση του παλαιού εχθρού διαβόλου».

Μία τέτοια θέαση των πραγμάτων μας οδηγεί και στη σκέψη, μήπως θα έπρεπε η σημερινή εορτή να προταθεί, αν δεν έχει γίνει ήδη, ως εορτή της τρίτης ή και της τέταρτης, όπως πια λένε, ηλικίας. Με σκοπό να προβληθεί η αξία και η προσφορά της, πέρα από την διαπιστούμενη απλώς κάμψη των σωματικών δυνάμεων. Και το λέμε αυτό, διότι συνήθως από πολλούς η γεροντική ηλικία θεωρείται αν όχι «αρρώστια» από μόνη της – και έτσι τη χαρακτηρίζουν ορισμένοι – πάντως μία ηλικία εν πολλοίς άχρηστη, που και βλεπομένη προκαλεί βάρος. Με τη συνάντηση του γέροντα Συμεών και του Ιησού Χριστού όμως, όπως και με την παρουσία της αγίας Άννας, τα πράγματα τοποθετούνται εντελώς διαφορετικά. Τα γεροντικά χέρια γίνονται θρόνος του Θεού, το στόμα γίνεται προφητικό κήρυγμα, ο ίδιος ο Συμεών  γίνεται ο προάγγελος του Κυρίου και σ’ αυτόν τον Άδη. Το ίδιο και η γερόντισσα Άννα. Ποιος δεν θα ζήλευε τους γέροντες αυτές; Ποιος δεν θα ήθελε να είναι στη θέση τους; Κι ας σκεφτεί κανείς έπειτα πόσοι άγιοι γέροντες, άνδρες και γυναίκες, δεν ήταν το στήριγμα της Εκκλησίας και του κόσμου, όσο ζούσαν; Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τη δύναμη αγιότητας του αγίου Αντωνίου, που έφυγε από τη ζωή αυτή σε ηλικία 105 ετών; Ποιος μπορεί να καταφρονήσει την αγιότητα του οσίου Παύλου του Θηβαίου, που μέχρι τα 113 έτη του ήταν αστέρας της Εκκλησίας; Αλλά και μετέπειτα: ο γέρων Πορφύριος, ο γέρων Σωφρόνιος, ο γέρων Παϊσιος, ο γέρων Ιάκωβος; Γέροντες, προχωρημένης ηλικίας, κι όμως τόσο νέοι, τόσο ακμαίοι στην ψυχή, που θα τους ζήλευε και ο πιο νέος άνθρωπος.

Κι εν προκειμένω, ο άγιος Ιωσήφ, ακριβώς προς επιβεβαίωση του νεανικού φρονήματος του δικαίου Συμεών, μας λέει κάτι που αποτελεί καταδίκη της μιζέριας άλλων γερόντων, που πάσχουν όμως και από γεροντική «καρδιά», από μαρασμό δηλαδή γιατί δεν βλέπουν συνέχεια σ’ αυτήν τη ζωή, από διαρκή ανακύκλωση των αρρωστιών και των πόνων τους, από τη βαθιά επιθυμία τους να «παγιδεύουν» τους άλλους παίζοντας το παιχνίδι του θύματος. Τι λέει ο υμνογράφος; Ο γέρων Συμεών, λέει, έδινε παρηγοριά, προσανατόλιζε τους άλλους στην υπέρβαση της θλίψης τους, τους μιλούσε για τη χαρά που έφερε ο Χριστός, έβλεπε και το δικό του τέλος ως χαρά. Ένα άνοιγμα στο μέλλον, παρήγορο και λυτρωτικό, ήταν ο λόγος του αγίου Γέροντα, κι αυτό έδειχνε το υπέρ και τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης νεάζον φρόνημά του. «Έφτασε στον κόσμο η χαρά των θλιβομένων, αληθινά φάνηκε σαν νήπιο στον Ναό Του η απολύτρωση του Ισραήλ, που με αφήνει να φύγω και να πάω προς τη μέλλουσα ζωή, φώναζε με χαρά ο Συμεών».

Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (2 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)

«Αφού πέρασαν σαράντα ημέρες, μετά τη σωτήρια ενανθρώπηση του Κυρίου, τη γέννησή Του άνευ ανδρός από την αγία αειπάρθενο Μαρία, κατά τη σεβασμιότατη αυτή ημέρα, η πάναγνη Μητέρα Του και ο δίκαιος Ιωσήφ έφεραν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό στο Ιερό, σύμφωνα με τη συνήθεια του  σκιώδους και νομικού γράμματος, του Μωσαϊκού Νόμου. Τότε και ο γηραιός  και πρεσβύτης Συμεών, που είχε δεχθεί ως χρησμό από το Άγιο Πνεύμα ότι δεν θα πεθάνει, πριν να δει τον Χριστό Κυρίου, δέχτηκε αυτόν στην αγκαλιά του, και αφού ευχαρίστησε και ομολόγησε τον Θεό, φώναξε: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα Σου»: τώρα μπορείς να πάρεις τον δούλο σου, Κύριε, ειρηνικά. Και μετά, γεμάτος χαρά, έφυγε από τη ζωή αυτή, ανταλλάσσοντας τα επίγεια με τα ουράνια και αιώνια. Η σύναξη αυτή τελείται στον σεβάσμιο Ναό της αχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, που βρίσκεται στις Βλαχέρνες».

