19 Φεβρουαρίου 2024

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΦΙΛΟΘΕΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ

«Ἡ Ὁσία Φιλοθέη γεννήθηκε (1522) στὴν τουρκοκρατούμενη τότε Ἀθήνα. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς της ὀνομάζονταν Ἄγγελος καὶ Συρίγα Μπενιζέλου. Ἡ μητέρα της ἦταν στείρα καὶ ἀπέκτησε τὴν Ἁγία μετὰ ἀπὸ θερμὴ καὶ συνεχὴ προσευχή. Μαζὶ μὲ τὴν χριστιανικὴ ἀνατροφή, ἔδωσαν στὴ μοναχοκόρη τους καὶ κάθε δυνατή, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, μόρφωση. Ἔτσι ἡ Ρηγούλα, αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομά της προτοῦ γίνει μοναχή, ὅσο αὔξανε κατὰ τὴν σωματικὴ ἡλικία, τόσο προέκοπτε καὶ κατὰ τὴν ψυχή, ὅπως λέει τὸ συναξάρι της.

Σὲ ἡλικία 14 χρονῶν, οἱ γονεῖς της τὴν πάντρεψαν μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς Ἀθήνας. Ἀργότερα, ἀφοῦ πέθαναν οἱ γονεῖς καὶ ὁ σύζυγός της, ήρθε ἡ ὥρα νὰ πραγματοποιήσει ἕνα μεγάλο πόθο της. Ἀφιερώνεται ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Χριστό, γίνεται μοναχὴ καὶ παίρνει τὸ ὄνομα Φιλοθέη. Οἰκοδόμησε ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι μὲ ἀρκετὰ κελιά, στὸ ὁποῖο καὶ ἔδωσε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα πού τόν εἶδε σέ ὅραμα, γιὰ νὰ τὸν τιμήσει. Τὸ μοναστήρι αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα σῳζόταν στὴν Ἀθήνα, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐπὶ πολλὰ ἔτη μετὰ τὴν κοίμηση τῆς Ἁγίας καὶ ἦταν πλουτισμένο, ὄχι μόνο μὲ ὑποστατικὰ καὶ διάφορα μετόχια, ἀλλὰ καὶ μὲ πολυειδὴ χρυσοΰφαντα ἱερατικὰ ἄμφια καὶ σκεύη, ἀπαραίτητα γιὰ τὶς ἐτήσιες ἱερὲς τελετὲς καὶ ἀγρυπνίες. Προπαντὸς ὅμως τὸ μοναστήρι σεμνυνόταν καὶ ἐγκαλλωπιζόταν μὲ τὸ θησαυρὸ τοῦ τιμίου καὶ ἁγίου λειψάνου τῆς Ἁγίας, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀποθησαυρισμένο καὶ ἀποτεθειμένο στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὅπου καὶ τὸ ἀσπάζονταν μὲ εὐλάβεια ὅλοι οἱ Χριστιανοί.

Τὸ παράδειγμά της νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Χριστό, τὸ ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλες νέες. Σὲ λίγο διάστημα, ἡ μονὴ ἔφθασε νὰ ἔχει διακόσιες ἀδελφές. Ἡ μονὴ τῆς Ὁσίας Φιλοθέης γίνεται πραγματικὸ λιμάνι γιά ὅλους τούς κατατρεγμένους. Ἡ Ὁσία, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν Τούρκων, οἰκοδομεῖ διάφορα φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα, νοσηλευτήρια, ὀρφανοτροφεῖα, «σχολεῖα διὰ τοὺς παῖδας τῶν Ἀθηναίων, διὰ ν’ ἀνοίξῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν πρὸς τὴν παράδοσιν καὶ τὴν δόξαν τῶν προγόνων των». Διδάσκει μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὴ ζωή της. Ἰδιαίτερες εἶναι οἱ φροντίδες της γιὰ νὰ σώσει ἀπὸ τὸν ἐξισλαμισμὸ ἢ τὴν ἁρπαγὴ τῶν Τούρκων τὶς νέες Ἑλληνίδες.

Ἡ ὅλη ὅμως δράση τῆς Ἁγίας Φιλοθέης ἐξαγρίωσε κάποτε τοὺς Τούρκους. Κάποια στιγμὴ τὴν συλλαμβάνουν καὶ ἐκείνη μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολογεῖ: «Ἐγὼ διψῶ νὰ ὑπομείνω διάφορα εἴδη βασανιστηρίων γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ». Ὅλοι πίστευαν ὅτι ἡ Φιλοθέη ἐντὸς ὀλίγου θὰ ἐτελειοῦτο διὰ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Ὅμως, κατὰ θεία βούληση, τὴν τελευταία σχεδὸν στιγμὴ πρόφθασαν κάποιοι Χριστιανοὶ καὶ καταπράϋναν τὸν ἡγεμόνα μὲ διάφορους τρόπους. Ἔτσι πέτυχαν νὰ ἐλευθερώσουν τὴν Ἁγία, ἡ ὁποία συνέχισε τό πνευματικό καί φιλανθρωπικό καί ἱεραποστολικό ἔργο της. Μάλιστα πέρασε στὴ νῆσο Τζιὰ (Κέα), ὅπου πρὸ πολλοῦ εἶχε οἰκοδομήσει μετόχι, γιὰ νά ἀποστέλλει ἐκεῖ τὶς μοναχὲς ἐκεῖνες ποὺ φοβοῦνταν γιὰ διαφόρους λόγους νὰ διαμένουν στὴν Ἀθήνα. Στὴν Τζιὰ ἔμεινε ἀρκετὸ χρόνο καὶ κατήχησε θεαρέστως τὶς ἀσκούμενες ἀδελφὲς στὴν ἀκριβὴ τήρηση τῶν κανόνων τῆς μοναστικῆς ζωῆς. Μόλις τελείωσε τὸ ἔργο της ἐκεῖ, ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν Ἀθήνα, ἔχοντας γίνει «δοχεῖον τοῦ ἁγίου Πνεύματος» καί ἐπιτελώντας πολλά θαύματα.

Μάταια οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦν νὰ ἀνακόψουν τὴν δράση της. Ὥσπου μία νύχτα, στὶς 2 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1588, πῆγαν στὸ μονύδριο ποὺ εἶχαν οἰκοδομήσει στὰ Πατήσια (ἔτυχε τότε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου καὶ ἡ Ἁγία μαζὶ μέ τὶς ἄλλες ἀδελφὲς βρίσκονταν στὸν ἱερὸ ναὸ ἐπιτελώντας ὁλονύκτια ἀγρυπνία) καὶ πέντε ἀπὸ αὐτοὺς ἀνέβηκαν στὸν ἐξωτερικὸ τοῖχο καὶ πήδησαν μέσα στὴν αὐλή. Στὴν συνέχεια εἰσέβαλαν στὸ ναό, ὅπου ἅρπαξαν τὴν Ἁγία καὶ τὴν μαστίγωσαν μὲ μανία καὶ βαναυσότητα. Τὸ ἀσκητικό της σῶμα δὲν ἄντεξε πολύ. Ἡ Δορκὰς τῶν Ἀθηνῶν ὑπέκυψε. Εἴκοσι ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὴν κοίμηση τῆς Ἁγίας, ὁ τάφος της εὐωδίαζε. Ἀκόμη, ὅταν μετὰ ἀπὸ ἕνα ἔτος ἔγινε ἡ ἀνακομιδή, τὸ τίμιο λείψανό της βρέθηκε σῶο καὶ ἀκέραιο. Ἐπιπλέον ἦταν γεμάτο μὲ εὐωδιαστὸ μύρο, τρανὴ καὶ λαμπρὴ ἀπόδειξη τῆς θεάρεστης καὶ ἐνάρετης πολιτείας της, πρὸς δόξα καὶ αἶνο τοῦ Θεοῦ καὶ καύχημα τῆς πίστεώς μας. Τὸ ἱερὸ λείψανό της βρίσκεται σήμερα στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Αθηνών».

