«Ο όσιος καταγόταν από την Καισάρεια της Παλαιστίνης
και από δεκαοκτώ ετών ξεκίνησε την ασκητική του ζωή. Μετά εικοσιπέντε έτη
δέχτηκε ιδιαίτερο πειρασμό από μία πόρνη γυναίκα που θέλησε να τον παρασύρει
δόλια στην αμαρτία, καθώς κατέφυγε τάχα χαμένη στην ερημική σπηλιά που ζούσε. Ο
άγιος την περιμάζεψε, αλλά όταν είδε τις προθέσεις της, προτίμησε να ανάψει
φωτιά και να μπει για να καεί, παρά να ενδώσει. Τα λόγια του την ώρα εκείνη ήταν μεγαλειώδη: «Αν μπορείς να υποφέρεις τη φωτιά της γέεννας, αφού
ποθείς την αισχρή ηδονή, υπάκουσε στη γυναίκα και πήγαινε μαζί της». Επόμενο
ήταν και ο ίδιος να διασωθεί από τον πειρασμό με το κάψιμο της σάρκας του, που
την θεράπευσε όμως η χάρη του Θεού, αλλά και η γυναίκα να μετανοήσει και να
οδηγηθεί σε μοναστήρι για τη μετάνοιά της.
Με τη βοήθεια ενός ναυτικού κατέφυγε ο όσιος σ’ ένα
ξερονήσι, για να αποφύγει στο μέλλον οποιονδήποτε παρόμοιο πειρασμό, κι έμεινε
εκεί επί δέκα χρόνια. Πάλι όμως σηκώθηκε και έφυγε, όταν κάποια κοπέλα που
γλύτωσε από ναυάγιο πάνω σε μία σανίδα, έφτασε κοντά του. Και την μεν κοπέλα
την τράβηξε να βγει ο όσιος, αυτός όμως ρίχτηκε στη θάλασσα, καθοδηγούμενος από
δελφίνια. Το σύνθημά του έκτοτε ήταν «Φεύγε, Μαρτινιανέ, μη σε προφθάσει
πειρασμός», οπότε κάποτε έφτασε στην Αθήνα, όπου κι αμέσως εκδήμησε προς τον
Κύριο, ενώ αξιώθηκε ένδοξης ταφής από τον επίσκοπο και όλο τον λαό. Λέγεται δε
και για τις γυναίκες, ότι η μεν πρώτη που πήγε σε μοναστήρι αξιώθηκε να κάνει
θαύματα, η δε άλλη ότι έμεινε υπομονετικά στο ξερονήσι μέχρι το τέλος της ζωής
της, ντυμένη με ανδρικά ρούχα που της τα έφερε ο ναυτικός».
Ο όσιος Μαρτινιανός αποτελεί κλασική περίπτωση νέου
ανθρώπου που αποφάσισε να αφιερωθεί στον Κύριο από αγάπη προς Αυτόν. Δεν είναι
δυνατόν όμως να ακολουθεί κανείς τον Χριστό, χωρίς να αγωνίζεται για την
υπέρβαση των παθών του, διότι «τα πάθη χάλκινο τείχος είναι, που εμποδίζουν από τον Θεό» κατά την γνωστή έκφραση αββά του
Γεροντικού. Κι ακριβώς τούτο τονίζει και ο άγιος ποιητής Θεοφάνης για τον όσιο.
«Μόνασες – σημειώνει – και ανέλαβες τον σταυρό σου, γιατί πόθησες, με τη
νέκρωση των παθών του σώματος, να ακολουθείς Αυτόν που υπέμεινε εκούσια για χάρη σου
Σταυρό και ταφή». Κι ένα κεντρικό στοιχείο της άρσης του σταυρού του ήταν
βεβαίως και ο πειρασμός που αντιμετώπισε από μία δόλια γυναίκα και που τον
ξεπέρασε με τον παραπάνω σημειούμενο συγκλονιστικό τρόπο: να μπει μέσα στη
φωτιά! «Με δόλιες λαλιές της γυναίκας – γράφει ο ποιητής - σου επιτέθηκε ο δυσμενής όφις, όπως παλιά στον Προπάτορα.
Αλλά με τη σοφή σου σκέψη καταργήθηκαν τα σοφίσματά του».
Ο όσιος αναδείχτηκε δικαστής του εαυτού του και μάρτυρας της
συνείδησής του. Χωρίς να δικαστεί από άλλους, σαν τους υπόλοιπους μάρτυρες της
Εκκλησίας, χωρίς να τον ρίξουν σε φωτιά, εκείνος μόνος του και έκρινε τον εαυτό
του και τον καταδίκασε σε φωτιά. Και βγήκε νικητής και στεφανωμένος. «Με τη
θέλησή σου χρημάτισες μάρτυρας και δικαστής και κατήγορος του εαυτού σου –
εκτιμά ο ποιητής. Διότι επειδή φλεγόσουν από άτοπη ηδονή, άναψες για τον εαυτό
σου, πάτερ, πολύ δυνατή φωτιά και τον έριξες στο μέσον της κατακαιόμενος». Και
τι ήταν εκείνο που τον έκανε, έστω και υπό πειρασμόν, να νικήσει; Η θεϊκή φωτιά
της αγάπης του προς τον Χριστό. Η μεγάλη πνευματική φωτιά που νίκησε την
αισθητή. «Μπήκες με προθυμία στη δημιουργημένη από τον Θεό φωτιά, γιατί είχες
μέσα στην καρδιά σου τη θεϊκή φωτιά», θα πει και πάλι ο υμνογράφος.
Ο όσιος Μαρτινιανός εξυψώνεται ενώπιον όλων των γενεών ως
τύπος συνετού και προσγειωμένου ανθρώπου. Γιατί; Διότι είχε επακριβή επίγνωση της αλήθειας του εαυτού του: είναι άνθρωπος αδύναμος που το μόνο στερέωμά του είναι ο
Χριστός και όχι οι δικές του δυνάμεις. Ποιος συνετός άνθρωπος μπορεί να πει ότι
μόνος του τα καταφέρνει όλα, ιδίως τα σχετιζόμενα με την πνευματική ζωή; Μόνον
ένας αλαζόνας, που γι’ αυτό η πτώση του στην αμαρτία σφραγίζει μόνιμα τη ζωή
του. Κι ο άγιος το απέδειξε και με τη δεύτερη περίπτωση, της διάσωσης της
ναυαγισμένης κοπέλας, στο ξερονήσι που βρισκόταν. Σώζει την κοπέλα, μα δεν
εμπιστεύεται τον εαυτό του να παραμείνει ούτε στιγμή κοντά της. Σηκώνεται και
φεύγει αμέσως!
Ο σοφός και άγιος Γέροντας των Αθηνών μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος το εξηγεί: «το θέμα σαρξ τελειώνει με το θέμα πλαξ», δηλαδή όσο η πλάκα του τάφου δεν μας έχει κλείσει, δεν μπορεί κανείς να εμπιστεύεται τη σάρκα του.