Όλη η υμνογραφία της μεγάλης αυτής Δεσποτικής και Θεομητορικής εορτής κινείται μέσα σε ατμόσφαιρα θάμβους και μυστηρίου: «επίγειον το φαινόμενον, ουράνιον το νοούμενον». Οι ύμνοι τονίζουν βεβαίως την ιστορική πραγματικότητα: τον ερχομό της αγίας οικογένειας στον Ναό, όταν συμπληρώθηκαν οι σαράντα ημέρες από την ημέρα της Γεννήσεως του Κυρίου, και τη συνάντηση Αυτού με τον γέροντα Συμεών, αλλά μας ανοίγουν και τα μάτια της ψυχής εν πνεύματι, για να δούμε το «βάθος» της πραγματικότητας αυτής: τη γεμάτη έκπληξη στάση των αγίων αγγέλων, οι οποίοι αδυνατούν να κατανοήσουν τα διαδραματιζόμενα εν γη, καθώς βλέπουν τον Δημιουργό του ανθρώπου να βαστάζεται ως βρέφος, τον αχώρητο και άπειρο Θεό να περιορίζεται μέσα στην αγκαλιά ενός γέροντα, τον απερίγραπτο  Υιό και Λόγο του Θεού, τον ομοούσιον τω Πατρί, να γίνεται περιγραπτός ως άνθρωπος με τη θέλησή Του. Και η μόνη εξήγηση που μπορούν να δώσουν για τα ακατανόητα αυτά πράγματα είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο.

Στο μέγα αυτό μυστήριο - που θεωρείται ως συνέχεια της Γεννήσεως και της Περιτομής του Κυρίου, συνεπώς ως επίταση της εξαγγελίας ότι Χριστός ο Θεός μας φάνηκε στον κόσμο ως άνθρωπος όχι θεωρητικά και φανταστικά, αλλά αληθινά και πραγματικά («ου δοκήσει ουδέ φαντασία, αλλ’ αληθεία τω κόσμω φανέντα») – μετέχει ο γέρων Συμεών, ο οποίος φέρεται να μυσταγωγείται στο μυστήριο αυτό και να έχει θεοπτία μεγαλύτερη και καθαρότερη και από εκείνην του Μωυσή στο όρος Σινά («Ο Μωυσής αξιώθηκε  να γίνει θεόπτης μέσα σε γνόφο και φωνή που μόλις ακουγόταν, ο Συμεών βάστασε τον Λόγο του Πατρός με το σώμα Του και αποκάλυψε το φως των Εθνών, δηλαδή  τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού»).

Η μυσταγωγία και θεοπτία αυτή του Συμεών μέσα από το μυστήριο της συναντήσεώς Του με τον τεσσαρακονθήμερο Χριστό συνιστά το μέγιστο γεγονός της ζωής του. Διότι αφενός η γεροντική  αγκαλιά του γίνεται θρόνος του παντοκράτορα Θεού, αφετέρου, ακριβώς γι’ αυτό, φτάνει στο σημείο της πλήρους ελευθερίας, δηλαδή της επιθυμίας του να φύγει πια από τον κόσμο τούτο με χαρά. «Αυτός που φέρεται επί των Χερουβίμ και υμνείται από τα Σεραφίμ, σήμερα προσφέρεται στο θείο Ιερό, σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο, και ενθρονίζεται σε πρεσβυτικές αγκάλες». «Λέγε Συμεών, ποιον φέρεις στην αγκαλιά σου και χαίρεσαι μέσα στον Ναό; Σε ποιον κράζεις και βοάς: Τώρα έχω ελευθερωθεί, διότι είδα τον Σωτήρα μου».

Η επιθυμία του Συμεών να φύγει πια από τον κόσμο τούτο, επιθυμία μάλιστα που συνοδεύεται με μεγάλη χαρά («Ο Συμεών ο δίκαιος αφού δέχτηκε τον Χριστό και είδε ότι έφτασε το τέλος της ζωής του με μεγάλη χαρά φώναζε»), συνιστά το όριο της αγιότητας. Μόνον ο άγιος είναι εκείνος που θέλει να φύγει από τη ζωή αυτή, όχι γιατί την βαρέθηκε ή απελπίστηκε – αυτό αποτελεί τον ορισμό της απιστίας – αλλά γιατί έζησε και ζει τη σχετική γι’ αυτήν τη ζωή πληρότητα της σχέσης του με τον Χριστό, και προσδοκά την τελειότητα της σχέσης μετά τη φυγή του από τον κόσμο. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «Έχω την επιθυμίαν εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (Επιθυμώ να πεθάνω και να είμαι μαζί με τον Χριστό). Το ίδιο βεβαιώνουν και οι λοιποί άγιοι της Εκκλησίας μας, σαν τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, που σημειώνει: «Ο άγιος προσδοκά κάθε ημέρα τον θάνατό του».