Ημέρα ξεχωριστής χαράς η σημερινή, και μάλιστα για την Αθήνα, η οποία τιμά ιδιαιτέρως την οσιομάρτυρα Φιλοθέη. Και δικαίως: στην Αθήνα έζησε και αγίασε και μαρτύρησε η αγία. Κι ακόμη περισσότερο: εκεί βρίσκονται και τα τίμια λείψανά της, μέσω των οποίων ο Κύριος καθημερινώς επιτελεί πάμπολλα θαύματα. Η ακολουθία της ημέρας έρχεται να εξαγγείλει αυτήν τη χαρά. «Σήμερα η ένδοξη Αθήνα χαίρεται, γιατί τίθενται σε προσκύνηση τα θεία λείψανα της Φιλοθέης, κι όλος ο λαός κατασπάζεται αυτά με πόθο». Η χαρά όμως, κατά τον υμνογράφο, δεν είναι μόνον για την ύπαρξη των λειψάνων της αγίας. Η πόλη χαίρεται – και μαζί της κάθε πόλη και χώρα -  και για το γεγονός ότι η αγία υπήρξε μία ζωντανή και αληθινή φανέρωση, όσο ζούσε, του ίδιου του Θεού. Διότι φανέρωνε την αγάπη Εκείνου που είναι η ίδια η Αγάπη, σε βαθμό που υπήρξε μία δεύτερη ακένωτη πηγή της κεφαλαιώδους αυτής αρετής. Η οσιομάρτυς δηλαδή όχι μόνον είχε συμπάθεια προς τον συνάνθρωπο, αλλά είχε την αγάπη του Χριστού, η οποία φθάνει σε σημείο θυσίας για χάρη του συνανθρώπου, ακόμη και του θεωρούμενου εχθρού. Κι αυτή η αγάπη του Χριστού, επειδή ακριβώς λειτουργεί στην καρδιά του αληθινού πιστού, δεν τελειώνει ποτέ. «Φάνηκες ατέλειωτη πηγή αγάπης» σημειώνει για την αγία ο υμνογράφος της.

Κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι μία τέτοια αγάπη δεν μπορεί να έχει χαρακτήρα θεωρητικό. Εκφράζεται πάντοτε έμπρακτα, ως προσφορά στον συνάνθρωπο. «Πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και με ποτίσατε, ξένος ήμουν και με περιμαζέψατε», λέει ο ίδιος ο Κύριος. Άλλωστε μία αγάπη που δεν παίρνει συγκεκριμένη μορφή, σταματά να είναι αγάπη. Γίνεται ένα ιδεολόγημα, που εξυπηρετεί μάλλον άλλες σκοπιμότητες. Η αγία Φιλοθέη λοιπόν υπήρξε ένα υπόμνημα αυτής της έμπρακτης αγάπης. Κατά το συναξάρι και κατά τον υμνογράφο συνεπώς, «πρέπει να χαίρεται, γιατί σκόρπισε όλον τον επίγειο πλούτο της για να περιθάλψει τον κάθε αναγκεμένο, κατεξοχήν δε των νέων γυναικών». «Συ, οσία, μοίρασες τον ρευστό πλούτο σου στους αναγκεμένους».

Η προσφορά της αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, διότι υπήρξε σε πολύ δύσκολη εποχή. Δεν έκανε ελεημοσύνες σε εποχή ελευθερίας, που έχει κανείς ίσως την άνεση για κάτι τέτοιο. Η ζωή της όλη, ζωή ελεημοσυνών, βρισκόταν υπό συνεχή παρακολούθηση από τους Τούρκους και απειλείτο διαρκώς. Και στο τέλος δεν απέφυγε πράγματι τον μαρτυρικό θάνατο. Θα έλεγε κανείς ότι υπήρξε στο σκοτάδι το έντονο φως και στον χειμώνα ένα μοσχομύριστο λουλούδι και στη στυγνή δουλεία της Τουρκοκρατίας ένας ζεστός ήλιος. Και όντως έτσι την παρουσιάζει μεταξύ άλλων ο υμνογράφος: «Σαν ολόλαμπρος αστέρας έλαμψες στο σκοτάδι, και σαν ευωδιαστό και μυρόπνοο άνθος άνθησες τον χειμώνα. Σαν φως και σαν ήλιος ανέτειλες χαμογελαστά στην Αθήνα, θερμαίνοντας και φωτίζοντας τους σκοτεινιασμένους από τη στυγνή δουλεία».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας καταλήγουν στο αυτονόητο: να πρεσβεύει η αγία για όλους μας, κυρίως όμως για την αγαπημένη της πόλη. «Πρέσβευε για την πόλη, στην οποία έζησες τη ζωή σου με οσιότητα». Και θα ’λεγε κανείς ότι είναι το πιο επίκαιρο και κρίσιμο αίτημα αυτό για την Αθήνα, όταν βλέπει το πώς την έχουν καταντήσει και οι κάτοικοί της, οι οποίοι σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό σηκώθηκαν και έφυγαν για «καλύτερες» περιοχές, και οι διάφοροι εχθροί της, οι οποίοι κάθε λίγο και λιγάκι, χωρίς κανένα ίχνος σεβασμού στις ομορφιές και τις παραδόσεις της, στα μνημεία και τα προσκυνήματά της, την καταστρέφουν και την διασύρουν παγκοσμίως. Πρέπει να θλίβεται πάρα πολύ η αγιασμένη ψυχή της, βλέποντας αυτά που κάθε φορά διαδραματίζονται «εις τας κλεινάς Αθήνας». Ίσως την προφυλάσσει και ο Κύριος, καλύπτοντας τους οφθαλμούς της, για να μη βλέπει τι ασχήμια υπάρχει, εκεί που υμνήθηκε ο αττικός ουρανός και αναπέμφθηκαν ολόθερμες δεήσεις προς τον Κύριο της δόξης. Η Εκκλησία μας όμως, θέλοντας να βλέπει με αισιοδοξία τα πράγματα και γνωρίζοντας ότι τελικώς το καλό κυριαρχεί επί του κακού,  επιμένει και θα επιμένει: ««Περίσωζε την πόλη σου με τις προσευχές σου προς τον Δεσπότη Χριστό».

