19 Φεβρουαρίου 2024

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΦΙΛΟΘΕΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ

«Ἡ Ὁσία Φιλοθέη γεννήθηκε (1522) στὴν τουρκοκρατούμενη τότε Ἀθήνα. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς της ὀνομάζονταν Ἄγγελος καὶ Συρίγα Μπενιζέλου. Ἡ μητέρα της ἦταν στείρα καὶ ἀπέκτησε τὴν Ἁγία μετὰ ἀπὸ θερμὴ καὶ συνεχὴ προσευχή. Μαζὶ μὲ τὴν χριστιανικὴ ἀνατροφή, ἔδωσαν στὴ μοναχοκόρη τους καὶ κάθε δυνατή, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, μόρφωση. Ἔτσι ἡ Ρηγούλα, αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομά της προτοῦ γίνει μοναχή, ὅσο αὔξανε κατὰ τὴν σωματικὴ ἡλικία, τόσο προέκοπτε καὶ κατὰ τὴν ψυχή, ὅπως λέει τὸ συναξάρι της.

Σὲ ἡλικία 14 χρονῶν, οἱ γονεῖς της τὴν πάντρεψαν μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς Ἀθήνας. Ἀργότερα, ἀφοῦ πέθαναν οἱ γονεῖς καὶ ὁ σύζυγός της, ήρθε ἡ ὥρα νὰ πραγματοποιήσει ἕνα μεγάλο πόθο της. Ἀφιερώνεται ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Χριστό, γίνεται μοναχὴ καὶ παίρνει τὸ ὄνομα Φιλοθέη. Οἰκοδόμησε ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι μὲ ἀρκετὰ κελιά, στὸ ὁποῖο καὶ ἔδωσε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα πού τόν εἶδε σέ ὅραμα, γιὰ νὰ τὸν τιμήσει. Τὸ μοναστήρι αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα σῳζόταν στὴν Ἀθήνα, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐπὶ πολλὰ ἔτη μετὰ τὴν κοίμηση τῆς Ἁγίας καὶ ἦταν πλουτισμένο, ὄχι μόνο μὲ ὑποστατικὰ καὶ διάφορα μετόχια, ἀλλὰ καὶ μὲ πολυειδὴ χρυσοΰφαντα ἱερατικὰ ἄμφια καὶ σκεύη, ἀπαραίτητα γιὰ τὶς ἐτήσιες ἱερὲς τελετὲς καὶ ἀγρυπνίες. Προπαντὸς ὅμως τὸ μοναστήρι σεμνυνόταν καὶ ἐγκαλλωπιζόταν μὲ τὸ θησαυρὸ τοῦ τιμίου καὶ ἁγίου λειψάνου τῆς Ἁγίας, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀποθησαυρισμένο καὶ ἀποτεθειμένο στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὅπου καὶ τὸ ἀσπάζονταν μὲ εὐλάβεια ὅλοι οἱ Χριστιανοί.

Τὸ παράδειγμά της νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Χριστό, τὸ ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλες νέες. Σὲ λίγο διάστημα, ἡ μονὴ ἔφθασε νὰ ἔχει διακόσιες ἀδελφές. Ἡ μονὴ τῆς Ὁσίας Φιλοθέης γίνεται πραγματικὸ λιμάνι γιά ὅλους τούς κατατρεγμένους. Ἡ Ὁσία, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν Τούρκων, οἰκοδομεῖ διάφορα φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα, νοσηλευτήρια, ὀρφανοτροφεῖα, «σχολεῖα διὰ τοὺς παῖδας τῶν Ἀθηναίων, διὰ ν’ ἀνοίξῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν πρὸς τὴν παράδοσιν καὶ τὴν δόξαν τῶν προγόνων των». Διδάσκει μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὴ ζωή της. Ἰδιαίτερες εἶναι οἱ φροντίδες της γιὰ νὰ σώσει ἀπὸ τὸν ἐξισλαμισμὸ ἢ τὴν ἁρπαγὴ τῶν Τούρκων τὶς νέες Ἑλληνίδες.