Οι ύμνοι μάλιστα της εορτής αποκαλύπτουν και μία διάσταση της με χαρά επιθυμίας του Συμεών να εγκαταλείψει τον κόσμο τούτο,  που δεν είναι πολύ γνωστή στον πιστό λαό: Θέλει να φύγει γρήγορα, διότι δεν αντέχει να μη πάει να αναγγείλει στους πρωτοπλάστους, τον Αδάμ και την Εύα, το χαρμόσυνο άγγελμα, ότι δηλαδή ό,τι ο Θεός τους υποσχέθηκε μετά την πτώση τους στην αμαρτία: ότι θα έλθει κάποτε ως άνθρωπος για να σώσει το ανθρώπινο γένος, τώρα έγινε πραγματικότητα. Και από την άποψη αυτή προηγείται ο Συμεών του Ιωάννου του Προδρόμου που κι αυτός στον Άδη προετοίμασε τον δρόμο του Μεσσία. «Ο Συμεών φώναζε: Φεύγω από τη ζωή αυτή, για να φανερώσω στον Αδάμ, που  ζει στον Άδη, και να φέρω στην Εύα, τα ευαγγέλια, το χαρμόσυνο δηλαδή μήνυμα του ερχομού του Χριστού στον κόσμο».

Είναι ευνόητο ότι η συνάντηση του αγίου Συμεών με τον σαράντα ημερών Κύριο λειτουργεί και για εμάς κατά παραδειγματικό τρόπο, κάτι που το σημειώνει βεβαίως η υμνογραφία. Κι αυτό σημαίνει ότι όπως συναντήθηκε τότε ο άγιος Συμεών με τον Χριστό, έτσι καλούμαστε και εμείς να συναντηθούμε μαζί Του, μέσα στο πλαίσιο της Εκκλησίας μας και με τις προσευχές αυτής. Να τον υποδεχτούμε ως Σωτήρα μας και να Τον προσκυνήσουμε ως Θεό μας. «Εμπρός και εμείς, με ένθεα άσματα, ας συναντηθούμε με τον Χριστό και ας υποδεχτούμε Εκείνον, του Οποίου τη σωτηρία είδε ο Συμεών. Αυτός είναι Εκείνος τον Οποίον κηρύσσει ο Δαυίδ, Αυτός είναι Εκείνος που λάλησε μέσα από τους προφήτες, Αυτός που σαρκώθηκε για εμάς και μιλά με τον Νόμο Του. Αυτόν ας προσκυνήσουμε».

01 Φεβρουαρίου 2024

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΠΕΡΠΕΤΟΥΑ

 

«Η αγία καλλιμάρτυς Περπέτουα υπήρξε γόνος εύπορης και ευγενούς οικογένειας της Καρχηδόνας. Ενώ ήταν έγγαμη και μητέρα θηλάζοντος βρέφους σε ηλικία εικοσιδύο ετών, διακρινόταν για την αγάπη της προς τον Χριστό. Ζώντας δε σύμφωνα με το ευαγγέλιο Εκείνου προσέλκυε στην πίστη πολλούς. Την κατήγγειλαν όμως κατά το 203 στον ανθύπατο της Αφρικής Ιλαρίωνα, όταν βασίλευε στη Ρώμη ο διώκτης των χριστιανών ειδωλολάτρης Σεπτίμιος Σεβήρος, γι’ αυτό και συνελήφθη. Κλείστηκε αμέσως στη φυλακή μαζί μ’  αυτούς που κατηχούσε στην πίστη, δηλαδή την Φιλικητάτη που ήταν έγγυος, τον διδάσκαλό της Σάτυρο, καθώς και τους Σεκούνδο, Σατορνίνο και Ρευκάτο, κι εκεί όλοι ντύθηκαν τον Χριστό διά του βαπτίσματος.

Ο πατέρας της άλλοτε με ήπια γλυκόλογα και άλλοτε με απειλές, προβάλλοντας μάλιστα μπροστά της το νιογέννητο βρέφος της, προσπαθούσε να την μεταπείσει ώστε να θυσιάσει στα είδωλα. Γεμάτος οργή κάποια στιγμή από την άρνησή της προσπάθησε να βγάλει τα μάτια της, αλλά απέτυχε.

Οι νεοφώτιστοι δέσμιοι μαζί με την Περπέτουα μπροστά στο βήμα του Ιλαρίωνα ομολόγησαν πάλι με θάρρος τον Χριστό, γι’  αυτό και διατάχθηκε να ριχτούν στα άγρια θηρία και μάλιστα την ημέρα των γενεθλίων του Καίσαρα. Πριν από τη μάχη τους με τα θηρία η Περπέτουα με τους χριστιανούς δέσμιους τέλεσαν στη φυλακή δείπνο αγάπης προς έκπληξη όλων των υπολοίπων απίστων δεσμίων.

Την ημέρα του μαρτυρίου όλοι οι χριστιανοί μάρτυρες γεμάτοι χαρά ρίχτηκαν στα θηρία και γίνανε γλυκός άρτος στα δόντια τους. Η Περπέτουα με τη Φιλικητάτη τραυματίστηκαν από τα θηρία, οπότε έκοψαν τα κεφάλια τους με μαχαίρι.