17 Φεβρουαρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ)

«Ω, γύναι, μεγάλη σου η πίστις! Γενηθήτω σοι ως θέλεις»

Μία «ανατροπή» του τρίτου αιτήματος της Κυριακής προσευχής καταγράφει το σημερινό περιστατικό της συνάντησης του Κυρίου με τη Χαναναία γυναίκα. Αντί να γίνεται το θέλημα του Θεού στη ζωή του ανθρώπου – ό,τι ακριβώς μας δίδαξε ο Κύριος να ζητάμε στην προσευχή μας: «γενηθήτω το θέλημά Σου» - γίνεται το θέλημα του ανθρώπου από τον Θεό: «γενηθήτω σοι ως θέλεις». Κι είναι το περιστατικό επίσης που καταγράφει τη μία από τις δύο περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο Κύριος επαίνεσε την πίστη των ανθρώπων – και στις δύο με πρόσωπα εκτός του Ισραήλ και με πρόβλημα που δεν ήταν άμεσα δικό τους (τον Ρωμαίο εκατόνταρχο που παρακαλούσε για τον δούλο του, τη Χαναναία σήμερα που παρακαλούσε για τη δαιμονισμένη κόρη της) – και πραγματοποίησε αυτό που ζητούσαν: «Μεγάλη σου η πίστις! Γενηθήτω σοι ως θέλεις». Πώς εξηγείται τούτο;

1. Καταρχάς, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση ο Κύριος δεν επικαλείται τον Θεό Πατέρα Του για την εκπλήρωση του αιτήματος του ανθρώπου ούτε παραπέμπει κάπου αλλού. Ο Ίδιος με το αρχικό Του θέλημα ως Θεός που είναι, επιτάσσει το γεγονός. Κι είναι σαν να βρισκόμαστε στην αρχή της Δημιουργίας του κόσμου, όταν ως άσαρκος Υιός και Λόγος του Θεού, από κοινού βεβαίως με τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, έδινε την παρόμοια εντολή: «γενηθήτω». Και όπως τότε το αποτέλεσμα του λόγου Του ήταν η δημιουργία: «και εγένετο…», έτσι κι εδώ ο λόγος Του, το «γενηθήτω σοι»,  φέρνει αμέσως την ίαση της κόρης της γυναίκας: «Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης».  

2. Η ικανοποίηση του θελήματος της γυναίκας από τον Κύριο – η «ανατροπή» του «γενηθήτω το θέλημά Σου» - φαίνεται ως «ήττα» του Κυρίου. Η γυναίκα νίκησε τον Κύριο και πήρε το έλεός Του γι’ αυτήν και την κόρη της. Πρόκειται για τις «ήττες» του Θεού εκ μέρους του ανθρώπου, οι οποίες αποτελούν τη χαρά Του και την επιδίωξή Του. Δεν υπάρχει ίσως μεγαλύτερη ευφροσύνη για τον Κύριο να βλέπει τα δημιουργήματά Του να «παλεύουν» μ’ Αυτόν και να φθάνουν στο σημείο να Τον κάμπτουν. Κι αιτία γι’ αυτό βεβαίως είναι, όπως όλοι καταλαβαίνουμε, η αγάπη του Κυρίου απέναντί μας. Με την πρώτη αντίστασή Του στα αιτήματά μας προκαλεί τη φανέρωση του αληθινού περιεχομένου της καρδιάς μας, αν δηλαδή αυτό που ζητάμε είναι όντως αυτό που μας διακατέχει, αν συνιστά πράγματι τον πόνο μας. Κι όταν βλέπει την επιμονή μας, όταν βλέπει ότι μπροστά σ’ αυτό που ζητάμε κάνουμε πέρα οτιδήποτε «κουρελιάζει» τον εγωισμό μας, όταν βλέπει ότι έχουμε εξαρτήσει όλη την ύπαρξή μας από Εκείνον, τότε ναι, υπακούει σε εμάς και τροποποιεί το θέλημά Του.

Έτσι δεν έγινε και με την περίπτωση του Ιακώβ – κάτι που ήδη έχει επισημανθεί από τους ερμηνευτές της Εκκλησίας μας -  όταν έφυγε από το σπίτι του, φοβούμενος την οργή του αδελφού του Ησαύ, λόγω της κλοπής των πρωτοτοκίων; Στην πορεία του προς τον θείο του, καθώς ξάπλωσε κάπου να κοιμηθεί, μας λέει η Παλαιά Διαθήκη ότι όλη τη νύκτα «πάλεψε» με τον άγγελο του Κυρίου, τον ίδιο τον Θεό, και στο τέλος Τον «νίκησε»! Και η «ήττα» του Κυρίου Τον έκανε να δώσει στον Ιακώβ το όνομα του «Ισραήλ», του ισχυρού, αυτού που νίκησε και τον Θεό. Αλλά επίσης, για να θυμηθούμε και αυτό από πολλές άλλες ακόμη περιπτώσεις,  το ίδιο δεν έγινε και όταν απεστάλη ο προφήτης Ιωνάς να κηρύξει μετάνοια στους ειδωλολάτρες Νινευίτες; Είχε αποφασίσει την εξολόθρευσή τους λόγω των αμαρτιών τους. Κι όμως, με τη μετάνοια που επέδειξαν μετά το κήρυγμα του προφήτη, ο Κύριος κάμφθηκε, άλλαξε την απόφασή Του, «νικήθηκε».

Στην προκείμενη περίπτωση με τη Χαναναία τα πράγματα παρουσιάζονται πολύ καθαρά: ο Κύριος «υποκρίνεται», παίζει το ρόλο ενός εθνικιστή Ιουδαίου, και παρουσιάζεται σκληρός, χωρίς να δίνει καμία σημασία στη γυναίκα. Κι όχι μόνο δεν της δίνει σημασία, αλλά στη συνέχεια και την προσβάλλει, χαρακτηρίζοντάς την «κυνάριον», σκυλί του σπιτιού.  Με διπλό σκοπό: αφενός, όπως φαίνεται έπειτα, να διδάξει τους μαθητές Του, οι οποίοι και αυτοί ήταν εθνικιστές, δηλαδή με απολυτοποίηση του δικού τους έθνους και περιφρόνηση των άλλων εθνών, αφετέρου να οδηγήσει τη Χαναναία, μέσω της συνεχούς αρνήσεώς Του,  στο σημείο να αποκαλυφθεί η μεγάλη της πίστη. Και ο Κύριος, ο Οποίος ως καρδιογνώστης έβλεπε το διαρκές ανέβασμα της πίστεως της γυναίκας, την επιμονή της, την ταπείνωσή της, ξεσπάει σε εγκωμιασμό προς αυτήν: «Γυναίκα, είναι μεγάλη η πίστη σου

3. Ποια στοιχεία συνθέτουν τη μεγάλη πίστη της γυναίκας; Τι μας αποκαλύπτει το όλο περιστατικό;

 (1) Η γυναίκα «εξήλθε από των ορίων αυτής». Η Χαναναία, μία ειδωλολάτρισσα δηλαδή αλλά καλοπροαίρετη γυναίκα, μόλις ακούει ότι ο Κύριος προσεγγίζει τα όρια της περιοχής της, εξέρχεται από αυτά για να Τον συναντήσει. Κάνει αυτό που έκανε και ο Ίδιος ο Κύριος, ο Οποίος και Αυτός «εξήλθε εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος». Με άλλα λόγια η συνάντηση του Θεού και του ανθρώπου προϋποθέτει την έξοδο και των δύο: ο Θεός εξέρχεται, «κενώνει Εαυτόν» – ο Κύριος βγαίνει έξω από τα όρια που επιτρεπόταν για έναν Ιουδαίο, όπως βγήκε και από τα όρια που «επιτρεπόταν» για τον Θεό, δηλαδή να έλθει στον κόσμο –˙ η γυναίκα βγαίνει να συναντήσει έναν Ιουδαίο, μολονότι ειδωλολάτρισσα. Σαν την περίπτωση με τον Ζακχαίο: και ο Ζακχαίος έκανε κάτι που δεν επιτρεπόταν για τη θέση του, δηλαδή να ανέβει σε ένα δένδρο. Κι η πίστη της αυτή να πλησιάσει τον Χριστό συμπληρώνεται με την κραυγή της να την ελεήσει ο Κύριος: «Ελέησόν με Κύριε, υιέ Δαυίδ». 