Ἡ ὅλη ὅμως δράση τῆς Ἁγίας Φιλοθέης ἐξαγρίωσε κάποτε τοὺς Τούρκους. Κάποια στιγμὴ τὴν συλλαμβάνουν καὶ ἐκείνη μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολογεῖ: «Ἐγὼ διψῶ νὰ ὑπομείνω διάφορα εἴδη βασανιστηρίων γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ». Ὅλοι πίστευαν ὅτι ἡ Φιλοθέη ἐντὸς ὀλίγου θὰ ἐτελειοῦτο διὰ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Ὅμως, κατὰ θεία βούληση, τὴν τελευταία σχεδὸν στιγμὴ πρόφθασαν κάποιοι Χριστιανοὶ καὶ καταπράϋναν τὸν ἡγεμόνα μὲ διάφορους τρόπους. Ἔτσι πέτυχαν νὰ ἐλευθερώσουν τὴν Ἁγία, ἡ ὁποία συνέχισε τό πνευματικό καί φιλανθρωπικό καί ἱεραποστολικό ἔργο της. Μάλιστα πέρασε στὴ νῆσο Τζιὰ (Κέα), ὅπου πρὸ πολλοῦ εἶχε οἰκοδομήσει μετόχι, γιὰ νά ἀποστέλλει ἐκεῖ τὶς μοναχὲς ἐκεῖνες ποὺ φοβοῦνταν γιὰ διαφόρους λόγους νὰ διαμένουν στὴν Ἀθήνα. Στὴν Τζιὰ ἔμεινε ἀρκετὸ χρόνο καὶ κατήχησε θεαρέστως τὶς ἀσκούμενες ἀδελφὲς στὴν ἀκριβὴ τήρηση τῶν κανόνων τῆς μοναστικῆς ζωῆς. Μόλις τελείωσε τὸ ἔργο της ἐκεῖ, ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν Ἀθήνα, ἔχοντας γίνει «δοχεῖον τοῦ ἁγίου Πνεύματος» καί ἐπιτελώντας πολλά θαύματα.

Μάταια οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦν νὰ ἀνακόψουν τὴν δράση της. Ὥσπου μία νύχτα, στὶς 2 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1588, πῆγαν στὸ μονύδριο ποὺ εἶχαν οἰκοδομήσει στὰ Πατήσια (ἔτυχε τότε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου καὶ ἡ Ἁγία μαζὶ μέ τὶς ἄλλες ἀδελφὲς βρίσκονταν στὸν ἱερὸ ναὸ ἐπιτελώντας ὁλονύκτια ἀγρυπνία) καὶ πέντε ἀπὸ αὐτοὺς ἀνέβηκαν στὸν ἐξωτερικὸ τοῖχο καὶ πήδησαν μέσα στὴν αὐλή. Στὴν συνέχεια εἰσέβαλαν στὸ ναό, ὅπου ἅρπαξαν τὴν Ἁγία καὶ τὴν μαστίγωσαν μὲ μανία καὶ βαναυσότητα. Τὸ ἀσκητικό της σῶμα δὲν ἄντεξε πολύ. Ἡ Δορκὰς τῶν Ἀθηνῶν ὑπέκυψε. Εἴκοσι ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὴν κοίμηση τῆς Ἁγίας, ὁ τάφος της εὐωδίαζε. Ἀκόμη, ὅταν μετὰ ἀπὸ ἕνα ἔτος ἔγινε ἡ ἀνακομιδή, τὸ τίμιο λείψανό της βρέθηκε σῶο καὶ ἀκέραιο. Ἐπιπλέον ἦταν γεμάτο μὲ εὐωδιαστὸ μύρο, τρανὴ καὶ λαμπρὴ ἀπόδειξη τῆς θεάρεστης καὶ ἐνάρετης πολιτείας της, πρὸς δόξα καὶ αἶνο τοῦ Θεοῦ καὶ καύχημα τῆς πίστεώς μας. Τὸ ἱερὸ λείψανό της βρίσκεται σήμερα στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Αθηνών».

Ημέρα ξεχωριστής χαράς η σημερινή, και μάλιστα για την Αθήνα, η οποία τιμά ιδιαιτέρως την οσιομάρτυρα Φιλοθέη. Και δικαίως: στην Αθήνα έζησε και αγίασε και μαρτύρησε η αγία. Κι ακόμη περισσότερο: εκεί βρίσκονται και τα τίμια λείψανά της, μέσω των οποίων ο Κύριος καθημερινώς επιτελεί πάμπολλα θαύματα. Η ακολουθία της ημέρας έρχεται να εξαγγείλει αυτήν τη χαρά. «Σήμερα η ένδοξη Αθήνα χαίρεται, γιατί τίθενται σε προσκύνηση τα θεία λείψανα της Φιλοθέης, κι όλος ο λαός κατασπάζεται αυτά με πόθο». Η χαρά όμως, κατά τον υμνογράφο, δεν είναι μόνον για την ύπαρξη των λειψάνων της αγίας. Η πόλη χαίρεται – και μαζί της κάθε πόλη και χώρα -  και για το γεγονός ότι η αγία υπήρξε μία ζωντανή και αληθινή φανέρωση, όσο ζούσε, του ίδιου του Θεού. Διότι φανέρωνε την αγάπη Εκείνου που είναι η ίδια η Αγάπη, σε βαθμό που υπήρξε μία δεύτερη ακένωτη πηγή της κεφαλαιώδους αυτής αρετής. Η οσιομάρτυς δηλαδή όχι μόνον είχε συμπάθεια προς τον συνάνθρωπο, αλλά είχε την αγάπη του Χριστού, η οποία φθάνει σε σημείο θυσίας για χάρη του συνανθρώπου, ακόμη και του θεωρούμενου εχθρού. Κι αυτή η αγάπη του Χριστού, επειδή ακριβώς λειτουργεί στην καρδιά του αληθινού πιστού, δεν τελειώνει ποτέ. «Φάνηκες ατέλειωτη πηγή αγάπης» σημειώνει για την αγία ο υμνογράφος της.

Κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι μία τέτοια αγάπη δεν μπορεί να έχει χαρακτήρα θεωρητικό. Εκφράζεται πάντοτε έμπρακτα, ως προσφορά στον συνάνθρωπο. «Πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και με ποτίσατε, ξένος ήμουν και με περιμαζέψατε», λέει ο ίδιος ο Κύριος. Άλλωστε μία αγάπη που δεν παίρνει συγκεκριμένη μορφή, σταματά να είναι αγάπη. Γίνεται ένα ιδεολόγημα, που εξυπηρετεί μάλλον άλλες σκοπιμότητες. Η αγία Φιλοθέη λοιπόν υπήρξε ένα υπόμνημα αυτής της έμπρακτης αγάπης. Κατά το συναξάρι και κατά τον υμνογράφο συνεπώς, «πρέπει να χαίρεται, γιατί σκόρπισε όλον τον επίγειο πλούτο της για να περιθάλψει τον κάθε αναγκεμένο, κατεξοχήν δε των νέων γυναικών». «Συ, οσία, μοίρασες τον ρευστό πλούτο σου στους αναγκεμένους».

Η προσφορά της αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, διότι υπήρξε σε πολύ δύσκολη εποχή. Δεν έκανε ελεημοσύνες σε εποχή ελευθερίας, που έχει κανείς ίσως την άνεση για κάτι τέτοιο. Η ζωή της όλη, ζωή ελεημοσυνών, βρισκόταν υπό συνεχή παρακολούθηση από τους Τούρκους και απειλείτο διαρκώς. Και στο τέλος δεν απέφυγε πράγματι τον μαρτυρικό θάνατο. Θα έλεγε κανείς ότι υπήρξε στο σκοτάδι το έντονο φως και στον χειμώνα ένα μοσχομύριστο λουλούδι και στη στυγνή δουλεία της Τουρκοκρατίας ένας ζεστός ήλιος. Και όντως έτσι την παρουσιάζει μεταξύ άλλων ο υμνογράφος: «Σαν ολόλαμπρος αστέρας έλαμψες στο σκοτάδι, και σαν ευωδιαστό και μυρόπνοο άνθος άνθησες τον χειμώνα. Σαν φως και σαν ήλιος ανέτειλες χαμογελαστά στην Αθήνα, θερμαίνοντας και φωτίζοντας τους σκοτεινιασμένους από τη στυγνή δουλεία».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας καταλήγουν στο αυτονόητο: να πρεσβεύει η αγία για όλους μας, κυρίως όμως για την αγαπημένη της πόλη. «Πρέσβευε για την πόλη, στην οποία έζησες τη ζωή σου με οσιότητα». Και θα ’λεγε κανείς ότι είναι το πιο επίκαιρο και κρίσιμο αίτημα αυτό για την Αθήνα, όταν βλέπει το πώς την έχουν καταντήσει και οι κάτοικοί της, οι οποίοι σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό σηκώθηκαν και έφυγαν για «καλύτερες» περιοχές, και οι διάφοροι εχθροί της, οι οποίοι κάθε λίγο και λιγάκι, χωρίς κανένα ίχνος σεβασμού στις ομορφιές και τις παραδόσεις της, στα μνημεία και τα προσκυνήματά της, την καταστρέφουν και την διασύρουν παγκοσμίως. Πρέπει να θλίβεται πάρα πολύ η αγιασμένη ψυχή της, βλέποντας αυτά που κάθε φορά διαδραματίζονται «εις τας κλεινάς Αθήνας». Ίσως την προφυλάσσει και ο Κύριος, καλύπτοντας τους οφθαλμούς της, για να μη βλέπει τι ασχήμια υπάρχει, εκεί που υμνήθηκε ο αττικός ουρανός και αναπέμφθηκαν ολόθερμες δεήσεις προς τον Κύριο της δόξης. Η Εκκλησία μας όμως, θέλοντας να βλέπει με αισιοδοξία τα πράγματα και γνωρίζοντας ότι τελικώς το καλό κυριαρχεί επί του κακού,  επιμένει και θα επιμένει: ««Περίσωζε την πόλη σου με τις προσευχές σου προς τον Δεσπότη Χριστό».