Με τις άγιες πρεσβείες τους, Χριστέ ο Θεός, ελέησε και σώσε μας. Αμήν».   

Από τις πιο αγαπημένες μάρτυρες της πρώτης Εκκλησίας η αγία Περπέτουα, «πρώταθλος» κι αυτή σαν την αγία Θέκλα, αποτελεί τρανή επιβεβαίωση των λόγων του Κυρίου ότι «όποιος αγαπάει τον πατέρα του ή τη μάνα του ή τη γυναίκα του ή τα παιδιά του ή τα κτήματά του ή οτιδήποτε άλλο, ακόμη και τη δική του ζωή, πάνω από τον Ίδιο, δεν είναι άξιός Του». Κι αυτό γιατί η οποιαδήποτε εγκόσμια αγάπη αν εκφραστεί χωρίς το «πέρασμά» της από την αγάπη του Θεού δεν αποτελεί καθαρή αγάπη -  λειτουργεί σ’ αυτήν, έστω κι αν φαίνεται υπερβολική η έκφραση, το εγωιστικό στοιχείο ή αλλιώς μαζί με την αγάπη αυτή υπάρχουν αρρωστημένες εγωιστικές προσμείξεις που θολώνουν την καθαρότητά της. Λοιπόν η φαινομενική σκληρότητα του λόγου του Κυρίου περί της απόλυτης αναφοράς πρώτιστα στην αγάπη Εκείνου και έπειτα στην αγάπη των άλλων συνιστά έκφραση ευεργεσίας Του προς τον άνθρωπο: να φιλτράρει την αγάπη του από ό,τι εγωιστικό και αρρωστημένο, ώστε να προσφερθεί στον συνάνθρωπο με καθαρότητα, κατά τον τρόπο αγάπης του Ίδιου˙ με σταυρική και θυσιαστική γι’ αυτόν διάθεση.

Στην αγία Περπέτουα λοιπόν διαπιστώνουμε ακριβώς τη χαρισματική και υπέρ φύσιν αυτήν πραγματικότητα, που σημαίνει ότι η αγία σε τόσο νεαρή ηλικία, έχοντας σύζυγο που τον αγαπούσε και βρέφος που το λάτρευε και το θήλαζε, είχε κατανοήσει ότι υπεράνω όλων για να έχει νόημα η ζωή της και να μπορεί ουσιαστικά να βοηθάει και την οικογένειά της και τους λοιπούς συνανθρώπους τους ήταν η πιστότητά της στο θέλημα του Θεού, το ευαγγελικώς ζην. Αυτό δεν αποτελεί και την ουσία της αγιότητας; Η τήρηση των εντολών του Χριστού – ο μόνος τρόπος που ο άνθρωπος γεύεται των δωρεών του Θεού και γίνεται κατοικητήριο της Τριαδικής θεότητας. Όπως το επισημαίνει και το απολυτίκιο της ακολουθίας της: «Πρόκρινες την αγάπη Κυρίου του Χριστού σου από τη στοργή του βρέφους σου που το θήλαζες, βάση των μαρτύρων Περπέτουα, κι έτσι καθαγίασες την πατρίδα σου την Καρχηδόνα με τα ρείθρα των ιερών αιμάτων σου».  

Κι ένας ύμνος από τη λιτή της ακολουθίας μάς δίνει εξίσου μία γεύση της μεγάλης και μοναδικής ψυχής της.

«Βλέποντας τον πειρασμό να έρχεται μέσω του πατέρα σου που σε παρότρυνε να θυσιάσεις στα είδωλα για να απαλλαγείς από τη θανατική σου καταδίκη, έστρεψες τα μάτια σου στον ουρανό κι αφού πήρες δύναμη από τον Θεό έτρεξες προς το γενναιότατο μαρτύριο σαν ελάφι διψασμένο που τρέχει στις πηγές των υδάτων, συ που είσαι η ομορφιά της Καρχηδόνας. Γι’ αυτό και έλαβες χρυσόπλοκο βραβείο νίκης από τον Θεό και χάρη να πρεσβεύεις στον Κύριο γι’ αυτούς που σε τιμούν».

Τι λέει ο ύμνος; Η αγία βρίσκεται στεφανωμένη στους ουρανούς με δύναμη μεσιτείας για όλους τους πιστούς. Γιατί; Διότι αντιμετώπισε το μαρτύριο για χάρη της πίστεώς της στον Κύριο με γενναιότητα και με θερμότητα αγάπης  τέτοια, ώστε να το θεωρεί ανάγκη της και ευφροσύνη της, όπως το διψασμένο ελάφι τρέχει να ξεδιψάσει στις πηγές των υδάτων. Και τι ήταν εκείνο που της έδινε αυτή τη δύναμη, που ανθρωπίνως δεν μπορεί να κατανοηθεί; Η ουράνια χάρη που φανέρωνε την αγάπη και τον έρωτά της προς τον Κύριο. Χάρη Θεού είναι η πίστη στον Χριστό, μεγάλη χάρη δε η θερμή κίνηση της καρδιάς που οδηγεί τον πιστό στο μαρτύριο. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «μας δόθηκε ως χάρη από τον Χριστό όχι μόνο να πιστεύουμε σ’ Αυτόν αλλά και να πάσχουμε για χάρη Του».