(2) Η Χαναναία επιμένει. Η πίστη της είναι αποφασιστική: την καίει το πρόβλημα του παιδιού της. Όχι μόνο δεν κάμπτεται από την περιφρόνηση του Κυρίου και τα προσβλητικά Του λόγια, αλλά αντιθέτως γίνεται περισσότερο «επιθετική»: ενώ ακολουθούσε τον Κύριο και κραύγαζε, στη συνέχεια έρχεται μπροστά Του και με βαθύ σεβασμό, προσκυνώντας Τον, επιμένει στο αίτημά της. Η πίστη της λοιπόν μεγαλώνει με την επιμονή της. 

(3) Ο Κύριος, είπαμε, την περιφρονεί στην αρχή – ήλθα μόνον για τα «απολωλότα οίκου Ισραήλ» - και έπειτα την προσβάλλει – «δεν είναι καλό να πάρω το ψωμί των παιδιών και να το ρίξω στα σκυλιά». Κι όμως η Χαναναία όχι μόνον δεν προσβάλλεται, αλλά επιτείνει ακόμη περισσότερο την προσβολή: όχι το ψωμί, αλλά τα ψίχουλα τουλάχιστον ας πάρω. Η πίστη της, κοσμημένη με την επιμονή της, γίνεται έκλαμπρη με την ταπείνωσή της. Κι αυτό ήταν που ήθελε ο Κύριος. Για τον Κύριο, το σημείο που ο άνθρωπος έχει τη μεγάλη πίστη, εκείνη που Τον κάνει να υπακούει ο Ίδιος στον άνθρωπο, είναι ακριβώς η μεγάλη του ταπείνωση. Διότι προφανώς συνιστά το έδαφος για να μπορεί να έλθει στον άνθρωπο η χάρη του Θεού και να λειτουργεί ο άνθρωπος σαν τον Θεό. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». 

(4) Κι ένα στοιχείο της μεγάλης αυτής πίστεως της γυναίκας, που μάλλον έκανε τον Κύριο να συγκινηθεί ιδιαίτερα, ήταν ότι βίωνε το πρόβλημα του παιδιού της σαν προσωπικό της πρόβλημα. «Ισοπέδωσε» τον εαυτό της, έκανε τα πάντα, διότι πήρε πάνω της τον πόνο του παιδιού της. «Ελέησε εμένα, Κύριε» κραυγάζει. Όχι το παιδί μου, εμένα. Ό,τι έκανε ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος πήρε επάνω Του τις δικές μας αμαρτίες και τις έκανε δικές Του, κατά τον ίδιο σχεδόν τρόπο και εδώ: η γυναίκα νιώθει υπεύθυνη για την κατάντια της κόρης της. Κι αυτό σημαίνει: τότε ο άνθρωπος δείχνει την πραγματική και μεγάλη του πίστη στον Θεό, όταν και επιμένει βεβαίως, και ταπεινώνεται, αλλά και αγαπά σωστά, προσλαμβάνοντας τους άλλους μέσα στον δικό του εαυτό. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».

Η Χαναναία - Ιούστα στο όνομα, κατά κάποια εκκλησιαστικά κείμενα - έκρινε την πίστη του Ισραήλ με τη μεγάλη της πίστη,  αλλά κρίνει και τη δική μας των Χριστιανών. Διότι και εμείς πολλές φορές ενώπιον των προβλημάτων μας, ατομικών, οικογενειακών, κοινωνικών ακόμη, λιποψυχούμε, ολιγοπιστούμε, τα βάζουμε και με τον Θεό, που δεν μας ακούει και δεν μας βλέπει. Ο φόβος και η ανασφάλεια συχνά μας καταβάλλουν. Κι αυτό δείχνει ακριβώς το έλλειμμα της πίστεώς μας. Ο Κύριος όμως περιμένει και από εμάς ό,τι περίμενε από τη Χαναναία: την ενεργοποίηση της μεγάλης πίστεως, να δει δηλαδή την ουσιαστική πίστη μας με την επιμονή μας, την ταπείνωσή μας, την αγάπη μας. Τότε μας δίνει τη χάρη να γινόμαστε και εμείς παντοδύναμοι: ό,τι ζητάμε να γίνεται. Συνήθως όμως εμείς θέλουμε τα μεγάλα: τη χάρη του Θεού και τις δωρεές Του, αλλά με τον λιγότερο κόπο. Αυτό όμως είναι η υποκρισία και ο εγωισμός μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 15, 21–28)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. Καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγαζεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ· ἡ θυγάτηρ μου  κακῶς  δαιμονίζεται. Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη  αὐτῇ λόγον.  Καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι  κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς  εἶπεν·  οὐκ ἀπεστάλην εἰμὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Ἡ δὲ ἐλθοῦσα  προσεκύνησεν  αὐτῷ λέγουσα·  Κύριε,  βοήθει  μοι. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. Ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὁ Ἰησοῦς ἀναχώρησε γιά τήν περιοχή τῆς Τύρου καί τῆς Σιδώνας. Τότε μιά γυναίκα Χαναναία βγῆκε ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς περιοχῆς ἐκείνης καί τοῦ φώναζε δυνατά: «Ἐλέησέ με, Κύριε, Υἱέ τοῦ Δαβίδ. Ἡ θυγατέρα μου βασανίζεται ἀπό δαιμόνιο». Αὐτός δέν τῆς ἀπαντοῦσε  λέξη.  Τόν  πλησίασαν  τότε  οἱ μαθητές  του  καί  τόν παρακαλοῦσαν: «Διῶξε την, γιατί μᾶς ἀκολουθεῖ καί φωνάζει». Ὁ Ἰησοῦς  εἶπε:  «Ἔχω ἀποσταλεῖ μόνο  γιά  τούς  πλανεμένους Ἰσραηλίτες». Ἐκείνη ὅμως ἦρθε  καί  τόν  προσκύνησε  λέγοντας: «Κύριε, βοήθησέ με». Αὐτός τῆς ἀποκρίθηκε: «Δέν εἶναι σωστό νά πάρει κανείς τό ψωμί τῶν παιδιῶν καί νά τό πετάξει στά σκυλιά».

