«Ο άγιος Βλάσιος έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά
Λικινίου (αρχές 4ου μ.Χ. αι.), ήταν επίσκοπος Σεβαστείας και κατοικούσε σε
κάποιο από τα σπήλαια του Αργαίου όρους. Σ’ αυτό το όρος τα άγρια ζώα
εξημερώνονταν με την ευλογία του Αγίου και φαίνονταν ήσυχα. Επειδή ήταν
έμπειρος και της ιατρικής επιστήμης, επιτελούσε πολλές ιάσεις, έχοντας λάβει
από τον Κύριο και την ενέργεια των θαυμάτων. Συνελήφθη όμως και οδηγήθηκε προς
τον ηγεμόνα Αγρικόλαο. Ομολόγησε το όνομα του Χριστού και γι’ αυτό ο ηγεμόνας
διέταξε να τον κτυπήσουν με ράβδους, να τον αναρτήσουν σε σταυρό και να τον
χαρακώσουν με σιδερένια νύχια. Έπειτα, όταν τον οδηγούσαν στη φυλακή, τον
ακολούθησαν επτά γυναίκες, των οποίων έκοψαν και τα κεφάλια, γιατί και αυτές
ομολόγησαν ότι ο Χριστός είναι Θεός. Ο δε άγιος Βλάσιος, αφού τον έριξαν και στον
βυθό της λίμνης, χωρίς να πάθει απολύτως τίποτε, στη συνέχεια του έκοψαν το κεφάλι, μαζί και με δύο βρέφη
που βρίσκονταν στη φυλακή. Λέγεται ότι αυτός ήταν ο επίτροπος της διάταξης του
μεγαλομάρτυρα Ευστρατίου, κατά τον καιρό του μαρτυρίου αυτού, όπως έχει βρεθεί
να στέκεται εικονισμένος ο άγιος Βλάσιος και σε ένα παλαιό ύφασμα ανάμεσα στους
πέντε αγίους μάρτυρες, πολύ κοντά στον άγιο Ευστράτιο, και να δέχεται από το
χέρι του τον τόμο της διάταξης. Τελείται δε η σύναξή του στο αγιότατο Μαρτύριό
του, που βρίσκεται πλησίον του αγίου Αποστόλου Φιλίππου, στα του Μιλτιάδου».
Ο άγιος Βλάσιος θεωρείται διπλός προστάτης των ανθρώπων:
και για τις παθήσεις του λαιμού και για την αποφυγή των επιθέσεων των αγρίων
ζώων, ειδικά των λύκων και των τσακαλιών. Από το συναξάρι του υπάρχει εύκολα η
εξήγηση: υπήρξε ιατρός, και μάλιστα έφυγε μαρτυρικά με αποτομή της κεφαλής του∙ ο ίδιος στο όρος που ζούσε εξημέρωνε τα άγρια ζώα. Η
υμνολογία της Εκκλησίας μας σημειώνει ως προς το πρώτο, από τους στίχους του συναξαριού του: «Αποκόπηκε με ξίφος ο λαιμός
του Βλασίου, κι έτσι θεραπεύει τις ασθένειες αυτών που πονούν στα λαιμά τους»[1]. Και ως προς το δεύτερο, από στιχηρό του εσπερινού: «Ως
εκείνον που φροντίζει τους πάντες σε υμνούμε, Βλάσιε, και τους ανθρώπους και τα
ζώα που έπασχαν»[2]. Τα καταγεγραμμένα θαύματα του αγίου από την
«ειδικότητά» του αυτή είναι πάμπολλα[3]. Ήδη αναφέρεται ότι πορευόμενος προς το μαρτύριο
θεράπευσε με το άγγιγμα του χεριού του ένα παιδάκι που είχε μείνει άφωνο και
κινδύνευε να πεθάνει από ασφυξία, γιατί είχε καρφωθεί στο λαιμό του ένα
ψαροκόκαλο. Και αυτό συνήργησε στο να θεωρηθεί ο προστάτης των παθήσεων του
λαιμού. Η δε λαογραφία της πατρίδας μας αναφέρει πολλές διηγήσεις και έθιμα που
ακριβώς προβάλλουν την προστασία του αγίου από τα άγρια ζώα[4].
Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος όμως δεν ενδιαφέρεται πρώτιστα
για τα παραπάνω. Εκείνο που τονίζει είναι η κατά Χριστόν πολιτεία του αγίου, το
γεγονός δηλαδή ότι υπήρξε ένθεος ιεράρχης με μεγάλη δραστηριότητα και ότι
μαρτύρησε χάριν της πίστεώς του στον Χριστό. Αιτία γι’ αυτό ήταν ότι προσπάθησε
να ζήσει αυτό που αδιάκοπα μελετούσε στις άγιες Γραφές, και ιδίως το του
αποστόλου Παύλου: «εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος»[5], για μένα ζωή σημαίνει Χριστός και ο θάνατος μού είναι
κέρδος. Πράγματι, ο Χριστός ήταν το κέντρο της ύπαρξής του που το απέδειξε και
με το μαρτύριό του. Σ’ ένα από τα στιχηρά του εσπερινού διαβάζουμε: «Ο Χριστός
ήταν η ζωή σου, παμμακάριε, και ο θάνατος αληθινά δείχτηκε κέρδος με την πίστη
σου, σύμφωνα με τον μέγα Παύλο, Βλάσιε θεόφρον, επειδή για χάρη Του με μεγάλη
προθυμία πέθανες»[6].
Ζώντας λοιπόν τον Χριστό ο άγιος φωτιζόταν ολόκληρος με
το φως Εκείνου, γι’ αυτό και το φως αυτό σκορπούσε παντού: και με τις αστραπές
του κηρύγματός του και με τη λαμπρότητα των θαυμάτων του και με το φέγγος του
μαρτυρίου του. Για τον υμνογράφο δηλαδή ο άγιος Βλάσιος θεωρείται ένα είδος
πνευματικού ήλιου, κοντά στον οποίο τα πάντα έλαμπαν. «Μείωσες τη νύκτα της
αθεΐας – σημειώνει – με τις αστραπές του ιερού κηρύγματος, ήλιε, και φάνηκες να
κοσμείσαι με τις λαμπρότητες των θαυμάτων και με το φέγγος του μαρτυρίου και
γι’ αυτό καταφωτίζεις όλην τη δημιουργία»[7] (ωδή α΄).
Κι αυτό το φως Χριστού που τον διακατείχε, κυρίως την
καρδιά του και έπειτα και όλη την ύπαρξή του, ήταν εκείνο που έκανε τον άγιο να
ξεπερνά όλα τα εμπόδια που έσπερνε ο πονηρός διάβολος στην πορεία του. Για τον
άγιο υμνογράφο το πράγμα είναι σαφές: ο πονηρός πάντα βάζει και θα βάζει
εμπόδια στον άνθρωπο, και μάλιστα τον πιστό που θέλει να ακολουθεί με συνέπεια
τον Κύριο. Ο πιστός όμως μπορεί και πάντα θα μπορεί να ξεπερνά τα εμπόδια με
ένα και μόνον τρόπο: όταν είναι συνδεδεμένος με την πηγή της δύναμης και του
φωτός, τον ίδιο τον Κύριο, που σημαίνει ότι αγωνιζόμενος τον δρόμο της
καθάρσεως της καρδιάς του από τα πάθη, βλέπει την παρουσία Του μέσα του.
«Απόκτησες καρδιά γεμάτη από θείο φωτισμό, γι’ αυτό και εύκολα ξεπέρασες τα
εμπόδια της πλάνης, υποσκελίζοντας τις επιθέσεις των εχθρών, σοφέ, με την
παρουσία σου»[8] (ωδή ζ΄). Θυμίζει αυτό που διαβάζουμε στο Γεροντικό για
τον μέγα άγιο Αντώνιο, ο οποίος έλεγε: «Είδα απλωμένες τις παγίδες του
διαβόλου στη γη και στέναξα και είπα: Ποιος άραγε μπορεί να τις διαβεί
χωρίς να πέσει σ’ αυτές; Κι άκουσα φωνή που έλεγε: Μόνον ο ταπεινόφρων». Ο ταπεινόφρων είναι ο κεκαθαρμένος και φωτισμένος
άνθρωπος, που γίνεται πανίσχυρος λόγω του Χριστού. Η Εκκλησία μας διαλαλεί την αλήθεια αυτή πάντοτε, σήμερα
δε και με την προβολή του αγίου ιερομάρτυρα Βλασίου.
[1] «Λαιμόν Βλάσιος εκκοπείς διά ξίφους, αλγούσι λαιμοίς ρευμάτων είργει
βλάβας».
[2] «Ως προμηθέα σε πάντων υμνούμεν, Βλάσιε, και λογικών θρεμμάτων και
αλόγων πασχόντων».