Επισημαίνει όμως και κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό ο καλός υμνογράφος: η αγία στην πορεία πιστότητάς της στο θέλημα του Κυρίου αντιμετώπισε σκληρούς πειρασμούς. Κι αυτοί ήταν και οι προτροπές του πατέρα της να τον λυπηθεί που χάνει το παιδί του, και το μητρικό φίλτρο της ίδιας, το οποίο παρόξυνε ο πατέρας της φέρνοντας ενώπιόν της το βρέφος της που ζητούσε το γάλα της, αλλά και το ένστικτο ακόμη της αυτοσυντήρησης, να γλιτώσει από τον θάνατο. Σκληροί όντως πειρασμοί που ανάγονται σε ό,τι βαθύτερο και άγιο θεωρούμενο υπόστρωμα υπάρχει στην ανθρώπινη φύση. Και πώς τους αντιμετώπισε η αγία και που γι’ αυτό γίνεται παράδειγμα και πρότυπο για όλους μας; Με την ύψωση των οφθαλμών της στον μόνον δυνάμενον σώζειν από τους πειρασμούς, τον Κύριο. Άνθρωπος που τίθεται σε πειρασμό, αν στραφεί με την καρδιά του έμπονα στον Κύριο, θα δει πολύ σύντομα, άμεσα καλύτερα, τη βοήθειά Του. Αυτό έκανε η αγία και σώθηκε, αυτό απαιτείται βεβαίως να κάνουμε και εμείς, ιδιαιτέρως στις κρίσιμες στιγμές της ζωής μας. Η αγιότητα δεν είναι μακρινή υπόθεση και για εμάς˙ μόλις αποφασίσουμε να μείνουμε σταθεροί στο θέλημα του Θεού την ώρα κυρίως των πειρασμών, ήδη την έχουμε «αγγίξει» και «κατακτήσει».     

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΤΡΥΦΩΝ

«Ο άγιος Τρύφων ήταν από την κώμη της Λαμψάκου της επαρχίας των Φρυγών, επί της βασιλείας του Γορδιανού, κατά το διακοσιοστό ενενηκοστό πέμπτο έτος από της βασιλείας του Αυγούστου. Όταν ακόμη ήταν πολύ νέος και ασχολείτο με εργασία κατάλληλη για την ηλικία του (διότι έβοσκε χήνες, όπως λένε), γέμισε από Άγιο Πνεύμα και θεράπευε κάθε ασθένεια και έβγαζε και δαίμονες. Θεράπευσε μάλιστα και τη θυγατέρα του βασιλιά, που κυριαρχείτο από τον δαίμονα. Στην περίπτωση αυτή λέγεται ότι υπέδειξε ο άγιος στους παρόντες τον δαίμονα σαν μαύρο σκυλί, εξαγγέλλοντας τις πονηρές πράξεις του, και ότι με το θαύμα αυτό οδήγησε πολλούς στην πίστη του Χριστού. Την εποχή του βασιλιά Δεκίου, που διαδέχτηκε τον Φίλιππο, τον κυρίαρχο μετά τον Γορδιανό, κατηγορήθηκε στον έπαρχο της Ανατολής Ακυλίνο, ότι έλεγε να μη λατρεύουν οι άνθρωποι τους δαίμονες. Οδηγήθηκε προς αυτόν στη Νίκαια, κι επειδή ομολόγησε το όνομα του Χριστού, πρώτον κτυπήθηκε με σπαθιά. Έπειτα τον έδεσαν σε άλογα και τον έτρεχαν, χειμώνα καιρό, μέσα από δύσβατα και δυσπρόσιτα μέρη. Και μετά από αυτό, τον έσυραν γυμνό πάνω σε σιδερένια καρφιά. Κι ακόμη:  τον μαστίγωσαν και του έκαψαν τα πλευρά με λαμπάδες πυρός, ενώ στο τέλος αποφάσισαν να τον σκοτώσουν με ξίφος, κάτι που δεν πρόφτασαν να το κάνουν, διότι είχε παραδώσει  ήδη το πνεύμα του στον Θεό. Τελείται δε η σύναξή του στο Μαρτύριό του, που βρίσκεται μέσα στο ναό του Αποστόλου Ιωάννου του Θεολόγου, πλησίον της Αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας».

Δεν είναι γνωστός ο άγιος Τρύφων για τις σπουδές του,  τη μόρφωσή του και τη θεολογική του κατάρτιση∙ δεν προβάλλεται από την Εκκλησία μας ως κάποιος Ιεράρχης που την βοήθησε στην υπέρβαση κάποιας κρίσεως εξαιτίας αιρέσεως ή για το θαυμαστό κοινωνικό έργο που επιτέλεσε. Τιμάται από την Εκκλησία, γιατί μέσα στην όλη απλότητα της ζωής του κατάλαβε ένα πράγμα, που προσπάθησε μέχρι τέλους, έστω και με θυσία αυτής της ζωής, να το κρατήσει: ότι δηλαδή σκοπός του στον κόσμο τούτο που βρέθηκε, ήταν να γίνει άγιος∙ να μοιάσει του Χριστού ζώντας με σωφροσύνη. Δηλαδή ό,τι είχε ακούσει από τον λόγο του Θεού, ό,τι ο Ίδιος ο Θεός τού φανέρωσε ως τρόπο ζωής, να το κάνει βίωμά του. Κι είναι αυτό που σημειώνει και ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του κανόνα του: «Άκουσες μέσα στην καρδιά σου τα θεία λόγια και τα έκανες πράξη, πανσεβάσμιε, διότι αγάπησες την αγιοσύνη και ασπάστηκες τη σωφροσύνη».