«Ναί,  Κύριε»,  εἶπε ἐκείνη,  «ἀλλά  καί  τά  σκυλιά  τρῶνε ἀπό  τά ψίχουλα  πού  πέφτουν ἀπό  τό τραπέζι  τῶν  κυρίων τους».  Τότε ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπάντησε: «Μεγάλη εἶναι ἡ πίστη σου, γυναίκα!  Ἅς γίνει ὅπως τό θέλεις». Κι ἀπό κείνη τήν ὥρα γιατρεύτηκε ἡ θυγατέρα της.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄Κορ. 6,16-7,1)

Ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐστε  ναὸς  Θεοῦ ζῶντος,  καθὼς  εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι  λαός.  Διὸ ἐξέλθατε ἐκ  μέσου  αὐτῶν  καὶ ἀφορίσθητε,  λέγει  Κύριος,  καὶ ἀκαθάρτου  μὴ ἅπτεσθε,  κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί,  καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς  μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ἐσεῖς εἶστε ναός τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε: Θά κατοικήσω ἀνάμεσά τους καί θά πορεύομαι μαζί τους. Θά εἶμαι Θεός τους, κι αὐτοί θά εἶναι λαός μου. Γι’ αὐτό λέει ὁ Κύριος: Φύγετε μακριά ἀπ’ αὐτούς καί ξεχωρίστε. Μήν ἀγγίζετε ἀκάθαρτο πράγμα, κι ἐγώ θά σᾶς δεχτῶ. Θά εἶμαι γιά σᾶς ὁ Πατέρας, κι ἐσεῖς θά εἶστε γιοί καί θυγατέρες μου, λέει ἀκόμα ὁ παντοκράτορας Κύριος.

ΤΟ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟ ΕΡΓΟ ΜΑΣ!

 

«(Ο όσιος της εποχής μας μέγας Γέρων Παΐσιος ο αγιορείτης) καλλιεργώντας τη μετάνοια διάβαζε συχνά τον Μεγάλο Κανόνα τον οποίο έμαθε απ’  έξω. Επίσης του άρεσε και τον βοηθούσε στη μετάνοια η προσευχή του Μανασσή. Όταν την έλεγε με πνεύμα συντετριμμένο και ψυχή ταπεινωμένη, γονάτιζε, κολλούσε στο έδαφος, ισοπεδώνετο. Το πόση βαρύτητα έδινε ο Γέροντας στη συντριβή και τη μετάνοια, που τη θεωρούσε ως το κυριότερο έργο του μοναχού, φαίνεται και από το εξής χωρίο που είχε γράψει με μολύβι στον τοίχο του μικρού του καλυβιού στη Σκήτη των Ιβήρων. “Και ποία μελέτη υπάρχει ανωτέρα της μελέτης του κλαυθμού; Και ευκαιρεί ο μοναχός από τον κλαυθμό;”» (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου, Άγιον Όρος, σελ. 418).

Δεν μεταφέρουμε κάτι άγνωστο όταν λέμε ότι ο αγαπημένος άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης ήταν κατεξοχήν άνθρωπος της μετάνοιας. Η μετάνοια γι’ αυτόν ήταν ο αδιάκοπος αγώνας της καθημερινότητάς του, ο οποίος θεμελιωνόταν στην επίγνωση του τι σημαίνει χριστιανική ζωή. Χριστιανική ζωή σημαίνει πορεία μετανοίας, κατά την προτροπή και εντολή του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού, από τη στιγμή που ξεκίνησε τη δημόσια δράση Του στον κόσμο. «Μετανοείτε˙ ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών» ήταν τα πρώτα λόγια Του. Με τον ερχομό του Κυρίου ήλθε και η Βασιλεία του Θεού – ο Χριστός είναι η Βασιλεία του Θεού – και ο μόνος τρόπος εισόδου στη Βασιλεία αυτή, σχέσεως δηλαδή με Εκείνον,  είναι ο δρόμος της μετάνοιας. Κι ασφαλώς μετάνοια σημαίνει όχι απλώς μία αποδοχή κάποιων σφαλμάτων και αμαρτημάτων μας αλλά δυναμική και έμπονη πορεία διαρκούς επιστροφής μας  προς τον Θεό Πατέρα, το σπίτι μας και τον εαυτό μας – βρίσκουμε την ταυτότητά μας και τη θέση μας διά της μετανοίας. Το «εις εαυτόν ελθών» του προτύπου της μετανοίας ασώτου υιού κατά τη γνωστή ομώνυμη παραβολή του Κυρίου, και το «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου» συνιστούν τα κεντρικά και δομικά στοιχεία που συνθέτουν την όντως μετάνοια, πέραν των όποιων «καρικατούρων» αυτής.

Λοιπόν ο άγιος μέγας Γέρων ήταν ο άνθρωπος της μετανοίας. Την θεωρούσε μάλιστα, όπως σημειώνει το παραπάνω απόσπασμα, «ως το κυριότερο έργο του μοναχού», αλλά και κάθε χριστιανού θα προσθέταμε. Σε ερώτηση για παράδειγμα ηλικιωμένου μοναχού προς αυτόν για το τι ζητά στην πνευματική του ζωή απάντησε: «Ζητώ από τον Θεό να γνωρίσω τον εαυτό μου. Αν γνωρίσω τον εαυτό μου, θα ’χω μετάνοια. Αν έρθει η μετάνοια, θα έρθει η ταπείνωση, μετά η χάρη. Γι’ αυτό ζητώ μετάνοια, μετάνοια, μετάνοια. Μετά ο Θεός στέλνει τη χάρη Του».

Η εκζήτηση της μετάνοιας από τον Θεό όμως – κι αυτό είναι το ιδιαίτερο που βλέπουμε και στο αρχικό κείμενό μας – δεν εξαντλείτο στο συγκεκριμένο αίτημα: «δώσε μου μετάνοια». Αξιοποιούσε ο όσιος οποιαδήποτε άλλη προσευχή που αναφερόταν στη μετάνοια, όπως και εφεύρισκε τρόπους που θα υπενθύμιζε στον εαυτό του τη μοναδική αυτή οδό εύρεσης του Θεού μας – με τη συμμετοχή πάντοτε και του ίδιου του σώματός του διά της γονυκλισίας και του «ισοπεδώματός» του στο πάτωμα. Κι είναι χαρακτηριστική η επιλογή των προσευχών: ο Μέγας Κανών του αγίου Ανδρέου Κρήτης που η Εκκλησία μας προβάλλει κατεξοχήν την πέμπτη εβδομάδα των Νηστειών˙ η προσευχή του Μανασσή που επίσης ιδίως διαβάζεται στο Μεγάλο Απόδειπνο της Μεγάλης Σαρακοστής. Δύο προσευχές, εκτεταμένη η μία, πιο σύντομη η άλλη, που στοχεύουν στην «καρδιά» του ανθρώπου, όταν αυτός είναι καλοπροαίρετος και θέλει τον Θεό στη ζωή του, και τον προκαλούν να προχωρεί από μετάνοια σε βαθύτερη και καθαρότερη μετάνοια, για να θυμηθούμε και τον όσιο Συμεών τον νέο θεολόγο.

Κι ακόμη, η εφευρετικότητά του στο θέμα αυτό: να γράψει με μολύβι στον τοίχο της καλύβης του, για διαρκή πρόκλησή του, τα πατερικά λόγια που θυμίζουν τα δάκρυα και το πένθος της μετάνοιας. Πέραν του φωτισμού που είχε από τον Κύριο, πρέπει στο συγκεκριμένο σημείο να πήρε αφορμή από την Κλίμακα του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, ο οποίος αναφέρει την περίπτωση μοναχού που έλεγχε τον εαυτό του, γράφοντας στον τοίχο κι αυτός του κελιού του όλα τα ονόματα των μεγάλων και υψηλών αρετών. Κάτι παρόμοιο δεν έκανε και ο σύγχρονος του Παϊσίου μέγας κι αυτός όσιος Γέρων Πορφύριος, ο οποίος είχε αναρτήσει στο κελί του με καλλιγραφικά γράμματα απόσπασμα από τον άγιο Συμεών τον νέο θεολόγο, που παρακινούσε στο να βλέπει ο χριστιανός όλους τους ανθρώπους με τον τρόπο που λέει ο Κύριος: ως εικόνες δικές Του!