[3] Ένα από τα πιο ωραία τροπάρια πάνω στην αλήθεια αυτή καταγράφει ο
υμνογράφος στην ωδή ε΄: «Ενθέω πεποιθήσει, προσευχών σου μάστιξι θήρα,
Πάτερ, συνώθησας αποβαλέσθαι την θήραν, ην αδίκως συνέσχε, πιστού γυναίου
πληρών, συμπαθεστάτη καρδία, την αίτησιν, Βλάσιε» (Με βαθειά πίστη Θεού, με
τη μάστιγα των προσευχών σου, Πάτερ Βλάσιε, εξανάγκασες ένα άγριο ζώο να αφήσει
το θήραμά του που το άρπαξε άδικα, εκπληρώνοντας έτσι λόγω της συμπαθέστατης
καρδιάς σου το αίτημα μιας πιστής γυναίκας).
[4] «Ο άγιος Βλάσιος, όταν ξέσπασε ο απηνής διωγμός του Λικινίου (308- 323), αρχικά εγκατέλειψε
τον επισκοπικό θρόνο και εγκαταστάθηκε στο όρος Αργαίο, στην περιοχή της
Καππαδοκίας, μέσα σε ένα σπήλαιο, ως ασκητής και ερημίτης. Στο σπήλαιο, λοιπόν,
αυτό άρχισαν να τον επισκέπτονται διάφορα ζώα, που, όμως, ποτέ δεν τον πείραζαν
και με τα οποία ο Άγιος είχε την ικανότητα να έρχεται σε καθημερινή επαφή και
επικοινωνία και, όταν αυτά ήταν άρρωστα, ύστερα από προσευχή του στον Κύριο,
και να τα θεραπεύει. Ζώντας όπως και ο προπτωτικός άνθρωπος, ο άγιος Βλάσιος
έφτασε σε μια τέτοια αγαπητική προς τα ζώα σχέση, που, λέγεται ότι ήταν
παρόμοια προς αυτήν του αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, που όταν και αυτός τα
έβλεπε μπροστά του τους μιλούσε και τα «καλημέριζε». Τα άγρια ζώα σκλαβώνονταν
από την πραότητα και την ταπείνωση του Αγίου, ημέρευαν και μεταβάλλονταν σε
υποζύγια και κατοικίδια ζώα η, κατά τα λόγια του ιερού Συναξαριστή: «τα
άγρια των ζώων εξημερούμενα διά της ευλογίας του Αγίου χειροήθη εφαίνοντο».
Λέγεται, μάλιστα, ότι πολλές φορές αν δεν τα ευλογούσε και τα χάιδευε με τα
χέρια του δεν απομακρύνονταν από την σπηλιά του.
Αυτός είναι ο λόγος που ο άγιος Βλάσιος θεωρήθηκε διά των αιώνων θεράπων
άγιος και των ζώων γενικά και μαζί με τον άγιο Μόδεστο (16 Δεκ.), τον άγιο
Μάμα, τον άγιο Μηνά (11 Νοεμβρ.) και τον άγιο Φίλιππο (14 Νοεμβρ.) λατρεύεται
από τους βοσκούς και ως ποιμενικός Άγιος, που προστατεύει τα ποίμνια από τα
άγρια σαρκοβόρα ζώα, το τσακάλι και τον κατεξοχήν εχθρό τους, τον λύκο. Σε
περιοχές, μάλιστα, αγροτικές- όπως η Κρήτη και η Λακωνία- ο άγιος Βλάσιος, ως
βουκόλος, με το μοσχαράκι στην αγκαλιά- ένα σύμβολο που τονίζει αυτήν ακριβώς
την προστασία του προς τα ζώα και συνάδει με τις ασχολίες των κατοίκων
αγροτικών περιοχών- καταλαμβάνει, συχνά, θέση ιδιαίτερα τιμητική μέσα στο ιερό
των εκκλησιών» (Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Επίκαιρα θέματα από την Ελληνική Λαογραφία, Λαογραφικά του αγίου Βλασίου, στο: anadromes.blogspot.com).
[5] Φιλ. 1, 21.
[6] «Χριστός το ζην σοι, παμμάκαρ, και το θανείν αληθώς κέρδος εδείχθη
πίστει, κατά Παύλον τον μέγαν, Βλάσιε θεόφρον, επεί δι’ αυτόν προθυμότατα
τέθνηκας».
[7] «Νύκτα αθεῒας αστραπαίς του ιερού κηρύγματος απομειώσας, φωστήρ, κοσμούμενος εδείχθης θαυμάτων λαμπρότησι, φέγγει τε μαρτυρίου, και την κτίσιν πάσαν καταυγάζεις».