Η αγάπη για την αγιοσύνη συνιστά και το σκοπό της ζωής του κάθε ανθρώπου, ιδίως εκείνου που έχει τη δύναμη γι’ αυτό, του χριστιανού. Η εντολή του Θεού είναι σαφής: «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμι», να γινόμαστε άγιοι, διότι ο ίδιος ο Θεός είναι άγιος. Κι αυτό σημαίνει ότι η αγιοσύνη ως σκοπός ζωής δεν αποτελεί ιδιορρυθμία ενός περίεργου ανθρώπου, ένα «βίτσιο» ίσως. Είναι το όραμα προς το οποίο καθημερινώς και αδιαλείπτως κατατείνει, πρέπει να κατατείνει, κάθε χριστιανός. Και θεολογική βάση γι’ αυτό είναι η «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργία του ανθρώπου. Δημιουργηθήκαμε από τον Θεό να Τον εικονίζουμε, με σκοπό να Του μοιάσουμε όσο το δυνατόν πληρέστερα στα πλαίσια της ανθρώπινης φύσης μας. Έτσι η φυσιολογία του ανθρώπου είναι να γίνεται -  που σημαίνει να αγωνίζεται διαρκώς για να το φτάσει -  άγιος. Ο άγιος Τρύφων, έστω και απλός βοσκός χηνών – προστάτης των γεωργών αλλά και των ζώων θεωρείται - χωρίς κάποια μόρφωση, χωρίς μελέτες και ακούσματα κηρυγμάτων, αλλά με μόνη την αγνότητα των προθέσεών του, το κατάλαβε και το άκουσε στο βάθος της καρδιάς του. Κι επειδή πήρε στα σοβαρά αυτό που κατάλαβε, το ενεργοποίησε στη ζωή του. Το «ασπάστηκες τη σωφροσύνη» που λέει ο υμνογράφος, αυτό ακριβώς φανερώνει.

Η πιστότητα και η αγάπη του στο όραμα αυτό της ζωής του τον έκανε αφενός να δεχτεί τις ακτίνες της χάρης του Θεού, γινόμενος δεύτερο φως μετά το πρώτο, του Θεού («έγινες δεύτερο φως, επειδή πλησίασες το πρώτο φως, γινόμενος σαν πυρσός και παίρνοντας μορφή από τη δόξα Αυτού»), αφετέρου να γίνει, ακριβώς γι’ αυτό,  θαυμαστό όργανο Εκείνου για τη θεραπεία ασθενών και δαιμονισμένων, ωθώντας έτσι τους ανθρώπους στο να βρίσκουν  τον δρόμο τους για τον Θεό.  Κι αυτό σημαίνει ότι όπου ο Θεός βρίσκει άνθρωπο καλοπροαίρετο και με διάθεση στροφής προς Αυτόν εν αγάπη, τον κάνει κατοικητήριό Του και οδό Του για την εύρεση του Ίδιου από τους ανθρώπους. Ο άγιος άνθρωπος, με άλλα λόγια, και χωρίς να μιλάει, με μόνο το παράδειγμά του, δρα ως ιεραπόστολος. Οι άνθρωποι βλέποντάς τον καθοδηγούνται προς Αυτόν.

Την παραπάνω αλήθεια ο άγιος Θεοφάνης μας την προσφέρει με έναν έξοχο ύμνο, ήδη από την πρώτη ωδή του κανόνα: «Υπήρξες πράγματι ποιμένας, με το να ποιμαίνεις  με σοφία τους λογισμούς της ψυχής σου, και με το να επιστρέφεις τις πλανεμένες ψυχές και να τις οδηγείς στον Θεό, ένδοξε». Είναι μία καταπληκτικής εμπνεύσεως αλήθεια: ο άγιος Τρύφων, αλλά και κάθε πιστός, είτε κληρικός είτε λαϊκός, είναι ποιμένας, γιατί ποιμαίνει πρώτα από όλα τον εαυτό του. Πώς; Με το να ελέγχει τους λογισμούς της ψυχής του, καθοδηγώντας τους, όπως ο βοσκός τα πρόβατα στο μαντρί, εκεί που είναι ο τόπος της καταπαύσεώς του, ο ίδιος ο Θεός. Επομένως, όταν οι λογισμοί του ανθρώπου απομακρύνονται από τον Θεό, κινδυνεύουν να «φαγωθούν» από τον λύκο διάβολο, ή από το λιοντάρι διάβολο, κατά την εικόνα του αποστόλου Πέτρου: «ο διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη». Και βεβαίως, με τον τρόπο αυτό γίνεται ποιμένας και των υπολοίπων ανθρώπων: επιστρέφει στον Θεό τις πλανεμένες ψυχές. Το συμπέρασμα είναι προφανές: κανείς δεν μπορεί να γίνει αληθινός ποιμένας, κυρίως μάλιστα ο κληρικός, αν πρώτα δεν είναι και δεν γίνεται ποιμένας του εαυτού του. Εκείνος που έχει μάθει να διαποιμαίνει τους λογισμούς του, εκείνος χαριτώνεται από τον Θεό και για την καθοδήγηση των άλλων.