Το παράδειγμα του αγίου Παϊσίου εν προκειμένω είναι και για κάθε χριστιανό κάθε εποχής: χρειάζεται κι εμείς να θεωρήσουμε τη μετάνοια ως την προτεραιότητα της ζωής μας, γιατί αυτό ζητά ο Κύριος, και να θέτουμε σε λειτουργία το μυαλό μας ώστε να εφευρίσκουμε δικούς μας τρόπους υπενθύμισης της προτεραιότητας αυτής. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι την πίστη μας τη λαβαίνουμε υπ’ όψιν μας σοβαρά.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΤΗΡΩΝ

«Αυτός ο άγιος μάρτυς έζησε κατά τους χρόνους των βασιλέων  Μαξιμιανού και Μαξίμου και καταγόταν από την Αμάσεια του Πόντου, από ένα χωριό που λεγόταν Χουμιαλοί. Μόλις συγκαταλέχτηκε στη στρατιά των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσυλλέκτων στρατιωτών, υπό την εξουσία του αξιωματικού Βρύγκα, εξετάστηκε από αυτόν, οπότε ομολόγησε ότι ο Χριστός είναι Θεός, ενώ καταχλεύασε τα σεβάσματα των ειδωλολατρών σαν άψυχα ξόανα και έργα χειρών ανθρώπων. Κι όταν του δόθηκε η ευκαιρία, δεν έμεινε άπρακτος, αλλά σκέφτηκε και προέβη στο μέγιστο από τα έργα: κατέκαψε το είδωλο της μητέρας των θεών, όπως οι ειδωλολάτρες παραφρονώντας λένε. Γι’ αυτόν τον λόγο και συνελήφθη, κι αφού ομολόγησε ότι αυτός ήταν ο αυτουργός του εμπρησμού, πρώτα μεν τον χαράκωσαν κρεμασμένο με σιδερένια νύχια, έπειτα τον έριξαν μέσα σε καμίνι φωτιάς και εκεί τελειώθηκε. Τελείται δε η σύναξή του στο αγιότατο Μαρτύριό του, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου, κατά το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας των Νηστειών, όταν έγινε και το θαύμα από αυτόν των κολύβων και έσωσε έτσι τον ορθόδοξο λαό από τη μιασμένη βρώση των ειδωλοθύτων».

Η συντριπτική πλειοψηφία των ύμνων της Εκκλησίας μας σήμερα αναφέρεται σ’ αυτό που δηλώνει το όνομα του αγίου Θεοδώρου: δώρο Θεού. Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος της ακολουθίας του, διαρκώς τονίζει ότι ο άγιος είναι «επώνυμος των θείων δωρεών», ότι «δωρίστηκε ως δώρο Θεού» στους ανθρώπους, ότι είναι «θείων δωρεών και πράγμα και όνομα». Ήδη μάλιστα στο πρώτο στιχηρό του εσπερινού διαβάζουμε: «Ο Χριστός σε έδωσε στην οικουμένη σαν δώρο που φέρνει πλούτο, Θεόδωρε, γιατί δέχτηκε σαν ευεργέτης Θεός το δώρο σου, δηλαδή το τίμιο αίμα σου, που χύθηκε γι’ Αυτόν και προσφέρθηκε σ’ Αυτόν με το ζήλο της ευσέβειας». Με άλλα λόγια, κατά τον Θεοφάνη, ο Θεόδωρος είναι το αντίδωρο του Θεού στην Εκκλησία, αφού έλαβε τον ίδιο ως δώρο και  τον προσέφερε έπειτα σε όλους.

Η επισήμανση του αγίου υμνογράφου είναι πολύ σημαντική: Ό,τι προσφέρουμε εν αγάπη στον Θεό, ο Θεός δεν το «κρατάει» για τον εαυτό Του, αλλά μας το προσφέρει πολλαπλασιασμένο ως ευεργεσία δική μας. Του προσφέρουμε για παράδειγμα την προσευχή μας; Την μεταποιεί σε χάρη Του προς ίαση της ψυχής και του σώματός μας. Κι όχι μόνο για εμάς, αλλά και για όλη την οικουμένη. Του προσφέρουμε – πάντα βεβαίως με την ενίσχυση Εκείνου – την υπακοή μας ως κατάθεση της θελήσεώς μας στο θέλημά Του; Παίρνει την υπακοή μας και την κάνει δική Του υπακοή σε εμάς. Γι’ αυτό και κατά την πίστη μας μεγαλύτερη ευεργεσία στο ανθρώπινο γένος από την παρουσία των αγίων ως ανθρώπων προσφερομένων στον Θεό δεν υφίσταται. Οι άγιοι είναι οι ευεργέτες της ανθρωπότητας, έστω κι αν ο κόσμος δεν κατανοεί τίποτε περί αυτού. Ο Θεός μας τους γνωρίζει, τους αποδέχεται, τους κάνει πρεσβευτές μας για την υπέρβαση των όποιων δυσκολιών μας στον κόσμο. Και το μεγαλύτερο αντίδωρο του Θεού στον κόσμο για το μεγαλύτερο δικό μας δώρο σε Αυτόν: την ίδια την Παναγία μας,  είναι ο ερχομός Του σε εμάς. Εκείνη δηλαδή δωρίστηκε σε Αυτόν κι Εκείνος την προσέλαβε και την έκανε σάρκα Του προκειμένου να έρθει στον κόσμο ως άνθρωπος. «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα». Συνεπώς  ό,τι κάνουμε για χάρη του Θεού δεν είναι «χαμένος» χρόνος, όπως πιστεύουν ορισμένοι εκτός της πίστεως, αλλά ο πολυτιμότερος χρόνος της ζωής μας. Είπαμε, επανακάμπτει σε εμάς και μάλιστα πολλαπλασιασμένο εκ μέρους του Κυρίου μας.

Επεκτεινόμαστε στην αλήθεια αυτή, διότι ακριβώς αυτό πρώτιστα τονίζει ο άγιος Θεοφάνης. Κι είναι πολύ παρήγορα τα τροπάριά του, διότι αναφέρονται σε όλες τις διαστάσεις του ανθρωπίνου βίου, ιδίως τις θλίψεις και τις δοκιμασίες που υφιστάμεθα, και στις οποίες ο άγιος Θεόδωρος, ως όργανο του Θεού, έρχεται ως σωτήρας και βοηθός. «Τη θεοδώρητη χάρη των θαυμάτων σου, μάρτυς Θεόδωρε - σημειώνει για παράδειγμα - απλώνεις σε όλους που προστρέχουν με πίστη σε σένα, διά της οποίας σε δοξολογούμε λέγοντας: Λυτρώνεις τους αιχμαλώτους, θεραπεύεις τους αρρώστους, πλουτίζεις τους φτωχούς και διασώζεις τους πλέοντες» (δοξαστικό εσπερινού). «Σώσε με από τη θλίψη που με κατέχει, με τις πρεσβείες σου, μάρτυρα Χριστού, ομαλοποιώντας όλη την τραχύτητα της ζωής μου» (ωδή γ΄).

Κι ακόμη περισσότερο ο άγιος Θεόδωρος, κατά τον Θεοφάνη, εκτός από τις επεμβάσεις του για τις εξωτερικές δυσκολίες της ζωής, επεμβαίνει και για τις εσωτερικές, δηλαδή τις ψυχολογικές και πνευματικές δυσκολίες, προερχόμενες είτε από τις δαιμονικές επιθέσεις είτε από τα ίδια τα πάθη μας. Σε ένα από τα πιο ωραία τροπάριά του της έκτης ωδής επισημαίνει: «Επειδή υπήρξες θερμότατος υπερασπιστής της ευσεβούς πίστεως και έλεγξες αυστηρά την πλάνη των ειδώλων, εξαφάνισε από την ψυχή μου τις φαντασίες των δαιμόνων και τις εικόνες των παθών». Η εκζήτηση της βοήθειας του αγίου Θεοδώρου για όλες τις περιστάσεις της ζωής μας συνιστά πια μονόδρομο. Έχουμε πρεσβευτή ισχυρότατο, δοσμένο σε εμάς από τον Θεό μας.

16 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΠΑΜΦΙΛΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Αυτοί οι ένδοξοι μάρτυρες, κατά το έκτο έτος του διωγμού του Διοκλητιανού, οδηγήθηκαν στο μαρτύριο από διάφορες πόλεις και διάφορα επαγγέλματα και αξιώματα, και συνενώθηκαν στη μία πίστη του Χριστού. Ο τρόπος της συλλήψεώς τους έγινε ως εξής: Την ώρα που επρόκειτο αυτοί να διαβούν τις πύλες της πόλης της Καισαρείας, οι φύλακες ζήτησαν να μάθουν ποιοι ήταν και από πού έρχονταν. Αυτοί αποκάλεσαν τους εαυτούς τους χριστιανούς και πατρίδα έχουν την άνω Ιερουσαλήμ. Γι’ αυτόν τον λόγο συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα Φιρμιλιανό, με αποτέλεσμα του μεν Ηλία και αυτών που ήταν μαζί του, μετά από πολλά βασανιστήρια, να κόψουν τα κεφάλια, όπως παρομοίως έκοψαν τα κεφάλια και του Παμφίλου και των υπολοίπων. Ο δε Πορφύριος, επειδή επιζητούσε το σώμα του κυρίου του Παμφίλου, συνελήφθη κι αυτός και παραδόθηκε στη φωτιά. Το ίδιο και ο Ιουλιανός, επειδή ασπαζόταν τα σώματα των αγίων, ρίχτηκε στις φλόγες. Αλλά κι ο Θεόδουλος, σταυρώθηκε σε ξύλο,  και μαρτύρησε έτσι. Τελείται δε η σύναξή τους στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Σαν άλλοι δώδεκα απόστολοι προβάλλονται από την Εκκλησία μας σήμερα οι άγιοι δώδεκα μάρτυρες: ο ιερέας Πάμφιλος, ο Ουάλης, ο Σέλευκος, ο Δανιήλ, ο Θεόδουλος, ο Ησαΐας, ο Ιερεμίας, ο Ηλίας, ο Πορφύριος, ο Παύλος, ο Ιουλιανός και ο Σαμουήλ, κι αυτό  λόγω του λογισμού τους που κινούνταν με τον ίδιο ζήλο των αποστόλων, ως προς τη σταθερότητα της πίστης τους και την αφοβία τους απέναντι στα μαρτύρια.  «Καθώς γίνατε ισάριθμοι με τους αποστόλους, αθλοφόροι, αναλάβατε λογισμό ίδιου ζήλου με αυτούς, χωρίς να φοβηθείτε την άθεη ωμότητα των τυράννων. Αλλά αφού κηρύξατε με ανδρεία και σταθερότητα τον Σωτήρα, υπομείνατε τις στρεβλώσεις των μελών» (στιχηρό εσπερινού). Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος προβαίνει και στην ερμηνεία αυτής της ταυτότητας λογισμού τους και της χαρισματικής εμμονής τους στο μαρτύριο, μολονότι προέρχονταν οι περισσότεροι από διαφορετικές περιοχές και δεν σχετίζονταν προ του μαρτυρίου μεταξύ τους: «Η δωδεκάριθμη φάλαγγα συγκροτήθηκε από τη δύναμη του Παναγίου Πνεύματος» (ωδή α΄). Το Άγιο Πνεύμα δηλαδή ήταν Εκείνο που τους ένωσε, όπως γενικά ενώνει κατά τρόπο ουσιαστικό τους ανθρώπους, έστω και αν μεταξύ τους μπορεί να είναι άγνωστοι. Πρόκειται για μία αλήθεια που είχε επισημανθεί ήδη απαρχής του χριστιανισμού, όχι μόνον από τους ίδιους τους χριστιανούς, αλλά και από τους ειδωλολάτρες: οι χριστιανοί γνωρίζονται, έλεγαν, και πριν ακόμη γνωριστούν. Είναι η μία πίστη, ο ένας Κύριος, το ένα βάπτισμα που ακριβώς ενεργοποιεί σ’ αυτούς την παρουσία του Αγίου Πνεύματος και κάνει ένα τις καρδιές τους.

Το γεγονός της ενότητας των δώδεκα μαρτύρων, έστω και χωρίς γνωριμία πριν από το μαρτύριό τους, κάνει τον άγιο υμνογράφο να τους δει και ως σμικρογραφία της ίδιας της Εκκλησίας. Η Εκκλησία αποτελεί το σώμα του Χριστού που περιλαμβάνει όλους τους πιστούς ανθρώπους ανά τον κόσμο, ανεξάρτητα από φυλή, γλώσσα, φύλο, μόρφωση, κοινωνική τάξη. Το ενοποιό στοιχείο είναι, όπως είπαμε, η μία πίστη, το ένα βάπτισμα, ο ένας Κύριος. Το κοινό τους μαρτύριο λοιπόν, παρ’ όλη τη διαφορετικότητά τους, είναι μία εξαγγελία αυτού που είναι η Εκκλησία: η αγκαλιά του Κυρίου για όλους τους ανθρώπους. Στην τετάρτη ωδή μάς το τονίζει: «Ήλθατε από ποικίλα πολιτεύματα και αξιωθήκατε να διασώζετε εν σμικρώ ολόκληρο τον τύπο της Εκκλησίας, γι’ αυτό και με συμφωνία κραυγάζετε: Δόξα στη δύναμή Σου, Κύριε».

Χρειάζεται όμως να επεκτείνουμε αυτό που προηγουμένως ανέφερε ο άγιος Θεοφάνης, ότι δηλαδή η ενότητα των δώδεκα μαρτύρων ήταν απόρροια της παρουσίας του αγίου Πνεύματος. Κι είναι μία διευκρίνιση που κάνει όχι μία φορά ο άγιος υμνογράφος. Το Άγιο Πνεύμα συγκρότησε σε μία φάλαγγα και τους δώδεκα, διότι βρήκε έτοιμη την καρδιά τους για κάτι τέτοιο. Τους βρήκε δηλαδή, κατά το ίδιο το όνομα του αγίου Παμφίλου, σε ετοιμότητα αγάπης, φιλίας, προς τον Χριστό. Μόνον όποιος έχει μεταθέσει εν αγάπη την ύπαρξή του σε Εκείνον, μπορεί να δει ενεργούσα μέσα του και την ενοποιό παρουσία του Πνεύματος του Θεού. «Αγάπησες τα θεία θελήματα του Χριστού κι έτσι αναδείχτηκες φιλόχριστος σωτήρας των πιστών, γενναιόφρον Πάμφιλε», μας λέει το κοντάκιο της εορτής. Κι αλλού, στους στίχους του συναξαρίου: «Αγαπώντας ο Πάμφιλος Εσένα, Λόγε, παραπάνω από όλα, και την αποτομή της κεφαλής του την θεωρούσε αγαπητή».