31 Ιανουαρίου 2024

ΕΟΡΤΙΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

 


Εόρτιο μήνυμα της Ιεράς Συνόδου προς τους μαθητές και τις μαθήτριες εν όψει της εορτής των Τριών Ιεραρχών
(29/1/2024)

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, επ’ ευκαιρία του εορτασμού της μνήμης των Τριών Ιεραρχών (Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου), Προστατών των Ελληνικών Γραμμάτων και της Παιδείας, απευθύνει και εφέτος Εόρτιο Μήνυμα προς τους μαθητές και τις μαθήτριες των Σχολείων της Πατρίδος μας, το οποίο, με φροντίδα των κατά τόπους Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών, θα κοινοποιηθεί προς αυτούς με κάθε πρόσφορο μέσο και τρόπο.
Το περιεχόμενο του μηνύματος είναι το εξής:

Αγαπητά μας παιδιά,
Είναι κοινώς παραδεκτό ότι ζούμε σε μια κοινωνία, η οποία αντιμετωπίζει ποικιλόμορφα προβλήματα και δύσκολες καταστάσεις. Γι’ αυτό έχουμε ανάγκη από πρότυπα και φωτεινά παραδείγματα, τα οποία θα είναι για όλους εμάς πολύτιμος επιστηριγμός.
Τέτοια ζωντανά παραδείγματα είναι και οι Τρεις Ιεράρχες, φωστήρες υπέρλαμπροι του σύμπαντος κόσμου. Ο Μέγας Βασίλειος, άνδρας ενάρετος και ευλαβής, του οποίου η φωνή, όπως ακούμε στον Επιτάφιο Λόγο που εκφωνήθηκε από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, ακουγόταν σαν βροντή, διότι ο βίος του έλαμπε σαν αστραπή. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, κοσμημένος με σπάνιες αρετές και τρισόλβιος διδάσκαλος, ο οποίος επαξίως ονομάστηκε θεολόγος. Και τέλος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος με τους εμπνευσμένους λόγους του και τη ρητορική του ευφράδεια, υπερέβαλε τους ρήτορες όλων των εποχών.
Οι Τρεις Καππαδόκες Πατέρες, ιερουργοί των θείων Μυστηρίων, διαλάμπουν στο στερέωμα της οικουμένης, εκπέμποντας φως και θεϊκή λάμψη. Ο καθένας από αυτούς συνέβαλε τα μέγιστα στην προώθηση της γνώσεως και της σοφίας, αλλά και στην καλλιέργεια της θεολογικής σκέψεως, και γι’ αυτόν τον λόγο τιμώνται ως προστάτες των ελληνικών γραμμάτων, αλλά και ως εμπνευστές τόσο για τους μαθητές, όσο και για τους ευσεβείς επιστήμονες και τους υπεύθυνους πνευματικούς διδασκάλους.
Ωστόσο, όλος αυτός ο θαυμασμός, στα βυζαντινά χρόνια και συγκεκριμένα τον ενδέκατο αιώνα επί Αλεξίου Κομνηνού, μετετράπη σε φιλονικία μεταξύ των ελλογίμων και εναρέτων ανδρών. Μια έριδα ως προς την αξία ενός εκάστου εξ αυτών. Έτσι, τα πλήθη των Χριστιανών χωρίστηκαν σε τρεις παρατάξεις. Άλλοι ονομάζονταν Ιωαννίτες, άλλοι Βασιλείτες και άλλοι Γρηγορίτες. Οι πρώτοι θεωρούσαν τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο απαράμιλλο και μοναδικό ερμηνευτή των Θείων Γραφών. Οι δεύτεροι προέβαλαν την κοινωνική και φιλανθρωπική δράση του Μεγάλου Βασιλείου, θεωρώντας την περίφημη Βασιλειάδα έργο μοναδικής αξίας, αφού μέσα σ’ αυτήν υπήρχαν ξενώνες, νοσοκομεία και γηροκομείο, όπου θεραπεύονταν οι ανάγκες των ενδεών αδελφών. Αλλά και η τρίτη ομάδα, έχοντας ισχυρά επιχειρήματα, τόνιζε τη συγγραφική δεινότητα του Γρηγορίου, αλλά και την ποιμαντική δράση και φροντίδα που επέδειξε για την προστασία του ποιμνίου του από τους αιρετικούς.
Η όλη αντιπαλότητα θα λήξει με την εμπνευσμένη ιδέα του Ιωάννου Ευχαΐτων. Ο σοφός επίσκοπος σκέφθηκε, μετά από θείο φωτισμό, να συντάξει Ιερά Ακολουθία και να συνεορτάζονται την ίδια μέρα οι «τρεις μέγιστοι φωστήρες της τρισηλίου Θεότητος».