15 Φεβρουαρίου 2024

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ

Και η ίδια η λέξη προκαλεί σε πολλούς πανικό και απόγνωση. Δεν είναι τυχαίο ότι κάποιοι δεν θέλουν να αναφέρουν ούτε καν το όνομά του˙ επιλέγουν άλλα ονόματα πιο… ήπια, πιο… χαλαρά – ίσως για να «ξορκίσουν» το κακό! Σαν την τρικυμιώδη θάλασσα του «Ειρηνικού» ωκεανού, σαν τον «εύξεινο» αφιλόξενο Πόντο! Κατ’ ευφημισμό! Κι αυτό γιατί; Διότι η συγκεκριμένη αρρώστια είναι συνδεδεμένη άμεσα με τον θάνατο – καρκίνος ίσον αργός και βασανιστικός θάνατος για τους περισσοτέρους! Είναι όμως έτσι; Παλαιότερα ίσως. Τώρα όμως με τόση πρόοδο στην ιατρική γνώση και τεχνολογία όχι. Όχι τόσο τουλάχιστον. Διότι υπάρχουν πολλοί τύποι του καρκίνου που αντιμετωπίζονται οριστικά και εντελώς, έστω και μέσα από διαδικασία συχνά οδυνηρή. Και βεβαίως δεν θέλουμε να μιλήσουμε για την πνευματική διάσταση της αρρώστιας αυτής, όπως την εξέφρασε ο σύγχρονος άγιος μέγας Πορφύριος, ο οποίος και εκείνος είχε γνωρίσει πάνω στο σώμα του τι σημαίνει καρκίνος – ως εκπλήρωση ίσως της νεανικής βαθιάς επιθυμίας του ο Θεός να επιτρέψει και γι’  αυτόν την «ευλογία» αυτή! «Με τον καρκίνο έχει γεμίσει ο Παράδεισος» είχε πει, για να δηλώσει ότι ναι μεν μπορεί να μην υπάρχουν πολλά περιθώρια ίασης του ασθενούς (τότε που το έλεγε ξαναλέμε δεν είχε προχωρήσει τόσο η επιστήμη στον τομέα της θεραπευτικής αντιμετώπισής του), όμως αφήνει χρόνο για μετάνοια. Και ποια ισχυρότερη πρόκληση μετανοίας από εκείνον που γνωρίζει ότι επίκειται μετά από λίγο η αναχώρησή του από τον κόσμο αυτό;

Η ημέρα όμως σήμερα είναι αφιερωμένη όχι γενικά στον πάσχοντα από  καρκίνο, αλλά στην εμφάνισή του σε παιδιά. Κι αυτό από μόνο του αναμοχλεύει τα έγκατα της ψυχής κάθε φυσιολογικού ανθρώπου. Γιατί το παιδί είναι πράγματι ό,τι ιερότερο και ωραιότερο υφίσταται πάνω στη γη μας. Ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός δεν μας το έδειξε με τον πιο εμφανή τρόπο; Αγκάλιαζε τα παιδιά, τα ήθελε κοντά Του, τα ευλογούσε. Κι όταν κι οι μαθητές Του κάποια στιγμή πήγαν να τα εμποδίσουν να Τον πλησιάσουν, «αγρίεψε» και εξανέστη: «Αφήστε τα παιδιά να έρθουν κοντά μου» είπε. «Γιατί σ’ αυτά ανήκει η Βασιλεία των Ουρανών». Και: «οι άγγελοι των παιδιών έχουν τη μεγαλύτερη παρρησία ενώπιον του Θεού»! Να η αποκάλυψη του Κυρίου: Μας άνοιξε τα μάτια για να μας πει ποιοι είναι οι κάτοικοι του Παραδείσου. Είναι τα παιδιά. Κι όχι μόνο τα ευρισκόμενα στην ηλικία αυτή, αλλά και οι μετέπειτα κάθε ηλικίας ως προς τον τρόπο της ζωής, εσωτερικά και καρδιακά. «Εάν δεν στραφείτε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, απονήρευτοι δηλαδή και αθώοι, δεν πρόκειται να εισέλθετε στη Βασιλεία του Θεού». Γι’ αυτό και ο μεγάλος απόστολος Παύλος τόνιζε και εξήγγελλε και προέτρεπε: «Να γίνεστε σαν τα νήπια. Όχι ασφαλώς από ηλικίας, τούτο δεν γίνεται, αλλά από πλευράς κακίας. Στο μυαλό σας όμως να γίνεστε τέλειοι».

Κι έρχεται λοιπόν πάνω στα λουλούδια αυτά που θάλλουν μία απαρχή μαρασμού. Κι έρχεται στον ήλιο μία κηλίδα. Κι έρχεται στη χαρά της χάρης τους η σκιά του πόνου. Και θέλεις να κλάψεις και να κραυγάσεις – ένα «γιατί;» πάει αυθόρμητα να βγει από την καρδιά σου. Μα, κοντοστέκεσαι. Γιατί ξέρεις, ως χριστιανός, ότι πίσω από κάθε «γιατί;» κρύβεται, για να θυμηθούμε την αγία γερόντισσα Γαβριηλία (Παπαγιάννη), το «εγώ» του ανθρώπου. Και το μόνο που παλεύεις να κάνεις είναι να κλίνεις το γόνυ στο άγνωστο και απροσπέλαστο στην ανθρώπινη σκέψη θέλημα του Θεού. Δεν ξέρουμε το άγιο σχέδιό Του για τα μπουμπούκια αυτά της ζωής. Το μόνο που με ασφάλεια γνωρίζουμε είναι ότι βρίσκονται μέσα στην άπειρη αγάπη Του και μέσα στη δική Του χαρά. Ταπεινά λοιπόν και με επίγνωση των μικρών ορίων μας τι κάνουμε; Αφενός κινητοποιούμαστε με όλες τις δυνάμεις μας για την από πλευράς ανθρώπινης αντιμετώπιση της κηλίδας πάνω στον ήλιο – υποκλινόμαστε στα χέρια του Θεού και των αγίων που βρίσκουν δίοδο και έκφραση μέσα από τα χέρια των ιατρών μας – αφετέρου προκαλούμαστε για έμπονη και καρδιακή προσευχή ώστε να «πιέσουμε» τον Θεό μας και να Τον «νικήσουμε» για την ίαση των αγγελικών αυτών πλασμάτων.

Όπως κι αν είναι όμως τα πράγματα, ο παιδικός καρκίνος μας φέρνει στον νου τα μαρτυρικά παιδιά της Βηθλεέμ. Γιατί αυτά θεωρούνται ως οι πρώτοι μάρτυρες του Κυρίου, που θα πει οι πρώτοι ένδοξοι κάτοικοι του Παραδείσου. Παιδάκια με καρκίνο: αγγελούδια που πάσχουν˙ αγγελούδια που πέφτει επάνω τους όλο το φως του Ουρανού και κάθε ίνα της σάρκινης καρδιάς μας!