Αυτός ο κοινός εορτασμός, την 30ή Ιανουαρίου, μάς δίδει την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι και οι Τρεις Καππαδόκες Πατέρες αφουγκράζονταν τον παλμό της κοινωνίας και τις διαχρονικές ανάγκες του κοινωνικού ιστού. Έθεσαν ως κέντρο της διδασκαλίας τους τον άνθρωπο και προσπάθησαν μέσα από την προβολή της ενάρετης ζωής να επαναφέρουν το ανθρώπινο πλάσμα στην αρχική δόξα και παραδείσια κατάσταση.
Τόσο κατά τη διάρκεια του τετάρτου αιώνα, κατά τον οποίο έζησαν οι σήμερα τιμώμενοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, όσο και στη σύγχρονη εποχή, το ανθρώπινο γένος βίωσε και εξακολουθεί να βιώνει την απελπισία, τον πόνο και τη θλίψη. Επομένως, είναι διαχρονική η ανάγκη να αναζητήσουμε την ευτυχία και τη χαρά, και να ανακαλύψουμε το αληθινό νόημα της ζωής.
Αυτό το ουσιαστικό περιεχόμενο στη ζωή του ανθρώπου αναζητούν και οι τρεις διδάσκαλοι της οικουμένης, μιλώντας για επαναπροσδιορισμό της σχέσεώς μας με τον Θεό και για συνεχή αγώνα κατά της αδικίας, της ανισότητας, της περιφρόνησης της ανθρώπινης προσωπικότητας και της βίας. Η τελευταία, δυστυχώς, έχει κάνει έντονη την παρουσία της και στον χώρο του σχολείου, αφού πολύ συχνά γινόμαστε μάρτυρες βιαιοπραγίας μεταξύ των μαθητών, αλλά και γενικότερα ακραίων συμπεριφορών.
Και στον ευρύτερο χώρο της κοινωνίας μας δεν ελλείπουν φαινόμενα βίας και εγκληματικότητας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Πώς όμως φτάσαμε σε αυτό το θλιβερό φαινόμενο; Απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίδει ένας εκ των σήμερα εορταζομένων Αγίων. Ο Οικουμενικός Διδάσκαλος της Εκκλησίας Ιωάννης ο Χρυσόστομος, άριστος ψυχογράφος του ανθρώπου και ερμηνευτής όλης σχεδόν της Αγίας Γραφής, διατείνεται ότι η αιτία των προβλημάτων της κοινωνίας και της επικράτησης της βίας είναι η διεφθαρμένη προαίρεση του ανθρώπου και η κακή χρήση της ελευθερίας.
Η ελευθερία ήταν όντως ένα ύψιστο δώρο του Θεού προς τους πρωτοπλάστους, την οποία δυστυχώς δεν διαχειρίσθηκαν σωστά, με αποτέλεσμα να έχουμε την πτώση και την εισβολή των παθών[3]. Ως εκ τούτου, ο χρυσορρήμων Πατέρας υποστηρίζει ότι αιτία του κακού δεν είναι ο Θεός, αλλά η κακή χρήση του αυτεξουσίου από τον άνθρωπο. Η απλοϊκή διήγηση του βιβλίου της Γενέσεως, η οποία περιφρονείται από πολλούς, εμπεριέχει αυτές τις ουσιαστικές αλήθειες, τις οποίες φωτίζει έτι περαιτέρω αυτός που εδέχθη τη θεία χάρη από τους ουρανούς και που με τα χείλη του διδάσκει όλους τους ανθρώπους.
Ο άνθρωπος, ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σε αρμονική σχέση με τον δημιουργό Του και τα άλογα πλάσματα και κατοικούσε στον Παράδεισο, απομακρύνεται από τον Πλάστη του. Ο Θεός αδιαμφισβήτητα δεν παύει ν’ αγαπά τον άνθρωπο, αλλά αναμένει την επιστροφή του πλάσματός Του στην πατρική αγκάλη.
Αυτή η θεϊκή αγάπη αποκαλύπτεται περίτρανα στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Και αυτό το πρόσωπο προβάλλουν οι Τρεις Ιεράρχες ως τη μοναδική λύση σε όλα τα προβλήματα του ανθρώπου και ιδιαιτέρως στο πρόβλημα της βίας. Πιστεύουν ακράδαντα ότι μόνο με τη βοήθεια του Χριστού θα αποκτήσουμε την ειρήνη και πλέον η βία δεν θα έχει θέση στις καρδιές μας, αφού θα βλέπουμε όλους τους ανθρώπους ως αδελφούς μας.
Αγαπητά μας παιδιά, σας ευχόμαστε καλή πρόοδο και σας καλούμε να αφουγκραστείτε το μήνυμα των Τριών Ιεραρχών, ξεδιψώντας με τα σωτήρια νάματα της διδασκαλίας τους και αποκτώντας όχι μόνο τη σοφία των γραμμάτων, αλλά κυρίως την ειρήνη του Χριστού και τη γαλήνη στις καρδιές σας.

Εκ της Ιε­ράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος